Αριθμός 710/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η πρώτη από τις κρινόμενες εφέσεις (από 19/04/2017), η οποία (έφεση) κατατέθηκε στις 19/04/2017 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με γεν. αριθμ. καταθ. …../2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 09-01-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2018 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2018, κατά της με αριθμ. 488/13-03-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, επί της από 31/05/2016, με γεν. αριθμ. καταθ. …../06-06-2016 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……./06-06-2016 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τους ηττηθέντες πρώτη και δεύτερο εναγομένους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β΄, 516§1, 517, 518§1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε σ’ αυτούς (δυο πρώτους εκκαλούντες) στις 11 Απριλίου 2017 και η πρώτη από τις κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκε από αυτούς στις 19 Απριλίου 2017 (με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή, αφού, ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 699 ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, η απαγόρευση, όμως, αυτή δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρ. 686 επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, που ορίζει ήδη ως εφαρμοστέα τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τέμνεται οριστικά, κατά τη διαδικασία αυτή, η διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της. Βέβαια με ρητή διάταξη μπορεί και στις υποθέσεις αυτές να αποκλεισθεί η άσκηση ένδικων μέσων, με δεδομένο ότι η άσκησή τους δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση, αφού, ναι μεν το άρθρ. 20§1 του Συντάγματος επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχάς, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας, με την οποία η υπόθεση δικάζεται, ενώ το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ. 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρ. 6§1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε ένδικων μέσων (πρβλ. ΑΠ 1765/2017, ΑΠ 579/2017, ΑΠ 287/2016 δημοσιευμένες στη Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019, ΜονΕφΠειρ 328/2019, ΜονΕφΠειρ 483/2018 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη αυτή (πρώτη) έφεση, κατά το μέρος που ασκείται από τους δυο πρώτους εκκαλούντες, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 239§4 του ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591§7 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.), για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ). Αντίθετα, απ’ την υπ’ αριθμ. ……../15-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Έδεσσας ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη, με επιμέλεια της οποίας συζητείται η κρινόμενη έφεση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ίδιας από 19 Απριλίου 2017 έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 488/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί αγωγής της (εφεσίβλητης) και κατά του τρίτου εκκαλούντος – τετάρτου εναγομένου για αποζημίωση από αδικοπραξία, που περιέχει και τη σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτησή της στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τρίτο εκκαλούντα της πρώτης από τις κρινόμενες εφέσεις (από 19 Απριλίου 2017, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……/2017 του Πρωτοδικείου Πειραιά), πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η παραπάνω έφεση, στο μέρος που ασκείται από αυτόν, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνά της (άρθρο 524§3 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εκκαλών αυτός ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας οριστικής απόφασης, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502§1 και 505 του Κ.Πολ.Δ.).
Εξάλλου, η δεύτερη από τις κρινόμενες εφέσεις, η οποία κατατέθηκε στις 4 Μαΐου 2017 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 4 Μαΐου 2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……/2017, κατά της ίδιας με αριθμ. 488/13-03-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, επί της από 31/05/2016, με γεν. αριθμ. καταθ. …./06-06-2016 και ειδ. αριθμ. καταθ. …./06-06-2016 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον ηττηθέντα τρίτο εναγόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β΄, 516§1, 517, 518§1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 20 Μαρτίου 2017 και η δεύτερη αυτή από τις κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκε στις 19 Απριλίου 2017 (με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα για την πρώτη έφεση και, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη αυτή δεύτερη έφεση πρέπει να γίνει επίσης τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 239§4 του ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591§7 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.), για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Οι δυο αυτές εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς συντρέχουν για το σκοπό αυτό οι από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προβλεπόμενοι όροι της ταυτότητας διαδικασίας, της διευκόλυνσης διεξαγωγής της δίκης και της μείωσης των εξόδων (ΑΠ 7/1992 ΕλΔ 34.68, ΑΠ 1805/1984, ΕλΔ 26.45).
Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1)η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2)η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3)η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4)η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημοσίευση Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημοσίευση Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 253/2013 ό.π.). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημοσίευση Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται, όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της σύμβασης κ.λπ.). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της σύμβασης, όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή, το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε επικρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημοσίευση Νόμος, EA 980/2014 Δημοσίευση Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημίωσης αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμιά από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μια όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημίωσης μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 δημοσίευση Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 Π.Κ. (ΑΠ 2039/2014 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 828/2012 Ποιν Δημοσίευση Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημοσίευση Νόμος), ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 828/2012, ΑΠ 518/2010 δημοσίευση Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Χρόνος δε τέλεσης της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 3/2011, ΑΠ 941/2010, ΑΠ 346/2009, ΑΠ 1475/2009 δημοσίευση Νόμος). Δεν συνιστά, όμως, υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ’ αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν στο άρθρο 3§1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τ’ ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά το χρόνο, που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής επιχείρησης, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 867/2014 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 828/2012 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 394/2018 δημοσίευση Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Η σχέση, δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι, όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (ΑΠ 3/2011, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 941/2010 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 282/2010 ό.π., ΑΠ 1382/2010, ΑΠ 518/2010, ΑΠ 1320/2010, ΑΠ 346/2009, ΑΠ 1490/2008, ΑΠ 1799/2008 δημοσίευση Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΣυμβΕφΘεσ 715/2015, ΣυμβΕφΠειρ 167/2013 δημοσίευση Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 262/2011 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής σύμβασης, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2§1 και 4§1 του ίδιου πιο πάνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν. 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος … ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της σύμβασης πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης» (ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 671/2018 Δημοσίευση Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΑθ 627/2016, ΕΑ 1932/2011, ΕφΑθ 1114/2014, ΕφΑθ 4753/2014, ΕΑ 691/2011 Δημοσίευση Νόμος). Με τη διάταξη δε της §1 του άρθρου 2 του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πρακτόρευσης και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτόρευσης υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτισή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου πιο πάνω ΠΔ ορίζεται: «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕΑ 1114/2014 ό.π., ΕΑ 4753/2014 ό.π., ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕΑ 692/2011 ό.π., ΕΑ 189/2009, ΕΑ 313/2005 Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 Α.Κ., σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φύλαξης, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕΑ 1114/2014, ΕΑ 692/2011 δημοσίευση Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 δημοσίευση Νόμος). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. 298/1986, συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 Ε.Ν., 361, 873, 874 Α.Κ., 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρξει (ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982). Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβληθέντων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1795/2007). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και, συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δυο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δυο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1524/1991 ΕλΔ 34,313). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι σύμβασης αναγνωρίσεως του καταλοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1472/2004). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.).
Τέλος, κατά τις διατάξεις των §§4 και 5 του άρθρου 239 του Ν. 4364/2016, «4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό.». Ο λόγος της ρύθμισης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, έγκειται στην ανάγκη για “συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης” (ΜονΕφΠειρ 290/2019 δημοσίευση Ιστοσελ.ΕφΠειρ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 31/05/2016, με γεν. αριθμ. καταθ. ………/06-06-2016 και ειδ. αριθμ. καταθ. ………/06-06-2016 αγωγή της, η οποία εισήχθη προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «………….», ήδη εφεσίβλητη, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε ότι στις 21-9-2009, με την υπ’ αριθμόν 156/2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμόν 11292/21-09-2009 ΦΕΚ τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ν.δ/τος 400/1970 και διορίσθηκε σε αυτήν επόπτης εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα, στις 21/09/2009, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι, με την από 4-1-2005 έγγραφη σύμβαση πρακτορείας που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης (και πρώτης εκκαλούσας της πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η τελευταία ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμήθειας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα των συναπτόμενων συμβάσεων. Ότι ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων (λοιποί εκκαλούντες της πρώτης έφεσης οι δεύτερος και τέταρτος και εκκαλών της δεύτερης έφεσης ο τρίτος) είναι νόμιμοι εκπρόσωποί της. Ότι, κατά την πιο πάνω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε η πρώτη εναγόμενη, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβησή της, θεωρούνταν παρακαταθήκη και η τελευταία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με το άρθρο 3§1 του π.δ. 298/1986. Ότι, κατά την ίδια σύμβαση, η πρώτη εναγόμενη είχε την υποχρέωση στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, μετ’ αφαίρεση των αναλογουσών προμηθειών. Ότι επίσης έχει την υποχρέωση να αποστέλλει για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από την επιστολή του πράκτορα, με την οποία θα βεβαιώνει ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας και, σε περίπτωση μη επιστροφής των συμβολαίων προς ακύρωση, ο πράκτορας υποχρεούται στην απόδοση των ασφαλίστρων. Ότι, περαιτέρω με την ίδια παραπάνω σύμβαση, η πρώτη εναγομένη, θα εισέπραττε, για την εκτέλεση των εργασιών που της είχαν ανατεθεί, προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων ανά κλάδο ασφάλισης. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό, στηριζόμενη στις αναλυτικές καταστάσεις, τις οποίες ενσωματώνει στην αγωγή της, ζητούσε να της καταβάλει η πρώτη εναγόμενη εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με τους λοιπούς εναγόμενους το συνολικό ποσό των 21.808,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 19-4-2015, άλλως από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επικαλούμενη τη σύμβαση πρακτορείας και παρακαταθήκης, καθώς και τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (υπεξαίρεσης) των εναγόμενων, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη, με αριθμ. 488/13-07-2017 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, μετά από συζήτηση που έγινε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατά τις βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και περιέχει όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που θεμελιώνουν τη νομική και ιστορική βάση της, απορρίπτοντας την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νομικά αβάσιμη, διότι, όπως έκρινε, ως προς την ως άνω σωρευόμενη επικουρική βάση στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, έκανε δεκτή την αγωγή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 21.808,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης, τους καταδίκασε δε και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε σε 800 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους αναφερομένους σ’ αυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνουν δεκτές, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η πιο πάνω αγωγή.
