Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 684/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

                

Αριθμός    684/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα T.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 18-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./25-5-2020 κλήση της εφεσίβλητης / ενάγουσας εταιρίας «………….», η υπό κρίση από 18-12-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../19-12-2018 έφεση του εκκαλούντος / δευτέρου εναγομένου …………. κατά της με αριθ. 4680/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε, ερήμην της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας «…………» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την από 17-7-2017 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../18-7-2017 αγωγή της ανωτέρω εφεσίβλητης κατά της ανωτέρω εταιρίας και κατά του  εκκαλούντος και δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή), μετά την έκδοση επί της άνω έφεσης, που συζητήθηκε αρχικά στις 21-11-2019, της με αριθ. 219/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, επειδή δεν κλήθηκε για να παραστεί σ’ αυτήν η πρώτη εναγόμενη ως αναγκαία ομόδικος του δευτέρου εναγομένου (εκκαλούντος). Η άνω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’ και 518 παρ.1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 23-11-2018, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./23-11-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη, ενώ η έφεση του δεύτερου εναγομένου κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-12-2018. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη εταιρία, η οποία δεν παραστάθηκε πρωτόδικα, κλήθηκε νομότυπα για να παραστεί κατά την παρούσα συζήτηση ως αναγκαία ομόδικος του πρώτου εναγομένου, όπως διατάχθηκε με την προαναφερθείσα με αριθ. 219/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/16-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη). Κατόπιν τούτων, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την προαναφερθείσα αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι είναι ετερόρρυθμη εταιρία που εδρεύει στο …. και έχει ως επιχειρηματικό αντικείμενο την πώληση τροφίμων, υλικών και πάσης φύσεως ναυτιλιακών εφοδίων σε πλοία. Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι υπεράκτια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία που έχει ως επιχειρηματικό αντικείμενο τη διαχείριση και οικονομική εκμετάλλευση ποντοπόρων πλοίων αλλοδαπής σημαίας. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι ναυτιλιακός επιχειρηματίας, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος και βασικός μέτοχος της πρώτης εναγομένης, ο οποίος συναλλάσσεται στο όνομά της, δεσμεύοντας αυτή δια μόνης της υπογραφής του. Ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2016 η πρώτη εναγόμενη ήταν νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Πειραιά) δυνάμει του ν. 27/1975, αλλά έκτοτε ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασής της και εδρεύει στη ….. Αττικής, όπου είναι πλέον το κέντρο λήψης των εταιρικών της αποφάσεων και κατοικεί ο άνω νόμιμος εκπρόσωπός της. Ότι στο πλαίσιο της άνω εμπορικής της δραστηριότητας η ίδια (ενάγουσα) κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη διαδοχικές συμβάσεις προμηθείας (πώλησης), δυνάμει των οποίων, από τα τέλη Μαρτίου 2014  έως τα μέσα Μαϊου 2014, πώλησε σ’ αυτή και παρέδωσε στο Φ/Γ πλοίο «BA» διαχείρισής της, ποσότητες τροφοεφοδίων συνολικής αξίας 42.335,96 ευρώ, για τα οποία εξέδωσε τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης. Ότι, αν και συμφώνησε με την πρώτη εναγόμενη ότι το τίμημα των εμπορευμάτων θα ήταν καταβλητέο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, η τελευταία δεν προέβη στην πλήρη εξόφληση αυτού και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους 38.873,64 ευρώ. Ότι προκειμένου να διευκολύνει την πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το άνω υπόλοιπο – καθότι η τελευταία της δήλωσε, διά του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερου εναγόμενου, ότι αντιμετώπιζε ταμειακή δυσχέρεια – η ίδια (ενάγουσα) δέχθηκε να της παράσχει χρόνο πίστωσης πλέον των 30 ημερών από την έκδοση των άνω τιμολογίων. Ότι μετά ταύτα, προς εξασφάλισή της και χάριν μερικής εξοφλήσεως της άνω απαίτησής της, η ίδια (ενάγουσα) απαίτησε και έλαβε από την πρώτη εναγόμενη, που ενεργούσε δια του ανωτέρω νομίμου εκπροσώπου της, τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως της πρώτης εναγομένης στον Πειραιά, οι οποίες ήταν υπογεγραμμένες, υπό την εταιρική επωνυμία της, από το δεύτερο εναγόμενο, σε διαταγή της (ενάγουσας) και συγκεκριμένα τις με αριθ. ……..