ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 699/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Ι. Νομίμως φέρεται, αυτεπαγγέλτως, προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 02.12.2019 έφεση ( ΓΑΚ ………./2019 – ΕΑΚ ……./2019), δυνάμει της υπ’ αριθ. 51/2020 Πράξεως της Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020), περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς. Η έφεση στρέφεται κατά της υπ΄αριθ. 5399/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (614 αρ.3, 621επ. ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ. 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η εκκαλουμένη απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από 07.12.2017 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………../2017), με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ως θαλαμηπόλος στο υπό ελληνική σημαία πλοίο “Ι.”, κυριότητας της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, του οποίου τον εφοπλισμό ασκούσε έως τις 11.05.2017 η δεύτερη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη οπότε επανήλθε η πλοιοκτησία στην πρώτη, η οποία μεταβίβασε το πλοίο ως επιχείρηση άλλως περιουσία, στις 26.07.2017, προς την τρίτη εναγομένη-εφεσίβλητη, εν γνώσει της τελευταίας ότι αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, ζήτησε να του καταβληθεί συνολικό ποσό 28.842,81 ευρώ ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του (μισθός, επιδόματα, υπερωρίες, δώρα) του χρονικού διαστήματος από 25.02.2016 έως 31.01.2017, ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων απολύθηκε, καθώς και ποσό 2.142,91 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως. Ειδικότερα, ζήτησε, μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, η πρώτη ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, η δεύτερη ως εφοπλίστρια και η τρίτη ως αποκτήσασα το πλοίο σαν ομάδα περιουσίας (479 ΑΚ), να του καταβάλουν για διαφορές βασικού μισθού και επιδομάτων, επιδόματος τροφοδοσίας, αδείας, υπερωριακής αμοιβής και δώρων εορτών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος συνολικό ποσό 19.228,54 ευρώ και 2) να αναγνωρισθεί ότι οι προαναφερόμενες υποχρεούνται, εκάστη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες και για τις ίδιες ως άνω αιτίες καθώς και για αποζημίωση απολύσεως συνολικό ποσό 11.757,18 ευρώ, νομιμοτόκως από την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι απαιτήσεις του είναι προνομιακές κατ΄άρθρο 207 ΚΙΝΔ και ότι το προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται και έναντι της τρίτης εναγομένης-εφεσίβλητης, μετά την πώληση του πλοίου σε αυτή.
Η εκκαλουμένη έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περί του ότι είχε συμφωνήσει με τη δεύτερη εναγομένη, που τον προσέλαβε, να αμοίβεται με βάση την ισχύουσα κατά τον ένδικο χρόνο ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων αλλ΄ότι εφαρμοστέα ήταν, ως εκ του δρομολογίου (Πειραιάς-Αίγινα) που εκτελούσε το ένδικο πλοίο, η ΣΣΝΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού των ετών 2014 και 2016. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη έκρινε ότι αποδείχθηκε πως ο ενάγων και ήδη εκκαλών εργαζόταν καθ΄ολο το ένδικο χρονικό διάστημα επί 11 ώρες ημερησίως συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών πλην του χρονικού διαστήματος από 25.11.2016 έως 31.01.2017 που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία σε ναυπηγείο στα …. Σαλαμίνας. Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη της την περιεχόμενη στην ένδικη αγωγή ομολογία του ενάγοντος ότι έχει λάβει για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα συνολικό ποσό 23.200 ευρώ “καθαρά”, έκρινε ότι για όλες τις ένδικες αιτίες ο ενάγων δικαιούται συνολικά ποσό 23.537,52 ευρώ ως “καθαρές” αποδοχές και ότι έχει λάβει για τις ανωτέρω αιτίες συνολικό ποσό 26.100 ευρώ “καθαρά” , συνεπώς ότι έχει εξοφληθεί.
Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται τώρα ο ενάγων και ήδη εκκαλών για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του.
