ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 726/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθ. 50/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιά, Εφέτη Μαρίας Κωττάκη με βάση το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας της πανδημίας από τον ιό COVID-19, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14.5.2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιά, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 17.11.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση της εδρεύουσας στη Βαλέτα Μάλτας εταιρίας με την επωνυμία “…….” κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» προς εξαφάνιση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία 4538/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς το παραπάνω ένδικο μέσο είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 24.10.2019 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 19.3.2020, οπότε η συζήτησή του ματαιώθηκε λόγω της προαναφερόμενης επιβληθείσας προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «Η διαδικασία αρχίζει με την εκφώνηση από το δικαστή των υποθέσεων από το πινάκιο με τη σειρά που είναι γραμμένες. Ο δικαστής διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στα πρόσωπα που μετέχουν σ` αυτήν,τον αφαιρεί σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που τη ρυθμίζουν ή των οδηγιών του, εξετάζει τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους τους, τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες, κηρύσσει τη συζήτηση περατωμένη, όταν σύμφωνα με την κρίση του η υπόθεση διευκρινίστηκε όσο χρειάζεται και δημοσιεύει την απόφαση.» Εξάλλου, κατ’ άρθρο 106 του ΚΠολΔ «Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά», ενώ κατ’ άρθρο 108 του ίδιου Κώδικα «οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση δικαστής έχει την ευχέρεια, έστω κι αν έχει εκφωνήσει ορισμένη υπόθεση στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και την έχει κηρύξει περατωμένη ορίζοντας ότι η υπόθεση συζητείται ερήμην ενός εκ των διαδίκων, σε περίπτωση που δεν έχει λήξει η συνεδρίαση κατά την ορισθείσα για τη συζήτηση της υπόθεσης δικάσιμο, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση που δεν έχει εκφωνηθεί η επόμενη κατά τη σειρά του πινακίου υπόθεση, να επανέλθει, εφόσον το ζητήσουν οι διάδικοι, δηλώνοντας ότι παρίστανται νομίμως κι επιθυμούν την κατ’ αντιμωλία συζήτηση της υπόθεσης και να επανεκφωνήσει την υπόθεση, δικάζοντάς τη αντιμωλία των διαδίκων. Τούτο εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης, ώστε ν’ αποφεύγεται η άσκοπη άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, ικανοποιεί τον επιδιωκόμενο κατ’ άρθρο 110 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος σκοπό για ακρόαση από το δικαστήριο όλων των διαδίκων, επιπλέον δε συνάδει με την ως άνω προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 108 ΚΠολΔ αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων στην προώθηση της πολιτικής δίκης. Η τελευταία συναντάται στη δικαστηριακή πρακτική και μετά τη λήξη της συνεδρίασης και στην κατ’ αντιμωλία συζήτηση της υπόθεσης, όταν οι διάδικοι κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας και πριν την έκδοση απόφασης από τον δικαστή, παραδίδουν στη γραμματεία του δικαστηρίου κοινή δήλωση υπογεγραμμένη από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με την οποία δηλώνουν ότι επιθυμούν τη μη έκδοση απόφασης. Τότε η δήλωση των διαδίκων, που εμφανίσθηκαν νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, να θεωρηθούν απόντες, επέχει θέση δήλωσης ανάκλησης της παράστασης τους, η οποία από απόψεως συνεπειών θεωρείται ότι δεν έγινε (αναλόγως με τη διάταξη του άρθρου 295 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να θεωρείται αναδρομικώς ματαιωμένη η συζήτηση της υποθέσεως κατά το άρθρο 260 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 278/2012, ΕλλΔνη 2013, σελ. 1403, ΕφΑθ 8862/2000 ΕλλΔνη 2002, σελ. 846, ΕφΑθ 9289/1992 ΕλλΔνη 1993, σελ. 1632, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, άρθρο 260, σελ. 448, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ συμπληρωματικός τόμος άρθ. 260 αρ. 1, σ. 297-298). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο της 9.7.2020, η ως άνω ένδικη από 17.11.2018 έφεση εκφωνήθηκε, στον ορισθέντα τόπο (αίθουσα 307 του Εφετείου Πειραιά) και χρόνο (ώρα 11.00 π.μ.),στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, έχουσα αριθμό πινακίου 7. Κατά την αρχική εκφώνηση η εκκαλούσα ήταν απούσα, ενώ η εφεσίβλητη παρίστατο με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, οπότε ο δικαστής αυτού του Δικαστηρίου θεώρησε περατωμένη τη συζήτηση και σημείωσε επί του πινακίου ότι η υπόθεση συζητείται ερήμην της εκκαλούσας. Εντούτοις, κατόπιν διακοπής της συνεδρίασης και πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην εκφώνηση της επόμενης κατά σειρά έφεσης, με αριθμό 8 του πινακίου, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας εταιρίας, Ευριπίδης Αργυρόπουλος και ζήτησε να εκφωνηθεί εκ νέου η ένδικη έφεση για να παραστεί για λογαριασμό εκείνης, καθώς εκ παραδρομής θεώρησε ότι η εκφώνηση των υποθέσεων γινόταν σε διπλανή αίθουσα. Επιπλέον απεστάλη στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου e-mail του παρασταθέντος με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας, …….. (George Zourosg.zouros@sioufas. com), με ημερομηνία λήψης 9.7.2020 και ώρα 12.17 μ.μ. με θέμα «ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΠΑΝΕΚΦΩΝΗΣΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ» κι όπου ο εν λόγω δικηγόρος δηλώνει επί λέξει: «Αποδέχομαι την επανεκφώνηση της υπ’ αριθμ. πινακίου 7 ήδη συζητηθείσας υπόθεσης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) με σημερινή δικάσιμο, στην οποία έχω ήδη παρασταθεί με δήλωση για λογαριασμό της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, λόγω της ολιγόλεπτης καθυστέρησης της αντιδίκου πλευράς». Δεδομένου ότι δεν είχε λήξει η συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού, ούτε καν δε είχε προχωρήσει η εκφώνηση της επόμενης εγγραφείσας στο πινάκιο υπόθεσης, ο δικαστής αυτού του Δικαστηρίου, με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ανακάλεσε την αρχική εκφώνηση της ένδικης εφέσεως που έγινε ερήμην της εκκαλούσας και επανεκφώνησε την υπ’ αριθ. 7 πινακίου υπόθεση, οπότε η εκκαλούσα παρέστη δια του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ευριπίδη Αργυρόπουλου και η εφεσίβλητη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ………….. Επομένως, η υπόθεση συζητείται αντιμωλία των διαδίκων. Περαιτέρω, η ως άνω από 17.11.2018 έφεση κατά της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία κατόπιν συζήτησης της υπόθεσης αντιμωλία των διαδίκων υπ’ αριθ. 4538/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, αφού η κατάθεσή της έγινε στις 26.11.2018, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9.10.2018, δηλαδή η έφεση ασκήθηκε πριν περάσει διετία από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 Δικαστήριο (Ναυτικό Τμήμα- λόγω της φύσης της διαφοράς), κατά την ίδια εφαρμοζόμενη τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του εν λόγω ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.2 στοιχ. Αβ του