Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 725/2020

Αριθμός     725/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 12-06-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2019) κλήση της εκκαλούσας- ενάγουσας- εναγομένης, η από 08-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2018) έφεσή της κατά της υπ΄αριθμ.1171/ 2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 – 605 ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015) αντιμωλία των διαδίκων, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23-05-2019, οπότε ορίστηκε για τη δικάσιμο της 2-4-2020 κατά την οποία επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπό κρίση έφεση της ενάγουσας – εναγομένης ……………. κατά της ως ανω υπ΄ αριθμ. 1171/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (απόφαση) δέχθηκε τόσο την από 19-12-2016 αγωγή της περι διαζυγίου, όσο και την από 23-01-2017 αντίθετη αγωγή περι διαζυγίου του συζύγου της …………. και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ όπως ισχύει, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7- 2011). Για να κριθεί, όμως, ότι η έφεση αυτή είναι παραδεκτή, ως απαιτεί το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρο 68 ΚΠολΔ), ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ` άρθρο 73 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η τελευταία (εκκαλούσα-σύζυγος) παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, ενώ αυτή (απόφαση) έλυσε τον μεταξύ των διαδίκων γάμο, όπως ζητούσε και η ίδια με την ως άνω αγωγή της.

Κατά το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ.1 ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ.1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατ` ακολουθίαν τούτων, αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές, με τις οποίες ο καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, και το Δικαστήριο έκανε δεκτές και τις δύο, γιατί έκρινε ότι ο κλονισμός αφορά το πρόσωπο και των δύο συζύγων, τότε ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, γιατί με την παραδοχή και των δύο αγωγών, επήλθε η έννομη συνέπεια, την οποία επιδίωκαν αμφότεροι οι διάδικοι με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός δε ότι η απόφαση περιέχει αιτιολογίες δυσμενείς για τον καθένα διάδικο, δηλαδή δέχεται ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ.2 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του (ΑΠ 477/2012 ΝοΒ 2012.2021, ΑΠ 639/2011 ΝοΒ 2011.2336, ΑΠ 1059/2011 ΝοΒ 2012.886, ΑΠ 33/2010 ΝοΒ 2010.1187, ΑΠ 1571/2009, ΑΠ 170/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 1756/2006 ΝοΒ 2007.652, ΑΠ 669/2005 ΕλλΔνη 2005.1076,ΕφΘεσ/ 354/ 2019, ΕφΠειρ.39/ 2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2013, άρθρο 1439, αρ. 31, σελ. 700). Τέλος, το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψή του δε, συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης ως απαράδεκτου (άρθρα 68, 73, 516 και 532 Κ.Πολ.Δ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 19-12-2016 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……/2016) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα ………, ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο ……. λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου. Επίσης, ο τελευταίος, με την από 23-01-2017 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../2017) αγωγή του, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, ζήτησε να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη σύζυγό του λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο αυτής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές και δέχθηκε ότι είναι νόμιμες ως στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ.1 ΑΚ, δέχθηκε αυτές (αγωγές) ως ουσιαστικά βάσιμες και διέταξε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο αμφοτέρων των διαδίκων συζύγων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα-εναγομένη, με την υπό κρίση έφεσή της για το διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή μόνο η ως άνω αγωγή της (δηλαδή να απαγγελθεί η λύση του γάμου λόγω ισχυρισμού κλονισμού της έγγαμης σχέσης των διαδίκων από λόγους που αφορούν μόνο το πρόσωπο του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου) και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της.

Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η κρινόμενη έφεση πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας στην άσκηση αυτής (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ),καθόσον η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, που επεδίωξαν αμφότεροι οι διάδικοι και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την παραδοχή από την εκκαλουμένη και των δύο αντίθετων αγωγών τους περί διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό, οι οποίες έχουν το ίδιο αντικείμενο και αίτημα, δηλαδή τη λύση του γάμου. Το γεγονός δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς και για την εκκαλούσα αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό της, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, αφού, όπως προεκτέθηκε, από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν δημιουργείται δεδικασμένο. Πράγματι, το ότι ο ισχυρός κλονισμός, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, επήλθε εξαιτίας γεγονότων που συνδέονται και με το πρόσωπο της εκκαλούσας, δεν έχει άλλη έννομη συνέπεια γι` αυτήν, πέρα από την επιδιωκόμενη και από αυτήν λύση του γάμου. Οπως δε αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που μπορεί να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής), δεν τίθεται πλέον.

Συνακόλουθα πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης αυτών ως συζύγων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο και κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 08-06-2018 (με γεν.αριθμ.έκθ.κατάθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1171/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Συμψηφίζει, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e- παραβόλου με αριθμό ………./2018 άσκησης έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  2 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