Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 629/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

  

Αριθμός Απόφασης:  629/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 08/03/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/12-03-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../12-03-2019 κλήση των εκκαλούντων, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 10/02/2014 και με αριθμ. κατάθ. 213…2014 έφεση, καθώς, όπως προκύπτει από τις με αριθμ. …/22-07-2014 και ../16-4-2019 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ΥΔΔΤ …… {…….} βεβαίωση της από 27/05/2019 επίδοσης του Δικαστικού Επιδότη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Κύπρου ……, το από 06/06/2019 πιστοποιητικό επίδοσης δικογράφων εξωτερικού της ……….., Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, μετά της με αριθμ. ……../2019 αίτησης επίδοσης της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς ως προς την πρώτη των εφεσιβλήτων και τις με αριθμ. …΄/24-06-2014 και  …/4-6-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου . …, ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και την από 08/03/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/12-03-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/12-03-2019 κλήση των εκκαλούντων προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εφεσίβλητες. Οι τελευταίες, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 10/02/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 11/02/2014, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 25/02/2014, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμ. κατάθ. ……./2014, κατά της με αριθμ. 6804/27-12-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 21/10/2013, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 29-4-2013 και με αριθμό κατάθ. ……./2013 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις εφεσίβλητες στις 31-01-2014 και 14-01-2014 αντίστοιχα (βλ. σχετ. με αριθμ. .. Στ/31-1-2014 και …/14-1-2014 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών της Περιφέρειας το Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και Πρωτοδικείου Ρεθύμνου …….. αντίστοιχα) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11/02/2014. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 4 τελ. εδ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015-], η υπό κρίση έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011 και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ του ν. 2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 29-4-2013 αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν, στον Πειραιά, μεταξύ αυτών και του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος ασκούσε τον εφοπλισμό του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ -Ο/Γ πλοίου «EΤ», του οποίου κυρία τυγχάνει η πρώτη εναγομένη, ναυτολογήθηκε έκαστος, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες, υπό τις ειδικότητες που αναφέρονται σε αυτή, σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας που προβλέπονται από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011. Ότι από τη ναυτολόγησή τους εργάσθηκαν συνεχώς στο ως άνω πλοίο μέχρι την 2-4-2013, οπότε οι συμβάσεις εργασίας τους λύθηκαν με καταγγελία από τον Πλοίαρχο. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών τους στο ως άνω πλοίο διατηρούν κατά του δεύτερου εναγομένου απαιτήσεις για δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα έχμασης, αντίτιμο τροφής, υπερωριακή εργασία (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), αναλογία επιδομάτων εορτών, αποζημίωση απόλυσης, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις αναφέρονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσό στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους, εξαιτίας των συνθηκών απολύσεως τους. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, κατά παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, καθώς και με τις προτάσεις, που νόμιμα κατέθεσαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (αρθρ. 223, 224, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 40.271,87€, στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 42.245,51 € και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 40.327,56 € και να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.098,41 €, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 19.058,92 € και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 17.091,84 €, εντόκως νομίμως από την επομένη της καταγγελίας των συμβάσεών τους, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι σε καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 6804/27-12-2013 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 21/10/2013, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού έκρινε, ορθώς, ότι ήταν καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, η οποία ήταν ναυτική και υπαγόταν στο Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1 13, 16 αριθ. 2 και 25 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3A Ν. 2172/1993), ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 46 και 535 παρ 2α Κ.Πολ.Δ, κρινόμενη και αυτεπαγγέλτως στο στάδιο τούτο της δίκης, καθώς το σχετικό ζήτημα ανάγεται στη δημόσια τάξη (βλ. ΑΠ 1241/1977, Δνη 19.92, ΜονΕφΑθ 71/2020 Δημ. Νόμος), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και ότι η εν λόγω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 72, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ., 648 επ., 653, 655, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.5.2/01/2011 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1070/2011) Υ.Α. και ίσχυε κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων των εναγόντων, τους όρους των οποίων ρύθμιζε υποχρεωτικώς (ΑΠ 153/2004 ΕΝΔ 32.110, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝΔ 33.429, ΕφΠειρ 307/2005 ΕΝΔ 33.82, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος), πλην του κονδυλίου, που αφορά στο επίδομα έχμασης, το οποίο ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αόριστο, καθώς, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 30 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «…1. Στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος, που ασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή ως ακολούθως: α. Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κλ.π.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,65 Ευρώ. β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,11 Ευρώ. γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 0,47 Ευρώ και για κάθε δίκυκλο 0,22 Ευρώ. 2. Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε καθένα από αυτούς», στην προκειμένη περίπτωση δεν προσδιορίζεται ο αριθμός των οχημάτων και το είδος αυτών (φορτηγά συρόμενα ή επικαθήμενα, κάθε άλλο φορτηγό, επιβατηγό ή δίκυκλα), ούτε ο αριθμός των μελών του πληρώματος, που απασχολούνταν με τη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, ώστε να προκύψει το αιτούμενο από τους ενάγοντες ποσό. Εν συνεχεία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρον έκαστο, τη μεν πρώτη περιορισμένως, δια του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του, ως κυρία αυτού, το δε δεύτερο απεριορίστως, ως εφοπλιστή αυτού, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (2.955,19 ευρώ), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων «τετρακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (4.445,94 ευρώ), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και τριών λεπτών (2.429,03 ευρώ), εντόκως νομίμως από την ημέρα λύσεως των συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτών, ήτοι από την 2-4-2013, αναγνώρισε δε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστος, η μεν πρώτη περιορισμένως, δια του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του ως κυρία αυτού, ο δε δεύτερος απεριορίστως ως εφοπλιστής αυτού, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν πέντε ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.105,67 €), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (4.596,42 €), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (2.579,51 €), εντόκως νομίμως από την ημέρα λύσεως των συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτών, ήτοι από την 2-4-2013 και καταδίκασε τους εναγόμενους σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, το οποίο όρισε στο ποσόν των πεντακοσίων ευρώ (500 €). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τ’ αναφερόμενα στην έφεσή τους κεφάλαια και να γίνει δεκτή, ως προς αυτά, η ως άνω αγωγή τους.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι, ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 436/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 110/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 259/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 114/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 231/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 740/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 809/2014 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 365 επ., 393 επ.). Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ιδίου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθ. 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., εφοπλιστής είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία, πάντως, δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση), με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012, 39). Η εκμετάλλευση μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κλπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση ν’ ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση, που συγκροτεί το πλοίο, και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 5/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 479/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρο 105 ΚΙΝΔ “ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν”. Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ` αυτού, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι` ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 740/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 401 επ.), είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε περίπτωση, ποιος πραγματικά έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλ. ο κύριος αυτού ή τρίτος, οπότε υφίσταται εφοπλισμός (ΑΠ 776/2010 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ό.π., ΑΠ 776/2010 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 740/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 413). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης, που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου, είναι μόνον ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις, που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α΄ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι ο εφοπλιστής ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες, που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτελέσεως των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος (άρθρο 53  του ΚΙΝΔ), από δε τη διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, παράλληλα με εκείνον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι` αυτές. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84 εδ. β`, 86, 105, 106 του ΚΙΝΔ, 914 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα (προστηθέντες), κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, όταν η αδικοπραξία βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτήν (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 1549/2006 ό.π., ΜονΕφΠειρ 102/2015 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς, που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διαγνώσεώς της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, I, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129, ΜονΕφΑθ 71/2020 Δημ. Νόμος) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων, που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο, με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας, ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου, αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, 1, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον ΚΠολΔ, 2005, σελ. 29, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξεως κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσεως της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573], ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.), που, άλλως, θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Δ 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών, που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές, συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο, αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους, αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων, που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238], ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Ενόψει του ότι, για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, Δημ. Νόμος, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319], ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ. 