Αριθμός 641/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5385/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 5436/2011 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011),και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη (αναγκαίως) απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, (ενιαίο) παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. παραβόλου ………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Με την από 9-7-2010 (αρ. καταθ. ………../2010) αγωγή του ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι την 23-5-2010 στη Νεάπολη Αττικής οι εναγόμενοι με τις αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) φράσεις και λέξεις εξύβρισαν αυτόν, προσβάλλοντας την τιμή, την υπόληψη και την αξιοπρέπειά του, και με πρόθεση με τον αναφερόμενο επίσης σ΄ αυτήν (αγωγή) τρόπο του προκάλεσαν την αναφερόμενη σωματική βλάβη. Ότι από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με προσωπική κράτηση των εναγομένων διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας που έχουν τελέσει, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον να καταβάλει σ΄ αυτόν (ενάγοντα) το ποσό των 79.956 ευρώ (επικαλούμενος ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατά τα κατωτέρω, δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ανερχόμενη στο ποσό των 80.000 ευρώ, ζήτησε, όμως, από το Δικαστήριο να του επιδικασθεί το ως άνω ποσό των 79.956 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αναφερθείσα παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του και ειδικότερα της σωματικής του ακεραιότητας και της τιμής, της υπόληψης και της αξιοπρέπειάς του. Ζήτησε, επίσης, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7-4-2011, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 5436/2011 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής (αγωγής), ώσπου να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης που αναφερόταν στο σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως. Στη συνέχεια αφού επανεισήχθη νόμιμα προς περαιτέρω συζήτηση η ως άνω αγωγή, συζητήθηκε την 27-9-2018, κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 5385/2018 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον τον καθένα, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την ένδικη από 15-3-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) έφεση με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αρ. 5436/2011 μη οριστική απόφαση, παρ΄ ότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον της (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση) και να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του εφεσίβλητου.
Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 782/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 808/2015). Για να είναι, όμως, το σχετικό αίτημα παραδεκτό και σύννομο πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο και να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και με ακρίβεια το περιεχόμενό του (ΑΠ 348/2019, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 123/2016, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 43/2013). Επιπλέον δε πρέπει να είναι αυτό πρόσφορο για την άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελών ισχυρισμών (ΑΠ 209/1994, ΑΠ 1023/1992, ΑΠ 1771/1988, ΕφΠατρ 1019/2006, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα: ΚΠολΔ, εκ. 2000, άρθρο 450, αρ. 3, σελ. 808). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902 του ΑΚ και 450 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι καθένας μπορεί να ζητήσει και από τρίτο την επίδειξη κάθε εγγράφου, που ο τελευταίος κατέχει και μπορεί να χρησιμεύσει προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Εξαίρεση ως προς την ανωτέρω υποχρέωση υπάρχει όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την μη επίδειξη αυτών, όπως στις περιπτώσεις που επιτρέπεται άρνηση μαρτυρίας. Η επίδειξη αυτή, η οποία, κατ΄ άρθρο 452 παρ. 3 του ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και όταν το έγγραφο βρίσκεται σε δημόσια αρχή ή δημόσιο όργανο ή άλλο υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα, που ανάγονται σε απόρρητα του κράτους σχετικά με την ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις του, εφόσον υπόχρεος είναι τρίτος, θα ζητηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του τρίτου (άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Στην αγωγή ή την αίτηση επιδείξεως εγγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο, ο οποίος (κάτοχος) μπορεί να είναι και τρίτος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 440 του ΑΚ «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες». Εξάλλου κατά το άρθρο 450 του ΑΚ «Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν», κατά δε το άρθρο 451 του ΑΚ «Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαιτήσεως». