Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 737/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

737/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, …………. Ελένη Σκριβάνου -Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη  Γραμματέα Γ. Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4943/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 28-12-2017, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο ………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 24-1-2018, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτής.

Σύμφωνα με το άρθρο 1721 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ. η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν, ενώ κατά το άρθρο 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι αν λείπει κάποιο από τα ανωτέρω στοιχεία της ιδιόγραφης διαθήκης, δηλαδή: α) της γραφής της εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη β) της χρονολόγησής της από αυτόν και γ) της υπογραφής αυτής από το διαθέτη, τότε η διαθήκη είναι αυτοδικαίως άκυρη (ΑΠ 618/2016, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 1912/2014, ΑΠ 1336/2009,Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3948/2004, ΑρχΝ 2005, 471). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομία του (ΑΠ 618/2016, ο.π, ΑΠ 103/2013, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011 Δνη 2011,1027, ΑΠ 1063/2006 Δνη 47,1418, Εφ.Αθ. 399/2010, Εφ.Λαμ. 223/2010, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Η χρονολογία, από την οποία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βούλησής του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης, όταν υπάρχουν και άλλες, ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά (Εφ.Θεσ. 459/1990, Αρμ 1990,458). Οσον αφορά στην υπογραφή, αυτή τίθεται, όπως και η λέξη υποδηλώνει, επί ποινή ακυρότητας, στο τέλος της διαθήκης, διότι πρέπει να καλύπτει με το κύρος της το όλο περιεχόμενο της και να σημαίνει το πέρας αυτής (Ολ.ΑΠ 391/1964, ΝοΒ 12, 995, Εφ.Αθ. 3948/2004,ο.π, Εφ.Αθ.9388/2001, Ελλ.Δνη 2004, 244). Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας ιδιόγραφης διαθήκης έχει εκείνος, που επικαλείται την ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον δεν έχει παρέλθει πενταετία από τότε που ενδεχομένως κηρύχθηκε κυρία, σύμφωνα, με τα άρθρα 1776 και 1777 ΑΚ (ΑΠ 1595/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/1989 Ελλ.Δνη 31/530, Εφ.Αθ. 399/2010, Εφ.Αθ. 2781/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός περί πλαστότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός, που τον προβάλλει (Εφ.Δωδ. 1/2016 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 399/2010, ο.π, Εφ.Αθ. 3183/2006, Ελλ.Δνη 2006, 1500).

Περαιτέρω, η πραγματογνωμοσύνη, που διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 368 ΚΠολΔ, είτε όταν το δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτέα θέματα, για να γίνουν αντιληπτά, απαιτούν τη γνώμη προσώπων, που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, είτε υποχρεωτικά, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους και, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, συντρέχει η ως άνω περίπτωση, εκτιμάται, σύμφωνα με το άρθρο 387 ΚΠολΔ, ελεύθερα και δεν έχει αυξημένη, έναντι των άλλων αποδεικτικών μέσων, δύναμη, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη, που προκύπτει από αυτήν, εναπόκειται, δε, στο τελευταίο, να της προσδώσει την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα (ΑΠ 39/2005, Ελλ.Δνη 2005, 822, ΑΠ 712/2003, Εφ.Δωδ. 30/2006, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 9974/2002, Ελλ.Δνη 2003, 1002).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1719 παρ.3 του ΑΚ, όπως αυτή ισχύει, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι και όσοι κατά το χρόνο της σύνταξής της δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη της συνείδησης των πραττομένων υπάρχει, όταν ο διαθέτης από θόλωση της διανοίας από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο (π.χ. ισχυρή μέθη εξαιτίας χρήσης οινοπνεύματος ή άλλων τοξικών ουσιών, βαθύς ύπνος, εγκεφαλική διάσειση, υψηλός πυρετός, εγκεφαλικό επεισόδιο κλπ.), σε βαθμό σύγχυσης, αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της πράξης που επιχειρεί, δηλαδή βρίσκεται σε αδυναμία να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη ή μπορεί μεν να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη, αδυνατεί όμως να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επί μέρους διατάξεων αυτής, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη της συνείδησης, αρκούσας προς τούτο της σε μεγάλο βαθμό σύγχυσης αυτής. Ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, είναι η διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς, καθ` όσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες, που μπορούν να οδηγήσουν στη διαταραχή αυτή, είναι οι ίδιες, οι οποίες, σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 παρ. 4 ΑΚ, προκαλούσαν έλλειψη χρήσης του λογικού, λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οι οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως η άνοια και η ολιγοφρένεια. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, δηλαδή, τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεων του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Σε περίπτωση έλλειψης συνείδησης των πράξεων, η απόδειξη της έλλειψης αυτής πρέπει να αναφέρεται ακριβώς στο χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ αντίθετα, στην περίπτωση που ο διαθέτης πάσχει από διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαρεία ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή της σύνταξης της διαθήκης, έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο (AΠ 1413/2014, ΑΠ 821/2013ΑΠ 1420/2010, ΑΠ 1110/2008, ΑΠ 695/2008, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3504/2006, Ελλ.Δνη 2007, 576). Η συνδρομή της ανικανότητας με τις ανωτέρω μορφές κρίνεται κατά τη σύνταξη της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί επιρροή (ΑΠ 1527/1999, Ελλ.Δνη 2003, 328, ΑΠ 1304/1999, Ελλ.Δνη 2003, 766, Εφ.Αθ. 3192/2003, Ελλ.Δνη 2004, 569).

