ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός 548/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Ελένη Νικολακοπούλου – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με τις ένδικες, αντίθετες, εφέσεις και, συγκεκριμένα: α] την από 22.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./22.12.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.12.2017 [Α έφεση] και β] την από 16.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./16.11.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./16.11.2017 [Β έφεση], πλήττεται η με αριθμό 779/15.3.2016 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και, αφού συνεκδίκασε, αφενός, τις: 1] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./20.4.2011, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και των φυσικών προσώπων ………. και ………., 2] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./20.4.2011, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» (πρώην ………..) και των φυσικών προσώπων ……., …, 3] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./21.4.2011, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και 4] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.4.2011, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και του φυσικού προσώπου …………, τέσσερις [4] αγωγές των εκκαλούντων της Α έφεσης, με τις οποίες ασκήθηκαν αξιώσεις περί αποκαταστάσεως της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας, που υπέστησαν οι ενάγουσες, πλοιοκτήτριες ποντοπόρων πλοίων οι έξι [6] πρώτες και διαχειρίστρια αυτών η έβδομη και περί χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης αυτών αλλά και των λοιπών εναγόντων, φυσικών προσώπων, μελών της διοικήσεως και εκπροσώπων των ως άνω εταιριών, που προκλήθηκαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ασφαλιστριών του πλοίου ΑΤ, πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγουσών, που τελούσε υπό τη διαχείριση της έβδομης από αυτές και υπαλλήλων τους, η οποία αποσκοπούσε στην αποφυγή καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του πλοίου αυτού και, αφετέρου, την 5] από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./19.1.2012 αγωγή των εταιριών «…………..» και «………..», με την οποία η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του πλοίου εκείνου στράφηκαν καθ’ απάντων των εναγομένων των παραπάνω αγωγών και ζήτησαν την αποκατάσταση περαιτέρω θετικής ζημίας τους από την ίδια συμπεριφορά, ακολούθως απέρριψε την πέμπτη αγωγή στο σύνολο της και τις λοιπές τέσσερις [4] αγωγές, κατά το μέρος εκάστης που ασκήθηκε από την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια του ασφαλισμένου πλοίου, λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για την εκδίκαση τους, για την οποία (έλλειψη) δέχθηκε ότι είχε κριθεί με δύναμη δεδικασμένου με αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων που είχαν εκδοθεί στα πλαίσια προηγηθείσας αντιδικίας των και νυν διαδίκων, διεξαχθείσας στην Αγγλία και, στη συνέχεια, δέχθηκε εν μέρει μόνον τις τελευταίες αυτές αγωγές κατ’ ουσίαν, επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση υπέρ του όγδοου και του δέκατου των εναγόντων σε βάρος καθενός των εναγομένων και απορρίπτοντας αυτές κατά τα λοιπά είτε λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως (ενεργητικής και παθητικής) είτε ως αβάσιμες. Οι εφέσεις αυτές, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 22.12.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς, που έχουν επισυναφθεί στην Α έφεση, καθώς και το υπ’ αριθμ. ……… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 15.11.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς, που έχουν επισυναφθεί στη Β έφεση), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 εδαφ. α, στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 §§ 1, 2, 520 και 524 § 1 ΚΠολΔ), η μεν Α έφεση πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης και πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, η δε Β έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στους εφεσιβλήτους αυτής, που πραγματοποιήθηκε στις 29.11.2017, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες με αριθμούς ………../2017 τέσσερις [4] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….. Επομένως, οι ένδικες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι οι εκκαλούντες της Β έφεσης με το από 7.3.2019 δικόγραφο των προτάσεων τους επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, αντιστοίχως, α] η εταιρία ………. το από 11.2.2019 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ……….., β] ο …….. το από 13.11.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ………., γ] ο ………. το από 29.11.2018 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ……, δ] ο ……. το από 13.11.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ………, ε] ο …….. το από 28.2.2019 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ……….., στ] ο …….. το από 28.11.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ………., ζ] η εταιρία … . το από 14.12.2018 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ………., η] ο …….. το από 30.11.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Stamford του Ηνωμένου Βασιλείου ……….., θ] ο ………. το από 13.11.2018 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου … .., ι] η εταιρία ……… το από 12.12.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ……., ια] ο ……. το από 28.11.2018 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ……. και ιβ] η εταιρία ……………….το από 28.11.2018 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου ………, τα οποία είναι μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και φέρουν επισημείωση της Χάγης ως προς την εγκυρότητα της υπογραφής τους. Με τα συμβολαιογραφικά αυτά έγγραφα οι εκκαλούντες της Β έφεσης παρέχουν πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο ………., που τους εκπροσωπεί στην προκείμενη δίκη (άρθρα 96, 97 και 104 ΚΠολΔ), απορριπτομένης, συνεπώς, της ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας που πρότειναν οι αντίδικοι τους. Να σημειωθεί ακόμα ότι η Α έφεση ασκήθηκε, μεταξύ άλλων και, εναντίον της εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία, όπως συνομολογείται, προκύπτει άλλωστε και από την παραδεκτή (άρθρο 73 ΚΠολΔ) κατά το διαδικαστικό αυτό στάδιο επισκόπηση του συνόλου των εγγράφων, που προσκομίζονται εκατέρωθεν, μεταξύ των οποίων και οι έγγραφες γνωμοδοτήσεις, που συντάχθηκαν με παραγγελία των εκκαλούντων της Α έφεσης οι δύο [2] πρώτες και των εκκαλούντων της Β έφεσης οι λοιπές και, συγκεκριμένα: α] η από 8.2.2017 γνωμοδότηση του …….. του γερμανικού δικηγορικού γραφείου ………., β] η από 18.2.2019 γνωμοδότηση του Άγγλου δικηγόρου (barrister) ………, γ] η από 11.3.2019 γνωμοδότηση του Γερμανού δικηγόρου ……., εταίρου της δικηγορικής εταιρίας «…….» με έδρα στο Ντίσελντορφ και δ] η από 12.3.2019 γνωμοδότηση του Άγγλου δικηγόρου (barrister) ………, αποτελεί ευρωπαϊκή εταιρία, καταχωρηθείσα στο μητρώο εταιριών του Μονάχου της Γερμανίας με αριθμό εγγραφής …….., η οποία προήλθε από τη συγχώνευση της πρώτης εναγόμενης των με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …/2011 και …./2012 αγωγών, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» (πρώην …………, που μετέβαλε την επωνυμία της το μήνα Ιούλιο του έτους 2006 και η αλλαγή αυτή καταχωρήθηκε στον Οίκο Εταιριών [Companies House] του Λονδίνου στις 19.9.2006), που είχε έδρα στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, στη διεύθυνση ……… και αποτελούσε στην πραγματικότητα το αγγλικό υποκατάστημα της ομώνυμης γερμανικής ασφαλιστικής εταιρίας που είχε έδρα στο Μόναχο της Γερμανίας, στη διεύθυνση ………, Munich και της γαλλικής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που έδρευε στη Λα Ντεφάνς της Γαλλίας και ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο εταιριών της Nanterre, που πραγματοποιήθηκε στις 11.11.2013, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1 – 3, 2 § 1, 17 §§ 1, 2 και 29 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, «περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE)», στις οποίες ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η σύσταση εταιριών υπό μορφή ευρωπαϊκής ανώνυμης εταιρίας (Societas Europaea, και εφεξής SE) είναι δυνατή στο έδαφος της Κοινότητας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό. Η SE είναι εταιρία της οποίας το κεφάλαιο διαιρείται σε μετοχές. Ο μέτοχος ευθύνεται μόνο μέχρι του ποσού του κεφαλαίου το οποίο έχει καλύψει. Η SE έχει νομική προσωπικότητα (άρθρο 1 §§ 1 – 3). Ανώνυμες εταιρίες, αναφερόμενες στο παράρτημα Ι, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα και την κεντρική τους διοίκηση στην Κοινότητα, μπορούν να συστήσουν SE με συγχώνευση, εφόσον δύο τουλάχιστον από αυτές διέπονται από το δίκαιο διαφορετικών κρατών μελών (άρθρο 2 § 1). Η SE μπορεί να συσταθεί δια συγχωνεύσεως σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1. Η συγχώνευση μπορεί να γίνει: α) είτε με τη διαδικασία συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 78/855/ΕΟΚ· β) είτε με τη διαδικασία συγχωνεύσεως δια συστάσεως νέας εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας. Σε περίπτωση συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως, η απορροφούσα εταιρία λαμβάνει τη μορφή SE ταυτόχρονα με τη συγχώνευση. Σε περίπτωση συγχωνεύσεως δια συστάσεως νέας εταιρίας, η SE είναι η νέα εταιρία (άρθρο 17 §§ 1 και 2). Η συγχώνευση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 17 παράγραφος 2 στοιχεία α έχει, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως, τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) καθολική μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας καθεμιάς από τις απορροφούμενες εταιρίες στην απορροφούσα εταιρία· β) οι μέτοχοι των απορροφούμενων εταιριών καθίστανται μέτοχοι της απορροφούσας εταιρίας· γ) η απορροφούμενη εταιρία παύει να υφίσταται· δ) η απορροφούσα εταιρία λαμβάνει τη μορφή SE (άρθρο 29 § 1)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά τη σύσταση μιας SE, δηλαδή μιας κεφαλαιουχικής και μετοχικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα, κατόπιν συγχωνεύσεως δύο ή περισσότερων ανωνύμων εταιριών, που διέπονται από το δίκαιο διαφορετικών κρατών μελών, με απορρόφηση των λοιπών από τη μία από αυτές, η απορροφούσα εταιρία αποκτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε απορροφούμενης εταιρίας και μετατρέπεται, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως, σε ευρωπαϊκή εταιρία, μεταβάλλει δηλαδή το νομικό της ένδυμα, χωρίς καμία διαδοχή στα δικά της δικαιώματα και στις ίδιες υποχρεώσεις, που είχε ήδη αναλάβει ως απορροφήσαν νομικό πρόσωπο, οι οποίες εξακολουθούν να βαρύνουν αυτό (ως ευρωπαϊκή πλέον εταιρία), το οποίο μεταβάλλει απλώς την επωνυμία του και τη νομική του μορφή, χωρίς να διαφοροποιείται η ταυτότητα της νομικής του προσωπικότητας (Θ.Παπαδόπουλου, Απολογισμός της εφαρμογής του Κανονισμού 2157/2001 για την Ευρωπαϊκή Εταιρία (Societas Europaea – SE), σε ΕπισκΕΔ 2017/17 – 65, Θ. Χατζηγάγιου, Societas Europaea – Η Ευρωπαϊκή Εταιρία, 2009, Ε. Περάκη, Η «Ελληνική» Ευρωπαϊκή Εταιρία (Societas Europaea), 2006, του ιδίου, Ο Κανονισμός 2157/2001 για την Ευρωπαϊκή Εταιρεία (Societas Europaea) – H αμφίβολη λύση ενός παλαιού προβλήματος, σε ΔΕΕ 2003/493 επομ.). Επομένως, η Α έφεση παραδεκτώς στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης των με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …/2011 και …./2012 αγωγών υπό την υφιστάμενη πλέον νομική μορφή της (SE) και υπό την επωνυμία «………», που αποτελεί το ίδιο νομικό πρόσωπο με την εταιρία «………..», που υπήρξε πρωτοδίκως διάδικος και η οποία κατά τα προαναφερθέντα μετέβαλε απλώς την επωνυμία της και την εταιρική της μορφή, χωρίς όμως να παύσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο. Για τον ίδιο λόγο και η Β έφεση ομοίως παραδεκτώς ασκήθηκε από αυτήν, όπως η δηλωθείσα με το εφετήριο επωνυμία και η νομική της μορφή διορθώθηκαν με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της (περί του παραδεκτού της διορθώσεως αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, εφόσον δεν επέρχεται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του διάδικου νομικού προσώπου, ΑΠ 968/2015, Ε7 2017/557, ΑΠ 1126/2010, ΑΠ 1719/1997, ΜονΕφΑθ 508/2017, ΜονΕφΠειρ 787/2014, ΕφΔωδ 177/2006, δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1853/2003, Αρμ. 2005/550, ΕφΑθ 5779/1999 ΕλΔνη 2001/749, ΕφΑθ 1144/1998 ΕλΔνη 1998/1359, ΕφΑθ 7366/1993 ΕλΔνη 1994/1106, ΕφΠειρ 1000/1990 ΕΕμπΔ 1992/126 = ΕΝαυτΔ 1991/138, Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Β, 1994, άρθρο 224, αρ. 7, σελ. 70 επομ.), η οποία άλλωστε, ομοίως παραδεκτώς, παραστάθηκε στο ακροατήριο προς υποστήριξη της. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, ερειδόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση και, σε κάθε περίπτωση, ως νομικά αβάσιμοι οι σχετικοί αντίθετοι ισχυρισμοί των εκκαλούντων της Α έφεσης και εφεσιβλήτων της Β έφεσης, κατά τους οποίους τυγχάνουν απαράδεκτες τόσο η άσκηση της τελευταίας αυτής έφεσης από την εταιρία με την επωνυμία «…….», όσο και η παράσταση της εκκαλούσας στο ακροατήριο υπό την παλαιά επωνυμία της, καθόσον, αφενός, τέτοια παράσταση δεν έλαβε χώρα (αντιθέτως παραστάθηκε η εταιρία «…………) και, αφετέρου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η επίδικη υποχρέωση αφορούσε εξ αρχής και εξακολουθεί να αφορά την απορροφήσασα εταιρία «……….», που πλέον υφίσταται ως ευρωπαϊκή εταιρία (SE), χωρίς μεταβολή της ταυτότητας του νομικού της προσώπου, ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο παραμένει ως επιχειρηματικό μόρφωμα αμετάβλητο (ΑΠ 734/1994 ΕλΔνη 1995/627, ΜονΕφΘεσ 2903/2017 Αρμ. 2018/1315 = ΕπισκΕΔ 2019/123). Άλλως, βέβαια, θα είχε το πράγμα αν επρόκειτο για υποχρεώσεις της απορροφηθείσας εταιρίας «……….» και η Β έφεση είχε ασκηθεί και συζητηθεί από αυτήν (ΑΠ 568/2005 ΕΕμπΔ 2006/65), η οποία από της συγχωνεύσεως (απορροφήσεως) της έπαυσε να υφίσταται, ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο. Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η δίκη στον πρώτο βαθμό, που ξεκίνησε πριν τη μετατροπή της συγκεκριμένης εταιρίας από AG του γερμανικού δικαίου σε SE του κοινοτικού Κανονισμού, διεπόμενη πάντως από το γερμανικό δίκαιο (το δίκαιο της καταστατικής της έδρας και του κράτους μέλους στα μητρώα του οποίου έχει καταχωρηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 § 1, 12 και 16 § 1 του Καν. 2157/2001), διεξήχθη με τυπικό διάδικο την AG, στο όνομα της οποίας εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού κατά τη συζήτηση των ως άνω δύο [2] αγωγών οι μεν ήδη εκκαλούντες της Α έφεσης κατέθεσαν προτάσεις κατ’ αυτής (της AG), η δε τελευταία κατέθεσε προτάσεις υπό την αυτή, όπως και προηγουμένως, νομική της μορφή και υπό την παλαιά της επωνυμία (ως AG), μολονότι κατά το χρόνο εκείνο (13.1.2015) είχε ήδη επέλθει η μετατροπή της σε SE δια της προαναφερθείσας συγχωνεύσεως. Επειδή, όμως, η συγχώνευση αυτή και η σύσταση της ευρωπαϊκής εταιρίας δεν επέφερε κατάλυση του νομικού προσώπου της AG αλλά μόνον μεταβολή του εταιρικού της τύπου και της επωνυμίας της, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε ότι η πρωτοβάθμια δίκη διεξήχθη κατ’ ανυπάρκτου νομικού προσώπου (ΜονΕφΑθ 1184/2013 Αρμ. 2013/2111 = ΕΕμπΔ 2014/688) ούτε ότι διαρκούσης της εκκρεμοδικίας μεσολάβησε νόμιμος λόγος βίαιης διακοπής της (ΑΠ 883/2012 ΕΕμπΔ 2013/123, ΑΠ 307/2011 ΝοΒ 2011/2148, ΑΠ 512/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ως φορέας της επίδικης υποχρέωσης, αν και υπό άλλο νομικό ένδυμα και υπό διαφορετική επωνυμία, εξακολουθούσε πάντως υφιστάμενη. Για το λόγο αυτό ήδη με τις προτάσεις τους στο δεύτερο βαθμό οι εκκαλούντες της Α έφεσης υποστηρίζουν μόνον ότι η παράσταση της συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρίας πρωτοδίκως υπό τη μορφή της AG, το γεγονός της οποίας συνομολογείται, ήταν απαράδεκτη και θα έπρεπε να οδηγήσει στην εκδίκαση των ως άνω δύο [2] αγωγών ερήμην αυτής και, εντεύθεν, είτε, όπως (εκτιμάται ότι) υπονοείται, στην παραδοχή τους λόγω της τεκμαιρόμενης, συνεπεία της ερημοδικίας, ομολογίας της ιστορικής τους βάσης είτε, όπως ρητώς αναφέρεται, σε μη λήψη υπόψη, επειδή προβλήθηκαν από νομικό πρόσωπο που είχε ήδη κατά τη συζήτηση των αγωγών παύσει να υπάρχει, των αμυντικών ισχυρισμών της συγκεκριμένης εναγομένης, η παραδοχή ενός από τους οποίους [και, ειδικότερα, εκείνου περί δεδικασμένου ως προς την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο παρήχθη από την προηγούμενη αντιδικία των διαδίκων στην Αγγλία] οδήγησε τελικά στη συνολική απόρριψη της δεύτερης και στη μερική απόρριψη της πρώτης από τις ως άνω αγωγές ως απαράδεκτων για το λόγο αυτό. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν βελτιώνει τη νομική θέση των εκκαλούντων της Α έφεσης και αλυσιτελώς προβάλλεται (ΑΠ 122/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ 311/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1396/2012 ΕλΔνη 2012/1076, ΕφΑιγ 148/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 435/2010 Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν 172/2006 Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ 313/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621], Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.), ων κατά τούτο απαράδεκτος. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η παράσταση της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας στον πρώτο βαθμό υπήρξε ελαττωματική και έπρεπε να οδηγήσει στην εκδίκαση των παραπάνω αγωγών ερήμην της, η ερημοδικία της αυτή δε θα είχε ως αποτέλεσμα την παραδοχή των αγωγών ως βάσιμων, δεδομένου ότι υπό το καθεστώς του άρθρου 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 και ήταν εφαρμοστέο στην πρωτοβάθμια δίκη κατά το άρθρο 74 § 2 αυτού, για τη λειτουργία του τεκμηρίου από την ερημοδικία προϋποτίθεται ότι η αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, αφού αυτό καλύπτει μόνον τους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, όχι δε και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης ή τη νομική βασιμότητα της αγωγής (ΕφΠειρ 444/1987 ΠειρΝ 1987/106), όπως δεν συμβαίνει όταν η αγωγή είναι απορριπτέα για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, όπως εν προκειμένω πρωτοδίκως κρίθηκε, αφού η έλλειψη αυτή ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ) και μπορεί να επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ακόμα και αν ο εναγόμενος ερημοδικεί (πραγματικά ή πλασματικά). Ούτε, βέβαια, μπορεί στην περίπτωση αυτή να γίνει λόγος περί σιωπηρής παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι αυτή προϋποθέτει κατ’ αντιμωλία συζήτηση της αγωγής και παράλειψη προβολής της σχετικής ενστάσεως εκ μέρους του παριστάμενου εναγομένου (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 15, σελ. 430). Το ίδιο ισχύει ως προς τη λήψη υπόψη του τυχόν υφιστάμενου δεδικασμένου ως προς την ανυπαρξία κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, καθόσον η ερημοδικία του εναγομένου δεν εμποδίζει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου (άρθρο 332 ΚΠολΔ) και την απαγγελία της έννομης συνέπειας του (απαραδέκτου της αγωγής), εφόσον η ύπαρξη του προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (ΑΠ 1054/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 15, ΙΙ, σελ. 287), ακόμα και αν δεν αποτέλεσε περιεχόμενο ισχυρισμού κατά τη συζήτηση της αγωγής, πολύ δε περισσότερο όταν προβλήθηκε προσηκόντως από νομίμως παριστάμενο ομόδικο του απολιπόμενου εναγομένου, όπως συνέβη κατά την πρωτοβάθμια δίκη, κατά την οποία ο περί δεδικασμένου ισχυρισμός προβλήθηκε [και] από τους λοιπούς εναγομένους, προέκυπτε δε και από τα έγγραφα που είχαν προσκομίσει οι τότε ενάγοντες. Επομένως, ο ερευνώμενος ισχυρισμός των εκκαλούντων της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Συναφώς οι τελευταίοι ισχυρίζονται και ότι στην [επανειλημμένη] αντιδικία των διαδίκων ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, περί της οποίας θα γίνει λόγος κατωτέρω, που εκτυλίχθηκε μεταξύ των ετών 2006 – 2014, είχε μετάσχει ως εναγόμενη αρχικά και ως ενάγουσα στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……..», η οποία κατά το χρονικό εκείνο διάστημα ήταν ομοίως ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα το δεδικασμένο, που παρήχθη από τις σχετικώς εκδοθείσες αγγλικές δικαστικές αποφάσεις να μη δύναται να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως είτε από την «………», ούτε από την «………..», αφού καμία από αυτές δεν υπήρξε διάδικος στις δίκες που απέληξαν στην έκδοση τους. Το ζήτημα αυτό θα ερευνηθεί στις οικείες θέσεις παρακάτω.
ΙΙ. Με τις ένδικες αγωγές τους, οι ενάγοντες και δη: α] η εταιρία με την επωνυμία ………….., πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου AT, β] η εταιρία με την επωνυμία …….., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου GT, γ] η εταιρία με την επωνυμία ……, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου VJ, δ] η εταιρία με την επωνυμία ………., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου Z, ε] η εταιρία με την επωνυμία ………, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου TC, στ] η εταιρία με την επωνυμία …., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου PM, ζ] η εταιρία με την επωνυμία ………….., διαχειρίστρια όλων των ως άνω πλοίων, η] ο …….., πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών ……………., ……….., θ] ο ………, αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών ……………………, ………, ι] ο …….., γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών ……………………, ……….., επιπλέον δε και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας αυτής εταιρίας (………….), ια] ο ………, αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ……………………και γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας …. ., ιβ] ο ……….., γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ……………………και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ………., ιγ] ο ………., αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ………. και ιδ] η ………., αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ………., υποστήριξαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η πρώτη από αυτούς, δηλαδή η εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρία με την επωνυμία …………………… προέβη στις 24.5.2006 στην κατάρτιση τριών [3] συμβάσεων ναυτικής ασφαλίσεως του πλοίου της AT (κύτους και μηχανής), για τη σύναψη των οποίων συμβλήθηκε με περισσότερους ασφαλιστές και, συγκεκριμένα, αντιστοίχως, με α] τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες με τις επωνυμίες ……….., που έδρευαν στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου και ………., που έχει έδρα στο Χάμιλτον των Βερμούδων και εγκατάσταση στο Λονδίνο, αποκαλούμενες στο εξής «Ασφαλιστές της Εταιρικής Αγοράς» και συνοπτικά «CMI» [: Company Market Insurers], β] την εταιρία ……….., με έδρα στο Λονδίνο, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006, τον ……….., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και την εταιρία ………………., με έδρα στο Λονδίνο, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, αποκαλούμενους στο εξής «Ασφαλιστές της Αγοράς των Lloyd’s» και συνοπτικά «LMI» [: Lloyd’s Market Insurers] και γ] με την εταιρία με την επωνυμία ……………….. Ότι επρόκειτο για συμβάσεις από κοινού ασφαλίσεως με συνασφαλισμένες τις πλοιοκτήτριες των παραπάνω πλοίων εταιρίες, τη διαχειρίστρια τους (……….), στο εξής ΟΜΕ) και τις τυχόν συνδεόμενες με αυτές εταιρίες ή τις θυγατρικές τους, για τις οποίες εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ασφαλιστήρια, τα δύο [2] πρώτα από τα οποία ενσωμάτωναν τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεων σκάφους και επιπρόσθετων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls και Institute Additional Perils Clauses, αντίστοιχα, με ημερομηνία 1.10.1983). Ότι η ασφαλιστική αξία του πλοίου AT είχε συμφωνηθεί στο ποσό των τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (32.000.000 $) και η κάλυψη της είχε αναληφθεί κατά ποσοστό 75% από τους CMI και LMI και κατά ποσοστό 10% από την ………………., ενώ για την κάλυψη του υπολοίπου της ασφαλιστικής αξίας [15%] είχε προηγηθεί η σύναψη στις 13.3.2006 άλλης ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της πλοιοκτήτριας …………………… και του (τρίτου – μη διαδίκου) αλληλασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία ………… (στο εξής ασφαλιστής ΗΗ), με καταστατική έδρα στη Λεμεσό της Κύπρου και πραγματική στον Πειραιά, η οποία αποτελούσε ομοίως σύμβαση κοινής ασφάλισης και ενσωμάτωνε τους αυτούς στερεότυπους όρους. Ότι, επειδή εντός της ασφαλιστικής περιόδου και, συγκεκριμένα, στις 3.5.2006 και κατά τη διάρκεια του πλου από τη Βραζιλία προς την Κίνα το ασφαλισμένο πλοίο AT, έμφορτο με σιδηρομετάλλευμα, βυθίστηκε εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής σε θαλάσσια περιοχή περί τα τριακόσια (300) ναυτικά μίλια ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, με αποτέλεσμα το θάνατο είκοσι τεσσάρων [24] από τα τριάντα τρία [33] μέλη του πληρώματός του, όλοι οι παραπάνω ασφαλιστές κατέστησαν ταυτόχρονα συνυπόχρεοι στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, έκαστος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό συμμετοχής του στην κάλυψη της ασφαλιστικής αξίας, καθόσον το ανωτέρω συμβάν συνιστούσε, σύμφωνα με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου. Ότι στις 30.5.2006 η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια υπέβαλε εγγράφως στους ασφαλιστές την απαίτησή της μαζί με τα έγγραφα που τη δικαιολογούσαν, μεταξύ δε αυτών και όσα είχαν συλλεγεί κατά τη διερεύνηση του ναυαγίου από τις υπηρεσίες ναυτικής ασφάλειας τόσο του παράκτιου κράτους όσο και του κράτους της σημαίας του πλοίου που βυθίστηκε, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων ναυτικών ……., τέταρτου μηχανικού, . ………………., ναύκληρου, .., ηλεκτρολόγου, . ………………., λιπαντή, . ………………., δόκιμου αξιωματικού καταστρώματος, . και .. ………………., δόκιμων ναυτών, από τις οποίες προέκυπτε ότι το πλοίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση από κατασκευαστικής πλευράς και δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους σ’ αυτό και οι οποίες είχαν ληφθεί κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο με την παρουσία και του ………., μέλους της (τρίτης – μη διαδίκου) δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία …………, με έδρα στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία είχε ανατεθεί από τότε η εκπροσώπηση των συμφερόντων των ασφαλιστών CMI και LMI. Ότι οι ασφαλιστές αυτοί με την από 25.7.2006 επιστολή της ως άνω δικηγορικής εταιρίας, που απευθύνθηκε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας (της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας ………), δήλωσαν ότι δεν αποδέχονται την υποβληθείσα απαίτηση, επικαλούμενοι μεν, προσχηματικά, ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια επαρκείς προς τούτο πληροφορίες, με πραγματικό σκοπό όμως την αποφυγή καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, προς ευόδωση του οποίου απεργάστηκαν εγκληματικό σχέδιο παραπλάνησης των αρμόδιων δικαστηρίων και κατασυκοφάντησης της πλοιοκτήτριας, της διαχειρίστριας και των εκπροσώπων τους, το οποίο πραγματοποίησαν δια των εκπροσώπων, των υπαλλήλων (προστηθέντων) και των δικηγόρων τους σε συνεργασία και συνεννόηση με τρίτους ανεξάρτητους συμβούλους και συγγενείς εκλιπόντων Ελλήνων αξιωματικών του πλοίου στην Ελλάδα και στη Μανίλα των Φιλιππίνων κατά τα έτη 2006 – 2007 και του οποίου τα επιμέρους στοιχεία, συνοπτικά, συνίσταντο, αφενός στην κατασκευή ψευδών εν γνώσει των ανωτέρω προσώπων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως αναληθών μαρτυρικών καταθέσεων του εκ των διασωθέντων ναύκληρου ……………….με καταγωγή από τις Φιλιππίνες και, αφετέρου, στη συστηματική συκοφάντηση όλων των εναγόντων δια της διαδόσεως στην ασφαλιστική αγορά, σε ασφαλειομεσίτες και σε κρατικές και δικαστικές αρχές όλων των εν λόγω ψευδών γεγονότων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στα δικόγραφα των αγωγών και πιο κάτω στην παρούσα. Ότι συνεπεία της αρνήσεως αυτής η πρώτη ενάγουσα …………………… ήγειρε στις 15.8.2006 στο Λονδίνο ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice – Queen’s Bench Division), η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του οποίου είχαν συμφωνηθεί με τις από 24.5.2006 ασφαλιστικές συμβάσεις, αγωγή που έλαβε αριθμό φακέλου 815/2006 και στράφηκε κατά των συνασφαλιστών CMI και LMI με αίτημα την καταβολή ποσοστού 75% της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την ολική απώλεια του πλοίου AT, κατά την αναλογία της συμμετοχής εκάστου των εκεί εναγομένων στην ασφαλιστική του κάλυψη, ανερχόμενου συνολικά σε είκοσι τέσσερα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (24.000.000 $). Ότι τη δικαστική εκπροσώπηση τους οι συνασφαλιστές ανέθεσαν στην αυτή ως άνω δικηγορική εταιρία (……..) και το χειρισμό της ανέλαβαν οι συνεταίροι αυτής ………. και ………, δικηγόροι (solicitors), μη εδώ διάδικοι, ενώ τη σύνταξη των δικογράφων για λογαριασμό της ανέλαβε o δικηγόρος ………… Ότι η πλοιοκτήτρια άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και έτερη αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ……/2006, την οποία έστρεψε κατά των ασφαλιστών LMI με αίτημα καταβολής ποσού οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), που αντιστοιχούσε στην ασφαλιστική αποζημίωση για την αυξημένη αξία του πλοίου AT, την πληρωμή της οποίας είχαν οι εκεί εναγόμενοι ομοίως αρνηθεί, ενώ κατά της συνασφαλίστριας εταιρίας ………………. δεν ζητήθηκε ένδικη προστασία, επειδή αυτή στις 8.1.2007 δεσμεύθηκε συμβατικά προς την πλοιοκτήτρια ότι θα κατέβαλε το ποσοστό κατά το οποίο συμμετείχε στην ασφαλιστική κάλυψη του βυθισθέντος πλοίου σε περίπτωση παραδοχής της υπ’ αριθμό φακέλου 815/2006 αγωγής από το ως άνω αγγλικό Δικαστήριο. Ότι, αντιθέτως, κατά του αλληλασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία …………. (ΗΗ), που στις 30.10.2006 αρνήθηκε ομοίως την καταβολή της αναλογούσας σ’ αυτόν ασφαλιστικής αποζημίωσης, η πλοιοκτήτρια εταιρία …………………… προσέφυγε με αίτημα καταβολής τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $) σε διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο, δυνάμει ρήτρας περιληφθείσας στην από 13.3.2006 ασφαλιστική σύμβαση, στα πλαίσια της οποίας ο εν λόγω συνασφαλιστής εκπροσωπήθηκε από την ως άνω δικηγορική εταιρία του Λονδίνου για λογαριασμό της οποίας την υπόθεση χειρίστηκαν ομοίως οι δικηγόροι ……… και ………….. Ότι κατά τη διάρκεια της επιδικίας της με αριθμό φακέλου ………/2006 αγωγής οι εκεί εναγόμενοι ασφαλιστές υπέβαλαν σωρεία δικογράφων (προτάσεων άμυνας με ημερομηνίες 18.10.2006, 20 και 26.7.2007, 2.8.2007 και 14.12.2007), με τα οποία προέβαλαν τους ακόλουθους ψευδείς ισχυρισμούς εν γνώσει της αναλήθειας τους: α] ότι το πλοίο AT είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα οποία προκάλεσαν την βύθιση του, β] ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρίας γνώριζαν τα ελαττώματα αυτά και τα αγνόησαν και γ] ότι η διαχειρίστρια του πλοίου (εταιρία ΟΜΕ) είχε αναπτύξει παράνομη πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν ανακοίνωνε στο Νηογνώμονα του πλοίου και στις αρχές του κράτους της σημαίας του τα ελαττώματα και τις ζημίες αυτού, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις από τον Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα του. Ότι τους παραπάνω αναληθείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι ασφαλιστές βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις [3] ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναύκληρου του πλοίου ………………., που δόθηκαν στις 9.2.2007, 13.2.2007 και 25.7.