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 440, 450 και 451 του ΑΚ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού είναι: α) η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, β) το ομοειδές του αντικειμένου των απαιτήσεων αυτών, γ) το έγκυρο, νομικώς τέλειο και ληξιπρόθεσμό τους και δ) το επιτρεπτό του συμψηφισμού, δηλ. ότι ο συμψηφισμός δεν θα πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, όπως είναι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 450εδ. α΄ του ΑΚ, κατά την έννοια της οποίας, απαγορεύεται συμψηφισμός, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση από αδίκημα είναι δόλια, χωρίς και να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία αυτού (υπόχρεου) να συνιστά ποινικό αδίκημα (ΑΠ 409/2016, ΕφΑθ 97/2017).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 400 αριθμός 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και έχει εν προκειμένω εφαρμογή, και 403 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα, που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη, ήτοι αυτά που προσδοκούν ωφέλεια ή βλάβη από τη συγκεκριμένη δίκη, χωρίς να έχει σημασία αν το συμφέρον τους είναι υλικό ή ηθικό, αλλά πάντως άμεσο και βέβαιο, μη εξαρτημένο από μελλοντικά γεγονότα, έχει δε κριθεί ότι δεν έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης τα πρόσωπα που έχουν φιλία ή έχθρα με κάποιον από τους διαδίκους (ΑΠ 442/1993, ΕφΑθ 7129/2009). Ο λόγος δε αυτός εξαίρεσης του μάρτυρα δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ΄ ένσταση του αντιδίκου εκείνου του διαδίκου, που προσάγει τον μάρτυρα προς εξέταση, η οποία (ένσταση) προτείνεται πριν ορκισθεί ο μάρτυρας [αν προτείνεται μετά την όρκισή του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 118/2017, ΕφΑθ 934/2006)] και το συμφέρον αυτό πρέπει να το καθορίζει εκείνος που επικαλείται το λόγο εξαίρεσης (ΑΠ 1420/2019). Η ένσταση εξαιρέσεως είναι βάσιμη όταν το συμφέρον από το αποτέλεσμα της δίκης παρουσιάζεται ως αναγκαία συνέπεια της εκβάσεώς της. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης επεκτείνονται και στον μάρτυρα, όταν ενδέχεται να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κάποιου διαδίκου σε περίπτωση ήττας του ή όταν πήρε αμοιβή ή δέχθηκε υπόσχεση αμοιβής για τη συγκεκριμένη μαρτυρία (ΕφΠειρ 705/2014). Ακολούθως, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίψει την ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα, ο ενιστάμενος μπορεί στην κατ΄ έφεση δίκη να προτείνει νόμιμα την ίδια ένσταση, σε περίπτωση δε που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν λάβει υπόψη την ένσταση, δημιουργείται ο από τον αριθ. 8 περ. β΄ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1078/2017, ΑΠ 992/2012, ΑΠ 847/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα ένστασή τους, κατ΄ άρθρο 400 περ. 3 του ΚΠολΔ, περί εξαίρεσης του εξετασθέντος μάρτυρα του εφεσιβλήτου, …………. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7-4-2011, οι παριστάμενοι, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εναγόμενοι πριν την όρκιση του εξετασθέντος, με επιμέλεια του ενάγοντος, ως άνω μάρτυρα, αν και σε σχετική ερώτηση, πριν την όρκισή του, απάντησε ότι ο ενάγων είναι σύζυγος της ανιψιάς του ………, δεν προέβαλαν ένσταση περί εξαίρεσης της εξέτασης του συγκεκριμένου μάρτυρα και συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η σχετική ένσταση είναι πρωτίστως απαράδεκτη και απορριπτέα (άρθρα 400 αρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, όπως προαναφέρθηκε, πριν την κατάργησή της από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 403 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 3357/2007 και ΕφΑθ 934/2006). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα. Επισημαίνεται δε ότι και από το παρόν Δικαστήριο θα ληφθεί υπόψη, καθόσον προσκομίζεται μετ΄ επικλήσεως εκ νέου προς εκτίμηση.