Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 735/2018

 Αριθμός    735/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου,  Πρόεδρο Εφετών, ……….., Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα,  Γ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Οι α) από 10.5.2016 και με αριθμό κατάθεσης  ……… και β) από 15.6.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ …….. εφέσεις  κατά της με αριθμό   1824/2015 οριστικής  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε,  αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την τακτική διαδικασία,  έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό τους έχουν προκατατεθεί από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ.Α έφεσης καθώς και από τον εκκαλούντα  της υπό στοιχ.Β έφεσης,  τα  παράβολα συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ για κάθε έφεση αντίστοιχα, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ,  πρέπει οι ως άνω εφέσεις να  συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ως πλήττουσες την ίδια πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές  και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, με την από  5.2.2006 και με αριθμό καταθέσεως …….. αγωγή του που άσκησε κατά του εναγόμενου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως,  νομίμως, διαχώρισε και επέλεξε την ασκηθείσα δια του ως άνω δικογράφου του αγωγή, με την από 10-9-2013 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης δικογράφου …….. κλήση του,  με την οποία επανέφερε αυτή προς συζήτηση, μετά την έκδοση της 5906/2012 απόφασης του ως άνω  Δικαστηρίου,  που διέτασσε το χωρισμό των σωρευόμενων στο αγωγικό δικόγραφο αγωγών (ακύρωση δικαιοπραξιών και αποζημίωσης) εξέθετε  ότι, εξαιτίας της μόνιμης εγκατάστασής του στην …….. και προκειμένου να επιτευχθεί νομική διευθέτηση της περιουσίας, που περιήλθε στον ίδιο και τα υπόλοιπα αδέλφια του, …… και ……… (εναγόμενο), από την κληρονομία που τους κατέλειπε ο πατέρας τους ………. και από δωρεά της μητέρας τους ……….., απέστειλε στον εναγόμενο αδελφό του το ……….. πληρεξούσιο συνταχθέν στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη ………., με το οποίο του έδιδε τις αναγραφόμενες σε αυτό εντολές. Ότι δυνάμει του πληρεξουσίου αυτού, ο εναγόμενος αποδέχθηκε για λογαριασμό του ενάγοντος την κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους και τον αντιπροσώπευσε στη σχετική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομής οριζοντίων ιδιοκτησιών τής κείμενης επί της οδού ……….., στη θέση «Άγιοι Ταξιάρχαι» του Δήμου ……… Αττικής, πολυώροφης οικοδομής. Ότι κατόπιν διανομής που έλαβε χώρα μεταξύ του ιδίου, όπως τον αντιπροσώπευσε ο εναγόμενος, του αδελφού του …………. και της θυγατέρας του εναγομένου …….. ………, στην οποία ο τελευταίος είχε μεταβιβάσει το κληρονομικό του δικαίωμα, ο καθένας έλαβε τα,  ειδικώς αναγραφόμενα στην ως άνω πράξη σύστασης και διανομής, διαμερίσματα, ενώ προς εξίσωση των μεταξύ τους μερίδων ρητώς αναγράφηκε στο διανεμητήριο συμβόλαιο ότι ο ενάγων έλαβε χρηματικές παροχές από τους αντισυμβαλλομένους του. Ότι, αν και μετά την κατάρτιση των αναφερομένων συμβολαιογραφικών πράξεων εξέλιπε κάθε λόγος χρησιμοποίησης του παραπάνω πληρεξουσίου, ο εναγόμενος, προκειμένου να επιτύχει την περιέλευση του διαμερίσματος του Γ ορόφου της πιο πάνω οικοδομής, που έλαβε ο ίδιος (ενάγων) από τη διανομή, στον υιό του ………., παράνομα και αντισυμβατικά, ενεργώντας ως πληρεξούσιος του ενάγοντος, μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή την οριζόντια αυτή ιδιοκτησία στη μητέρα τους ………… δυνάμει του ……….. συμβολαίου της συμβολαιογράφου …. ………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, ενώ στη συνέχεια, η κυρία, πλέον,  του ως άνω διαμερίσματος – μητέρα τους, η οποία απεβίωσε στις 29-1-2004, το μεταβίβασε στον υιό του εναγομένου, λόγω δωρεάς, δυνάμει του ……….. συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένου. