ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
700/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, T.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη από 18-9-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../18-9-2019) έφεση των ανακοπτόντων, που ηττήθηκαν ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 2447/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635-644 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεώς τους με το ν. 4335/2015), απορρίπτοντας εν όλω την από 3-11-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../3-11-2014) ανακοπή τους. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. ………… e-παράβολο και από 17-9-2019 αποδεικτικό πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
Με την ανακοπή τους και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους αυτής, οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της υπ’αριθμ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ής, το ποσό των 75.000 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, απορρέοντος από δύο συναλλαγματικές, ποσού 40.000 και 60.000 ευρώ, εκδόσεως της καθ’ής, πληρωτέων σε διαταγή της, με λήξη τις 30-11-2011 και τις 31-12-2011, τις οποίες αποδέχθηκε η πρώτη ανακόπτουσα και τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτής ο δεύτερος.
Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή και επιβλήθηκαν σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής, ύψους 300 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής εναντιώνονται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τους αναφερόμενους στην έφεσή τους λόγους, αναγόμενους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής στο σύνολό της.
Η κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ, ασκείται όπως και η αγωγή γι’ αυτό πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλες οι ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής-ή των πρόσθετων λόγων της [ΑΠ 370/2012 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.630, ΕφΑθ (Μον) 252/2020, ΕφΘεσ (Μον) 1318/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]- δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με την έφεσή του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή (ΑΠ 99/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1/2017, Αρμ 2017.1535, ΑΠ 370/2012, ΧΡΙΔ 2012.609) και αν ακόμα οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ, γιατί έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδ. β του ΚΠολΔ, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 99/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 370/2012, ΧΡΙΔ 2012.609). Ειδικώς, ωστόσο, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί πλαστότητας, που μπορεί να αποτελέσει και λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΕφΛαρ 100/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011.757), όταν αυτή αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα και μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 401/2019, ΑΠ 760/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1756/2012, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις-δηλαδή κατ’ένσταση (Β.Βαθρακοκοίλης «ΚΠολΔ», τόμος Β΄, σελ. 974-975, αρ. 1).
Επομένως, απαραδέκτως προτείνεται από τους ανακόπτοντες, το πρώτον με τις κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης προτάσεις τους ισχυρισμός περί συμψηφισμού ανταπαίτησης της πρώτης αυτών κατά της καθ’ής, ενώ απαραδέκτως είχε προταθεί και με τις προτάσεις τους και όχι με το δικόγραφο της ανακοπής, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός τους περί πλαστότητας των επίδικων συναλλαγματικών, συνιστάμενη στην άνευ εντολής και εξουσιοδότησης της πρώτης ανακόπτουσας συμπλήρωσης της ημερομηνίας λήξης τους, ολογράφως και αριθμητικώς, καθώς σε αυτό έπρεπε να περιέχονται όλες οι ενστάσεις κατά του κύρους της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Επομένως, ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για την απόρριψη του συγκεκριμένου ισχυρισμού, τυγχάνει αβάσιμος. Eπιπλέον, προτείνεται αλυσιτελώς διότι ο ίδιος ισχυρισμός περιέχεται και στο δικόγραφο της έφεσης με τον τρίτο και ακροθιγώς τον πρώτο λόγο της, προτεινόμενος παραδεκτώς, σύμφωνα με τη σκέψη που προηγήθηκε, εφόσον η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και ταυτόχρονα πληρούνται οι όροι του άρθρου 463 του ΚΠολΔ, καθώς κατονομάζονται στο δικόγραφο της έφεσης οι προς απόδειξή της προταθέντες μάρτυρες, αλλά και του άρθρου 98 εδ,.β΄του ΚΠολΔ περί ειδικής πληρεξουσιότητας, εφόσον έχει ήδη υποβληθεί η από 24-1-2020 μήνυση της πρώτης ανακόπτουσας ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η οποία έλαβε ΑΒΜ Ε20 (ΕφΑιγ 7/2020, ΕφΑθ 215/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 16 και 17 του ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικών, σε συνδυασμό και με το άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την επιδίκαση αξιώσεως από συναλλαγματική αρκεί η επίκληση και προσκομιδή έγκυρης συναλλαγματικής, η ιδιότητα του ενάγοντος ως νόμιμου κομιστή της και η ιδιότητα του εναγομένου ως ενεχομένου από τη συναλλαγματική αυτή [ΑΠ 1201/2005, ΕλλΔνη 2005.1125, ΕφΘεσ(Μον) 314/2016, Αρμ 2016.2074]. Νόμιμος δε κομιστής της συναλλαγματικής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 § 1 του ίδιου νόμου θεωρείται ο κάτοχος αυτής, δηλαδή ο έχων την υλική ή σωματική κατοχή της [ΕφΘεσ (Μον) 314/2016, Αρμ 2016.2074, ΕφΛαρ 571/2009, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010.521]).
Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 5325/1932, στην περίπτωση που συναλλαγματική, ατελής κατά την έκδοσή της, συμπληρώθηκε εναντίον των γενομένων συμφωνιών, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί κατά του τρίτου κομιστή, εκτός και αν ο τελευταίος απέκτησε τη συναλλαγματική τελώντας σε κακή πίστη ή αν κατά την απόκτησή της διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από την προαναφερθείσα διάταξη συνάγεται, ότι η συναλλαγματική μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία φέρουσα απλή υπογραφή, είτε του αποδέκτη, είτε του εκδότη με την πρόθεση δημιουργίας ατελούς συναλλαγματικής, η οποία, όμως, μπορεί να συμπληρωθεί στη συνέχεια με βάση τη γενόμενη συμφωνία με τον λήπτη. Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπληρώσεως λευκής συναλλαγματικής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της, που θεωρείται ότι υπάρχει μόνο αν συμπληρωθεί ατελής με την παραπάνω έννοια συναλλαγματική χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη συμφωνία για τον τρόπο της συμπλήρωσής της (ΑΠ 1050/2010, ΕλλΔνη 2011.795, ΑΠ 903/2006, ΑΠ 896/2006,ΕφΔωδ (Μον) 200/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ(Μον) 921/2016, Αρμ 2017.586]. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε υπόχρεος από τη συναλλαγματική που αντισυμβατικά συμπληρώθηκε, βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξή της [ΑΠ 1050/2010, ΕφΔωδ (Μον) 200/2017, ΕφΘεσ(Μον) 921/2016 ό.π].
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 του ΑΚ, με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγύησης είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρέωσης απέναντι στον δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή, χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη, ή συναίνεση, του οφειλέτη. Με βάση τα ανωτέρω, η σύμβαση της εγγύησης διαφέρει από την εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση, που παρέχεται με μετρητά, χρεόγραφα κ.λπ. από ένα πρόσωπο, για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή από τον οφειλέτη ή τρίτο, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα συνιστά αυτόνομη υπόσχεση, που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντι του για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος που αφορά τον εγγυολήπτη. Η διαφορά δε μεταξύ των ανωτέρω συμβάσεων συνίσταται στο ότι, η ευθύνη του οφειλέτη στην περίπτωση της συμβατικής εγγυοδοσίας είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση. Έτσι, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι σχετικές με την εγγύηση διατάξεις και αυτή ρυθμίζεται από τους όρους της σύμβασης, κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Εξάλλου, η νομιμότητα της αιτίας της κυρίας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της εγγυοδοτικής, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο -μη παρεπόμενο- χαρακτήρα, στην περίπτωση δε της εγγυοδοτικής σύμβασης προς εξασφάλιση απαίτησης, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει σχετικά την αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού), διότι η αιτία στην εγγυοδοτική σύμβαση είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή σε αυτόν μιας πρόσθετης και ανεξάρτητης, από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αξίωσης. Ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, που θέτει σαφώς η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση, για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη. Ωστόσο, στις συναλλαγές, συμβαίνει να χρησιμοποιείται και ως μέσον εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων, η έκδοση και παράδοση τραπεζικής επιταγής, που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλομένους ως εγγύηση, πλην όμως, ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης εκάστοτε συμβάσεως θα προκύψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ΑΚ και χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της διάγνωσης της συγκεκριμένης εκάστοτε υπόθεσης. Όταν δε η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία έκδοσής της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό (κατά την έννοια του άρθρου 904 του ΑΚ) του κομιστή της επιταγής-ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, της συναλλαγματικής- η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση, αν οι προϋποθέσεις για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία δεν πληρώθηκαν, οπότε μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια, που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του [ΑΠ 353/2015, ΧΡΙΔ 2015.535, ΕφΒορΑιγ (Μον) 14/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται λόγος για έκδοση καταπιστευτικών αξιογράφων, συναλλαγματικής ή επιταγής, που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συμφωνείται -ως ένα είδος pactum fiduciae- ότι ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της επιταγής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στον οφειλέτη ένσταση αναβλητική ή ανατρεπτική, κατά τις περιστάσεις βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία αυτός ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει και να αποδείξει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 22 του Ν 5960/1933-περί επιταγής αλλά και 17 του ν.5325/1932 περί συναλλαγματικής. Στην κατηγορία των ενστάσεων αυτών υπάγονται, εκτός άλλων, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα δικαιούται να εισπράξει τον τίτλο υπό την προϋπόθεση, ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα έχει πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην προβεί σε πρόωρη χρήση αυτής [ΕφΒορΑιγ (Μον) 14/2017 ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 704/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 874 του ΑΚ και 112 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία μολονότι διατηρούν τον νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από της καταχωρίσεώς τους την αυτοτέλειά τους και δεν δύνανται να επιδιωχθούν ή διατεθούν κεχωρισμένως, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΑΠ 1109/2019, ΑΠ 1087/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να υπάρχει δηλαδή αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές, ώστε να μην είναι από πριν γνωστό ποίο απ’ αυτά, κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου. Επομένως, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, όταν, λόγω της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του με τμηματικές καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΕφΠειρ 78/2008, ΠΕΙΡΝΟΜ 2008.434, ΕφΠατρ 226/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008.493). Απλώς, δεν ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια του λογαριασμού έγιναν πράγματι αποστολές και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή αν μόνο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προέβη σε αποστολές (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός) (ΑΠ 1795/2007, ΧΡΙΔ 2007.725, ΕφΠειρ 78/2008 ό.π). Συνεπώς, η ύπαρξη αλληλοχρέου λογαριασμού έχει ως αποτέλεσμα ότι οι εκάστοτε απαιτήσεις που έχουν καταχωρηθεί σε αυτόν χάνουν την αυτοτέλειά τους και δεν είναι απαιτητές (ΑΠ 99/2020, ΕφΑθ 668/2019, ΕφΔυτΜακ 3/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και μόνον με την καταγγελία αυτού ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει το δικαίωμα να το απαιτήσει (ΑΠ 99/2020 ό.π).