ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Πρόσθετος λόγος έφεσης-Διακοπή της παραγραφής εργατικών αξιώσεων με άσκηση αγωγής-άσκηση μεταγενέστερα νέας αγωγής για τις ίδιες αξιώσεις με διαφορετική ιστορική και νομική αιτία
Αριθμός απόφασης
701/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 5-2-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./6-2-2019) έφεση του ενάγοντος, όπως αυτή μεταγενέστερα διευρύνθηκε με τον πρόσθετο λόγο που ασκήθηκε με το από 20-12-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../20-12-2019), ιδιαίτερο δικόγραφο, ως ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 59/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών- διαφορών, και απέρριψε εν όλω την από 29-12-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017) αγωγή του περί καταβολής οφειλόμενων διαφορών αποδοχών. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τον εκκαλούντα ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρο 591 παρ 1 περ. ζ΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), ασκήθηκε και ο από 20-12-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../20-12-2019) πρόσθετος λόγος της έφεσης αυτής, καθόσον κατατέθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επικυρωμένο αντίγραφό του επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εμπρόθεσμα στις 30-12-2019 (σχετ. η υπ’αριθμ. …………/30-2-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….). Επομένως, πρέπει η έφεση και ο συνεκδικαζόμενος με αυτήν, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του [ΕφΑθ 539/2019, ΕφΑθ (Μον) 24/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], πρόσθετος λόγος της, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων ισχυρίστηκε με την αγωγή του, ότι προσελήφθη στις 10-12-2010 από την εναγομένη, ναυτική εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση και εκμετάλλευση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως ελασματουργός, για τις ανάγκες επισκευής του πλοίου Τ/Ρ «Ν» στην Κω και ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του κατά τα επικαλούμενα χρονικά διαστήματα, αντί του συμφωνηθέντος ημερομισθίου των 30 ευρώ. Ακολούθως, επικαλούμενος μη καταβολή του συνόλου των δεδουλευμένων αποδοχών του, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 55.528,84 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, για διαφορές αποδοχών, αναλογία δώρου Χριστουγέννων, αναλογία αποζημίωσης μη ληφθείσας αδείας και επίδομα αδείας των ετών 2010-2012, και αναλογία δώρου Πάσχα των ετών 2011 και 2012, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένης δεκτής της ένστασης παραγραφής που πρότεινε η εναγομένη (άρθρα 241 § 1, 243 § 3, 247, 250 αρ.17, 251, 253 και 272 § 1 του ΑΚ), μετά την απόρριψη της αντένστασης διακοπής αυτής (άρθρο 261 § 1 του ΑΚ), που πρότεινε ο ενάγων.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων, με τον λόγο της έφεσής του και τον πρόσθετο αυτής λόγο, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητά, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος αποδείξεως ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’επικλήσεως, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγομένης την από 22-3-2013, υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2013 αγωγή του, απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ισχυρίστηκε ότι προσελήφθη από την εναγομένη στις 10-12-2010, δυνάμει προφορικά καταρτισθείσας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως ελασματουργός, στην Κω, για τις ανάγκες επισκευής του πλοίου Τ/Ρ «Ν», σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ για τους εργαζόμενους στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Πειραιά, Αττικής και Νήσων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων περί του οφειλόμενου μισθού του, και ότι, παρ’ότι εργάστηκε κατά τα επικαλούμενα χρονικά διαστήματα και ωράριο, και η εναγομένη όφειλε, κατά τα συμφωνηθέντα, να του καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές πλέον αμοιβής για υπερωρίες και εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, του χρονικού διαστήματος Δεκεμβρίου 2010 έως Μαϊου 2011, Δεκεμβρίου 2011, Μαρτίου έως και Σεπτεμβρίου 2012, αναλογία δώρου Χριστουγέννων, αποζημίωσης μη ληφθείσας αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2010-2012 και αναλογία δώρου Πάσχα των ετών 2011 και 2012, το συνολικό ποσό των 94.466,48 ευρώ, του έχει καταβάλει μόνον το ποσό των 42.800 ευρώ, και εξακολουθεί να του οφείλει τη διαφορά των 51.666,48 ευρώ, την οποία ακολούθως ζητούσε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε τελικώς η υπ’αριθμ. 