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό, ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λπ., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή το αντιπαρήλθε σιωπηρά. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α ΚΠολΔ είναι γενική και έτσι περιλαμβάνει, χωρίς διακρίσεις, όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων, όπως έγγραφα, όρκος, ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη. (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 48/2013, ΑΠ 1365/2012, ΑΠ 1352/2012, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 133/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην  προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω, από 13-9-2011 και με αριθμό κατάθεσης ………, αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της και όπως παραδεκτώς περιορίστηκαν τα αιτήματα αυτής, (με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 3573/2015 μη οριστική απόφασή του,  πρακτικά αυτού, αλλά και τις πρωτόδικες προτάσεις του), ότι στις 23-5-2011 απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής (Νοσοκομείο «Άγιος Παντελεήμων»), ο ……….., πατέρας του ενάγοντος και αμφιθαλής αδελφός της εναγόμενης, κάτοικος εν ζωή ……….. Αττικής. Ότι ο ως άνω αποβιώσας με την από 1-5-2011 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει των με αρ. 719/2011 πρακτικών και απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, φέρεται να εγκατέστησε την εναγόμενη αδελφή του, μοναδική κληρονόμο του στο σύνολο των κινητών και ακίνητων περιουσιακών του στοιχείων, τα οποία περιγράφονται στην αγωγή. Ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη, διότι, παρότι έχει γραφεί και χρονολογηθεί με το χέρι του διαθέτη, εντούτοις, δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο, στοιχείο απαραίτητο για το κύρος της και ειδικότερα ούτε η αναγραφή του ονόματός του (ολογράφως), ούτε και η συμβολική υπογραφή του που έχουν τεθεί στο τέλος του κειμένου της διαθήκης, κάτω από την λέξη «ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ», έχουν γραφεί από το χέρι αυτού, αλλά είναι πλαστές. Επικουρικώς δε, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη, διότι, κατά τον επίμαχο χρόνο σύνταξής της (23 ημέρες πριν το θάνατό του), ο διαθέτης δεν είχε την ικανότητα σύνταξης αυτής, δεδομένου ότι έπασχε από χρόνια σωματική και ψυχική νόσο που του είχαν προκαλέσει σοβαρή διατάραξη των νοητικών του λειτουργιών, η οποία περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Άλλως, ότι η διάταξη της επίμαχης διαθήκης τυγχάνει ακυρώσιμη, για το λόγο ότι η εναγόμενη, καλλιέργησε μια σχέση εξάρτησης του διαθέτη από την ίδια κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του (από το έτος 1998 έως το θάνατό του) και, προσβλέποντας στην περιουσία του, τον έπεισε, γνωρίζοντας την αναλήθεια των ισχυρισμών της, ότι  η ίδια μόνο ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, σε αντίθεση με τους άλλους συγγενείς του, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων – γιος του, που αδιαφορούσαν για την κατάστασή της υγείας του. Ότι, η παράσταση των ανωτέρω ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την εναγόμενη στο διαθέτη, είχε ως συνέπεια ο τελευταίος να συντάξει την προσβαλλόμενη διαθήκη, αφήνοντας σε αυτήν την περιουσία του. Ότι, επικουρικότερα, η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του. Ζητούσε δε, ακολούθως, ο ενάγων, να ακυρωθεί η διαθήκη  αυτή για τους προαναφερόμενους λόγους, καθώς επίσης να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα εις βάρος της εναγόμενης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 3573/2015 μη οριστική απόφασή του,  έκρινε την αγωγή, όπως παραδεκτά περιορίστηκαν τα αιτήματά της, κατά τα προαναφερθέντα, ορισμένη και νόμιμη,  πλην του αιτήματός της περί αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης, κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος, το οποίο, ορθώς, απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι η διαθήκη κατά το μέρος αυτό (που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα) είναι αυτοδικαίως άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 1825 ΑΚ, και δεν απαιτείται προσβολή της (Κων. Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, Τόμος 2ος, εκδ. 1995, σελ. 81-82). Ακολούθως, διέταξε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της επίμαχης διαθήκης, ορίζοντας πραγματογνώμονα το γραφολόγο Σ.Κ., μετά τη διενέργεια της οποίας, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄αρ.4943/2017), που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο ενάγων, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε, να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την ως άνω υπ΄αρ. 3573/2015 µη οριστική απόφασή του, πρακτικά αυτού, της υπ΄αρ. κατάθεσης …………. έκθεσης γραφολογικής πραγµατογνωµοσύνης του διορισθέντος με την παραπάνω απόφαση πραγµατογνώµονα Σ.Π., δικαστικού γραφολόγου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, µεταξύ των οποίων και α) η συνταχθείσα, κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, στα πλαίσια της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, έκθεση γραφολογικής πραγµατογνωµοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Κ.Κ, β) η από 19-8-2011 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης της, προσληφθείσας από τον ενάγοντα, ειδικής δικαστικής γραφολόγου Λ.Α και γ) οι  από 10-1-2013 και από 30-11-2016 εκθέσεις γραφολογικής πραγµατογνωµοσύνης του, προσληφθέντος από την εναγόμενη, ειδικού δικαστικού γραφολόγου Δ.Π., καθώς επίσης και των υπ΄αρ. …….. και ….. ένορκων βεβαιώσεων των µαρτύρων ……… και ……….., αντίστοιχα, που προσκομίζει η εναγόμενη, και οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον της  Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 27ης-2-2014,  κατόπιν σχετικής δήλωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης, ότι θα εξετάσει μάρτυρες στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς στις 4-3-2014 και ώρα 12μ., προς αντίκρουση της κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 3573/2014 μη οριστική απόφαση αυτού πρακτικά και η οποία (δήλωση) ισχύει ως κλήτευση του αντίδικου μέρους (Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρ.339 παρ.73), που δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως εκπροθέσμως προσκομισθείσες, οι οποίες, παραδεκτώς προσκομίζονται στην κατ΄ έφεση δίκη, κατ΄ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ,  σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του ως άνω άρθρου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Στις 23-5-2011, απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής (στο νοσοκομείο ‘’Αγ. Παντελεήμων’’), ο …….. ……, πατέρας του ενάγοντα και αδελφός της εναγόμενης, κάτοικος, εν ζωή, …….. Αττικής, λόγω λοίμωξης αναπνευστικού. Ο εν λόγω αποβιώσας με την από 1-5-2011 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία, δυνάμει των υπ΄αρ. 719/6-7-2011 πρακτικών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εγκατέστησε κληρονόμο του στο ακίνητο και στα κινητά που περιγράφει σ΄ αυτή,  καθώς και σε κάθε κινητή ή ακίνητη περιουσία προκύψει στο μέλλον στην κυριότητά του, την εναγόμενη αμφιθαλή αδελφή του, ……… – ήδη εφεσίβλητη. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, ο διαθέτης δε φέρεται να εγκατέστησε την εναγόμενη κληρονόμο επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας του, κατά το χρόνο του θανάτου του, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων – ήδη εκκαλών, αφού ο τελευταίος, στην ίδια την αγωγή του αναφέρει ως στοιχεία της περιουσίας του κληρονομούμενου και άλλα περιουσιακά στοιχεία, πέραν των αναγραφομένων στην επίμαχη διαθήκη και συγκεκριμένα ένα οικόπεδο και ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου επί τεσσάρων αγροτεμαχίων στο Δ.Δ . Δήμου …. Κεφαλληνίας, τα οποία περιγράφονται σ΄αυτήν (αγωγή). Αυτολεξεί δε η διαθήκη έχει ως εξής.

