Αριθμός 732/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη και από την Γραμματέα, Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 15.9.2017 και με αριθμ.καταθ……. έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά της υπ’ αριθ. 2875/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 17.12.2015 και με αριθμ.εκθ.καταθ……… αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν του παράβολου της έφεσης, που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, γιατί το εκκαλούν είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο κατά το άρθρο 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998 απαλλάσσεται, όπως και το Ελληνικό Δημόσιο κατά το άρθρο 19 του Ν. Δ της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου» της σχετικής υποχρέωσης. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.12.2015 και με αριθμ.εκθ.καταθ……. αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος νπδδ με την επωνυμία « …..», με την οποία, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, εξέθετε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.2010 έως 7.12.2010 δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που συνήψε με το εναγόμενο νοσοκομείο και μετά από έγγραφες παραγγελίες του τελευταίου, πώλησε και παρέδωσε σ’ αυτό τα ιατρικά είδη που αναφέρει λεπτομερώς για κάθε μία πώληση στην αγωγή, έναντι συνολικού τιμήματος, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ 39.960 ευρώ, με βάση τα αναφερόμενα τιμολόγια που εξέδιδε για κάθε μία πώληση. Ότι το εναγόμενο, παρά το γεγονός ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα ως άνω πωληθέντα και παρά τις προφορικές αλλά και έγγραφες οχλήσεις της προς αυτό δεν της έχει καταβάλει εισέτι το προαναφερόμενο οφειλόμενο τίμημα. Με αυτά τα δεδομένα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 39.960 ευρώ, με βάση τις διατάξεις για την πώληση, νομιμοτόκως μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου τιμολογίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Επικουρικά και για την περίπτωση που οι επικαλούμενες συμβάσεις πώλησης κριθούν άκυρες, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθμό 2875/2017 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως προς αμφότερες τις βάσεις της, δέχτηκε αυτήν και κατ ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτηθέν απ αυτήν ως άνω ποσό των 39.960 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση εκάστου των αναφερόμενων στην αγωγή τιμολογίων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση ενώ καταδίκασε το εναγόμενο και στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, που προσδιόρισε στο ποσό των 1.280 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν νοσοκομείο με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται, κατ ορθή εκτίμηση αυτών, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η σε βάρος του αγωγή.
Ι. Η σύμβαση είναι διοικητική αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικώς τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», «Πάσα σύμβασης δια λογαριασμόν του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι` αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων (παρ. 1). Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως (παρ. 2)». Σημειωτέον ότι το ποσό των 10.000 δραχμών που αναφέρεται στη διάταξη αυτή, αναπροσαρμόστηκε αρχικά στο ποσό των 150.000 δραχμών με τη με αριθμό 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ 447/1992 τ. Β`) και στη συνέχεια στο ποσό των 2.500 ευρώ με τη με αριθμό 2/42053/0094/26-7-2002 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ 1033/7-8-2002 τ. Β`). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 του άρθρου 159 ΑΚ, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από Ν.Π.Δ.Δ., όπως η σύμβαση πώλησης και η οποία έχει το ανωτέρω αντικείμενο, υποβάλλεται στον απαιτούμενο από το νόμο έγγραφο τύπο, χωρίς την τήρηση του οποίου η σύμβαση είναι άκυρη, καθώς ο τύπος είναι συστατικός, η δε ακυρότητα είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 543/2015, όπ.