ΚΠολΔ παράβολο, εξοφλημένο (βλ. το επισυναφθέν στην έκθεση για την άσκηση της έφεσης e-παράβολο με κωδικό ……… ποσού 100 ευρώ και την από 23.11.18 απόδειξη εξόφλησης οφειλών προς τρίτους με μετρητά της Εθνικής Τράπεζας). Περαιτέρω, νομίμως συνεχίζει τη δίκη στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως οιονεί καθολική της διάδοχος η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….». Ειδικότερα, με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ……./20.3.2020 (ΑΔΑ: …) απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/Γενική Διεύθυνση Αγοράς/ Διεύθυνση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εγκρίθηκαν: α) η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» («Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του τραπεζικού κλάδου της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………..» («Επωφελούμενη»), κατά συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 και των άρθρων 57 παρ.3 και 59-74 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, και σύμφωνα με την από 10.1.2020 απόφαση/εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Διασπώμενης, την από 31.1.2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής, καθώς και την υπ’ αριθ. …/13.3.2020 Συμβολαιογραφική Πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και β) το καταστατικό της Επωφελούμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο “……”, όπως αυτό εγκρίθηκε από την από 31.1.2020 Έκτακτη Γενική Συνέλευση της Διασπώμενης και προσαρτήθηκε στην ως άνω υπ’ αριθ. ……/13.3.2020 Συμβολαιογραφική Πράξη. Την ίδια μέρα το καταστατικό της «……….» καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και αναρτήθηκε στον διαδικτυακό του τόπο. Δυνάμει των προσκομιζόμενων υπ’ αριθ. ../20.3.2020 και …./20.3.2020 Ανακοινώσεων του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/ Γενική Δ/νση Αγοράς/ Διεύθυνση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Ανωνύμων Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων καταχωρίσθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκαν στον διαδικτυακό τόπο του αντίστοιχα, στοιχεία της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» για τη διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας αυτής και στοιχεία της νεοσυσταθείσας ανώνυμης εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………..». Ειδικότερα: α) με την πρώτη ανακοίνωση καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης ….. η με αριθμό πρωτοκόλλου …./20.3.2020 (ΑΔΑ: ……….) απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/ Γενική Διεύθυνση Αγοράς/ Δ/νση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …. (πρώην ΑΡΜΑΕ ………..) («Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του τραπεζικού κλάδου της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………» («Επωφελούμενη») και β) με τη δεύτερη ανακοίνωση καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …….. η ίδια ως άνω απόφαση (31847/20.3.2020) ως προς την έγκριση της άνω διάσπασης (μετασχηματισμού) με τη σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………..» («Επωφελούμενη») που έλαβε αριθμό Γ.Ε.ΜΗ …….., καθώς και το καταστατικό της Επωφελούμενης, νεοσυσταθείσας εταιρείας. Λόγω της κατά τα άνω οιονεί καθολικής διαδοχής ως προς τον τραπεζικό κλάδο, η Επωφελούμενη Τράπεζα υποκαταστάθηκε στις 20.3.2020, αυτοδικαίως εκ του νόμου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Διασπώμενης «………..» (αρχικώς εφεσίβλητης) και υποκαταστάθηκε ως διάδικος στη θέση της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της και στην παρούσα δίκη, χωρίς να έχει επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.3 του ν. 4601/2019. Περαιτέρω, η νυν εκκαλούσα είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 16.9.2014 (με Γ.Α.Κ. …../2014 και αριθμό κατάθεσης ……../2014) ανακοπή της κατά της εφεσίβλητης, όπου διελάμβανε ότι την 1.9.2014 της επιδόθηκε αντίγραφο της υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την παρά πόδας αυτής από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία αυτή ως δανειολήπτρια, αλλά και εις ολόκληρον η ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……….» και ο ………. ως εγγυητές επιτάσσονταν να πληρώσουν στην καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία ως κεφάλαιο το ποσό του 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. (ληξιπρόθεσμο ποσό κεφαλαίου 500.000 δολάρια ΗΠΑ συν ληξιπρόθεσμους τόκους από 5.7.2013, από 5.10.2012, από 7.1.2013, από 5.4.2013 και από 5.7.2013) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α.-Ευρώ κατά τον χρόνο αποπληρωμής του εν λόγω ποσού, ως μέρος μη εξοφληθέντος και καταγγελθέντος δανείου ποσού 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., που είχε χορηγήσει η φερόμενη ως δικαιοπάροχος της καθ’ης τράπεζα «……..» στην ανακόπτουσα εταιρία δυνάμει της από 10.12.2007 σύμβασης δανείου και των τροποποιητικών αυτής συμβάσεων και με εγγυητές τους ανωτέρω, για την αγορά του πλοίου “R.”, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη και το ποσό των 300 ευρώ για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή και για δαπάνες επιδόσεως. Ότι εν συνεχεία, την 3.9.2014, με βάση την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, με την υπ’ αριθ. ………/3.9.2014 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………, κατασχέθηκε, με επίσπευση της καθ’ης τράπεζας, το ως άνω πλοίο “ROUBINIK.”, ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας. Κατόπιν τούτου, η τελευταία ζητούσε για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ../2014 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….. καθώς και η σχετική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης και κάθε άλλη περαιτέρω πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την 4538/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι έχει τη διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς (άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ.1, 60 παρ.1 και 22 αριθ. 5 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») κι αφού έκρινε εφαρμοστέο δίκαιο ως προς το δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και την αναγκαστική εκτέλεση το ελληνικό (lexfori), ως το δίκαιο της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει και το δίκαιο του τόπου όπου λαμβάνει χώρα η αναγκαστική εκτέλεση και ως προς το ουσιαστικό δίκαιο της επίδικης δανειακής σύμβασης εφαρμοστέο το αγγλικό ως το δίκαιο που επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους από την ένδικη από 10.12.2007 σύμβαση δανείου (όρος 13.12 της κύριας και 11 των συμπληρωματικών αυτής συμβάσεων) σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1792/1988, απέρριψε τους λόγους της ανακοπής, τον πρώτο ως ουσία αβάσιμο και τον δεύτερο ως νόμω αβάσιμο και εντέλει την ανακοπή στο σύνολό της, επιβάλλοντας στην ανακόπτουσα τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή. Με την υπό κρίση έφεσή της η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτή, παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η παραπάνω απόφαση ως προς όλα της τα κεφάλαια, ακολούθως να κρατηθεί για να δικασθεί η ως άνω ανακοπή της από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης της υπ’ αριθ. …./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κ. ………… και