ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 727/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθμ. 50/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιά, Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, με βάση το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας της πανδημίας από τον ιό COVID-19, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14.5.2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιά, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 17.11.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση της εδρεύουσας στη Βαλέτα Μάλτας εταιρίας με την επωνυμία “……….”, της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και του .. ….. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» προς εξαφάνιση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία 4539/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς το παραπάνω ένδικο μέσο είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 24.10.2019 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 19.3.2020, οπότε η συζήτησή του ματαιώθηκε λόγω της προαναφερόμενης επιβληθείσας προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η ως άνω από 17.11.2018 έφεση κατά της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων υπ’ αριθ. 4539/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, αφού η κατάθεσή της έγινε στις 26.11.2018, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9.10.2018, δηλαδή η έφεση ασκήθηκε πριν περάσει διετία από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 Δικαστήριο (Ναυτικό Τμήμα- λόγω της φύσης της διαφοράς), κατά την ίδια εφαρμοζόμενη τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του εν λόγω ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.2 στοιχ. Αβ του ΚΠολΔ παράβολο, εξοφλημένο (βλ. το επισυναφθέν στην έκθεση για την άσκηση της έφεσης e-παράβολο με κωδικό ………. ποσού 100 ευρώ και την από 23.11.18 απόδειξη εξόφλησης οφειλών προς τρίτους με μετρητά της Εθνικής Τράπεζας). Περαιτέρω, νομίμως συνεχίζει τη δίκη στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», ως οιονεί καθολική της διάδοχος η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………». Ειδικότερα, με την με αριθμό πρωτοκόλλου ………/20.3.2020 (ΑΔΑ: ………) απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/Γενική Διεύθυνση Αγοράς/ Διεύθυνση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εγκρίθηκαν: α) η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» («Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του τραπεζικού κλάδου της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………» («Επωφελούμενη»), κατά συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 και των άρθρων 57 παρ.3 και 59-74 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, και σύμφωνα με την από 10.1.2020 απόφαση/εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Διασπώμενης, την από 31.1.2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής, καθώς και την υπ’ αριθ. ………./13.3.2020 Συμβολαιογραφική Πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. και β) το καταστατικό της Επωφελούμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο “………”, όπως αυτό εγκρίθηκε από την από 31.1.2020 Έκτακτη Γενική Συνέλευση της Διασπώμενης και προσαρτήθηκε στην ως άνω υπ’ αριθ. ………/13.3.2020 Συμβολαιογραφική Πράξη. Την ίδια μέρα το καταστατικό της «……….» καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και αναρτήθηκε στον διαδικτυακό του τόπο. Δυνάμει των προσκομιζόμενων υπ’ αριθ. 31907/20.3.2020 και 31909/20.3.2020 Ανακοινώσεων του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/ Γενική Δ/νση Αγοράς/ Διεύθυνση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Ανωνύμων Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων καταχωρίσθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκαν στον διαδικτυακό τόπο του αντίστοιχα, στοιχεία της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» για τη διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας αυτής και στοιχεία της νεοσυσταθείσας ανώνυμης εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….». Ειδικότερα: α) με την πρώτη ανακοίνωση καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης ……. η με αριθμό πρωτοκόλλου ……/20.3.2020 (ΑΔΑ: ……….) απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή/ Γενική Διεύθυνση Αγοράς/ Δ/νση Εταιρειών/ Τμήμα Ασφαλιστικών Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …. (πρώην ΑΡΜΑΕ ………) («Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του τραπεζικού κλάδου της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………» («Επωφελούμενη») και β) με τη δεύτερη ανακοίνωση καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …. η ίδια ως άνω απόφαση (…./20.3.2020) ως προς την έγκριση της άνω διάσπασης (μετασχηματισμού) με τη σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «… .» («Επωφελούμενη») που έλαβε αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ……., καθώς και το καταστατικό της Επωφελούμενης, νεοσυσταθείσας εταιρείας. Λόγω της κατά τα άνω οιονεί καθολικής διαδοχής ως προς τον τραπεζικό κλάδο, η Επωφελούμενη Τράπεζα υποκαταστάθηκε στις 20.3.2020, αυτοδικαίως εκ του νόμου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Διασπώμενης «…………» (αρχικώς εφεσίβλητης) και υποκαταστάθηκε ως διάδικος στη θέση της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της και στην παρούσα δίκη, χωρίς να έχει επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.3 του ν. 4601/2019.
Οι νυν εκκαλούντες είχαν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3.9.2014 (με Γ.Α.Κ. …/2014 και αριθμό κατάθεσης …./2014) ανακοπή τους κατ’ άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ και τους από 18.3.2016 πρόσθετους λόγους ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της νυν εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος είναι η «…………» κατά τα ανωτέρω, όπου διελάμβαναν ότι κατόπιν της από 22.7.2014 αίτησης της καθ’ης η ανακοπή, εκδόθηκε σε βάρος τους και δη της πρώτης ως δανειολήπτριας, της δεύτερης και του τρίτου ως εγγυητών, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………/1.9.2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για ποσό 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω διαταγή πληρωμής, ως μέρος αξίωσης συνολικού ποσού 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., από την από 10.12.2007 δανειακή σύμβαση, όπως μεταγενέστερα συμπληρώθηκε, μεταξύ εκείνων και της φερόμενης ως δικαιοπαρόχου της καθ’ης η ανακοπή «……….. .» και ποσό 15.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ότι την 1.9.2014 επιδόθηκε σ’ αυτούς, με επίσπευση της καθ’ης η ανακοπή, αντίγραφο του υπ’ αριθ. …./1.9.2014 απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσονταν να πληρώσουν στην καθ’ης, ο καθένας τους εις ολόκληρον κι αλληλεγγύως: α) ποσό 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο σε ευρώ κατά τη σχετική ισοτιμία με το δολάριο κατά τον χρόνο αποπληρωμής του ανωτέρω ποσού, β) ποσό 15.000 ευρώ για επιδικασθείσα δαπάνη και γ) ποσό 300 ευρώ για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής και για δαπάνες επιδόσεως αυτής, νομιμοτόκως από την επίδοση της επιταγής μέχρις εξοφλήσεως. Ζητούσαν δε οι ανακόπτοντες για τους αναφερόμενους στην ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους να ακυρωθούν η υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η παρά πόδας του αντιγράφου εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία την από 3.9.2014 ανακοπή και τους από 18.3.2016 πρόσθετους λόγους της, εξέδωσε την 4539/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι έχει τη διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς (άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ.1, 60 παρ.1 και 22 αριθ. 5 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») κι αφού έκρινε εφαρμοστέο δίκαιο ως προς το δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και την αναγκαστική εκτέλεση το ελληνικό (lex fori), ως το δίκαιο της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει και το δίκαιο του τόπου όπου λαμβάνει χώρα η αναγκαστική εκτέλεση και ως προς το ουσιαστικό δίκαιο της επίδικης δανειακής σύμβασης εφαρμοστέο το αγγλικό ως το δίκαιο που επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους από την ένδικη από 10.12.2007 σύμβαση δανείου (όρος 13.12 της κύριας και 11 των συμπληρωματικών αυτής συμβάσεων) σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1792/1988, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, επικύρωσε την υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής κι επέβαλε στους ανακόπτοντες τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή. Με την υπό κρίση έφεσή τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτή, παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά την απόρριψη ορισμένων εκ των λόγων της ως άνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα της τα κεφάλαια, ακολούθως να κρατηθεί για να δικασθεί η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της από το παρόν Δικαστήριο, να γίνουν δεκτοί αυτοί και να ακυρωθούν α) η υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κ. ……….. και β) η από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε αυθημερόν σ’ εκείνους από την καθ’ης η ανακοπή σε αντίγραφο απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της παραπάνω ανακοπής της που έπληττε, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λόγω μη προσαγωγής εγγράφων αποδεικνυόντων την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης τράπεζας από την επίδικη έννομη σχέση και της ύπαρξης αοριστίας ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι η αιτηθείσα την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής- καθ’ης η ανακοπή τράπεζα προσκομίζει μόνο τα ΦΕΚ Β’ 2246/2011 και ΦΕΚ Β’ 8382/2013 επικαλούμενη δήθεν ότι το ένδικο δάνειο ουδόλως περιελήφθη στις αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος της υπ’ αριθ. 9250/2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……………..» δανειακές συμβάσεις που παρέμειναν στην αρχική δανείστρια τράπεζα και δεν μεταβιβάσθηκαν στο νέο πιστωτικό φορέα της «………», πλην όμως ουδόλως η καθ’ ης επικαλείται, πολλώ μάλλον δεν αναφέρει σαφώς και ορισμένως, ως όφειλε, τον συγκεκριμένο/μοναδικό κωδικό της επίδικης δανειακής σύμβασης ή άλλα προσδιοριστικά στοιχεία αυτής, τέτοια ώστε να προκύπτει αναμφιβόλως η ενεργητική της νομιμοποίηση για την υποβολή του αιτήματος έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και δη ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση που υπεγράφη με την “……» δεν ανήκει στις ειδικά απαριθμούμενες συμβάσεις του Πίνακα 1, οι οποίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 της περίπτωσης β’ της υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ως «δάνεια που έχουν μεταφερθεί στην οριστική καθυστέρηση και δάνεια με υψηλό ποσοστό ζημίας» δεν μεταβιβάστηκαν στη «. ……», αλλά παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……», της οποίας όμως η καθ’ης δεν αποτελεί καθολική διάδοχο, άρα ελλείπει στο πρόσωπο της καθ’ης η ενεργητική της νομιμοποίηση για την έννομη σχέση προς την οποία αιτήθηκε και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω, ανεξαρτήτως του ότι η αίτηση της καθ’ης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν αόριστη, αφού δεν εκτίθεντο σ’ αυτήν στοιχεία που να ταυτοποιούν αν η επίδικη δανειακή σύμβαση εξαιρείτο ή όχι από τη μεταβίβαση του ενεργητικού της «………» στη «………….», στη θέση της οποίας αργότερα υποκαταστάθηκε η καθ’ ης, πρωτίστως ήταν απαράδεκτη, γιατί δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα με βάση τα οποία θα αποδεικνύεται η δήθεν ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή. Ότι συνεπώς η παραπάνω διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω του ως άνω διαδικαστικού απαραδέκτου και δη διότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπο της καθ’ης η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής της νομιμοποίησης, καθώς υπήρχε αοριστία ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της έννομης σχέσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούντες αμφισβητούν πέραν της έλλειψης αποδεικτικότητας των εγγράφων που προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης κι επί της ουσίας την ιδιότητα αυτής ως δανείστριάς τους, λόγω καθολικής διαδοχής της στη θέση της αρχικής πιστώτριας τράπεζας. Εντούτοις με τον παραπάνω λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες έπλητταν την ως άνω διαταγή πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου από τη μη αποδειξιμότητα των προσκομισθέντων εγγράφων αναφορικά με την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης, χωρίς με τον συγκεκριμένο λόγο να αμφισβητείται και κατ’ ουσίαν η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης, οπότε το δεύτερο αυτό σκέλος του κρινόμενου λόγου έφεσης απορριπτέο τυγχάνει ως απαράδεκτο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς με τον δεύτερο λόγο ανακοπής δεν αμφισβητείτο κι επί της ουσίας η ιδιότητα της καθ’ης ως δικαιούχου της επίδικης απαίτησης. Κατά τα λοιπά, ο παραπάνω λόγος ανακοπής, ως περιέχεται στην ένδικη ανακοπή, ήτοι αναφερόμενος στη μη παραχρήμα απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης κι ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623, 624, 626 παρ.1 εδ.