… και με ημερομηνίες έκδοσης 20-1-2015, 31-1-2015, 28-2-2015 και 31-3-2015 αντίστοιχα τραπεζικές επιταγές, ποσού 10.000,00 ευρώ εκάστης των τριών πρώτων και 8.873,64 ευρώ της τελευταίας, πληρωτέων σε διαταγή της (ενάγουσας) από τον αναφερόμενο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην τράπεζα «………….». Ότι για να την πείσει να απόσχει από οιεσδήποτε δικαστικές ενέργειες για την ικανοποίηση της άνω απαίτησής της μέχρι τις αναγραφόμενες ημερομηνίες πληρωμής των άνω επιταγών, ο δεύτερος εναγόμενος, υπό την άνω ιδιότητά του, συνόδευσε την παράδοση των επιταγών αυτών με απατηλές διαβεβαιώσεις προς αυτήν (ενάγουσα) ότι ο ίδιος και η ελεγχόμενη απ’ αυτόν πρώτη εναγόμενη εταιρία ήταν φερέγγυοι και είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τις επιταγές κατά τους αναγραφόμενους σ’ αυτές χρόνους. Ότι υπό τις άνω περιστάσεις η ίδια (ενάγουσα) δέχθηκε ακολούθως, προς περαιτέρω ταμειακή διευκόλυνση της πρώτης εναγομένης, να αντικατασταθούν οι δυο πρώτες από τις άνω επιταγές με δυο άλλες με μεταγενέστερη ημερομηνία πληρωμής και συγκεκριμένα την 20-2-2015. Ότι εν τέλει όμως και οι τέσσερις άνω επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη και νομότυπη εμφάνισή τους προς πληρωμή από την ίδια (ενάγουσα) ως νόμιμη κομίστρια αυτών (στις 20-2-2015 οι δυο πρώτες και στις 22-2-2015 οι δυο τελευταίες), γεγονός που βεβαίωσαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πληρώτριας τράπεζας επί του σώματος αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα επικαλούμενη αφενός μεν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου [που συνίστατο στην έκδοση απ’ αυτόν, υπό την άνω ιδιότητά του, των άνω ακάλυπτων επιταγών στο όνομα της πρώτης εναγομένης και στην παράδοσή τους σ’ αυτήν (ενάγουσα) χάριν μερικής εξοφλήσεως του τιμήματος των άνω παραδοθέντων εμπορευμάτων, με ταυτόχρονες απατηλές διαβεβαιώσεις του προς αυτήν ότι ο ίδιος και η εκπροσωπούμενη απ’ αυτόν πρώτη εναγόμενη εταιρία ήταν φερέγγυοι και είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τις άνω επιταγές κατά τις αναγραφόμενες σ’ αυτές ημερομηνίες πληρωμής τους, αν και γνώριζε κατά το χρόνο έκδοσης των άνω επιταγών ότι δεν υπήρχαν τα αναγκαία προς πληρωμή κεφάλαια στον άνω τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, η οποία ήταν οικονομικά αφερέγγυα όπως και ο ίδιος] και αφετέρου την επέλευση εκ του ως άνω λόγου ζημίας στην ίδια (ενάγουσα), ίσης με τα ποσά των άνω επιταγών ζήτησε: Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν α) ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, το συνολικό ποσό των 38.873,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας έκδοσης εκάστης επιταγής, άλλως από την ημερομηνία σφράγισης εκάστης επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής β) ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη βαρύτατη προσβολή της εμπορικής πίστης και φήμης της από τη μη πληρωμή του τιμήματος των άνω εμπορευμάτων, το ποσό των 5.000,00 ευρώ και Β) να απαγγελθεί, λόγω της αδικοπραξίας του δευτέρου εναγομένου σε βάρος της, προσωπική του κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η εκκαλούμενη με αριθ. 4680/2018  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία – αφού έκρινε καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί καταβολής τόκων από την επομένη της έκδοσης, άλλως της σφράγισης των επιταγών, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο – δέχθηκε αυτήν (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσία και υποχρέωσε τους εναγόμενους, εις ολόκληρο έκαστο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 40.373,64 ευρώ (από το οποίο 38.873,64 ευρώ αφορούσαν το υπόλοιπο του τιμήματος των παραδοθέντων τροφοεφοδίων και 1.500,00 ευρώ αφορούσαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την άνω καταψηφιστική της διάταξη κατά το ποσό των 20.000,00 ευρώ, απήγγειλε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός σε βάρος του δευτέρου εναγόμενου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και καταδίκασε τους εναγόμενους στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των 1.900,00 ευρώ. Κατά της άνω εκκαλουμένης απόφασης παραπονείται ο εν μέρει ηττηθείς δεύτερος εναγόμενος με την έφεσή του για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτή, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και σε κακή εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή εναντίον του στο σύνολό της και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Με βάση τα κρίσιμα στοιχεία που επικαλείται η ενάγουσα εφεσίβλητη για το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, τα οποία δεν αμφισβητούνται από τον παριστάμενο εκκαλούντα / δεύτερο εναγόμενο, ήτοι ότι η πρώτη εναγόμενη έχει την πραγματική έδρα της στη …. Αττικής (επί της . …..), απ’ όπου αυτή διενεργεί τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και όπου κατοικεί ο δεύτερος εναγόμενος, το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρα 4 και 63 παρ.  1 Κανονισμού Ε.Ε. αριθ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», π.ρ.β.λ. και άρθρα 3 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, εφαρμοστέο, εν προκειμένω, ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, αφού αυτό συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η περιουσιακή ζημία της ενάγουσας επήλθε στην Ελλάδα, όπου ήταν πληρωτέες οι επίδικες ακάλυπτες επιταγές που εκδόθηκαν χάριν εξόφλησης οφειλών από συμβάσεις πώλησης που καταρτίστηκαν στην Ελλάδα και σε κάθε περίπτωση, λόγω της μετασυμβατικής υπαγωγής της ένδικης διαφοράς στο ελληνικό δίκαιο, τις διατάξεις του οποίου ρητά επικαλούνται οι διάδικοι στην έκκλητη δίκη (Α.Π. 1091/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 157/2017, αδημ).

