Αριθμός 692/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά την διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ «Εάν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφασή του». Από την διάταξη αυτή, η οποία, ως εξαιρετική, εξυπηρετεί, στο πλαίσιο της επιταγής για ασφάλεια του δικαίου, τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, με σαφήνεια συνάγεται, ότι η διόρθωση της απόφασης προϋποθέτει ότι κατά τη σύνταξή της παρεισέφρησαν γραφικά ή λογιστικά λάθη ή το διατακτικό της διατυπώθηκε ελλιπώς ή ανακριβώς, έτσι ώστε να μην αποδίδεται σ’ αυτό η διατυπωθείσα στο αιτιολογικό της απόφασης βούληση του δικαστηρίου (Εφ. Πειρ. 279/1997, Δνη 40.363). Με άλλα λόγια η διόρθωση επιβάλλεται όταν υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σ’ αυτά που ήθελε το δικαστήριο και σ’ αυτά που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από την διόρθωση της ανακριβούς διατυπώσεως επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία δεν ανατρέπει, αλλ’ απλώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, κάτι που επιτρέπει ο νόμος, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 1034/1997, Δ/νη 40.583). Επομένως, τα σφάλματα πρέπει να μην είναι ηθελημένα, αλλά να αφορούν γραφικό ή λογιστικό λάθος και να οφείλονται σε ασυμφωνία μεταξύ του ηθελημένου και του διατυπουμένου στην απόφαση (Ράμμος, Εγχειρίδιο Αστ. Δικόν. Δικ., ΑΠ 1400/1980 ΝοΒ 29, 691, 1213/1980 ΝοΒ 29, 548). Τα σφάλματα αυτά, που μπορούν να διορθωθούν, πρέπει να είναι πρόδηλα (Εφ. Πειρ. 602/1997 Δ/νη 40, 363, Εφ. Αθ 10592/1996 Αρμ. 1998, 1383, Εφ.Πειρ. 485/2009 αδημ.) και δεν πρέπει να αναφέρονται σε ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης νόμου (Σινανιώτης Ερμ. ΚΠολΔ. στο άρθρο 315 σελ. 83, ΑΠ 684/1978 ΝοΒ 27. 527, Εφ. Αθ 10592/1996 ό.π.), ούτε να μεταβάλλουν ηθελημένα το περιεχόμενο της απόφασης ή να ανακαλούν αυτό (ΑΠ 1213/1980 ΝοΒ 29. 548). Δεν πρέπει, επίσης, με τις διατυπώσεις διορθώσεως της απόφασης το δικαστήριο να εξετάζει αιτήματα, που υποβλήθηκαν μεν σ’ αυτό, αλλά δεν εξετάστηκαν ή που τώρα για πρώτη φορά υποβάλλονται με την αίτηση διόρθωσης (Μπέης ΠολΔ στο άρθρο 315, Εφ. Αθ. 6975/1981 ΝοΒ 29. 1569). Όπως ειπώθηκε τα σφάλματα που μπορούν να διορθωθούν πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από την ίδια την απόφαση, όπως συμβαίνει επί διαστάσεως μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού (Εφ.Πειρ. 279/1997, Δ/νη 40, 363) είτε από τα πρακτικά, τις προτάσεις και γενικά από τα διαδικαστικά της δικογραφίας έγγραφα (ΑΠ 1856/1999 Δ/νη 41, 1308, Εφ. Αθ 6304/1982 Δ/νη 24,57, Εφ. Αθ. 5296/1982 Δ. 13. 712). Επομένως η διόρθωση της απόφασης θα γίνει με βάση αυτό τούτο το κείμενό της, τα πρακτικά της συζήτησης, τις προτάσεις των διαδίκων και γενικά τα στοιχεία της δίκης, αποκλειόμενης της διόρθωσης με την επίκληση και προσκομιδή νέων στοιχείων (ΑΠ 1400/1980, 1007/1977, Εφ. Αθ. 6304/1982, Εφ. Αθ 1508/1981 ΝοΒ 29, 691, ΝοΒ 26, 909, Δ.νη 24, 57 και ΝοΒ 29, 1111, αντίστοιχος). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 318 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, η διόρθωση γίνεται κατά την διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η προς διόρθωση απόφαση (Βερνάρδος Πολ.