442/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ. 228/2014 Δημ. Νόμος). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος I, 1996, σελ. 45 επομ. [57], ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Ειδικότερα, από το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 6 και 9 β` του ν. 2172/1993, προκύπτουν τα εξής: Για την υπαγόμενη στην καθ` ύλην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων πρωτοβάθμια δίκη επί ναυτικών διαφορών, συνιστάται ειδικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, με περιφέρεια εκείνη του Νομού Αττικής, το οποίο και καθίσταται καθ` ύλην αρμόδιο γι` αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ` ύλην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών καταργείται, για δε τη δευτεροβάθμια δίκη συνιστάται ειδικό τμήμα στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο και καθίσταται καθ` ύλην αρμόδιο γι` αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ` ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών, επίσης, καταργείται. Ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς ασκούνται υποχρεωτικά και εισάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών αυτού και οι εφέσεις που αφορούν ναυτική διαφορά για την οποία εκδόθηκε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 51 του ν. 2172/1993 (ΑΠ 1602/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 71/2020 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του ίδιου νόμου, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 743/2014 Δημ. Νόμος). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι ναυτική η διαφορά, που πηγάζει από την παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας σε πλοίο (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΑΠ 1285/2006, ό.π., ΕφΠειρ 499/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 289/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 743/2014 ό.π.), ενώ, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), προκύπτει ότι, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων. Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει, όμως, συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΑΠ 1285/2006 ό.π., ΑΠ 1643/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1252/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 545/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 499/2011 ό.π., ΕφΠειρ 289/2011 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 743/2014 ό.π.), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = Δνη 2013/1651, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π.). Με βάση τα ανωτέρω δεν θεωρείται ναυτική αλλά χερσαία η εργασία, που παρέχει το πρόσωπο, που αναλαμβάνει με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή τη φύλαξη ή τη συντήρηση παροπλισμένου πλοίου (ΑΠ 1285/2006 ό.π., ΑΠ 271/2006, Δημ. Νόμος, ΑΠ 55/2004, ΧρΙΔ 2004/440 = Ε7 2006/1682, ΑΠ 904/1987, ΕΝαυτΔ 1987/445 = ΝοΒ 36/1218, ΕφΠειρ. 929/2001, ΠειρΝομ 2002/36 = ΕΝαυτΔ 2002/15, όπου και παρατηρήσεις Αθ. Μαρκάκη, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΕφΑθ 3630/1988, ΑρχΝ 1988/726, ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 53, αρ. 4.2.1., σελ. 300, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 120 και 122, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 2, σελ. 6, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [457]). Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό απασχολούταν προηγουμένως στο πλοίο ως ναυτικός και ανέλαβε τη φύλαξή του μετά τον παροπλισμό του, εφόσον από το χρονικό εκείνο σημείο και εφεξής δεν υπάρχει πλήρωμα ούτε ναυτική αποστολή του πλοίου (ΑΠ 1400/1986, ΕΕΔ 1987/634, ΑΠ 224/1975, ΕΕΔ 1975/809, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΕφΠειρ. 361/1998, αδημ., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., Β. Σαξώνης, Η διάκριση της ναυτικής από τη χερσαία εργασία κατά την απασχόληση σε πλοίο, σε ΝαυτΔνη 1/5 επομ. [11]). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔνη 1995.131, ΑΠ 991/1983 ΕλλΔνη 1984.346, ΕφΠειρ 545/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 446/2009 ΕΝΔ 37.281, ΕφΠειρ 869/2007 ΕΝΔ 35.387, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 33.432, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π.) και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.).

Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). ΄Αλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές, που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός, και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕΦΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009 ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 670/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 648 Α.Κ., ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας, που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους, που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 Α.Κ., που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση, που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Όμως, το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι` αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 145/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 670/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 653/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009). Υπό την επίκληση όμως της οικονομικής δυσπραγίας, που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση και μάλιστα όταν αυτή διαρκεί για σημαντικό διάστημα, δεν μπορεί ν` αξιωθεί από τον εργαζόμενο να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του επί σειρά μηνών, χωρίς να του καταβάλλονται οι αποδοχές του, που συνήθως αποτελούν το μοναδικό πόρο βιοπορισμού αυτού και της οικογένειάς του, αφού υπό την εκδοχή αυτή το μισθολογικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα μετακυλιόταν σε βάρος του εργαζόμενου. Ο εργοδότης οφείλει στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες, προκειμένου να προβεί στη μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησής του και ειδικότερα του μισθολογικού, στην περίπτωση, που αυτό είναι ο αποφασιστικός παράγων για διαδοχικές ζημιογόνες χρήσεις, περιλαμβανομένων, εφόσον τούτο ήθελε κριθεί αναγκαίο, και των μέτρων εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας ή, τέλος, καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μέρους του προσωπικού της επιχείρησης. Εξ άλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, γ) με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας, όπου περιλαμβάνεται και η λύση αυτής με καταγγελία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της τήρησης των κατά νόμο διατυπώσεων και δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (ΑΠ 145/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 404/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 641/2015 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά [θετική πράξη ή παράλειψη], προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 105/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 87/2000 Δημ. Νόμος). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι με αυτό [άτομο] αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλ., όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 A.K., 25 παρ. 3 Συντάγματος). Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ.2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 A.K.). Οι όροι δηλ. αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως [προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει] (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη, κατά τρόπο, που εκθέτει [μειώνει] τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, εν όψει και του είδους της απασχολήσεως και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου (εργαζομένου) για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ. 2, 59, 299, 932, 926, 927, 71 A.K. σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 A.K.. Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθενται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους [ή λόγο], από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 1186/1990 Δημ. Νόμος). Προκειμένου δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ` όψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης (ΑΠ ολ. 13/1999 ΕλλΔ 40. 753, ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 849/2015, ΑΠ 1114/2013 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Περαιτέρω και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί, οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 εδ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Βερνάρδος, Το Δίκαιο της Ναυτικής Εργασίας, σελ. 99, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος). Δεν αποτελεί, όμως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ` ιδίαν εργασιών, που εκτελέστηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών, που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες, που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σε αυτήν ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες του μήνα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 Δημ. Νόμος, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.), αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΕφΠειρ 901/2002 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Δημ. Νόμος, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος, που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής, που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά, που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό, που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό, που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδ.α του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς, που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος, που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά, όμως, στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1591/2017 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του μισθωτού, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ.18§1 ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας, που θ` απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1591/2017 ό.π., ΑΠ 1775/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2015, 1069/2014, 1322/2010, ΑΠ 1688/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη, που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 και επόμ. του Κ.Πολ.Δ.) επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1385/2015,  ΑΠ 24/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή (522 ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος, με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). «Κεφάλαιο» θεωρείται δε η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Τέλος, για την κατά κανόνα νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Αν, όμως, αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποιά πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007, ΤριμΕφΠειρ 466/2020 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 ΔημΙστοσελΕφΠειρ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μ’ επιμέλεια των εναγόντων και την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (άρθρο 417 παρ. 1 ΚΠολΔ), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις υπ’ αριθ. …/13-9-2013 και …./13-9-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των εναγομένων να παραστούν κατά τη λήψη τους, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση από τους διαδίκους, είτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ των εναγόντων και του δευτέρου εναγομένου, μεταφορικού ναυτιλιακού συνεταιρισμού, με έδρα το Ρέθυμνο Κρήτης, ο οποίος από την 23-3-2012 ασκούσε, δυνάμει συμβάσεως ναυλώσεως, τον εφοπλισμό του, υπό σημαία Κύπρου, επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου «EΤ», του οποίου κυρία τυγχάνει η πρώτη εναγομένη, οι ενάγοντες προσελήφθησαν και ναυτολογήθηκαν, την 21-5-2012 ο πρώτος, την 17-4-2012 ο δεύτερος και την 1η-6-2012 ο τρίτος, επί του ως άνω πλοίου στο λιμένα του Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας, που προβλέπονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011. Ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια απασχόλησης των εναγόντων στο προαναφερθέν πλοίο ίσχυε η από 31-03-2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011) απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τους διαδίκους. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς, που αφορά, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. ΄Οπως διευκρινίζεται δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή (αμειβόμενη ως υπερωριακή εργασία των καθημερινών) είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 900/2005, ΕφΠειρ 740/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ήτοι την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, τη 15η Αυγούστου, τη 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από τα σχετικά άρθρα της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε.. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5). Επίσης η υπερωριακή εργασία, που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2). Σύμφωνα με την ως άνω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε 254,76 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε 19,21 ευρώ την ημέρα ή 576,30 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 35,22 ευρώ και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,13 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 ευρώ ο μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ το επίδομα Κυριακών) : 22 + 19,21 ευρώ το αντίτιμο τροφής] Χ 5 ημέρες (ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Σημειώνεται ότι οι νομικοί κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις των ναυτικών είναι ειδικοί και για το λόγο αυτό επικρατούν απέναντι στους σχετικά γενικότερους ειδικούς κανόνες του εργατικού δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις ναυτικής εργασίας συμπληρωματικώς και επικουρικώς, δηλαδή μόνο για την κάλυψη των κενών του ναυτεργατικού δικαίου (Ι. Καποδίστριας, σε ΕρμΑΚ, εισαγ. στα άρθρα 648 – 680, αρ. 59, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, αρ. 131, σελ. 143, βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 86/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, από την έναρξη των συμβάσεών τους παρέμειναν στο πλοίο ως μέλη συγκροτημένου πληρώματος (του ελάχιστου απαιτουμένου), λόγω της προσωρινής ακινητοποιήσεώς του για επισκευές, προς συνέχιση, μετά από αυτές, των πλόων του, και ασκούσαν τα καθήκοντά τους σ’ αυτό, αναμένοντας, μετά το πέρας των επισκευών, τη συνέχιση των πλόων του, σύμφωνα με υποχρέωση, την οποία αυτοί είχαν αναλάβει με βάση τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τους, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί είχαν προσληφθεί, από το δεύτερο εναγόμενο, για να προσφέρουν χερσαίας φύσεως εργασία σε παροπλισμένο πλοίο, και μόνο για όσο χρόνο θα ήταν αυτό προσδεμένο για επισκευές, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός αυτός. Συνεπώς, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα και σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, οι ενάγοντες, έστω και αν δεν παρείχαν, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, που το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο, αμιγή ναυτική εργασία, θεωρούνται ναυτικοί και οι συμβάσεις τους έχουν ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του δευτέρου των εναγομένων, που προβλήθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι οι ενάγοντες ναυτολογήθηκαν επί του ως άνω πλοίου την 4-7-2012 και ότι η εργασία, που παρείχαν πριν τη ναυτολόγησή τους, δεν ήταν ναυτική εργασία, αλλά χερσαία, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, κατά το μη προσβαλλόμενο αυτής κεφάλαιο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε την εκμετάλλευση του πλοίου και προ του ως άνω χρονικού σημείου και ήδη από την 23-3-2012, απορριπτομένου ως αβασίμου, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, κατά το μη προσβαλλόμενο αυτής κεφάλαιο, του ισχυρισμού του δευτέρου των εναγομένων, που προβλήθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι, για τις προ της 22-6-2012 αξιώσεις των εναγόντων, δεν ευθύνεται ως εργοδότης ο ίδιος, αλλά η πρώτη εναγομένη, διότι άρχισε την εκμετάλλευση του πλοίου από 22-6-2012, οπότε παρέδωσε η τελευταία σε αυτόν το ως άνω πλοίο. Σημειώνεται ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου, που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος ευθύνεται παράλληλα με τον πρώτο, αλλά μόνο δια του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία, όμως, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού. Ο δε τελευταίος είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επί του ως άνω πλοίου εκτελούνταν εργασίες επισκευής μέχρι την 22-7-2012. Ακολούθως, από την 22-7-2012 το πλοίο ξεκίνησε τους πλόες, εκτελώντας καθημερινά το τακτικό δρομολόγιο της ακτοπλοϊκής γραμμής Πειραιάς – Ρέθυμνο, και αντιστρόφως, με καθημερινές αναχωρήσεις από κάθε λιμάνι, περί ώρα 21:00, και καθημερινές αφίξεις σε κάθε λιμάνι, περί ώρα 6:00, ήτοι το πλοίο ήταν καθημερινά εν πλω περί τις εννέα ώρες, μέχρι την 23-9-2012, που διέκοψε τους πλόες λόγω βλάβης και παρέμεινε δεμένο στο λιμάνι του Νέου Μώλου Δραπετσώνας Πειραιά. Σημειώνεται ότι, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝΔ 2012.19, ΕφΠειρ 34/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 111/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 540/2006 ΕΝΔ 2006.363, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Εξάλλου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη, η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς, που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή, που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝΔ 2012.107, ΕφΠειρ 34/2008 ό.π., ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (ΑΠ 259/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι έκαστος των εναγόντων, από το χρόνο προσλήψεώς του, παρείχε την εργασία του επί του ως άνω πλοίου μέχρι την 2-­4-2013, όταν και η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους. ΄Οπως αποδείχθηκε, όμως, ο τρίτος ενάγων την 6-11-2012 και οι λοιποί την 28-11-2012 προέβησαν σε επίσχεση της υπ’ αυτών παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη εκ μέρους του δευτέρου εναγόμενου εκπληρώσεως της έναντι αυτών υποχρεώσεως προς καταβολή του συνόλου των νομίμων αποδοχών τους, την οποία γνωστοποίησαν στο δεύτερο εναγόμενο την 27-11-2012. Αλλά και μετά την επίσχεση εργασίας ο δεύτερος εναγόμενος εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει τις έναντι αυτών συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως αυτές κατωτέρω ειδικώς αναλύονται, με αποτέλεσμα έτσι να καταστεί υπερήμερος. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι από την πρόσληψη τους παρείχαν καθημερινά εργασία 12 ωρών. Ωστόσο: α) για το χρονικό διάστημα, που γίνονταν επισκευές, μέχρι την έναρξη των πλοών του πλοίου, αλλά και για το χρονικό διάστημα, που το πλοίο διέκοψε τους πλόες λόγω βλάβης, οι ενάγοντες δεν προσκομίζουν ούτε προσάγουν κανένα αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να αποδεικνύεται ο ισχυρισμός τους αυτός, β) για το χρονικό διάστημα, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, δεδομένων: 1) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν, κατά την απασχόληση των εναγόντων επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε το εν λόγω δρομολόγιο χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς και, συνεπώς, χωρίς συνεχείς επιβιβάσεις και αποβιβάσεις μέχρι την άφιξη στον προορισμό του, 2) της χρονικής περιόδου, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, ήτοι αμέσως μετά τις εκτεταμένες επισκευές, που έγιναν επ’ αυτού και 3) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης των εναγόντων, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι οι ενάγοντες για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, εργάζονταν πέραν της κανονικής 8ωρης απασχόλησής τους και υπερωριακώς και συνολικά κατά μέσον όρο επί 9 ώρες ημερησίως. Συνεπώς, δικαιούνται: 1) ο πρώτος: α) για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των [μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 € και συνολικά 1.865,10 € και για τους 10,4 μήνες της εργασίας του το ποσό των 19.397,04 €, β) για τροφοδοσία του χρονικού διαστήματος από 21-5-2012 έως 23-6-2012 το ποσό των (19,21 € X 33 ημέρες) 633,93 €, γ) για παροχή υπερωριακής εργασίας για τις 8 καθημερινές και Κυριακές του Ιουλίου, 26 του Αυγούστου, 19 του Σεπτεμβρίου, το ποσό των (53 ημέρες X 1 ώρα υπερωριακής εργασίας X 8,38 € αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 444,14 € και για 9 Σάββατα και τις 2 αργίες του χρονικού διαστήματος από 22-7-2013 έως 23-9-2013 το ποσό των (11 X 9 ώρες X 10,05 €) 994,95 € και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 21.470,06 €, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί, το ποσό των 3.015,50 €, καθώς επίσης και το ποσό των 13.992,94 €, με την παράδοση σε αυτόν του υπ’ αριθμ. ………./2-4-2013 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο παρέλαβε προς εξόφληση μέρους των δικαιούμενων αποδοχών του, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας, που εξετάστηκε μ’ επιμέλειά του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, συνεπώς, δικαιούται το ποσό των 4.461,62 €, 2) ο δεύτερος: α) για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των: μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 € και συνολικά 1.865,10 € και για τους 11,5 μήνες της εργασίας του 21.448,65 €, β) για τροφοδοσία του χρονικού διαστήματος από 17-4-2012 έως 23-6-2012 το ποσό των (19,21 € X 66 ημέρες) 1.267,86 €, γ) για παροχή υπερωριακής εργασίας για τις 8 καθημερινές και Κυριακές του Ιουλίου, 26 του Αυγούστου, 19 του Σεπτεμβρίου το ποσόν των (53 ημέρες X 1 ώρα υπερωριακής εργασίας X 8,38 € αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 444,14 € και για 9 Σάββατα και τις 2 αργίες του χρονικού διαστήματος από 22-7-2013 έως 23-9-2013 το ποσό των (11 X 9 ώρες X 10,05 €) 994,95 € και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 24.155,60 €, έναντι του οποίου έλαβε όπως ο ίδιος συνομολογεί το ποσό των 3.315,50 €, καθώς, επίσης, και το ποσό των 13.857,73 €, με την παράδοση σε αυτόν του υπ’ αριθμ. …………../2-4-2013 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο παρέλαβε προς εξόφληση μέρους των δικαιούμενων αποδοχών του, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας, που εξετάστηκε μ’ επιμέλειά του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, συνεπώς, δικαιούται το ποσό των 6.982,37 €, 3) ο τρίτος: α) για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των: μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 € και συνολικά 1.865,10 € και για τους 10 μήνες της εργασίας του 18.651 €, β) για τροφοδοσία του χρονικού διαστήματος από 1-6-2012 έως 23-6-2012 το ποσό των (19,21 € X 23 ημέρες) 441,23 €, γ) για παροχή υπερωριακής εργασίας για τις 8 καθημερινές και Κυριακές του Ιουλίου, 26 του Αυγούστου, 19 του Σεπτεμβρίου το ποσόν των (53 ημέρες X 1 ώρα υπερωριακής εργασίας X 8,38 € αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 444,14 € και για 9 Σάββατα και τις 2 αργίες του χρονικού διαστήματος από 22-7-2013 έως 23-9-2013 το ποσό των (11 X 9 ώρες X 10,05 €) 994,95 € και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 20.531,32 €, έναντι του οποίου έλαβε όπως ο ίδιος συνομολογεί το ποσό των 2.100 €, καθώς, επίσης, και το ποσό των 15.108,94 €, με την παράδοση σε αυτόν του υπ’ αριθμ. …………./2-4-2013 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο παρέλαβε προς εξόφληση μέρους των δικαιούμενων αποδοχών του, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας, που εξετάστηκε μ’ επιμέλειά του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, συνεπώς, δικαιούται το ποσό των 3.322,38 ευρώ. Σημειώνεται, επίσης, ότι, αναφορά περί κλειστού μισθού έγινε από τους ενάγοντες το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των εναγόντων και του δευτέρου εναγομένου συμφωνήθηκε οι ενάγοντες να λαμβάνουν «κλειστό» μισθό, δηλαδή ένα πάγιο μηνιαίο αντάλλαγμα της εργασίας τους, το οποίο θα κάλυπτε το σύνολο των παροχών, που εδικαιούντο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την οικεία ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των οποίων και οι αμοιβές τους για υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών και επιδόματα εορτών. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ορίστηκε ότι «Ι. Στα πληρώματα των πλοίων…καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών.». Από το συνδυασμό της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ’ αρ. 70109/8008/82 Υ.Α (Εμπ.Ναυτ.) «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουάριου 1982) προκύπτει ότι, οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουάριου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουάριου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009.102, ΕφΠειρ 34/2008 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένων άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών, καθώς συγκαταλέγεται στη βασική έννοια του «μισθού», διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΕφΠειρ 562/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝΔ 2011.97, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ 2009.273, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.) και του επιδόματος άγονης γραμμής του άρθρου 7 της πιο πάνω Σ.Σ.Ε (ΕφΠειρ 343/2009 αδημ., ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.), ενώ στις τακτικές αποδοχές δεν συγκαταλέγεται η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια «ΕΞΠΡΕΣ», αφού αυτή, μη καταβαλλόμενη σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΕφΠειρ 177/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 46/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 2003.123, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π. & πρβλ. ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008.290), καθώς και το επίδομα ιματισμού (ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.), όπως αναφέρεται κατωτέρω. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., το πλήρωμα του πλοίου αποτελείται από τους αξιωματικούς και το κατώτερο πλήρωμα, ενώ ρητά ορίζεται ότι στους αξιωματικούς γενικών υπηρεσιών υπάγεται μόνο ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Συνεπώς, η ειδικότητα του ναύτη κατατάσσεται στο κατώτερο πλήρωμα, στο οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε., καταβάλλεται, πλέον του μισθού, και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού, που πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 20 της αυτής Σ.Σ.Ν.Ε., να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 506/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Πλην, όμως, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως άνω συλλογικής συμβάσεως επίδομα ιματισμού, το οποίο δικαιούνται οι ναυτικοί, που αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και, συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΕφΠειρ 53/2013, ΜονΕφΠειρ 661/2012, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 500/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 54/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝΔ 2011.262, ΕφΠειρ 723/2010 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ. 283/2009 ΕΝΔ 37.102, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π., ΜονΕφΠειρ 434/2013 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, δικαιούνται ο πρώτος ενάγων: α) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 21-5-2012 έως 31-12-2012, το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2.441,40 X 2/25 για κάθε δεκαεννεαήμερο εργασίας X 225/19 δεκαεννεαήμερα) 2.312,90 €, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.800 €, όπως ο ίδιος συνομολογεί και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού 512,90 €, β) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2013, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1-1-­2013 έως 2-4-2013 το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2441,40 € X 1/2 X 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας X 92/8 οκταήμερα] 935,87 €, 2) ο δεύτερος ενάγων: α) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2012, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 17-4-2012 έως 30-4-­2012, το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2.441,40 € X 1/2 X 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας X 13/8 οκταήμερα] 132,24 €, β) για δώρο Χριστουγέννων 2012, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1-5-2012 έως 31-12-2012, το ποσό των [(μισθός ενέργειας 157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2.441,40 €, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.600 €, όπως ο ίδιος συνομολογεί και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού 841,40 ευρώ, γ) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2013, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1-1-2013 έως 2-4-2013, το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2441,40 € X 1/2 X 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας X 92/8 οκταήμερα] 935,87 €, 3) ο τρίτος ενάγων: α) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012 , δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1-6-2012 έως 31­-12-2012, το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2.441,40 X 2/25 για κάθε δεκαεννεαήμερο εργασίας X 214/19 δεκαεννεαήμερα) 2.199,82 €, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.600, όπως ο ίδιος συνομολογεί και συνεπώς δικαιούται τη διάφορά ποσού 599,82 €, β) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2013, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1-1-2013 έως 2-4-2013 το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2441,40 € X 1/2 X 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας X 92/8 οκταήμερα] 935,87 €. Περαιτέρω, έκαστος των εναγόντων δικαιούται, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των [(μισθός ενέργειας 1.157,99 €, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 €, επίδομα αδείας 321,08 €, τροφοδοσία αδείας 96,05 €, τροφοδοσία 576,30 € και συνολικά) 2.441,40 € : 30 X 22 ημέρες] 1.790,36 €. Έναντι του ως άνω ποσού (για αποζημίωση απόλυσης), όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, καταβλήθηκε: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.639,88 € και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού 150,48 €, β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.639,88 € και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού 150,48 €, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 1.639,88 € και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού 150,48 ευρώ, με την παράδοση σε αυτούς των υπ’ αριθμ. ………….. γραμματίων σύστασης παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα οποία οι ενάγοντες παρέλαβαν προς εξόφληση μέρους των δικαιούμενων αποδοχών τους, όπως κατέθεσε και ο μάρτυράς τους, ο οποίος εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι επί των ως άνω μηναίων αποδοχών των εναγόντων, δεν υπολογίζεται: α) το επίδομα ιματισμού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, β) αμοιβή για υπερωριακή εργασία, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, κατά την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα οι ενάγοντες δεν δικαιούντο αμοιβής για υπερωριακή απασχόλησή, γ) το επίδομα έχμασης, καθώς είναι αόριστος ο υπολογισμός του, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και, επίσης, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων του δευτέρου των εναγομένων, μειωτική της προσωπικότητας των εναγόντων, είτε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ενδίκου συμβάσεως εργασίας είτε στο πλαίσιο της καταγγελίας αυτής. Συνεπώς, το αίτημα περί αναγνωρίσεως οφειλής χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής τους βλάβης, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και, επίσης, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους των εναγόντων ήταν μη νόμιμη και καταχρηστική. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, ως προς το πρώτο σκέλος της μη νομιμότητας της επίσχεσης, διότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν ήταν συνεπής στις ουσιώδεις έναντι των εναγόντων υποχρεώσεις του και, συνεπώς, οι τελευταίοι νομίμως προέβησαν σε επίσχεση εργασίας, καθώς συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας τους, αφού έγινε για την εξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθεσμων αξιώσεών τους κατά του δευτέρου εναγομένου – εργοδότη τους, ενώ σε ό,τι αφορά το σκέλος περί καταχρηστικής άσκησης, κρίνεται, ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων μέχρι την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ήταν μακροχρόνια, χωρίς, μάλιστα, ο δεύτερος εναγόμενος να επικαλείται ή ακόμη περισσότερο ν’ αποδεικνύει, ότι τυγχάνει μολαταύτα αξιόπιστος και αξιόχρεος εργοδότης (ΑΠ 1264/1986 ΔΕΝ 43.50), ώστε να μην διακινδυνεύει η ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων, ούτε, όμως, οι οικονομικές δυσχέρειες του δεύτερου εναγόμενου μπορεί να θεωρηθεί ότι αίρουν την υπερημερία του (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 641/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 404/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 677/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 8629/1990 Δημ. Νόμος, ΝοΒ 39.93, ΕφΑΘ 15077/1988 ΕλλΔνη 31.1048), δεδομένου και του ότι ο δεύτερος εναγόμενος θα μπορούσε ήδη από την ακινητοποίηση του πλοίου να έχει καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων. ΄Αλλωστε, ο δεύτερος εναγόμενος δεν απέδειξε ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων δεν ήταν κακόβουλη και αδικαιολόγητη, με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (ΜονΕφΠειρ 641/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 677/2015 ό.π., πρβλ. ΕφΘεσ 81/2003 Αρμ 2006.369, με παρατηρήσεις Δημ. Σιδέρη), ή επειδή, έστω, πρόκειται για αξιώσεις, που έχουν ανάγκη δικαστικής εκκαθάρισης (ΜονΕφΠειρ 641/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 677/2015 ό.π., πρβλ. και ΕφΛαρ 451/2004), ή έστω ότι η οφειλή των δεδουλευμένων είναι δικαιολογημένη από απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες, τέτοιας έκτασης, που να δικαιολογούν την καθυστερημένη και μη εξολοκλήρου καταβολή των δεδουλευμένων  αποδοχών των εναγόντων, ώστε να αποδειχθεί η καταχρηστικότητα της εκ μέρους των εναγόντων επισχέσεως εργασίας (ΜονΕφΠειρ 641/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 677/2015 ό.π.). Συνεπώς, ο δεύτερος εναγόμενος είχε υποχρέωση, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η υπερημερία του, δηλαδή όσο δεν μεσολάβησε κανένας από τους λόγους παύσης της και όσο δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες αποδοχές, να πληρώσει στους ενάγοντες τις αποδοχές τους σα να εργάζονταν κανονικά (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 641/2015 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ως προς τούτο όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και, επίσης, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον εκάστος, η μεν πρώτη περιορισμένως, δια του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του, ως κυρία αυτού και διατηρούσα την κυριότητα αυτού κατά το χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της υπό κρίση αγωγής, ο δε δεύτερος απεριορίστως, ως εφοπλιστής αυτού: α) να υποχρεωθούν να καταβάλουν: 1) στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(4.461,62 € + 512,90 € + 935,87 €) 5.910,39 € X 1/2] 2.955,19 €, 2) στο δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(6.982,37 € + 132,24 € + 841,40 € + 935,87 €) 8.891,88 € X 1/2] 4.445,94 €, 3) στον τρίτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(3.322,38 € + 599,82 € + 935,87 €) 4.858,07 € X 1/2] 2.429,03 €, για δεδουλευμένες αποδοχές, μισθούς υπερημερίας και επιδόματα εορτών και β) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να καταβάλουν: 1) στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(4.461,62 € + 512,90 € + 935,87 €) 5.910,39 € X 14] 2.955,19 € για τις ως άνω αιτίες και το ποσό των 150,48 € ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 3.105,67 €, 2) στο δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(6.982,37 € + 132,24 € + 841,40 € + 935,87 €) 8.891,88 € X 1/2] 4.445,94 € για τις ως άνω αιτίες και το ποσό των 150,48 € ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 4.596,42 €, 3) στον τρίτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [(3.322,38 € + 599,82 € + 935,87 €) 4.858,07 € X 1/2] 2.429,03 € για τις ως άνω αιτίες και το ποσό των 150,48 € ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 2.579,51 €, εντόκως νομίμως από την ημέρα λύσεως των συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτών, ήτοι από την 2-4­-2013. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρον έκαστο, τη μεν πρώτη εξ αυτών περιορισμένως, δια του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του, ως κυρία αυτού, το δε δεύτερο εξ αυτών απεριορίστως, ως εφοπλιστή αυτού, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (2.955,19 ευρώ), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (4.445,94 ευρώ), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και τριών λεπτών (2.429,03 ευρώ), εντόκως νομίμως από την ημέρα λύσεως των συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτών, ήτοι από την 2-4-2013, αναγνώρισε δε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, η μεν πρώτη περιορισμένως, δια του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του, ως κυρία αυτού, ο δε δεύτερος απεριορίστως, ως εφοπλιστής αυτού, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν πέντε ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.105,67 ευρώ), στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (4.596,42 ευρώ), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (2.579,51 ευρώ), εντόκως νομίμως από την ημέρα λύσεως των συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτών, ήτοι από την 2-4-2013, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και εκτιμήθηκαν ιδίως η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος και η ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου του δευτέρου των εναγομένων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και οι καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στις άνω ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 10/02/2014 και με αριθμ. κατάθ. …./2014 έφεση, κατά της με αριθμ. 6804/27-12-2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων, σε βάρος των εκκαλούντων, δεν συντρέχει, λόγω της ερημοδικίας των εφεσιβλήτων. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους εφεσίβλητους, πρέπει, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 10/02/2014 και με αριθμ. κατάθ. …./2014 έφεση κατά της με αριθμ. 6804/27-12-2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 21/10/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