Από τη διάταξη του άρθρου 10 του Α.Κ. συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχειρήσεως (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 του Εμπ.Ν, 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του ν. 4072/2012. Σημειωτέον ότι τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί α) εταιριών των Η.Π.Α, συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ’) αδείας, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994 και 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (Ολ.Α.Π. 2/2003, ΕλλΔνη 2003, 388, Α.Π. 803/2010, Α.Π. 812/2008, Εφ.Πειρ. 15/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 22 του ΕμπΝ και 748 παρ. 1, 749 παρ. 1, 754 παρ. 1, 756, 760 και 724 του Α.Κ, προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως η ομόρρυθμη, η εξουσία (και το καθήκον) διαχειρίσεως είναι συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί η διαχείριση να ανατεθεί με το καταστατικό ή μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτο, ως επιτρεπτώς συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες. Μόνοι οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, κατ’ αποκλεισμό τρίτου προσώπου. Σημειωτέον ότι με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια κάποιων διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής, ώστε να έχει επ’ αυτού εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 68 εδ. 4 του Α.Κ, σύμφωνα με την οποία στα όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή. Αντίθετα, την ιδιότητα αυτή διατηρούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρίας, με δικαίωμα παράλληλα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως αυτής (ΟλΑΠ 13/1997, ΕλλΔνη 1997, 771, Α.Π. 1896/2014, Α.Π. 1374/2013, Εφ.Αθ. 2264/2019, Εφ.Πειρ. 15/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδάφ. β’ του Α.Κ. προκύπτει ότι, αν πράξη ή η παράλειψη αρμόδιου οργάνου του νομικού προσώπου, η οποία είναι παράνομη και υπαίτια, έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση του νομικού προσώπου προς αποζημίωση, τότε παράλληλα ευθύνεται και ταυτό (το αρμόδιο όργανο), εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο (Α.Π. 271/2015, Α.Π. 1565/2013, Α.Π. 25/2000, Εφ.Πειρ. 149/2015, Εφ.Πειρ. 180/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Παράνομη πράξη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία, κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, η οποία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, αποτελεί αξιόποινη πράξη όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρο 26 Π.Κ.), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 Π.Κ.), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. παρ. 1 & 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (Δελούκας, Αξιόγραφα, έκδ. Γ’, παρ. 190, σ. 241, Κιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο Αξιόγραφων, 1981, παρ. 76,1, 5, σ. 284 επ, Α.Π. 219/2020, Α.Π. 1069/2017, Α.Π. 1380/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, δεν αποκλείεται η απαλλαγή εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη  από την προαναφερόμενη αστική ευθύνη του έναντι του λήπτη και νόμιμου κομιστή της, που ατελέσφορα την εμφάνισε προς πληρωμή ή ο περιορισμός της έκτασης αυτής της ευθύνης με βάση τη μεταξύ τους υποκείμενη σχέση και κατόπιν συνδρομής του άρθρου 300 Α.Κ. περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στη ζημία ή την έκτασή της, ή του άρθρου 288 Α.Κ. περί υποχρέωσης του δανειστή να απαιτήσει από τον οφειλέτη εκπλήρωση της παροχής όπως απαιτεί η συναλλακτική καλή πίστη, ή του άρθρου 281 Α.Κ, περί απαγόρευσης της καταχρηστικής εκ μέρους του δανειστή άσκησης της απαίτησής του (Α.Π. 263/2008, Α.Π. 281/2003, Εφ.Θεσ. 2123/2006, Εφ.Πειρ. 39/2015, Εφ.Αθ. 3737/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιόγραφων (συναλλαγματικής ή τραπεζικής επιταγής) που εκδίδονται χάριν εγγυήσεως. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συνομολογείται ένα είδος pactum fiduciale, εξ αιτίας του οποίου ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνον τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα ενασκήσει το από τον τίτλο δικαίωμα του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται ένσταση, ανατρεπτική ή αναβλητική, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία ο οφειλέτης ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό των άρθρων 17 του νόμου περί συναλλαγματικής ή 22 του νόμου περί επιταγής αντίστοιχα. Στην κατηγορία της πιο πάνω ένστασης υπάγονται και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφωνείται ότι ο λήπτης θα δικαιούται να εισπράξει την επιταγή, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή ότι ο υπογραφέας του τίτλου πρόκειται να είναι απλός εγγυητής ή, ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής. Εάν η βάση της αγωγής στηρίζεται στην αδικοπραξία, ο ως άνω ισχυρισμός περί του καταπιστευτικού χαρακτήρα της επιταγής συνιστά αιτιολογημένη άρνηση των προϋποθέσεων επί των οποίων θεμελιώνεται η αδικοπραξία (Τσιριντάνη – Ρόκα, Ενστάσεις κατ’ απαιτήσεως εκ συναλλαγματικής, έκδ. 1969, παρ. 23, αριθ. 5, σ. 246 – 247, Ν. Δελούκα, Αξιόγραφα, 1980, παρ. 31, υπό δ’, Ν. Ρόκα, Αξιόγραφα, 1992, σ. 101, σημ. 11 και σ. 52, Α.