‘’ ΙΔΙΟΧΕΙΡΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 1/5/2011.

Ο υπογραφόµενος …….., έχων σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση των πράξεών µου επιθυµώ να αφήσω διαθήκη στην αδελφή µου ………. γιατί µε φροντίζει στο σπίτι της όπου µε φιλοξενεί και µου συµπαραστέκεται στο σοβαρό πρόβληµα υγείας µου. Η αδελφή µου είναι κάτοικος …… οδός ……….. και την καθιστώ κληρονόµο στη διαθήκη µου µε τα παρακάτω στοιχεία. 1ον) Επιθυµώ να περιέλθει σε αυτήν η πατρική οικία που είναι στο χωριό . …… Κεφαλληνίας η οποία οικία είναι στην κυριότητά µου έτσι όπως αυτή περιγράφεται στο υπ’ αριθµό συµβόλαιο …. του υποθυκοφυλακίου …….. Κεφαλληνίας. 2ον) α) Την καθιστώ πλήρη κάτοχο του εφάπαξ βοηθήµατος που θα µου χορηγηθεί από το Ταµείο Προνείας Δηµοσίων υπαλλήλων αριθµός κατάθεσης αίτησης …. (03 Μαρτίου 2011) για τη χορήγησή του. 3ον) Τυχόν καταθέσεις µου που υπάρχουν στο επονόµατί µου καταθετικό λογαριασµό αριθµού ….. της ……. Τράπεζας 4ον) Το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό µου Μάρκας ….. µε αριθµό κυκλοφορίας ….και τη δίκυκλη µηχανή µου µάρκας ……. (……). Καθιστώ την αδελφή µου κληρονόµο σε οποιαδήποτε κινητή η ακίνητη περιουσία στο µέλλον προκύψει στην κυριότητά µου.

Ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ

……….

(Μονογραφή)’’.

Η εναγόμενη αποδέχθηκε τα στοιχεία της κληρονομίας του αποβιώσαντος, σύμφωνα με την ως άνω διαθήκη, με την υπ΄αρ. …….. πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …. …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… Κεφαλληνίας, στον τόμο ……. και με τον αύξοντα αριθμό ……  Την κληρονομία, όμως του εν λόγω κληρονομούμενου αποδέχθηκε κι ο ενάγων – γιός του, που είχε αποκτήσει από το γάμο του με την ………., ο οποίος είχε ήδη λυθεί πολλά έτη πριν το θάνατό του), ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, δυνάμει της υπ΄αρ. ……. δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….

Η παραπάνω διαθήκη, με την οποία ο εν λόγω διαθέτης, αφήνει κληρονόμο του στα εκεί αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία, την εναγόμενη, έχει γραφεί με το χέρι του διαθέτη, όπως προκύπτει από όλες τις προαναφερθείσες γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες, δικαστικές και ιδιωτικές, πράγμα, άλλωστε που συνομολογείται από τον ενάγοντα. Ο τελευταίος, όμως, αμφισβητεί, όπως επίσης προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή έχει υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη και ειδικότερα υποστηρίζει, ότι η υπογραφή (ολογράφως) και η μονογραφή κάτω από τις λέξεις ‘’Ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ’’ στο τέλος της επίμαχης διαθήκης, δεν έχουν τεθεί από τον ίδιο το διαθέτη. Ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα, ο ειδικός γραφολόγος Κ. Κ., αναφέρει στο πόρισμα της ως άνω έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του, που διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, η οποία κινήθηκε σχετικά με την πλαστότητα της εν λόγω διαθήκης, κατόπιν μήνυσης του ενάγοντος, ότι ‘’Η αναγραφή του ονοματεπωνύμου ως ‘’……..’’, υπό την ένδειξη ‘’Ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ’’, αποτυπώνεται με διαφορετικά γραφολογικά χαρακτηριστικά τόσο σε σχέση με τη δειγματική γραφή όσο και με τη γραφή του κειμένου της διαθήκης, η οποία έχει χαραχθεί διά χειρός ………. Οι διαφορές εντοπίζονται στους σχηματισμούς της κατ΄ιδίαν δομής ορισμένων γραμμάτων (……,λ,ς κλπ), στη γραφομετρική αναλογία και στο ρυθμό χάραξης. Οι ως άνω διαφορές οδηγούν στην εκτίμηση ότι το ονοματεπώνυμο ως ‘’…………’’ , δεν έχει χαραχθεί διά χειρός του διαθέτη, αλλά από άγνωστο πρόσωπο’’. Στο ίδιο, σε γενικές γραμμές, συμπέρασμα καταλήγει, στην προαναφερθείσα βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης (τεχνική έκθεση) και η Λ.Α, ειδική δικαστική γραφολόγος, η οποία, κατόπιν εντολής του ενάγοντος, εξέτασε την επίμαχη διαθήκη (σε φωτοαντίγραφο, όπως κι ο ως άνω πραγματογνώμονας) και αναφέρει στην έκθεσή της, ότι ‘’από άποψη μορφολογίας οι δειγματικές εγγραφές του …………., προσεγγίζουν την τελική αναγραφή του ονοματεπωνύμου στην υπό έλεγχο διαθήκη, δημιουργώντας ψευδή αίσθηση ομοιογένειας με το υπόλοιπο κείμενο. Αναλυτική μελέτη των γενικών γραφικών χαρακτηριστικών και της δομικής σύνθεσης των χαρακτήρων (σημ. τα οποία παραθέτει η γραφολόγος), αναδεικνύει τα στοιχεία της διαφοροποίησης ‘’.