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων …….. και …………., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα υπ΄ αρ. 5436/2011 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων(ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), καθώς και αντίγραφα από τις σχηματισθείσες σε σχέση με το ένδικο συμβάν ποινικές δικογραφίες, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι σύζυγος της εξαδέλφης του πρώτου των εναγομένων και ανιψιάς του δεύτερου των εναγομένων, ………, ο δε πρώτος των εναγομένων είναι υιός του δεύτερου από αυτούς. Μεταξύ της πεθεράς του ενάγοντος, ……… και της αδελφής της, ………. ., η οποία είναι μητέρα και σύζυγος του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, αντίστοιχα, υπάρχει μακροχρόνια δικαστική διαμάχη και έριδα αναφορικά με ακίνητο κείμενο επί της οδού ……….. στη (Νεάπολη) Νίκαια Αττικής, του οποίου είναι συγκύριες, με αποτέλεσμα να υφίσταται μεταξύ των μελών των δύο οικογενειών τεταμένο κλίμα που τους οδηγεί σε σφοδρές αντιδικίες. Την 23 Μαΐου 2010 και περί ώρα 14:30 ο ενάγων μετέβη στην κείμενη επί της παραπάνω οδού οικία της πεθεράς του, προκειμένου να την επισκεφθεί. Διερχόμενος από την κοινή αυλή, σταθμεύοντας τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του και πριν αφαιρέσει το κράνος του από το κεφάλι του, τον πλησίασε, προκειμένου να διαπιστώσει ποιος είναι, ο δεύτερος των εναγομένων, καθόσον δεν τον γνώριζε. Ο τελευταίος (ενάγων) ενοχλήθηκε από την προσέγγιση του δεύτερου των εναγομένων και διαμαρτυρήθηκε έντονα με συνέπεια να δημιουργηθεί επεισόδιο κατά το οποίο αρχικά εξαπέλυαν ύβρεις ο ένας σε βάρος του άλλου και εν συνεχεία συνεπλάκησαν και ο ένας γρονθοκοπούσε τον άλλο. Όταν δε αντιλήφθηκε το επεισόδιο, μεταξύ άλλων, και ο πρώτος των εναγομένων, επενέβη και αυτός στο επεισόδιο και κατάφεραν μεταξύ τους (ο ενάγων και οι εναγόμενοι) χτυπήματα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια του ξυλοδαρμού του ενάγοντος, αμφότεροι οι εναγόμενοι τον εξύβριζαν με τις ακόλουθες φράσεις: «πούστη, καριόλη, θα σε κάνουμε να μην ξαναπατήσεις εδώ πάνω, δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις εδώ πάνω». Συνεπεία των παραπάνω χτυπημάτων που του κατάφεραν οι εναγόμενοι (ειδικότερα γροθιές και κλωτσιές ο πρώτος από αυτούς και γροθιές ο δεύτερος από αυτούς) ο ενάγων, που αφορά εν προκειμένω, τραυματίστηκε στο κεφάλι και ιδίως στον αριστερό οφθαλμό. Ακολούθως, αυθημερόν μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», στο οποίο παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 28-5-2010, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί θλαστικό τραύμα άνω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού, κάκωση κεφαλής, εκδορές τριχωτού κεφαλής και αιμάτωμα μαλακών μορίων αριστερής ζυγωματικής χώρας. Στο πλαίσιο των εξετάσεων που υποβλήθηκε, ο ενάγων διαγνώστηκε ως πάσχων από υδροκεφαλία που οφείλεται σε αγγειακή δυσπλασία αρτηριοφλεβώδη βασικών γαγγλίων, που δεν σχετίζεται με το ένδικο συμβάν, ήτοι προϋπήρχε και δεν ήταν απόρροια του τραυματισμού του από τους εναγομένους. Του συνεστήθη δε, για την αντιμετώπιση αυτής, να υποβληθεί σε εμβολισμό αγγείων και για τις ως άνω αιτίες αναρρωτική άδεια δεκαπέντε ημερών. Με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απόρριψη του αιτήματός τους για επίδειξη εγγράφων. Ειδικότερα οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, υπέβαλαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αίτημα επίδειξης εγγράφων και δη α) βεβαίωσης από το Νοσοκομείο «ΥΓΕΙΑ», από την οποία να προκύπτει σε πόσες αγγειογραφίες εγκεφάλου έχει υποβληθεί ο ενάγων και κατά ποια χρονικά διαστήματα, όπως επίσης και εάν τόσο ο εμβολισμός στον οποίο υπεβλήθη την 4-6-2010 όσο και η αγγειογραφία εγκεφάλου στην οποία, επίσης, υπεβλήθη την 28-5-2010 ήταν κατόπιν προκαθορισμένων ραντεβού και β) βεβαίωσης από την εταιρεία όπου εργάζεται (ΣΤΑΣΥ ΑΕ), από την οποία να προκύπτει εάν εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2010 έως 23-6-2010 και σε περίπτωση απουσίας του, λόγω αναρρωτικής άδειας, πότε επέστρεψε. Το ως άνω αίτημα, όμως, περί επίδειξης εγγράφων, είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτέο ως αόριστο, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, δεν επικαλούνταν εάν τα συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσδιορίζονται επαρκώς ως προς τα στοιχεία που τα εξειδικεύουν, βρίσκονται (και) στην κατοχή του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου. Όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβάλλουν οι εκκαλούντες ότι τα έγγραφα αυτά βρίσκονται εις χείρας τρίτων, ήτοι των αρμοδίων υπηρεσιών, τότε στην περίπτωση αυτή οι εκκαλούντες μπορούσαν, σύμφωνα, επίσης, με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να επιδιώξουν την επίδειξη αυτών από τις υπηρεσίες αυτές, τρίτους, με παρεμπίπτουσα αγωγή. Σε κάθε δε περίπτωση από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την πάθηση του ενάγοντος, της υδροκεφαλίας που οφείλεται σε αγγειακή δυσπλασία αρτηριοφλεβώδη βασικών γαγγλίων, και ως προς την αναρρωτική άδεια που έλαβε (ο ενάγων). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, και απέρριψε το ως άνω αίτημα, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, αμφότεροι οι εναγόμενοι καταδικάστηκαν αμετακλήτως για την παραπάνω σωματική βλάβη που τέλεσαν σε βάρος του ενάγοντος, η οποία χαρακτηρίστηκε ως επικίνδυνη σωματική βλάβη, και επιβλήθηκε σε καθέναν από αυτούς σε δεύτερο βαθμό, δυνάμει της υπ΄αρ. 188/2017, ήδη αμετάκλητης, αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς (Τριμελούς Πλημμελημάτων) ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Με την υπ΄ αρ. 3536/2017 δε, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ένοχος ο ενάγων για επικίνδυνη σωματική βλάβη που τέλεσε κατά τον ως άνω χρόνο και τόπο σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτικό ενδαρθρικό κάταγμα βάσης 1ουμετακαρπιαίου (ΔΕ) και επιβλήθηκε σ΄ αυτόν ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Με βάση τα προαναφερόμενα το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εναγομένων στην πρόκληση του επίδικου συμβάντος και την εξ αυτού προσβολή, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, της προσωπικότητας του ενάγοντος, ανέρχεται σε 50%, του δε ενάγοντος, επίσης, σε 50%, δεκτής γενομένης, ως εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμης της επικουρικά προβληθείσας από τους εναγομένους ένστασης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι και επανέφεραν επικουρικά, στον παρόντα βαθμό με τον σχετικό λόγο της εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το επίδικο συμβάν προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε επιθετική, εξυβριστική ή βίαιη συμπεριφορά του ενάγοντος και απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη την υποβληθείσα ένσταση περί συνυπαιτιότητας αυτού (ενάγοντος), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, ωστόσο και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι τελούσαν σε γνώση της ως άνω πάθησής του (υδροκεφαλίας), και μόνο από το σημείο στο οποίο του κατάφεραν χτυπήματα, ήτοι στο πρόσωπο και στο κεφάλι και από τον τρόπο που τον χτύπησαν, ήτοι ο πρώτος με γροθιές και κλωτσιές και ο δεύτερος με γροθιές, αποδείχθηκε ότι αυτοί (εναγόμενοι) είχαν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ήτοι προέβλεψαν ως δυνατό και αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο να του προκαλέσουν σωματική βλάβη, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τη ζωή του. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά των εναγομένων πληροί τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της εξύβρισης (άρθρα 309 και 361 παρ. 1 του ΠΚ, αντίστοιχα). Από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία συνιστά αδικοπραξία, ο ενάγων υπέστη σωματικό και ψυχικό άλγος, αισθάνθηκε ταραχή, στενοχώρια ενώ συγχρόνως εθίγη η τιμή, η υπόληψη και η προσωπικότητά του εν γένει με το να υποστεί επικίνδυνη σωματική βλάβη και να εξυβρίζεται, ώστε δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτόν ηθικής βλάβης. Για τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, αφού ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ως άνω συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, το είδος και η βαρύτητα του τραυματισμού του ενάγοντος, οι σωματικοί πόνοι που δοκίμασε, η ταλαιπωρία που υπέστη λόγω της νοσηλείας του, χωρίς να ληφθεί υπόψη η πάθησή του, της υδροκεφαλίας που οφείλεται σε αγγειακή δυσπλασία αρτηριοφλεβώδη βασικών γαγγλίων, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν σχετίζεται με το ένδικο συμβάν, το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεξε η σωματική του ακεραιότητα, η συνυπαιτιότητα του ενάγοντος και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων (από τους οποίους ο πρώτος των εναγομένων, ο οποίος είναι οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων, έχει τελέσει γάμο και έχει αποκτήσει δυο, ακόμα ανήλικα, τέκνα και ο δεύτερος των εναγομένων είναι συνταξιούχος), κρίνεται ως εύλογο το ποσό των 2.