ΙΙΙ. Α. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 117, 118 και 216 ΚΠολΔ, να αναφέρει (και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει), τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβιβάσεως περιουσίας ή επιχειρήσεως ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λπ., β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (βλ. ΕφΘεσ 922/2006 ό.π.), δεν αποτελεί όμως στοιχείο της κατ΄ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ` ένσταση (βλ. ΑΠ.318/2008 ΕλλΔνη 2009.482, ΑΠ 684/1993 ΕλλΔνη 1994.1306, 610, ΕφΑθ 9083/1990 ΕλλΔνη 31,1519). Για τη δημιουργία της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π.451/2012, Α.Π.909 και 910/2010, Α.Π.1384/2005 – “Νόμος”). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π.829/2003, Α.Π.591/2002 – “Νόμος”). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π.1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΑΠ 424/1995, Εφ.Πειρ.207/2011, ΕφΠειρ 372/2014 – “Νόμος”), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμεταλλεύσεως πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ.726/2010, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής συμβάσεως τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι το χρόνο της μεταβιβάσεως (Α.Π.909/2010, Α.Π.1948/2008 – “Νόμος”), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γενέσεώς τους να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π.1154/1998 ΕλλΔνη 1998.1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ. (Α.Π.776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, Εφ.Πειρ.207/2011 – “Νόμος”). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ.207/2011 – “Νόμος”, Εφ.Θεσ.424/2008 Αρμ 2009.534, Εφ.Αθ.6812/2005 ΔΕΕ 2006.71, ΕφΠειρ (Μον) 582/2014 – “Νόμος”). Β. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 207 αυτού “Όταν εκποιηθεί το πλοίο συμβατικά, το προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε το πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών από την εγγραφή της εκποιητικής σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος”. Γ. Κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι αποτελούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ισχύουσας ή και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, “Νόμος”) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 κ.α -“Νόμος”). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 “Νόμος”), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 “Νόμος”, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, “Νόμος”, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 “Νόμος”) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993 = ΕπιΔικΙΑ 2009/413 = Ε7 2012/117 = Δνη 2011/1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, “Νόμος”, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276 κ.α.). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, -”Νόμος”, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895, ΜονΕφΠειρ 205/2019 – ο.π).
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και όλων ανεξαιρέτως, των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω καθώς και από την υπ’ αριθ. ……../23.05.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που επαναπροσκομίζει, με επίκληση, ο ενάγων-εκκαλών και δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης των εναγομένων-εφεσιβλήτων (βλ. την ….΄/10.05.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., την υπ’ αριθ. ………. /10.05.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …….. και την υπ’ αριθ. ………./10.05.2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ………….., σε συνδυασμό με την, από 10.05.2018, κλήση προς τις εναγόμενες) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, προσλήφθηκε στις 25.02.2016, στον Πειραιά, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, από τη δεύτερη εναγομένη, εφοπλίστρια κατά τον ως άνω χρόνο του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Ι», κ.