Από την άλλη μεριά, σε αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι ότι η υπογραφή στο τέλος της διαθήκης είναι γραμμένη από το διαθέτη, καταλήγει ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Δ. Π. στην επίσης προαναφερθείσα ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη – τεχνική έκθεση, τη διενέργεια της οποίας του ανέθεσε η εναγόμενη, όπου  αναγράφεται ότι ‘’η ομοιότητα μεταξύ υπογραφής και ονοματεπωνύμου του …. ….., προκύπτει από την αυτοτέλεια των γραμμάτων και από τους όμοιους διφθόγγους και τριφθόγγους ‘’λι’’, ‘’Γε’’, ‘’γι’’ και ‘’ικι’’. Το ‘’κ’’ είναι όμοιο με αυτό σε υπογραφή και επώνυμο. Επισημαίνεται ότι το γραφικό στοιχείο ‘’α’’ στο επώνυμο ‘’……’’ χαράσσεται υπό δύο μορφές α) το ένα με δύο δομικές γραμμές, τον κύκλο και την εφαπτόμενη σ΄ αυτόν, κάθετη γραμμή και το άλλο με μία δομική γραμμή, που σχηματίζει ρόμβο και διασταυρούται ‘’.

Τέλος, υπέρ της γνησιότητας της υπογραφής του διαθέτη στην ένδικη διαθήκη αποφαίνεται και ο ως άνω πραγματογνώμονας  Σ. Κ., ο οποίος διορίστηκε, κατά τα προεκτεθέντα, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στην υπ΄αρ. ……… έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης  του, Ειδικότερα, ο παραπάνω πραγματογνώμονας, καταλήγει στα τελικά πορίσματα, ότι  1. ‘’Το σύνολο των χειρόγραφων ενδείξεων γραφής, που διαλαµβάνονται επί των υπό έλεγχο εγγράφων [Π1] & [Π2], ήτοι: α) οι χειρόγραφες ενδείξεις γραφής, που συγκροτούν το κείµενο της πειστήριας διαθήκης [Π1], β) οι χειρόγραφες ενδείξεις γραφής: «…….», που τίθενται κάτωθι  των ενδείξεων: «Ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ» επί της πειστήριας διαθήκης [Π1] καθώς και οι χειρόγραφες ενδείξεις γραφής, που διαλαµβάνονται επί του επιστολικού φακέλου [Π2] (σημ. που προφανώς ήταν τοποθετημένη),  συνιστούν προϊόντα χάραξης ενός και του αυτού ατόμου και έχουν χαραχθεί από το άτομο που έχει χαράξει και τη γραφή επί του διατιθέμενου ως δειγματικού υλικού γραφής του . …….’’. 2. Η υπογραφή που διαλαµβάνεται επί της πειστήριας διαθήκης [Π1] (σημ. η μονογραφή) παρουσιάζουν διαφορές σε βασικά γραφολογικά της γνωρίσµατα και στοιχεία µε το διατιθέµενο ως δειγµατικό υλικό υnογραφών του . .. ……. σε βαθµό τέτοιο ώστε να µην συνδέονται µεταξύ τους γραφολογικά’’. Στην ως άνω έκθεση ο εν λόγω πραγµατογνώµονας αναλύοντας και αιτιολογώντας, πώς κατέληξε στα ως άνω συμπέρασμα, αναφέρει, µεταξύ άλλων τα εξής, τα οποία επισημαίνονται και με την εκκαλουμένη απόφαση ‘’… Από την περαιτέρω συγκριτική εξέταση των χειρόγραφων ενδείξεων: «………..» που τίθενται κάτωθι των ενδείξεων: «ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ» επί της πειστήριας διαθήκης [Π1] µε το διατιθέµενο ως δειγµατικό υλικό γραφής του ………., διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζουν ομοιότητες σε επιμέρους γραφολογικά τους χαρακτηριστικά. Ειδικότερα: ί) Ομοιότητες εντοπίζονται στο μέγεθος των τονικών σημείων καθώς και στη θέση του τονικού σημείου στον χαρακτήρα «ω», όπου τίθεται δεξιότερα αυτού, ίί) στο χαρακτήρα «…..», οι ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του, ο οποίος πραγματοποιείται με δύο χαρακτικές κινήσεις, στο σχηματισμό αραχνοειδών άγκιστρων στα άνω τμήματα των δύο σκελών του, καθώς και στο κάτω αριστερό σκέλος του, στην υψομετρική αναλογία των σκελών του, iii) στον πρώτο -κατά σειρά- χαρακτήρα «α» (που ακολουθεί τον χαρακτήρα «……..») στη λέξη «…….», οι ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του, ο οποίος πραγματοποιείται με μία χαρακτική κίνηση, στο σημείο ενάρξεως του κυκλικού σχηματισμού, στον τρόπο σχηματισμού του οφθαλμιδίου στο άνω μέρος, στην προέκταση προς τα δεξιά που σχηματίζει η