ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 694/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 2903/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1). Πρέπει επομένως να κριθεί ως τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, ο ενάγων εφεσίβλητος ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας των στην αγωγή περιγραφέντων κειμένων στη Σαλαμίνα ακινήτων και στη συνέχεια να διορθωθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο η ανακριβής εγγραφή τούτου, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στην ορθή εγγραφή τούτου, ως πλήρους κυριότητάς του με έκτακτη χρησικτησία. Το εκκαλούν εναγόμενο αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε νομότυπα και παραδεκτά κατ’ ένσταση τον ισχυρισμό ότι τα επίδικα ακίνητα του ανήκουν κατά κυριότητα δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τις οποίες περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου τα κτήματα που ι) κατέλαβε και δήμευσε, ιι) εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους και ιιι) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο οθωμανικό κράτος, άλλως β) βάσει των άρθρων l, 2 και 3 του από 17/29.11.1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» ως δάσος, για το οποίο οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν εντός της εκ του νόμου ορισθείσας προθεσμίας νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, άλλως γ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως δ) με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση, δυνάμει του άρθρου 16 του από 21.6/10.7.1837 Νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, άλλως ε) με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία διότι το νεμόταν και το νέμεται με τις αναφερόμενες πράξεις νομής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις του εκκαλούντος εναγόμενου και έκανε δεκτή κατ’ ουσία την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων των εγγράφων και της με αριθμό ………./2017 ένορκης βεβαίωσης, που δόθηκε νομότυπα με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. τη με αριθμό ……../20.11.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …………), που νομότυπα και παραδεκτά προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι : α) ένα γεωτεμάχιο κείμενο εκτός σχεδίου πόλης στη θέση ……. του Δήμου ……….. Σαλαμίνας, έκτασης 630,77 τ.μ., εμφαινόμενο στο από Ιανουάριο του 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….., με ΚΑΕΚ ……….. και συνορευόμενο νοτιοανατολικά με την οδό ………., νοτιοδυτικά με ΚΑΕΚ …….. ιδιοκτησίας του ενάγοντα, βορειοδυτικά με το ΚΑΕΚ και βορειοανατολικά με ΚΑΕΚ …….., ΚΑΕΚ …….., ΚΑΕΚ ………, ΚΑΕΚ …….., KAEK ………. και β) ένα γεωτεμάχιο, ευρισκόμενο στη θέση …….. Σαλαμίνας, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης, έκτασης 77 τ.μ., με ΚΑΕΚ ……….. Στο πρώτο εκ των ανωτέρω ακινήτων από το έτος 1977 ασκούσε πράξεις νομής με διανοία αποκλειστικού κυρίου o ενάγων. Ειδικότερα, o ενάγων επόπτευε το ακίνητο, διατηρούσε την οριοθέτησή του και φρόντιζε τα υπάρχοντα σ’ αυτό ελαιόδεντρα συστηματικά, ώστε να αποδώσουν καρπούς, δίχως ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν. Πριν απ’ αυτόν αποκλειστικός νομέας του εν λόγω ακινήτου ήταν ο πατέρας του, ……. από το έτος 1950 έως το θάνατό του (21.5.1977), ασκώντας κι αυτός τις ίδιες πράξεις νομής. Μετά τον άνευ διαθήκης θάνατό του, τη νομή του εν λόγω ακινήτου ασκούσε μόνος και αποκλειστικά για τον εαυτό του ο ενάγων, συνεχώς έως και τα χρόνο άσκησης της αγωγής, εν γνώσει και των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων, ήτοι της συζύγου, μητέρας του ενάγοντος, …….. και των τέκνων, αδελφών του ενάγοντος, …….. και ……….., οι οποίοι ουδέποτε αντέλεξαν ή αμφισβήτησαν αυτό, εκδηλώνοντας έτσι τη βούλησή τους να νέμεται το επίδικο αποκλειστικά ο ενάγων, ο οποίος μετά την παρέλευση πλέον της εικοσαετίας, κατέστη κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, το δεύτερο ακίνητο απέκτησε ο ενάγων κατά νομή το έτος 1975 δυνάμει άτυπης εν ζωή γονικής παροχής από τον πατέρα του και κατά κυριότητα εν συνεχεία, αφού άσκησε σε αυτό από τότε και για είκοσι έτη συνεχώς πράξεις νομής, όπως εποπτεία, επίβλεψη και χρήση αυτού ως μέρους της αυλής της όμορης οικίας του. Το εν λόγω δεύτερο ακίνητο είχε περιέλθει στον πατέρα του ενάγοντα …….., ως μέρος ευρύτερης έκτασης την οποία είχε αγοράσει δυνάμει του με αριθμό ……./21.4.1958 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., και του με αριθμό …../27.1.1960 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, νομίμως μεταγραφέντων στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε οχλήθηκε στην άσκηση της νομής του επί των ανωτέρω ακινήτων, ουδόλως δε αμφισβητήθηκε από κάποιον τρίτο, ούτε από το Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι το τελευταίο άσκησε ποτέ πράξεις νομής επί των επιδίκων ακινήτων ούτε ότι αυτά ήταν κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου τα κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και τα δήμευσε ούτε ότι αυτά είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, ούτε ότι τα επίδικα ήταν ανέκαθεν χωρίς κύριο ή ότι υπό την δεσποτεία άλλου προϋπήρξαν, ποιος ήταν αυτός και πώς ο τελευταίος απέβαλε την κυριότητά του, δηλαδή με εγκατάλειψη με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα – και κατά το ισχύον δίκαιο (972 ΑΚ) την εγκατάλειψη της νομής αυτού από τον εκάστοτε κύριο με την πρόθεση παραιτήσεώς του από την κυριότητα, η οποία να έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να έχει μεταγραφεί, ούτε ότι τα επίδικα ήταν χορτολιβαδικά ή βοσκότοποι ή δάσος. Περαιτέρω προέκυψε ότι επειδή, κατά την κτηματογράφηση και την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή (6.10.2005), ο ενάγων παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση ιδιοκτησίας, τα επίδικα ακίνητα υπό τα ανωτέρω KAEK καταχωρήθηκαν με δικαιούχο «άγνωστο ιδιοκτήτη». H εν λόγω πρώτη κτηματολογική εγγραφή ελέγχεται ως ανακριβής, δοθέντος ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο ενάγων ήταν ήδη κύριος των επιδίκων ακινήτων δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας και ουδόλως αποδείχθηκε από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ιδιότητα του επιδίκου ως δημόσιου κτήματος, ουδόλως δε προέκυψε η, εκ μέρους του εναγόμενου ως νόμιμα εκπροσωπείται, υποβολή δήλωσης εμπραγμάτου δικαιώματος για το επίδικο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής. Κατόπιν των ανωτέρω και απορριπτομένων των ενστάσεων περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου ως ουσία αβάσιμων, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, τύγχανε με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, αποκλειστικός κύριος σε ποσοστό 100% των επιδίκων ακινήτων και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, συμπληρώνοντας τις αιτιολογίες αυτής με την παρούσα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με την έφεση κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση. Τα δικαστικά έξοδα, για αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 176 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, που καθορίζει σε 294 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 23 Νοεμβρίου 2020
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