της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή που επιδόθηκε αυθημερόν σ’ εκείνη από την καθ’ης η ανακοπή σε αντίγραφο απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και ειδικότερα η υπ’ αριθ. ……../03.09.2014 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………. και η σχετική περίληψη αυτής, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ανακόπτουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Σημειωτέον ότι με τις προτάσεις της η εκκαλούσα αιτείται να ακυρωθεί και η από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε σε αυτή την 1.9.2014 από την εφεσίβλητη-καθ’ης η ανακοπή σε αντίγραφο απογράφου της πιο πάνω διαταγής πληρωμής, πλην όμως το αίτημα αυτό που δεν υποβλήθηκε εξαρχής με την από 17.11.2018 ανακοπή της τυγχάνει απαράδεκτο κατ’ άρθρο 12 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς επιχειρείται να εισαχθεί αίτημα ανακοπής κατά πράξης εκτέλεσης, προηγηθείσας της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με παράκαμψη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο της παραπάνω ανακοπής της που έπληττε, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και δη της υπ’ αριθ. …./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο ως άνω πλοίο κυριότητάς της “R.”, επικαλούμενη έλλειψη παραχρήμα απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης τράπεζας ως προς το αίτημα έκδοσης διαταγής πληρωμής και την επίδικη έννομη σχέση. Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι η αιτηθείσα την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής- καθ’ης η ανακοπή τράπεζα ισχυρίσθηκε με την αίτησή της ότι τυγχάνει καθολική διάδοχος της «… .», στην οποία δήθεν είχε μεταβιβασθεί η ως άνω ένδικη απαίτηση από το επίδικο δάνειο, μετά τη σύστασή της στις 9.10.2011, ως «μεταβατικό» πιστωτικό ίδρυμα με την υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, στο οποίο μεταβιβάσθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της εν προκειμένω δανείστριας «…. .», που αναφέρονται στο Παράστημα Ι της ίδιας απόφασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι έννομες σχέσεις της τελευταίας τράπεζας που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές συμβάσεις, με εξαίρεση κατά την παράγραφο 2 περ.β’ της ως άνω υπ’ αριθ. 9250/2011 Υ.Α. τις συμβατικές σχέσεις της «. …….» από τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που περιγράφονται στον Πίνακα (1) «ήτοι δάνεια που έχουν μεταφερθεί στην οριστική καθυστέρηση και δάνεια με υψηλό ποσοστό ζημίας» που παρέμειναν στην αμέσως παραπάνω τράπεζα κι αφού με την από υπ’ αριθ. 20/9-10-2011 συνεδρίαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση, με διορισθέντα ειδικό εκκαθαριστή τον Ευστάθιο Πρασσά. Ότι ωστόσο η καθ’ηςη ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη τράπεζα στην από 22.7.2014 αίτησή της που οδήγησε στην έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής δεν ανέφερε, ως όφειλε, τον συγκεκριμένο/μοναδικό κωδικό της επίδικης δανειακής σύμβασης ή άλλα προσδιοριστικά στοιχεία αυτής, τέτοια, ώστε να προκύπτει αναμφιβόλως η ενεργητική της νομιμοποίηση για την υποβολή του αιτήματος έκδοσης της διαταγής πληρωμής και δη ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση που υπεγράφη με την …. δεν ανήκει στις ειδικά απαριθμούμενες συμβάσεις του Πίνακα Ι, οι οποίες κατά τα ανωτέρω «ως δάνεια που έχουν μεταφερθεί στην οριστική καθυστέρηση και δάνεια με υψηλό ποσοστό ζημίας» δεν μεταβιβάσθηκαν στη «… .», αλλά παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……», της οποίας όμως η καθ’ης δεν είναι καθολική διάδοχος. Ότι ο κωδικός αυτός ήταν απολύτως αναγκαίος για την άμυνα της ανακόπτουσας, ο οποίος ποτέ δεν της χορηγήθηκε (γνωστοποιήθηκε) με αποτέλεσμα ν’ αποστερείται με υπαιτιότητα της καθ’ης το δικαίωμα πλήρους ανταποδείξεως. Ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω, ανεξαρτήτως του ότι η αίτηση της καθ’ης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν αόριστη, αφού δεν εκτίθεντο σ’ αυτήν στοιχεία που να ταυτοποιούν αν η επίδικη δανειακή σύμβαση εξαιρείτο ή όχι από τη μεταβίβαση του ενεργητικού της «….» στη «…………», στη θέση της οποίας αργότερα υποκαταστάθηκε η καθ’ ης, πρωτίστως ήταν απαράδεκτη, γιατί δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα με βάση τα οποία θα αποδεικνύεται η δήθεν ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή. Ότι συνεπώς η παραπάνω διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω του ως άνω διαδικαστικού απαραδέκτου και δη διότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπο της καθ’ης η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής της νομιμοποίησης, καθώς υπήρχε αοριστία ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της έννομης σχέσης και συνακόλουθα ακυρωτέα είναι και η με αυτήν αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεση. Σημειωτέον ότι με τον πρώτο λόγο έφεσης και με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η εκκαλούσα επιχειρεί να εισαγάγει απαραδέκτως κατά παράκαμψη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 12 παρ.2 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής με τον οποίο αμφισβητεί κι επί της ουσίας ότι η επίδικη δανειακή μεταβιβάσθηκε κατά τα ανωτέρω από την «………» στη «………», υποστηρίζοντας πλέον ότι η επίδικη συμβατική σχέση παρέμεινε στην υπό εκκαθάριση «………….» ως «δάνειο με υψηλό ποσοστό ζημίας», ενώ στο δικόγραφο της ένδικης από 16.9.2014 ανακοπής δεν περιέλαβε λόγο ανακοπής με τον οποίο να υποστηρίζει κάτι τέτοιο και δη ότι η επίμαχη σύμβαση περιλαμβανόταν στις δανειακές συμβάσεις τις περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος της υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………» που εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση και παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «………..». Αντίθετα, στον σχετικό λόγο ανακοπής της έκανε λόγο ότι «συνεπώς, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω του ως άνω διαδικαστικού απαραδέκτου και δη ότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπο της καθής η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής της νομιμοποίησης καθώς υπήρχε αοριστία ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της έννομης σχέσης, ΑΚΥΡΩΤΕΑ δε είναι και η με αυτήν αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεση». Κατά τα λοιπά, ο παραπάνω λόγος ανακοπής, ως περιέχεται στην ένδικη ανακοπή, ήτοι αναφερόμενος στη μη παραχρήμα απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης κι ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρο 934 παρ.1 στ. α’ και παρ.2 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623, 624, 626 παρ.1 εδ.α’, 628 και 933 παρ.1 ΚΠολΔ, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, όπως ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, από τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του αρμόδιου δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η καθ’ης, προέκυπτε παραχρήμα ότι η επίδικη σύμβαση δανείου μεταβιβάσθηκε αρχικά από την “. …….» στη «…………» και τελικά στην καθ’ης. Συγκεκριμένα στην ως άνω προσκομιζόμενη σε ακριβές αντίγραφο εκδοθείσα υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγή πληρωμής διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Η αιτούσα επιδιώκει να εκδοθεί διαταγή πληρωμής εις βάρος των καθ’ων με βάση τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται και επισυνάπτονται στην αίτησή της και συγκεκριμένα: α. Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της από 10 Δεκεμβρίου 2007 Αρχικής Σύμβασης Δανείου (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική) που συνήφθη μεταξύ της τραπέζης «. …….» ως δανείστριας και της πρώτης των καθ’ων “……………..» ως Δανειολήπτριας…β. Το ΦΕΚ (Τεύχος Β’) υπ’ αριθμ. 2246/9-10-2011 στο οποίο δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «… …..» όπου ι στο Παράρτημα 1 της εν λόγω υπ’ αριθμ. 9250 απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην «………..», μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις της «………» με τρίτους, στις οποίες υποκαταστάθηκε πλήρως η «………..», καθώς και το σύνολο του παθητικού και ενεργητικού της «…………». Στις μεταβιβαζόμενες συμβατικές σχέσεις ρητά συμπεριελήφθησαν και οι συμβατικές σχέσεις από δανειακές συμβάσεις της «……….» με τρίτους (εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος, στον οποίο όμως δεν περιελήφθη το ένδικο δάνειο προς την καθ’ης). Επομένως, η ένδικη συμβατική σχέση εκ της Συμβάσεως Δανείου περιλαμβάνεται σε αυτές που μεταβιβάστηκαν στην δικαιοπάροχο της αιτούσης «. . ….». γ. Το ΦΕΚ (Τεύχος Β’) υπ’ αριθμ. 8382/27-11-2013 στο οποίο δημοσιεύθηκε η από 22.11.2013 και με αριθμό Κ2-7010/22-11-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση της τραπέζης μας με την «…………», με απορρόφηση της τελευταίας από την τράπεζά μας και η «…..» διεγράφη από το ΓΕΜΗ και σύμφωνα με την οποία η αιτούσα τράπεζα υποκαταστάθηκε πλήρως στις συμβατικές σχέσεις της απορροφηθείσας τράπεζας με τρίτους, μεταξύ των οποίων και η ένδικη εκ της Συμβάσεως Δανείου…ζ. Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2012 Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική), η οποία υπεγράφη από την «……….», ως δανείστριας, την πρώτη των καθών, ως δανειολήπτριας και της δευτέρας και τρίτου των καθών ως εγγυητών στο προοίμιο της οποίας, οι καθών εκ νέου αναγνώρισαν και επιβεβαίωσαν ότι (α) έχει χορηγηθεί στην Δανειολήπτρια ολόκληρο το ποσό του Δανείου και (β) αμέσως πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της συμφωνίας αυτής (ήτοι την 27.6.2012) το ποσό των Δολλ. ΗΠΑ 12.100.000 παρέμενε ανεξόφλητο…». Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνυόταν πλήρως η ενεργητική νομιμοποίηση της αιτηθείσας την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής τράπεζας, ήδη εφεσίβλητης ως καθολικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρίας «………..» σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 εδ.α’ του κ.ν. 2190/1920, στην οποία είχε προηγουμένως μεταβιβασθεί η επίδικη δανειακή σύμβαση με την υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών από την αρχική δανείστρια «…………», χωρίς να συμπεριληφθεί η σύμβαση αυτή στις εξαιρεθείσες και περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος δανειακές συμβάσεις που παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση τραπεζική εταιρία «…………». Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι στην αίτηση για την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής καθώς και στα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την εφεσίβλητη- καθ’ ης η ανακοπή στον αρμόδιο για την έκδοσή της δικαστή, έπρεπε απαραιτήτως για τη στοιχειοθέτηση της ενεργητικής της νομιμοποίησης να αναφέρεται ο μοναδικός κωδικός της επίδικης σύμβασης δανείου, ώστε εξ αυτού να μπορεί να προκύψει εάν το εν λόγω δάνειο δεν παρέμεινε στην υπό εκκαθάριση «……..» και μεταβιβάσθηκε στη «………..», δεν ευσταθεί. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι η δανειακή σύμβαση προσδιοριζόταν επαρκώς από την αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής τράπεζα από τα στοιχεία που περιέχονταν στην αίτησή της και αφορούσαν στη σύμβαση και δη από την ημερομηνία κατάρτισης του δανείου (10.12.2007), τα στοιχεία των συμβαλλομένων μερών, ήτοι της δανείστριας τράπεζας, της δανειολήπτριας και των εγγυητών, το ποσό του δανείου (17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α.), την από 30.6.2011 Πρώτη Συμπληρωματική Συμφωνία και την από 27.6.2012 Δεύτερη Συμπληρωματική Συμφωνία, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της δανειακής σύμβασης και να μη χρειάζεται να προστεθεί στην αίτηση ο συγκεκριμένος κωδικός που χρησιμοποιείτο από την τράπεζα σε αντιστοιχία με την εν λόγω δανειακή σύμβαση. Ο κωδικός αυτός δεν απαιτείτο να αναγράφεται στην παραπάνω αίτηση και ακολούθως στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ούτε προκειμένου να αποκλεισθεί η περίπτωση η επίδικη σύμβαση να ήταν μεταξύ των δανειακών συμβάσεων που λόγω οριστικής καθυστέρησης ή χαμηλής εξασφάλισης παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……….», καθώς πέραν του ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα της μεταβίβασης των δανειακών συμβάσεων μεταξύ της «…………» και τρίτων στη «…………», οπότε μόνον οι καθ’ων οι αίτηση θα όφειλαν να το επικαλεστούν με σχετικό λόγο ανακοπής, εν προκειμένω, το ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση δεν περιλαμβανόταν στις συμβάσεις που παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρία “…………», αλλά είχε μεταβιβασθεί στη «………..» με την ως άνω υπουργική απόφαση, προέκυπτε και συνομολογείτο από την ανακόπτουσα και στην προσκομισθείσα με επίκληση για την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής από 27.6.2012 δεύτερη συμπληρωματική σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ της «………..» ως δανείστριας, της ανακόπτουσας ως δανειολήπτριας που τη συνυπέγραψε δια του νομίμου εκπροσώπου της και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, εταιρίας “………” και ……., ως εταιρικού και προσωπικού εγγυητή αντίστοιχα. Στην εν λόγω συμπληρωματική σύμβαση αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «Β. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 9250/09.10.2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2246/09.10.2011 ΦΕΚ Τεύχος Β’, η «……..» συνεστήθη και, με εξαίρεση ενός μέρους του ενεργητικού της (assets) που μνημονεύεται ειδικά στην παραπάνω απόφαση, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει στην κυριότητα της “……….» και κάποιων συμβατικών σχέσεων με τρίτα πρόσωπα ειδικά μνημονευόμενα, έναντι των οποίων η “……..» εξακολουθεί να παραμένει αντισυμβαλλόμενη, όλο το υπόλοιπο ενεργητικό και όλες οι υπόλοιπες συμβατικές σχέσεις της “………» με τρίτα πρόσωπα μεταβιβάστηκαν στη «……….» την 9η Οκτωβρίου 2011, η οποία αντικατέστησε πλήρως την «……..» και υποκαταστάθηκε έκτοτε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της «……….». Μεταξύ των συμβατικών σχέσεων της «……….» με τρίτα πρόσωπα οι οποίες μεταβιβάστηκαν στη «………», είναι η Κύρια Σύμβαση η οποία τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε και/ή διαφοροποιήθηκε με την Πρώτη Συμπληρωματική Σύμβαση με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2011, η οποία Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, από την 9η Οκτωβρίου 2011 εξακολουθεί να τελεί σε πλήρη ισχύ και αποτέλεσμα μεταξύ της «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, Ελλάδα, ως δανείστριας και της Δανειζόμενης». Ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω έγγραφα και τα υπόλοιπα συνυποβληθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση και την εξέλιξή της και με βάση αυτά, διέλαβε πλήρες ιστορικό περί της διαδοχής του προσώπου του δανειστή στην επίδικη σύμβαση δανείου, ώστε από το ίδιο το περιεχόμενο της εκδοθείσας υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγής πληρωμής να προκύπτει σαφώς η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ως δικαιούχου της επίδικης απαίτησης. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Δυνάμει της υπ’ αριθ. 9250/09.10.2011 Αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ. αρ. 2246/09.10.2011 ΦΕΚ Τεύχος Β’, το ενεργητικό της «…….» μεταβιβάσθηκε στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……», η οποία από την 9 Οκτωβρίου 2011 υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «……..» και η οποία εν συνεχεία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την τράπεζα «………» σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ.2 και 78 του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως ισχύουν, και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 94/02/15-11-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τις από 7.10.2013, 15.10.2013 και 20.11.2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων αμφοτέρων των ως άνω τραπεζικών εταιρειών και την υπ’ αριθμόν …/20.11.2013 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Η ρηθείσα συγχώνευση εγκρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. Κ2-7010/22.11.2013 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 8382/27-11-2013 ΦΕΚ Τεύχος Β’, και καταχωρήθηκε στις μερίδες της απορροφώσας και της απορροφώμενης εταιρείας στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (εφεξής Γ.Ε.Μ.Η.), στις 22.11.2013 από την οποία ημερομηνία η «……….» έχει υποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας με την επωνυμία «………» (η οποία από την ίδια ως άνω ημερομηνία διεγράφη από το Γ.Ε.Μ.Η.), καθώς, συνεπεία της ως άνω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, η «……….» εξομοιώνεται με καθολική διάδοχο της εταιρείας «………». Την ίδια ημέρα, ήτοι την 22.11.2013 η ……… διαγράφηκε από το Μητρώο Εταιρειών. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 75 του κ.ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» από την καταχώρηση στο Μητρώο της απόφασης με την οποία εγκρίνεται η συγχώνευση επέρχεται αυτοδίκαια υποκατάσταση της απορροφώσας εταιρείας στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας- οιονεί καθολική διαδοχή. Την ίδια ημέρα η απορροφώμενη εταιρεία παύει να υπάρχει. Συνεπώς, την 22/11/2013 η Τράπεζα …….. υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ……. από την Αρχική Σύμβαση Δανείου (ως αυτή είχε, εν τω μεταξύ, τροποποιηθεί κατά τα εν συνεχεία εκτιθέμενα), με τη Δανειολήπτρια.» Εν κατακλείδι η μη αναφορά του μοναδικού κωδικού της επίδικης δανειακής σύμβασης στα έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ης η ανακοπή για την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν στέρησε την αποδεικτικότητα των εγγράφων αυτών αναφορικά με το γεγονός ότι η καθ’ης η ανακοπή ήταν η δικαιούχος της επιδικασθείσας με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης και νομιμοποιείτο ενεργητικά να ζητήσει την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, οπότε απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο ως άνω σχετικός λόγος έφεσης.
Παρακάτω, με τον δεύτερο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη ως μη νόμιμου του δεύτερου λόγου της από 16.9.2014 ανακοπής της, με τον οποίο αυτή ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθ. …/2014 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, της σχετικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και κάθε περαιτέρω πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω ανυπαρξίας δικαιώματος της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας να επικαλεστεί οποιοδήποτε γεγονός αθέτησης πληρωμής εναντίον της κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο λόγω προηγούμενης δόλιας παραπλάνησης (fraudulentmis representation) εκ μέρους της δικαιοπαρόχου της, «……….» έναντι άλλων εταιριών του ομίλου “…….” στον οποίο ανήκει η ανακόπτουσα, και δη των “……” και “ ………”, πριν την υπογραφή με τις εταιρίες αυτές της από 31.3.2010 δανειακής σύμβασης για την αγορά των πλοίων “K” και “M”, καθώς επίσης και λόγω παράβασης εκ μέρους της “………» συμβατικών της υποχρεώσεων από την τελευταία σύμβαση δανείου, συμπεριφορά, η οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, δεν επιτρέπει στην καθ’ ης να στραφεί εναντίον της, δεδομένου ότι αυτή απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης των υποχρεώσεών της από την ένδικη σύμβαση δανείου, έτσι όπως η απαλλαγή της αυτή θεμελιώνεται σε σιωπηρό όρο που θα πρέπει να συναχθεί από την ερμηνεία της ένδικης σύμβασης δανείου με βάση το αγγλικό κοινό δίκαιο (common law) και δη με βάση την αγόρευση του …….. στην υπόθεση “……..”, 2009, ….., κατά την οποία: «Η τράπεζα δεν δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε επέλευση γεγονότος αθέτησης πληρωμής, εάν σκοπός της είναι παράνομες ενέργειες της τράπεζας». Ως τέτοιες ενέργειες της δανείστριας τράπεζας επικαλείται συνοπτικά τις ακόλουθες: α) Στις αρχές του 2010, η «… .» προκειμένου να χορηγήσει στις 31.3.2010, δάνειο ύψους 38.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. προς τις εταιρίες “…….” και “…….” για την αγορά από αυτές των πλοίων “K.” και “M.” αντίστοιχα, έθεσε ως όρο να χορηγήσει στις εν λόγω εταιρίες και έτερο δάνειο 20.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. για να αγοράσουν αυτές απαιτήσεις που είχε η ίδια η τράπεζα κατά των εταιριών “…..”, “…….” και “…….” του ομίλου … (ήτοι Ομίλου …….) και των πλοίων αυτών των εταιριών “…..” και “…”, από παλαιότερο δάνειο που είχε σε αυτές χορηγήσει, με ταυτόχρονη όμως συμφωνηθείσα εκχώρηση από την “…. ….» στις δανειολήπτριες (εταιρίες “. ….” και “………”) συγκεκριμένων ασφαλειών που είχε η τράπεζα αποκτήσει απ’ το δάνειο αυτό, αποτιμώμενων συλλήβδην στο ποσό των 21,25 εκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α., β) Στην πραγματικότητα η «………» είχε μόνο 50% συμφέρον στις ασφάλειες αυτές κι έτσι δεν μπορούσε να τις εκχωρήσει, γ) η «……….», ενώ διακίνησε ποσό 20.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. από τους λογαριασμούς κερδών των ως άνω δανειοληπτριών εταιριών του Ομίλου “………”, δεν εκχώρησε σε αυτές τις ως άνω εξασφαλίσεις, γεγονός το οποίο διαπιστώθηκε στις αρχές του έτους 2012 σε λογιστικό έλεγχο στις ενοποιημένες καταστάσεις του ομίλου “………”, σύμφωνα με τον οποίο διαπιστώθηκε έλλειμμα 20.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., αποτέλεσμα δε των ανωτέρω ήταν ο όμιλος “……….” να μην μπορέσει ν’ αναχρηματοδοτηθεί από τρίτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να μην μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη του, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, και να ξεκινήσει η καθ’ης η ανακοπή τράπεζα κύρια δικαστική διαμάχη ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice) σχετικά με την από 31.3.2010 σύμβαση δανείου των εταιριών “……..” και “………”, ζητώντας την επιδίκαση ποσών από τη σύμβαση αυτή.
Πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εξέταση της νομικής βασιμότητας του παραπάνω λόγου ανακοπής, σημειώνεται ότι δεν υφίστανται αντιφατικές αιτιολογίες στην εκκαλούμενη απόφαση, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, επειδή ο ως άνω δεύτερος λόγος ανακοπής της απορρίφθηκε ως μη νόμιμος καίτοι αρχικά διαλαμβάνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι «Περαιτέρω, η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στο αγγλικό δίκαιο (common law), για το οποίο οι διάδικοι προσκομίζουν χαρακτηριστικές δικαστικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις/νομικές πληροφορίες, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της» (βλ. σελίδα 3 στο τέλος της πρώτης παραγράφου της εκκαλουμένης). Τούτο, καθώς από τη σχετική διατύπωση προφανώς προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο κατά το παραπάνω στάδιο δεν είχε ήδη εξετάσει αλλά θα εξέταζε στη συνέχεια τη νομική βασιμότητα εκάστου λόγου ανακοπής χωριστά, ενώ η προηγηθείσα έκφραση ότι «η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στο αγγλικό δίκαιο (common law), για το οποίο οι διάδικοι προσκομίζουν χαρακτηριστικές δικαστικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις/νομικές πληροφορίες, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ» δεν ακριβολογεί, αλλά η κρίση ότι η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει νόμιμη έχει την έννοια ότι η ανακόπτουσα εδύνατο με λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ να αμφισβητήσει την εκτελούμενη απαίτηση και με βάση το αγγλικό δίκαιο, το δε Δικαστήριο διέθετε τις αναγκαίες πηγές του αλλοδαπού δικαίου, ώστε να εξετάσει το νόμω βάσιμο των λόγων της ανακοπής. Επίσης η αιτίαση που προβάλλεται στο τέλος του εφετηρίου από την εκκαλούσα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά της για αναστολή της προόδου της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι να αποφανθούν οι διοικητικές αρχές (Τράπεζα της Ελλάδος και Υπουργός Οικονομικών) επί του από 31.1.2018 αιτήματος αναμεταβίβασης του επίμαχου δανείου από τη «………..» στην υπό εκκαθάριση «………..», προς τις οποίες (αρχές) η εκκαλούσα έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, προκειμένου να δοθούν συγκεκριμένες, σαφείς και ασφαλείς απαντήσεις στο ζήτημα που έθεσε ότι το εν λόγω δάνειο ήταν χαμηλής εξασφάλισης και ότι γι’ αυτό έπρεπε να παραμείνει στην υπό εκκαθάριση «……….», πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Πέραν του ότι μέχρι τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση έφεσης (9.7.2020), ήτοι περίπου 2 ½ έτη μετά την υποβολή του παραπάνω αιτήματος, η εκκαλούσα δεν υποστηρίζει ότι έχει λάβει κάποια απάντηση από τις διοικητικές αρχές, οπότε εκ του μακρού χρόνου που έχει παρέλθει πρέπει να θεωρηθεί σιωπηρώς απορριφθέν το αίτημά της, δεν υφίσταται κάποια αβεβαιότητα σχετικά με το ποια τράπεζα είναι η δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, καθώς για το θέμα αυτό έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 9250/9.10.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης της «……..» που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2246/9.10.2011 ΦΕΚ τ. Β’, δυνάμει της οποίας μεταβιβάσθηκαν όλες οι δανειακές συμβάσεις της «………» με τρίτους στη «………», της οποίας ήδη καθολική διάδοχος αποτελεί η εφεσίβλητη, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες με τους κωδικούς τους στον Πίνακα 1 του Παραρτήματος Ι της ίδιας απόφασης, που κρίθηκαν εξαιρετέες και παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……….», μεταξύ όμως των οποίων δεν συμπεριλήφθηκε η επίδικη δανειακή σύμβαση. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως μέχρι να απαντήσουν οι παραπάνω διοικητικές αρχές στο αίτημα της εκκαλούσας, να επαναμεταβιβασθεί η ένδικη δανειακή σύμβαση στην υπό εκκαθάριση «………….». Ομοίως δεν συντρέχει λόγος αναβολής της υπόθεσης με βάση την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης κατόπιν άσκησης ανακοπής για την ακύρωση της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί της οποίας έχει αποφανθεί το παρόν Δικαστήριο κατ’ έφεση με την 559/2018 απόφασή του επί όμοιων λόγων ανακοπής με τους νυν κρινόμενους και που αφορούν στην ίδια δανειακή σύμβαση, καθώς η κρίση του Δικαστηρίου αυτού για ακύρωση της ένδικης έκθεσης κατάσχεσης και της κατόπιν αυτής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, για τυχόν ελαττώματα της ένδικης διαταγής πληρωμής ή για τυχόν ανυπαρξία της ένδικης απαίτησης δεν εξαρτάται από την παραπάνω δίκη. Οπότε το σχετικό αίτημα που υπέβαλε η εκκαλούσα με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της απορριπτέο τυγχάνει στην ουσία του. Όπως επίσης πρέπει να απορριφθεί το υποβληθέν με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της εκκαλούσας αίτημα να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να κριθεί κυρίως το ζήτημα της «αθέτησης» ή μη συμβατικών υποχρεώσεων αυτής (της εκκαλούσας) από την επίμαχη δανειακή σύμβαση στην ποινική δίκη που ανοίχθηκε με την έκδοση του 174/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας, ……… στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ως υπαίτιος μεταξύ άλλων του αδικήματος της υπεξαίρεσης ποσών που προέρχονταν από την εκμετάλλευση (μεταξύ άλλων) του πλοίου “R.”, καθώς με θέματα αστικής φύσεως που σχετίζονται με την φερόμενη απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. …../2014 διαταγή πληρωμής και τη σχέση της με τυχόν αθέτηση υποχρεώσεων από άλλες συμβάσεις δανείων, ασχολείται κυρίως το παρόν πολιτικό δικαστήριο, ενώ το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης ασχολείται παρεμπιπτόντως και μόνο, στα πλαίσια τυχόν απόδοσης ποινικής ευθύνης στο νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας. Τέλος, απορριπτέο στην ουσία του τυγχάνει και το αίτημα της εκκαλούσας να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο η επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθούν με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, οι σχετικές διατάξεις του αγγλικού δικαίου για το κρίσιμο στην παρούσα δίκη ζήτημα, με σχετική γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, καθώς και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από το Υπουργείο των Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο όργανο, το πλήρες κείμενο της από 10.12.2007 σύμβασης δανείου και των λοιπών παρεπομένων (εγγυήσεως, εκχωρήσεως κλπ) ή συμπληρωματικών συμβάσεων αυτής, που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα. Το δε κρίσιμο στην παρούσα δίκη ζήτημα, επισημαίνει η εκκαλούσα, είναι αν υφίσταται ή όχι, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, «αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου», σύμφωνα με την οποία «η τράπεζα δεν δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε επέλευση γεγονότος αθέτησης πληρωμής, εάν ο σκοπός της ήταν παράνομες ενέργειες της τράπεζας» και αν η «αρχή» αυτή αναφέρεται σε παράνομη συμπεριφορά τράπεζας προς αντισυμβαλλομένους της σε σχέση με συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση και δεν μπορεί να έχει ανάλογη εφαρμογή και να αναχθεί σιωπηρά σε «άλλη δανειακή σύμβαση» με «άλλους αντισυμβαλλόμενους», προς τους οποίους η ίδια δεν επέδειξε παράνομη συμπεριφορά και, αν στην