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε: α) να απαγγελθεί η ακυρότητα του ……… πληρεξουσίου συνταχθέν στο  Γενικό Προξενείο της Ελλάδος ………., β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του ως άνω ……… συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου …. ………, με το οποίο ο ενάγων, αντιπροσωπευόμενος από τον ως άνω εναγόμενο,  μεταβίβασε λόγω δωρεάς την κυριότητα του επιδίκου διαμερίσματος στην προαναφερόμενη μητέρα των διαδίκων, ……… και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1824/2015 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ειδικότερα, απέρριψε την αγωγή, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου ως προς το αίτημά της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας του προαναφερομένου ………… συμβολαίου δωρεάς, ενώ, κατά τα λοιπά, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, δέχτηκε αυτήν και κατ ουσίαν, κηρύσσοντας άκυρη την πληρεξουσιότητα που δόθηκε στον εναγόμενο από τον ενάγοντα με το με αριθμό ……….. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά το μέρος που δυνάμει αυτής συντάχθηκε το προαναφερόμενο ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο. Κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι, εναγόμενος και ενάγων,   παραπονούνται με τις κρινόμενες ως άνω εφέσεις τους για τους αναφερόμενους σ΄ αυτές λόγους  αιτούμενοι  την εξαφάνισή της ο μεν εκκαλών- εναγόμενος  με σκοπό την εξ ολοκλήρου απόρριψη της σε βάρος του αγωγής, ο δε εκκαλών-ενάγων με σκοπό την εξ ολοκλήρου αποδοχή της.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 160, 211, 216, 217 και 229 Α.Κ. προκύπτει ότι η σύμβαση που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ` υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει, γιατί η υπέρβαση αυτή ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 200 και 281 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος οφείλει να κάνει χρήση της πληρεξουσιότητάς του σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθώς και ότι η άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας υπόκειται στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως του άρθρου 281 Α.Κ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας, όταν οι επιχειρηθείσες από τον αντιπρόσωπο πράξεις εμπίπτουν μεν τυπικά μέσα στα όρια της δοθείσης πληρεξουσιότητας αλλά είναι προφανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή προς το σκοπό, για τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, ώστε να προκύπτει ότι ουδέποτε θα επιχειρούσε την πράξη ο αντιπροσωπευόμενος, την αντίθεση δε αυτή προς το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου και το σκοπό της πληρεξουσιότητας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο τρίτος με τον οποίο συναλλάχθηκε ο πληρεξούσιος. Η από τον πληρεξούσιο με τη δοθείσα πληρεξουσιότητα αλλά κατά κατάχρηση δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση τελούμενη δικαιοπραξία αντίκειται στο νόμο και είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 Α.Κ. (ΑΠ 839/2015, ΑΠ 1600/2013, ΑΠ 986/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 211 του ΑΚ προκύπτει ότι επί της συμβάσεως που καταρτίστηκε με άμεσο αντιπρόσωπο, ο τελευταίος είναι ξένος προς τα αποτελέσματά της, τα οποία επέρχονται υπέρ ή σε βάρος του αντιπροσωπευθέντος. Επομένως, η ακυρότητα της συμβάσεως που επιχειρήθηκε με αντιπρόσωπο εξ οιασδήποτε αιτίας και αν προέρχεται, δηλαδή είτε βάσει γενικών λόγων (λ.