καταληκτική κίνηση, iv) στο χαρακτήρα «λ» οι ομοιότητες εντοπίζονται συνδυαστικά: στον εν γένει τρόπο σχηματισμού του, ο οποίος πραγματοποιείται με δύο χαρακτικές κινήσεις στην καμπύλη που σχηματίζει το άνω τμήμα του, στο κοίλο τμήμα που σχηματίζεται στο κάτω αριστερό σκέλος, v) στους τρεις (3) χαρακτήρες «ι», που διαλαμβάνονται -κατά περίπτωση- στις λέξεις: «……….», ομοιότητες εντοπίζονται στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού τους, vi) στο χαρακτήρα «κ» οι ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και στον τρόπο σχηματισμού του, στην απόδοση του δεξιού κοίλου τμήματος, vii) στο δεύτερο -κατά σειρά- χαρακτήρα «α» (που ακολουθεί το χαρακτήρα «ι») στη λέξη: «……….», οι ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του, στο σημείο σύγκλισης του κυκλικού σχηματισμού, viii) στο χαρακτήρα «ς» που διαλαμβάνεται στη λέξη: «………», οι ομοιότητες εντοπίζονται στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του, ix) στο χαρακτήρα «Γ», ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και τον εν γένει τρόπο σχηματισμού του, ο οποίος πραγματοποιείται με μία χαρακτική κίνηση, στην επαναχάραξη που δημιουργείται κατά το σχηματισμό της εναρκτήριας κίνησης, x) στο χαρακτήρα «ε», ομοιότητες εντοπίζονται: στη μορφή και τρόπο σχηµατισµού του, στη σχηµατιζόµενη προεκτεινόµενη καµπύλη στο κάτω τµήµα του, xi) στο χαρακτήρα «ω», οµοιότητες εντοπίζονται στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του, xii) στον χαρακτήρα «ρ», οµοιότητες εντοπίζονται: στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του, στο µήκος και την κλίση της κατακόρυφης γραµµής του, xiii) στο χαρακτήρα «γ», οµοιότητες εντοπίζονται συνδυαστικά: στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του, στο σχηµατιζόµενο άγκιστρο στην άνω δεξιά κεραία του, στη µορφή του σχηµατιζόµενου βρόγχου στο κάτω τµήµα του, xiv) στο χαρακτήρα «Ο», οµοιότητες εντοπίζονται: στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του, στο σηµείο σύγκλισης του κυκλικού σχηµατισµού, κv) στον χαρακτήρα «ι» που διαλαµβάνεται στη λέξη: «………», οι οµοιότητες εντοπίζονται: στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του καθώς και στην ιδιότυπη δοµή του. Αναφορικά µε τη διαφοροποίηση που παρατηρείται ως προς το µικρότερο µέγεθος που παρουσιάζουν οι υπό έλεγχο χαρακτήρες συγκριτικά µε τους λοιπούς χαρακτήρες, που συγκροτούν το κείµενο της πειστήριας διαθήκης, σηµειώνεται ότι και στο εξετασθέν δειγµατικό υλικό εντοπίστηκε αφενός παρόµοιο µέγεθος χαρακτήρων µε εκείνο των υπό έλεγχο χαρακτήρων: «.. ……..» και αφετέρου παρόµοια διακύµανση του µεγέθους των χαρακτήρων ακόµα και µέσα στο ίδιο έγγραφο. Από την αξιολόγηση των ανωτέρω ευρηµάτων καταδεικνύεται ότι οι χειρόγραφες ενδείξεις: «… …» που τίθενται κάτωθι των ενδείξεων: «ο ΔΙΑΘΕΤΗΣ» επί της πειστήριας διαθήκης έχουν χαραχθεί από το άτοµο που έχει χαράξει και τη γραφή επί του διατιθέµενου ως δειγµατικού υλικού γραφής του ………’’.

Η υπογραφή δε αυτή του διαθέτη στην οποία αναγράφεται ολογράφως το ονοματεπώνυμό του και η οποία τίθεται στο τέλος της εν λόγω διαθήκης, επισφραγίζοντας την έκφραση της τελευταίας του βούλησης, περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, κατά τα προεκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη, ήτοι το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη, ώστε να διαγνωσθεί η ταυτότητά του. Δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της διαθήκης, το ότι, η μονογραφή, κάτω από την υπογραφή  του διαθέτη, παρουσιάζει διαφορές σε βασικά γραφολογικά της γνωρίσματα με το διατιθέμενο, ως δειγματικό, υλικό υπογραφών, όπως αποφαίνεται ο παραπάνω πραγματογνώμονας.