α’ και 628 ΚΠολΔ, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, όπως ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, από τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του αρμόδιου δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η καθ’ης, προέκυπτε παραχρήμα ότι η επίδικη σύμβαση δανείου μεταβιβάσθηκε αρχικά από την «………….» και τελικά στην καθ’ης. Συγκεκριμένα στην ως άνω προσκομιζόμενη σε ακριβές αντίγραφο προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Η αιτούσα επιδιώκει να εκδοθεί διαταγή πληρωμής εις βάρος των καθ’ων με βάση τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται και επισυνάπτονται στην αίτησή της και συγκεκριμένα: α. Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της από 10 Δεκεμβρίου 2007 Αρχικής Σύμβασης Δανείου (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική) που συνήφθη μεταξύ της τραπέζης «……….» ως δανείστριας και της πρώτης των καθ’ων “……….”, ως Δανειολήπτριας με την οποία η Αιτούσα συμφώνησε με την Δανειολήπτρια να χορηγήσει και εχορήγησε σε αυτήν το ποσό των Δολλαρίων ΗΠΑ 17,500,000 (το «Δάνειο») β. Το ΦΕΚ (Τεύχος Β’) υπ’ αριθμ. 2246/9-10-2011 στο οποίο δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……» όπου στο Παράρτημα 1 της εν λόγω υπ’ αριθμ. 9250 απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην «……», μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις της «……….» με τρίτους, στις οποίες υποκαταστάθηκε πλήρως η «……», καθώς και το σύνολο του παθητικού και ενεργητικού της «………». Στις μεταβιβαζόμενες συμβατικές σχέσεις ρητά συμπεριελήφθησαν και οι συμβατικές σχέσεις από δανειακές συμβάσεις της «……..» με τρίτους (εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος, στον οποίο όμως δεν περιελήφθη το ένδικο δάνειο προς την καθ’ης). Επομένως, η ένδικη συμβατική σχέση εκ της Συμβάσεως Δανείου περιλαμβάνεται σε αυτές που μεταβιβάστηκαν στην δικαιοπάροχο της αιτούσης «……». γ. Το ΦΕΚ (Τεύχος Β’) υπ’ αριθμ. 8382/27-11-2013 στο οποίο δημοσιεύθηκε η από 22.11.2013 και με αριθμό Κ2-7010/22-11-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με την οποία ι εγκρίθηκε η συγχώνευση της τραπέζης μας με την «……», με απορρόφηση της τελευταίας από την τράπεζά μας και η «……» διεγράφη από το ΓΕΜΗ και σύμφωνα με την οποία η αιτούσα τράπεζα υποκαταστάθηκε πλήρως στις συμβατικές σχέσεις της απορροφηθείσας τράπεζας με τρίτους, μεταξύ των οποίων και η ένδικη εκ της Συμβάσεως Δανείου…ε. Τα νόμιμα επικυρωμένα αντίγραφα της 8ης Ιανουαρίου 2008 και 10 Δεκεμβρίου 2007 συμβάσεων παροχής εγγύησης (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική) οι οποίες υπεγράφησαν μεταξύ της αιτούσης, ως υπέρ ης η εγγύηση και της δευτέρας και του τρίτου των καθών, αντιστοίχως ως εγγυητών σύμφωνα με την οποία η δευτέρα και τρίτος, των καθών εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα προς την αιτούσα, έκαστος ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον μετά της Δανειοληπτρίας… ζ. Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2012 Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική), η οποία υπεγράφη από την «………….», ως δανείστριας, την πρώτη των καθών, ως δανειολήπτριας και της δευτέρας και τρίτου των καθών ως εγγυητών στο προοίμιο της οποίας, οι καθών εκ νέου αναγνώρισαν και επιβεβαίωσαν ότι (α) έχει χορηγηθεί στην Δανειολήπτρια ολόκληρο το ποσό του Δανείου και (β) αμέσως πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της συμφωνίας αυτής (ήτοι την 27.6.2012) το ποσό των Δολλ. ΗΠΑ 12.100.000 παρέμενε ανεξόφλητο…». Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνυόταν πλήρως η ενεργητική νομιμοποίηση της αιτηθείσας την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής τράπεζας, μετέπειτα εφεσίβλητης ως καθολικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρίας «…………» σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 εδ.α’ του κ.ν. 2190/1920, στην οποία είχε προηγουμένως μεταβιβασθεί η επίδικη δανειακή σύμβαση με την υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών από την αρχική δανείστρια «………….», χωρίς να συμπεριληφθεί η σύμβαση αυτή στις εξαιρεθείσες και περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος δανειακές συμβάσεις που παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση τραπεζική εταιρία «……….». Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι στην αίτηση για την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής καθώς και στα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την εφεσίβλητη- καθ’ ης η ανακοπή στον αρμόδιο για την έκδοσή της δικαστή, έπρεπε απαραιτήτως για τη στοιχειοθέτηση της ενεργητικής της νομιμοποίησης να αναφέρεται ο μοναδικός κωδικός της επίδικης σύμβασης δανείου, ώστε εξ αυτού να μπορεί να προκύψει εάν το εν λόγω δάνειο δεν παρέμεινε στην υπό εκκαθάριση «………» και μεταβιβάσθηκε στη «…………..», δεν ευσταθεί. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι η δανειακή σύμβαση προσδιοριζόταν επαρκώς από την αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής τράπεζα από τα στοιχεία που περιέχονταν στην αίτησή της και αφορούσαν στη σύμβαση και δη από την ημερομηνία κατάρτισης του δανείου (10.12.2007), τα στοιχεία των συμβαλλομένων μερών, ήτοι της δανείστριας τράπεζας, της δανειολήπτριας και των εγγυητών, το ποσό του δανείου (17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α.), την από 30.6.2011 Πρώτη Συμπληρωματική Συμφωνία και την από 27.6.2012 Δεύτερη Συμπληρωματική Συμφωνία, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της δανειακής σύμβασης και να μη χρειάζεται να προστεθεί στην αίτηση ο συγκεκριμένος κωδικός που χρησιμοποιείτο από την τράπεζα σε αντιστοιχία με την εν λόγω δανειακή σύμβαση. Ο κωδικός αυτός δεν απαιτείτο να αναγράφεται στην παραπάνω αίτηση και ακολούθως στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ούτε προκειμένου να αποκλεισθεί η περίπτωση η επίδικη σύμβαση να ήταν μεταξύ των δανειακών συμβάσεων που λόγω οριστικής καθυστέρησης ή χαμηλής εξασφάλισης παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……», καθώς πέραν του ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα της μεταβίβασης των δανειακών συμβάσεων μεταξύ της «……» και τρίτων στη «……», οπότε μόνον οι καθ’ων οι αίτηση θα όφειλαν να το επικαλεστούν με σχετικό λόγο ανακοπής, εν προκειμένω, το ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση δεν περιλαμβανόταν στις συμβάσεις που παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρία “……….», αλλά είχε μεταβιβασθεί στη «………..» με την ως άνω υπουργική απόφαση, προέκυπτε και συνομολογείτο από τους ανακόπτοντες και στην προσκομισθείσα με επίκληση για την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής από 27.6.2012 δεύτερη συμπληρωματική σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ της «………» ως δανείστριας, της πρώτης ανακόπτουσας ως δανειολήπτριας που τη συνυπέγραψε δια του νομίμου εκπροσώπου της και των δεύτερης και τρίτης των ανακοπτόντων, εταιρίας “….. …….” και …….., ως εταιρικού και προσωπικού εγγυητή αντίστοιχα. Στην εν λόγω συμπληρωματική σύμβαση αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «Β. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 9250/09.10.2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2246/09.10.2011 ΦΕΚ Τεύχος Β’, η «……….» συνεστήθη και, με εξαίρεση ενός μέρους του ενεργητικού της (assets) που μνημονεύεται ειδικά στην παραπάνω απόφαση, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει στην κυριότητα της “…………..» και κάποιων συμβατικών σχέσεων με τρίτα πρόσωπα ειδικά μνημονευόμενα, έναντι των οποίων η “………….» εξακολουθεί να παραμένει αντισυμβαλλόμενη, όλο το υπόλοιπο ενεργητικό και όλες οι υπόλοιπες συμβατικές σχέσεις της “………» με τρίτα πρόσωπα μεταβιβάστηκαν στη «………» την 9η Οκτωβρίου 2011, η οποία αντικατέστησε πλήρως την «………» και υποκαταστάθηκε έκτοτε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της «………». Μεταξύ των συμβατικών σχέσεων της «……..» με τρίτα πρόσωπα οι οποίες μεταβιβάστηκαν στη «……. .», είναι η Κύρια Σύμβαση η οποία τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε και/ή διαφοροποιήθηκε με την Πρώτη Συμπληρωματική Σύμβαση με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2011, η οποία Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, από την 9η Οκτωβρίου 2011 εξακολουθεί να τελεί σε πλήρη ισχύ και αποτέλεσμα μεταξύ της «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, Ελλάδα, ως δανείστριας και της Δανειζόμενης». Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η συγχώνευση με απορρόφηση της «………» από την καθ’ης η ανακοπή τράπεζα, με αποτέλεσμα εκ του νόμου να καταστεί η τελευταία οιονεί καθολική διάδοχος της πρώτης, οπότε και νομιμοποιείται ενεργητικώς στην αίτηση για έκδοση διαταγών πληρωμής για απαιτήσεις της «………..» κατά τρίτων προκύπτει σαφώς από το επικληθέν και προσκομισθέν υπ’ αριθ. 8382/27.11.2013 ΦΕΚ παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα με τον ίδιο ως άνω λόγο έφεσης των ανακοπτόντων. Εκεί αναφέρεται σχετικά: «…Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Ανακοινώνεται ότι την 22.11.2013 καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο…με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …, η με αριθμό Κ2-7010/22.11.2013 απόφαση μας (ΑΔΑ: …) με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών «………»…και «……….»…με απορρόφηση της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 και επόμενα του κ.ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών» και ειδικότερα του άρθρου 78 του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/1997, όπως ισχύουν, τις από 7.10.2013, 15.10.2013 και 20.11.2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων της απορροφούσας και της απορροφούμενης εταιρείας και την ……../20.11.2013 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Μετά τα ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία «………»…διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).»
Ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω έγγραφα και τα υπόλοιπα συνυποβληθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση και την εξέλιξή της και με βάση αυτά, διέλαβε πλήρες ιστορικό περί της διαδοχής του προσώπου του δανειστή στην επίδικη σύμβαση δανείου, ώστε από το ίδιο το περιεχόμενο της εκδοθείσας υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγής πληρωμής να προκύπτει σαφώς η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή και μετέπειτα εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ως δικαιούχου της επίδικης απαίτησης. Συγκεκριμένα αυτός αναφέρει: «Δυνάμει της υπ’ αριθ. 9250/09.10.2011 Αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ. αρ. 2246/09.10.2011 ΦΕΚ Τεύχος Β’, το ενεργητικό της «…… ………» μεταβιβάσθηκε στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία από την 9 Οκτωβρίου 2011 υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «……..» και η οποία εν συνεχεία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την τράπεζα «…………» σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ.2 και 78 του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως ισχύουν, και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 94/02/15-11-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τις από 7.10.2013, 15.10.2013 και 20.11.2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων αμφοτέρων των ως άνω τραπεζικών εταιρειών και την υπ’ αριθμόν …./20.11.2013 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. Η ρηθείσα συγχώνευση εγκρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. Κ2-7010/22.11.2013 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 8382/27-11-2013 ΦΕΚ Τεύχος Β’, και καταχωρήθηκε στις μερίδες της απορροφώσας και της απορροφώμενης εταιρείας στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (εφεξής Γ.Ε.Μ.Η.), στις 22.11.2013 από την οποία ημερομηνία η «…………» έχει υποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας με την επωνυμία «…….» (η οποία από την ίδια ως άνω ημερομηνία διεγράφη από το Γ.Ε.Μ.Η.), καθώς, συνεπεία της ως άνω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, η «……..» εξομοιώνεται με καθολική διάδοχο της εταιρείας «. ………». Την ίδια ημέρα, ήτοι την 22.11.2013 η …….. διαγράφηκε από το Μητρώο Εταιρειών. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 75 του κ.ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» από την καταχώρηση στο Μητρώο της απόφασης με την οποία εγκρίνεται η συγχώνευση επέρχεται αυτοδίκαια υποκατάσταση της απορροφώσας εταιρείας στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας- οιονεί καθολική διαδοχή. Την ίδια ημέρα η απορροφώμενη εταιρεία παύει να υπάρχει. Συνεπώς, την 22/11/2013 η Τράπεζα ……… υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ………. από την Αρχική Σύμβαση Δανείου (ως αυτή είχε, εν τω μεταξύ, τροποποιηθεί κατά τα εν συνεχεία εκτιθέμενα), με τη Δανειολήπτρια.» Εν κατακλείδι η μη αναφορά του μοναδικού κωδικού της επίδικης δανειακής σύμβασης στην αίτηση και στα έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ης η ανακοπή για την έκδοση της υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν στέρησε την αποδεικτικότητα των εγγράφων αυτών αναφορικά με το γεγονός ότι η καθ’ης η ανακοπή ήταν η δικαιούχος της επιδικασθείσας με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης και νομιμοποιείτο ενεργητικά να ζητήσει την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, οπότε απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο ως άνω σχετικός λόγος έφεσης.