προκειμένη περίπτωση (κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο) οι επίμαχες συμβάσεις είναι ή όχι «άλλες συμβάσεις» και οι λοιπές εταιρείες το ομίλου της εκκαλούσας, οι οποίες μάλιστα εγγυήθηκαν για την εδώ επίδικη σύμβαση, είναι «άλλοι αντισυμβαλλόμενοι» της καθ’ης η ανακοπή, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Η εκκαλούσα στηρίζει το αίτημά της στο ότι σε υπόθεση λογοδοσίας της με ενάγουσα την εφεσίβλητη όπου η τελευταία επικαλείτο ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο στη μεταξύ τους σύμβαση εκχώρησης, το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 1110/2020 απόφασή του έκρινε ανεπαρκείς τις κι εκεί προσκομιζόμενες γνωμοδοτήσεις δικηγόρων αγγλικού δικηγορικού γραφείου για το περιεχόμενο και το νόημα διατάξεων του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και ζήτησε γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου. Ότι επομένως και το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να αρκεστεί σε γνωμοδοτήσεις δικηγόρων για το περιεχόμενο του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου. Ωστόσο, το άρθρο 337 ΚΠολΔ ορίζει ότι «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι». Επομένως, δεν υπάρχει κάποια δικονομική δέσμευση για το δικαστήριο να αντλήσει τις γνώσεις του για το εφαρμοστέο αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο από συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στην προκειμένη δε περίπτωση που εφαρμοστέο είναι κατά τα ανωτέρω το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο σημειωτέον είναι από τη φύση του νομολογιακό δίκαιο και όχι κατά βάση δίκαιο που στηρίζεται σε νομοθετικές διατάξεις, αρκούν κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, οι γνωμοδοτήσεις αγγλικών δικηγορικών γραφείων που προσκομίζουν οι διάδικοι.
Ακολούθως, επί του δεύτερου λόγου ανακοπής και δεδομένου ότι η εφεσίβλητη παραδεκτά με τις προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ επαναφέρει τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς της με συνοπτική ανάπτυξη αυτών και αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων και με τους οποίους αφενός στήριξε την ενεργητική της νομιμοποίηση, αφετέρου υποστήριξε ότι τα όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα περί αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης σε έτερες δανειακές συμβάσεις δεν μπορούν να ασκήσουν έννομη επιρροή στην επίδικη δανειακή σύμβαση, λεκτέα τα εξής: Η επικαλούμενη από την εκκαλούσα παραπάνω αρχή του αγγλικού commonlaw (με βάση την αγόρευση του Lord Hoffman στην υπόθεση “………..”, 2009, ……….) αναφέρεται προφανώς σε παράνομη συμπεριφορά τράπεζας προς αντισυμβαλλομένους της σε σχέση με συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση και δεν μπορεί να έχει ανάλογη εφαρμογή και να συναχθεί σιωπηρά ότι επιδρά σε άλλη δανειακή σύμβαση με άλλους αντισυμβαλλομένους της, προς τους οποίους η ίδια δεν επέδειξε παράνομη συμπεριφορά. Το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση του αυτή βασιζόμενο ιδίως στην από 9-10-2014 σχετική γνωμοδότηση του διευθύνοντος εταίρου της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας «……….” …… Τα κυριότερα σημεία της γνωμοδότησης αναφέρουν ότι: Α) οι συμβουλές του….. στην πιο πάνω υπόθεση, σχετικά με την ερμηνεία μιας σύμβασης είναι ότι: 1) «[Το Δικαστήριο] δεν δύναται να υιοθετήσει όρους ώστε να κάνει [την σύμβαση] δικαιότερη ή περισσότερο λογική. Ενδιαφέρεται μόνο να ανακαλύψει ποια είναι η έννοια του εγγράφου», παρότι δε αυτός δίνει έμφαση στο ότι η διαδικασία της συναγωγής είναι μέρος της ερμηνείας της σύμβασης, δεν απομακρύνεται από τη συχνά αναφερόμενη πρόταση ότι πρέπει να είναι απαραίτητο να συναχθεί ο προτεινόμενος όρος και «δεν είναι ποτέ αρκετό ότι πρέπει αυτό να είναι εύλογο» (αγόρευση του ……., Master of the Rolls, στην υπόθεση …….. [2009] ……….). 2) «Το θέμα της συναγωγής ανακύπτει όταν το έγγραφο δεν προβλέπει ρητά τι πρόκειται να συμβεί όταν κάποιο γεγονός λαμβάνει χώρα. Το πλέον σύνηθες συμπέρασμα σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να συμβεί. Εάν τα μέρη θέλησαν κάτι να συμβεί, το έγγραφο θα το είχε αναφέρει. Διαφορετικά, οι ρητές προβλέψεις του εγγράφου πρόκειται να συνεχίσουν να λειτουργούν ανενόχλητα…» Επίσης κατά τον Lord Hoffman «δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ένας όρος ο οποίος θα ερχόταν σε αντίθεση με έναν ρητό όρο (βλ. παρ. 27 της συμβουλής του), όπως στην προκειμένη περίπτωση ο όρος 5.03 του δανείου “….”, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι πληρωμές από τον δανειζόμενο και/ή τα εξασφαλιστικά μέρη θα γίνουν χωρίς συμψηφισμό και προβολή οποιασδήποτε ανταπαίτησης, ενώ ο προτεινόμενος όρος θα είχε αντίθετο αποτέλεσμα. Κατά την ίδια γνωμοδότηση «μόνον πολύ καθαρές λέξεις αποτυπωμένες γραπτώς θα μπορούσαν…να παραγάγουν έναν όρο που θα επέτρεπε σε έναν δανειζόμενο να απαλλαγεί από την αυστηρή υποχρέωσή του να αποπληρώσει το δάνειο, λόγω μιας διισχυριζόμενης απάτης σχετιζόμενης με ένα διαφορετικό δάνειο εναντίον μιας διαφορετικής εταιρείας κι η οποία θα είχε λάβει χώρα περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα. Για όλους τους λόγους…ουδεμία πιθανότητα συναγωγής ενός όρου όπως ο υποστηριζόμενος υπάρχει. Αυτό το συμπέρασμα θα ήταν αρκετό ώστε το Δικαστήριο να κρίνει…ότι περίπτωση έγκυρου συμψηφισμού δεν συντρέχει, ακόμη και εάν οι περί απάτης ισχυρισμοί ήταν αληθείς… Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι η ….. δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της ως αποτέλεσμα της απάτης, τούτο σαφώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί στην περίπτωση του ομίλου … εν όψει του ύψους του χρέους που είχε σωρευθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2012. Το δάνειο …, το δάνειο … και το δάνειο … είχαν όλα αναδιαρθρωθεί την 30η Ιουνίου 2011 και οι δόσεις αποπληρωμής μετατέθηκαν σε μεταγενέστερες περιόδους. Το δάνειο …. και το δάνειο ….. αμφότερα τροποποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2012 και οι δανειολήπτες και εγγυητές, άπαντες με την συμβουλή των δικηγόρων τους, συμφώνησαν ότι τα δάνεια οφείλονταν. Σε αμφότερες τις συμπληρωματικές συμβάσεις των δανείων …. και …. τον Ιούνιο του 2012, υπάρχει ρητή επιβεβαίωση ότι ουδεμία ουσιαστική ζημία επήλθε… Στις 27 Ιουνίου 2012 το δάνειο ….. τροποποιήθηκε με μια συμπληρωματική σύμβαση, η οποία, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωσε τα ποσά που οφείλονται στην τράπεζα. Τούτο, υπό το αγγλικό δίκαιο, ισοδυναμεί με παραίτηση. Αυτή η σύμβαση υπογράφηκε από, μεταξύ άλλων, την ίδια την …. ως εγγυήτρια του δανείου …… Παραίτηση υπό το αγγλικό δίκαιο λαμβάνει χώρα όταν ένα μέρος, τελώντας σε γνώση του δικαιώματος που θα είχε, γνωστοποιεί με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του ότι δεν θα ασκήσει αυτό το δικαίωμα…Συμπέρασμα: Για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω η ….. απολύτως ορθά στηρίζεται στα γεγονότα υπερημερίας. Η υπεράσπιση και η ανταπαίτηση και κάθε ισχυρισμός προβαλλόμενος με αυτά από τον όμιλο …. είναι πλήρως άσχετα με την προκείμενη διαδικασία καθ’ ο μέρος το θέμα αφορά στο αγγλικό δίκαιο. Το περί απάτης επιχείρημα δεν ευσταθεί ούτε καν αν εξετασθεί επιφανειακά και ακόμη και εάν οι περί απάτης ισχυρισμοί ήταν αληθείς, νομικώς