Από τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα στην προαναφερθείσα έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, εκτιμωμένης σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, το δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη δεν είναι πλαστή, όπως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η ως άνω πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε στα πλαίσια της παρούσας πολιτικής δίκης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα, θεωρείται από το δικαστήριο πιο αξιόπιστη από τις λοιπές (ως άνω πραγματογμωμοσύνη του Κ. Κ. και τεχνικές εκθέσεις), διότι αφενός μεν είναι εκτενέστερη και πιο λεπτομερώς αιτιολογημένη, αφετέρου δε, εξετάστηκε από τον εν λόγω πραγματογνώμονα το πρωτότυπο της διαθήκης και λήφθηκαν υπόψη από αυτόν, περισσότερα και πιο πρόσφατα σε σχέση με το χρόνο θανάτου του διαθέτη, δείγματα γραφής του τελευταίου. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από άλλα περιστατικά που αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, ο διαθέτης,  ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα πνευμονική ίνωση, αναπνευστική ανεπάρκεια κ.λπ, (υποβαλλόταν δε επί διετία, περίπου, πριν το θάνατό του, σε συνεχή οξυγονοθεραπεία, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα και παρακάτω), διέμενε μαζί με την αδερφή του- εναγόμενη, ήδη από το έτος 1998, στην οικία της τελευταίας, η οποία τον φρόντιζε σε καθημερινή βάση. Αντίθετα, (ο διαθέτης) δεν διατηρούσε στενές σχέσεις με το γιό του – ενάγοντα, ο οποίος, μάλιστα, είχε προβεί σε αλλαγή του επωνύμου του, ώστε αυτό να είναι διαφορετικό από του διαθέτη – πατέρα του, πράγμα, που όπως είναι φυσικό, στεναχώρησε πολύ τον τελευταίο και ήταν αφορμή να διαρρηχθούν οι, ήδη ψυχρές, σχέσεις τους. Πέραν τούτων,  και σε προηγούμενη, από 7-10-2007, ιδιόγραφη διαθήκη, που είχε συντάξει ο ……….., είχε αφήσει την εναγόμενη ως μοναδική του κληρονόμο, πράγμα που καταδεικνύει ότι αυτή ήταν η πάγια βούλησή του.

Ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη έλαβε μόνο ‘’τύποις’’ υπόψη της, τις τεχνικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των προαναφερθέντων γραφολόγων, και κυρίως του Κ.Κ., που διατάχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, ενώ ουσιαστικά στηρίχθηκε μόνο στη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του γραφολόγου Σ. Κ., μη αποφαινόμενη επί του αιτήματος του (ενάγοντος) να διαταχθεί, ενόψει των αντικρουόμενων συμπερασμάτων στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των ως άνω γραφολόγων, νέα πραγματογνωμοσύνη. Ο λόγος, όμως, αυτός της έφεσης, δεν ευσταθεί, διότι, όπως σαφώς αναφέρεται στην εκκαλουμένη, αλλά συνάγεται και από το αιτιολογικό της, στο οποίο μνημονεύονται, τόσο τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης του Κ. Κ., όσο και της τεχνικής έκθεσης της Λ. Α., το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη όλες τις τεχνικές εκθέσεις και εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Το γεγονός ότι, εκτιμώντας, σύμφωνα με το νόμο, ελεύθερα, τις αποδείξεις, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην εν λόγω πραγματογνωμοσύνη του Σ. Κ, πράγμα, εξάλλου, που εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του, δε σημαίνει ότι δεν αξιολόγησε και τις λοιπές. ΄Αλλωστε, δεν επιβάλλεται ειδική μνεία και αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική επιβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ’ είδος μόνο αναφερόμενα μέσα. (ΑΠ 513/2016, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ο ενάγων – εκκαλών με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, βάλλει κατά της αξιοπιστίας των πορισμάτων της πραγματογνωμοσύνης του Σ. Κ. περί γνησιότητας της διαθήκης, που εσφαλμένα κατά τους ισχυρισμούς του, υιοθέτησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι, όπως υποστηρίζει, ο πραγματογνώμονας αυτός, παρέλειψε να προβεί στην συγκριτική εξέταση των λέξεων ‘’ ……. ……….’’ στην αρχή του κειμένου της διαθήκης, με τις ίδιες αυτές λέξεις (ονοματεπώνυμο του διαθέτη), κάτω από το ‘’Ο  ΔΙΑΘΕΤΗΣ‘’, τις οποίες συνέκρινε μόνο με άλλα δείγματα γραφής του διαθέτη, αντίθετα με τον πραγματογνώμονα Κ.Κ., που δεοντολογικά το έπραξε. Εκτός του ότι, όμως, κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από την ανάγνωση της πραγματογνωμοσύνης του Σ.Κ., καθώς ο εν λόγω πραγματογνώμονας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κάνει ρητή μνεία και δικαιολογεί τη διαφορά στο μέγεθος των υπό εξέταση χαρακτήρων, ήτοι της υπογραφής «………..», σε σχέση με αυτό των χαρακτήρων στο κυρίως κείμενο της διαθήκης, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει, διότι δεν έχει ειδικές γνώσεις, στην επιστημονική μεθοδολογία, που ακολουθεί ο κάθε ειδικός γραφολόγος – πραγματογνώμονας, αλλά, εκτιμά ελεύθερα, την πραγματογνωμοσύνη, σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, κατά τα προαναφερθέντα. Δεν χρειάζεται δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, όπως ζητεί ο ενάγων – εκκαλών με το δεύτερο επίσης λόγο της έφεσής του, να διαταχθεί η διενέργεια κι άλλης πραγματογνωμοσύνης, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, αρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Οπότε κι ο λόγος αυτός της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ο ενάγων, τέλος, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα απέρριψε και την επικουρική βάση της αγωγής του, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της επίμαχης διαθήκης, για το λόγο ότι, ο διαθέτης, γεννηθείς το έτος 1951, κατά το χρόνο της σύνταξής της βρισκόταν σε ψυχική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Κι αυτό διότι, αυτός (διαθέτης), έπασχε από το έτος 2001, από χρόνια ψυχική νόσο και συγκεκριμένα ψυχωσική συνδρομή – σχιζοφρένεια, εξαιτίας της οποίας είχε νοσηλευτεί κατά καιρούς σε ψυχιατρικές κλινικές και ελάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή, καθώς επίσης (έπασχε) από διάμεση πνευμονική ίνωση, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και πνευμονική ανεπάρκεια, πάθηση η οποία είναι μη ιάσιμη και επιδεινούμενη με το χρόνο. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτόν του εκκαλούντος, προέκυψαν τα εξής. Πράγματι ο διαθέτης εκδήλωσε κατά το έτος 2001 ψυχική νόσο, όπως προκύπτει από τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά που προσκομίζει ο ενάγων – εκκαλών, τα οποία θα αναφερθούν αναλυτικά παρακάτω, και νοσηλεύτηκε κατά διαστήματα σε ψυχιατρικές κλινικές. Τα ιατρικά αυτά πιστοποιητικά, όμως, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, αφορούν τη χρονική περίοδο πριν το έτος 2006 (από το 2001 έως 2005) και πάντως όχι την εποχή σύνταξης της επίμαχης διαθήκης (1-5-2011), που έλαβε χώρα, όπως προαναφέρθηκε, μερικές ημέρες πριν το θάνατο του διαθέτη (23-5-2011). Ειδικότερα, στο από 2-9-2011 έγγραφο της Α΄ ψυχιατρικής κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρεται ότι ο ………… εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία της  Κλινικής στις 8-7-2001 για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις παραληρητικής διαταραχής, ενώ στην από 5-7-2011 ιατρική βεβαίωση της Νευρολογικής και Ψυχιατρικής Κλινικής ‘’Χαρ. Σινούρη Α.Ε’’, αναγράφεται ότι νοσηλεύτηκε εκεί από 10-7-2001 έως 10-8-2001, πάσχων από ψυχωσική συνδρομή. Ακόμη, στο από 18-8-2011 πιστοποιητικό νοσηλείας του Δ/ντή της Ψυχιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας ‘’Ο Αγ. Παντελεήμων’’, βεβαιώνεται ότι ο ως άνω διαθέτης νοσηλεύτηκε εκεί στις 28-5-2005 πάσχων από ψυχωσική συνδρομή και στο από 29-7-2011 πιστοποιητικό του Δ/ντή του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ‘’Δρομοκαίτειο ‘’, αναφέρεται ότι νοσηλεύτηκε σε αυτό από 30-5-2005 έως 1-7-2005, επίσης, για ψυχωσική συνδρομή. Εντούτοις, όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά, σχετικά με την υγεία του διαθέτη, που προσκομίζει ο ενάγων και  αφορούν το χρονικό διάστημα μετά το έτος 2006 έως το θάνατό του, κάνουν λόγο μόνο για την ασθένεια της κυστικής ίνωσης, από την οποία έπασχε. Πιο συγκεκριμένα, στο από 1-8-2011, πιστοποιητικό του Δ/ντή της Κλινικής χειρ. Θώρακος του ως άνω Νοσοκομείου (‘’Αγ. Παντελεήμων’’), αναγράφεται ότι ο διαθέτης νοσηλεύτηκε από 18-6-2007 έως 20-6-2007, πάσχων από διάμεση ίνωση, αντιμετωπίστηκε συντηρητικά και εξήλθε, αφού έλαβε οδηγίες, όπως επίσης και από 22-8-2007 έως 23-8-2007, που νοσηλεύτηκε στην ίδια κλινική με την ίδια αιτιολογία, ενώ, όπως αναφέρεται στο από 2-9-2011 πιστοποιητικό της Πνευμονολογικής Κλινικής του ίδιου νοσοκομείου, αυτός ‘’νοσηλεύτηκε από 4-9-2009 έως 7-9-2009, πάσχων από πνευμονική ίνωση, αναπνευστική ανεπάρκεια, λαμβάνει οίκοι οξυγονοθεραπεία’’. Για την ίδια δε ασθένεια (διάμεση πνευμονοπάθεια, αναπνευστική ανεπάρκεια κλπ) νοσηλεύτηκε και στο νοσοκομείο ‘’Σωτηρία’’, όπως προκύπτει από τα σχετικά πιστοποιητικά του ως άνω νοσοκομείου, από 16-9-2004 έως 28-9-2004 και από 10-4-2011 έως 21-4-2011, οπότε εξήλθε βελτιωμένος με οδηγίες για παρακολούθηση και συνεχή οξυγονοθεραπεία κατ΄ οίκον. Στο δε από 9-2-2015 ιατρικό σημείωμα του ιατρού πνευμονολόγου- φυματιολόγου Κ.Κ, που προσκομίζει η εναγόμενη, αναφέρονται τα εξής  ‘’… παρακολουθούσα τον …………, ο οποίος έπασχε από πνευμονική ίνωση – χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια. Με τον ασθενή υπήρξε μέχρι και την τελευταία μου επίσκεψη σε αυτόν τρεις ημέρες πριν το θάνατό του, πάντοτε άριστη συνεργασία και επικοινωνία, με πλήρη συμμόρφωσή του στις ιατρικές εντολές. Τον ασθενή ανέλαβα από τον Απρίλιο του 2011 μετά την έξοδό του από το νοσοκ. Σωτηρία’’.