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, τον οποίο επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ής δεν ήταν νόμιμη κομίστρια των επίδικων συναλλαγματικών και επικουρικά ότι δεν νομιμοποιείτο στην υποβολή της αίτησης προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, βάσει αυτών, διότι, της είχαν δοθεί χάριν εγγυήσεως της καλής εκτέλεσης των υπογραφέντων μεταξύ της πρώτης από αυτούς και της τελευταίας, δύο συνολικά μισθωτικών συμβάσεων, που αφορούσαν τη μίσθωση μεταλλικών δαπέδων εργασίας και καταρτίστηκαν τον Μάρτιο και τον Μαϊο του 2015, και ειδικότερα την επιστροφή αυτών, και όχι χάριν εξοφλήσεως οποιασδήποτε οφειλής της, και ότι τα μεταλλικά αυτά δάπεδα έχουν επιστραφεί στο σύνολό τους. Ο λόγος αυτός εφέσεως, ως προς μεν το πρώτο σκέλος του τυγχάνει, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μη νόμιμος και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα, η καθ’ής ήταν νόμιμη κομίστρια και δη εκδότρια των επίδικων συναλλαγματικών και οι ανακόπτοντες ενεχόμενοι από αυτές, ως αποδέκτρια και τριτεγγυητής υπέρ αυτής, αντίστοιχα. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος λόγος είναι νόμιμος, ως προς το δεύτερο σκέλος του, σύμφωνα με τις διατάξεις και σκέψεις που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν, αφού επισημανθεί ότι οι ανακόπτοντες στο δικόγραφο της ανακοπής τους έκαναν μεν μνεία του ότι οι συναλλαγματικές δόθηκαν χάριν εγγυήσεως της καλής εκτέλεσης των συμβάσεων αυτών, πλην όμως ρητώς και με σαφήνεια εξειδίκευσαν ότι η εγγύηση αυτή αφορούσε την επιστροφή του μισθωθέντος εξοπλισμού και όχι την εκπλήρωση γενικά κάθε άλλης υποχρέωσής τους, ο οποίος μάλιστα είχε επιστραφεί ήδη, πλην εκείνου, για τον οποίο είχε υπογραφεί νεώτερο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως τον Απρίλιο του έτους 2014. Επιπλέον, τον ίδιο ισχυρισμό τους επανέλαβαν ρητώς και με σαφήνεια και στις πρωτόδικες προτάσεις τους, και αυτό συνάγεται από την εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου αυτών, παρά την επίκληση σε αυτές πλεοναστικώς και επικουρικώς του ότι «οι συμβάσεις ήταν εξοφλημένες»- είναι μάλιστα χαρακτηριστική η φράση στη σελ. 8 και στην τρίτη σειρά από το τέλος των προτάσεών της ότι «σε κάθε περίπτωση οι συναλλαγματικές αφορούσαν συμβάσεις εξοφλημένες». Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, εσφαλμένως έκρινε αυτόν ως μη νόμιμο, αιτιολογώντας την κρίση του με το σκεπτικό ότι δεν γινόταν από τους ανακόπτοντες επίκληση της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης από αυτούς αλλά αντιθέτως ότι είχε επιστρέψει στην καθ’ής μέρος μόνον των μεταλλικών δαπέδων που αυτή της είχε εκμισθώσει, με την επάλληλη αιτιολογία ότι επιχειρήθηκε μεταβολή της ιστορικής βάσης του, με την επίκληση στις προτάσεις τους του ισχυρισμού περί εξόφλησης των απαιτήσεων από τις ένδικες συμβάσεις μισθώσεως. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του άνω λόγου εφέσεως, ως προς το ίδιο σκέλος του, εφόσον δεν παραβιάζεται η αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τους εκκαλούντες (άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, επειδή δεν επιτρέπεται κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση της αιτιολογίας, που οδηγεί σε διάφορο ως προς το αποτέλεσμα διατακτικό (ΕφΘεσ 20/2012 ΕλλΔνη 2012.1361), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 ό.π, ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208) και ακολούθως να ερευνηθεί η ανακοπή, και κατ’ουσίαν, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος.