Παρακάτω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμους τους υπό στοιχείο IV.1 έως 10 λόγους του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής τους που ανάγονται στην έλλειψη τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω μη προσαγωγής αποδεικτικών εγγράφων που κατά το νόμο αποδεικνύουν την επίδικη απαίτηση. Ειδικότερα, οι ανακόποντες υποστήριξαν ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η καθ’ης η ανακοπή επικαλέσθηκε και προσκόμισε: α) τη δανειακή σύμβαση και τις «συμπληρωματικές αυτής συμφωνίες» β) «αποσπασματικές μεταφράσεις» από την αγγλική γλώσσα των εγγράφων που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπό στοιχεία α’, δ’, ε’, στ’ και ζ’, γ) αντίγραφα της από 25.7.2013 επιστολής/οχλήσεως της «……..» και της από 24.6.2014 Εξώδικης Περαιτέρω Δήλωσης Υπερημερίας, Καταγγελίας Συμβάσεως, Πρόσκλησης και Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων της καθ’ης η ανακοπή, δ) την από 18.7.2014 επιστολή της καθ’ης η ανακοπή, το από 18.7.2014 «πιστοποιητικό οφειλής», τα οποία υπογράφουν οι υπάλληλοι αυτής, ………. και …………. και αντίγραφο της ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. υπ’ αριθ. ……../21.7.2014 ένορκης βεβαίωσης του δικηγόρου …………. «περί του αγγλικού δικαίου και της επίδικης απαιτήσεως». Ότι ωστόσο τα παραπάνω έγγραφα δεν μπορούν να στηρίξουν κατά νόμο την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς: i) δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλόμενης οφειλής των ανακοπτόντων από την επίμαχη σύμβαση δανείου, ii) δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη αντίστοιχης αξίωσης της καθ’ ης η ανακοπή εναντίον τους και iii) δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου, είτε επειδή προέρχονται από τρίτους, είτε επειδή έχουν εκδοθεί από την καθ’ ης η ανακοπή και δεν έχουν αποδεικτική δύναμη σε βάρος των ανακοπτόντων. Ότι εξάλλου τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν μεν ότι η καθ’ ης η ανακοπή προέβαλε σε βάρος των ανακοπτόντων συγκεκριμένους ισχυρισμούς, δεν αποδεικνύουν όμως την αλήθεια των ισχυρισμών αυτών, την οποία άλλωστε οι τελευταίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όπως αυτοί ενιαία εκτιμώνται, αναγόμενοι στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνουν νόμιμοι, πλην όμως ότι είναι αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, δεχόμενο ότι από τον συνδυασμό των περισσοτέρων εγγράφων, τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αποδεικνύεται τόσο η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται η απαίτηση όσο και το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμό της και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του οφειλέτη και του δικαιούχου. Σχετικά με την αποδεικτικότητα των προσαχθέντων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εγγράφων ως προς την ύπαρξη της επίδικης απαίτησης, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Καταρχάς ως προς την ιδιότητα της δικαιούχου-δανείστριας της αιτούσας την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής- καθ’ ης η ανακοπή και ως προς τον υπ’ αριθ. 4 πρόσθετο λόγο με τον οποίο οι ανακόπτοντες αμφισβητούν την έγγραφη απόδειξη της μεταβίβασης της επίδικης δανειακής σύμβασης και την απόρριψη αυτού ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, ισχύουν όσα αμέσως ως προς τον προηγούμενο λόγο έφεσης αναπτύχθηκαν σχετικά με την παραχρήμα απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης ως προς το αίτημα έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και την ιδιότητά της ως δικαιούχου της επίδικης απαίτησης και πιο συγκεκριμένα περί του τρόπου με τον οποίο η δικαιοπάροχος αυτής, «……» υπεισήλθε στα δικαιώματα της αρχικής δανείστριας, «……» όσον αφορά την επίδικη δανειακή σύμβαση. Κατά τα λοιπά, προκειμένου να εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και προς απόδειξη της απαίτησής της, η καθ’ης η ανακοπή και μετέπειτα εφεσίβλητη προσκόμισε, όπως αναφέρεται και στο σώμα της υπ’ αριθμ. …../2014 διαταγής πληρωμής: α) Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της από 10.12.2007 αρχικής σύμβασης δανείου, μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην ελληνική, όπως η αποσπασματική μετάφραση δεν απαγορεύεται κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες (υπό στοιχ. 1.α.-β. πρόσθετοι λόγοι), εφόσον νόμιμα μεταφράζονται τα κρίσιμα χωρία που περιέχουν τα απαραίτητα για τη γέννηση της επίδικης απαίτησης στοιχεία, ήτοι τα στοιχεία των συμβαλλόμενων, δηλαδή της δανείστριας τράπεζας «……………» και της δανειολήπτριας, πρώτης των καθ’ων, το ποσό του δανείου ύψους 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., το εφαρμοστέο δίκαιο, τους όρους αποπληρωμής του, και τις συνέπειες της τυχόν υπερημερίας του δανειολήπτη. Το αναφερόμενο υπό στοιχείο δ) Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της από 29.12.2007 Δήλωσης Εκταμιεύσεως Δανείου (Drawdown Notice), μετά νόμιμης αποσπασματικής μετάφρασης στην ελληνική, που έχει υπογραφεί από τη δανειολήπτρια. Σε αυτό η δανειολήπτρια δηλώνει μεταξύ άλλων ότι «Αναφερόμεθα στην ανωτέρω Σύμβαση Δανείου και με το παρόν σας ειδοποιούμε πως επιθυμούμε την εκταμίευση όλου του ποσού του Δανείου ήτοι Δολάρια ΗΠΑ 17.500.000 την 3η Ιανουαρίου 2008. Επιλέγουμε περίοδο τριών (3) μηνών ως την πρώτη περίοδο επιτοκίου σε σχέση με το Δάνειο. Τα κεφάλαια πρέπει να μεταφερθούν στην …………., Άμστερνταμ, Ολλανδία και θα πρέπει να τηρηθούν σε προσωρινό λογαριασμό στο όνομα της ……….. με οδηγίες να διατεθούν στην ………….. της Τουρκίας, τους Πωλητές του πλοίου EE σύμφωνα με το από 9 Νοεμβρίου 2007 Συμφωνητικό όπως αυτό τροποποιήθηκε από την Πρόσθετη Προσθήκη Νο 1 με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 2007, μόνο υπό τις γραπτές οδηγίες των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων της ………..…» ε) Τα νόμιμα επικυρωμένα αντίγραφα των 8ης Ιανουαρίου 2008 και 10 Δεκεμβρίου 2007 συμβάσεων παροχής εγγύησης (μετά νομίμου αποσπασματικής μεταφράσεως στην Ελληνική) οι οποίες υπεγράφησαν μεταξύ της καθ’ης ανακοπή, ως υπέρ ης η εγγύηση και της δεύτερης και του τρίτου των ανακοπτόντων, αντίστοιχα ως εγγυητών, σύμφωνα με την οποία αυτοί εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα προς τη δανείστρια τράπεζα, έκαστος ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον μετά της δανειολήπτριας, παραιτούμενος όλων των ενστάσεων, δικαιωμάτων και προνομίων που παρέχονται σε έναν εγγυητή από το νόμο, την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε οφειλής που απορρέει από τη σύμβαση δανείου και τα εξασφαλιστικά έγγραφα και γενικά την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δανειολήπτριας που απορρέουν από τη σύμβαση δανείου και τα εξασφαλιστικά έγγραφα. στ) Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2011 Πρώτης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (με νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική), η οποία υπογράφηκε από την «…….. .» ως δανείστρια, την πρώτη ανακόπτουσα ως δανειολήπτρια και τη δεύτερη και τον τρίτο των ανακοπτόντων ως εγγυητές. Εκεί δηλώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «…(Α) Σύμφωνα με την Ειδοποίηση Εκταμίευσης με ημερομηνία 29η Δεκεμβρίου 2007 από την Δανειζόμενη, η Τράπεζα κατέβαλε στην Δανειζόμενη ολόκληρο το Ποσό Δανείου αξίας Δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών…17,500,000.00…όπως επί της παρούσης η Δανειζόμενη και οι Εγγυητές ρητώς αναγνωρίζουν και ότι το οφειλόμενο ποσό σε σχέση με το Δάνειο την αμέσως προηγούμενη ημερομηνία της παρούσης Συμπληρωματικής Σύμβασης είναι Δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών 12,100,000.00…όπως η Δανειζόμενη και οι Εγγυητές επί της παρούσης ρητώς αναγνωρίζουν. (Β) Η Δανειζόμενη και οι Εγγυητές έχουν από κοινού καλέσει την Τράπεζα να συναινέσει α) στην τροποποίηση του σχεδίου Αποπληρωμής του Δανείου που προβλέπεται στο άρθρο 4.01 της Κύριας Σύμβασης…». ζ) Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2012 Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (με νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική), η οποία υπογράφηκε από τη «………» ως δανείστρια, την πρώτη ανακόπτουσα ως δανειολήπτρια και τη δεύτερη και τον τρίτο των ανακοπτόντων ως εγγυητές. Και στο έγγραφο αυτό δηλώθηκε από την παραπάνω δανειολήπτρια και τους εγγυητές ότι: «…(Α) Σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση και την Ειδοποίηση Εκταμίευσης με ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 2007 από την Δανειζόμενη, η …………. κατέβαλε στη Δανειζόμενη το σύνολο του Δανείου αξίας Δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών…17,500,000.00…όπως επί της παρούσης η Δανειζόμενη και οι Εγγυητές ρητώς αναγνωρίζουν και ότι το οφειλόμενο ποσό σε σχέση με το Δάνειο την αμέσως προηγούμενη ημερομηνία της παρούσης Δεύτερης Συμπληρωματικής Σύμβασης είναι Δολάρια Ηνωμένων 12,100,000.00…συν τον επ’ αυτού τόκο όπως η Δανειζόμενη και οι Εγγυητές επί της παρούσης ρητώς αναγνωρίζουν… «Αποπληρωμή- Προπληρωμή» 4.01 Η Δανειζόμενη θα και ρητώς αναλαμβάνει να αποπληρώσει το υφιστάμενο οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου του Δανείου ως εξής: (α) δια έντεκα (11) διαδοχικών τριμηνιαίων Δόσεων Αποπληρωμής Δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών Πεντακοσίων Χιλιάδων εκάστης… και (β) της πληρωμής μιας Δόσης “Balloon” Δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών…6,600,000.00…ληξιπρόθεσμης κι απαιτητής μαζί με την πληρωμή της τελικής (11ης) Δόσης Αποπληρωμής την 5η Ιανουαρίου 2016. Κάθε Δόση Αποπληρωμής θα αποδοθεί σε κάθε μία από τις Ημερομηνίες Αποπληρωμής έτσι ώστε: (i) η πρώτη Δόση Αποπληρωμής θα αποδοθεί στις 5 Ιουλίου 2013 και (ii) κάθε μία από τις ακόλουθες Δόσεις Αποπληρωμής θα αποδοθεί διαδοχικά σε κάθε μία από τις ημερομηνίες οι οποίες εμπίπτουν τρεις (3) μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη Ημερομηνία Αποπληρωμής…». Εκ των εγγράφων αυτών τα οποία νομίμως έχουν υπογραφεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της αναλαμβάνουσας τις σχετικές υποχρεώσεις δανειολήπτριας εταιρίας, πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας, ……….., χωρίς να αμφισβητείται η γνησιότητα της υπογραφής του, νομίμως αποδεικνύεται κατ’ άρθρο 445 ΚΠολΔ- δεδομένου ότι ως προς την αποδεικτικότητα των προσκομισθέντων εγγράφων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο (lex fori)- η εκταμίευση του παραπάνω δανεισθέντος ποσού των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., οι χρόνοι κατά τους οποίους έπρεπε να καταβληθεί η κάθε μία δόση, ώστε η δανειολήπτρια να είναι ενήμερη και να μην καταστεί υπερήμερη και το εναπομείναν οφειλόμενο από τη δανειολήπτρια υπόλοιπο αυτού ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά τον χρόνο υπογραφής της δεύτερης συμπληρωματικής σύμβασης, χωρίς να προκαλείται κάποια αντίφαση από τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών (δανεισθέντος και υπολοίπου οφειλής), καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), το κεφάλαιο ενός δανείου μειώνεται κατά το μέρος που έχει εξυπηρετηθεί από το δανειολήπτη, χωρίς να σημαίνει ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να καταστεί στη συνέχεια υπερήμερος εφόσον σταματήσει να αποπληρώνει τις δόσεις του δανείου. Σημειωτέον ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο διαθέσεως μπορεί συγχρόνως για γεγονότα που προϋπήρξαν και αποτελούν προϋποθέσεις για τις εκφραζόμενες σε αυτό δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων να λειτουργεί και σαν ιδιωτικό έγγραφο μαρτυρίας, όπως εν προκειμένω ισχύει στις συμπληρωματικές συμβάσεις του ένδικου αρχικού δανείου σχετικά με το γεγονός εκταμίευσης του δανεισθέντος κεφαλαίου και της εναπομείνασας από το κεφάλαιο κατά τον συγκεκριμένο χρόνο οφειλής του δανειολήπτη και των εγγυητών προς τη δανείστρια τράπεζα. Επίσης προσκομίσθηκαν: η. Επικυρωμένο αντίγραφο της από 25 Ιουλίου 2013 επιστολής της δικαιοπαρόχου της αιτούσας «……………» στην οποία, μεταξύ άλλων, έκανε μνεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών της δανειολήπτριας για κεφάλαιο και συμβατικούς τόκους, την καλούσε να προχωρήσει στην άμεση τακτοποίησή τους και επεσήμαινε ότι η μη καταβολή από τη δανειολήπτρια ληξιπρόθεσμων οφειλών της και η μη πληρωμή των ναύλων του πλοίου στον Λογαριασμό Εισοδημάτων αποτελούν παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεών της και ως εκ τούτου Γεγονότα Καταγγελίας, με βάση τη σύμβαση δανείου, ενώ επιφυλασσόταν ρητά για την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων της, θ. Τα νόμιμα επικυρωμένα αντίγραφα της από 24 Ιουνίου 2014 Εξώδικης Δήλωσης Υπερημερίας, Καταγγελίας Συμβάσεως, Πρόσκλησης και Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων επιδοθέντα στους καθ’ ων όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσαγόμενες υπ’ αριθ. ……. Εκθέσεις Επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιά ……. και τις υπ’ αριθ. ……. της δικαστικής επιμελήτριας Θεσσαλονίκης ……… με την οποία (εξώδικη δήλωση) τους δήλωσε (μεταξύ άλλων λόγων υπερημερίας) ότι είναι υπερήμεροι για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή των ποσών που αναφέρονται και στη συνέχεια συμπεριελήφθησαν στη νυν προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και για τον λόγο αυτό κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και κήρυξε όλο το υπόλοιπο ποσό του δανείου αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι έγινε καταγγελία της ένδικης συμβάσεως δανείου από τη δανείστρια τράπεζα και η σχετική δήλωση βουλήσεως περιήλθε στους ανακόπτοντες και νυν εκκαλούντες. ι. Το ημερομηνία 18 Ιουλίου 2014 πιστοποιητικό οφειλής όπου πιστοποιείται ότι το οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου του δανείου ανέρχεται σε 12.100.000 δολάρια Η.