ο.χ. 2.604,27, με αριθμό Νηολογίου Πειραιά ……….., κυριότητας της πρώτης εναγομένης και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο πλοίο αυτό, με την ειδικότητα του Θαλαμηπόλου. Το ένδικο πλοίο είχε ναυλωθεί, δυνάμει της από 30.12.2015 συμβάσεως, από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη (σύμβαση γυμνής ναύλωσης), για δύο έτη από την παράδοση του πλοίου στη ναυλώτρια, προκειμένου αυτό κατά τη διάρκεια της ναύλωσής του να διενεργεί δρομολογιακούς πλόες μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα στις δρομολογιακές γραμμές Αργοσαρωνικού, ενώ με την από 25.01.2016 σύμβαση εφοπλισμού, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 17.02.2016, η πρώτη εναγομένη ανέθεσε τον εφοπλισμό του πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρεία. Δυνάμει της από 09.01.2017 εξώδικης καταγγελίας προς διακοπή του εφοπλισμού του πλοίου, η οποία κοινοποιήθηκε από την πρώτη στη δεύτερη των εναγομένων αλλά και στο Νηολόγο Πειραιά, τον Προϊστάμενο του Λιμ. Τμ. Σαλαμίνας και προς τα Ναυπηγεία Σαλαμίνας, στα οποία βρισκόταν ελλιμενισμένο το πλοίο, από 25.11.2016, καταγγέλθηκε η σύμβαση ναύλωσης και εφοπλισμού του ένδικου πλοίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο, στο οποίο ο ενάγων υπηρέτησε έως την 31.01.2017, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Αίγινα και επιστροφή, ειδικότερα δε κατά το χρονικό διάστημα από 28.02.2016 έως 26.04.2016 και από 01.10.2016 έως 31.10.2016, εκτελούσε τρία (3) δρομολόγια καθημερινά, εκτός από τα Σάββατα, κατά τα οποία εκτελούσε δύο δρομολόγια, το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, από 11.03.2016 έως 14.03.2016, εκτέλεσε τρία δρομολόγια την Παρασκευή και το Σάββατο και δύο δρομολόγια την Κυριακή και τη Δευτέρα, κατά το χρονικό διάστημα από 04.05.2016 έως 30.06.2016 και από 05.09.2016 έως 30.09.2016 εκτελούσε τρία δρομολόγια καθημερινά, από 01.07.2016 έως 04.09.2016 τέσσερα δρομολόγια καθημερινά, εκτός από τις Κυριακές, κατά τις οποίες εκτελούσε τρία δρομολόγια, τη Μ. Τετάρτη, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή (27/4, 28/4, 29/4) εκτέλεσε τέσσερα δρομολόγια κάθε ημέρα, το Μ. Σάββατο (30/4) ένα κυκλικό δρομολόγιο και ένα δρομολόγιο από Πειραιά προς Αίγινα, την Κυριακή του Πάσχα (1/5) το δρομολόγιο επιστροφής από Αίγινα προς Πειραιά, τη Δευτέρα, 2/5, τρία δρομολόγια και την Τρίτη, 3/5, τέσσερα δρομολόγια, σύμφωνα με τους πίνακες των εγκεκριμένων από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής δρομολογίων, που προσκομίζονται από την πρώτη εναγομένη και κατά τις ώρες που αποτυπώνονται στους πίνακες αυτούς. Από 25.11.2016 έως 21.08.2017, το πλοίο παρέμεινε ελλιμενισμένο στις εγκαταστάσεις των «………….», στη Σαλαμίνα, όπως αποδεικνύεται από την από 21.02.2018 βεβαίωση της ως άνω εταιρείας. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι είχε συμφωνηθεί με τη δεύτερη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να εφαρμόζεται στη σύμβαση εργασίας του η ΣΣΕ ακτοπλοΐας του έτους 2014, ακολούθως δε και δη από την 05.09.2016, η αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους 2016 . Ωστόσο, τέτοια ειδική συμφωνία, περί εφαρμογής της ΣΣΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών και επιβατηγών πλοίων, στην επίδικη σύμβαση εργασίας, δεν αποδείχθηκε, χωρίς να αρκεί προς τούτο η σχετική αναφορά στη ρηθείσα ένορκη βεβαίωση , η οποία ανατρέπεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα σε συνδυασμό με τη δρομολογιακή γραμμή που εκτελούσε το πλοίο. Συγκεκριμένα, η γραμμή αυτή είχε μήκος (από αφετηρία έως προορισμό) περί των 15 ναυτικών μιλίων, συνεπώς, εφαρμοστέα ήταν η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ πορθμείων εσωτερικού, η οποία ρυθμίζει τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων που εργάζονται στα πλοία Πορθμεία και Οχηματαγωγά που εκτελούν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού αποστάσεως μέχρι 30 ναυτικών μιλίων από αφετηρία μέχρι προορισμό. Η κρίση αυτή ενισχύεται τόσο από το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, στις σελίδες του οποίου, που αφορούν στη ναυτολόγησή του στο ένδικο πλοίο, υπάρχει η αναγραφή «Σ.