α, ΑΠ 322/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος). Επιπρόσθετα, προβλέπεται, από τη διάταξη της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974, θεραπεία της ακυρότητας αυτής από την έλλειψη του εγγράφου τύπου. Η διάταξη, όμως, αυτή εφαρμόζεται μόνο αν εκπληρώθηκε η σύμβαση, για τη σύσταση της οποίας υπήρξε χωριστή έγγραφη πρόταση, δεν επακολούθησε όμως έγγραφη αποδοχή. Δεν έχει δε εφαρμογή η διάταξη αυτή στην περίπτωση που ο έγγραφος τύπος δεν τηρήθηκε ούτε για την πρόταση (Ολ ΑΠ 862/1984 ΝοΒ 33, 89 – ΑΠ 1160/2013 – ΑΠ 1057/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 28 ν. 3984/2011: «Για λόγους διασφάλισης δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της Δημόσιας Υγείας, καθίστανται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών προς τις προμήθειες αυτές υπηρεσιών, που εναρμονίστηκαν με τις χαμηλότερες τιμές της εγχώριας αγοράς του Παρατηρητηρίου Τιμών του άρθρου 24 του ν.3846/2010. Οι ως άνω δαπάνες απορρέουν από προμήθειες των Νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., συμπεριλαμβανομένων των Ψυχιατρικών και των Πανεπιστημιακών Κλινικών, των Νοσοκομείων Αρεταίειο και Αιγινίτειο, του ………Κέντρου και του Νοσοκομείου …. της Θεσσαλονίκης και διενεργήθηκαν από την κατάθεση στη Βουλή του ν. 3867/2010 μέχρι 31.10.2016 (το ως άνω δεύτερο εδάφιο της παρ.28 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο έκτο παρ.2α Ν. 4432/2016, ΦΕΚ Α 212/14.11.2016, σημειουμένου ότι η ισχύς των προβλεπομένων στην παρ. 2 άρθρου έκτου Ν. 4432/2016, παρατάθηκε αρχικά μέχρι και την 28η Φεβρουάριου 2017 με το άρθρο 102 παρ.4 Ν.4461/2017,ΦΕΚ Α 38 και στη συνέχεια μέχρι και τις 31.3.2018 με το άρθρο 29 Ν.4532/2018,ΦΕΚ Α 63). Σε περίπτωση που για είδη των προηγουμένων εδαφίων δεν υπάρχουν στο Παρατηρητήριο Τιμών του άρθρου 24 του ν.3846/2010 καταχωρημένες τιμές, οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση των σχετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις προμήθειες αυτές θεωρούνται νόμιμες εφόσον οι τιμές τους δεν υπερβαίνουν τις συμβατικές τιμές που είχε συμφωνήσει ο φορέας με την τελευταία συναφθείσα σύμβαση για τα ίδια είδη». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Ε.Σ.Υ. για προμήθειες ιατροτεχνολογικού και φαρμακευτικού υλικού (επομένως και για προμήθειες αναλώσιμων προϊόντων αιμοκάθαρσης νεφρών, ως εν προκειμένω) που πραγματοποιήθηκαν από την κατάθεση στη Βουλή του ν.3867/2010 (στις 25-6-2010, όπως προκύπτει από την εισηγητική του έκθεση) μέχρι 31.10.2016 (ήδη δε μετά τις ως άνω παρατάσεις μέχρι και τις 31.3.2018) και να εκκαθαριστούν έτσι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους, δεν ελέγχεται αν τηρήθηκε προηγουμένως η διαδικασία που προβλέπεται για την ανάληψη υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με συνέπεια να νομιμοποιούνται εκ των υστέρων οι συμβάσεις που καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας αυτής ( ΑΠ 1213/2015, ΕφΙω 5/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 7 παρ.2 ν.δ.496/1974, διάταξη που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/2006), ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της αγωγής. Τέτοια διαφορετική ρύθμιση εισήγαγε το άρθρο 4 π.δ.166/2003, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2000/35 της Ε.Κ. “για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές” και το οποίο, παρά την κατάργησή του από τις 9-5-2013 με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του ν. 4152/2013, σύμφωνα με την ίδια πιο πάνω υποπαράγραφο, εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του, έχει δε εφαρμογή και στις συμβάσεις προμηθειών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 παρ.1 εδ. α’ αυτού. Ειδικότερα, στο ως άνω π.