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ………. και . …………., που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια των διαδίκων, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη ανακόπτουσα και η καθ’ής είναι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της αντιδιαβρωτικής προστασίας (αμμοβολές, υδροβολές, καθαρισμούς, χρωματισμούς). Στο πλαίσιο της εμπορικής τους συνεργασίας, κατήρτισαν τις από 15-3-2011 και 3-5-2011 συμβάσεις μισθώσεως, διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών η καθεμία, δυνάμει των οποίων, η καθ’ής εκμίσθωσε στην πρώτη ανακόπτουσα τα εκεί περιγραφόμενα υλικά (μήκη, μεταλλικά δάπεδα και συναφής εξοπλισμός ικριωμάτων), έναντι του συνολικού μισθώματος των 20.000 και των 16.000 ευρώ, αντίστοιχα, πλέον ΦΠΑ, καταβλητέου σε δύο ισόποσες δόσεις, και συγκεκριμένα στις 30/5 και στις 30/6/2011 αναφορικά με την πρώτη σύμβαση και στις 30/7 και τις 30/8/2011 όσον αφορά τη δεύτερη, ήτοι ένα μήνα μετά την έκδοση του, αντίστοιχου προς το ποσό κάθε δόσης, τιμολογίου, οπότε και θα έληγαν και οι ισόποσες συναλλαγματικές που παραδόθηκαν στην εκμισθώτρια από τη μισθώτρια, της τελευταίας υποχρεούμενης να καταβάλει τοις μετρητοίς τον αναλογούντα ΦΠΑ. Συμφωνήθηκε επίσης ρητά (όρος 10) ότι εάν κατά τον χρόνο λήξης των μισθώσεων, η μισθώτρια δεν παρέδιδε στην εκμισθώτρια τα εκμισθωθέντα υλικά, η τελευταία θα είχε το δικαίωμα να απαιτήσει, ως ποινική ρήτρα, το ποσό των 200 ευρώ ημερησίως για κάθε ημέρα καθυστέρησης, και (όρος 11) ότι ως εγγύηση για την ασφαλή, σε καλή κατάσταση και εμπρόθεσμη επιστροφή των υλικών και της εξόφλησης τυχόν ποινικής ρήτρας κατά τον προηγούμενο όρο, η μισθώτρια παρέδιδε στην εκμισθώτρια, ταυτόχρονα με την υπογραφή των συμφωνητικών, δύο συναλλαγματικές, ποσού 60.000 ευρώ και 40.000 ευρώ, αντίστοιχα, πλέον ΦΠΑ, οι οποίες θα επιστρέφονταν όταν η μισθώτρια επέστρεφε όλα τα εκμισθωθέντα υλικά και εξοφλούσε όλες τις τυχόν εκκρεμείς υποχρεώσεις της από τα συγκεκριμένα συμφωνητικά. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα σχετικώς προεκτέθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις, μεταξύ των συμβαλλομένων καταρτίστηκε σύμβαση εγγυοδοσίας, προς εξασφάλιση των τυχόν μελλοντικών απαιτήσεων της καθ’ής έναντι της πρώτης ανακόπτουσας από τις επίδικες συμβάσεις μισθώσεως, και η παράδοση των συναλλαγματικών από αυτήν έγινε καταπιστευτικά, με την έννοια που εκτέθηκε στην οικεία σκέψη, χωρίς δηλαδή δικαίωμα άσκησης των εξ αυτών απορρεόντων δικαιωμάτων εκ μέρους της καθ’ής, παρά μόνον για την περίπτωση πλήρωσης των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες αυτές δόθηκαν ήτοι εκκρεμών οφειλών της πρώτης ανακόπτουσας και καθυστέρησης επιστροφής του εξοπλισμού και κατάπτωσης σε βάρος της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας. Τις συναλλαγματικές αυτές αποδέχθηκε αυθημερόν η πρώτη των ανακοπτόντων και τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτής ο δεύτερος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι επίδικες συναλλαγματικές δεν είχαν συμπληρωθεί, ως προς την ημερομηνία λήξης τους. Λαμβάνοντας υπόψη την αιτία για την οποία δόθηκαν, το Δικαστήριο συνάγει με βεβαιότητα ότι επρόκειτο για ηθελημένο κενό και ότι η συμπλήρωσή της αφέθηκε στην εκδότρια καθ’ής, όταν πλέον θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, δηλαδή θα υπήρχαν οφειλές έναντι της πρώτης ανακόπτουσας από τις συμβάσεις μισθώσεως, καλύπτουσες εν όλω ή εν μέρει το ποσό των συναλλαγματικών. Η ύπαρξη της συμφωνίας αυτής τεκμαίρεται από την παράδοση του σώματος των συναλλαγματικών [ΑΠ 544/2015, ΔΕΕ 2015.1035, ΕφΑθ (Μον) 421/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], οι οποίες άλλωστε ήταν ήδη συμπληρωμένες και ως προς το ποσό τους, άλλως η καθ’ής δεν θα είχε λόγο να προβεί στην έκδοση και την παραλαβή τους εάν δεν μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει κατά το ελλείπον στοιχείο της ημερομηνίας λήξης τους. Επομένως, η συμπλήρωση της ημερομηνίας λήξεως των συναλλαγματικών δεν συνιστά πλαστογραφία, σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη, και πρέπει ο τρίτος αλλά και ο πρώτος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθούν ως αβάσιμοι, σημειούμενου ότι το Δικαστήριο, εφόσον δεν προτάθηκε σχετικός λόγος ανακοπής δεν δύναται να εξετάσει περαιτέρω, αν κατά τη συμπλήρωση της ημερομηνίας λήξης των συναλλαγματικών συνέτρεχαν ή μη οι προϋποθέσεις από τις οποίες είχε αυτή εξαρτηθεί, κατά τη συμφωνία της εκδότριας και της αποδέκτριας, που αποτελεί περιεχόμενο διαφορετικής ενστάσεως. Παρεπομένως, απορριπτέος τυγχάνει και ο προταθείς με σχετικό λόγο της ανακοπής και επανυποβληθείς με τον δεύτερο αλλά και τον πρώτο λόγο της έφεσης, ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί τελέσεως εκ μέρους της καθ’ής του αδικήματος της πλαστογραφίας και της απάτης, δια της υποβολής αιτήσεως προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, βάσει των άνω φερόμενων ως πλαστών συναλλαγματικών. Περαιτέρω, τα υλικά δεν επεστράφησαν στο σύνολό τους κατά τη λήξη των επίδικων μισθώσεων αλλά, όπως συνομολογεί η πρώτη ανακόπτουσα με τις προτάσεις της και αποτυπώνεται στον σχετικό πίνακα (υπ’αριθμ. σχετ. 41) που προσκομίζει, η επιστροφή τους έγινε σταδιακά έως τις 30-11-2012. Συνεπεία της υπαίτιας μη εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσής της, η καθ’ής, κατ’ενάσκηση του άνω συμβατικού της δικαιώματος περί ποινικής ρήτρας, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα, δηλαδή από τη λήξη των μισθώσεων έως και την πλήρη παράδοση όλων των υλικών που είχε εκμισθώσει στην πρώτη ανακόπτουσα, προέβαινε σε αντίστοιχες εγγραφές στη λογιστική καρτέλα της τελευταίας που τηρούσε, στο πλαίσιο σχετικής φορολογικής της υποχρέωσης, ποσού 6.000 ευρώ ανά μήνα για κάθε σύμβαση (=200 ευρώ ποινική ρήτρα ανά ημέρα Χ 30 ημέρες) πλέον ΦΠΑ και συνολικά 7.380 ευρώ, εκδίδοντας και τα σχετικά παραστατικά, δηλαδή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών τα οποία και προσκομίζει μετ’επικλήσεως (πλην του υπ’αριθμ. ……/31-7-2012). Στο κείμενο αυτών αναγράφεται μεν ότι αφορούν «ενοίκιο» για τις συγκεκριμένες συμβάσεις, είναι όμως προφανές ότι αφορούν τη συγκεκριμένη αιτία (ποινική ρήτρα) αφού στα προγενέστερα χρονικά τιμολόγια γίνεται μνεία ότι αφορούν στο «μίσθωμα». Με βάση και τις γενόμενες εν τω μεταξύ καταβολές, από την καρτέλα αυτή προκύπτει λογιστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας ύψους, 46.410 ευρώ στις 10-11-2011, που επιβεβαιώνεται και από την από 24-11-2011 επιστολή της καθ’ής προς αυτήν, 82.970 ευρώ στις 20-7-2012, που συμπίπτει με το αναγραφόμενο ποσό στο από 24-7-2012 έγγραφο που συνυπογράφουν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων εταιριών, των 52.050 ευρώ, στις 19-6-2013, και τελικά των 36.146 ευρώ στις 3-4-2014, μετά από συνυπολογισμό και του ποσού των 15.904 ευρώ, που καταβλήθηκε τμηματικά στην καθ’ής από την ανακόπτουσα (σχετ. οι από 1/4, 2/4 και 3/4/2014 πιστώσεις), όλες δε οι σχετικές χρεώσεις είχαν μέχρι τότε αποκλειστική αιτία προέλευσης τις επίδικες συμβάσεις και δη τη δυνάμει αυτών καταπεσούσα ποινική ρήτρα, και αφορούσαν το προ της έκδοσης της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής χρονικό διάστημα. Ουδεμία δε μεταβολή στο ποσό της οφειλής εκ των επίδικων συμβάσεων επήλθε έκτοτε και μέχρι τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής (10-10-2014). Επισημαίνεται ότι : α/ στη συγκεκριμένη καρτέλα έχει μεταφερθεί υπόλοιπο προγενέστερης σύμβασης μισθώσεως, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, στο οποίο αντιστοιχεί το αναγραφόμενο