Π.Α. και το οποίο έχει εκδοθεί από τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της δανείστριας τράπεζας, …….. και ……….., αποτελεί δε πλήρη απόδειξη της απαίτησης της δανείστριας τράπεζας κατά της δανειολήπτριας και των εγγυητών σύμφωνα με τον όρο 2.08 της συμβάσεως δανείου και τις αντίστοιχες παραγράφους 2.11 των εγγυήσεων. Συγκεκριμένα στον όρο 2.08 της προσκομισθείσας για την έκδοση της διαταγής πληρωμής από 10.12.2007 σύμβασης δανείου προβλέπεται ότι: «(Απόδειξη) Δια του παρόντος συμφωνείται και ομολογείται από την Δανειζόμενη ότι αποσπάσματα, αντίγραφα ή άλλες αναπαραγωγές των βιβλίων ή αρχείων ή ηλεκτρονικών αρχείων και/ είτε περιλήψεις του δανειακού λογαριασμού που διατηρείται σύμφωνα με το άρθρο 2.07 καθώς επίσης και εκθέσεις λογαριασμών ή πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την Τράπεζα («Απόδειξη της Τράπεζας») θα (εκτός από έκδηλο λάθος) αποτελούν αδιαμφισβήτητη απόδειξη, δεσμευτική απέναντι στην Δανειζόμενη όσον αφορά στην ύπαρξη και/ είτε στο ποσό της εκάστοτε Εκκρεμούσας Οφειλής, οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση…Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η Δανειζόμενη θα δικαιούται να αντικρούσει τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία δια οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου (εγγράφου ή μη) που είναι παραδεκτό από το εφαρμοστέο δίκαιο, εκτός από μάρτυρες. Παρά την ανωτέρω πρόβλεψη που αφορά στο δικαίωμα της Δανειζόμενης να αντικρούσει τα αποδεικτικά στοιχεία, η εκτελεστική διαδικασία/ μέτρα δύνανται να αρχίσουν με βάση τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία της Τράπεζας». Μια τέτοια δικονομική συμφωνία είναι καθ’ όλα επιτρεπτή και έγκυρη (πρβλ. ΕφΛαμ 39/2019, ΜονΕφΑθ 260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος), το δε σχετικό πιστοποιητικό οφειλής αποδεικνύει νόμιμα την απαίτηση της τράπεζας από τη δανειακή σύμβαση σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ώστε να μπορεί να προκύψει από το έγγραφο αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα συμπροσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα που αφορούν στους χρόνους πληρωμής εκάστης δόσης του δανείου, απόδειξη σχετικά με την υπερημερία της δανειολήπτριας και να μπορούν να στηρίξουν σε βάρος της και των εγγυητών μαζί με τα έγγραφα από τη δανειακή σύμβαση και τις εγγυητικές συμβάσεις και τα έγγραφα καταγγελίας του δανείου, την έκδοση διαταγής πληρωμής για μη καταβληθέν υπόλοιπο του δανείου ή έστω για μέρος του υπολοίπου αυτού. κ. Την από 18.7.2014 επιστολή της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής τράπεζας, με την οποία βεβαιώνει ότι η ……….. και ο ………., οι οποίοι κατά τα ανωτέρω υπέγραψαν το με ημερομηνία 18 Ιουλίου 2014 πιστοποιητικό οφειλής, την εκπροσωπούν με δικαίωμα υπογραφής αντίστοιχα, στα πλαίσια των εκχωρημένων αρμοδιοτήτων τους. Συγκεκριμένα την επιστολή αυτή υπογράφουν η Υποδιευθύντρια Ναυτιλιακού Καταστήματος της Τράπεζας …….., ……….. και ο Associate ………. και βεβαιώνουν ότι «Σας γνωρίζουμε ότι η κα. ……. (επικεφαλής επιχειρηματικής μονάδας ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων) και ο κ. ………. (account manager επιχειρηματικής μονάδας ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων) δεσμεύουν και εκπροσωπούν την τράπεζά μας με δικαίωμα Α’ επιπέδου υπογραφής στα πλαίσια των εκχωρημένων αρμοδιοτήτων τους». Σημειωτέον ότι το έγγραφο αυτό, καίτοι εκδοθέν από την καθ’ης τράπεζα, αποδεικνύει ότι οι παραπάνω υπάλληλοι εκπροσωπούσαν κατά τον αμέσως παραπάνω χρόνο αυτή στα πλαίσια των εκχωρημένων αρμοδιοτήτων τους κι επομένως αρμοδίως υπέγραψαν το ως άνω από 18.7.2014 πιστοποιητικό οφειλής. Ως εκ τούτου, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες με τον δεύτερο λόγο έφεσής τους στη σελίδα 7 του εφετηρίου, στην τελευταία παράγραφο ότι από το από 18.7.2014 πιστοποιητικό οφειλής και την από 18.7.2014 επιστολή δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη και η έκταση της προβαλλόμενης οφειλής τους και ότι ο κ. ……….. δεν μπορούσε να δεσμεύει την εφεσίβλητη τράπεζα εκδίδοντας το σχετικό πιστοποιητικό οφειλής τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. λ. Το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. ………/21.07.2014 ένορκης βεβαίωσης του Συμβ/φου Πειραιά ………. με την οποία ο κ. …………, Διευθύνων Εταίρος της αγγλικής δικηγορικής φίρμας ………., κατέθεσε επί του αγγλικού δικαίου και από την οποία προκύπτει ότι η απαίτηση της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής τράπεζας είναι νόμιμη, ληξιπρόθεσμη και δεκτική δικαστικής επιδιώξεως σύμφωνα με το εφαρμοστέο στη σύμβαση δανείου και την εταιρική εγγύηση, αγγλικό δίκαιο. Σύμφωνα με τον όρο 13.12 (α) της ως άνω από 10.12.2007 συμβάσεως δανείου, το δίκαιο που τη διέπει είναι το αγγλικό δίκαιο, περαιτέρω δε για τους σκοπούς εκτελέσεως στην Ελλάδα συμφωνήθηκε με τον όρο 13.12 (β) της ίδιας σύμβασης ότι το διέπον τη σύμβαση αγγλικό δίκαιο θα αποδεικνύεται από μία ένορκη κατάθεση Άγγλου δικηγόρου διοριζόμενου από τη δανείστρια τράπεζα και η ένορκη αυτή κατάθεση θα αποτελεί πλήρη και δεσμευτική απόδειξη για τη δανειζόμενη, η οποία όμως θα έχει το δικαίωμα να αντικρούσει αυτή την απόδειξη με οποιαδήποτε μέσα εκτός από μάρτυρες. Εξάλλου και κατά το ελληνικό δίκαιο ισχύει η ελεύθερη απόδειξη όταν πρόκειται ο δικαστής να πληροφορηθεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, καθώς κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι». Επομένως στα πλαίσια απόδειξης του διέποντος την ένδικη σύμβαση αγγλικού δικαίου για τις ανάγκες έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις προερχόμενες από την παραπάνω σύμβαση είναι έγκυρη η παραπάνω δικονομική σύμβαση ότι το ως άνω ουσιαστικό δίκαιο θα αποδεικνύεται από ένορκη κατάθεση, χωρίς να τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας αυτής, καθώς επιτράπηκε στη δανειολήπτρια η ανταπόδειξη, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-ανακοπτόντων, στο τέλος αυτού στη σελίδα 8 του εφετηρίου τυγχάνουν νόμω αβάσιμα.
Το σύνολο των παραπάνω εγγράφων μπορούσαν να στηρίξουν κατά νόμο την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καθώς αποδεικνύουν την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλόμενης από την καθ’ης τράπεζα οφειλής της δανειολήπτριας πρώτης ανακόπτουσας και των εγγυητών, δεύτερης και τρίτου των ανακοπτόντων από την επίμαχη σύμβαση δανείου, καθώς και την αντίστοιχη απαίτηση της τράπεζας, χωρίς τα παραπάνω έγγραφα να στερούνται αποδεικτικότητας, καθώς και όσα απ’ αυτά δεν φέρουν την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της δανειολήπτριας, έχουν εκδοθεί αρμοδίως, από τρίτα πρόσωπα, κατόπιν έγκυρης σχετικής δικονομικής σύμβασης μεταξύ δανείστριας τράπεζας και δανειολήπτριας ότι θα έχουν και έναντι αυτής αποδεικτική δύναμη. Συνακόλουθα, αβάσιμα τυγχάνουν τα όσα ειδικότερα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης και δη: α) Ότι η προβληθείσα από την καθ’ ης «χορήγηση» ποσού 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. δεν αποδεικνύεται από τη ρήτρα με αριθ. 1.01 της επίμαχης σύμβασης δανείου, όπως αναπόδεικτα αναφέρεται στους αριθ. 1 και 3 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Επισημαίνεται από το Δικαστήριο αυτό ότι το γεγονός της χορήγησης του δανείου στήριξε και μάλιστα ορθά ο εκδόσας τη διαταγή πληρωμής δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στην από 29.12.2007 Δήλωση Εκταμιεύσεως του Δανείου (Drawdown Notice) που έχει υπογραφεί από τη δανειολήπτρια στις 29.12 και από τη συνομολόγηση των καθ’ ων που περιέχεται στο Προοίμο (Α) τόσο της υπό ημερομηνία 30.6.2011 Πρώτης Συμπληρωματικής Συμφωνίας όσο και της από 27.6.2012 Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας, όπου η δανειολήπτρια, η εταιρική εγγυήτρια και ο προσωπικός εγγυητής έχουν αναγνωρίσει (συνομολογήσει) και πιστοποιήσει την ανάληψη από τη δανειολήπτρια ολόκληρου του ποσού των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. β) Ότι οι συμβατικοί όροι που μνημονεύονται στον αριθ. 12 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύουν πλήρως ότι στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεξε οιοδήποτε περιστατικό υπερημερίας των ανακοπτόντων και οιοσδήποτε λόγος καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή. Ωστόσο, στον παραπάνω αριθμό 12 των αιτιολογιών της ένδικης διαταγής πληρωμής εκτίθεται τι συμφωνήθηκε να συνιστά υπερημερία κατά τον Όρο 9 της Σύμβασης Δανείου. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με τον Όρο 9 της Σύμβασης Δανείου συμφωνήθηκε ότι θα υφίσταται γεγονός υπερημερίας ή αθέτησης (Event of Default) σε περίπτωση που λάβει χώρα οποιοδήποτε από τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται στους Όρους 9.01 έως 9.07 (τα λεγόμενα «Γεγονότα Υπερημερίας»), ήτοι, μεταξύ άλλων, εάν η Δανειολήπτρια δεν καταβάλει κατά την δήλη ημέρα πληρωμής του οποιοδήποτε ποσό οφείλεται από αυτήν σύμφωνα με την Σύμβαση Δανείου ή οποιοδήποτε από τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, ή, στην περίπτωση ποσών πληρωτέων σε πρώτη όχληση, εντός τριών (3) Τραπεζικών Ημερών από την σχετική όχληση για πληρωμή του (Όροι 9.01 και 9.06 της Συμβάσεως Δανείου). Σύμφωνα με τον όρο 9.08 (β) της Σύμβασης Δανείου (Συνέπειες Υπερημερίας), σε περίπτωση υπερημερίας της Δανειολήπτριας η δανείστρια Τράπεζα δικαιούται, με έγγραφη ειδοποίηση (δήλωση- notice) προς την Δανειολήπτρια να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ποσό του Δανείου, τους επ’ αυτού τόκους ως και οποιοδήποτε άλλο οφειλόμενο δυνάμει της Συμβάσεως Δανείου και των λοιπών Εξασφαλιστικών Εγγράφων ποσό.» Το ότι εν προκειμένω συνέτρεξε περιστατικό υπερημερίας των ανακοπτόντων και λόγος καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης εκ μέρους της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας προκύπτει από το αναφερόμενο στη διαταγή πληρωμής υπό στοιχείο «ι», με ημερομηνία 18 Ιουλίου 2014 πιστοποιητικό οφειλής, που εκδόθηκε από τους ως άνω εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της τράπεζας και αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησής της κατά των ανακοπτόντων κατά τον όρο 2.08 της Σύμβασης Δανείου και τις παραγράφους 2.11 των εγγυήσεων. Περαιτέρω, η όχληση προς τη δανειολήπτρια για άμεση τακτοποίηση της οφειλής της και ότι η μη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της συνιστά παραβίαση συμβατικών της υποχρεώσεων προκύπτει από το υπό στοιχείο «η» προσκομισθέν επικυρωμένο αντίγραφο της από 25.7.2013 επιστολής της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης «………….», τέλος δε η καταγγελία της σύμβασης, με την οποία κηρύχθηκε όλο το υπόλοιπο δανεισθέν ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό προκύπτει από το προσκομισθέν αντίγραφο της από 24.6.2014 Εξώδικης Δήλωσης Υπερημερίας, Καταγγελίας Συμβάσεως, Πρόσκλησης και Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων προς τους καθ’ων μετά των προαναφερομένων εκθέσεων επιδόσεως. γ) Ότι οι συμβατικοί όροι που μνημονεύονται στον αριθμό 13 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύουν πλήρως την ύπαρξη και το ύψος της αξίωσης που προέβαλε εναντίον των ανακοπτόντων η καθ’ης η ανακοπή, η οποία δεν προσκόμισε κανένα νόμιμο αποδεικτικό έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ύπαρξη και το ύψος της αξίωσης που επικαλέσθηκε εναντίον τους. Ωστόσο, αυτό που εκτίθεται στον αριθμό 13 των αιτιολογιών της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής είναι η δικονομική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών να μπορούν να αποτελέσουν απόδειξη για την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής από την επίμαχη δανειακή σύμβαση, έγγραφα που θα εκδίδουν εξουσιοδοτημένα όργανα της δανείστριας τράπεζας. Συγκεκριμένα εκεί αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με τον Όρο 2.08 της Σύμβασης Δανείου και τον Όρο 2.11 εκάστης των Εγγυήσεων συμφωνήθηκε ότι αποσπάσματα ή φωτοτυπίες των βιβλίων της αιτούσας τραπέζης καθώς και δηλώσεις της περί της κινήσεως και καταστάσεως λογαριασμών ή πιστοποιητικά υπογεγραμμένα υπό αξιωματούχου της Αιτούσης θα αποτελούν (εκτός προφανούς λάθους) δεσμευτική και πλήρη απόδειξη κατά της Δανειοληπτρίας και του αντίστοιχου Εγγυητή σχετικά με το ύψος των ποσών που οφείλονται δυνάμει της Συμβάσεως Δανείου και των λοιπών Εξασφαλιστικών Εγγράφων (όρος 2.08 της Συμβάσεως Δανείου και όρος 2.21 της αντίστοιχης Εγγυήσεως).» Το γεγονός ότι η καθ’ης η ανακοπή τράπεζα δεν έκανε χρήση του δικαιώματός της να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής για το σύνολο του οφειλόμενου κατά το από 18.7.2014 πιστοποιητικό οφειλής ποσού κεφαλαίου 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. μαζί με το σύνολο των ληξιπρόθεσμων τόκων, αλλά ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος του κεφαλαίου ποσού 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής συνιστά δικαίωμά της να επιδιώξει μέρος της απαίτησής της με την έκδοση εκτελεστού τίτλου και όχι το σύνολο αυτής. δ) Ότι οι συμβατικοί όροι που μνημονεύονται εκτεταμένα στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (βλ. λ.