δ. 166/2003, ορίζονταν τα εξής: Άρθρο 2 “Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή “. Άρθρο 3 ” Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. “Εμπορική συναλλαγή” είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. “Δημόσια αρχή” είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α` 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α` 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α` 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α` 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. “Επιχείρηση” είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. “Καθυστέρηση πληρωμής” είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. “Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης” είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο”. Άρθρο 4 “Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. 1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (“επιτόκιο αναφοράς”) προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (“περιθώριο”), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π. δ. 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται : α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ.1 α’ του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του π.δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη π. δ. 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλομένης της δανείστριας επιχείρησης, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη “δημόσια αρχή” έννοια ευρύτερη εκείνης που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του π. δ. 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μια τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, απ’ ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του π.δ. 166/2003, οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ν.π.δ.δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του π.δ. 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του π. δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 του ν. δ. 495/1976. (ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 271/2016, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 324/2014, ΕφΙω 5/2017, ΕΑ 1568/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 43/2018, ΕφΠειρ 24/2016, ΕΑ 3808/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.).Τέλος, κατά το άρθρο 22 παρ.3 του ν.3693 /1957, οι περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις δίκες στις οποίες διάδικος είναι υπουργός ή νομάρχης ή νομικό πρόσωπο του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Συνεπώς το γεγονός ότι ορισμένο ν.π.δ.δ. απολαύει, βάσει διατάξεως νόμου, των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου δεν δικαιολογεί την εφαρμογή και των διατάξεων για τη δικαστική δαπάνη, αφού δεν πρόκειται για προνόμιο ή απαλλαγή αλλά για διάταξη αναφερόμενη μόνο στη δικαστική υπεράσπιση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ. 1362/2013, ΑΠ 1128/2009, ΑΠ 1382/2005, ΕφΠειρ 663/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι της έκκλητης δίκης, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723)- σημειωτέον ότι δεν εξετάστηκαν μάρτυρες πρωτοδίκως- καθώς και την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα-εφεσίβλητη υπ.αριθμ……… ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α.Ρ. του επιμελεία της εξετασθέντος μάρτυρα, …….., που λήφθηκε μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της να παραστεί σ αυτή (βλ. την με αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α.Β.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρία έχει ως αντικείμενο την εισαγωγή, εξαγωγή, διανομή, εμπορία, διαφήμιση και μάρκετιγκ φαρμακευτικών, ιατρικών και αναλώσιμων, παραϊατρικών προϊόντων και εξοπλισμού, την εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών που αφορούν την τακτική συντήρηση και επισκευή του ανωτέρω εξοπλισμού και την εκπροσώπηση και αντιπροσώπευση ελληνικών και αλλοδαπών εταιριών παραγωγής και εμπορίας αντίστοιχων προϊόντων και εξοπλισμού. Δραστηριοποιείται δε ιδίως στον κλάδο της εισαγωγής και εμπορίας αναλώσιμων προϊόντων αιμοκάθαρσης νεφρών και ήπατος. Στα πλαίσια των εμπορικών της δραστηριοτήτων και των ειδικότερων συναλλαγών της με το εναγόμενο-εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία …….», κατά το χρονικό διάστημα από 6/7/2010 έως και 7/12/2010 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο τελευταίο ιατρικά είδη της εμπορίας της, εκδίδοντας για κάθε μία πώληση αντίστοιχα