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο αγγλικό Δικαστήριο με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση, αν και τελούσαν σε γνώση του ότι ήσαν ψευδείς και κατασκευασμένες και δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους και αφού είχε μεσολαβήσει, με τη συνεργασία τρίτων μη εδώ διαδίκων και, συγκεκριμένα, αφενός, του………………., εντολοδόχου του ………, διακανονιστή αβαριών και διευθυντή της εταιρίας νομικών και τεχνικών συμβούλων επιδίωξης απαιτήσεων με την επωνυμία πρώην μεν ………. και ήδη ………….. με έδρα στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, και, αφετέρου, της ……….., μέλους της εδρεύουσας στον Πειραιά …….., δικηγορικού γραφείου στην Ελλάδα της ………. αλλά και συγγενών του εκλιπόντος στο ναυάγιο Υποπλοίαρχου . ………………., παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και το μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ανερχομένου σε είκοσι οκτώ χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ (14.864 €) συνολικά. Ότι όλες οι παραπάνω πληροφορίες, περί τελέσεως εκ μέρους των ασφαλιστών του βυθισθέντος πλοίου και περί συμμετοχής σ’ αυτά των προστηθέντων και των δικηγόρων τους, των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο δικαστήριο, περιήλθαν σε γνώση των ήδη εναγόντων κατά τη διαδικασία της υποχρεωτικής παροχής πληροφοριών και στοιχείων από τον ένα διάδικο στον άλλο, που προβλέπει η αγγλική πολιτική δικονομία, στα πλαίσια της οποίας οι εκεί εναγόμενοι παραδέχθηκαν ότι απέσπασαν τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναύκληρου αντί αμοιβής. Ότι των βεβαιώσεων αυτών οι ίδιοι τότε διάδικοι έκαναν χρήση ενώπιον του High Court of Justice, μολονότι η πλοιοκτήτρια του AT τους είχε δια των δικογράφων της επισημάνει την αναλήθεια του περιεχομένου τους και είχε επιφυλαχθεί για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων της. Ότι, υπό το βάρος των αποκαλύψεων αυτών και ένεκα της δυσχερούς θέσης στην οποία συνεπεία τους περιήλθαν οι ασφαλιστές, η αντιδικία στην Αγγλία τερματίστηκε με συμβιβασμό, δυνάμει του οποίου η πλοιοκτήτρια …………………… έλαβε το σύνολο της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ύψους τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [32.000.000 $]), σε εκτέλεση τριών [3] συμφωνητικών που κατάρτισε, το πρώτο στις 13.12.2007 με τους ασφαλιστές LMI, το δεύτερο στις 7.1.2008 με τους ασφαλιστές CMI και το τρίτο στις 30.1.2008 με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο HH, που τερμάτισε τη διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, ενώ και η συνασφαλίστρια εταιρία ………………. προέβη σε καταβολή της δικής της αναλογίας στις 12.2.2008. Ότι τα συμφωνητικά του συμβιβασμού της πλοιοκτήτριας με τους ασφαλιστές CMI και LMI επικυρώθηκαν από το αγγλικό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η με αριθμό φακέλου …../2006 αγωγή με αποφάσεις του, που εκδόθηκαν στις 14.12.2007 και στις 7.1.2008. Μετά την παράθεση των περιστατικών της διαδικαστικής αυτής εξέλιξης στην Αγγλία, με τις ένδικες αγωγές ασκήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αξιώσεις αποζημιώσεως περιουσιακής ζημίας και αποκαταστάσεως ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε στους ενάγοντες από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων στα πλαίσια της αντιδικίας τους ενώπιον του ως άνω αγγλικού Δικαστηρίου, ως προς την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, για την απώλεια συνεπεία ναυαγίου του πλοίου AT, η οποία (συμπεριφορά) αποσκοπούσε στην αποφυγή καταβολής της αποζημιώσεως αυτής εκ μέρους των στην αλλοδαπή εναχθέντων συνασφαλιστών και εκδηλώθηκε με πράξεις των νομικών παραστατών των υποχρέων στην πληρωμή της αποζημιώσεως και των τεχνικών συμβούλων τους, συνιστάμενες στην προβολή εν γνώσει αναληθών και δυσφημιστικών ισχυρισμών και στην κατασκευή και προσκομιδή στο αγγλικό Δικαστήριο ψευδών αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, αποκαταστατικές της περιουσιακής τους ζημίας αξιώσεις προέβαλαν: α] στα πλαίσια των με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …./20.4.2011, …./20.4.2011, …./21.4.2011 και …./21.4.2011 αγωγών: 1] η πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου ……….., που ζήτησε την αποκατάσταση αποθετικής ζημίας της συνισταμένης στην απώλεια εσόδων, που θα αποκόμιζε αφενός από την εκμετάλλευση τριών [3] φορτηγών πλοίων και, συγκεκριμένα των πλοίων D, ΕS και E, κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.11.2006 έως 10.4.2008, από 27.9.2006 έως 28.4.2008 και από 13.9.2006 έως 19.5.2008, αντιστοίχως, τα οποία, όπως είχε γνωστοποιήσει στους ασφαλιστές, επρόκειτο να αγοράσει με το προϊόν της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αν αυτή καταβαλλόταν εγκαίρως και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή της ασφαλιστικής της απαιτήσεως, όπως τα έσοδα αυτά προσδιορίζονται αναλυτικά στα δικόγραφα των αγωγών αυτών ανά πλοίο, ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο και προκύπτουν από την αφαίρεση των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, κόστος ασφαλίστρων, τροφοεφοδίων και ανταλλακτικών, αμοιβή διαχειρίστριας εταιρίας, μισθοδοσία πληρωμάτων κλπ) και αφετέρου από τη μεταπώληση τους κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2008, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε και, επικουρικώς, για την περίπτωση της μη μεταπωλήσεως των πλοίων και της εξακολούθησης της εκμεταλλεύσεως καθενός από αυτά από την ίδια έως τις 3.12.2010, 30.11.2010 και 6.10.2010 αντίστοιχα, των εσόδων που θα αποκόμιζε από αυτήν, τα οποία προσδιορίζει με τον ίδιο αναλυτικό τρόπο και ανέρχονται σε εκατόν σαράντα έξι εκατομμύρια εκατόν ογδόντα μία χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια ΗΠΑ (146.181.875 $) και εκατόν σαράντα επτά εκατομμύρια εξακόσιες δεκατρείς χιλιάδες σαράντα τρία δολάρια ΗΠΑ και εβδομήντα πέντε σεντς (147.613.043,75 $) κατά την κύρια και την επικουρική βάση του αιτήματός της αντίστοιχα και 2] οι συνασφαλισμένες πέντε [5] πλοιοκτήτριες εταιρίες, που ζήτησαν την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστησαν επειδή i] επιβαρύνθηκαν με την καταβολή κατά το ασφαλιστικό έτος 2007 – 2008 ασφαλίστρων αυξημένων έναντι του παρελθόντος, συνεπεία της δυσφημήσεως τους, συνολικού ύψους αντιστοίχως πεντακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (555.948 $) για την εταιρία με την επωνυμία ……, πλοιοκτήτρια του πλοίου GT, διακοσίων τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαοκτώ δολαρίων ΗΠΑ (236.418 $) για την εταιρία με την επωνυμία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου VJ, ενενήντα επτά χιλιάδων εκατόν εννέα δολαρίων ΗΠΑ (97.109 $) για την εταιρία με την επωνυμία …………., πλοιοκτήτρια του πλοίου Z, διακοσίων δεκαέξι χιλιάδων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ (216.082 $) για την εταιρία με την επωνυμία ….., πλοιοκτήτρια του πλοίου TC και διακοσίων ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ (290.725 $) για την εταιρία με την επωνυμία ……….., πλοιοκτήτρια του πλοίου PM και ii) υποβλήθηκαν σε δαπάνες για τη διενέργεια έκτακτης επιθεώρησης του πλοίου καθεμιάς, που κατέστη αναγκαία για την ανανέωση της ασφαλίσεως του για το ασφαλιστικό έτος 2007 – 2008, οι οποίες ανήλθαν σε δέκα χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (10.100 $), επτά χιλιάδες τριακόσια ογδόντα δολάρια ΗΠΑ (7.380 $), επτά χιλιάδες τριακόσια σαράντα δολάρια ΗΠΑ (7.340 $), οκτώ χιλιάδες εξήντα δολάρια ΗΠΑ (8.060 $) και ένδεκα χιλιάδες τριακόσια δολάρια ΗΠΑ (11.300 $) για κάθε ενάγουσα αντίστοιχα και β] στα πλαίσια της από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 385/19.1.2012 αγωγής: 1] η πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου …………., που ζήτησε την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη επειδή δαπάνησε τα χρηματικά ποσά των εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (127.166,74 €) και των εκατόν σαράντα μιας χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα οκτώ σεντς (141.425,88 $), που κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας για την έκδοση από αυτή και τη διατήρηση σε ισχύ εγγυητικής επιστολής, δυνάμει της οποίας το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εγγυήθηκε για τις υποχρεώσεις της έναντι της κυρίας του φορτίου και του ασφαλιστή του φορτίου του πλοίου αυτού κατά το χρόνο του ναυαγίου του, στην πληρωμή των οποίων υποχρεώθηκε λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων καθόσον, αν αυτή έλλειπε, οι ανάγκες της θα είχαν καλυφθεί ανέξοδα από τους ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου και 2] η διαχειρίστρια του AT εταιρία ΟΜΕ, που υπέστη θετική ζημία επειδή κατέβαλε το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων σαράντα ευρώ (2.040 €) για την κάλυψη των εξόδων επιθεωρήσεως του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας της, στην οποία υποχρεώθηκε από τους ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των υπό τη διαχείριση της πλοίων, μετά την ιστορούμενη δυσφήμηση της από όλους τους εναγομένους της αγωγής αυτής. Εξάλλου, ηθική βλάβη υποστήριξε ότι υπέστη κάθε ενάγων των με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …./20.4.2011, …../20.4.2011, …./21.4.2011 και …./21.4.2011 αγωγών, επειδή από τη δυσφημιστική συμπεριφορά των αντιδίκων του προσβλήθηκε, των μεν νομικών προσώπων η επαγγελματική τιμή και η μελλοντική συναλλακτική πίστη του, των δε φυσικών προσώπων η ατομική υπόληψη και για την ικανοποίηση της βλάβης αυτής ζητήθηκε το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) από καθέναν ενάγοντα, πλην του όγδοου, του ένατου και του δέκατου, που απαίτησαν προς τούτο έξι εκατομμύρια ευρώ (6.000.000 €), τέσσερα εκατομμύρια ευρώ (4.000.000 €) και πέντε εκατομμύρια ευρώ (5.000.000 €) αντίστοιχα. Κάθε απαίτηση στράφηκε καθ’ όλων των εναγομένων ως εις ολόκληρον ευθυνομένων για την ικανοποίηση της, νομιμοτόκως από την επίδοση εκάστης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ των απαιτήσεων σε αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ) η καταβολή ζητήθηκε σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής άλλως κατ’ εκείνον της επελεύσεως εκάστης αντίστοιχης ζημίας. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά ζήτησαν οι ενάγοντες απασών των αγωγών, όπως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα τους περιορίστηκε στη συνέχεια παραδεκτώς, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του αλλά και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις τους, σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 § 1 εδαφ. α και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν σε καθέναν από αυτούς συνολικά τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) στην εταιρία …………………… το ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.000.000 € + 127.166,74 € = 1.127.166,74 €) και το ισάξιο σε ευρώ κυρίως μεν εκατόν σαράντα έξι εκατομμυρίων τριακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων τριακοσίων δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα οκτώ σεντς (146.181.875 $ + 141.425,88 $ = 146.323.300,88 $) και επικουρικώς εκατόν σαράντα επτά εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα εννέα δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα τριών σεντς (147.613.043,75 $ + 141.425,88 $ = 147.754.469,63 $), β) στην εταιρία ………… το ποσό του ενός εκατομμυρίου δέκα χιλιάδων εκατό ευρώ (1.000.000 € + 10.100 € = 1.010.100 €) και το ισάξιο σε ευρώ πεντακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (555.984 $), γ) στην εταιρία …………, το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ (1.000.000 € + 7.380 € = 1.007.380 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαοκτώ δολαρίων ΗΠΑ (236.418 $), δ) στην εταιρία ……….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ευρώ (1.000.000 € + 7.340 € = 1.007.340 €) και το ισάξιο σε ευρώ ενενήντα επτά χιλιάδων εκατόν εννέα δολαρίων ΗΠΑ (97.109 $), ε) στην εταιρία …………., το ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτώ χιλιάδων εξήντα ευρώ (1.000.000 € + 8.060 € = 1.008.060 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων δεκαέξι χιλιάδων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ (216.082 $), στ) στην εταιρία ………….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ένδεκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (1.000.000 € + 11.300 € = 1.011.300 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ (290.725 $), ζ) στην εταιρία …………. το ποσό του ενός εκατομμυρίου δύο χιλιάδων σαράντα ευρώ (1.000.000 € + 2.040 € = 1.002.040 €), η) στον ……….. το ποσό των έξι εκατομμυρίων ευρώ (6.000.000 €), θ) στον ……… το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000 €), ι) στον ……… το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ (5.000.000 €), ια) στον ……….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €), ιβ) στον ………. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €), ιγ) στον ………. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) και ιδ) στη ……………. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €).
Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι εναγόμενοι συνομολόγησαν τις ιδιότητες με τις οποίες κάθε διάδικος μετέχει στην αντιδικία, όπως και τη σύναψη και την εξέλιξη των ασφαλιστικών συμβάσεων, που αποτελούν το ιστορικό υπόβαθρο της, αρνήθηκαν όμως τα παραγωγικά της ευθύνης τους γεγονότα, όπως αυτά είχαν εκτεθεί στις αγωγές και προπαντός άλλου ισχυρισμού τους, αμφισβήτησαν ρητά τη διεθνή δικαιοδοσία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενοι ότι οι ένδικες αξιώσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία του High Court of Justice στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει ειδικής συμφωνίας παρεκτάσεως της, που περιελήφθη για όλους μεν τους διαδίκους στα συμφωνητικά συμβιβασμού, που τερμάτισαν τις δίκες για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην Αγγλία, για δε τις διάδικες εταιρίες και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και ότι για το ζήτημα αυτό υφίσταται δεδικασμένο από αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων, την αναγνώριση του οποίου ζήτησαν παρεμπιπτόντως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ως βάσιμη, την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του και για το λόγο αυτό απέρριψε, ως απαράδεκτη, τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../19.1.2012 αγωγή στο σύνολο της και τις λοιπές αγωγές κατά το μέρος εκάστης που ασκήθηκε, αφενός από τις εταιρίες …………………… και OME και στράφηκε εναντίον όλων των εναγομένων και, αφετέρου, από τις συνασφαλισμένες εταιρίες και στράφηκε κατά των εναγομένων ασφαλιστικών εταιριών. Η εκκαλουμένη άντλησε δεδικασμένο από την από 19.12.2011 και με αριθμό [2011] EWHC 3381 (Comm) απόφαση του Δικαστή του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου ………………. στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις με αριθμούς φακέλου …/2006, …/2011 και …/2011 και από την από 26.9.2014 και με αριθμό [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου ………………. στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις με αριθμούς φακέλου …/2006, …./2011 και …./2011, με τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι η έγερση των ενδίκων αγωγών στην Ελλάδα συνιστούσε παραβίαση της ρήτρας παρεκτάσεως που είχε περιληφθεί τόσο στα συμφωνητικά συμβιβασμού όσο και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και επιδικάστηκε αποζημίωση σε βάρος των ως άνω εταιριών και υπέρ των ασφαλιστών του πλοίου AT και των προστηθέντων τους, το οποίο (δεδικασμένο) και αναγνώρισε παρεμπιπτόντως, εν μέρει, ως προς «το ζήτημα της υπάρξεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων και κατ’ επέκταση της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας» του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε ισχυρισμό των εναγόντων περί της συνδρομής κωλυμάτων κατά τον ΚανΒρΙ που εμπόδιζαν την αναγνώριση αυτή. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, ως προς τις συνασφαλισμένες εταιρίες – ενάγουσες, στις με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …./20.4.2011, …/20.4.2011, …./21.4.2011 και …../21.4.2011 αγωγές εναντίον των φυσικών προσώπων των με αυτές εναγομένων και ως προς τα φυσικά πρόσωπα των εναγόντων στις αγωγές αυτές εναντίον απάντων των εναγομένων, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των τελευταίων ότι καταλαμβάνονται από τις ως άνω ρήτρες παρεκτάσεως και, στη συνέχεια, θεώρησε τις αγωγές αυτές παραδεκτές, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 37 § 1 ΚΠολΔ και νόμιμες κατά τις περί αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο (άρθρα 57, 59, 71, 299, 346, 914 – 922, 932 ΑΚ και 45, 46, 47, 363 – 362 ΠΚ), μόνον όμως κατά το μέρος τους, που είχε ασκηθεί από τις συνασφαλισμένες εταιρίες κατά του εκ των εναγομένων της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2011 αγωγής, …….. και από τους ενάγοντες ……… υπό την ιδιότητα τους ως νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου AT εναντίον όλων των εναγομένων, δεδομένου ότι ως προς τις αξιώσεις, που ηγέρθησαν από τις συνασφαλισμένες εταιρίες ………. και τους νομίμους εκπροσώπους τους κατά των εναγομένων (πλην του ανωτέρω), διαπίστωσε έλλειψη νομιμοποιήσεως τόσον ενεργητικής όσον και παθητικής. Εν τέλει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε τη βασιμότητα των αποκαταστατικών της ηθικής τους βλάβης αξιώσεων μόνον του ……….. και του ………… και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφαση του αναγνώρισε την υποχρέωση των ήδη εκκαλούντων της Β έφεσης να καταβάλουν εις ολόκληρον για την αιτία αυτή στον πρώτο από αυτούς το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) και στο δεύτερο το χρηματικό ποσό των εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €), απορρίπτοντας τις με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …../20.4.2011, …../20.4.2011, …../21.4.2011 και ……/21.4.2011 αγωγές κατά τα λοιπά, ως αβάσιμες.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους και, με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, υποβάλλει ο καθένας τους αίτημα καθολικής εξαφανίσεως της, με σκοπό την αναδίκαση των αγωγών και τη συνολική παραδοχή ή απόρριψη τους αντιστοίχως.
ΙΙΙ. Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό Δικαστήριο μετά την 1η.3.2002 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελεί συνέχεια της προϊσχύσασας από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992], εξακολουθεί δε να ισχύει και μετά την αντικατάσταση του από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), το χρονικό πεδίο εφαρμογής του οποίου, κατά το άρθρο 66 § 1 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την 10η.1.2015 (ΔΕΕ 6.6.2019, C – 361/18, ……. κατά ……., curia.europa.eu [ψηφιακή συλλογή], σκέψη 9, Α. Άνθιμος, Τροποποιήσεις στο κεφάλαιο για την αναγνώριση και εκτέλεση, σε Αρμ. 2013/2079 επομ.). Για όσες υποθέσεις υπάγονται ακόμα ratione temporis σ’ αυτόν, ο Κανονισμός 44/2001, ως πράξη του παράγωγου [τότε κοινοτικού και πλέον] ενωσιακού δικαίου με γενική ισχύ, αναπτύσσει πλήρη δεσμευτικότητα και κατά το άρθρο 189 ΣΕΚ παράγει άμεσες έννομες συνέπειες στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών, έχοντας αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1521/2013 ΧρΙΔ 2014/284 = ΕΠολΔ 2014/715), θέτει δε κανόνες, που ο εθνικός Δικαστής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον οποίο αποτελεί ημεδαπό και όχι αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως με την έναρξη της δίκης αλλά και σε κάθε στάση της, κατά παραμερισμό των αντίστοιχων εθνικών δικονομικών κανόνων (ΕφΠειρ 25/2003 ΔΕΕ 2003/634 = ΧρΙΔ 2004/250 = Αρμ. 2003/1153, Β. Κιάντος, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σελ. 1109), πολύ περισσότερο όταν αυτοί θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου (ΔΕΚ 15.5.1990, C – 365/88, ……………. κατά ………, Συλλογή 1990.I.1845, σκέψη 20). Ερμηνευτικά βοηθήματα για την εφαρμογή της Σύμβασης των Βρυξελλών αποτέλεσαν αρχικώς οι αιτιολογικές εκθέσεις που συντάχθηκαν πριν τη θέσπιση της (έκθεση Jenard: EE C 59/1 – 65, 66 – 70 της 5ης.3.1979) και πριν από τις διαδοχικές προσχωρήσεις νέων μελών στα κράτη που αρχικώς συμβλήθηκαν (έκθεση Schlosser, για την προσχώρηση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το έτος 1978: ΕΕ C 59/71 – 151 της 5ης.3.1979, έκθεση Ευρυγένη – Κεραμέως, για την προσχώρηση της Ελλάδας το έτος 1988: ΕΕ C 298/1 – 27 της 24ης.11.1986 και έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real για την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το έτος 1986: ΕΕ C 189/35 – 55 της 28ης.7.1990) και στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της Συμβάσεως από τους Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012 οι αιτιολογικές σκέψεις που περιλαμβάνονται στα προοίμια τους, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτική [κανονιστική] ισχύ. Πάντως, για την αυθεντική ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελών αρμοδιότητα τα συμβαλλόμενα κράτη προσένειμαν με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου του Λουξεμβούργου της 3ης.6.1971 στο [τότε] Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και ήδη, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας στα τέλη του έτους 2009, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που τη διατηρεί και όσον αφορά τους διάδοχους της Σύμβασης των Βρυξελλών Κανονισμούς (Κ. Κεραμέας, Ο κοινοτικός κανονισμός 44/2001 για την εκτέλεση και το ελληνικό δίκαιο της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών αποφάσεων, σε Αρμ. 2003/1069 επομ., ο ίδιος, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων και η εφαρμογή της στην Ελλάδα, ΝοΒ 1990/1281 = ΕΕΕυρΔ 1990/579 = Νομικές Μελέτες ΙΙ, σελ. 629). Η κύρια ερμηνευτική μέθοδος που ανέπτυξε το Δικαστήριο, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, είναι η αρχή της αυτόνομης ερμηνείας των κανόνων της διεθνούς δικαιοδοσίας, το βασικό χαρακτηριστικό της οποίας συνίσταται στο ότι οι όροι που απαντούν στις σχετικές διατάξεις και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, συγκροτούνται ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο αυτοτελώς, με αναγωγή κυρίως στο σύστημα και στην τελολογία αρχικώς της Συμβάσεως και στη συνέχεια των Κανονισμών, που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικονομικού χώρου, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα τους (ΔΕΚ 19.1.1993, C – 89/91, ……….. κατά …….., Συλλογή 1993.Ι.186, σκέψη 13, βλ. και Χ. Παμπούκη – Χ. Μεϊδάνη, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 2891, σελ. 1323). Η αυτόνομη ερμηνεία των διατάξεων εκάστου Κανονισμού είναι μάλιστα δυνατό να καταλήξει ακόμα και σε παραμερισμό των εθνικών δικονομικών κανόνων, αν η εφαρμογή τους οδηγεί σε ανεπιεική για το σύστημά του αποτελέσματα (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., γενική εισαγωγή, αρ. 68 επομ., σελ. 30 επομ.). Για τη διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής της ερμηνευτικής προσέγγισης των διατάξεων του ΚανΒρΙ σε σχέση με εκείνες της Σύμβασης των Βρυξελλών, για την ανάγκη της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην 19η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι η μέχρι την εισαγωγή του διαμορφωθείσα νομολογία του ισχύει και για τις διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων, ακόμα και αν δεν έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο, μπορούν εντούτοις να χαρακτηριστούν ως αντίστοιχες ή ισοδύναμες (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, ……… κατά ……… κλπ, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 25, ΔΕΕ 18.7.2013, C – 147/12, , ………. κατά ………., ψηφιακή συλλογή = ΕΠολΔ 2014139, με παρατηρήσεις Ε. Βασιλακάκη, σκέψη 28, ΔΕΚ 23.4.2009, C – 533/07, ….. κατά …….., Συλλογή 2009.Ι.3327, σκέψεις 48 επομ. = Αρμ. 2010/142, με παρατ. Ε. Βασιλακάκη) και το ίδιο ισχύει και ως προς τις διατάξεις του ΚανΒρΙα σε σχέση προς τις συναφείς προγενέστερες (αιτιολογική σκέψη 34 του Κανονισμού 1215/2012 και ΔΕΕ 20.12.2017, C – 649/16, … . κατά ……….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 23). Πάντως, ο Κανονισμός 44/2001, αν και ρυθμίζει θεμελιώδη ζητήματα του αστικού δικονομικού δικαίου των κρατών μελών, εντούτοις δεν επιδιώκει τη γενικότερη ενοποίηση των εθνικών δικονομικών δικαίων (ΔΕΚ 5.2.2004, C – 18/02, ………. κατά …………., Συλλογή 2004.Ι.1417, σκέψη 23, ΔΕΚ 6.6.2002, ……….. κατά ……….., Συλλογή 2002, σ. Ι-4995, σκέψη 43) αλλά μόνο την εναρμόνιση τους για πρακτικούς λόγους και, συγκεκριμένα, προκειμένου να εξομαλυνθεί η πολλαπλότητα και η διαφορετικότητα των ρυθμίσεων των εννόμων τάξεων που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο (Β. Χριστιανός, Ευρωπαϊκή Κοινότητα και δικονομική εναρμόνιση, σε ΝοΒ 2006/1667 επομ.). Πρωταρχικός στόχος του ΚανΒρΙ, όπως πανηγυρικά διακηρύσσεται στις με αριθμούς 2 και 6 αιτιολογικές του σκέψεις, είναι η επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, μελών της τότε Κοινότητας και ήδη Ένωσης, ως τμήμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των αγαθών, δια της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση τους στο έδαφος άλλου κράτους από εκείνο τα Δικαστήρια του οποίου τις εξέδωσαν (ΑΠ 1028/2009 ΕΠολΔ 2010/51). Προϋπόθεση αυτής είναι η κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στη βάση ομοιόμορφων κανόνων με υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας, των οποίων η ορθή εφαρμογή θα εξασφαλιστεί με την επίδειξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης (αιτιολογική σκέψη 16) στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών και στα δικαστικά τους όργανα (ΔΕΕ 4.5.2010, C – 588/08, ………. κατά …………, Συλλογή 2010.Ι.4107, σκέψη 49, Χ. Παπαδημητρίου, Η δικαστική προστασία στο κοινοτικό δίκαιο, σε ΕφΑΔ 2010/168 επομ.). Για το λόγο αυτό στο Κεφάλαιο ΙΙ του Κανονισμού προτάσσεται η κατάστρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων, που ως αντικείμενο των ρυθμίσεων του έπεται νομοτεχνικά. Κατά το άρθρο 32, ως αποφάσεις δυνάμενες να αναγνωριστούν, νοούνται όλες οι αποφάσεις, όχι κατ’ ανάγκη μόνον οι τελεσίδικες, που έχουν ενωσιακή ιθαγένεια (ΤριμΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ. 2013/1503, με παρατ. Α. Άνθιμου = ΕΠολΔ 2014/93, με παρατ. Π. Γιαννόπουλου, ΕφΛαρ 157/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΔΣΑ Ισοκράτης), εκείνες δηλαδή που προέρχονται από δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους, που περιβάλλεται με θεσμοθετημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και εκδίδονται στα πλαίσια έννομα ρυθμισμένης διαδικασίας (ΑΠ 496/1994, ΝοΒ 1995/552), ανεξάρτητα από την ονομασία τους και το είδος της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκαν, αρκεί να εμπίπτουν στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρΙ, να αφορούν δηλαδή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΔΕΚ 14.10.2004, C – 39/02, ………. κατά …………, Συλλογή 2004.Ι.9657, σκέψη 46, ΔΕΚ 2.6.1994, C – 414/92, Solo Kleinmotoren, Συλλογή 1994.Ι.2237, σκέψη 17) και να έχουν εκδοθεί στα πλαίσια κατ’ αντιμωλία, ή έστω δυνατότητας κατ’ αντιμωλία, συζητήσεως της υπόθεσης (ΔΕΕ 15.3.2012, C – 292/10, . κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 59, ΔΕΕ 17.11.2011, C – 327/10, ……… κατά ………., Συλλογή 2011. I.11543, σκέψη 52, ΔΕΚ 21.5.1980, C – 125/79, ……….. κατά ……….., Συλλογή 1980.1553, σκέψη 13). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «απόφαση» αποτελεί πρωταρχικά εκείνη που αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την άσκηση εξουσίας εκτίμησης των πραγμάτων εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου που την εξέδωσε (Κ. Βουλγαράκης, Η διαιτησία υπό το φως της ευρωπαϊκής επιρροής στο δικονομικό δίκαιο, 2018, σελ. 81), όμως σε αναγνώριση υπόκεινται και οι αποφάσεις που κρίνουν επί δικονομικού ζητήματος και, για παράδειγμα, απορρίπτουν την αγωγή για έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 2, αρ. 2 – 6, σελ. 78 – 81, Κ. Κεραμέας, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 25, αρ. 3, σελ. 206, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 96, αρ. 19, σελ. 744). Στο πλάτος της έννοιας «απόφαση» περιλαμβάνονται και οι διαταγές που εκδίδει αγγλικό δικαστήριο, υπό τη μορφή των orders ή των injunctions. Οι πρώτες (orders of the Court), με τις οποίες επιλύονται προκαταρκτικά ή παρεπόμενα ζητήματα που ανάγονται στη διαδικασία προς έκδοση ή προς εκτέλεση της τελειωτικής απόφασης, εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια των δικαστικών αποφάσεων (decisions) και διακρίνονται από τις αποφάσεις υπό στενή έννοια (judgements), οι οποίες επιλύουν τελειωτικά τη διαφορά που έχει εισαχθεί στο Δικαστήριο (Κ. Κεραμέας, Εκτέλεση στην Ελλάδα αγγλικών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, Δύο γνωμοδοτήσεις, σε Δνη 1985/382 επομ.). Όταν αντιμετωπίζουν ζητήματα της διαδικασίας ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων οι orders αποτελούν ρυθμιστικά δικονομικά μέτρα, ενώ όταν εκδίδονται στο πλαίσιο εκτελέσεως της βασικής δικαστικής απόφασης αφενός διαγιγνώσκουν την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του επιδικασθέντος ποσού και αφετέρου επιτάσσουν την εκτέλεση της με απειλή χρήσεως βίας και κρατικού καταναγκασμού, καθώς απειλούν τον οφειλέτη με πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση που δεν θα συμμορφωθεί προς το περιεχόμενό της (Ν. Νίκας, Ζητήματα από την εκτέλεση αγγλικής διαταγής [order] στην Ελλάδα κατά τον Κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], ΕΠολΔ 2013/753 επομ.). Αντιθέτως, οι injunctions αποτελούν μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας [Α. – Μ. Ιωαννίδη, Η αγγλική διαταγή freezing order, σε ΕΠολΔ 2012/285 επομ., Μ. Πρωίου, Ζητήματα ευρωπαϊκού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου απορρέοντα από αγγλικά μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας (freezing injunction, anti-suit injunction, receivership order), σε ΕφΑΔ 2009/1175 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, Τα ασφαλιστικά μέτρα υπό τον Κανονισμό (ΕΚ) 1215/2012, σε Αρμ. 2015/1829 επομ., ο ίδιος, Τα ασφαλιστικά μέτρα στις διεθνείς ιδιωτικές μεταφορές, 2008, σελ. 41 – 65] και αποσκοπούν να υποχρεώσουν τον καθ’ ου διάδικο είτε σε ενέργεια ορισμένης πράξης (mandatory injunctions) είτε σε παράλειψη της (prohibitory injunctions). Υπό την έννοια αυτή, των ασφαλιστικών μέτρων, γίνονται οι injunctions αντιληπτές και από το ΔΕΕ, που τις θεωρεί αποφάσεις (ΔΕΚ 2.4.2009, C – 394/07, ……… κατά ………….., Συλλογή 2009.