χ. στους αριθ. 1 και 3 έως 20) δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη και το ύψος της επίδικης αξίωσης και δεν είναι σε θέση να στηρίξουν κατά νόμο την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Εντούτοις, από τη σειρά των εγγράφων που νομίμως προσκομίσθηκαν στον αρμόδιο για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής δικαστή αποδεικνύεται τόσο η ύπαρξη, όσο και το ύψος της επίδικης αξίωσης, παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από τους ανακόπτοντες. Α1) Ότι οι αποφασιστικής επίδρασης για το κύρος της επίδικης διαταγής πληρωμής παραδοχές που περιέχονται στον αριθ. 21 αυτής περί του ότι, δήθεν, οφείλονται και δεν έχουν καταβληθεί στην καθ’ ης η ανακοπή τα εκεί αναφερόμενα ποσά, δεν αποδεικνύονται εγγράφως, η δε προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν μνημονεύει στο σημείο αυτό κανένα απολύτως συγκεκριμένο αποδεικτικό έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύονται οι κατά νόμο γενεσιουργοί λόγοι της επίδικης αξίωσης. Ωστόσο, οι αιτιολογίες με αριθμό 21 στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αφορούν στην υπερημερία που επέδειξε η δανειολήπτρια ως προς την καταβολή δόσεων κεφαλαίου και συμφωνημένων τόκων από την 5.7.2013 έως την 7.4.2014, ήτοι σε προγενέστερο χρόνο της 18.7.2014 που εκδόθηκε το αποδεικνύον την υπερημερία πιστοποιητικό οφειλής από τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας και της 24.6.2014 που καταγγέλθηκε η επίδικη σύμβαση δανείου, το δε κεφάλαιο του 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. που επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής αφορά σε μέρος του μη εξοφληθέντος υπολοίπου κεφαλαίου του δανείου ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., η μη καταβολή του οποίου αποδεικνύεται από το ως άνω εκδοθέν από 18.7.2014 πιστοποιητικό οφειλής. Ως εκ τούτου, αβάσιμα οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι προκαλείται διαδικαστικό απαράδεκτο από τις αιτιολογίες υπ’ αριθ. 21 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Α2) Ότι τα έγγραφα που αναφέρονται στους αριθ. 22 και 23 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής- από 25.7.2013 επιστολή (δήλωση) της φερόμενης ως δικαιοπαρόχου της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας με την επωνυμία «………….» και από 24.6.2014 «Εξώδικη Περαιτέρω Δήλωση Υπερημερίας, Καταγγελίας Συμβάσεως, Πρόσκλησης και Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων» της καθ’ ης η ανακοπή- δεν αποδεικνύουν τα επικαλούμενα από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής «γεγονότα υπερημερίας» των ανακοπτόντων, σύμφωνα με τη Ρήτρα 9.01 (α) της επίμαχης συμβάσεως δανείου, ούτε όσα εντελώς αναπόδεικτα αναφέρονται στον αριθ. 21 της επίδικης διαταγής πληρωμής. Ότι πράγματι, τα ως άνω έγγραφα εκδόθηκαν από την καθ’ ης και τη φερόμενη δικαιοπάροχο αυτής, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλόμενης οφειλής και δεν έχουν αποδεικτική δύναμη υπέρ της καθ’ης η ανακοπή και σε βάρος των ανακοπτόντων. Όμως τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν την όχληση προς τους ανακόπτοντες εκ μέρους της τράπεζας με την επίκληση της υπερημερίας τους και την καταγγελία της επίμαχης δανειακής σύμβασης, το δε γεγονός της καθυστέρησης πληρωμής της οφειλής προκύπτει, ως προεκτέθηκε, από το προσκομισθέν από 18.7.2014 πιστοποιητικό οφειλής. Α3) Ότι η από 29.12.2007 «Δήλωση Εκταμιεύσεως Δανείου» (“Drawdown Notice”) δεν αποδεικνύει ότι την 3.1.2008 έγινε εκταμίευση του δανείου, αφού φέρει ημερομηνία προγενέστερη της φερόμενης εκταμίευσης και μπορεί να αποτελεί «εντολή εκταμιεύσεως» και όχι νόμιμη απόδειξη καταβολής και είσπραξης οιουδήποτε ποσού. Εντούτοις, η από 29.12.2007 «Δήλωση Εκταμιεύσεως Δανείου» εκ μέρους της δανειολήπτριας συνιστά απόδειξη ότι αυτή ζήτησε από τη δανείστρια τράπεζα την εκταμίευση του ποσού των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και τη μεταφορά του σε υποδειχθέντα από εκείνη λογαριασμό και για τις ανάγκες του σκοπού (αγορά πλοίου), για τον οποίο είχε συμφωνηθεί το συγκεκριμένο δάνειο. Περαιτέρω, απόδειξη καταβολής και είσπραξης του ποσού αυτού αποτελούν: α) το Προοίμιο (Α) της προαναφερόμενης από 30.6.2011 Πρώτης Συμπληρωματικής Συμφωνίας μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και των ανακοπτόντων, όπου οι τελευταίοι αναγνώρισαν (συνομολόγησαν) και επιβεβαίωσαν ότι 1) έχει χορηγηθεί στη δανειολήπτρια ολόκληρο το ποσό του δανείου και 2) αμέσως πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της Πρώτης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (ήτοι την 30.6.2011) παρέμεινε ανεξόφλητο και οφειλόταν ποσό κεφαλαίου του δανείου ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. β) το Προοίμιο της προαναφερόμενης από 27.6.2012 Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας μεταξύ της «…………» και των ανακοπτόντων, όπου και πάλι οι τελευταίοι αναγνώρισαν (συνομολόγησαν) και επιβεβαίωσαν εκ νέου 1) ότι έχει χορηγηθεί στη δανειολήπτρια ολόκληρο το ποσό του δανείου και 2) ότι αμέσως πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της Δεύτερης Συμπληρωματικής Συμφωνίας (ήτοι την 27.6.2012) ποσό κεφαλαίου του δανείου ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. εξακολουθούσε να παραμένει ανεξόφλητο. Επομένως, τα όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες στη σελίδα 7 του εφετηρίου, στη δεύτερη παράγραφο υπό στοιχείο «α» ότι οι δηλώσεις των μερών που περιέχονται στα Προοίμια (Α) των από 30.6.2011 και από 27.6.2012 «συμπληρωματικών συμβάσεων» δεν αποτελούν δικαστική ομολογία, ούτε έγγραφο το οποίο αποδεικνύει πλήρως την επίμαχη εκταμίευση, ενώ παράλληλα προκαλούν σύγχυση, αφού η καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι χορήγησε δάνειο 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ στα προοίμια των ανωτέρω συμβάσεων αναγράφεται ως οφειλόμενο κεφάλαιο δανείου ποσό 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων επ’ αυτού και ότι συνεπώς, όσα αναφέρονται στον αριθμό 2 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν είναι σε θέση να στηρίξουν την έκδοσή της σε βάρος τους, δεν ευσταθούν. Οι ανωτέρω συμπληρωματικές συμβάσεις αναφορικά με τα παραπάνω κρίσιμα γεγονότα της εκταμίευσης του ποσού του δανείου του ποσού των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και της ύπαρξης ανεξόφλητου υπολοίπου 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. λειτουργούν ως έγγραφα μαρτυρίας σε βάρος των ανακοπτόντων που ομολογούν τις σχετικές οφειλές, χωρίς κατά τα ανωτέρω να προκαλείται κάποια αντίφαση από τη διαφορά στο χορηγηθέν ποσό του δανείου και στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του ποσού αυτού. 2β) Ότι η νομική βασιμότητα της επίμαχης αξίωσης δεν αποτελεί επιτρεπτό αντικείμενο ομολογίας (και μάλιστα εξώδικης), αφού η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν στηρίζεται σε αναγνώριση χρέους αλλά σε σύμβαση δανείου και συνεπώς τα συμβατικά κείμενα που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν στηρίζουν την έκδοσή της κατά νόμο. Ωστόσο, πουθενά δεν γίνεται λόγος στη διαταγή πληρωμής για σύμβαση αναγνώρισης χρέους, τα δε συμβατικά κείμενα που αναφέρονται σε αυτή αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα που μπορούν να στηρίξουν την έκδοσή της κατά νόμο. 2γ) Ότι η μεταβίβαση της επίμαχης δανειακής σχέσεως και των αντίστοιχων συμβάσεων εγγυήσεως δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό και δεν είναι επιτρεπτό αντικείμενο ομολογίας, πολύ δε περισσότερο, τη στιγμή κατά την οποία οι ανακόπτοντες αμφισβήτησαν νόμιμα κάτι παρόμοιο, τόσο δικαστικά όσο και εξώδικα και 2δ) Ότι ακόμη, μπορεί μεν να αποδεικνύεται ότι την 22.11.2013 η καθ’ης η ανακοπή υποκατέστησε τη «……» στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της από διάφορες έννομες σχέσεις, δεν αποδεικνύεται όμως ότι αυτό ισχύει ειδικά και για την επίδικη σύμβαση δανείου, όπως εντελώς αναπόδεικτα αναφέρεται στον αριθμό 2 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Εντούτοις, η μεταβίβαση της επίμαχης δανειακής σύμβασης και των αντίστοιχων συμβάσεων εγγυήσεως από την «……» στη «……» προκύπτει από τη δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ (Τεύχος Β’) υπ’ αριθ. 2246/9-10-2011, με αριθμό 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……», όπου στο Παράρτημα 1 της εν λόγω απόφασης ορίζεται μεταξύ άλλων ότι στην αμέσως παραπάνω τράπεζα μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις της «……» με τρίτους, μεταξύ των οποίων και οι δανειακές συμβάσεις της με τρίτους, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στον πίνακα 1 του Παραρτήματος, η δε ομολογία των ανακοπτόντων στη Δεύτερη Συμπληρωματική Συμφωνία με τη «……» ότι μεταβιβάσθηκε σε αυτή η επίμαχη δανειακή σύμβαση χρησιμεύει για την ταυτοποίηση της εν λόγω σύμβασης ότι δεν αντιστοιχεί σε κάποιον από τους κωδικούς δανειακών συμβάσεων που εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση τους στη «……» και οι οποίοι παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «……», οπότε ορθά και νόμιμα το παραπάνω έγγραφο λήφθηκε υπόψη από το δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά τα λοιπά, ως προς τη μεταβίβαση της επίδικης δανειακής σχέσης ισχύουν όσα αναλυτικά εκτέθηκαν για τον προηγούμενο λόγο έφεσης. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι εκκαλούντες αμφισβητούν κι επί της ουσίας ότι γεννήθηκε η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης τράπεζας, κατόπιν της φερόμενης εκταμίευσης του ως άνω δανείου προς τη δανειολήπτρια και της υπαίτιας καθυστέρησης στην αποπληρωμή των δόσεων αυτού, σημειώνεται ότι από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, με τη σημείωση ότι για την εξέταση του μάρτυρα των ανακοπτόντων ……….., δικηγόρου, προσκομίστηκε η από 16.2.2018 άδεια του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η ενώπιον της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης ….. ……. υπ’ αριθ. ………/9.11.2015 ένορκη βεβαίωση της ……… που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο αποδεικνύεται τόσο η εκταμίευση του δανείου των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., όσο και τα γεγονότα υπερημερίας που αναφέρονται πιο πάνω μετά την κατάρτιση των προαναφερόμενων δύο συμπληρωματικών συμβάσεων του δανείου μεταξύ των διαδίκων, που οδήγησαν την εφεσίβλητη- καθ’ ης τράπεζα στην καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης με την από 24.6.2014 Εξώδικη Δήλωση Υπερημερίας, Καταγγελίας Συμβάσεως, Πρόσκλησης και Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων, με υπόλοιπο οφειλής της δανειολήπτριας ως προς το κεφάλαιο ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μάρτυρας των ανακοπτόντων, ……… δεν αρνείται ότι εκταμιεύθηκε το ποσό της επίδικης δανειακής σύμβασης, αλλά συνδέει τη μη εξυπηρέτηση του δανείου με τη φερόμενη ως αντισυμβατική συμπεριφορά της δανείστριας τράπεζας σε μεταγενέστερες δανειακές συμβάσεις που κατάρτισε με άλλες εταιρίες του Ομίλου “…..” στον οποίο ανήκε και η δανειολήπτρια της επίδικης σύμβασης και η οποία ήταν εγγυήτρια στις τελευταίες αυτές συμβάσεις. Ομοίως η ενόρκως βεβαιώσασα …….., αδελφή του ………, νόμιμου εκπρόσωπου της δανειολήπτριας πρώτης εκκαλούσας- πρώτης ανακόπτουσας αναφέρει ότι το έτος 2007 αποφασίσθηκε η αγορά ενός μεγαλύτερου πλοίου και προσθέτει σχετικά: «Η χρηματοδότηση της αγοράς του νέου πλοίου κατέστη δυνατή με την πώληση άλλου πλοίου (ΡΙΙ) και τη σύναψη νέας δανειακής σύμβασης με την Proton, το Δεκέμβρη 2007, ποσού 17.500.000 δολ. ΗΠΑ. Αγοράστηκε έτσι το πλοίο “M/V RK”, πλοιοκτησίας της εταιρίας του Ομίλου … με την επωνυμία “. . ….”…». Συνεπώς και η εν λόγω ενόρκως βεβαιώσασα δέχεται ότι υπήρξε εκταμίευση του δανεισθέντος ποσού των 17.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., ώστε να πληρωθεί το τίμημα για την αγορά του παραπάνω πλοίου της δανειολήπτριας εταιρίας. Συνακόλουθα ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους υπό στοιχ. IV. 1 έως 10 λόγους του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής, συμπληρουμένων των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης στο σημείο αυτό με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, οπότε απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Επίσης η αιτίαση που προβάλλεται στο τέλος του εφετηρίου από τους εκκαλούντες ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά τους για αναστολή της προόδου της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι να αποφανθούν οι διοικητικές αρχές (Τράπεζα της Ελλάδος και Υπουργός Οικονομικών) επί του από 31.1.2018 αιτήματος αναμεταβίβασης του επίμαχου δανείου από τη «……….» στην υπό εκκαθάριση «……….», προς τις οποίες οι εκκαλούντες έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα, προκειμένου να δοθούν συγκεκριμένες, σαφείς και ασφαλείς απαντήσεις στο ζήτημα που έθεσαν ότι το εν λόγω δάνειο ήταν χαμηλής εξασφάλισης και ότι γι’ αυτό έπρεπε να παραμείνει στην υπό εκκαθάριση «…………», πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται κάποια αβεβαιότητα σχετικά με το ποια τράπεζα είναι η δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, καθώς για το θέμα αυτό έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 9250/9.10.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης της «………..» που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2246/9.10.2011 ΦΕΚ τ. Β’, δυνάμει της οποίας μεταβιβάσθηκαν όλες οι δανειακές συμβάσεις της «………..» με τρίτους στη «……….», της οποίας ήδη καθολική διάδοχος αποτελεί η εφεσίβλητη, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες με τους κωδικούς τους στον Πίνακα 1 του Παραρτήματος Ι της ίδιας απόφασης, που κρίθηκαν εξαιρετέες και παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «………..», μεταξύ όμως των οποίων δεν συμπεριλήφθηκε η επίδικη δανειακή σύμβαση. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως μέχρι να απαντήσουν οι παραπάνω διοικητικές αρχές στο αίτημα των εκκαλούντων, να επαναμεταβιβασθεί η ένδικη δανειακή σύμβαση στην υπό εκκαθάριση «………….», όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του.