Π. 263/2008, Εφ.Πειρ. 39/2015, Εφ.Αθ. 2009/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και χρησιμεύουν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ετερόρρυθμη εταιρία που εδρεύει στο δήμο …. και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην πώληση τροφίμων, υλικών και πάσης φύσεως ναυτιλιακών εφοδίων σε ποντοπόρα πλοία και σκάφη αναψυχής. Η πρώτη εναγόμενη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, που είχε συσταθεί κατά το δίκαιο του Παναμά, με έδρα τον Παναμά, αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση πλοίων υπό αλλοδαπή σημαία (μεταξύ των οποίων και το υπό σημαία Ινδονησίας πλοίο ονόματι «ΒΑ»), είχε δε εγκριθεί, με την υπ’ αριθμό 3122.1/3573/23906/10.12.2001 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα (επί της Ακτής Μιαούλη αριθ. 81 στον Πειραιά), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και των εκτελεστικών αυτού νόμων (ΑΝ 378/68, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και Ν. 4150/2013), πλην όμως η άνω άδεια εγκατάστασης ανακλήθηκε με τη με αριθμό 3122.1/3573/23906/10.12.2001 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής [βλ. σχετικά το με Α.Π. 2212.2-1/3573/75328/2-9-2016 έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών / Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας / Κλάδος Β’ (Ναυτιλίας) / Αρχηγείο Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ. του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής]. Ως εκ τούτου αυτή (πρώτη εναγόμενη), η οποία έκτοτε αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα (…. Αττικής, Λεωφόρος ………….., όπου βρίσκεται και η κατοικία του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου εναγομένου), έπαψε να υπάγεται στο πεδίο ρύθμισης του ν. 791/1978 και εξομοιώθηκε με εταιρία «εν τοις πράγμασι», στερούμενη νομικής προσωπικότητας, σύμφωνα με την άνω μείζονα σκέψη. Μετά ταύτα οι εταίροι της ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρο, κατ’ άρθρο 258 παρ. 3 του ν. 4072/2012, αναλογικά εφαρμοζόμενο, τέτοιος δε τυγχάνει ο νόμιμος εκπρόσωπός της δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος συναλλάσσεται στο όνομά της, δεσμεύοντας αυτή δια μόνης της υπογραφής του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που κατήρτισε από τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου 2014 με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, πώλησε σ’ αυτή (πρώτη εναγόμενη) και παρέδωσε στο υπό τη διαχείρισή της Φ/Γ πλοίο «ΒΑ», σε ημερομηνίες που αυτό βρισκόταν στο λιμάνι του Βόλου, τροφοεφόδια συνολικής αξίας 42.335,96 ευρώ. Ειδικότερα: Α) Περί τα τέλη Μαρτίου έτους 2014, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, πώλησε σ’ αυτή και παρέδωσε στο άνω πλοίο στο άνω λιμάνι, έναντι συνολικού τιμήματος 21.865,66 ευρώ, τροφοεφόδια που περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και αξία στα κατωτέρω τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε στο όνομά της και ήταν πληρωτέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοσή τους και δη στα τιμολόγια υπ’ αριθ. …./20.3.2014, αξίας 1.583,34 ευρώ, …./20.3.2014, αξίας 1.461,89 ευρώ, …../20.3.2014, αξίας 1.253,68 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 225,09 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 445,48 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 455,90 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 470,37 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 271,18 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 239,97 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 57,25 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 1.509,30 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 491,82 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 453,96 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 153,26 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 439,11 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 86,26 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 358,27 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 393,49 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 494,59 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 366,19 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 177,09 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 306,72 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 768,40 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 433,68 ευρώ, ……/21.3.2014, αξίας 251,70 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 