τιμολόγια. Συγκεκριμένα, ανατέθηκε στην ενάγουσα από το εναγόμενο νοσοκομείο, δυνάμει των με αριθμ……, …… και …….. έγγραφων εντολών του, με την διαδικασία του κατεπείγοντος, λόγω άμεσης ανάγκης για την προμήθεια των κατωτέρω υλικών, η προμήθεια των παρακάτω αναφερόμενων ιατρικών ειδών και καταρτίστηκαν μεταξύ των ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις πώλησης. Ειδικότερα, η ενάγουσα : 1) Με το υπ’ αριθμ. ……. τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο εναγόμενο το προϊόν PRISMA Μ100 ΡRΕ, ποσότητας 20 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 160.00 €, καθαρής αξίας 3,200.00 €, πλέον ΦΠΑ 11 %, αξίας 352.00€, ήτοι συνολικής αξίας τριών χιλιάδων και πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ (3,552.00€), συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 2) Με το υπ’ αριθμ. ………. τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο εναγόμενο το αυτό ως άνω προϊόν ( PRISMA Μ100 ΡRΕ) ποσότητας 55 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 160.00 €, καθαρής αξίας 8,800.00 €, πλέον ΦΠΑ 11 %, αξίας 968.00€, ήτοι συνολικής αξίας εννέα χιλιάδων και επτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ(9,768.00€), συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 3) Με το υπ’ αριθμ. ……. τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο εναγόμενο το αυτό ως άνω προϊόν ποσότητας 75 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 160.00 €, καθαρής αξίας 12,000.00 €, πλέον ΦΠΑ 11 %, αξίας 1,320.00€, ήτοι συνολικής δεκατριών χιλιάδων και τριακοσίων είκοσι ευρώ(13,320.00€), συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. και 4) Με το υπ.αριθμ……… τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο εναγόμενο το αυτό ως άνω προϊόν ποσότητας 75 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 160.00 €, καθαρής αξίας 12,000.00 €, πλέον ΦΠΑ 11 %, αξίας 1,320.00€, ήτοι συνολικής δεκατριών χιλιάδων και τριακοσίων είκοσι ευρώ(13,320.00€) συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α, ήτοι το εναγόμενο νοσοκομείο παρέλαβε κανονικά, ως το ίδιο, εξάλλου, ομολόγησε τόσο πρωτοδίκως, όσο και με την ένδικη έφεσή του, όλα τα είδη που παρήγγειλε από την ενάγουσα, χωρίς να εκφράσει οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξη σχετικά με τις εκτελεσθείσες παραγγελίες. Δεν κατέβαλε, όμως, στην ενάγουσα το τίμημα των πωλήσεων, το οποίο με βάση τα ανωτέρω εκδοθέντα τιμολόγια ανήλθε στο συνολικό ποσό των 39.960 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, όλες οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις πώλησης έγιναν μετά από έγγραφες παραγγελίες του εναγόμενου νοσοκομείου προς την ενάγουσα εταιρεία και οι συμβάσεις αυτές εκπληρώθηκαν από την τελευταία με την παράδοση των παραγγελθέντων υλικών σ αυτό. Επομένως, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 41 ΝΔ 496/1974, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, εφόσον για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών προηγήθηκε έγγραφη πρόταση του εναγόμενου νοσοκομείου, η ακυρότητα της σύναψης των εν λόγω συμβάσεων εξ αιτίας της έλλειψης έγγραφης αποδοχής εκ μέρους της ενάγουσας θεραπεύτηκε με την εκπλήρωση των συμβάσεων αυτών από την τελευταία. Είναι κατά συνέπεια έγκυρες όλες οι συμβάσεις αυτές και δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων. Όλες δε οι πιο πάνω συμβάσεις, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, είναι ιδιωτικές, καθώς με την κατάρτισή τους το εναγόμενο νοσοκομείο δεν απέβλεψε αμέσως στην ικανοποίηση δημόσιου σκοπού, ώστε αυτές να χαρακτηριστούν ως διοικητικές με την έννοια που εκτίθεται στην παρατιθέμενη ανωτέρω ιδία νομική σκέψη, έστω και αν εμμέσως δι` αυτού ωφελήθηκαν οι πολίτες, επί πλέον δε αυτό (εναγόμενο) με βάση το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων και το νομικό καθεστώς που τις διέπει δεν τελούσε σε υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλομένης του ενάγουσας εταιρείας, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Επομένως, εφαρμόζονται στις ένδικες αυτές συμβάσεις οι διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και ειδικότερα αυτές για την πώληση (άρθρ. 513 ΑΚ) και, βέβαια, όχι αυτές για τις διοικητικές συμβάσεις (Ν. 2286/1995, ΠΔ 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» και ΠΔ 60/2007), αφού δεν είναι νοητό μία ιδιωτική σύμβαση πώλησης να ερευνάται ως προς την εγκυρότητά της και να χαρακτηρίζεται ως άκυρη επειδή καταρτίστηκε κατά παράβαση της διαδικασίας σύναψης των διοικητικών συμβάσεων, που προβλέπεται από τον κώδικα προμηθειών του Δημοσίου. Άλλωστε και ανεξάρτητα των όσων εκτέθηκαν παραπάνω για την εγκυρότητα των επιδίκων συμβάσεων πώλησης, οι συμβάσεις αυτές, οι οποίες καταρτίστηκαν, κατά τα προαναφερόμενα από τις 6.7.2010 έως και τις 7.12.2010, ήτοι μετά τις 25-6-2010, νομιμοποιήθηκαν και εγκυροποιήθηκαν εκ των υστέρων με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 66 παρ.28 του Ν.3984/2011, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας. Το δε εναγόμενο δεν έχει καταβάλει ουδέν έναντι του ανωτέρω συνολικά οφειλόμενου ποσού από τις συναφθείσες μετά της ενάγουσας συμβάσεις πώλησης, αν και έχει οχληθεί επανειλημμένως προς τούτο τόσο προφορικώς όσο και εγγράφως από την ενάγουσα, δυνάμει των από 29.10.2014 και 20.11.2015 έγγραφων εξωδίκων διαμαρτυριών της-προσκλήσεων-δηλώσεων-οχλήσεών της που επιδόθηκαν σ αυτό στις 5.11.2014 και 1.12.2015 αντίστοιχα (βλ. τις αντίστοιχες με αριθμούς ….. και …… εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών, …… και ……. αντίστοιχα). Εξάλλου, δεν ευσταθούν τα ισχυριζόμενα από το εναγόμενο-εκκαλούντα τόσο πρωτόδικα όσο και στην ένδικη έφεσή του ότι δήθεν δεν έχει εξοφλήσει εισέτι το οφειλόμενο απ αυτό ως άνω τίμημα, καθότι η ενάγουσα, μολονότι προσκλήθηκε επανειλημμένως απ αυτό για να εκπληρώσει την ένδικη οφειλή του, υπογράφοντας τις σχετικές συμβάσεις πωλήσεως, αρνήθηκε να πράξει τούτο, αφού αφ ενός μεν, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, η υπογραφή των επιδίκων συμβάσεων από την ενάγουσα, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αποπληρωμή απ αυτό του οφειλόμενου τιμήματος, ως αυτό αβασίμως ισχυρίζεται, αφ ετέρου δε ουδόλως προέκυψαν τα ανωτέρω υποστηριζόμενα απ αυτό από τη συνεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και η νομίμως προβληθείσα απ αυτό ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας, επικαλούμενο αφ ενός μεν τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αφ ετέρου δε την πρόθεση της ενάγουσας να καρπωθεί σε βάρος του τόκους υπερημερίας, αφού ουδόλως αποδείχθηκαν τα ως άνω υποστηριζόμενα απ αυτό, αλλά τουναντίον δια της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα νομίμως και βασίμως αιτείται την αποπληρωμή των σ αυτήν οφειλομένων από το εναγόμενο και μάλιστα τέσσερα και πλέον έτη μετά τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων και αφού είχε εξαντλήσει κάθε προσπάθεια για εξώδικη διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς. Συνεπώς το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αυτή αιτείται με την κύρια βάση της αγωγής της, το ποσό των 39.960 ευρώ, που αντιστοιχεί στο τίμημα των πωλήσεων αυτών, πλέον των νομίμων τόκων και μάλιστα επί του μερικότερου ποσού κάθε τιμολογίου από την παρέλευση της 60ης ημέρας από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου των ως άνω τιμολογίων, σύμφωνα με το π.δ. 166/2003 και με το επιτόκιο που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του ίδιου π.δ και όχι από την επομένη επίδοσης της αγωγής, σε ποσοστό 6% ετησίως, ως υποστηρίζει το εκκαλούν, επικαλούμενο τη διάταξη του 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, σύμφωνα με το οποίο ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ΝΠΔΔ, ως αυτό, είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει, δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής, λόγω του ότι υπερτερεί, κατ αυτό, σε κάθε περίπτωση η έννοια του δημοσίου συμφέροντος.Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στην, υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, οι συμβάσεις πωλήσεως, που, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα συνήψε εγκύρως το εναγόμενο – εκκαλούν, ως δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ΝΠΔΔ), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του ΠΔ 370/1995 (άρθρο 2), υπάγονται, ως εμπορικές συναλλαγές, στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 166/2003, που ίσχυε κατά το χρόνο καταρτίσεώς τους (2003-2004) και συνεπώς, επί του οφειλομένου από τις συμβάσεις αυτές τιμήματος για την έναρξη τοκογονίας και το ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 δ και 4 του προεδρικού αυτού διατάγματος, διατάξεις, οι οποίες, ως νεότερες, ειδικότερες και εδραζόμενες σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), υπερισχύουν της παραπάνω αναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 7 του ΝΔ 496/1974. Κατ ακολουθία των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα, έκρινε τα ίδια και δη έκανε δεκτή την αγωγή, κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτηθέν απ αυτήν ως άνω ποσό των 39.960 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση εκάστου των αναφερόμενων στην αγωγή τιμολογίων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στους σχετικούς λόγους έφεσης (υπό στοιχ.1-4), κατ ορθή εκτίμηση αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Με τον υπό στοιχ.5 και τελευταίο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται για το ύψος της επιδικασθείσης από την εκκαλουμένη σε βάρος του δικαστικής δαπάνης ποσού 1.280 ευρώ και ισχυρίζεται ως επί λέξει αναφέρει στο εφετήριο « ότι είναι υπερβολικά δυσανάλογο (προς τα άνω) και θα πρέπει να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο». Ο λόγος αυτός της εφέσεως που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, κατά τα προαναφερόμενα, στην υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη, είναι κατ αρχάς αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ως έπρεπε, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του εκκαλούντος δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική. Αλλά ως και κατ ουσίαν αβάσιμος τυγχάνει απορριπτέος ο ως άνω λόγος, γιατί από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 παρ.1 και 68 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), προκύπτει ότι το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής, όταν το αντικείμενο της διαφοράς δεν ξεπερνά το ποσό των 200.000 ευρώ, ως εν προκειμένω, ανέρχεται σε 2% επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ενώ αντίστοιχα η αμοιβή για τη σύνταξη των προτάσεων του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος καθορίζεται στο μισό της ανωτέρω αμοιβής, στην προκειμένη δε περίπτωση, εφόσον το αίτημα της αγωγής συνίστατο στην καταβολή του ποσού των 39.960 ευρώ, νομίμως το ποσό της δικαστικής δαπάνης ορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε βάρος του ηττηθέντος εναγόμενου στο ποσό των 1280 ευρώ, ήτοι 2% επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τη σύνταξη της αγωγής (39.960Χ2%=799,20) πλέον 1% για τη σύνταξη των προτάσεων (39.960Χ1%=399,60) πλέον των εξόδων παραστάσεως της πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας, ήτοι στο επιδικασθέν ποσό των 1.280 ευρώ. Και ναι μεν το εναγόμενο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έχει τα προνόμια απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου (άρθρ.28 παρ.4 ν. 2579/1998), η νομική του όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το νομικό Συμβούλιο του Κράτους και ως εκ τούτου η σε βάρος αυτού, ως ηττηθέντος διαδίκου, δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί πλήρης, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Κατ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς εξέταση πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος που ηττήθηκε (176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), επιβαλλόμενη, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, πλήρης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την από 15.9.2017 και με αριθμ.καταθ………… έφεση.ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 7 Δεκεμβριου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