Επιπλέον, με τον τέταρτο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση οι 13ος και 15ος πρόσθετοι λόγοι ανακοπής περί ανυπαρξίας της επίδικης αξίωσης και δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να επικαλεσθεί αξιώσεις από την επίμαχη σύμβαση και από την άκυρη εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης και περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ειδικότερα, με τον υπ’ αριθ. 13 πρόσθετο λόγο ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής- όχι και της επιταγής προς πληρωμή όπως σαφώς προκύπτει από την παράγραφο 14 του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα με την ένδικη έφεση- λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και ανυπαρξίας της επίδικης απαίτησης, καθώς η δανείστρια τράπεζα “………….”, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων ουδέποτε έθεσε στη διάθεση των εταιριών “…” και “….”, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο “…..”, οποιοδήποτε ποσό έναντι της από 31.3.2010 καταρτισθείσας δανειακής σύμβασης, αλλά, παραπλανώντας τον τρίτο των ανακοπτόντων- νόμιμο εκπρόσωπο των εταιριών του ως άνω ομίλου, με παράνομες πράξεις οι προστηθέντες και εκπρόσωποί της προκάλεσαν σ’ αυτές οικονομική ζημία, αρχικά χρεώνοντας τους λογαριασμούς των εταιριών “….” και “…..” με το συνολικό ποσό των 20.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που μεγεθύνθηκε μετά την ταυτόχρονη καταγγελία της επίδικης από 10.12.2007 δανειακής σύμβασης, της από 19.11.2009 δανειακής σύμβασης της εταιρίας του ομίλου “……….” και της από 31.3.2010 δανειακής σύμβασης των ως άνω εταιριών « …..” και “……”, οι οποίες επιδόθηκαν στις 25.6.2014, 27.6.2014 και 3.7.2014 αντίστοιχα, εν συνεχεία δε επιβλήθηκε ακινητοποίηση των κατονομαζόμενων πλοίων πλοιοκτησίας των ως άνω εταιριών, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων τους και ο πλειστηριασμός του πλοίου της πρώτης των ανακοπτόντων “RK”. Ο παραπάνω πρόσθετος λόγος της ως άνω ανακοπής, που κατατείνει στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, με βάση το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ένδικη σύμβαση δανείου. Όπως προκύπτει από την νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την καθ’ ης από 7.7.2014 γνωμοδότηση του διευθύνοντος εταίρου της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας “……….”, …………. και βάσει των αναφερόμενων σ’ αυτήν πηγών του αγγλικού δικαίου (common law), στην ένδικη από 10.12.2007 σύμβαση δανείου σαφώς προβλέπονται γεγονότα υπερημερίας, που δίνουν το δικαίωμα στη δανείστρια ν’ αξιώσει την άμεση αποπληρωμή (εξόφληση) όλων των οφειλόμενων ποσών. Συγκεκριμένα «15.5. Η ρήτρα 9 προβλέπει ότι οποιαδήποτε αθέτηση που προσδιορίζεται στις Ρήτρες 9.01 έως 9.07 της Συμβάσεως Δανείου θα αποτελούσε Γεγονός Υπερημερίας. 15.5.1 Η Ρήτρα 9.01 (α) αναφέρεται σε οποιαδήποτε αθέτηση περί την πληρωμή ποσών οφειλομένων εν σχέσει με την Σύμβαση Δανείου να γίνεται εμπροθέσμως όταν καθίστανται απαιτητά. Επιπλέον, όποτε γίνει αξίωση για την πληρωμή οποιουδήποτε ληξιπρόθεσμου ποσού, η Δανειζόμενη απαιτείται να κάνει αυτή την πληρωμή εντός 3 Τραπεζικών Ημερών από της οχλήσεως. Ειδάλλως αυτό θα αποτελούσε πρόσθετο Γεγονός Υπερημερίας. 15.5.2 Η Ρήτρα 9.01 (β) καθιστά γεγονός υπερημερίας οποιαδήποτε αθέτηση εν σχέσει με την εκτέλεση οποιασδήποτε συμφωνημένης υποχρεώσεως (covenant). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Δανειζόμενη δεσμεύεται από τις «συμφωνημένες υποχρεώσεις» να ασφαλίζει το πλοίο σε συγκεκριμένο επίπεδο και να προκαλεί την κατάθεση των Εισοδημάτων στον Λογαριασμό Εισοδημάτων…15.6 Οσάκις συμβεί Γεγονός Υπερημερίας το οποίο δεν θα θεραπευθεί, η δανείστρια θα έχει το δικαίωμα σύμφωνα με την ρήτρα 9.08 να αξιώσει την άμεση αποπληρωμή (εξόφληση) όλων των οφειλόμενων ποσών…55…(α) Η Σύμβαση Δανείου προβλέπει σαφώς ότι τα ακόλουθα είναι Γεγονότα Υπερημερίας: (i) Η αθέτηση της υποχρεώσεως να πληρώσει (η Δανειζόμενη) τις δόσεις ως αυτές καθίστανται πληρωτέες. (ii) Η αθέτηση της υποχρεώσεως να ασφαλίζει το πλοίο RK επαρκώς, και (iii) Η αθέτηση του να θεραπεύσει γνωστοποιηθέν Γεγονός Υπερημερίας εντός του χρόνου που ορίσθηκε. (β) Οι όροι της Συμβάσεως Δανείου ρητώς προβλέπουν τα μέσα προστασίας, περιλαμβανομένης της καταγγελίας του Δανείου, των οφειλόμενων τόκων και επί πλέον του περαιτέρω τόκου. (γ) Δεν υπάρχει τίποτε, το οποίο από της απόψεως του αγγλικού δικαίου θα εμπόδιζε το Δικαστήριο να εκτελέσει τη Σύμβαση Δανείου κατά τον τρόπο που αυτή προβλέπει». Πιο πάνω στην ίδια γνωμοδότηση αναφέρονται ως παραβάσεις-γεγονότα υπερημερίας της ένδικης σύμβασης, όπως αυτά καταγράφηκαν στην όχληση υπερημερίας της 25ης Ιουλίου 2013, ότι η δανειολήπτρια- πρώτη ανακόπτουσα «20…(α) αθέτησε την υποχρέωσή της να διασφαλίσει ότι τα εισοδήματα του πλοίου RK κατατίθενται στο λογαριασμό εισοδημάτων όπως προβλέπεται στη Ρήτρα 11.05 της Συμβάσεως Δανείου, και (β) κατά τον χρόνο της ως άνω οχλήσεως υπερημερίας, αθέτησε την υποχρέωση να πληρώσει το συνολικό ποσό των $ 1,177,573.49 σε σχέση με ληξιπρόθεσμο ποσό κεφαλαίου και τόκων σύμφωνα με την Σύμβαση Δανείου. Προβάλλεται επίσης ότι έκτοτε: (α) οι ως άνω αθετήσεις δεν έχουν θεραπευτεί και συνεχίζονται και (β) έγιναν περαιτέρω αθετήσεις ως προς την αποπληρωμή του Δανείου της ……… και τόκων επ’ αυτού, έτσι ώστε το περαιτέρω ποσό των $ 2,013,904.63 να φέρεται ως οφειλόμενο. 22…Οι ανωτέρω αθετήσεις γνωστοποιήθηκαν εγγράφως και έτσι κοινοποιήθηκε περαιτέρω Δήλωση Υπερημερίας και Καταγγελίας της Συμβάσεως στη ……… και τους Εγγυητές στις 24 Ιουνίου 2014. Το συνολικό ποσό που ήδη αξιώνεται τώρα ως οφειλόμενο, εν συνεχεία της καταγγελίας της συμβάσεως, υπερβαίνει τα 13 εκατομμύρια Δολάρια ΗΠΑ πλέον τόκων υπερημερίας». Συμπερασματικά, ο ……….. γνωμοδοτεί ότι τα θέματα που τέθηκαν από την … και τη ….. σε σχέση με την από 31.3.2010 δανειακή σύμβαση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τις από 30.6.2011, 13.12.2011 και 27.6.2012 συμπληρωματικές συμβάσεις, ακόμα και αν οι ισχυρισμοί τους ήταν αληθείς, δεν έχουν καμία συνέπεια ως προς τα δικαιώματα της δανείστριας εκ της ένδικης συμβάσεως δανείου (βλ. παραγρ. 54, 55.ε.). Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση «στο αγγλικό δίκαιο δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη προς το Άρθρο 281 του ελληνικού ΑΚ. Το αγγλικό δίκαιο ακολουθεί γενικά την παράδοση laissez faire, η οποία αποκλείει την αναρρύθμιση των συμβατικών σχέσεων ώστε να διασφαλίσει οποιονδήποτε κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό. Υπό το αγγλικό δίκαιο η έννοια της καλής πίστεως έχει περιορισμένη εφαρμογή και δεν ισχύει ούτε μπορεί να την επικαλεσθεί κανείς εν σχέσει με την σύμβαση δανείου… Υπάρχει πρόσφατη απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου η οποία σημειώνει ότι υποχρέωση καλής πίστεως μπορεί να συναχθεί από τους όρους μιας εμπορικής σύμβασης. Εν τούτοις τα πραγματικά περιστατικά ώστε να συναχθεί κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον η έννοια της «καλής πίστης» που αναφέρεται στην απόφαση αυτή, συνιστά απλώς υποχρέωση μη εξαπάτησης. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει τίποτε που να υπονοεί εξαπάτηση υπό την έννοια που αυτή γίνεται αντιληπτή υπό το αγγλικό δίκαιο…δεν υπάρχει νόμος που να περιέχει κανόνα αντίστοιχο έστω και από απόσταση, προς το άρθρο 281 ΑΚ που να εφαρμόζεται σε μια εμπορική σύμβαση. Ένας Άγγλος δικαστής θα προσέγγιζε μια εμπορική σύμβαση μεταξύ ιδιωτών ως ένα μέσο επιδίωξης αποκλειστικά ιδιωτικών σκοπών…το αγγλικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει οποιονδήποτε περιορισμό συμβατικού δικαιώματος ώστε να διασφαλίσει έναν κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό…Συνεπάγεται λοιπόν πως δεν υπάρχει η αρχή της καλής πίστης όπως γίνεται κατανοητή στα ρωμαιογενή συστήματα δικαίου…και στο άρθρο 281 του ελληνικού ΑΚ…τα αγγλικά δικαστήρια ερμηνεύουν τα δικαιώματα των μερών με βάση τους συνομολογημένους όρους της σύμβασης, προτιμώντας την βεβαιότητα από την εντιμότητα». Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι με βάση το αγγλικό δίκαιο, απαίτηση της καθ’ης τράπεζας κατά της δανειολήπτριας πρώτης ανακόπτουσας και των εγγυητών- δεύτερης και τρίτου των ανακοπτόντων, να της καταβάλουν μέρος του υπολοίπου του μη εξοφληθέντος κεφαλαίου του δανείου από την από 10.12.2007 δανειακή σύμβαση, κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης από εκείνη, λόγω υπερημερίας στην καταβολή των δόσεων του δανείου από τη δανειολήπτρια και μη εκπλήρωσης άλλων υποχρεώσεών της από την ίδια σύμβαση δεν γεννάται ή εμποδίζεται να ασκηθεί από την τυχόν αθέτηση υποχρέωσης της ίδιας δανείστριας τράπεζας από δάνεια που αυτή κατάρτισε 2 έτη και 4 μήνες μετά, ήτοι στις 31.3.2010 με άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου στον οποίο ανήκε η δανειολήπτρια στο παλαιότερο δάνειο, με παραπλανητική προς τις δανειολήπτριες στα νεότερα δάνεια συμπεριφορά και στα οποία (δάνεια) οι νυν ανακόπτοντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές, με φερόμενο αποτέλεσμα να υποστεί ο παραπάνω όμιλος ζημία, εκ της μη νόμιμης επιβάρυνσής του στα νεότερα δάνεια με οφειλή της τάξης των 12.000.000 ευρώ και να αδυνατεί να χρηματοδοτηθεί περαιτέρω από τρίτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, λόγω της εμφάνισης στους ενοποιημένους ισολογισμούς του παραπάνω ομίλου της παραπάνω οφειλής. Τούτο καθώς πρόκειται για διαφορετικές συμβάσεις που κρίνονται η κάθε μία αυτοτελώς. Επομένως, δεν εμποδιζόταν η καθ’ ης τράπεζα να καταγγείλει την επίδικη από 10.12.2007 δανειακή σύμβαση, λόγω υπερημερίας της δανειολήπτριας στην πληρωμή των δόσεων του δανείου κατά τους χρόνους που ορίστηκαν με τη δεύτερη συμπληρωματική του δανείου σύμβαση και η καταγγελία αυτή, η οποία προβλεπόταν κατά τα ανωτέρω ως δικαίωμα της τράπεζας επί αθέτησης των υποχρεώσεων της δανειολήπτριας στην από 10.12.2007 σύμβαση, είναι καθ’ όλα νόμιμη. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από όσα αντίθετα παραθέτει ο Άγγλος δικηγόρος ………. στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους ανακόπτοντες, μη θεμελιούμενες όμως σε συγκεκριμένους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, από 8.7.2014 και 3.9.2014 επιστολές- γνωμοδοτήσεις του. Μάλιστα, ήδη επί της αγωγής που ήγειρε η καθ’ ης για την επιδίκαση απαιτήσεών της από τα δάνεια “….” και “…….” εναντίον των ως άνω εταιριών του Ομίλου ….. και του νόμιμου εκπροσώπου αυτών- τρίτου ανακόπτοντος ………., εκδόθηκε η από 10 Αυγούστου 2015 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (“High Court of Justice”) στο Λονδίνο (Τμήμα Queen’s Bench- Δικαστήριο Εμπορικών Διαφορών), η οποία υποχρέωσε τους σε αυτήν εναγόμενους να καταβάλουν στην καθ’ ης για το δάνειο ……… το ποσό των 9.800.000 δολαρίων Η.Π.Α. και για το δάνειο ………. το ποσό των 41.800.000 δολαρίων Η.Π.Α., απορρίπτοντας μέρος της ανταπαίτησης των εναγομένων. Με τη μεταγενέστερη δε από 25.4.2016 απόφασή του το ίδιο αγγλικό δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν πλέον και το εναπομείναν μέρος της ανταπαίτησης, που περιλάμβανε ισχυρισμούς ταυτόσημους με τους περιεχόμενους στον παρόντα πρόσθετο λόγο, ενώ υποχρέωσε τους εναγόμενους στην καταχθείσα ενώπιόν του δίκη να καταβάλουν στην καθ’ ης το επιπλέον ποσό των 14.123.001,72 δολαρίων Η.Π.