Δικ. σελ. 253) και αφού κληθούν, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται σ’ αυτήν. Η διόρθωση της απόφασης έχει αναδρομική δύναμη που ανατρέχει στον χρόνο δημοσίευσης της διορθουμένης απόφασης (ΑΠ 1151/1956 ΝοΒ 25, 698, Εφ. Πειρ. 602/1997 Δ/νη 40, 364). Εξάλλου, για τη διόρθωση των πρακτικών δεν προβλέπει ειδικά ο ΚΠολΔ, σε αντίθεση με τον ΚΠοινΔ, όπου υπάρχει ρητή ρύθμιση (αυτή του άρθ. 145 παρ. 3)· Προς κάλυψη του κενού αυτού δε, πρέπει να εφαρμοσθεί αναλογικά και για τα πρακτικά η ως άνω διάταξη του αρ. 315 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1498/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 649/1971» ΝοΒ 20, 2020-ΑΠ 278/1996, ΕλλΔνη 1996,1552,1553 και ΕφΑΘ 8276/2006, ΕλλΔνη 2007, 1497). Και στην περίπτωση αυτή, όμως, πρέπει τα περιεχόμενα σε αυτά (τα πρακτικά) σφάλματα να είναι πρόδηλα και να προκύπτουν είτε από αυτό τούτο το κείμενο της απόφασης ή της απομαγνητοφώνησης ή το σύνολο των στοιχείων της δίκης, τις προτάσεις και τα δικόγραφα των διαδίκων, και όχι από νέα στοιχεία, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται η διόρθωση του περιεχομένου των καταθέσεων των μαρτύρων και, εν γένει, η επανεξέταση των αποδεικτικών μέσων και η επανεκτίμηση της υπόθεσης (βλ. ΕφΑΘ 8276/2006, ό.π., και Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, ό.π., άρθρο 315, παρ. 12, σελ. 623). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 319 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση δεν εμφανίζεται κάποιος διάδικος, που κλητεύθηκε νομίμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, χωρίς να ορίζονται παράβολο και έξοδα ερημοδικίας (ΕφΠειρ 752/2010, 768/2009, ΝΟΜΟΣ).
II.Στην προκειμένη περίπτωση με την από 4.8.2020 (υπ’αριθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../4.8.2020) Πράξη της Εφέτη Πειραιώς Ελένης Τοπούζη, ζητείται η διόρθωση της υπ’ αριθ. 5/2020 απόφασης του δικαστηρίου τούτου, που εξεδόθη με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δικαιολογητικό λόγο της διορθώσεως αυτής αποτελεί το διαπιστωθέν γεγονός, ότι από αθέλητη πρόδηλη παραδρομή διαπιστώθηκε εσφαλμένα στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά το επώνυμο της αποβιωσάσης μητέρας της κληρονόμου διαδίκου, το οποίο περιέχεται ως συστατικό στοιχείο του πλήρους ονόματος της διαδίκου-εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα, αν και στο προεισαγωγικό τμήμα και στο σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, το επώνυμό της (μητέρας της εφεσίβλητης) αναφέρεται ως «………..», στα ταυτάριθμα με την ως άνω απόφαση πρακτικά, το όνομα αυτό αναφέρεται εσφαλμένα ως «………..».
Η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας και η υπόθεση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο εξέδωσε την ανωτέρω, προς διόρθωση, απόφαση. Επομένως, πρέπει η αίτηση αυτή να ερευνηθεί στην ουσία της, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εξεδόθη η προς διόρθωση απόφαση, ερήμην των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να δικασθούν σαν να ήταν παρόντες, αφού καίτοι κληθέντες νομίμως και εμπροθέσμως να εμφανισθούν στην παρούσα δικάσιμο (βλ. τις υπ’αριθ. 28.8.2020 και 4.9.2020 εκθέσεις επίδοσης του Επιμελητή Εφετών Πειραιά, …………. που επισυνάπτονται στη δικογραφία), απουσιάζουν, χωρίς, όμως, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις (βλ. παρ. I της παρούσας), να ορισθούν παράβολο και έξοδα ερημοδικίας.