Ι.2563, σκέψεις 23 και 42), ανεξαρτήτως αν ορισμένες από αυτές (τις λεγόμενες αντιαγωγικές διαταγές – anti-suit injunctions) τις αποκρούει ως μη συμβατές με τον ΚανΒρΙ, όπως και πιο κάτω αναλυτικότερα θα εκτεθεί. Πάντως δεκτικές αναγνωρίσεως υπό τους όρους του ΚανΒρΙ είναι οι αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων (judgements και orders), με τις οποίες κρίνεται το ζήτημα της συμβατικής ευθύνης προς αποζημίωση λόγω άσκησης αγωγής κατά παράβαση ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας ενώπιον Δικαστηρίου άλλου από το prorogatum αγγλικό και είτε επιδικάζεται αποζημίωση εν στενή έννοια (equitable damages) βάσει του δικαίου της επιείκειας, συνιστάμενη κυρίως στα δικαστικά έξοδα ενώπιον της αλλοδαπής δικαιοδοσίας είτε διατάσσεται ειδική εκτέλεση (specific performance), για εκπλήρωση της σύμβασης με την οποία είχε αναληφθεί η υποχρέωση προς παράλειψη εναγωγής σε άλλο forum, με τη μορφή της παραιτήσεως από το αγωγικό δικόγραφο στο forum αυτό (ΤριμΕφΠειρ. 465/2020, αδημ., Κ. Βουλγαράκη, Προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης προς αποζημίωση λόγω άσκησης αγωγής ενώπιον κρατικού δικαστηρίου κατά παράβαση διαιτητικής συμφωνίας, Διαιτησία 2019/ 1 επομ. [6 – 11], Dicey, Morris and Collins on The Conflicts of Laws, v. 1, 2018, rule 39, § 12 – 164, σελ. 639). Οι αποφάσεις αυτές παράγουν εμμέσως σαφή αντιαγωγικά αποτελέσματα, αφού εμφανίζονται ως η άλλη όψη της αντιαγωγικής διαταγής (anti-suit injunction), με την οποία το αγγλικό Δικαστήριο διατάσσει συγκεκριμένο πρόσωπο να απόσχει από δίκη σε τρίτο κράτος, είναι όμως, για λόγους στους οποίους θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, ανεκτές κατά το ενωσιακό δίκαιο και η αναγνώριση τους είναι, υπό την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο κράτος υποδοχής, καταρχήν δυνατή. Ως αναγνώριση της απόφασης Δικαστηρίου ενός κράτους μέλους σε άλλο νοείται η επέκταση της ισχύος των συνεπειών της στην επικράτεια του κράτους αναγνωρίσεως, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως (ipso jure), δηλαδή χωρίς την παρεμβολή δικαστικής διαδικασίας (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43]) και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, μπορεί να λάβει χώρα είτε κυρίως (άρθρο 33 σημ. 2) είτε παρεμπιπτόντως (άρθρο 33 σημ. 3 του ΚανΒρΙ). Κύρια (δικονομική) έννομη συνέπεια της ενδοκοινοτικής απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της αναγνωρίσεώς της κατά τον εν λόγω Κανονισμό είναι το δεδικασμένο που εκλύεται από αυτήν. Ως προς την έννοια του, που δεν είναι πάντως κρίσιμη για την εφαρμογή του ΚανΒρΙ, αφού για την αναγνώριση ενδοκοινοτικής απόφασης δεν απαιτείται τέτοιος βαθμός δικονομικής ωριμότητας, το ΔΕΚ έχει κρίνει αφενός ότι η ανάγκη διασφάλισης τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων, όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλει να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων στα εθνικά δίκαια ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση τους (ΔΕΕ 29.3.2011, C – 352/09, ……… κατά ………., Συλλογή 2011.I.2359, σκέψη 123, ΔΕΚ 16.3.2006, C ‑ 234/04, …….. κατά …………, Συλλογή 2006.I.2585, σκέψη 20) και, αφετέρου, ότι «το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με την επίμαχη δικαστική απόφαση», καθώς και ότι «το δεδικασμένο δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό της που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού της με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο» (ΔΕΕ 19.4.2012, C – 221/10 P., ……… κατά ……….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 87, ΔΕΚ 1.6.2006, C ‑ 442/03 P. και C ‑ 471/03 P., …. . .κατά ….. Συλλογή 2006.I.4845, σκέψη 44). Το δεδικασμένο της ενδοκοινοτικής απόφασης αναγνωρίζεται στα αντικειμενικά και στα υποκειμενικά όρια που διαγράφονται καταρχήν από τις δικονομικές ρυθμίσεις του κράτους εκδόσεως της (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 36, αρ. 1 – 5, σελ. 524 επομ., ο ίδιος, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 12, αρ. 1, σημ. 1, σελ. 263, § 13, αρ. 66, σημ. 183, σελ. 305 και § 20, αρ. 83 επομ., σελ. 459 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙΙ, Η Διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση, 2006, § 77, αρ. 16, σελ. 281, Γ. Κρεμλής, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 26, αρ. 1, σελ. 210, ο ίδιος, Η αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων, σε ΕΕΕυρΔ 1990/733 επομ., Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης [1985], άρθρο 904, § 37, σελ. 100, Κ. Βουλγαράκης, Προς μια ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου; Σε ΕΠολΔ 2013/775 επομ. [778]), ο ίδιος, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων που κρίνουν επί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012, σε ΕΠολΔ 2020/18 επομ. [19]), όπως, άλλωστε, υπό την ισχύ της Σύμβασης των Βρυξελλών, έχει δεχθεί και το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΚ 4.2.1988, C – 145/86, ……… κατά ……….., Συλλογή 1986.645, σκέψεις 10 – 11), το οποίο με αναφορά στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη (αιτιολογική έκθεση Jenard, υπό το άρθρο 26, έτσι και οι εκθέσεις Schlosser, § 190 και Ευρυγένη/Κεραμέως, § 75, τις σχετικές περικοπές των οποίων και σε Ν. Νίκα, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο, 1998, σελ. 240, 348 και 403 αντίστοιχα), έκρινε ότι «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεως τους». Πρόκειται για τη νομολογιακή εφαρμογή της [κρατούσας και στην Ελλάδα: ΑΠ 1882/2014 ΕΠολΔ 2015/60, με παρατηρήσεις Ι. Μαντζουράνη] θεωρίας της επεκτάσεως των ενεργειών της ενδοκοινοτικής απόφασης, την ισχύ της οποίας το Δικαστήριο επιβεβαίωσε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του (ΔΕΕ 4.10.2018, Società Immobiliare Al Bosco Srl, C – 379/17, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 40, ΔΕΚ 29.4.1999, ……… κατά . ….., …….., C – 267/97, Συλλογή 1999.Ι.2543, σκέψη 23), σχετικοποιώντας, πάντως, τα όρια της στο επίπεδο της εκτελεστότητας, για τα οποία έθεσε διπλό περιορισμό (Β. Μαραζοπούλου, Υπερεδαφική εκτέλεση κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015, σελ. 63) με την παραδοχή ότι «Εντούτοις δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις, κατά την εκτέλεση τους, ιδιότητες που στερούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως» (ΔΕΕ 13.10.2011, ……… κατά ………., C – 139/10, Συλλογή 2011.Ι.9511, σκέψη 38 και ΔΕΚ 28.4.2009, ……….. κατά …………, C – 420/07, Συλλογή 2009.Ι.3571, σκέψη 66 = ΕΠολΔ 2009/407). Το δεύτερο σκέλος του περιορισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο οι έννομες συνέπειες που προσδίδει στην εκτελεστότητα το δίκαιο του κράτους έκδοσης της προς εκτέλεση αποφάσεως δε μπορεί να είναι περισσότερες από εκείνες που το δίκαιο του κράτους της εκτελέσεως ανέχεται και, αν είναι, περιστέλλονται κατά την εκτέλεση εντός των εδαφικών ορίων της κυριαρχίας του, αποκτά καίρια έννομη σημασία στο ζήτημα των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας, τα οποία, υπό το αυτόνομο ελληνικό δίκαιο, ταυτίζονται με αυτά του δεδικασμένου (άρθρα 325 επομ. και 909 ΚΠολΔ). Έτσι, στο ζήτημα αυτό, φαίνεται να συμπίπτουν οι αξιολογήσεις του ενωσιακού (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1042]) και του ημεδαπού δικονομικού δικαίου, στα πλαίσια του οποίου γίνεται δεκτό ότι για τον καθορισμό των υποκειμενικών ορίων δεδικασμένου και εκτελεστότητας εφαρμόζεται και το ελληνικό δίκαιο (ως το δίκαιο του τόπου της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως), το οποίο δεν επιτρέπει την εκτέλεση αποφάσεως εναντίον προσώπου που δε συμμετείχε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκτελεστέα απόφαση (ΑΠ 1038/1973 ΝοΒ 1974/639, Γ.Μητσόπουλος/Ε. Ποδηματά, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου διαιτητικής αποφάσεως, γνμδ σε ΝοΒ 2007/1267 επομ. [1273], Γ. Ράμμος, Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου αλλοδαπής αποφάσεως εν ημεδαπή, Εράνιον προς Γεώργιον Σ. Μαριδάκην, 1963, σελ. 463 επομ.), επειδή στα πλαίσια της ημεδαπής έννομης τάξης δέσμευση από το δεδικασμένο είναι ανεκτή μόνον εις βάρος όσων είχαν πραγματική δυνατότητα, ιδίως υπό την ισχύ του συζητητικού συστήματος, να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου και να επηρεάσουν έτσι τη διαμόρφωση του περιεχομένου της απόφασης (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 25, σελ. 490, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 328, Δ. Τσικρικάς, Η αναγνώριση αλλοδαπών διαδικασιών αναγκαστικής εκτελέσεως επί πλοίου, σε ΕφΑΔ 2015/19 επομ. [22], Κ.Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 323, αρ. 3, σελ. 646, Ν. Νίκας, Επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου στο φορέα του δικαιώματος από δίκες που διεξήγαγε ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, σε Δ 1983/386 επομ. [387]). Όσον αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο, η θέση ότι τα καθ’ υποκείμενα όρια του δεδικασμένου της αναγνωριζόμενης απόφασης περιορίζονται στα πρόσωπα που έλαβαν πραγματικά μέρος στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, επιβεβαιώνεται και από τα γενόμενα δεκτά ως προς τα αντίστοιχα όρια της εκκρεμοδικίας, που αποτελεί θεσμό όμαιμο του δεδικασμένου και αναφέρεται σε μια κατάσταση που προηγείται της παραγωγής του δεδικασμένου, το οποίο και τη διαδέχεται. Πράγματι, κατά την αυτόνομη ερμηνεία των όρων «μεταξύ των ιδίων διαδίκων», που τίθεται στη νομοτυπική μορφή της διατάξεως του άρθρου 29 του ΚανΒρΙ, το ΔΕΚ (6.12.1994, C – 406/92, The owners of the cargo lately laden on board the ship “T” κατά Τhe owners of the ship “MR”, Συλλογή 1994.I.5439, σκέψεις 30 – 36) έκρινε ότι απαιτείται ταυτότητα των διαδίκων στις δίκες που εξελίσσονται παράλληλα, ότι η ταυτότητα αυτή δεν αναιρείται από την εναλλαγή (αντιστροφή) της δικονομικής τους θέσης, αρκεί να αντιδικούν σε όλες τις παράλληλες διαδικασίες και το αντικείμενο της δίκης να παραμένει το ίδιο και ότι, αν υπάρχει διαφορά στον αριθμό των υποκειμένων, η εκκρεμοδικία περιορίζεται στα ταυτιζόμενα πρόσωπα (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 29, αρ. 16 – 18, σελ. 463 επομ., Ε. Σαχπεκίδου, Προβλήματα σύνθετων και συγγενών δικών στη Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ΕΕΕυρΔ 1990/683 – 732 [711], Χ. Ταγαράς, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 21, αρ. 8, σελ. 187). Διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εκκρεμοδικίας και πέραν των μετεχόντων στη δίκη έγινε δεκτή με μεταγενέστερη απόφαση του ΔΕΚ, που προσέδωσε στους όρους «ίδιοι διάδικοι» την έννοια της ταυτότητας συμφερόντων, εφόσον αυτά είναι «σε τέτοιο βαθμό όμοια ώστε απόφαση κατά του ενός να αποτελεί δεδικασμένο έναντι του άλλου» (ΔΕΚ 19.5.1998, C – 351/96, ……… κατά …….. (…….), ……. και ……. (…….) …….., Συλλογή 1998.Ι.3075, σκέψη 19 = ΕΕμπΔ 1998/692 = ΕΕΕυρΔ 1999/645 = Δ 2000/85, με παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου). Κατά το ΔΕΚ (ο.π., σκέψη 23) η κρίση για το ενιαίο και το αδιαχώριστο των συμφερόντων ανήκει στο εθνικό Δικαστήριο και διαπιστώνεται με αναγωγή στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, καταφάσκεται δε μόνον όταν λόγω της ομοιότητας αυτής δεν τέθηκε σε κίνδυνο η αξίωση για παροχή έννομης προστασίας του ενδιαφερομένου διαδίκου στον οποίο θα επεκταθούν οι δικονομικές συνέπειες της αποφάσεως (I. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 8, αρ. 16, σελ. 227, Κ. Μακρίδου, Η νομολογία του ΔΕΚ στα ζητήματα της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 250), επειδή τα συμφέροντα του αμέτοχου στη δίκη έτυχαν πάντως υπερασπίσεως από τον μετασχόντα φορέα τους. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι τόσο κατά το ενωσιακό όσο και κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο το δεδικασμένο της προς αναγνώριση ενδοκοινοτικής αποφάσεως ενεργεί υποκειμενικά εντός ορίων που διαμορφώνονται με αναγωγή στην τυπική έννοια του διαδίκου και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Επομένως, όταν οι καθ’ υποκείμενα έννομες συνέπειες μιας ενδοκοινοτικής απόφασης οριοθετούνται από το δίκαιο της εκδόσεώς της κατά τρόπον ώστε να θίγεται το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως των προσώπων που δεν συμμετείχαν στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, δηλαδή με εξαιρετική ευρύτητα, ξένη προς τις θεμελιώδεις αρχές της δικονομικής έννομης τάξης του κράτους αναγνωρίσεως, η δημόσια τάξη του κράτους αυτού δύναται να θέσει φραγμούς και να αποκλείσει εν όλω ή εν μέρει τις έννομες αυτές συνέπειες (Δ. Τσικρικάς, ο.