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι στο ανωτέρω ποσό δεν περιλαμβάνεται το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, για το οποίο ο ενάγων επιφυλάχθηκε ρητώς και ειδικώς με την ένδικη αγωγή να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι οι εναγόμενοι πρέπει να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι με τις από 27-9-2018 έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νομίμως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, καθώς και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον οποίο επαναφέρουν με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεως, προέβαλαν (και προβάλλουν) την ένσταση συµψηφισµού µε την αξίωσή τους, που διατηρούν κατά του ενάγοντος από την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την συμπεριφορά του (ενάγοντος-εφεσίβλητου). Ειδικότερα οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι δυνάμει της υπ΄ αρ. 3536/2017 αποφάσεως του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κρίθηκε τελεσιδίκως ότι ο πρώτος των εναγομένων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από σωματική βλάβη και δη από κάταγμα άκρας χειρός που του προκάλεσε ο ενάγων και ζήτησαν με τις από 27-9-2018 έγγραφες προτάσεις τους να συμψηφιστεί με την επίδικη απαίτηση του ενάγοντος η παραπάνω ανταπαίτηση του πρώτου των εναγομένων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως αυτή εκτιμηθεί παρεμπιπτόντως από το Δικαστήριο. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, πρωτίστως, ως μη νόμιμη, αφού οι εναγόμενοι δεν μπορούν να προτείνουν σε συμψηφισμό ανταπαίτησή τους κατά του ενάγοντος και τούτο διότι, κατ΄ άρθρο 450 εδάφιο α΄ του ΑΚ, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης, η οποία προέρχεται, όπως εν προκειμένω, από αδίκημα, που διαπράχθηκε από δόλο και συνεπώς ελλείπουν οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού και ειδικότερα η προϋπόθεση του επιτρεπτού αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση, με το παραπάνω περιεχόμενο η ένσταση αυτή, η οποία, όπως κάθε ένσταση πρέπει να είναι σαφής, ορισμένη και να μην συνάγεται εμμέσως, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον έπρεπε να είχε προβληθεί το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις που υπέβαλαν οι εναγόμενοι κατά την αρχική συζήτηση της αγωγής την 7-4-2011, ενώ δεν μπορεί να υπαχθεί σε νόμιμη εξαίρεση αφού η ανταπαίτηση του πρώτου των εναγομένων δεν αποδεικνύεται αμέσως, ήτοι δεν προκύπτει από έγγραφο ή δικαστική ομολογία του ενάγοντος, αφού ζητήθηκε να προσδιοριστεί παρεμπιπτόντως από το Δικαστήριο, ούτε γεννήθηκε μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ούτε μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, ούτε δεν προβλήθηκε εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, ούτε προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα, αφού οι εναγόμενοι δεν ζητούν την επιδικασθείσα από το παραπάνω ποινικό Δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση, αλλά τη χρηματική ικανοποίηση που θα προσδιοριστεί, όπως προαναφέρθηκε, παρεμπιπτόντως από το Δικαστήριο. Κατ΄ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ως άνω ένσταση ως απαράδεκτη ενώ αυτή, κατά τα προεκτιθέμενα, ήταν απορριπτέα πρωτίστως ως μη νόμιμη, έσφαλε, πλην όμως, ενόψει του ότι η απόρριψη της ως ένστασης ως μη νόμιμης από το Δικαστήριο τούτο αντί ως απαράδεκτης, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, καθιστά επιβλαβέστερη τη θέση των εκκαλούντων-εναγομένων, και σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να ασκείται έφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου (πρβλ. ΑΠ 1117/2007, ΕφΛαρ 224/2015, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΘεσ 428/2008, ΕφΘεσ1264/2001, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 1137, περ. ε΄ και Β. Βαθρακοκοίλη: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, στο άρθρο 536, αρ. 2 σελ. 388), ο σχετικός πρώτος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης των εκκαλούντων η επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ.τουπ΄ αρ. παραβόλου ………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ), σε αυτούς (εκκαλούντες) και να εξαφανισθούν η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (και η αναγκαίως συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση),να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η αγωγή, να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει οι εναγόμενοι να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 15-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. παραβόλου ………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 5385/2018 οριστική απόφαση και την αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 5436/2011 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει ως προς την ουσία την από 9-7-2010 (αρ. καταθ. ………/2010) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 27η Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