III. Από το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων, περιλαμβάνεται και αντίγραφο των διορθωτέων ταυτάριθμων με την υπ’ αριθμ. 5/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με την από 7.1.2013 (υπ’αριθ. κατάθ. …../5.3.2013) αίτησή της, η ……… και της ………., ζήτησε τα εν αυτή. Σχετικά εξεδόθη η και υπ’αριθ. 2885/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας). Στη συνέχεια, επί της από 14.10.2015 (υπ’αριθ. κατάθ. …/2015 και …./2017 και …../2017) έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου – εκκαλούντος) κατά της ανωτέρω απόφασης, εξεδόθη η υπ’αριθ. 5/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Σε όλα τα παραπάνω δικόγραφα και αποφάσεις, το όνομα της αποβιωσάσης μητέρας της απούσας αναφέρεται ως ………. Ωστόσο, παρά ταύτα, από πρόδηλη παραδρομή, στα ταυτάριθμα με την ως άνω απόφαση αυτού του Δικαστηρίου πρακτικά, το όνομα αυτής αναφέρεται ως …………… Τα ανωτέρω οφείλονται σε προφανή παραδρομή του παρόντος Δικαστηρίου και ασυμφωνία μεταξύ του ηθελημένου και του διατυπουμένου στα ρηθέντα πρακτικά του, όνομα. Επομένως, σαφώς διαπιστώνεται, εν προκειμένω, έλλειψη και ασυμφωνία μεταξύ της αληθούς δικαιοδοτικής βούλησης του Δικαστηρίου τούτου, ως προς το όνομα της εφεσίβλητης και δη ως προς το αναφερόμενο πλήρες μητρώνυμο αυτής, όπως εκ προφανούς παραδρομής, διατυπώθηκε στα διορθωτέα πρακτικά. Από τα περιστατικά, λοιπόν, που προεκτέθηκαν, με σαφήνεια, προκύπτει ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση διορθώσεως του εισαγωγικού τμήματος των ταυτάριθμων με την υπ’αριθ. 5/2020 απόφαση του δικαστηρίου αυτού πρακτικών, προκειμένου να συμπεριληφθεί το ορθό όνομα της αποβιώσασας μητέρας της εφεσίβλητης «………» αντί του εσφαλμένου «…………..». Σημειωτέον ότι, η διόρθωση αυτή δεν μεταβάλλει ηθελημένο περιεχόμενο των επίμαχων πρακτικών, ούτε ανακαλεί αυτά (περιπτώσεις που απαγορεύουν τη διόρθωση), προκύπτει δε από το ίδιο το κείμενο των ανωτέρω δικογράφων και αποφάσεων.
Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή της ένδικης Πράξης να διορθωθούν τα παραπάνω πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα, στο διατακτικό της παρούσας απόφασης και να διαταχθεί η σχετική σημείωση στο πρωτότυπο της υπ’αριθ. 5/2020 και των πρακτικών αυτής.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν τάσσεται παράβολο ερημοδικίας (319 ΚΠολΔ) και δεν πρέπει να επιδικασθούν δικαστικά έξοδα, αφού οι διάδικοι δεν προκάλεσαν, με τη στάση τους, αυτή την δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 177 ΚΠολΔ, (ΑΠ 667/2002, 1568/1990, ΕφΠειρ 206/2014, ΕφΑΘ 752/2010, ΕφΠειρ 768/2009, ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 4.8.2020 (υπ’αριθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../4.8.2020) Πράξη της Εφέτη Πειραιώς Ελένης Τοπούζη, ερήμην των διαδίκων.
Δέχεται την ανωτέρω Πράξη.
Διατάσσει την διόρθωση των ταυτάριθμων με την υπ’αριθ. 5/2020 απόφαση του δικαστηρίου αυτού πρακτικών, ώστε στο προεισαγωγικό τμήμα τους να συμπεριληφθεί το μητρώνυμο της εφεσίβλητης «………….», αντί του εσφαλμένου «…….».
Διατάσσει τη σημείωση της παρούσας απόφασης στο πρωτότυπο της υπ΄ αριθμ. 5/2020 απόφασης και των πρακτικών αυτής.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