π., Ν. Νίκας, Ζητήματα από την εκτέλεση αγγλικής διαταγής [order] στην Ελλάδα κατά τον Κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], ΕΠολΔ 2013/753 επομ.). Αντιθέτως, επί εμπορικής εταιρίας, η οποία μετά την εκκρεμοδικία μετέβαλε τη νομική της μορφή με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο (και δια συγχωνεύσεως της με άλλη), το ελληνικό δικονομικό δίκαιο δεν παρεμβάλλει προσκόμματα στην αναγνώριση του δεδικασμένου που παράγεται από αλλοδαπή απόφαση εκδοθείσα υπέρ ή σε βάρος της εταιρίας αυτής σε δίκη στην οποία μετείχε υπό τον πρότερο εταιρικό της τύπο, εφόσον και κατά το δίκαιο της πατρίδας της το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής εξακολουθεί να δεσμεύει και το νομικό πρόσωπο που προέκυψε μετά τη συγχώνευση, έστω και αν η επωνυμία του είναι παραλλαγμένη, επειδή παρά τις μεταβολές αυτές διατηρείται η ταυτότητα της νομικής του προσωπικότητας, αφού τα ίδια γίνονται δεκτά και στην ημεδαπή (ΕφΑθ 10812/1996 ΔΕΕ 1997/489, ΕφΑθ 3897/1995 ΝοΒ 1996/995 = Αρμ. 1996/232, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 27, αρ. 2, σελ. 511, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 20, αρ. 16, σελ. 430). Η σκέψη που υπαγορεύει την κοινή αυτή αντίληψη συνίσταται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα, εκτός της έννομης σχέσης της δίκης αλλά περί του ιδίου νομικού προσώπου, του οποίου και υπό το νέο εταιρικό του σχήμα η υποκατάσταση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αποκτήθηκαν ή ανελήφθησαν υπό την προηγούμενη νομική του μορφή επέρχεται αυτοδικαίως. Αυτή η ex lege υπεισέλευση της νέας εταιρικής μορφής στη θέση της προηγούμενης δικαιολογεί στις συγκεκριμένες περιπτώσεις την παρέκκλιση από την τυπική έννοια του διαδίκου. Το αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση συστάσεως ευρωπαϊκής εταιρίας, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω, όταν αυτή πραγματοποιείται με συγχώνευση δύο εταιριών δια της απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη, σύμφωνα με τον Καν 2157/2001, από τις ρυθμίσεις του οποίου, σημειωτέον, δε μπορεί να παρεκκλίνει η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. Να σημειωθεί ακόμα ότι τα ίδια ισχύουν και στα πλαίσια τόσο του αυτόνομου αγγλικού δικαίου, δεδομένου ότι κατά την εκεί ισχύουσα εταιρική νομοθεσία (άρθρο 81 του Companies Act 2006) η μεταβολή στην επωνυμία και τη νομική μορφή μιας εταιρίας δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ούτε τις εκκρεμείς δίκες στις οποίες μετέχει (ως άνω γνωμοδότηση του …………), όσο και στη Γερμανία, όπου γίνεται δεκτό ότι ούτε η μεταβολή της νομικής μορφής μιας AG σε SE ούτε η αλλαγή της επωνυμίας της έχουν οποιαδήποτε συνέπεια στη νομική προσωπικότητα της εταιρίας (ως άνω γνωμοδότηση του . …..). Περαιτέρω, όταν το ζήτημα των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου από ενδοκοινοτική απόφαση τίθεται παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια κύριας δίκης που εκκρεμεί σε άλλο κράτος μέλος, ο ΚανΒρΙ (άρθρο 33 σημ. 3) προσνέμει διεθνή δικαιοδοσία για την παρεμπίπτουσα αυτή κρίση στο Δικαστήριο της κύριας δίκης (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Αρνητική αναγνωριστική αγωγή και αίτηση κηρύξεως εκτελεστότητας αγγλικών αποφάσεων κατά τον Καν. 44/2001 – Ζητήματα εκκρεμοδικίας και ορίων ουσιαστικού ελέγχου των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, γνμδ σε ΕΠολΔ 2011/176 επομ. [173]. Το ίδιο Δικαστήριο κέκτηται διεθνή δικαιοδοσία και όταν για την απόκρουση της αγωγής που τίθεται στην κρίση του προβάλλεται ένσταση δεδικασμένου προερχομένου από ενδοκοινοτική απόφαση που έκρινε την ίδια έννομη σχέση είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, όπως και στη συνέχεια θα αναφερθεί. Εξάλλου, κατά τον ΚανΒρΙ, για την επίτευξη των σκοπών της ασφάλειας δικαίου και της αποφυγής του πολλαπλασιασμού των δικών, που αποτελούν το τελολογικό υπόβαθρο των επιλογών του κοινοτικού νομοθέτη, η ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας εντός του κοινοτικού χώρου κλιμακώνεται έτσι ώστε να προτάσσονται οι αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρου 22, που υπερισχύουν της γενικής και των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων των άρθρων 2 και 5 αυτού αντίστοιχα, η εφαρμογή των οποίων υποχωρεί και έναντι της ιδιωτικής αυτονομίας (άρθρα 23 και 24), που δύναται να καταργήσει τις κανονιστικές προβλέψεις του. Με την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενωσιακό χώρο ο Κανονισμός προνοεί για την αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αποφάσεων που δε θα μπορούν να αναγνωριστούν ή να εκτελεστούν και τέτοιος κίνδυνος, επί αγωγών που κρίνονται σε περισσότερα fora, ελλοχεύει προεχόντως στην περίπτωση που αυτές είναι είτε ταυτόσημες είτε συναφείς κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 αυτού αντιστοίχως. Ο σκοπός εξουδετέρωσης του ενδεχομένου εκδόσεως στον ενωσιακό χώρο ασυμβίβαστων αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 και 4, δηλαδή αποφάσεων με αλληλοαναιρούμενες ενέργειες, αποτέλεσε το κριτήριο που αξιοποίησε τελολογικά το ΔΕΚ για τον ερμηνευτικό καθορισμό της ταυτότητας του αντικειμένου και της αιτίας των παράλληλων αγωγών κατά το άρθρο 27 σημ. 1 (ΔΕΚ 9.10.1997, C – 163/95, ……….. κατά …………, Συλλογή 1997.I.5451, σκέψη 13, Ε. Ποδηματά, Τελολογική σύλληψη της έννοιας της ταυτότητας του αντικειμένου και της αιτίας κατά το αρθρ. 21 παρ. 1 ΣΒρυξ [ήδη αρθρ. 27 παρ. 1 Κανονισμού 44/2001] και η σημασία της για το εσωτερικό μας δίκαιο, σε Αναμνηστικό Τόμο Στυλιανού Ν. Κουσούλη, 2012, σελ. 453 – 458). Έτσι κατά το Δικαστήριο η έννοια της εκκρεμοδικίας οριοθετείται με αυτόνομα κριτήρια και κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευρύ με αναγωγή στα περιστατικά της ευρύτερης βιοτικής σχέσης που συνθέτουν τον πυρήνα της αντιδικίας (Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., § 8, αρ. 24, σελ. 238, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 32, αρ. 56 – 59, σελ. 60 επομ.) και γίνεται δεκτό (ΔΕΚ 8.12.1987, C – 144/86, ……….. κατά ……….., Συλλογή 1987.4861, σκέψη 15, ΔΕΚ 6.12.1994, C – 406/92, The “Tatry”, ο.π., σκέψεις 39 και 41) ότι ο όρος «αιτία» αναφέρεται στην ιστορική και νομική βάση της αγωγής, ενώ ο όρος «αντικείμενο» στο δικονομικό σκοπό που εκφράζεται με το αίτημά της (Χ. Ταγαρά, ο.π., άρθρο 21, αρ. 3, σελ. 185, Ι. Τιμαγένη, Το αντικείμενο της δίκης κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, Δ 2005/955 επομ. [962], Γ. Πανόπουλο, Η Σύμβαση Βρυξελλών και οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι & Ια, 2017, σελ. 133 – 138). Εξάλλου, επειδή κατά τον ΚανΒρΙ κατάσταση εκκρεμοδικίας υφίσταται από τη στιγμή που δύο Δικαστήρια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών επιλαμβάνονται των αγωγών, δηλαδή πριν προβάλουν τα επιχειρήματά τους οι εναγόμενοι, για τη διαπίστωση της ταυτότητας των δικών, κρίσιμες είναι οι αξιώσεις που προβάλλονται από καθέναν ενάγοντα και όχι οι αμυντικοί ισχυρισμοί (και οι ενστάσεις) εκάστου εναγομένου (ΔΕΕ 9.11.2010, C – 296/10, ……….. κατά ………….., Συλλογή 2010.I.11163, σκέψη 68, ΔΕΚ 8.5.2003, C – 111/01, ……….. κατά …………, Συλλογή 2003.I.4207, σκέψεις 26 – 27 = Αρμ. 2003/835 = ΧρΙΔ 2003/533, ……../… …, European Commentaries on Private International Law ECPIL, V. 1, Brussels Ibis Regulation, 2016, άρθρο 29, αρ. 14, σελ. 729). Εξαίρεση στον κανόνα αυτό φαίνεται να δέχεται το ΔΕΕ στην περίπτωση των δωσιδικιών της σύμβασης και της αδικοπραξίας και μόνο για τον προσδιορισμό της ρυθμιστέας σχέσης, ως στοιχείου του πραγματικού των κανόνων που θέτει ο ΚανΒρΙ. Έτσι, στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 1 και 3 αυτού, γίνεται, όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί, δεκτό ότι για τη διαπίστωση του υποστατού της σύμβασης και της ύπαρξης του ζημιογόνου γεγονότος μπορεί το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο να αποβλέψει και στους ισχυρισμούς του εναγομένου ή στο σύνολο των στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Γενικότερα πάντως κατά το πνεύμα της νομολογίας του ΔΕΚ, η εκκρεμοδικία καταφάσκεται και όταν το αντικείμενο (αίτημα) της δεύτερης αγωγής, που επιδιώκει αφενός την αναγνώριση έλλειψης ευθύνης του ενάγοντος, συνεπεία υπαγωγής των κατ’ αυτού αξιώσεων σε συμβιβασμό που προηγήθηκε και αφετέρου την επιδίκαση αποζημιώσεως για παράβαση της συμφωνίας συμβιβασμού και της περιεχόμενης σ’ αυτήν ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, που επήλθε εξαιτίας εναγωγής του σε forum διαφορετικό από το παρεκταθέν, μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο άμυνας κατά της πρώτης αυτής αγωγής, με την οποία ζητείται η αποκατάσταση (υλικών και ηθικών) ζημιών που παρήχθησαν από τη συμπεριφορά του εναγομένου, που φέρεται ότι τελεί σε άμεση συνάφεια με την εξέλιξη προηγούμενης αντιδικίας των διαδίκων που κατέληξε στο συμβιβασμό (ΔΕΚ 8.12.1987, C – 144/86, ……….., ο.π., σκέψη 16, Ν. Νίκας, Εκκρεμοδικία και συνάφεια κατά τον κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], σε Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, 2006, σελ. 1345 – 1361 [1351]). Εξάλλου, για τη διαπίστωση της κατ’ άρθρο 28 του ΚανΒρΙ συνάφειας, που προσδιορίζεται νομοθετικά (στο σημ. 3 αυτού) ως η σύνδεση δύο αγωγών που είναι τόσο στενή «ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξεταστούν και να εκδικαστούν ταυτόχρονα προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά» και ερμηνεύεται με επίσης αυτόνομα κριτήρια και ευρύτερα από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 31 ΚΠολΔ, αρκεί ότι το ίδιο βιοτικό συμβάν θα απασχολήσει ως κεντρικό ζήτημα αμφότερα τα Δικαστήρια και ότι το αποτέλεσμα της πρώτης δίκης θα μπορεί να αξιολογηθεί στο πλαίσιο της δεύτερης, χωρίς να προσαπαιτείται εδώ η ταυτότητα των διαδίκων (Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [476]), αφού στην περίπτωση των συναφών αγωγών ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μπορεί να εντοπίζεται ακόμα και στις αιτιολογίες τους ή στις πραγματικές τους διαπιστώσεις σχετικά με τα ίδια ή παρόμοια πραγματικά περιστατικά και τη νομική τους θεμελίωση (Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 130 – 131). Περαιτέρω, επί εκκρεμοδικίας, τη σύγκρουση των διεθνών δικαιοδοσιών ρυθμίζει κατά τον ΚανΒρΙ (άρθρο 27) η αρχή της προτεραιότητας του χρονικώς πρώτου επιληφθέντος Δικαστηρίου, την κρίση του οποίου οφείλει να αναμείνει το Δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που επιλαμβάνεται εκ των υστέρων (ΔΕΚ 27.6.1991, C – 351/89, …………. κατά …………, Συλλογή 1991.Ι.3317, σκέψη 26, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και ΔΕΕ 25.10.2012, C – 133/11, ………… κατά …………., ΕΠολΔ 2013/281 επομ., με παρατ. Ι. Δεληκωστόπουλου), ακόμα και αν η δική του δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, θεμελιούμενη σε συμβατική ρήτρα παρεκτάσεως της υπέρ του (ΔΕΚ 9.12.2003, C – 116/02, ……….. κατά ………….., Συλλογή 2003.Ι.4693, σκέψη 54 = Δ 2005/812, με παρατηρήσεις Χ. Μεϊδάνη). Τούτο σημαίνει ότι ακόμα και το συμβατικά επιλεγέν από τους διαδίκους ήδη πριν την έναρξη της αντιδικίας τους Δικαστήριο, εφόσον επιλαμβάνεται δεύτερο, οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία έως ότου το πρώτο επιληφθέν Δικαστήριο είτε διαπιστώσει την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του είτε τη δεχθεί, οπότε θα είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση και της δεύτερης αγωγής που έχει το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία (Ι. Τιμαγένης, ο.π., σελ. 966). Ήδη, με το άρθρο 31 σημ. 2 του ΚανΒρΙα ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας έχει αντιστραφεί υπέρ του Δικαστηρίου στο οποίο δυνάμει συμφωνίας παρεκτάσεως παρέχεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία (Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., § 8, αρ. 38, σελ. 258, Αθ. Καστανίδης, Ζητήματα ευρωπαϊκής εκκρεμοδικίας μετά τον Κανονισμό [ΕΕ] 1215/2012, σε Αρμ. 2015/1275 επομ., Απ. Άνθιμος, Αλλοδαπές δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις – Αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστότητας στην Ελλάδα, 2014, αρ. 56 – 63, σελ. 45 – 50, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού [ΕΕ] 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ.). Πάντως, υπό τον Καν 44/2001, κανένα Δικαστήριο δε δύναται να υπερασπιστεί την σύμφωνη με τις θεσπισμένες δικαιοδοτικές βάσεις ή την κατά παρέκταση ιδρυόμενη δικαιοδοσία του, ακόμα και αν αυτή είναι προφανής, αν προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αγνοηθεί η δικαιοδοσία Δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους στο οποίο κάποιος διάδικος, έστω και κακόπιστα ενεργών, έσπευσε πάντως να ασκήσει πρώτος αγωγή (Κ. Μακρίδου, Οι νέες ρυθμίσεις της εκκρεμοδικίας στον Κανονισμό 1215/2012, σε Αρμ. 2013/2070 επομ., Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, σε ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ.). Και τούτο διότι, κατά το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΚ 27.4.2004, C – 159/02, …….. κατά …………., Συλλογή 2004.I.3565, σκέψεις 24 – 26, ΔΕΚ 10.2.2009, C – 185/07, . ……………….κατά ….., ΕφΑΔ 2009/353 = ΕΠολΔ 2009/257, σκέψη 29), εφόσον, στα πλαίσια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που αποτελεί τη βάση του συστήματος που ο ΚανΒρΙ καθιερώνει, όλα τα Δικαστήρια των κρατών μελών αφενός δικαιούνται να ερμηνεύουν ισόκυρα και αφετέρου οφείλουν να εφαρμόζουν (ορθά και αποτελεσματικά) τους ομοιόμορφους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, καθένα τους είναι (το ίδιο αλλά και μόνον αυτό) κατάλληλο να αποφανθεί περί της υπάρξεως ή μη της δικής του δικαιοδοσίας και ως προς την κρίση του αυτή, πριν αλλά και μετά την εκφορά της, δεν επιτρέπεται έλεγχος από κανένα Δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Αυτή η αποκλειστική εξουσία (αρμοδιότητα) του εθνικού Δικαστηρίου δεν έχει μόνο θετικό περιεχόμενο αλλά και αρνητικό. Με άλλα λόγια η κρίση του Δικαστηρίου που καταφάσκει τη διεθνή του δικαιοδοσία και εκδικάζει την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του δεσμεύει κάθε άλλο Δικαστήριο, κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό δεσμεύεται και από την κρίση του πρώτου περί της ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του (Δ. Τσικρικάς, Διαδικαστικές Πράξεις – Ζητήματα κύρους και εννόμων συνεπειών υπό το πρίσμα του εσωτερικού και του δικονομικού διεθνούς δικαίου, 2017, σελ. 210, Γ. Παπαχρήστου, παρατ. κάτω από την ΔΕΚ C – 185/07, σε ΕΕΕυρΔ 2009/244 επομ.). Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά στα πλαίσια τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ημεδαπής έννομης τάξης. Πράγματι, σε ενωσιακό επίπεδο ο Καν 44/2001 καλύπτει με δύναμη ισοσθενή του δεδικασμένου κάθε κρίση περί της συνδρομής διεθνούς δικαιοδοσίας του εθνικού Δικαστηρίου που αποφάσισε επί της ουσίας κάποιας διαφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του, εφόσον η κρίση του αυτή βασίστηκε στην εφαρμογή των ομοιόμορφων κανόνων του. Πρόκειται για δέσμευση που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 27 σημ. 2 και 28 σημ. 2 του Κανονισμού αυτού, που με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων δικαιοδοσίας ορίζουν αναφερόμενες σε εκκρεμείς και συναφείς δίκες αντιστοίχως ότι «Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος Δικαστηρίου, κάθε Δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου Δικαστηρίου» και ότι «Όταν οι [συναφείς] αγωγές … εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε Δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων». Παράλληλα, το ΔΕΕ (15.11.2012, C – 456/11, ……… κατά …….., ψηφιακή συλλογή, σκέψεις 29 και 41) εξομοίωσε την καταφατική της διεθνούς δικαιοδοσίας κρίση με την αποφατική, και μάλιστα, για την ειδική περίπτωση της αρνήσεως αυτής ενόψει συμφωνίας αποκλειστικής παρέκτασης, επέκτεινε τη δέσμευση του δεδικασμένου της απορριπτικής απόφασης και στο προδικαστικό ζήτημα του κύρους της σχετικής συμβατικής ρήτρας, ακόμα και αν η σχετική κρίση δεν διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης αλλά στις αιτιολογίες της που αποτελούν το αναγκαίο υπόβαθρό του (Κ. Βουλγαράκης, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων που κρίνουν επί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012, σε ΕΠολΔ 2020/18 επομ., ο ίδιος, Προς μια ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου;, σε ΕΠολΔ 2013/775 επομ., Χ. Μεϊδάνης, σε Π. Κατσιρούμπα, Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 33, σελ. 65), προκειμένου να εναρμονίσει, υπό την έννοια ενός «ευρωπαϊκού» πλέον δεδικασμένου (Ι. Δεληκωστόπουλος, Το δεδικασμένο υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου, σε ΕΠολΔ 2010/657 επομ.), τις παραλλάσσουσες ρυθμίσεις των εθνικών δικαίων, ορισμένα από τα οποία, όπως λ.χ. το γερμανικό, δεν αναγνωρίζουν την ισχύ του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος, όταν αυτό στηρίζει το διατακτικό απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, σε αντίθεση λ.