Α., ως οφειλόμενο από το Πρώτο Τμήμα της από 31.3.2010 σύμβασης δανείου, όπως τροποποιήθηκε. Εξάλλου, οι ως άνω πηγές του αγγλικού δικαίου, ήτοι οι ως άνω γνωμοδοτήσεις των Άγγλων δικηγόρων συνιστούν επαρκή για την απόδειξη του αγγλικού δικαίου μέσα για να κριθεί η νομική βασιμότητα των ισχυρισμών των ανακοπτόντων, χωρίς να απαιτείται επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, για να προσκομισθεί σχετικά με το θέμα αυτό γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες ότι διέταξε το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 1180/2020 απόφασή του σε ανάλογη περίπτωση επί ζητήματος εκχώρησης απαίτησης με εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, δεδομένου ότι με το άρθρο 337 ΚΠολΔ καθιερώνεται ελεύθερη απόδειξη σχετικά με τη γνώση του αλλοδαπού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον πρόσθετο δέκατο τρίτο λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον τέταρτο λόγο έφεσης τυγχάνουν νόμω αβάσιμα. Επίσης πρέπει να απορριφθεί το υποβληθέν με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων των εκκαλούντων αίτημα να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να κριθεί κυρίως το ζήτημα της «αθέτησης» ή μη συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης εκκαλούσας-δανειολήπτριας από την επίμαχη δανειακή σύμβαση στην ποινική δίκη που ανοίχθηκε με την έκδοση του 174/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσας και τρίτος ανακόπτων, …… . στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ως υπαίτιος του αδικήματος της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 120.000 ευρώ και δη ποσών ναύλων που προέρχονταν από την εκμετάλλευση (μεταξύ άλλων) του πλοίου “RK.” και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση, δεδομένου ότι είναι διαφορετικό το αντικείμενο της ποινικής δίκης και ότι για θέματα αστικής φύσεως που σχετίζονται με την φερόμενη απαίτηση από την καταγγελθείσα ένδικη δανειακή σύμβαση και για μέρος της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2014 διαταγή πληρωμής και για τη σχέση της με τυχόν αθέτηση υποχρεώσεων από άλλες συμβάσεις δανείων, ασχολείται κυρίως το παρόν πολιτικό δικαστήριο, ενώ το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης πιθανόν να ασχοληθεί παρεμπιπτόντως και μόνο, εφόσον προβληθεί σχετικός ισχυρισμός, στα πλαίσια τυχόν απόδοσης ποινικής ευθύνης στον παραπάνω νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας. Ομοίως δεν συντρέχει λόγος αναβολής της υπόθεσης με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης κατόπιν άσκησης ανακοπής για την ακύρωση της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί της οποίας έχει αποφανθεί το παρόν Δικαστήριο με την 559/2018 απόφασή του επί παρόμοιων λόγων ανακοπής με τους νυν κρινόμενους και που αφορούν στην ίδια δανειακή σύμβαση, καθώς η κρίση του Δικαστηρίου αυτού για ακύρωση της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της παρά πόδας αυτής από 1.9.2014 επιταγής πληρωμής, για τυχόν ελαττώματα της ένδικης διαταγής πληρωμής, ή της επιταγής ή για τυχόν ανυπαρξία της ένδικης απαίτησης δεν εξαρτάται από την παραπάνω δίκη. Οπότε το σχετικό αίτημα που υπέβαλε η εκκαλούσα με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της απορριπτέο τυγχάνει στην ουσία του.
Περαιτέρω και σχετικά με τον δέκατο πέμπτο πρόσθετο λόγο ανακοπής, λεκτέα τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζόμενων και επί των ανακοπών κατ’ άρθρο 585 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την ανακοπή και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, έτσι ώστε αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της, αφετέρου δε ο καθ’ ου να μη στερείται του δικαιώματος άμυνας και αντίκρουσης των ισχυρισμών. Η μη έκθεση των πραγματικών γεγονότων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της ανακοπής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ή η ασαφής και ελλιπής αναφορά αυτών, καθιστούν αυτή άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο αυτής ανάγεται στην προδικασία και αφορά τη δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΑθ 5774/2002 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2795/1986, ΕλλΔνη 1986, σελ. 1162). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1, 217, 583, 632 παρ.1, 633 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ) είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών, είτε σχετίζονται με την ελαττωματικότητα της πράξης εκτελέσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ’ αυτής με δύναμη δεδικασμένου, αλλιώς οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτώς να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής σε ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνθηκε η ανακοπή, και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, αναλόγως του αν πρόκειται για την τακτική ή την ειδική διαδικασία, αντίστοιχα (βλ. ΑΠ 916/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ. 1297, ΑΠ 758/2002 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, oι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα αυτής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή ενστάσεις (ΑΠ 1137/2019 στην ΤΝΠ Νόμος), ενώ από τις διατάξεις των άρθρων 924, 933 και 934 παρ.1 περ.α’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επιταγή προς πληρωμή αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως και συγχρόνως την προδικασία αυτής και, ως εκ τούτου, εάν η επιταγή παρουσιάζει ελάττωμα, το οποίο δύναται να οδηγήσει σε ακυρότητα, όπως είναι η μη ακριβής και ορισμένη περιγραφή της απαιτήσεως, η οποία συνεπάγεται ακυρότητα σε περίπτωση βλάβης, πρέπει να προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933. Περαιτέρω, το δικόγραφο της ανακοπής, ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και δεδομένου ότι τα άρθρα 933 επ. του ΚΠολΔ δεν καθιερώνουν ειδικές διατάξεις για την άσκηση της ανακοπής και επομένως εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των ανακοπών των άρθρων 583επ. ΚΠολΔ (βλ. Π. Ρεντούλη σε Ι. Τέντε, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδοση 2017, σελ. 175 παρ.79), πρέπει να περιέχει εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 και 119 του ΚΠολΔ), και τους λόγους ανακοπής, οι οποίοι θα πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος, γιατί μόνον έτσι θα είναι σε θέση το δικαστήριο να εκτιμήσει το είδος και την έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας και να καταστεί δυνατή η λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης. Διαφορετικά, όταν δηλαδή διαπιστωθεί από τον δικάζοντα δικαστή παντελής απουσία των κρίσιμων γεγονότων ή ελλιπής παράθεση ή ανεπαρκής εξειδίκευση των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν την ιστορική βάση ή το αίτημα της ανακοπής και των ειδικότερων λόγων αυτής, θα πρέπει να απορριφθεί το δικόγραφο ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν καθίσταται εφικτή η υπαγωγική διαδικασία της ατομικής περίπτωσης στον σιωπηρά επικαλούμενο κανόνα δικαίου. Έτσι, για την πληρότητα του δικογράφου της ανακοπής, θα πρέπει να εκτίθενται σε αυτό τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την έλλειψη εκείνης της ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, που δικαιολογεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης, τους λόγους ανακοπής, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί ο καθ’ ου να αμυνθεί και το δικαστήριο να μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, η δε ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη (βλ. ΑΠ 1684/1998, στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 1950/2000, ΕΕμπΔ 2000, σελ. 1066, ΕφΘεσσαλ 1515/1999, Αρμ 1999, σελ. 1720, ΕφΘεσσαλ 2436/1999, Δ.Ε.Ε 2000, σελ. 294, ΕφΑθ 4360/1999, ΕλλΔνη 2000, σελ. 1388, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, 626 αρ.9, 632 αρ.18). Στην υπό κρίση περίπτωση, επικουρικά, οι ανακόπτοντες προέβαλαν με τον τελευταίο, με αριθμό 15 πρόσθετο λόγο ανακοπής τους τον εξής ισχυρισμό: Ότι απ’ όλα τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, ακόμη κι αν διαθέτει την αξίωση που επικαλείται εναντίον τους και ακόμη κι αν είχε δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος τους για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής, υπό το σύνολο των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, συνάγεται σαφώς ότι η ίδια και οι δικαιοπάροχοι αυτής οδήγησαν παράνομα και υπαίτια τις εταιρίες του ομίλου τους σε επιχειρηματική και οικονομική καταστροφή, με αποτέλεσμα η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής να προκαλεί έντονη εντύπωση άδικης, αντικοινωνικής, υπερβολικά και δυσανάλογα βλαπτικής γι’ αυτούς συμπεριφοράς, δηλαδή συμπεριφοράς που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Ότι συνεπώς, η καθ’ ης η ανακοπή, ακόμη και αν είχε το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και ακόμη και αν είχε δικαίωμα να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους για την ικανοποίηση της αξίωσης που επικαλείται εναντίον τους, υπό το σύνολο των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, ασκεί τα δικαιώματά της αυτά κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και γι’ αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί ως μη νόμιμη, λόγω καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, ο οποίος αφορά τόσο στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όσο και στην από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν ανάγεται ούτε στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ούτε και στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης, ούτε στην ελαττωματικότητα πράξης της αναγκαστικής εκτελέσεως, απουσιάζουν δε πλήρως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ιστορική βάση του (δεν εκτίθεται καν τι είδους οικονομική καταστροφή προκλήθηκε στη δανειολήπτρια πρώτη ανακόπτουσα από τη συμπεριφορά της δανείστριας τράπεζας), έτσι ώστε να δύναται να διαπιστωθεί η έλλειψη εκείνης της ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, που δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή της προσβαλλόμενης επιταγής, να προσδιορισθεί με σαφήνεια και πληρότητα το αντικείμενο της δίκης και να καταστεί εφικτή η υπαγωγική διαδικασία της ατομικής περίπτωσης στον επικαλούμενο προς εφαρμογή κανόνα δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, χωρίς να αρκεί για την υπαγωγή αυτή, η γενικόλογη επίκληση «του συνόλου των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν». Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως αόριστο τον αμέσως παραπάνω πρόσθετο λόγο ανακοπής ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε κι εφάρμοσε, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον τέταρτο λόγο έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα. Παρακάτω, το προβαλλόμενο από τους εκκαλούντες ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα και με αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε ως μη νόμιμο τον με αριθμό 13 και ως αόριστο τον με αριθμό 15 πρόσθετο λόγο ανακοπής, ενώ είχε δεχθεί προηγουμένως στο τέταρτο φύλλο στην 7η σελίδα, στην ίδια απόφαση ότι «η υπό κρίση ανακοπή και οι υπό κρίση πρόσθετοι λόγοι τυγχάνουν νόμιμοι, στηριζόμενοι στο αγγλικό κοινό δίκαιο (common law)…» δεν αποδίδει το πλήρες νόημα της εκκαλούμενης απόφασης. Στην παραπάνω σελίδα 7 της εκκαλούμενης απόφασης διαλαμβάνεται ότι «Περαιτέρω, η υπό κρίση ανακοπή και οι υπό κρίση πρόσθετοι λόγοι τυγχάνουν νόμιμοι, στηριζόμενοι στο αγγλικό κοινό δίκαιο (common law), για το οποίο οι διάδικοι προσκομίζουν χαρακτηριστικές δικαστικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις/νομικές πληροφορίες, και τις διατάξεις των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους». Από τη σχετική διατύπωση προφανώς προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο κατά το παραπάνω στάδιο δεν είχε ήδη εξετάσει αλλά θα εξέταζε στη συνέχεια τη νομική βασιμότητα εκάστου λόγου ανακοπής χωριστά, ενώ η προηγηθείσα έκφραση ότι «η υπό κρίση ανακοπή και υπό κρίση πρόσθετοι λόγοι τυγχάνουν νόμιμοι, στηριζόμενοι στο αγγλικό δίκαιο (common law), για το οποίο οι διάδικοι προσκομίζουν χαρακτηριστικές δικαστικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις/νομικές πληροφορίες, και τις διατάξεις των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ» έχει την έννοια ότι οι ανακόπτοντες μπορούν με λόγο ανακοπής των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ να αμφισβητήσουν την εκτελούμενη απαίτηση με βάση το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το δε Δικαστήριο διέθετε τις αναγκαίες πηγές του αλλοδαπού δικαίου, ώστε να εξετάσει το νόμω βάσιμο των λόγων της ανακοπής και σε επόμενο στάδιο («περαιτέρω») θα εξέταζε τη βασιμότητα ενός εκάστου χωριστά των λόγων της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, όπως και έπραξε.
Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε τον τρίτο κύριο λόγο ανακοπής περί αοριστίας της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και ειδικότερα των κονδυλίων των τόκων και εξόδων αυτής και περί της μη νομιμότητας του κονδυλίου των νόμιμων τόκων επί των επιδικασθέντων τόκων υπερημερίας. Ότι ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον τρίτο λόγο του κύριου δικογράφου της ανακοπής ως ουσία αβάσιμο με την αιτιολογία ότι «…εφόσον αφενός δεν επιδικάστηκαν τόκοι εκ του κεφαλαίου παρά μόνο τόκοι υπερημερίας και έξοδα και αφετέρου…έχει γίνει ο διαχωρισμός της οφειλής των ανακοπτόντων κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (μη απαιτουμένης ειδικότερης διευκρίνισης- ανάλυσης του ως άνω ποσού των 300 ευρώ), η προσβαλλόμενη επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στους τελευταίους (ανακόπτοντες) να ισχυρισθούν και να αποδείξουν την απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης ή την ανακρίβεια των επιμέρους κονδυλίων ή τον ενδεχόμενο εσφαλμένο υπολογισμό ή παράνομο εκτοκισμό, περαιτέρω δε, δεδομένου ότι ζητούνται μόνο τόκοι υπερημερίας και όχι τόκοι εκ του κεφαλαίου και σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, η περιγραφή του κονδυλίου των τόκων στην προσβαλλόμενη επιταγή παρουσιάζει πληρότητα, ενώ η παράλειψη καθορισμού του τρόπου υπολογισμού τους και του συνολικού ποσού αυτών δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός τους μπορεί να γίνει με απλές μαθηματικές πράξεις με βάση γνωστά δεδομένα, όπως το ποσοστό (επιτόκιο) υπερημερίας, που ορίζεται ενιαία για συγκεκριμένη χρονική περίοδο από το νόμο, το κεφάλαιο, την έναρξη της τοκοφορίας και τη διάρκεια του χρέους». Ότι παρά ταύτα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε με τις ως άνω σκέψεις τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, καθώς στην προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή α) δεν αναφέρεται ποιο είναι το ποσό των νόμιμων τόκων που επιτάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, ούτε το ποσοστό με βάση το οποίο θα πρέπει να υπολογιστούν αυτοί, β) δεν εξαιρείται το κονδύλιο των επιδικασθέντων νόμιμων τόκων υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της επίμαχης διαταγής πληρωμής από τον ανατοκισμό [καθώς όλα τα κονδύλια επιτάσσονται να τα καταβάλουν με το νόμιμο τόκο (επιπλέον) από την επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή] και γ) δεν διευκρινίζεται από το συνολικά επιτασσόμενο ποσό των 300 ευρώ για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου του απογράφου, για σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και δαπάνη επίδοσης αυτής, τι ποσό ακριβώς αντιστοιχεί στο καθένα από τα κονδύλια αυτά. Ότι αν αντίθετα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευε ορθά το νόμο και εκτιμούσε ορθά τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν οι ανακόπτοντες, έπρεπε να δεχθεί τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή.
Σχετικά με τον λόγο αυτό εφέσεως πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από το άρθρο 924 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένα υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη. Επίσης ούτε το ποσόν του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι της ημερομηνίας εξοφλήσεως της επιταγής. Η αναφορά του είδους των τόκων, σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να αντιληφθεί τα περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή του και να αντιτάξει την άμυνά του (βλ. ΑΠ 72/1995, ΕλλΔ/νη 38(1997), σελ. 585). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996, σελ. 102, όπου παραπέμπει και η ΑΠ 959/2019, στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 123/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 104/2020, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2020, σελ. 664, ΜονΕφΑθ 4023/2019, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2020, σελ. 667). Όταν ο οφειλέτης επιτάσσεται για ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, ακυρότητα της επιταγής επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό, ενώ το κύρος της διατηρείται για το πράγματι οφειλόμενο. Ως εκ τούτου, η μερική ακυρότητα της επιταγής δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου κατά το ποσό που είναι αυτός έγκυρος, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 653/2013, ΑΠ 1016/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 104/2020, ό.π.). Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο μέρος η επιταγή παραμένει έγκυρη και η μερική ακυρότητά της δεν επιφέρει ακυρότητα των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν τυχόν ακολουθήσει (ΑΠ 310/1992 Δ. 1992. 813, ΕφΠειρ 911/1994 Δ/νη 1995. 672). Ειδικότερα, είναι άκυρη η επιταγή ως προς τα έξοδα, λόγω αοριστίας, εφόσον ο καθ’ ου επιτάσσεται στην καταβολή δαπάνης αντιγράφου του απογράφου κι εξόδων εκδόσεως και συντάξεως της επιταγής, χωρίς να γίνεται διευκρίνιση του ποσού καθεμιάς από τις δαπάνες αυτές, διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθού η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών (βλ. Νικολόπουλο σε Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος ΙΙ, εκδ. 2000, σ. 1757, παρ. 9, ΜονΕφΑθ 535/2018, στην ΤΝΠ Νόμος ΜονΕφΔυτΜακ 73/2015, Αρμ 2016, σελ. 98). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη με την ανακοπή από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή, οι ανακόπτοντες επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ης ποσό 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. «για επιδικασθέν κεφάλαιο» με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α.- ευρώ κατά τον χρόνο αποπληρωμής του ανωτέρω ποσού, ποσό 15.000 ευρώ για επιδικασθείσα με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη, καθώς και ποσό 300 ευρώ για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της επιταγής και για δαπάνες επιδόσεως. Ιδίως ως προς το επιδικασθέν με την υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγή πληρωμής ποσό του 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. σημειώνεται ότι αφορούσε μόνο ποσό κεφαλαίου και δη μέρος του ανεξόφλητου από τη δανειολήπτρια υπόλοιπου του δανεισθέντος κεφαλαίου ύψους 12.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. (νομιμοτόκως από την επομένη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής) και όχι τόκων. Η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε την ίδια ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής, οπότε δεν είχαν «τρέξει» ακόμη τόκοι υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου, ώστε να μπορεί να συμπεριληφθεί στην επιταγή σχετικό ποσό οφειλής των παραπάνω τόκων. Η προσβαλλόμενη από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή παρουσιάζει πληρότητα ως προς τα ποσά του κεφαλαίου και του μη γεννημένου ακόμη κατά την παραπάνω ημερομηνία τόκου, καθώς γίνεται σε αυτή διαχωρισμός της οφειλής των ανακοπτόντων ως προς τα σχετικά κονδύλια και απόκειται στους ανακόπτοντες να ισχυρισθούν και να αποδείξουν την απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης ή την ανακρίβεια των επιμέρους κονδυλίων ή τον ενδεχόμενο εσφαλμένο υπολογισμό ή παράνομο εκτοκισμό. Ειδικότερα, όσον αφορά το κονδύλιο των τόκων, ζητούνται μόνο τόκοι υπερημερίας, χωρίς η παράλειψη του τρόπου υπολογισμού τους να προκαλεί ακυρότητα της επιταγής, καθώς ο υπολογισμός τους όταν πληρωθεί η σχετική οφειλή, μπορεί να γίνει με απλές μαθηματικές πράξεις, με βάση γνωστά δεδομένα, όπως το επιτόκιο υπερημερίας, που ορίζεται ενιαία για συγκεκριμένη περίοδο από το νόμο, το κεφάλαιο, η έναρξη της τοκοφορίας και η διάρκεια του χρέους. Ούτε βέβαια ζητείται η πληρωμή τόκου τόκων (ανατοκισμός), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες με τον σχετικό λόγο ανακοπής που επαναφέρουν με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης. Τούτο, γιατί το αναφερόμενο στο τέλος της προσκομιζόμενης σε αντίγραφο ως άνω επιταγής προς πληρωμή, στην προτελευταία παράγραφο ότι «Όλα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσης επιταγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της» αφορά στα συγκεκριμένα ποσά που διαλαμβάνονται στο σώμα της επιταγής, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται ορισμένο ποσό τόκων, ούτε άλλωστε θα μπορούσε να περιληφθεί τέτοιο ποσό, αφού τόκοι υπερημερίας την παραπάνω ημερομηνία δεν είχαν γεννηθεί ακόμη και δεν οφείλονταν, καθώς την ίδια μέρα που εκδόθηκε από τον αρμόδιο Δικαστή η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (1.9.2014), συντάχθηκε η κάτω από αυτή επιταγή προς πληρωμή και αυθημερόν επιδόθηκε ακριβές αντίγραφο από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την κάτω από αυτό από 1.9.2014 παραγγελία προς επίδοση και επιταγή προς πληρωμή στη δικηγόρο ………, ως νόμιμα διορισμένη αντίκλητο και για λογαριασμό της δανειολήπτριας εταιρίας, της εγγυήτριας εταιρίας “….. ….” και του εγγυητή, …….., σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη με αριθμούς ………..εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………. Σε ό,τι αφορά όμως το υπό στοιχείο γ’ επιτασσόμενο να πληρωθεί με την προσβαλλόμενη επιταγή ποσό των 300 ευρώ «Για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της παρούσης επιταγής και για δαπάνες επιδόσεως», πράγματι αυτό κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο ανακοπής των ανακοπτόντων, όπως ορθά αυτοί παραπονούνται με τον τρίτο λόγο έφεσης, πάσχει από αοριστία, καθώς δεν διευκρινίζεται ποιο επιμέρους ποσό ζητείται για κάθε μία από τις παραπάνω αιτίες, ώστε να μπορεί να κριθεί από το δικαστήριο η νομιμότητα των επιμέρους κονδυλίων και να μπορούν να αμυνθούν η δανειολήπτρια και οι εγγυητές ως προς το ύψος της κάθε μίας δαπάνης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν απαιτείτο ειδικότερη διευκρίνιση- ανάλυση του ως άνω ποσού των 300 ευρώ, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία κι εφαρμογή του άρθρου 924 ΚΠολΔ και γενομένου δεκτού του τρίτου λόγου έφεσης ως προς το ανωτέρω κονδύλιο της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς τη σωρευόμενη στο από 3.9.2014 δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ που αφορά στην από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή ενώ να παραμείνει σε ισχύ η εκκαλούμενη κατά το μέρος που απέρριψε τη σωρευόμενη στην από 3.9.2014 ανακοπή και στους από 18.3.2016 πρόσθετους λόγους ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. …./2014 διαταγής πληρωμής, ακολούθως δε να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 3.9.2014 ανακοπή και οι από 18.3.2016 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή, ακολούθως δε να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, πλην του τρίτου λόγου ανακοπής, ο οποίος γίνεται εν μέρει δεκτός και ν’ ακυρωθεί η από 1.9.2014 επιταγή προς πληρωμή μόνο κατά το επιμέρους ποσό των δικαστικών εξόδων, ύψους 300 ευρώ, χωρίς, όμως, να επιφέρει η εν λόγω ακυρότητα, την ακυρότητα των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και ως προς τη διάταξη που αφορά στην επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, ακολούθως δε, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της και ανάλογα με την έκταση της νίκης της κατά την έκβαση της δίκης, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων-ανακοπτόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 παρ.2, 183 και 191 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της παραδοχής της έφεσης και της εν μέρει εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, του e-παράβολου με κωδικό ………… ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε από αυτούς, κατά την άσκηση της έφεσης, ομοίως κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ανακοπής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ κατά της υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά το μέρος που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή.
Εξαφανίζει την 4539/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς την ανακοπή κατά της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή.
Κρατεί και δικάζει την από 3.9.2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2014 ανακοπή και τους από 18.3.2016 (με Γ.Α.Κ. …/2016 και Ε.Α.Κ. …./2016) πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή.
Απορρίπτει τους ως άνω πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή.
Δέχεται εν μέρει την από 3.9.2014 ανακοπή κατά της από 1.9.2014 επιταγής προς πληρωμή.
Ακυρώνει την από 1-9-2014 επιταγή προς πληρωμή, που έχει γραφεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, μόνο ως προς το υπό στοιχ, γ κονδύλιο, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της παρούσας επιταγής και δαπάνες επιδόσεως, παραμένουσας κατά τα υπόλοιπα κονδύλια έγκυρη η επιταγή.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες, του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης e-παράβολου με κωδικό …….. ποσού εκατό (100) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων-ανακοπτόντων ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων (13.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 3.12.2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