Με τον πρώτο λόγο της πρώτης έφεσης και τον τέταρτο λόγο της δεύτερης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για το ότι η κατ’ αυτών αγωγή εκδικάστηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 239§4 του Ν. 4364/2016, ενώ το Δικαστήριο όφειλε να εκδικάσει την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, μη εφαρμόζοντας τη διάταξη αυτή, ως αντισυνταγματική. Στην §4 του άρθρου 239 του Ν. 4364/2016 προβλέπεται ότι όλες οι αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για τη συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης. Αντιστοίχως, εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. Η διάταξη αυτή, όπως ορίζεται ρητά, αφορά μόνο στις αγωγές ασφαλιστικής εταιρίας, οι οποίες είχαν ασκηθεί πριν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και την υπαγωγή της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, κατά των οφειλετών αυτής (ασφαλισμένων, πρακτόρων κ.λπ.), και εκκρεμούν (ανεξάρτητα αν στο πρώτο ή δεύτερο βαθμό) και στις αγωγές που ασκούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, μετά την υπαγωγή της ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση, επίσης κατά των οφειλετών της εταιρίας. Καθιερώνεται, λοιπόν, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ως αποκλειστική για την εκδίκαση μόνο των αγωγών αυτών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά των οφειλετών, είτε είναι εκκρεμείς (σε οποιοδήποτε βαθμό) είτε ασκούνται το πρώτον και ορίζεται για όσες από τις αγωγές αυτές εκκρεμούν στον πρώτο βαθμό, ως αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκασή τους καθ’ ύλην το μονομελές πρωτοδικείο, ανεξαρτήτως ποσού, και κατά τόπον αυτό της έδρας της επιχείρησης. Από τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, στην οποία αναφέρεται ως σκοπός θέσπισής της η ομαλή εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης προς το συμφέρον των ασφαλισμένων, προκύπτει ότι ο λόγος της θέσπισης της διάταξης αυτής είναι η ομαλή και ταχεία εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, όσον αφορά τις απαιτήσεις της έναντι των οφειλετών της, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα ο εκκαθαριστής να συγκεντρώσει έγκαιρα χρήματα και να περατώσει την εκκαθάριση προς το συμφέρον των ασφαλισμένων, στο οποίο αποσκοπεί η ασφαλιστική εκκαθάριση. Ο σκοπός αυτός της θέσπισης της παραπάνω διάταξης δικαιολογεί και την διαφορετική αντιμετώπιση των αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά των οφειλετών σε σχέση με τις αγωγές κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία (διάταξη) για το λόγο αυτό δεν είναι αντίθετη με τις διατάξεις περί ισότητας των ελλήνων πολιτών του άρθρου 4 του συντάγματος. Για τον ίδιο λόγο η διάταξη αυτή δεν αντίκειται ούτε σε εκείνη του άρθρου 20 του συντάγματος, κατά την πρώτη παράγραφο της οποίας καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, καθώς ή εφαρμογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν στερεί τα διάδικα μέρη του δικαιώματος ν’ αναπτύξουν κατ’ αυτή τις απόψεις τους για τα δικαιώματα ή συμφέροντά τους, αλλ’, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της απόφασης, ούτε της άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον με την απόφαση αυτή τέμνεται οριστικά η διαφορά και δεν διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, γιαυτό και δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή η απαγόρευση του άρθρου 699 του ΚΠολΔ (ΕΑ 1011/2002). Σύμφωνα με τα παραπάνω, σωστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την κρινόμενη αγωγή με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016 κι οι λόγοι αυτοί των συνεκδικαζόμενων εφέσεων είναι αβάσιμοι.