είναι αβάσιμοι». Η αντίθετη άποψη την οποία υιοθετεί στις από 8.7.2014 και 3.9.2014 επιστολές-γνωμοδοτήσεις του ο Άγγλος δικηγόρος ………., όπως αυτές νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εκκαλούσα-ανακόπτουσα δεν κρίνεται πειστική. Ο ανωτέρω δικηγόρος στην από 3.9.2014 επιστολή του ξεκινά με την παραδοχή ότι: «Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο περί συμβάσεων, ένα δικαστήριο μπορεί να συνεπαγάγει την ύπαρξη ενός όρου σε μια σύμβαση, εάν δεν προβλέπεται ρητά, για να συμπληρώσει ένα κενό στη σύνταξη μιας σύμβασης, προκειμένου να αντανακλώνται οι προθέσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της σύμβασης. Η κορυφαία εμπειρογνωμοσύνη σχετικά με υπονοούμενους όρους σε συμβάσεις είναι μια απόφαση του Lord Hoffmann στην υπόθεση …………… Κρίθηκε ότι σε κάθε περίπτωση κατά την οποία λέγεται ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποια σιωπηρή διάταξη σε μια σύμβαση, το ερώτημα για το δικαστήριο είναι εάν μια τέτοια διάταξη θα διευκρίνιζε ρητώς το τι θα ήταν εύλογα κατανοητό ότι θα σήμαινε η σύμβαση εάν διαβάζονταν στη βάση του σχετικού υπόβαθρου. Σε αυτήν την περίπτωση, πιστεύω ότι ένα δικαστήριο θα υπονοούσε τον εξής όρο στη Δανειακή Σύμβαση …: «Η Τράπεζα δεν δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε επέλευση Γεγονότος Αθέτησης Πληρωμής, εάν σκοπός της ήταν παράνομες ενέργειες της Τράπεζας». Δηλαδή ο παραπάνω Βρετανός νομικός δέχεται ότι στην από 10.12.2007 επίδικη δανειακή σύμβαση της …… υπήρχε κενό, καθώς δεν είχε προβλεφθεί το πώς θα επηρέαζε την παραπάνω σύμβαση η τυχόν αθέτηση υποχρέωσης της δανείστριας τράπεζας “……….» από δάνειο που αυτή κατάρτισε 2 έτη και 4 μήνες μετά, ήτοι στις 31.3.2010 με άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου στον οποίο ανήκε η εκκαλούσα με παραπλανητική προς τις δανειολήπτριες συμπεριφορά και στο οποίο (νέο δάνειο) αυτή (η εκκαλούσα) συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, με φερόμενο αποτέλεσμα να υποστεί ο παραπάνω όμιλος ζημία, εκ της μη νόμιμης επιβάρυνσής του με οφειλή της τάξης των 12.000.000 ευρώ (αρχικά 20.000.000 ευρώ – 8.000.000 ευρώ) και να αδυνατεί να χρηματοδοτηθεί περαιτέρω από τρίτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, λόγω της εμφάνισης στους ενοποιημένους ισολογισμούς του παραπάνω ομίλου της παραπάνω οφειλής. Έτσι, ωστόσο, ο Άγγλος δικηγόρος ………. δέχεται την ύπαρξη κενού στη σύμβαση της 10.12.2007, από τη μη λήψη υπόψη μιας μελλοντικής σύμβασης, τα παραγωγικά στοιχεία της οποίας δεν υπήρχαν καν κατά τον χρόνο κατάρτισης της πρώτης δανειακής σύμβασης και την οποία (μεταγενέστερη δανειακή σύμβαση) δεν θα μπορούσαν ούτε υποθετικά να λάβουν υπόψη τους οι συμβαλλόμενοι στις 10.12.2007, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι στις προθέσεις των συμβαλλομένων ήταν να εξαρτήσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τη σύμβαση της 10.12.2007 από την εξέλιξη της σύμβασης της 31.3.2010 και την τυχόν αθέτηση υποχρεώσεων από αυτή, θέτοντας ως υπονοούμενο σιωπηρό όρο ότι «Η Τράπεζα δεν δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε επέλευση Γεγονότος Αθέτησης Πληρωμής εάν σκοπός της ήταν παράνομες ενέργειες της Τράπεζας (οι οποίες αφορούν σε άλλη μελλοντική δανειακή σύμβαση της τράπεζας με άλλες εταιρίες συμφερόντων του ίδιου ομίλου)». Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη επί της αγωγής που άσκησε η καθ’ης και ήδη εφεσίβλητη τράπεζα για την επιδίκαση απαιτήσεών της από τα μεταγενέστερα δάνεια “….” και “….” εναντίον των παραπάνω εταιριών του Ομίλου ….. και του εκπροσώπου αυτών ……….., εκδόθηκε η από 10 Αυγούστου 2015 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (“High Court of Justice”) στο Λονδίνο (Τμήμα Queen’s Bench- Δικαστήριο Εμπορικών Διαφορών), η οποία υποχρέωσε τους σε αυτήν εναγόμενους να καταβάλουν στην καθ’ης για το δάνειο … το ποσό των 9.800.000 δολαρίων Η.Π.Α. και για το δάνειο ….. το ποσό των 41.800.000 δολαρίων Η.Π.Α., απορρίπτοντας μέρος της ανταπαίτησης των εναγόμενων. Με τη μεταγενέστερη δε από 25.4.2016 απόφασή του το ίδιο αγγλικό δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν πλέον και το εναπομείναν μέρος της ανταπαίτησης, που περιλάμβανε ισχυρισμούς ταυτόσημους με τους περιεχόμενους στον παρόντα λόγο ανακοπής, ενώ υποχρέωσε τους εναγόμενους στην καταχθείσα ενώπιόν του δίκη να καταβάλουν στην καθ’ης τράπεζα το επιπλέον ποσό των 14.123.001,72 δολαρίων Η.Π.Α., ως οφειλόμενο από το Πρώτο Τμήμα της από 31.3.2010 σύμβασης δανείου, όπως τροποποιήθηκε. Τέλος, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο αυτό με την 559/2018 απόφασή του που έκρινε επί εφέσεως μεταξύ άλλων της νυν εκκαλούσας κατά της νυν εφεσίβλητης τράπεζας κατά της 1403/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 22.9.2014 ανακοπής και των από 19.3.2015 πρόσθετων λόγων προς ακύρωση της υπ’ αριθ. …./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 19.9.2014 επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση, οι οποίες αφορούσαν άλλος μέρος της απαίτησης από την ίδια επίδικη δανειακή σύμβαση της 10.12.2007 απέρριψε ως μη νόμιμο τον τρίτο λόγο της εφέσεως που αφορούσε στον τρίτο λόγο της ανακοπής και ήταν όμοιος κατά περιεχόμενο με τον νυν εξεταζόμενο λόγο, με το σκεπτικό ότι ο ………. στη συμβουλή του προς το Privy Council επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί (απαλλακτικός) όρος ο οποίος θα ερχόταν σε αντίθεση με ένα ρητό όρο, όπως ο όρος 5.03 της δανειακής συμβάσεως που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι πληρωμές από τον δανειζόμενο και/ ή τα εξασφαλιστικά μέρη θα γίνουν χωρίς συμψηφισμό και προβολή οποιασδήποτε ανταπαιτήσεως, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση παραδοχής του εννοούμενου-συναγόμενου απαλλακτικού όρου στον οποίο έγινε αναφορά παραπάνω, ο εν λόγω συμβατικός όρος να ματαιώνεται. Και ότι «συνεπώς, πέραν του ότι οι αιτιάσεις των ανωτέρω διάδικων μερών περί απατηλής συμπεριφοράς κτλ της δανείστριας τράπεζας αφορούν έτερες συμβατικές σχέσεις που δεν συνδέονται με την υπόψη διαφορά, η καταλυτική παραδοχή εξυπακουόμενου απαλλακτικού όρου έναντι ρητού συμβατικού όρου δεν είναι δυνατή από το Αγγλικό κοινό δίκαιο».
Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η προαναφερθείσα αρχή του αγγλικού common law που επικαλείται η ανακόπτουσα αναφέρεται προφανώς σε παράνομη συμπεριφορά τράπεζας προς αντισυμβαλλομένους της σε σχέση με συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση και δεν μπορεί να έχει ανάλογη εφαρμογή και να συναχθεί σιωπηρά σε άλλη δανειακή σύμβαση με άλλους αντισυμβαλλομένους της προς τους οποίους η ίδια δεν επέδειξε παράνομη συμπεριφορά και ακολούθως απέρριψε ως μη νόμιμο τον δεύτερο και τελευταίο λόγο ανακοπής της ανακόπτουσας και νυν εκκαλούσας, οπότε απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, λόγω της νίκης της κατά την έκβαση της δίκης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος για την άσκηση της εφέσεως με κωδικό …………. e- παράβολου ποσού 100 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικώνστο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος για την άσκηση της εφέσεως με κωδικό …………. e- παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 3.12.2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