181/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με το σκεπτικό ότι, ναι μεν η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν εκείνη της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι της σύμβασης έργου, πλην όμως δεν θα μπορούσε αυτή να διέπεται από την από 30-4-2009 Σ.Σ.Ε «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν.Πειραιά-Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα Ναυπηγεία Ελευσίνας-Σκαραμαγκά», που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’αριθμ. 19738/1575/11-6-2009 (ΦΕΚ Β΄1208/19-6-2009) Υπουργική Απόφαση, ούτε εκ του νόμου ούτε συμβατικώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε σχετική συμφωνία των διαδίκων. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, αφού παρήλθε η νόμιμη προθεσμία προσβολής της με έφεση εκ μέρους του ηττηθέντος ενάγοντος (σχετ. η υπ’αριθμ. …. Α΄/13-6-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. σε συνδυασμό με το υπ’αριθμ. …….. πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά περί μη άσκησης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων). Στη συνέχεια ο ενάγων απηύθυνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, την ένδικη αγωγή του σε βάρος της εναγομένης, με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η άσκηση της οποίας ολοκληρώθηκε δια της επιδόσεώς της στην τελευταία στις 5-1-2018 (σχετ. η υπ’αριθμ. …… Α΄/5-1-2018 έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή). Από όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν προκύπτει ότι μεταξύ των παραπάνω αγωγών δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής αιτίας, ώστε να θεωρηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, ότι η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος διεκόπη με την επίδοση της άνω προγενέστερης αγωγής του και ότι αυτή άρχισε εκ νέου μετά την περάτωση της δίκης που ανοίχθηκε επ’αυτής, μη συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής. Και τούτο διότι τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε στην προηγούμενη δίκη και συγκεκριμένα η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί αμοιβής του ενάγοντος σύμφωνα με την οικεία ΣΣΕ των εργαζομένων στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Πειραιά, Αττικής και Νήσων, ώστε να θεμελιωθούν οι αξιώσεις του στις διατάξεις αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 649 του ΑΚ (νομική αιτία), είναι διαφορετικά από αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της διάταξης που πρόκειται να εφαρμοστεί εν προκειμένω, ήτοι η ύπαρξη (διαφορετικής) συμφωνίας αμοιβής του ενάγοντος, με θεμελίωση την υποχρέωση καταβολής αυτής στη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ (ΑΠ 1267/2017, ΑΠ 768/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και, επομένως, ούτε και ταυτότητα νομικής αιτίας υφίσταται. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με τα άρθρα 250 αρ.17, 251 και 253 του ΑΚ, οι ένδικες αξιώσεις, που αφορούν σε μισθούς και άλλες περιοδικώς επαναλαμβανόμενες παροχές από σύμβαση εργασίας, οι οποίες παραγράφονται σε πέντε έτη, με αφετηρία τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο συμπίπτει η γέννηση εκάστης αξίωσης και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, υπέπεσαν στην προβλεπόμενη γι’αυτές από τον νόμο πενταετή παραγραφή, το αργότερο την 1-1-2018. Συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο την παραδεκτώς προταθείσα από την εναγομένη ένσταση παραγραφής, και απορρίπτοντας την αντένσταση διακοπής αυτής, που ο ενάγων πρότεινε και επαναφέρει με τον μοναδικό λόγο της έφεσής του, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 268 του ΑΚ, διότι η αναγνώριση, με την ήδη τελεσίδικη προμνημονευθείσα υπ’αριθμ. 181/2017 απόφαση, ότι η συμβατική σχέση που συνδέει τους διαδίκους είναι εκείνη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν αρκεί για την επιμήκυνση της παραγραφής των πάσης φύσεων αξιώσεων του ενάγοντος που απορρέουν από αυτήν, σε εικοσαετή, καθώς δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή αξίωση αλλά προδικαστικό ζήτημα αυτής. Συνεπώς, ως αβάσιμος ελέγχεται και ο πρόσθετος λόγος της έφεσης.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως, πρέπει η υπό κρίση έφεση και ο πρόσθετος αυτής λόγος να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 § 1 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-2-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/6-2-2019) έφεση του ενάγοντος και τον από 20-12-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./20-12-2019) πρόσθετο αυτής λόγο, κατά της υπ’αριθμ. 59/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν αυτούς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 24-11-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