Σ.» και δεν γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένη Σ.Σ.Ε. όσο και από το προσκομιζόμενο υπ΄αριθ.πρωτ. 4607/20.02.2018 έγγραφο του Τμήματος Διαχ/σης πλοίων του Ν.Α.Τ. στο οποίο βεβαιώνεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα μισθολόγια, βάσει των οποίων υπολογίζονταν οι ασφαλιστικές εισφορές των ναυτικών του πλοίου Ι ήταν τα προβλεπόμενα από τη ΣΣΕ Πορθμείων εσωτερικού. Εξάλλου, ο ενάγων-εκκαλών δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας. Επομένως, εφαρμοστέες στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος – εκκαλούντος ήταν η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού, έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/2014 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β 2500/19.09.2014) και η αντίστοιχη ΣΣΝΕ έτους 2016, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5/5568/2017 όμοια ΥΑ (ΦΕΚ Β΄355/09/02.2017). Σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω ΣΣΕ, οι αποδοχές της ειδικότητας του Θαλαμηπόλου ανέρχονταν στο ποσό των [901,72€ (μισθός ενεργείας) + 198,38€ (επίδομα Κυριακών) + 19,37€ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 23,97€ (μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος) + 387,17€ (επίδομα τροφής) =] 1.530,68€ και συνεπώς για το επίδικο χρονικό διάστημα, από 25.02.2016 έως 31.01.2017, ο ενάγων δικαιούται, για μισθό και λοιπά επιδόματα ΣΣΕ, το συνολικό ποσό των (1.530,61€ Χ 11,86 μήνες=) 18.153,03€, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων-εκκαλών ήταν επιφορτισμένος, ως εκ της ειδικότητός του, με την τροφοδοσία του μπαρ του πλοίου, τον καθαρισμό των σαλονιών, των αποχωρητηρίων και όλων των κοινόχρηστων χώρων του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, κατά τη διάρκεια δε του πλου, ο ενάγων εργαζόταν στο μπαρ, στο οποίο εξυπηρετούσε τους επιβάτες με τη συνδρομή ενός επίκουρου και, κατά τους θερινούς μήνες, ενός ακόμη θαλαμηπόλου. Για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του μία περίπου ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, οπότε άρχιζε και η επιβίβαση, ενδιαμέσως δε των δρομολογίων του πλοίου, εκτελούσε εργασίες τακτοποίησης και καθαρισμού και μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου δρομολογίου του πλοίου, εργασίες γενικού καθαρισμού, οι οποίες διαρκούσαν περί τη μισή έως μία ώρα μετά την τελευταία άφιξη του πλοίου. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η διάρκεια εργασίας του ενάγοντος-εκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων δρομολογίων, αλλά και της αυξομειούμενης επιβατικής κίνησης κατά τη διάρκεια του έτους. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) της συνολικής ημερήσιας διάρκειας των πλεύσιμων ωρών του πλοίου, οι οποίες ανέρχονταν περί τις 5 ώρες κατά τη χειμερινή περίοδο και περί τις 6,5 ώρες κατά τη θερινή περίοδο, β) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και δ) τέλος από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων-εκκαλών, κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους εργαζόταν, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα, κατ΄ εντολήν του Πλοιάρχου του πλοίου, κατά μέσον όρο επί 11 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο εφέσεως ισχυριζόμενος ότι εργαζόταν υπερωριακώς, 4 ώρες ημερησίως κατά τη χειμερινή περίοδο και 6 ώρες κατά τη θερινή. Επισημαίνεται ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ΄άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010. 