384,12 ευρώ, ……/21.3.2014, αξίας 787,50 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 778,02 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 1.047,59 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 282,38 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 368,00 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 273,93 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 786,65 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 229,48 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 1.404,02 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 156,20 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 522,28 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 17,50 ευρώ, …./21.3.2014, αξίας 585 ευρώ, …../21.3.2014, αξίας 195 ευρώ και …../20.3.2014, αξίας 900 ευρώ. Β) Περί τα μέσα Απριλίου έτους 2014, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, πώλησε στην πρώτη εναγόμενη και παρέδωσε στο άνω πλοίο στο άνω λιμάνι, έναντι συνολικού τιμήματος 10.355,68 ευρώ, τροφοεφόδια που περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και αξία στα κατωτέρω τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε στο όνομά της και ήταν πληρωτέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοσή τους και δη στα τιμολόγια υπ’ αριθ. …./17.4.2014, αξίας 756,60 ευρώ, …/17.4.2014, αξίας 345,57 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 394,62 ευρώ, …/17.4.2014, αξίας 259,20 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 796,80 ευρώ, …/17.4.2014, αξίας 895,12 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 247,20 ευρώ, …/17.4.2014, αξίας 205,34 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 156,92 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 776,88 ευρώ, …../17.4.2014, αξίας 770,90 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 368,80 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 420,42 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 889,20 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 270,68 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 1.315,36 ευρώ, …../17.4.2014, αξίας 33,58 ευρώ, …./17.4.2014, αξίας 415,54 ευρώ, …../17.4.2014, αξίας 136,80 ευρώ και …./17.4.2014, αξίας 900 ευρώ. Και Γ) Περί τα μέσα Μαΐου έτους 2014, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, πώλησε στην πρώτη εναγόμενη και παρέδωσε στο άνω πλοίο στο άνω λιμάνι, έναντι συνολικού τιμήματος 10.114,62 ευρώ, τροφοεφόδια που περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και αξία στα κατωτέρω τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε στο όνομά της και ήταν πληρωτέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοσή τους και δη στα τιμολόγια υπ’ αριθ. …./16.5.2014, αξίας 546,00 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 708,88 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 1.254,74 ευρώ, …../16.5.2014, αξίας 342,66 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 223,80 ευρώ, …../16.5.2014, αξίας 156,64 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 254,54 ευρώ, …../16.5.2014, αξίας 291,76 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 83,42 ευρώ, …../16.5.2014, αξίας 444,19 ευρώ, …/16.5.2014, αξίας 199,08 ευρώ, …../16.5.2014, αξίας 453,95 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 660,48 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 195,86 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 428,67 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 558,91 ευρώ, …/16.5.2014, αξίας 282,93 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 693,14 ευρώ, …/16.5.2014, αξίας 296,13 ευρώ, …/16.5.2014, αξίας 742,93 ευρώ, …./16.5.2014, αξίας 396,06 ευρώ και …../14.5.2014, αξίας 900,00 ευρώ. Από το συνολικό ποσό των άνω τιμολογίων (21.865,66 + 10.355,68 + 10.114,62 = 42.335,96 ευρώ), όπως δεν αμφισβητεί η ενάγουσα, καταβλήθηκαν σ’ αυτήν 3.462,32 ευρώ και παρέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο 38.873,64 ευρώ. Ακολούθως, λόγω της μακροχρόνιας συνεργασίας της με την πρώτη εναγόμενη και προκειμένου να την διευκολύνει να καταβάλει το άνω οφειλόμενο υπόλοιπο ενόψει ταμειακής δυσχέρειας που επικαλέστηκε η τελευταία, η ενάγουσα αποδέχθηκε το αίτημά της που υπέβαλε ο νόμιμος εκπρόσωπός της δεύτερος εναγόμενος, να της παράσχει χρόνο πίστωσης πλέον των 30 ημερών από την έκδοση των άνω τιμολογίων. Προς τούτο και χάριν μερικής εξοφλήσεως της απαίτησής της, η ενάγουσα ζήτησε και έλαβε από την πρώτη εναγόμενη, δια του άνω νομίμου εκπροσώπου της, το Δεκέμβριο του 2014, τέσσερις (4) μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως της τελευταίας, υπογεγραμμένες υπό την εταιρική επωνυμία της από το δεύτερο εναγόμενο, σε διαταγή της (ενάγουσας), άπασες αναγράφουσες ως τόπο έκδοσης τον Πειραιά, οι οποίες ήταν συρόμενες από το με αριθμό . ……….. τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία «……………». Συγκεκριμένα, επρόκειτο για α) την υπ’ αριθ. ………….. επιταγή, ποσού 10.000,00 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 20.1.2015, β) την υπ’ αριθ. ………….. επιταγή, ποσού 10.000,00 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.1.2015, γ) την υπ’ αριθ. ………….. επιταγή, ποσού 10.000,00 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 28.2.2015 και δ) την υπ’ αριθ. ……………. επιταγή, ποσού 8.873,64 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης  31.3.2015. Η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στην έκδοση και παράδοση σ’ αυτήν των άνω επιταγών αφού προηγουμένως διαβεβαίωσε τους νομίμους εκπροσώπους της ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία αντιμετώπιζε μικρής έκτασης ταμειακή δυσχέρεια, ήταν, ωστόσο, οικονομικά φερέγγυα, δεδομένης και της εκ μέρους του κάλυψης των όποιων υποχρεώσεών της, και υποσχέθηκε ότι η ένδικη οφειλή θα εξοφλούνταν άμεσα, συνεπεία δε των εν λόγω ψευδών παραστάσεων η ίδια (ενάγουσα) πείσθηκε ν’ απόσχει δικαστικών ενεργειών προς ικανοποίηση των  άνω απαιτήσεών της και να λάβει τις επίδικες επιταγές, χάριν εξοφλήσεως. Ωστόσο, τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, ενόψει και του ότι δεν προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που να καταθέτουν σχετικά, επομένως η συρρέουσα αδικοπρακτική βάση της απάτης κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τις άνω επιταγές, των οποίων η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια, οι δυο πρώτες (…. και …….) εμφανίσθηκαν απ’ αυτή νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 20-1-2015 και στις 31-1-2015 αντίστοιχα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον άνω λογαριασμό της εκδότριας πρώτης εναγομένης. Η ενάγουσα δεν σφράγισε τις επιταγές αυτές, αποδεχθείσα νέο αίτημα που της υπέβαλε η πρώτη εναγόμενη, διά του δευτέρου εναγομένου νομίμου εκπροσώπου της, να μετατεθεί έως την 20-2-2015 η ημερομηνία έκδοσης των επιταγών αυτών, αιτία ανανέωσης της αξιογραφικής ευθύνης της. Πλην όμως και κατά την άνω νέα ημερομηνία έκδοσής τους, οπότε εμφανίσθηκαν από την ενάγουσα νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, οι δυο άνω επιταγές δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, το γεγονός δε τούτο βεβαιώθηκε επί του σώματος αυτών. Μετά πάροδο τεσσάρων (4) ημερών και συγκεκριμένα στις 24.2.2015, εμφανίσθηκαν από την ενάγουσα στην πληρώτρια τράπεζα νομότυπα και εμπρόθεσμα και οι λοιπές δύο επιταγές, ήτοι η υπ’ αριθ. …………. και η υπ’ αριθ. ……., οι οποίες επίσης σφραγίστηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, το γεγονός δε τούτο βεβαιώθηκε επί του σώματος αυτών. Οι τέσσερις άνω επιταγές εκδόθηκαν από το δεύτερο εναγόμενο υπό την εταιρική επωνυμία της πρώτης εναγομένης εταιρίας, καθώς, κατά το χρόνο έκδοσης αυτών, ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος την εκπροσωπούσε νόμιμα, είχε δηλώσει την ιδιότητά του αυτή στην πληρώτρια Τράπεζα (βλ. σχετ. την από 14-1-2016 βεβαίωση του αρμοδίου υπαλλήλου της άνω τράπεζας και την από 4-3-2015 βεβαίωση του αρμοδίου Τμηματάρχη Ναυτιλιακών εταιριών της Δ/νσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας / Κλάδος Β’/ Αρχηγείο Λ.Σ. – Ελ.Ακτ / Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού). Από την άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος επιπλέον γνώριζε και μπορούσε να προβλέψει, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης των άνω επιταγών όσο και κατά το χρόνο εμφάνισής τους προς πληρωμή, την πιθανή έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κάλυψης των επιταγών στον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο σύρονταν κατά το χρόνο της πληρωμής τους, η ενάγουσα υπέστη ζημία ισόποση της συνολικής αξίας των επιταγών, ποσού 38.873,64 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για την οποία ο δεύτερος εναγόμενος έχει προσωπική ευθύνη, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Ο ίδιος δεν αρνείται ότι εξέδωσε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και υπό την εταιρική της επωνυμία, τις τέσσερις άνω ακάλυπτες επιταγές. Ισχυρίζεται όμως ότι αυτές είχαν καταπιστευματικό χαρακτήρα και συγκεκριμένα ότι τις εξέδωσε και τις παρέδωσε υπό την άνω ιδιότητά του στην ενάγουσα, όχι χάριν εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών της πρώτης εναγομένης, αλλά χάριν εγγυήσεως, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συνέχιση της μακροχρόνιας συνεργασίας της πρώτης εναγομένης με την ενάγουσα και ότι η τελευταία είχε δεσμευθεί απέναντί του να μην κάνει χρήση των επιταγών αυτών, ενόψει της ειδικότερης συμφωνίας τους ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο θα εξοφλείτο τμηματικά κατά τις αναγραφόμενους στις επιταγές ημερομηνίες. Ο άνω αρνητικός ισχυρισμός της ιστορικής βάσης της ένδικης αγωγής από αδικοπραξία – τον οποίο ο δεύτερος εναγόμενος υπέβαλε πρωτόδικα