Εξάλλου, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία διώκεται η πληρωμή του καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού μετά το κλείσιμό του, πρέπει να αναφέρει, αν η αγωγή δεν στηρίζεται σε σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου, εκτός από την κατάρτιση της σύμβασης, και καθένα από τα κονδύλια του λογαριασμού χωριστά με τα στοιχεία του, ήτοι πρέπει να αναφέρει με πληρότητα, όχι μόνον όλες τις πιστοχρεώσεις κατά χρόνο και ποσό, αλλά και όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη σχετική απαίτηση ή συνιστούν τη σχετική καταβολή. Αντιθέτως, την ύπαρξη και άλλων, μη αναφερομένων στην αγωγή, απαιτήσεων ή καταβολών, που μειώνουν ή μηδενίζουν το κατάλοιπο πρέπει να επικαλεσθεί προς απόκρουση της αγωγής ο εναγόμενος (ΑΠ 1281/2017 ό.π., ΑΠ 1022/2008). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, όταν, λόγω της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του με τμηματικές καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986, Νόμος), σε τέτοια δε περίπτωση ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του εμπορικού νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕΑ 4753/2014 δημοσίευση Νόμος, ΕΑ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008,207, ΕΑ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58).
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 106, 111§2, 118 εδ. 4, 216§1 και 335 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018, ΑΠ 101/2018, ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 1312/2015 δημοσίευση Νόμος). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως μη στηριζόμενη στο νόμο ή νόμιμη αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π.).
Με το δεύτερο λόγο της ίδιας (πρώτης) έφεσης και με τον τρίτο (κατά ένα μέρος) λόγο της δεύτερης έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης ότι είναι νόμιμη η κρινόμενη αγωγή, μολονότι αυτή έπασχε αοριστία. Αλλά, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχόμενου του δικογράφου αυτής, περιέχονται σ’ αυτό όλα τ’ αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, για τη θεμελίωση της ευθύνης των εναγόμενων, με βάση τις κύριες βάσεις της αγωγής, δηλαδή περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, δηλαδή α)σαφής έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά των εναγομένων, β)ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, δηλαδή μνημονεύονται σε αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης σύμβασης μεσιτείας και οι ειδικότεροι όροι της, καθώς και η παραγωγή της πρώτης εναγομένης κατά το ένδικο διάστημα της σύμβασης και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης, οι προαιρετικές και οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές καλύψεις, το ύψος των ασφαλίστρων και των προμηθειών της πρώτης εναγομένης που αναλογούν, οι καταβολές που μειώνουν το χρεωστικό υπόλοιπο και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, όπως και η ιδιότητα των λοιπών εναγομένων ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης. Στην αγωγή ενσωματώνονται και οι μηνιαίες καταστάσεις, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον υπόλοιπο, το οποίο παριστά το σύνολο του ποσού που εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε στην ενάγουσα και συνιστά την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά των εναγομένων, ενόψει του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση, δεν πρόκειται για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 328/2019 ό.π.). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την έκρινε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 297, 298, 340, 345, 346, 361, 713 επ., 822 επ. και 914 του Α.Κ., 375 του Π.Κ., 1 έως 4 και 21 του Ν. 1569/1985 περί «διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», 1 έως 5 και 10 του Π.Δ. 298/1986, 176, 191§2 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος της πρώτης και τρίτος (κατά ένα μέρος) λόγος της δεύτερης κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμοι.