χ. προς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο με ρητή διάταξη (του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) το ουσιαστικό δεδικασμένο της απορριπτικής για το λόγο αυτό απόφασης καλύπτει (όχι βέβαια το μη κριθέν ουσιαστικό ζήτημα αλλά) το δικονομικό αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 497/2004 ΕλΔνη 2006/502 = ΕΔΠ 2006/311, ΑΠ 652/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1176/1992 ΕλΔνη 1994/381, ΑΠ 648/1991 ΝοΒ 1991/763, ΕφΑθ 10641/1995 ΕλΔνη 1999/157), με αποτέλεσμα αγωγή επαναφερόμενη στο στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας Δικαστήριο να απορρίπτεται εκ νέου ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνάται η ορθότητα της προηγούμενης απορριπτικής απόφασης (ΑΠ 1673/2011, ΑΠ 1696/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/2004 ΝοΒ 2005/481 = Δνη 2005/1419). Αντιθέτως, υπό το αυτόνομο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, επί αποφάσεων που εκδίδονται επί της ουσίας της υποθέσεως δεν παράγεται αυτοτελές δεδικασμένο επί του δικονομικού αντικειμένου της δίκης, αφού οι διαδικαστικές της προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η δικαιοδοσία, δεν αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο της δίκης και εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με το ουσιαστικό αντικείμενο της διαφοράς. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά με την ΟλΑΠ 4/1996 (ΕλΔνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199), που έκρινε ότι το κατά το άρθρο 322 ΚΠολΔ δεδικασμένο περί του δικονομικού ζητήματος δεν μπορεί να αποχωριστεί από το δεδικασμένο επί του συγκεκριμένου ουσιαστικού ζητήματος και δεν αναπτύσσει θετική ή αρνητική λειτουργία σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα, που έχει όμως διαφορετικό ουσιαστικό αντικείμενο. Η κρίση αυτή του Ακυρωτικού δεν έχει την έννοια ότι οι αποφάσεις επί της ουσίας της διαφοράς δεν παράγουν δεδικασμένο ως προς το δικονομικό αντικείμενο της δίκης αλλά ότι το δεδικασμένο αυτό συνυπάρχει με το δεδικασμένο επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος και δεν επιβιώνει αν η απόφαση που το παρήγαγε ανατραπεί. Αν όμως αυτό δε συμβεί, το δεδικασμένο του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β εξακολουθεί μεν υφιστάμενο, πλην όμως στερείται πρακτικής σημασίας, δεδομένου ότι αν το κριθέν δικαίωμα επανεισαχθεί σε δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων, η νέα αγωγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή θα προσκρούσει στο δεδικασμένο για το ουσιαστικό ζήτημα (Ν. Κλαμαρής/Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 133). Αυτοτελή πρακτική αξία αποκτά το δεδικασμένο επί του δικονομικού ζητήματος όταν καλύπτει και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη μιας έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου, που αποτέλεσε προδικαστικό ζήτημα για την κατάφαση κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της πρώτης δίκης, όπως συμβαίνει όταν στα πλαίσια της δίκης εκείνης κρίθηκε η ύπαρξη και το κύρος ρήτρας περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία ή περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ή της τοπικής αρμοδιότητας. Η παρεμπίπτουσα αυτή κρίση με τη συνδρομή και των λοιπών όρων του άρθρου 331 ΚΠολΔ περιβάλλεται [και στο ημεδαπό δίκαιο] την ισχύ του δεδικασμένου ως αναγόμενη σε έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, λειτουργεί δε αυτοτελώς σε κάθε νέα δίκη, κατά την οποία το κύρος της ρήτρας τίθεται ως προδικαστικό ζήτημα του κύριου ουσιαστικού ή του δικονομικού ζητήματος (ΑΠ 1425/1999 ΕλΔνη 2000/693 = ΕΕΝ 2001/249, ΑΠ 1940/1988 ΑρχΝ 1990 = ΝοΒ 1989/1039, ΤριμΕφΠειρ 747/2012 ΕΝαυτΔ 2013/120, ΕφΑθ 3135/2006 ΕλΔνη 2008/611, ΜονΕφΠειρ 1/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 18, αρ. 3, σελ. 348). Από όσα προαναφέρθηκαν έπεται ότι, εφόσον ενωσιακό Δικαστήριο κατέφασκε την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του βάσει ρήτρας παρεκτάσεως αυτής και στη συνέχεια εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, η κρίση του ως προς την ύπαρξη και το κύρος της ρήτρας, που τέθηκε ως προδικαστικό ζήτημα, παράγει, ακόμα και αν είναι εσφαλμένη, δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει καταρχήν κάθε άλλο επιλαμβανόμενο ενδοκοινοτικό Δικαστήριο και, με την επιφύλαξη του άρθρου 34 του ΚανΒρΙ, αναγνωρίζεται από αυτό και παρεμπιπτόντως, όταν ενώπιον του ο εναγόμενος προβάλει ένσταση ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του επικαλούμενος τη ρήτρα παρεκτάσεως που έχει ήδη κριθεί ως υπαρκτή και έγκυρη, προσνέμουσα διεθνή δικαιοδοσία στο πρώτο Δικαστήριο και επανατίθεται ως προδικαστικό του δικονομικού αντικειμένου της δεύτερης δίκης ζήτημα. Όμως, η υποκειμενική ενέργεια του δεδικασμένου αυτού δεν μπορεί να εκταθεί σε όρια ευρύτερα από αυτά που αναγνωρίζει στις γηγενείς αποφάσεις η δικονομική έννομη τάξη του κράτους της υποδοχής του (ΤριμΕφΠειρ 465/2020 ο.π.).
ΙV. Ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που επαναφέρεται και στη δευτεροβάθμια δίκη, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται, από τις επικαλούμενες γνωμοδοτήσεις Ελλήνων Καθηγητών Νομικών Σχολών και Άγγλων νομομαθών και συγκεκριμένα την από 15.12.2014 του Δ.Τσικρικά, την από 11.7.2012 του Ε. Βασιλακάκη, την από 16.11.2011 του Φ. Δωρή, την από 20.12.2014 των Κ. Μπέη και Ν. Κουράκη, τις από 21.1.2015 και 29.9.2016 των Σ. Σταματόπουλου/Π. Γιαννόπουλου, την από 28.2.2014 του Philip Edey, [Συμβούλου της Βασίλισσας: Queen’s Counsel – QC], την από 19.12.2014 του Simon Rainey QC και την από 25.2.2014 της Adrienne Page QC, σε συνδυασμό προς τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και πριν ακόμα την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως, σύμφωνα με το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται ως η lex fori, αφού στο διαδικαστικό αυτό στάδιο ερευνάται το παραδεκτό εκάστης αγωγής και τα οποία για τον ίδιο λόγο εκτιμώνται ελεύθερα χωρίς τήρηση των δικονομικών κανόνων απόδειξης (ΟλΑΠ 3/1997 ΕλΔνη 1997/539 = ΕΕΝ 1997/393 = ΝοΒ 1998/23, ΑΠ 149/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 559, αρ. 456, σελ. 346), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2006 στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στο Majuro των Νήσων Μάρσαλ (Marshall Islands) εταιρίας με την επωνυμία ……………………, πρώτης ενάγουσας των υπό κρίση αγωγών, ανήκε το υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων ποντοπόρο φορτηγό (Φ/Γ) πλοίο AT, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ………., που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1989 και η ολική χωρητικότητα του ανερχόταν σε πενήντα δύο χιλιάδες οκτακόσιους ενενήντα έξι (52.896) κόρους. Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αυτής κατά τον ίδιο χρόνο μετείχαν με τις ιδιότητες του προέδρου, του αντιπροέδρου και του γραμματέα αυτού οι …………., όγδοος, ένατος και δέκατος, αντίστοιχα, ενάγων εκάστης αγωγής. Για την κάλυψη της αξίας του κύτους του πλοίου αυτού και των μηχανών του, που συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (32.000.000 $), έναντι του κινδύνου απώλειας τους, η πλοιοκτήτρια κατάρτισε τρεις [3] ασφαλιστικές συμβάσεις με περισσότερους ασφαλιστές, στις οποίες μετείχαν και οι κοινών με αυτή ιδιωτικών συμφερόντων και εδρεύουσες ομοίως στις Νήσους Μάρσαλ εταιρίες με τις επωνυμίες α] ………, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου George T, β] …. ., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου VJ, γ] …………., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου Z., δ] ………….., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου TC και ε] ……., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου PM, στη διοίκηση των οποίων μετείχε ο ………, με την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου των τεσσάρων [4] πρώτων από αυτές, ο …………, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου των τριών [3] πρώτων από αυτές, ο ………, με την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου των ιδίων τριών [3] εταιριών, ο ………., ενδέκατος ενάγων στις αγωγές, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ……………………και του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της …….., ο ………, δωδέκατος ενάγων, με την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της ……………………και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ………., ο ………., δέκατος τρίτος ενάγων, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής εταιρίας, καθώς και η έβδομη ενάγουσα, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη Μονρόβια της Λιβερίας και εγκατεστημένη στην Ελλάδα, εταιρία με την επωνυμία ………., στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση όλων των παραπάνω πλοίων και στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετείχαν ο ……….., ως πρόεδρος του, η …….., δέκατη τέταρτη ενάγουσα όλων των αγωγών, ως αντιπρόεδρος και ο ……….., ως γραμματέας του, ο οποίος επιπλέον ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπος της. Επρόκειτο, επομένως, για συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις έξι [6] πλοιοκτήτριες εταιρίες, τη διαχειρίστρια τους (ΟΜΕ) και τις θυγατρικές τους εταιρίες ή τις με οποιονδήποτε τρόπο συνδεόμενες με αυτές και για την κατάρτιση τους η …………………… συμβλήθηκε: α] στις 13.3.2006 με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο με την επωνυμία «………..» (…), που ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου AT έναντι των κινδύνων, που αναφέρθηκαν στη σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε το με αριθμό ……….. πιστοποιητικό ασφαλίσεως και το με αριθμό ……./13.3.2006 πρόσθεμα αυτού και στην οποία ενσωματώθηκαν οι στερεότυποι όροι ασφαλίσεως σκάφους και επιπροσθέτων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls 1983 και Institute Additional Perils Clauses 1983), για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την 13η.3.2006, έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 15% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου (32.000.000 $), β] στις 24.5.2006 με τις εταιρίες της ασφαλιστικής αγοράς των Lloyd’s [LMI] ……….., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s2987 για το οικονομικό έτος 2006, ………., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου Lloyd’s 0033 για το ίδιο οικονομικό έτος και με τον ………., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου Lloyd’s 2003 για το αυτό οικονομικό έτος, που ασφάλισαν από κοινού το πλοίο AT έναντι των κινδύνων, που αναφέρθηκαν στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ………. με ημερομηνία 30.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως και στην οποία ενσωματώθηκαν οι ίδιοι στερεότυποι γενικοί όροι ασφαλίσεως, για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου σημειώματος, έως του ποσού των δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (16.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 50% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου και γ] στις 24.5.2006 με τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες της εταιρικής ασφαλιστικής αγοράς [CMI] ………., που ασφάλισαν από κοινού το πλοίο AT έναντι των κινδύνων, που αναφέρθηκαν στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ……. με ημερομηνία 30.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως και στην οποία ενσωματώθηκαν οι ίδιοι στερεότυποι γενικοί όροι ασφαλίσεως, για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου σημειώματος, έως του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 25% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου. Κάθε ασφαλιστής μετείχε στη συνασφάλιση του πλοίου AT με την ακόλουθη ποσοστιαία αναλογία: Η εταιρία ………. μετείχε κατά ποσοστό 22,7272%, δηλαδή έως του ποσού των επτά εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (7.272.704 $), η εταιρία ……….. μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), η εταιρία …………… μετείχε κατά ποσοστό 13,6354%, δηλαδή έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων τριακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (4.363.648 $), η εταιρία …………… μετείχε κατά ποσοστό 4,5455%, δηλαδή έως του ποσού του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δολαρίων ΗΠΑ (1.454.560 $), η εταιρεία ………….. μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), ο ……………, ενεργών ατομικά και για λογαριασμό των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), η εταιρία ………………. μετείχε κατά ποσοστό 6,8183%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εκατόν ογδόντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (2.181.824 $) και ο ως άνω αλληλασφαλιστικός οργανισμός [ΗΗ] μετείχε κατά το ποσοστό που προαναφέρθηκε [15%, δηλαδή έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $)]. Το υπόλοιπο 10% της καλύψεως της ασφαλιστικής αξίας του πλοίου AT (ύψους τριών εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ [3.200.000 $]) ανέλαβε με παρόμοια σύμβαση (από κοινού ασφάλισης με τις ίδιες όπως παραπάνω συνασφαλισμένες εταιρίες), που κατάρτισε με την πλοιοκτήτριά του στις 24.5.2006, η εταιρία ………………., για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ………….. συμφωνητικό ναυτικής ασφαλίσεως. Στο ασφαλιστήριο ΗΗ προβλέφθηκε ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και η υπαγωγή κάθε διαφοράς που θα ανέκυπτε από αυτό σε διαιτησία στο Λονδίνο, ενώ στα ασφαλιστήρια CMI και LMI περιελήφθησαν ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνάμει των οποίων οι διαφορές από τις ασφαλιστικές συμβάσεις θα επιλύονταν κατά το αγγλικό δίκαιο από τα δικαστήρια της Αγγλίας. Με κάθε σύμβαση σκοπήθηκε η ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου απώλειας ή ζημίας του κύτους του ασφαλισμένου πλοίου και των μηχανών του, που θα προέρχονταν από θαλασσίους κινδύνους, από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή το σκάφος και από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου. Επιπροσθέτως, για την κάλυψη της αυξημένης αξίας (increased value) του πλοίου AT η πλοιοκτήτρια του, ……………………, μετείχε μαζί με τις λοιπές ως άνω, κοινών συμφερόντων, πλοιοκτήτριες και τη συνασφαλισμένη διαχειρίστρια εταιρία ΟΜΕ σε σύμβαση από κοινού ασφάλισης, που καταρτίστηκε από αυτές με επτά [7] από τα συνδικάτα των Lloyd’s και συγκεκριμένα τα συνδικάτα ………… στις 20.3.2006, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ………… από 20.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως (cover note) και με την οποία οι συνασφαλιστές αυτοί ασφάλισαν έναντι του κινδύνου ολικής (πραγματικής ή τεκμαρτής) απώλειας του και σύμφωνα με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των Lloyd’s για την ασφάλιση αυξημένης αξίας (ITC – Hulls disbursements and increased value 1983), την αυξημένη αξία του εν λόγω πλοίου, η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), για το χρονικό διάστημα από 13.3.2006 έως 13.3.2007. Εντός της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα στις 3.5.2006, κατά τη διάρκεια πλου από τη Βραζιλία στην Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος το ασφαλισμένο πλοίο AT βυθίστηκε στη θαλάσσια περιοχή, που βρίσκεται στα ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νότιας Αφρικής και σε απόσταση τριακοσίων [300] περίπου ναυτικών μιλίων από αυτόν, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους στο ναυάγιο είκοσι έξι [26] από τα συνολικώς τριάντα τρία [33] μέλη του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί. Η πλοιοκτήτρια …………………… θεώρησε ότι επήλθε ασφαλισμένος κίνδυνος και ζήτησε από τους ασφαλιστές την εκπλήρωση της ασφαλιστικής συμβάσεως κατά το ποσό της αναλογίας εκάστου στην ασφαλιστική κάλυψη της απώλειας του βυθισθέντος πλοίου. Ωστόσο οι ασφαλιστές αμφισβήτησαν τις αιτίες του ναυαγίου και αρνήθηκαν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό η πλοιοκτήτρια, κατ’ εφαρμογή των συμφωνηθέντων με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, προσέφυγε κατά μεν των ασφαλιστών CMI και LMI ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice – Queen’s Bench Division) στο Λονδίνο και κατά του αλληλασφαλιστικού οργανισμού ΗΗ σε διαιτησία ομοίως στο Λονδίνο. Ειδικότερα, ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου άσκησε στις 15.8.2006 αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ………….., με την οποία ισχυρίστηκε ότι η βύθιση του πλοίου AT οφειλόταν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες υπό τις οποίες έπλεε κατά τον χρόνο του συμβάντος και αιτήθηκε την καταβολή συνολικού ποσού είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (24.