405, ΕφΠειρ (Μον) 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ61.340, Ι.Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πορθμείων εσωτερικού, οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται ημέρες αργίας. Το οκτάωρο υπηρεσίας είναι συνεχές από την ώρα της έναρξής του με μια διακοπή που δεν μπορεί να υπερβεί τη μία ώρα και πραγματοποιείται υποχρεωτικά μετά την τρίτη και προ της έκτης ώρας του οκταώρου. Για κάθε εργασία που εκτελείται από τον ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζόμενου ωραρίου καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή, η οποία υπολογίζεται ίση προς το 1/173 του μηνιαίου μισθού ενεργείας για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό 25% και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό 100%. Η εργασία του Σαββάτου και των αργιών αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές, ενώ για την πέραν του οκταώρου απασχόληση κατά τις Κυριακές καταβάλλεται στο πλήρωμα διπλή υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή το ωρομίσθιο (1/173 του μισθού ενεργείας) αυξημένο κατά 100%. Το ωρομίσθιο του ναυτικού με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ορίζεται σε 5,21€, ήτοι το προσαυξημένο κατά 25% ωρομίσθιο ανέρχεται σε 6,52€ και το προσαυξημένο κατά 100% ωρομίσθιο σε 10,42€. Έτσι, ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο Ι, ήτοι από 25.02.2016 έως 25.11.2016, κατά το οποίο το ένδικο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά – Αίγινα και επιστροφή, δικαιούτο για την ενδεκάωρη καθημερινή εργασία του τα ακόλουθα: α) για την εργασία του επί 195 καθημερινές και Κυριακές, ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για τις 3 ώρες πέραν του οκταώρου, ήτοι το ποσό των (6,52€ Χ 3 ώρες Χ 195 ημέρες=) 3.814,20€ και β) για την εργασία του επί 39 Σάββατα και 9 αργίες [Καθαρά Δευτέρα (14/3), 25η Μαρτίου, Μ. Παρασκευή (29/4), Δευτέρα του Πάσχα, Αγ. Γεωργίου (2/5), Πρωτομαγιά, της Αναλήψεως (9/6), 15 Αυγούστου, 14 Σεπτεμβρίου και 28 Οκτωβρίου)] ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για τις πρώτες 4 ώρες της εργασίας του και ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% για τις επόμενες 7 ώρες, ήτοι το ποσό των [ (6,52€ Χ 4 ώρες Χ 48 ημέρες=) 1.251,84€ + (10,42€ Χ 7 ώρες Χ 48 ημέρες=) 3.501,12€=] 4.752,96€ και συνολικά για την αιτία αυτή δικαιούτο το ποσό των (3.814,20€ + 4.752,96€ =) 8.567,16€. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2016 έως την απόλυσή του, την 31.01.2017, κατά το οποίο, όπως προεκτέθηκε, το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο σε ναυπηγείο στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Περαιτέρω, για αποζημίωση αδείας κατά το επίδικο διάστημα ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των [ 3,5 ημέρες Χ 11,86 μήνες= 41,51 ημέρες Χ ημερομίσθιο αδείας 40,99€ (:1/22 βασικού μισθού) =] 1.701,49€. Για Δώρα εορτών ο ενάγων δικαιούται : α) για αναλογία Δώρου Πάσχα 2016 το ποσό των [901,72€ (μισθός ενεργείας) + 198,38€ (επίδομα Κυριακών) + 19,37€ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 23,97€ (μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος) + 387,17€ (επίδομα τροφής) + 314,57 (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) + 1.056,34€ (μέση μηνιαία υπερωριακή αμοιβή -σύνολο αμοιβής υπερωριών κατά τη χρονική διάρκεια ναυτολόγησης του ενάγοντος από 25.02.2016 έως 30.04.2016 (2.323,94€ : 66 ημέρες=) 35,21 Χ 30 } = 2.901,52€ : 2 = 1.450,76€ : 15 ημέρες = 96,72€ ανά οκταήμερο Χ 8,25 οκταήμερα=] 797,92€, β) για Δώρο Χριστουγέννων 2016 το ποσό των [901,72€ (μισθός ενεργείας) + 198,38€ (επίδομα Κυριακών) + 19,37€ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 23,97€ (μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος) + 387,17€ (επίδομα τροφής) + 314,57 (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) + 