χ. αντίθεση στα χρηστά ήθη κλπ.), είτε λόγω ελλείψεων στην εξουσία προς αντιπροσώπευση (παύση πληρεξουσιότητας, υπέρβαση κ.λπ.) δεν αφορά τον αντιπρόσωπο αλλά τον αντιπροσωπευθέντα, επ’ ονόματι του οποίου επιχειρήθηκε η δικαιοπραξία. Διάφορο είναι το θέμα της προσωπικής ευθύνης του αντιπροσώπου έναντι αντιπροσωπευομένου ή του αντι-συμβαλλομένου του τελευταίου, που απορρέει είτε από την εσωτερική σχέση (λ.χ. εντολή) είτε εξ αδικοπραξίας. Ενόψει των ανωτέρω ο αντιπροσωπευόμενος νομιμοποιείται μεν προς έγερση αγωγής αναγνωρίσεως της ακυρότητας ή ανισχύρου συμβάσεως που επιχειρήθηκε επ’ ονόματί του μέσω αντιπροσώπου κατά του αντισυμβληθέντος, λόγω ελλείψεων η ανυπαρξίας της εξουσίας προς αντιπροσώπευση, όχι όμως και έναντι του ξένου προς τα αποτελέσματα της συμβάσεως πληρεξουσίου, κατά του οποίου, έχει ενδεχομένως άλλες αξιώσεις, είτε βάσει της εσωτερικής σχέσεως (λ.χ. εντολής) είτε εξ αδικοπραξίας (λ.χ. απάτης, από την οποία ζημιώθηκε). Επομένως, η αγωγή του φερομένου ως αντιπροσωπευθέντος, με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της σ΄ αυτής αναφερόμενης δικαιοπραξίας βάσει του πληρεξουσίου, λόγω του  ότι ο πληρεξούσιος αυτού  ενήργησε χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις αντιπροσωπεύσεως, καθόσον στρέφεται κατά του πληρεξουσίου, είναι παθητικώς ανομιμοποίητη και ως εκ τούτου απορριπτέα  (ΑΠ 454/1990, ΕφΛαρ 523/2014, ΕφΔωδ 60/2006, 84/2005 και 338/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙΙ. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων) με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως. Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΕφΠειρ 768/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος).Περαιτέρω, κατ άρθρο 526 ΚΠολΔ «είναι απαράδεκτη στην κατ΄ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως…..». Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, η οποία αποτελεί επανάληψη των απαγορεύσεων των άρθρων 223 και 224 ΚΠολΔ στο δεύτερο βαθμό, ο ενάγων είτε ως εκκαλών είτε ως εφεσίβλητος δεν μπορεί να μεταβάλει στο εφετείο την ιστορική βάση της αγωγής του με την προσθήκη νέων γεγονότων, ήτοι να επικαλεσθεί για πρώτη φορά με το δικόγραφο της εφέσεως περιστατικά, που δεν επικαλέστηκε με την αγωγή και συγκεκριμένα να στηρίξει για πρώτη φορά στο εφετείο παθητική νομιμοποίηση του εναγόμενου βάσει άλλης, από αυτήν που αναφέρει στο αγωγικό δικόγραφο, έννομης σχέσης (ΑΠ 612/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος, Χ.Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ΄ ΄Αρθρο Ερμηνεία, τόμος Ι, 4η έκδοση, Αρθρο 526, σελ.1321-1322).

ΙV. Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 επ., 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά, κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.258/2010). Και έχει μεν το δικαστήριο υποχρέωση να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Α.Π.259/2014, Α.Π.213/2014, Α.Π.209/2014, Α.Π.218/2013, Α.Π.104/2013, Α.Π.54/2013, Α.Π.157/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.  Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π.103/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 87/2013, ΑΠ.49/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ανταπόδειξης (ο ενάγων δεν εξέτασε πρωτόδικα μάρτυρα) που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται  στα μετ΄ επικλήσεως προσκομιζόμενα  από τους διαδίκους πρακτικά της με αριθμό 5906/2012 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε, κατά τα προαναφερόμενα,  το χωρισμό των σωρευόμενων στο αγωγικό δικόγραφο αγωγών του ενάγοντος, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπ’αριθ ………. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……………, που κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λιβαδειάς, Κωνσταντίνου Κεφάλα, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του αντιδίκου του να παραστεί σ΄ αυτήν  (βλ. την με αριθμό ……..  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, …………) και από όλα  ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία  με νόμιμη επίκληση  προσκομίζουν οι διάδικοι στην παρούσα έκκλητη δίκη, και λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων (εγγράφων) ειδικώς κατωτέρω αναφέρονται, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πατέρας του ενάγοντος ……….. ., απεβίωσε, χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, την 21-12-1979 και κατέλειπε στους νομίμους κληρονόμους του, τέκνα του (ενάγοντα,  εναγόμενο και …… …….), το ποσοστό του (3/6 εξ αδιαιρέτου), αφού η σύζυγός του ………, το γένος ………., αποποιήθηκε την επαχθείσα σ’αυτήν κληρονομία του, μίας πολυώροφης οικοδομής, που κείται επί οικοπέδου στη θέση «ΑΓΙΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΑΙ» στον …….., της περιφέρειας του Δήμου …………, εντός του σχεδίου πόλεως του Δήμου … και επί της οδού …. αρ. ….., επιφανείας 180 τ.μ., την οποία είχε αποκτήσει από αγορά δυνάμει του …….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου. Το υπόλοιπο ποσοστό αυτής (3/6 εξ αδιαιρέτου) είχε περιέλθει στη μητέρα των διαδίκων, ………, από αγορά, με το ίδιο παραπάνω συμβόλαιο. Το ποσοστό της, όμως, αυτό η  ………., μεταβίβασε με δωρεά εν ζωή στα τέκνα της (ενάγοντα,  εναγόμενο και …….), σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, με το ………. δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. ………., νόμιμα μεταγεγραμμένο. Ο ενάγων, ο οποίος ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην …….., προκειμένου να αποκτήσει νόμιμα την κληρονομιαία ακίνητη περιουσία του πατέρα του, ………, και στη συνέχεια να επιτευχθεί νομική διευθέτηση αυτής με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομή αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών μεταξύ των αδελφών, απέστειλε στον εναγόμενο – αδελφό του το …… πληρεξούσιο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος …… Με το πληρεξούσιο αυτό έδιδε στον εναγόμενο, μεταξύ άλλων, και τις κάτωθι εντολές: Α) Να τον εκπροσωπεί σε οποιαδήποτε οικονομική εφορία και δημόσιο ταμείο, σε οποιαδήποτε υπόθεσή του. Να υπογράφει και καταθέτει φορολογικές δηλώσεις οποιουδήποτε περιεχομένου…………, Β) Να αποδέχεται για λογαριασμό του οποιαδήποτε κληρονομιά ή κληροδοσία που περιήλθε σ’ αυτόν από τον ………, που απεβίωσε στην Αθήνα στις 21-12-1979, από οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία και αν αποτελείται. Να υπογράφει τη σχετική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, να δηλώνει καθετί το νόμιμο, να υπογράψει και υποβάλει στον αρμόδιο οικονομικό έφορο δήλωση φόρου κληρονομιάς ……., Γ) Να προβαίνει σε διανομή ακινήτου περιουσίας, δικαστική ή εξώδικο, να υπογράφει ιδιωτικά συμφωνητικά, προσύμφωνα και οριστικά συμβόλαια διανομής ακινήτων και για το σκοπό αυτό να πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάζει και παραδίδει σε οποιονδήποτε, με οποιοδήποτε τίμημα και με όρους και συμφωνίες της απολύτου εγκρίσεώς του ακίνητα ή ποσοστά αυτών εξ αδιαιρέτου εκ της διανεμομένης περιουσίας που ανήκουν στον εντολέα. Επίσης, να προβαίνει σε ανταλλαγή ακινήτων του εντολέα με οποιαδήποτε άλλα ακίνητα. Δ) Να πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάζει και παραδίδει σε οποιονδήποτε, ακόμα και στον εαυτό του με αυτοσύμβαση (άρθρο 235 ΑΚ) και με οποιοδήποτε όρο και τίμημα και συμφωνίες εγκρίνει, ακίνητα κτήματα, αστικά ή αγροτικά ή οριζόντιες ιδιοκτησίες ή ποσοστά αυτών εξ αδιαιρέτου, που ανήκουν στον εντολέα και συγκεκριμένα το ακίνητο που βρίσκεται στην οδό …….