υπ’αριθμ. ….. τιμολόγιο, με ημερομηνία εκδόσεως την 31-1-2011 δηλαδή προγενέστερη των επίδικων συμβάσεων, β/ για το οφειλόμενο μίσθωμα έχουν εκδοθεί από την καθ’ής τέσσερα συνολικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, και δη τα υπ’αριθμ. …/30-4-2011, …/31-5-2011, …./30-6-2011 και …../30-7-2011, ποσού 10.000 ευρώ το καθένα και μετά του αναλογούντος ΦΠΑ 12.300 ευρώ και με αναγραφόμενη αιτία τη μίσθωση ικριωμάτων, με βάση το από 15-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, με αποτέλεσμα να δίδεται η εντύπωση ότι το μίσθωμα για την πρώτη σύμβαση ανέρχεται σε 40.000 ευρώ, αντί του συμφωνηθέντος κατά τα άνω των 20.000 ευρώ και να μην υπάρχει παραστατικό για το μίσθωμα της δεύτερης μίσθωσης συνολικού ύψους 16.000 ευρώ και μετά του αναλογούντος ΦΠΑ (23 %) ύψους 3.680 ευρώ, 19.680 ευρώ. Επομένως, αποκαθιστάμενης της αταξίας αυτής, το συνολικό ποσό του μισθώματος από αμφότερες τις συμβάσεις θα έπρεπε να ανέλθει σε 44.280 (12.300 Χ 2 + 19.680) ευρώ και όχι 49.200 (12.300 Χ 4) ευρώ. Έτσι, η διαφορά των ποσών αυτών ύψους 4.920 ευρώ όπως και το ποσό της μεταφοράς, θα πρέπει να αφαιρεθούν από το προαναφερθέν συνολικό ποσό οφειλής της πρώτης ανακόπτουσας εκ των συγκεκριμένων συμβάσεων, το οποίο έτσι διαμορφώνεται σε 29.996 [36.146 – 6.150 (4.920 + 1.230)] ευρώ, και αφορά, όπως προεκτέθηκε, μόνο σε ποινική ρήτρα λόγω της μη επιστροφής του συνόλου των εκμισθωθέντων υλικών, όπως ευχερώς συνάγεται με βάση όσα προεκτέθηκαν. Οι ανακόπτοντες, ωστόσο, αποδέχονται ότι η οφειλή τους έναντι της καθ’ής για την παραπάνω αιτία, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, ανερχόταν στο ποσό των 36.146 ευρώ.
Στη συνέχεια, συναφθέντων εν τω μεταξύ και δύο ακόμη συμβάσεων μισθώσεως μεταξύ των συμβαλλομένων, που αφορούσαν και αυτές εξοπλισμό ικριωμάτων (από 1/4/2014 και 4/4/2014 συμβάσεις), ο λογαριασμός συνέχισε να χρεώνεται επιπλέον, με το μίσθωμα και λοιπές επιβαρύνσεις που αφορούσαν τις συμβάσεις αυτές, αλλά οι σχετικές χρεώσεις από τις νεώτερες αυτές συμβάσεις αφορούν χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Έτσι, η οφειλή της πρώτης των ανακοπτόντων έναντι της καθ’ης διαμορφώθηκε, στις 31-10-2014, στο ποσό των 53.858 ευρώ, που αναγράφεται και στην από 28-1-2015 επιστολή επιβεβαίωσης εισπρακτέου ποσού της καθ’ής, απευθυνόμενης στην πρώτη ανακόπτουσα και των 62.066,04 ευρώ στις 20-3-2015, που συμπίπτει με το αναγραφόμενο στο από 23-4-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό που η καθ’ής συνέταξε προς υπογραφή από την πρώτη ανακόπτουσα αλλά η τελευταία αρνήθηκε να το πράξει, διαφωνώντας με το ποσό της οφειλής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός της καθ’ής που διατυπώνεται στις προτάσεις της, ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο από τα εκδοθέντα τιμολόγια των επίδικων-και όχι των μεταγενέστερων-συμβάσεων, βάσει και των γενόμενων καταβολών, τις οποίες συνυπολογίζει με βάση την προσκομιζόμενη από την ίδια καρτέλα πελάτη, ανερχόταν σε 36.146 ευρώ ενώ το υπόλοιπο ποσό των 38.854 ευρώ, σε καταπεσούσα ποινική ρήτρα, κατόπιν περιορισμού της σχετικής απαίτησής της, η οποία άλλως θα ήταν υψηλότερη, είναι εσφαλμένος. Συνακόλουθα, πληρώθηκαν εν μέρει, δηλαδή για το ποσό των 36.146 ευρώ, οι όροι της συμφωνηθείσας εγγυοδοσίας και, επομένως, η καθ’ής δικαιούτο να ασκήσει τα εκ των συναλλαγματικών δικαιώματά της, μέχρι του ποσού αυτού. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το οικείο σκέλος του, αλλά και της έφεσης, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι οι συναλλαγματικές είχαν δοθεί χάριν εγγυήσεως για τη μη εμπρόθεσμη επιστροφή των μισθωθέντων υλικών και ότι αυτός ο όρος ουδέποτε πληρώθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και να γίνει δεκτός, ως βάσιμος ο (επικουρικά προταθείς) τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο πρώτος λόγος της ανακοπής, περί οφειλής της πρώτης ανακόπτουσας έναντι της καθ’ής ύψους 36.146 ευρώ. Επιπλέον, από όσα παραπάνω εκτέθηκαν αποδείχθηκε ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας των διαδίκων εταιρειών, η καθ’ής εκμίσθωνε εξοπλισμό της προς την πρώτη ανακόπτουσα με πίστωση του μισθώματος και προς διευκόλυνσή της τηρούσε μονομερώς απλό δοσοληπτικό λογαριασμό, όπου καταχώριζε τον αριθμό του εκάστοτε εκδοθέντος παραστατικού και το ποσό αυτού, που αντιστοιχούσε είτε στο οφειλόμενο μίσθωμα είτε στην καταπεσούσα ποινική ρήτρα λόγω μη εμπρόθεσμης επιστροφής των υλικών του εξοπλισμού αυτού, βασικά γνωρίσματα του οποίου ήταν ότι η καθ’ής είχε πάντοτε την ιδιότητα του οφειλέτη και ποτέ του δανειστή, ενώ δεν αποδείχθηκε συμφωνία τους για την τήρηση μεταξύ τους αλληλόχρεου λογαριασμού, με την έννοια που εκτέθηκε στην οικεία μείζονα σκέψη. Το γεγονός ότι οι διάδικες εταιρείες έχουν ομοειδές αντικείμενο δραστηριότητας καθώς και το ότι σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα στις 16-1-2013 και την 1-10-2013 καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων έτερες συμβάσεις έργου, δυνάμει των οποίων η πρώτη ανακόπτουσα ανέλαβε την τοποθέτηση και κατάλληλη κάλυψη της εξωτερικής επιφάνειας ικριωμάτων στις εξωτερικές επιφάνειες σκαφών, κατόπιν ανάθεσης από την καθ’ής, καθιστάμενη έτσι η τελευταία οφειλέτρια της πρώτης, δεν αναιρεί την παραδοχή αυτή, καθώς αυτό έγινε περιστασιακά και δεν συνδέεται με τις επίδικες συμβάσεις, ώστε στο πλαίσιο αυτών να μπορούν να προκύψουν χρεώσεις εκ μέρους της πρώτης ανακόπτουσας. Έτσι, δεν ήταν απαραίτητο η καθ’ής να προβεί σε καταγγελία του λογαριασμού αυτού, ώστε να μπορεί να αξιώσει το προκύπτον υπόλοιπό του. Συνεπώς, ο προταθείς με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί τήρησης αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθ’ής, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι ενεργός μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα οι επιμέρους απαιτήσεις της καθ’ής να έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους και να μην μπορούν να επιδιωχθούν δικαστικά, τον οποίο επαναφέρουν με τον πρώτο, δεύτερο αλλά και τέταρτο λόγο της έφεσής τους, κρίνεται ως αβάσιμος.
Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, θα πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της ανακοπής, κατά το οικείο σκέλος του, να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, ήτοι ως προς το, πέραν των 36.146 ευρώ, ποσό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου, που κατέθεσαν κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης τους, και να επιβληθεί σε βάρος της καθ’ής η ανακοπή-εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων τους, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ανάλογα προς την έκταση της νίκης τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 18-9-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../18-9-2019) έφεση των ανακοπτόντων, κατά της υπ’αριθμ. 2447/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκησή της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 3-11-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/3-11-2014) ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’αριθμ. ………../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος υπερβαίνει το ποσό των 36.146 (τριάντα έξι χιλιάδων εκατόν σαράντα έξι) ευρώ, ποσό.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ής μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 24 -11-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