και τον επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς αυτόν – είναι αβάσιμος, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων μερών περί των άνω επικαλούμενων προϋποθέσεων εμφάνισης των επιταγών από τη δικαιούχο ενάγουσα. Σημειωτέον ότι και ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος δεν αμφισβητεί ότι η πρώτη εναγόμενη αδυνατούσε να καλύψει τα ποσά των δυο πρώτων επιταγών κατά τη νομότυπη και εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή από την ενάγουσα στις 20-1-2015 και 31-1-2015 αντίστοιχα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε κατ’ ουσία τον ανωτέρω ισχυρισμό, με παρόμοια αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε, κατά το χρόνο που εξέδωσε τις επίδικες επιταγές, ότι κατά το χρόνο πληρωμής τους δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης από τον οποίο σύρονταν αυτές, ενόψει του ότι η τελευταία δεν ήταν ιδιοκτησίας του ούτε διοικούνταν από τον ίδιο, αλλά είχε ως βασικό μέτοχο την εταιρία «………….» που εδρεύει στην Ιορδανία και κάλυπτε τις υποχρεώσεις της έναντι τρίτων, χορηγώντας της το απαιτούμενο περιοδικώς κεφάλαιο κίνησης και σε κάθε περίπτωση διότι ο ίδιος είχε λάβει τη διαβεβαίωση από τα στελέχη της άνω μητρικής εταιρίας ότι κατά το χρόνο της πληρωμής των επιταγών η τελευταία θα είχε εμβάσει στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το απαιτούμενο κεφάλαιο κίνησης προς κάλυψη αυτών. Ο ισχυρισμός του αυτός – τον οποίο υπέβαλε πρωτόδικα και τον επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς αυτόν – είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, λαμβανομένου υπόψη ότι α) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε τις επίδικες επιταγές στο όνομα της πρώτης εναγομένης και τις παρέδωσε στην ενάγουσα μη γνωρίζοντας ότι αυτές δεν θα πληρώνονταν κατά την εμφάνισή τους ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης από τον οποίον σύρονταν ή έστω μη αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό, β) από την ίδια την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρίας υπό την οποία ενάγεται και την οποία δεν αμφισβητεί, τεκμαίρεται η γνώση του για την έλλειψη επαρκών ταμειακών διαθεσίμων της κατά το χρόνο πληρωμής των άνω επιταγών, γ) ο ίδιος παραδέχεται στις προτάσεις του ότι, υπό την άνω ιδιότητά του, επικοινωνούσε συνεχώς με στελέχη της μητρικής εταιρίας που ισχυρίζεται ότι χρηματοδοτούσε την πρώτη εναγόμενη, εις τρόπον ώστε να μη δικαιολογείται η επικαλούμενη απ’ αυτόν άγνοια της έλλειψης επαρκών ταμειακών διαθεσίμων της τελευταίας και της πρώτης εναγομένης κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής των επίδικων επιταγών, πολύ δε περισσότερο αφ’ ης στιγμής η πρώτη εναγόμενη κατά το χρόνο εκείνο ήδη καθυστερούσε την εξόφληση υπολοίπου 38.873,64 ευρώ του τιμήματος των εμπορευμάτων που κάλυπταν οι επιταγές αυτές και δ) είναι αντιφατικό ο ίδιος, από τη μια να δηλώνει ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών γνώριζε ότι η άνω μητρική εταιρία σταδιακά καθυστερούσε να καταβάλλει το απαιτούμενο κεφάλαιο κίνησης στην πρώτη εναγόμενη και ότι για το λόγο αυτό η τελευταία είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη έναντι των πάσης φύσεως οφειλών της και από την άλλη, κατά τον ίδιο χρόνο να ισχυρίζεται ότι πίστευε ότι κατά το χρόνο της πληρωμής των επιταγών θα υπήρχε στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το απαιτούμενο κεφάλαιο προς κάλυψη αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του δευτέρου εναγομένου, χωρίς ειδική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσής του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι υφίσταται συντρέχον πταίσμα της ενάγουσας στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας της, ενόψει του ότι, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών η τελευταία γνώριζε την αφερεγγυότητα της πρώτης εναγομένης (αφού είναι έμπειρη στις εμπορικές συναλλαγές και η πρώτη εναγόμενη, από σύνολο οφειλής 42.335,96 ευρώ για τα άνω παραδοθέντα εμπορεύματα, της είχε καταβάλει μόλις 3.462,32 ευρώ) και παρά ταύτα συμφώνησε για την έκδοση των άνω επιταγών και τις παρέλαβε, αποδεχόμενη έτσι τις προφανείς επιζήμιες συνέπειες από την έκδοσή τους. Ο ισχυρισμός του αυτός – τον οποίο υπέβαλε πρωτόδικα και τον επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς αυτόν – είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ο ανωτέρω εναγόμενος, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη γνώση της ενάγουσας, κατά το χρόνο που αυτή παρέλαβε τις επιταγές, περί της αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης, από το γεγονός δε και μόνο της καταβολής ποσού 3.462,32 ευρώ από την τελευταία έναντι οφειλής της, ποσού 42.335,96 ευρώ, δεν μπορεί να αχθεί το Δικαστήριο σε τέτοια κρίση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του τρίτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την άνω υπαίτια και παράνομη πράξη του δευτέρου εναγομένου η ενάγουσα υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, καθόσον προσεβλήθη η εμπορική πίστη, η φήμη και η αξιοπιστία της στους κύκλους των με αυτήν συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα ο δεύτερος εναγόμενος να υπέχει υποχρέωση να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάστασή της. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής της πίστης, φήμης και αξιοπιστίας της ενάγουσας ως εμπορικής επιχείρησης, της βαρύτητας της προσβολής αυτής, της ταλαιπωρίας της ενάγουσας επί σειρά ετών για την διεκδίκηση της απαίτησής της μέσω δικαστικών αγώνων, που προκλήθηκε εξαιτίας της αδικοπραξίας του δευτέρου εναγομένου, του βαθμού του πταίσματος του τελευταίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Κατόπιν όλων αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία την υπό κρίση αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο και υποχρέωσε αυτόν, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη, να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των (40.373,64 (38.873,64 + 1.500,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ, προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες, ενώ κατά την παρ. 2 εδ. β’ του ίδιου Κώδικα, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την απόφαση 12082/2009 του Υπουργού Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. 318/β’/20.2.2009), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 10 του ν. 2145/1993, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 1.500 ευρώ. Με την ως άνω Υ.Α. αυξήθηκε το τελευταίο αυτό ποσό σε 30.000 ευρώ και ορίσθηκε ότι η αύξηση αυτή ισχύει για τις δίκες, τα εισαγωγικά δικόγραφα των οποίων θα κατατίθενται από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία (δημοσίευση) έγινε στις 20.2.2009. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως εισαγωγικό δικόγραφο, από την κατάθεση του οποίου ισχύει το άνω ποσό των 30.000 ευρώ μέχρι του οποίου δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση, είναι το δικόγραφο της αγωγής, με το  οποίο εισάγεται η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (Α.Π. 583/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, προκειμένου να διαταχθεί προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία, αρκεί η υποβολή σχετικού αιτήματος και η απαίτηση να έχει αποδειχθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος στερείται περιουσίας από την οποία θα ήταν δυνατή η ικανοποίηση του δανειστή με άλλα μέσα. Αν αποδείχθηκε η αδικοπραξία,  στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται να διατάξει ή όχι προσωπική κράτηση (Α.Π. 842/2011, Α.Π. 1010/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 129/2019, δημοσίευση www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, η οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης χρηματικής παροχής καθιστά την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ανεπίτρεπτη μόνο στην περίπτωση ενοχής από σύμβαση (άρθρο 11 του κυρωθέντος με το ν. 2.462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), ενώ, επί αδικοπρακτικής ενοχής, η επιβολή αυτού του μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2, 10 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α. ούτε στην αρχή της αναλογικότητας (Α.Π. 1438/2008, Α.Π. 780/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)

Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της προαναφερόμενης αδικοπραξίας που τέλεσε ο δεύτερος εναγόμενος σε βάρος της ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψη του ως άνω μεγέθους της ένδικης απαίτησής της, των συνεπειών που θα έχει για την ενάγουσα η μη πληρωμή της απαίτησής της, του πταίσματος του δευτέρου εναγομένου και της βαρύτητάς του, της ανυπαρξίας εμφανών περιουσιακών στοιχείων του για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητήθηκε ειδικότερα από αυτόν, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, όπως προέκυψε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, λαμβανομένου υπόψη ότι, με τον προσδιορισμό της χρονικής αυτής διάρκειας, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που ανωτέρω εκτέθηκε, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς η απαγγελλόμενη προσωπική κράτηση τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, ενώ συμβάλλει και στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απήγγειλε επίσης κατά του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (τέταρτου) λόγου της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τον εκκαλούσα, όπως προκύπτει από το με κωδικό πληρωμής …………… e-παράβολο Δημοσίου και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 4680/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα e- παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

              Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