764,48€ (μέση μηνιαία υπερωριακή αμοιβή -σύνολο αμοιβής υπερωριών κατά τη χρονική διάρκεια ναυτολόγησης του ενάγοντος από 01.05.2016 έως 31.12.2016 (6.243,22€ : 245 ημέρες=) 25,48 Χ 30 } =] 2.609,66€ και γ) για αναλογία Δώρου Πάσχα 2017 το ποσό των [901,72€ (μισθός ενεργείας) + 198,38€ (επίδομα Κυριακών) + 19,37€ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 23,97€ (μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος) + 387,17€ (επίδομα τροφής) + 314,57 (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) = 1.845,18€ : 2 = 922,59€ : 15 ημέρες = 61,52€ ανά οκταήμερο Χ 3,87 οκταήμερα=] 238,08€, ήτοι συνολικά για την αιτία αυτή δικαιούτο το ποσό των (797,92€ + 2.609,66€ + 238,08€=) 3.645,66€. Τέλος αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λύθηκε, στον Πειραιά, την 31.01.2017, τυπικά «αμοιβαία συναινέσει», κατ΄ ουσίαν όμως με καταγγελία εκ μέρους του Πλοιάρχου του πλοίου, για λόγο που δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του ενάγοντος και δη λόγω της ακινησίας του πλοίου και της διαδικασίας κλεισίματος ναυτολογίου ενόψει της επικείμενης πωλήσεως αυτού στην τρίτη εναγομένη. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως γίνεται οποτεδήποτε από τον πλοίαρχο, χωρίς να απαιτείται προθεσμία ή τύπος ούτε η ύπαρξη κάποιου λόγου. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός, του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση δικαιούται ως αποζημίωση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ, που ισούται με μισθό 15 ημερών (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30). Τα ανωτέρω ισχύουν είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρηθεί προθεσμία ούτε να γίνει επίκληση λόγου που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ. 2 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα του. Στη σύμβαση ναυτολογήσεως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επ., 672 του ΑΚ και εκείνες του Ν. 2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 177/2016 – “Νόμος”). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας καθώς και η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς (Δ. Καμβύση «Ναυτεργατικό Δίκαιο» εκδ. 1994, σελ. 355, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, ΕφΠειρ 308/1999 ΕΝΔ 1999.287, ΕφΠειρ 1166/1997 ΕΝΔ 1997.464, ΕφΠειρ 300/1996 ΕΝΔ 1996.354, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 1996.483, ΕφΠειρ 639/1993 ΕΝΔ 1994.80, ΕφΠειρ 1166/1997 ΕΝΔ 1997.464, ΕφΠειρ 231/2013 – “Νόμος”). Η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος-εκκαλούντος ισούται με τις αποδοχές αυτού δεκαπέντε (15) ημερών, ήτοι ανέρχεται στο ποσό των [901,72€ (μισθός ενεργείας) + 198,38€ (επίδομα Κυριακών) + 19,37€ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 23,97€ (μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος) + 387,17€ (επίδομα τροφής) + 314,57 (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 9 μηνών 952 ευρώ = 2.797,18 : 2 =] 1.398,59 €, απορριπτομένου ως αβάσιμου του υπό στοιχείο ΙΙΙ λόγου εφέσεως (τελευταίου) με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι του οφείλεται αποζημίωση απολύσεως ποσού 1.643,58 ευρώ. Συνολικά, επομένως, για όλες τις πραναφερθείσες αιτίες, ο ενάγων – εκκαλών δικαιούται για το επίδικο διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο «Ι» το ποσό των (18.153,03 + 8.567,16 + 1.701,49 + 3.645,66 + 1.398,59 € =) 33.465,93€ «μεικτά», εκ των οποίων οι κρατήσεις των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο ανέρχονται σε ποσό 429,39€ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των (429,39€ Χ 11,86 μήνες=) 5.092,56€, πλέον φόρου μισθωτών υπηρεσιών 10%, ποσού 321,86€ και συνολικά (321,86€ Χ 11,86 μήνες=) 3.817,25€ και εισφορά αλληλεγγύης 1,4% ποσού 45,75€ και συνολικά (45,75€ Χ 11,86 μήνες=) 542,60€, ήτοι σύνολο κρατήσεων 9.452,41€. Συνεπώς ο