Με το δεύτερο λόγο της δεύτερης απ’ τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις ο εκκαλών τρίτος εναγόμενος παραπονείται για την παραδοχή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της σε βάρος του αγωγής, με την ταυτόχρονη απόρριψη του ισχυρισμού που είχε προβάλει περί αποκλειστικής ευθύνης του δεύτερου των εναγομένων, υποστηρίζοντας ότι ο τελευταίος είχε την αποκλειστική διαχείριση των θεμάτων της εταιρείας και ότι η παρουσία του ιδίου και ο ρόλος του στην εταιρεία ήταν διακοσμητικός περιοριζόμενος μόνο στα τυπικά θέματα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός και ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος διότι αναφέρεται στην εσωτερική σχέση των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης και όχι στην έναντι τρίτων ευθύνη τους.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου κι όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 4 Ιανουαρίου 2005 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης αόριστου χρόνου, η ενάγουσα ανέθεσε στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……..” και τον διακριτικό τίτλο “……….”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την έναντι προμήθειας διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της ενάγουσας. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παραλαμβάνοντας τις αιτήσεις (προτάσεις) αυτών που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και διαβιβάζοντάς τες στη συνέχεια στην ενάγουσα, η οποία διατηρούσε σε κάθε περίπτωση το δικαίωνα να αποδεχτεί ή να απορρίψει αυτές. Παράλληλα, η πρώτη εναγόμενη όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής της μέσα στις προθεσμίες, που προβλέπονται στην ίδια σύμβαση και στους όρους 7, 8, 9 και 10 αυτής. Σε κάθε περίπτωση, κατά την ίδια σύμβαση, στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός ο πράκτορας είχε την υποχρέωση να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει με προσωπική του επιταγή εμφάνισης το αργότερο εντός τριών (3) μηνών, ενώ τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο πράκτορας συνιστούσαν παρακαταθήκη, για τα οποία αυτός ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Η σύμβαση αυτή με το πιο πάνω περιεχόμενο λειτούργησε μέχρι την 21η Σεπτεμβρίου 2009, οπότε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 156 από 16-09-2009 και 21-09-2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία έχει δημοσιευθεί στο 11292/21-09-2009 ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 2030/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διορίστηκε ο ορκωτός λογιστής ……… ως εκκαθαριστής, η θητεία του οποίου ανανεώθηκε με την υπ’ αριθμ. 74/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ακόμη, από τα σχετικά πρακτικά της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, που έχουν δημοσιευθεί νομότυπα στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, πιθανολογήθηκε ότι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων είναι νόμιμοι εκπρόσωποί της. Εξάλλου, από την επισκόπηση των μηνιαίων καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα στοιχεία του μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης δοσοληπτικού λογαριασμού, πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη, κατά το διάστημα της συνεργασίας της με την ενάγουσα για την σύναψη των καταρτισθέντων, με την διαμεσολάβησή της, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας ασφαλιστηρίων συμβολαίων, εισέπραξε το ποσό των 21.808,04 ευρώ. Από αυτό, όμως, πρέπει, κατά παραδοχή της σχετικής νόμιμης (άρθρου του 416 ΑΚ) και ουσιαστικά βάσιμης ένστασης των εναγομένων, ν’ αφαιρεθούν τα ποσά α)των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, το οποίο κατέβαλε η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας στην ασφαλισμένη …….. για την εξόφληση της υπ’ αριθμ……/3-3-2009 ζημιάς (ολικής κλοπής), β)των 538 ευρώ του υπ’ αριθμ. …./2009 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο παραδόθηκε νόμιμα προς ακύρωση στην ενάγουσα, γ)των 201 ευρώ του υπ’ αριθμ. ……/2009 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο παραδόθηκε νόμιμα προς ακύρωση στην ενάγουσα και δ)των 16 ευρώ του υπ’ αριθμ. …./2009 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο παραδόθηκε νόμιμα προς ακύρωση στην ενάγουσα. Τα ποσά αυτά, η πληρωμή του πρώτου των οποίων και το ακυρωτέο των συμβολαίων των άλλων πιθανολογούνται από την προσκομισθείσα με επίκληση απόδειξη το πρώτο και τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά επίδοσης τα λοιπά, δεν έχουν περιληφθεί στις μηνιαίες καταστάσεις του παραπάνω δοσοληπτικού λογαριασμού. Επομένως, το ποσό που όφειλε από την μεταξύ τους σύμβαση η πρώτη εναγόμενη να αποδώσει στην ενάγουσα ανέρχεται συνολικά σε 15.053,04 ευρώ (21.808,04 – 6000 – 538 – 201 – 16). Η πρώτη εναγόμενη, όμως, δεν της το απέδωσε ως όφειλε, αλλά αντίθετα οι λοιποί εναγόμενοι το ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, ιδιοποιούμενοι αυτό χωρίς δικαίωμα. Με τον τρίτο λόγο της πρώτης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ένστασης που πρόβαλαν υποστηρίζοντας ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε κατά κατάχρηση του δικαιώματος της ενάγουσας διότι η τελευταία, παρά τις εκκλήσεις τους, καθυστέρησε υπερβολικά την εκκαθάριση του μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης λογαριασμού και την όχλησε για πρώτη φορά πέντε και πλέον χρόνια μετά τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση και στη συνέχεια άσκησε την κρινόμενη αγωγή, μολονότι, πριν την άσκησή της, μια υπάλληλος της ενάγουσας τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα ελέγξει τις αντιρρήσεις τους για το λογαριασμό και θα τους ενημερώσει, με συνέπεια να τους δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι δεν υφίσταται σε βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο. Μόνη, όμως, η καθυστέρηση της εκκαθάρισης, οφειλόμενη μάλιστα στον μεγάλο όγκο των ασφαλιστηρίων και, γενικότερα, των συναλλαγών της ενάγουσας, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία στους εναγόμενους της πεποίθησης περί μη ύπαρξης οφειλής τους ή περί μη διεκδίκησης από μέρους της ενάγουσας της απαίτησής της και δεν είναι ικανή να καταστήσει την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (βλ. ΑΠΟλ 8/2001). Συνεπώς, η ένσταση αυτή των εναγομένων και ο σχετικός τρίτος λόγος της πρώτης έφεσης είναι αβάσιμοι. Με τον πρώτο λόγο της δεύτερης απ’ τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ένστασης πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, η οποία ανάγεται στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2009, που είχε προβάλει. Από τις διατάξεις, όμως, των άρθρων 247, 249, 251, 252 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση υπόκειται σε παραγραφή, που αν δεν ορίζεται διαφορετικά είναι είκοσι (20) ετών. Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η απαίτηση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Εξ άλλου, η αξίωση του παρακαταθέτη για απόδοση του πράγματος, που δόθηκε για φύλαξη, παραγράφεται σε είκοσι (20) έτη, αφού δεν υπάρχει ειδική γι’ αυτό ρύθμιση (άρθρο 249 ΑΚ). Η παραγραφή αυτή αρχίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 822, 827 και 828 ΑΚ, σε κάθε περίπτωση που δεν έχει ταχθεί προθεσμία για τη φύλαξη, από τη σύσταση της ενοχικής σχέσης, που συντελείται με την παράδοση του πράγματος για φύλαξη, αφού τότε αυτός έχει εξουσία και τη δυνατότητα να απαιτήσει το πράγμα (βλ. Κρητικό στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, 827, αρ. 28, ΑΠ 738/1979 ΝοΒ 24, 141). Εν όψει αυτών, ο ισχυρισμός περί παραγραφής είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η ένδικη αξίωση πηγάζει από σύμβαση παρακαταθήκης και συνεπώς υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ που δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Αλλά και η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, υπάγεται στην κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο κατ’ άρθρο 375§2 ΠΚ και συνεπώς υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του κακουργήματος. Επομένως αβάσιμος είναι κι ο λόγος αυτός της δεύτερης έφεσης.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 15.053,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε την αγωγή αυτή κατά μεγαλύτερο ποσό, έσφαλε κατά το μέρος αυτό και γιαυτό, κατά παραδοχή των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, κατά τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της πρώτης και μέρος του τρίτου λόγου της δεύτερης και με απόρριψη αυτών (εφέσεων) κατά τα λοιπά, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης) και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό κι ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η αγωγή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη κατά το αμέσως πιο πάνω ποσό. Οι ηττημένοι και στην έκκλητη δίκη εναγόμενοι (εκκαλούντες) πρέπει να καταδικαστούν και σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας του κάθε διαδίκου, μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας της ενάγουσας, όπως καθορίζεται στο διατακτικό (άρθρ. 183, 178§1, 189 κι 191§2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του τρίτου εκκαλούντος της με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017 του Πρωτοδικείου Πειραιά έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Απορρίπτει την με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017 του Πρωτοδικείου Πειραιά έφεση, στο μέρος που ασκείται απ’ τον τρίτο εκκαλούντα.
Συνεκδικάζει τις εφέσεις με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …./2017 του Πρωτοδικείου Πειραιά και με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …./2017 του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει τη με αριθμ. 488/13-03-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των παραβόλων, που έχουν κατατεθεί από αυτούς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 31/05/2016, με γεν. αριθμ. καταθ. …../06-06-2016 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../06-06-2016 αγωγή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Δέχεται αυτή κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων πενήντα τριων ευρώ και τεσσάρων λεπτών (15.053,04), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.
Καταδικάζει τους εναγομένους σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας του κάθε διαδίκου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που το καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε χίλια (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