…………, Στ) Να δωρίσει προς την μητέρα του ……. και προς τους αδελφούς του, ………… συμβαλλόμενος και με τον εαυτό του με αυτοσύμβαση κατά τις διατάξεις του άρθρου 235 ΑΚ με δωρεά «εν ζωή» ή «αιτία θανάτου» είτε κατά πλήρη κυριότητα είτε κατά ψιλή κυριότητα είτε κατά την επικαρπία είτε με άτυπη δωρεά που θα συσταθεί προς εξίσωσιν μερίδος από διανομή ή ανταλλαγή ακινήτων, με οποιουσδήποτε όρους και χωρίς αντιπαροχή …. Δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, ο εναγόμενος αποδέχθηκε για λογαριασμό του ενάγοντος την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους με την ……… πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ……. και τον αντιπροσώπευσε στην ……… πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του ιδίου συμβολαιογράφου και διανομής οριζοντίων ιδιοκτησιών που βρίσκονται στην προαναφερόμενη οικοδομή (στον ………. Αττικής). Αντισυμβαλλόμενοι δε στην πιο πάνω πράξη ήταν ο ενάγων δια του πληρεξουσίου του – εναγομένου, ο αδελφός τους, ………… και η θυγατέρα του εναγόμενου …….., στην οποία ο τελευταίος είχε μεταβιβάσει το κληρονομικό του δικαίωμα με γονική παροχή. Σύμφωνα με την παραπάνω μεταξύ τους διανομή, ο ………… έλαβε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το ισόγειο διαμέρισμα, επιφανείας 75,06 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 333/1000 εξ αδιαιρέτου, η …………. έλαβε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το διαμέρισμα του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 98,50 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 333/1000 εξ αδιαιρέτου, και ο ενάγων έλαβε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το διαμέρισμα του δευτέρου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 98,50 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 228/1000 εξ αδιαιρέτου και το διαμέρισμα του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 45,95 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 106/1000 εξ αδιαιρέτου και συνολικό ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 334/1000 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, όπως αναγράφεται στην ίδια παραπάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομής κτισμάτων για την εξίσωση των μερίδων μεταξύ των διανεμόντων συγκυρίων υποβλήθηκαν στη Δ.Ο.Υ. ……… δηλώσεις φόρου δωρεάς εν ζωή σε χρήμα, αντίγραφα των οποίων προσαρτώνται στο παραπάνω συμβόλαιο, από τις οποίες : 1) Η με αριθμό …….. δήλωση έχει δωρήτρια την ………. και δωρεοδόχο τον ……….. (ενάγοντα), αξίας 1.016.615 δραχμών και 2) Η με αριθμό ………. δήλωση έχει δωρητή τον ….. και δωρεοδόχο τον …….. (ενάγοντα), αξίας 4.841.182 δραχμών (βλ.το με αριθμό ……. συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομής κτισμάτων και δη την 15η και 16η σελίδα αυτού). Μολονότι, όμως, μετά την κατάρτιση  των προαναφερόμενων δικαιοπραξιών που ενήργησε ο εναγόμενος, ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος, βάσει του ως άνω πληρεξουσίου, εξέλιπε κάθε λόγος χρησιμοποίησής του, εντούτοις ο εναγόμενος, κάνοντας χρήση του εν λόγω πληρεξουσίου, ήτοι ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος,  μετά την πάροδο έξι ετών από την παραπάνω διανομή, μεταβίβασε λόγω δωρεάς το προαναφερόμενο διαμέρισμα του Γ ορόφου, επιφάνειας 45,95 τμ, στη μητέρα των διαδίκων, …………., με βάση το ………… συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου …. Αττικής, ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ……. Σημειωτέον, ότι, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η δωρεοδόχος, μητέρα των διαδίκων,  διήνυε το 80ο έτος της ηλικίας της. Λίγους, μήνες, μάλιστα αργότερα, η τελευταία μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στον υιό του εναγόμενου, …….., δυνάμει του με αριθμό ………. συμβολαίου της ιδίας παραπάνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Για τις  παραπάνω δικαιοπραξίες, για τις οποίες ο ενάγων είχε πλήρη άγνοια, ενημερώθηκε σχετικά από το δικηγόρο του, όταν μετά το θάνατο της μητέρας των διαδίκων, που έλαβε χώρα, στις 29.1.2004, αποφάσισε να προχωρήσει στην πώληση του εν λόγω διαμερίσματος, που κατά τα προαναφερόμενα ο εναγόμενος-αδελφός του, ενεργώντας ως πληρεξούσιός του, δώρισε στη μητέρα τους, ο  οποίος (δικηγόρος) τον πληροφόρησε ότι το εν λόγω διαμέρισμα δεν ανήκει πλέον στην κυριότητά του, αλλά στην κυριότητα του ως άνω ανιψιού του, με αποτέλεσμα ο ενάγων με την με αριθμό …………  πράξη, που συντάχθηκε ενώπιον του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη ………., ανακάλεσε κάθε εντολή που δόθηκε στον εναγόμενο βάσει του με αριθμό …….. πληρεξουσίου, την οποία (πράξη ανάκλησης) επέδωσε στον τελευταίο στις 2.6.2005 (βλ. την με αριθμό …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..). Ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε πρωτόδικα αλλά και με την ένδικη έφεσή του ότι  η εν λόγω μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου (διαμέρισμα Γ ορόφου) στη μητέρα των διαδίκων, έλαβε χώρα κατόπιν συμφωνίας τους και δη λόγω εξίσωσης των μερίδων τους στην προαναφερθείσα διανομή, αφού ο ενάγων κατ΄ αυτήν  (διανομή) έλαβε μεγαλύτερη μερίδα από τους υπόλοιπους συγκυρίους του προπεριγραφόμενου μείζονος ακινήτου. Τα ως, άνω, όμως, υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο αντίκεινται στην κοινή λογική και ως τούτου τυγχάνουν απορριπτέα, καθότι, αν πράγματι συνέβαινε τούτο (υπήρχε δηλαδή η ως άνω συμφωνία), αφενός μεν δεν θα κατέβαλαν, κατά τα προαναφερόμενα, οι λοιποί συγκύριοι, ……….. και …….. στον ενάγοντα τα προαναφερόμενα  χρηματικά ποσά προς εξίσωση των μερίδων, όπως αναγράφεται στην πράξη διανομής και αφετέρου ο εναγόμενος-πατέρας της ………..  θα επιδίωκε άμεσα τη διευθέτηση της όποιας εκκρεμότητας από τη διανομή και δεν θα άφηνε να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα έξι (6) ετών, αφότου αυτή έλαβε χώρα, προκειμένου να επιτευχθεί η εξίσωση των μερίδων των συμβληθέντων σ’ αυτήν κοινωνών, ως αβασίμως ισχυρίζεται. Ο ισχυρισμός του, εξάλλου, ότι η αναγραφή στην παραπάνω συμβολαιογραφική πράξη διανομής, περί καταβολής στον ενάγοντα προς εξίσωση των μερίδων των προαναφερθέντων ποσών, οφείλεται σε λάθος της συμβολαιογράφου, ενώπιον της οποίας αυτή συνετάχθη, ουδόλως  αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Και ναι μεν πράγματι, όπως αναγράφεται στο ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, ο ενάγων έλαβε στην κυριότητά του δύο διαμερίσματα σε σχέση με τους λοιπούς συμβληθέντες σ αυτό που έλαβαν, κατά τα ανωτέρω, ένα έκαστος, το γεγονός, όμως, αυτό οφείλεται στο ότι ο ενάγων, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, είχε δαπανήσει περισσότερα χρήματα για την ανέγερση της παραπάνω οικοδομής, γι αυτό, εξάλλου, κατέβαλαν οι λοιποί συγκύριοι χρήματα στον ενάγοντα, κατά τα προαναφερόμενα προς εξίσωση των μερίδων. Και ναι μεν με το παραπάνω ………… πληρεξούσιο εξουσιοδοτήθηκε ο εναγόμενος από το ενάγοντα να προβεί σε παρόμοια δωρεά προς τη μητέρα των διαδίκων, μόνο, όμως, «προς εξίσωση μερίδος από διανομή ή ανταλλαγή ακινήτων», περίπτωση, που ουδόλως προέκυψε ότι υφίσταται εν προκειμένω, αφού, κατά τα προαναφερόμενα,  ο ενάγων δεν όφειλε να μεταβιβάσει κάποιο από τα διαμερίσματα,  τα οποία έλαβε προς εξίσωση των μερίδων που διανεμήθηκαν. Αξίζει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη  διανεμητέα  περιουσία των διαδίκων προήλθε, κατά τα προαναφερόμενα, μεταξύ άλλων, μετά από δωρεά της μητέρας των διαδίκων προς αυτούς και ως εκ τούτου δε συνάδει με την κοινή λογική να «δωρίζει» ο ενάγων, δια του εναγόμενου αντιπροσώπου του, στη μητέρα τους ακίνητο που προέκυψε από δική της δωρεά  προς αυτούς. Συνεπώς, με βάση όλα τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας, αποδείχτηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας, που δόθηκε στον εναγόμενο από τον ενάγοντα, με βάση το προαναφερόμενο με αριθμό …………. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, έγινε κατά κατάχρηση του τελευταίου, αφού δεν χρησιμοποιήθηκε απ΄ αυτόν, ως όφειλε, κατά τρόπο, που, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου ενάγοντος, ο οποίος ουδόλως επιθυμούσε να μεταβιβαστεί το επίδικο ακίνητο λόγω δωρεάς στη μητέρα των διαδίκων, αλλά χρησιμοποιήθηκε από τον εναγόμενο, προκειμένου το εν λόγω ακίνητο να περιέλθει, με τον προαναφερόμενο τρόπο, στον υιό του, ………., στερώντας έτσι τον ενάγοντα από το δικαίωμα κυριότητάς του επ΄ αυτού και ως εκ τούτου ο εναγόμενος-αντιπρόσωπος ενήργησε κατά κατάχρηση της εξουσίας αντιπροσώπευσης του ενάγοντος και συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ώστε να  απαγγελθεί η ακυρότητα του με αριθμό …………. πληρεξουσίου εγγράφου, ως νομίμως αλλά και βασίμως αιτήθηκε ο ενάγων με το υπό στοιχ.α αίτημα της αγωγής του.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση,  κατέληξε στα ίδια  ως άνω συμπεράσματα, κηρύσσοντας άκυρο το ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο-εκκαλούντα  της υπό στοιχ.Α έφεσης με τους σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.1-3 κατ ορθή εκτίμηση αυτών) τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από τον ως άνω εκκαλούντα στην κρινόμενη έφεσή του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης που εξετάσθηκε επιμελεία του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα, και τις αιτιολογίες της αποφάσεως συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη  του και την κατάθεση της προαναφερόμενης μάρτυρος  και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό της πόρισμα, χωρίς, να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης υπό στοιχ. ΙV νομικής σκέψης, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον ως άνω εκκαλούντα,  να  κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω.  Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως όλων όσων προαναφέρθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται τα ανωτέρω από τον ως άνω εκκαλούντα,  καθόσον το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφή λόγου της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριφθεί (βλ ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33. 1710,  ΕφΠειρ 609/2015,  ΕφΘεσ/νίκης 1970/2014, ΕφΛαμ.16/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Ορθά, επίσης, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου,  ως προς υπό στοιχ. β αίτημα αυτής,  περί αναγνώρισης της ακυρότητας του με αριθμό ……….. δωρητηρίου συμβολαίου,  δυνάμει του οποίου ο ενάγων, εκπροσωπούμενος σ αυτό από τον εναγόμενο με βάση το με αριθμό ……… συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, μεταβίβασε λόγω δωρεάς το διαμέρισμα του Γ ορόφου στη μητέρα των διαδίκων, κατά τα προαναφερόμενα, αφού, με βάση την υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, όταν ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας  της δικαιοπραξίας, εν προκειμένω της δωρεάς, που ενεργήθηκε κατά κατάχρηση του δοθέντος πληρεξουσίου εγγράφου, ως εν προκειμένω η αγωγή στρέφεται όχι εναντίον του αντιπροσώπου, ως με μόνη την ιδιότητά του αυτή  ενάγεται εν προκειμένω ο εναγόμενος από τον ενάγοντα αλλά εναντίον του αντισυμβληθέντος, ήτοι εν προκειμένω, της δωρεοδόχου, …………. και λόγω του θανάτου αυτής των νομίμων κληρονόμων της. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν μπορεί να μεταβάλει, παραδεκτώς, τη βάση της ένδικης αγωγής στην προκείμενη δευτεροβάθμια δίκη, ισχυριζόμενος το πρώτον σ’ αυτήν ότι επιδιώκει την ικανοποίηση του ως άνω αγωγικού του αιτήματος από τον εναγόμενο, στρεφόμενος κατ αυτού λόγω της  ιδιότητάς του ως νομίμου κληρονόμου της δωρεοδόχου μητέρας τους, αφού μετά το θάνατο της τελευταίας αλλά και του μετέπειτα αποβιώσαντος αδελφού τους, …………, μοναδικοί κληρονόμοι της ως άνω δωρεοδόχου είναι  αυτός και ο εναγόμενος, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής, ουδόλως αναφέρονται τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στο  κρινόμενο δικόγραφο και ως εκ τούτου η επιχειρούμενη  για πρώτη φορά στο εφετείο στήριξη της παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου βάσει άλλης από αυτήν που αναφέρεται  στο αγωγικό δικόγραφο, έννομης σχέσης συνιστά, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ νομικής σκέψης της παρούσας,   απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη μεταβολή της βάσης της αγωγής,  έστω και αν ο αντίδικος συναινεί ( γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω), του απαραδέκτου, μάλιστα, λαμβανομένου υπόψη και  αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Επομένως, ο σχετικός μοναδικός λόγος της κρινόμενης υπό στοιχ.Β έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά συνέπεια, με βάση όλα τα ανωτέρω,  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του,   με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες,  έκανε εν μέρει δεκτή την  αγωγή και ειδικότερα απέρριψε αυτήν, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου ως προς το αίτημά της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας του προαναφερομένου ………….. συμβολαίου δωρεάς, ενώ, κατά τα λοιπά, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, δέχτηκε αυτήν και κατ΄ ουσίαν, κηρύσσοντας άκυρη την πληρεξουσιότητα που δόθηκε στον εναγόμενο από τον ενάγοντα με το με αριθμό ………….. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά το μέρος που δυνάμει αυτής συντάχθηκε το προαναφερόμενο ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο,   δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν, κατά τα προαναφερόμενα, ο εκκαλών με την υπό στοιχ.Α έφεσή του και τους σχετικούς λόγους αυτής,  ως και ο εκκαλών με την υπό στοιχ.Β έφεσή του,  με το μοναδικό  ως άνω λόγο αυτής, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και συνακόλουθα τυγχάνουν απορριπτέες ως ουσία αβάσιμες  οι συνεκδικαζόμενες ως άνω εφέσεις. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ’ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών (ΚΠολΔ 178 και 183),  ενώ, λόγω της ήττας αμφοτέρων των διαδίκων,  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ΄ αυτούς παραβόλου της αντίστοιχης  έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ,  αντιμωλία των διαδίκων, τις αναφερόμενες στο σκεπτικό α) από 10.5.2016 και με αριθμό κατάθεσης  …………. και β) από 15.6.2016 και με αριθμό καταθέσεως ………….. εφέσεις  κατά της με αριθμό 1824/2015 οριστικής  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από  τον εκκαλούντα της υπό στοιχ.Α ως άνω έφεσης ως και από τον εκκαλούντα   της υπό στοιχ.Β έφεσης παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ έκαστο  στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, σε μυστική διάσκεψη, στον Πειραιά,  στις 15 Νοεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 7 Δεκεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