ενάγων-εκκαλών δικαιούται, για το επίδικο διάστημα, ως «καθαρές» αποδοχές για τις ανωτέρω αιτίες, συμπεριλαμβανομένης της αποζημιώσεως απολύσεως, το ποσό των 33.465,93€ – 9.452,41€ = 24.013,52€. Ο περιλαμβανόμενος στους υπό στοιχείο Ι και υπό στοιχείο ΙΙ -β΄ σκέλος- λόγους εφέσεως ισχυρισμός του εκκαλούντος περί του ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι είχε συμφωνήσει με τη δεύτερη εφεσίβλητη να πληρώνεται με “κλειστό μισθό 2.900 ευρώ καθαρά κατά μήνα” και ότι η συμφωνία αυτή έχει συνομολογηθεί από τις εναγόμενες, συνεπώς έπρεπε, για το ένδικο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως εφαρμοστέας ΣΣΕ, να λάβει συνολικά (2.900 ευρώ Χ 11 μήνες και 5 ημέρες) 32.383,33 ευρώ αλλά έλαβε 23.200 και επομένως του οφείλονται ακόμα 9.183,33 ευρώ (δεύτερο σκέλος υπό στοιχείο ΙΙ λόγου), ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι ούτε οι εναγόμενες συνομολόγησαν τα ανωτέρω, αντιθέτως, τα αρνούνται (βλ. ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις τους) ούτε η εκκαλουμένη περιλαμβάνει τέτοια κρίση, δηλαδή ότι αποδείχθηκε πως ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ήταν 2.900 ευρώ “καθαρά κλειστά”. Περαιτέρω, ο ενάγων-εκκαλών συνομολογεί στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του ότι έχει λάβει για την ένδικη εργασία του συνολικό ποσό 23.200 ευρώ “καθαρά”. Από τα προσκομιζόμενα τραπεζικά εμβάσματα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων-εκκαλών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, έλαβε ως αμοιβή για την ανωτέρω εργασία του από τη δεύτερη εναγομένη -εφεσίβλητη συνολικό ποσό 21.700 ευρώ, “καθαρά” σε τμηματικές καταβολές, άλλοτε δεκαπενθήμερες κι άλλοτε μηνιαίες, από την πρώτη δε εναγομένη-εφεσίβλητη έλαβε, στις 3.2.2017, ποσό 2.900 ευρώ, “καθαρά”. Συνολικά δηλαδή έχει λάβει για την ένδικη εργασία του ποσό 24.600 ευρώ “καθαρά”. Επομένως, δεν απομένει υπόλοιπο προς καταβολή στον ενάγοντα για την παρασχεθείσα ένδικη εργασία του και ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη κατ΄αποδοχή της περί εξοφλήσεως ενστάσεως της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων. Η ένσταση δε αυτή προτάθηκε παραδεκτώς (αρθ. 591 παρ. 1 περ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετα το ν. 4335/2015) ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προφορικώς, από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, περιέχεται δε και στις κατατεθείσες ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις αυτών (βλ. προσκομιζόμενες), συνοδευόμενη από αναλυτική έκθεση των περιστατικών που τη συγκροτούν κι επίκληση των αντίστοιχων αποδεικτικών μέσων (βλ. ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 376/2018 – “Νόμος”). Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο υπό στοιχείο ΙΙ λόγος εφέσεως, τόσο κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως δέχθηκε την ένσταση εξοφλήσεως των εναγομένων “διότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης δεν προβλήθηκε νόμιμα με αναλυτική προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο, συνεπώς είναι απορριπτέος ελλείψει προδικασίας…”, όσο και κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι δεν αποδείχθηκε η εξόφληση.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη αλλ’ ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ.3 ΚΠολΔ), να επιδικαστούν όμως σ` αυτούς κατ` ίσο μέρος και όχι χωριστά για τον καθένα, καθόσον είχαν κοινό συμφέρον ως ομόδικοι (πρβλ.ΑΠ 467/2019, ΑΠ 344/2020 -”Νόμος”), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά την έφεση.
-Απορρίπτει αυτή (έφεση) κατ΄ουσίαν.
-Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των 600 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 200 ευρώ ανά εφεσίβλητη.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24 Νοεμβρίου 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