Ακόμη δε και στην περίπτωση που δεχθούμε, ότι δεν επρόκειτο για παροδική ψυχική νόσο, όπως εν προκειμένω προέκυψε κατά τα προεκτεθέντα, αλλά για ψυχική πάθηση μη ιάσιμη ή βαρεία ψυχική διαταραχή , όπως υποστηρίζει ο ενάγων, δεν θα ήταν, μεν, απαραίτητο να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, αλλά θα χρειαζόταν και πάλι η απόδειξη της ύπαρξης αυτής της διαταραχής κατά την εποχή της σύνταξής της, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, πράγμα που ουδόλως προέκυψε στην  επίδικη περίπτωση, διότι τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούν την ψυχική ασθένεια του διαθέτη, (βλ. π.π), ανάγονται σε εποχή πολύ προγενέστερη (2001-2005), της περιόδου της σύνταξης της διαθήκης (2011). Άλλωστε, με τις σύγχρονες μεθόδους αντιμετώπισης των ψυχικών ασθενειών και τη λήψη κατάλληλης και εξειδικευμένης φαρμακευτικής αγωγής, οι ψυχικά πάσχοντες μπορούν να διατηρούνται σε καλή πνευματική και ψυχική κατάσταση και να είναι λειτουργικοί. Αν πράγματι, δε, επρόκειτο για μια ασθένεια που δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, τους οποίους επιβεβαιώνει ο μάρτυράς του …………. -αδερφός του διαθέτη, τότε θα υπήρχαν ιατρικά πιστοποιητικά και βεβαιώσεις νοσηλείας του  (διαθέτη) και μετά το έτος 2005, μέχρι το θάνατό του το έτος 2011, ενώ κατά το διάστημα αυτό φαίνεται ότι έπασχε μόνο από την ως άνω πνευμονοπάθεια, η οποία, είναι μεν σοβαρή και επιδεινούμενη, δεν επηρεάζει, όμως, τις πνευματικές λειτουργίες του πάσχοντος. Εξάλλου, ο διαθέτης εργαζόταν ως καθηγητής φυσικής στη μέση εκπαίδευση, κατά το ως άνω διάστημα. Στην από 5-7-2006 δε βεβαίωση του …………, στο οποίο υπηρετούσε ο διαθέτης, η οποία συντάχθηκε πολύ πριν το θάνατό του και την άσκηση της ένδικης αγωγής, αναφέρεται ότι ‘’ο ……… δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στην Υπηρεσία ούτε ασκήθηκε εναντίον του καμία διοικητική ή άλλη δίωξη’’. Ακόμη, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας της εναγόμενης …………, ο οποίος δεν έχει συγγένεια με τους διαδίκους, αλλά ήταν συνάδερφος του διαθέτη, ο τελευταίος ήταν σε πολύ καλή ψυχοπνευματική κατάσταση και η επικοινωνία του με τον ίδιο, τους λοιπούς καθηγητές και τους μαθητές ήταν άψογη. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν και οι ενόρκως βεβαιούντες, επίσης συνάδερφοι με το διαθέτη, ……… και ……….., ο οποίος, όπως αναφέρει στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, μετά το 2010, οπότε ο ………… συνταξιοδοτήθηκε, λόγω του προβλήματος της υγείας του (κυστικής ίνωσης), τον επισκεπτόταν στην οικία, στην οποία διέμενε με την εναγόμενη, καθώς δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Ο  μάρτυρας αυτός αναφέρει χαρακτηριστικά στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, ότι, ο διαθέτης, παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, διατηρούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, πλήρη πνευματική διαύγεια και μάλιστα, στις αρχές Μάιου του 2011, σε επίσκεψη που είχε κάνει στο σπίτι του, του ανακοίνωσε, ότι είχε συντάξει τη διαθήκη του.   Οι δε αναρρωτικές άδειες που ελάμβανε από την εργασία του ο ………… αφορούσαν την ασθένεια της κυστικής ίνωσης – πνευμονοπάθειας και εξαιτίας αυτής, κι όχι κάποιας ψυχικής νόσου, συνταξιοδοτήθηκε το έτος 2010, όπως εκτέθηκε και παραπάνω.

Εξάλλου, η κίνηση του διαθέτη να αφήσει τα αναφερόμενα στη διαθήκη περιουσιακά του στοιχεία  στην αδερφή του, με την οποία συμβίωνε από το έτος 1998 και του συμπαραστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, είναι λογική και δεν δεικνύει άνθρωπο διανοητικά διαταραγμένο, ούτε αναδείχθηκαν από κάποιο αποδεικτικό μέσο, στοιχεία, από τα οποία να συνάγεται εξαπάτηση του διαθέτη εκ μέρους της εναγόμενης, που, σημειωτέον, δεν είχε δική της οικογένεια κι είχε αφιερωθεί στον αδερφό της. Από την άλλη μεριά, οι σχέσεις με τον ενάγοντα γιό του, δεν ήταν ιδιαίτερα καλές, αυτός, δε, είχε αλλάξει το επίθετό του, ώστε να μην έχει το ίδιο επίθετο με τον πατέρα του – διαθέτη, γεγονός που, όπως προαναφέρθηκε, στενοχώρησε πολύ τον τελευταίο. Ο ίδιος δε ο μάρτυρας του ενάγοντος, παραδέχεται ότι ήταν η εναγόμενη που τον φρόντιζε και συγκεκριμένα σε μια αποστροφή του λόγου του, στην κατάθεσή του, αναφέρει ‘’ το θετικό είναι ότι αυτά που έκανε στον αδερφό μου (ενν. η εναγόμενη), εγώ προσωπικά δεν θα μπορούσα να τον φροντίσω. Αυτό το αναγνωρίζω, δηλ. έκανε πάρα πολλά’’. Σε προγενέστερο δε χρόνο, ο διαθέτης, είχε συντάξει άλλη διαθήκη και συγκεκριμένα την από 7-10-2007, με την οποία επίσης κατέλιπε την εναγόμενη ως μοναδική του κληρονόμο και μάλιστα στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του και όχι επί δήλων πραγμάτων, όπως στην επίδικη, έστω κι αν αυτά, όπως υποστηρίζει ο ενάγων, αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της περιουσίας του. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερθέντα, κι ως άνω τρίτος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω με λιγότερο εκτενή, σε κάποια σημεία, αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο, επιτρεπτώς, συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183,191 ΚΠολΔ). Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 4943/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το παράβολο, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της ένδικης έφεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 2018  και Δηµοσιεύθηκε στις   7 Δεκεμβρίου 2018, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