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 75% της συνολικής ασφαλιστικής αποζημίωσης, ενώ ενώπιον των Διαιτητών έθεσε αίτημα καταβολής τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 15% της ασφαλιστικής καλύψεως του πλοίου που βυθίστηκε. Κατά της συνασφαλίστριας εταιρίας ………………. δεν ζήτησε δικαστική προστασία, επειδή αυτή ανέλαβε με σύμβαση που καταρτίστηκε στις 8.1.2007 την υποχρέωση να καταβάλει στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια την αναλογία της σε περίπτωση που θα κατέβαλαν τη δική τους οι ασφαλιστές CMI και LMI. Αντιθέτως, λόγω της άρνησης των ως άνω επτά [7] συνδικάτων των Lloyd’s να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την αυξημένη αξία του πλοίου AT, η πλοιοκτήτρια άσκησε και εναντίον τους αγωγή ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου στο Λονδίνο, με αίτημα την καταβολή χρηματικού ποσού οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $). Η αγωγή αυτή έλαβε αριθμό φακέλου 1074/2006. Την υπεράσπιση των συμφερόντων τους ενώπιον των ανωτέρω δικαιοδοτικών Αρχών οι ασφαλιστές CMI, LMI και HH ανέθεσαν στη δικηγορική εταιρία ……… (πρώην ……….), με έδρα στο Λονδίνο και το δικαστικό και διαιτητικό χειρισμό της υπόθεσης ανέλαβαν οι εταίροι αυτής ……… και ……………. Η (τότε και τώρα) ενάγουσα πλοιοκτήτρια προσέλαβε τη δικηγορική εταιρία του Λονδίνου ……….., που ανέθεσε το χειρισμό της υπόθεσης στο δικηγόρο ……… Μετά την έναρξη της αντιδικίας στην Αγγλία η δικηγορική εταιρία …………. με επιστολή της στις 26.9.2006, που απηύθυνε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας, γνωστοποίησε την απόφαση των εντολέων της ασφαλιστών να ακυρώσουν την ασφάλιση του πλοίου AT, επειδή διαπίστωσαν ότι κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων υπήρξε ουσιώδης μη αποκάλυψη (material non – disclosure) και εσφαλμένες δηλώσεις (misrepresentation) εκ μέρους της ασφαλισμένης και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ΟΜΕ, η οποία ακολουθούσε επιχειρηματική πρακτική να μην ανακοινώνει στο Νηογνώμονα του πλοίου Loyd’s Register of Shipping (LRS) και στις Αρχές του Κράτους της σημαίας του (και έτσι να τους παραπλανά) τα ελαττώματα και τις ζημίες του πλοίου, όπως όφειλε, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις του και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα. Στην επιστολή αυτή διευκρινίστηκε ότι το συμπέρασμα αυτό είχε προκύψει από τη μελέτη των εγγράφων που η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια είχε επισυνάψει στην από 30.5.2006 αίτηση της, με την οποία ζητούσε από τους ασφαλιστές την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Σημειώνεται ότι στα έγγραφα αυτά περιελήφθησαν και οι μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων ναυτικών του πλοίου AT ……, τέταρτου μηχανικού, . ………………., ναύκληρου,…… ., ηλεκτρολόγου, .. ………., λιπαντή, . ………………., δόκιμου αξιωματικού καταστρώματος, ……. και . …… δόκιμων ναυτών, που είχαν συλλεγεί κατά τη διερεύνηση του ναυαγίου από την υπηρεσία ναυτικής ασφάλειας τόσο του παράκτιου κράτους όσο και του κράτους της σημαίας του πλοίου που βυθίστηκε, αμέσως μετά το ναυάγιο και από τις οποίες προέκυπτε ότι το πλοίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση από κατασκευαστικής πλευράς και δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σ’ αυτό των μαρτύρων. Οι ίδιοι ισχυρισμοί περιελήφθησαν στο από 18.10.2006 δικόγραφο προτάσεων άμυνας, που οι ασφαλιστές υπέβαλαν στο αγγλικό Δικαστήριο, όπου προέβαλαν ισχυρισμούς από τα άρθρα 17 – 20 και 39 s. 5 του αγγλικού Νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως της 21ης Δεκεμβρίου 1906 [Marine Insurance Act: ΜΙΑ 1906], δηλαδή της συμβατικώς επιλεγείσας ως εφαρμοστέας νομοθεσίας και ειδικότερα υποστήριξαν ότι η βύθιση του πλοίου AT προκλήθηκε από ελαττώματα, που το καθιστούσαν αναξιόπλοο, ότι τα ελαττώματα αυτά ήταν σε γνώση των ………. και …….., των οποίων η γνώση αποτελεί για τους σκοπούς της ΜΙΑ 1906 γνώση της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας και ότι η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία ΟΜΕ είχε καθιερώσει την πιο πάνω «επαγγελματική» πλην παράνομη πρακτική συνιστάμενη, αφενός, στο να μη γνωστοποιεί στον LRS γνωστά σ’ αυτήν ζητήματα που είχε υποχρέωση να αναφέρει και, αφετέρου, στο να εκτελεί εργασίες στο πλοίο μη ανταποκρινόμενες στους κανονισμούς του Νηογνώμονα. Στις από 18.10.2006 προτάσεις άμυνας δεν έγινε καμία αναφορά σε οποιαδήποτε μαρτυρική κατάθεση του διασωθέντος Φιλιππινέζου ναύκληρου . ……………….. Είχε προηγηθεί η αποστολή στους πληρεξουσίους δικηγόρους των ασφαλιστών της από 6.10.2006 επιστολής της δικηγορικής εταιρίας ………, με την οποία οι συνασφαλισμένες εταιρίες …………………… και OME διατύπωναν επιφύλαξη, για την περίπτωση μη αποδοχής της απαίτησης της πρώτης, να αξιώσουν επιπλέον από αυτούς τη ζημία που προκλήθηκε, αφενός, στη …………………… από την άρνηση των ασφαλιστών να ασφαλίσουν τα πλοία ES και D που προγραμμάτιζε να προσθέσει στο στόλο των υπό τη διαχείριση της ΟΜΕ πλοίων και, αφετέρου, στις συνασφαλισμένες εταιρίες ………., λόγω της προβλεπόμενης δυσχέρειας που σε περίπτωση ακύρωσης της υφιστάμενης ασφαλιστικής τους καλύψεως θα αντιμετώπιζαν στην σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων για τα πλοία τους GT, VJ, Z, TC και PM αντίστοιχα, ενώ με νέα επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων της, που απεστάλη στις 26.10.2006 στη δικηγορική εταιρία ……………, η πλοιοκτήτρια του πλοίου AT ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της καθυστέρησης στην πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης είχε απωλέσει την ευκαιρία αφενός να αγοράσει το θέρος του 2006 ένα [1] πλοίο σε αντικατάσταση του βυθισθέντος αντί τιμήματος μικρότερου της διαφιλονικούμενης αποζημιώσεως, η αξία του οποίου είχε πλέον (το μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους) υπερβεί τα ογδόντα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (80.000.000 $) και αφετέρου να το εκμεταλλευτεί επιχειρηματικά αποκομίζοντας ναύλους συνολικού ύψους ανώτερου των εβδομήντα επτά εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (77.000.000 $), τους οποίους ομοίως απώλεσε. Στις 15.6.2007 αντηλλάγησαν μεταξύ των αντιδίκων οι μαρτυρικές καταθέσεις, που καθένας τους επρόκειτο να χρησιμοποιήσει στη δίκη ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου και μεταξύ αυτών, που παραδόθηκαν στους δικηγόρους της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας, περιλαμβάνονταν δύο [2] μαρτυρικές καταθέσεις του ως άνω διασωθέντος ναύκληρου ……………….με ημερομηνίες η πρώτη, που είχε έκταση είκοσι επτά [27] σελίδων, 9.2.2007 και η δεύτερη, που ήταν δισέλιδη, 13.2.2007, οι οποίες είχαν αμφότερες υπογραφεί ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα. Στις καταθέσεις αυτές γινόταν αναφορά σε ελαττωματική κατάσταση των διπύθμενων δεξαμενών του πλοίου AT, που επέτρεπαν την εισροή υδάτων και στο γεγονός της μη γνωστοποιήσεως της αρμοδίως και το περιεχόμενο τους ήταν ευθέως αντίθετο προς όσα ο ίδιος διασωθείς ναυτικός είχε καταθέσει αμέσως μετά το ναυάγιο. Οι αναφορές του αυτές συμπεριλήφθηκαν ως ισχυρισμοί για πρώτη φορά στο από 25.7.2007 δικόγραφο προτάσεων των ασφαλιστών με το οποίο τροποποιήθηκε η αρχική τους άμυνα κατά της από 15.8.2006 αγωγής της πλοιοκτήτριας, όπως η τροποποίηση αυτή είχε επιτραπεί από το Δικαστή του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου …. με Διαταγή του, που εκδόθηκε στις 2.8.2007 κατ’ αποδοχή του από 25.7.2007 αιτήματος των τότε εναγομένων ασφαλιστών. Ύστερα από την ανταλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων και στα πλαίσια της προδικασίας της δίκης στην Αγγλία η εκεί ενάγουσα, που είχε ήδη προσκομίσει στο Δικαστήριο την από 9.1.2007 ένορκη βεβαίωση του ………………., στην οποία αυτός δήλωνε ότι οι ασφαλιστές του πλοίου είχαν ήδη από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 αποπειραθεί να τον προσεγγίσουν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και μέσω κάποιου ………………. ………………., υπέβαλε την από 27.7.2007 αίτηση παροχής περαιτέρω πληροφοριών (Request for Further Information: RFI), με σκοπό να λάβει γνώση λεπτομερώς των περιστατικών, που σχετίζονταν με τη διαδικασία της λήψης των βεβαιώσεων του ……………….και τους οικονομικούς διακανονισμούς που τη συνόδευσαν. Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής, όπως και της μεταγενέστερης από 24.10.2007 όμοιας, η δικηγορική εταιρία ………. απέστειλε στους ………., πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας, αρχικώς το από 12.10.2007 μήνυμα τηλεομοιοτυπίας και στη συνέχεια το από 19.11.2007 έγγραφο της, που υπεγράφησαν αμφότερα από τον ………., με τα οποία τους γνωστοποιούσε ότι στον μάρτυρα ……………….είχαν καταβληθεί είκοσι οκτώ χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ (14.864 €). Τα ποσά αυτά από μεν τους ήδη ενάγοντες κρίθηκαν υπέρογκα και θεωρήθηκαν ως το οικονομικό αντάλλαγμα «για την παροχή των ψευδών καταθέσεων του μάρτυρα», ενώ για τους ήδη εναγομένους συνιστούν την εύλογη και δίκαιη αμοιβή του και ανταποκρίνονται στις προβλέψεις της ρήτρας SCOPIC, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις επιθαλάσσιας αρωγής και ρυθμίζει το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης για την κάλυψη των εξόδων της μαρτυρίας και εν προκειμένω μεταβάσεως, διαμονής και διατροφής του μάρτυρα ……………….στην Ελλάδα, όπου κατέθεσε. Στο από 12.10.2007 τηλεομοιοτύπημα αναφέρθηκε και μία πληρωμή διακοσίων πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (250 $), που καταβλήθηκαν στο μάρτυρα από τον ………………. ………………., που ενεργούσε για λογαριασμό της εταιρίας με την επωνυμία ………. με έδρα στη Μανίλα των Φιλιππίνων και αποτελούσε το ήμισυ της αμοιβής, που έλαβε ο ……………….για το χρόνο που θα αφιέρωνε στον………………., που διερευνούσε το συμβάν της βυθίσεως του πλοίου AT για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου σιδηρομεταλλεύματος, που μετέφερε κατά τον τελευταίο του πλου (………) και διευκρινίστηκε ότι η ………. επωμίστηκε το μερίδιο της πληρωμής του προκειμένου να πληροφορηθεί αν ο μάρτυρας αυτός ήταν πρόθυμος να εξεταστεί και από τους εντολείς της, δηλαδή τους ασφαλιστές του πλοίου που βυθίστηκε. Ακολούθως, στις 7.12.2007 η …………………… υπέβαλε στο Ανώτερο Δικαστήριο της Αγγλίας, όπου ήδη εκκρεμούσε η με αριθμό φακέλου ……… από 15.8.2006 αγωγή της κατά των ασφαλιστών CMI και LMI αίτημα να της επιτραπεί να τροποποιήσει το αγωγικό δικόγραφο με την προσθήκη σ’ αυτό της αξιώσεως της να αποζημιωθεί για ζημία που υπέστη από τη μη έγκαιρη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης και συνίστατο αφενός στην ήδη τότε επελθούσα αύξηση (έναντι του χρόνου που θα έπρεπε η αποζημίωση να καταβληθεί) του κόστους αγοράς ενός [1] νέου πλοίου και αφετέρου στην απώλεια των ναύλων που θα εξασφάλιζε δια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου αυτού. Η αίτηση της συζητήθηκε στις 14.12.2007 και απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστή του High Court of Justice στο Λονδίνο ……….., ο οποίος έκρινε ότι δεν ήταν νόμιμη, διότι σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο οι ασφαλιστές δεν παραβιάζουν την ασφαλιστική σύμβαση σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και δεν υπέχουν υποχρέωση αποκαταστάσεως ζημιών πέραν του μέτρου αυτής, δεδομένου ότι κατά τον αγγλικό νόμο, στον οποίο συμφώνησαν οι διάδικοι να υποβληθούν, ο τόκος της καθυστερούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης συνιστά επαρκή αποκατάσταση της οποιασδήποτε ζημίας του ασφαλισμένου από την υπερημερία του ασφαλιστή, ακόμα και αν αυτός παρακρατεί με πρόθεση τα ποσά που γνωρίζει ότι οφείλονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου. Την ίδια εκείνη ημέρα (14.12.2007) στο Δικαστή Tomlinson του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου γνωστοποιήθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων …………………… και ασφαλιστών LMI είχε επέλθει συμβιβασμός, για τον οποίο είχε καταρτιστεί το από 13.12.2007 συμφωνητικό το οποίο μνημόνευε ότι μεταξύ των ασφαλισμένων εταιριών [ΟΜΕ και ……………] ως διαχειριστών ή/και πλοιοκτητών ή/και συνδεδεμένων ή/και θυγατρικών εταιριών τους ως προς τα αντιστοιχούντα σε καθεμία δικαιώματα και συμφέροντα επί του πλοίου AT αφενός και των ασφαλιστών …………… είχαν συμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «… 3. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποδεχθεί το σε ευρώ ισόποσο των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [8.000.000 $] σε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό πάσης και οποιασδήποτε αξιώσεως την οποία ενδέχεται να διαθέτει δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………… ασφαλιστηρίου κατά των ασφαλιστών σε σχέση προς την απώλεια του AT άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε συναφές ασφαλιστήριο. 4. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποζημιώσει τους ασφαλιστές έναντι οποιασδήποτε αξίωσης που θα μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτών από οποιαδήποτε συνδεδεμένη προς την ασφαλισμένη και ενάγουσα εταιρία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή σε σχέση προς την απώλεια του AT ή επί τη βάσει του ασφαλιστηρίου …………, άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε συναφές ασφαλιστήριο … 5. Η παρούσα σύμβαση υπάγεται στο αγγλικό δίκαιο και στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου [High Court] του Λονδίνου». Το συμφωνητικό του συμβιβασμού αυτού επικυρώθηκε με την από 20.12.2007 Διαταγή του Δικαστή ……….. που εκδόθηκε υπό τον τύπο της διαταγής …… (….. Order), θεσμού της αγγλικής πολιτικής δικονομίας για την αναστολή της δίκης υπό όρους προσυμφωνημένους μεταξύ των διαδίκων, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε καθέναν τους την επάνοδο στη δικαστική διαδικασία, χωρίς ανάγκη εγέρσεως νέας αγωγής, με αίτημα πλέον μόνο την εκτέλεση των όρων της διαταγής, που ταυτίζονται με τους όρους της συμβιβαστικής συμφωνίας. Ο συμβιβασμός εκπληρώθηκε με την καταβολή στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του ποσού που συμφωνήθηκε στις 31.12.2007. Σε αντίστοιχες συμφωνίες συμβιβασμού κατέληξαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και οι λοιποί εναγόμενοι ασφαλιστές. Ειδικότερα, στις 7.1.2008 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός των ασφαλισμένων ……………………, ως πλοιοκτήτριας, ………….., ως διαχειρίστριας και των συνδεδεμένων με αυτές ή/και των θυγατρικών τους εταιριών και αφετέρου των ήδη εναγόμενων ασφαλιστών CΜI [………….] σύμβαση συμβιβασμού με τους ακόλουθους, μεταξύ άλλων, όρους: «…2. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποδεχθεί το σε ευρώ ισόποσο των δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (16.000.000 $) σε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό πάσης και οποιασδήποτε αξιώσεως που ενδέχεται να διαθέτει δυνάμει του ασφαλιστηρίου κατά των ασφαλιστών σε σχέση προς την απώλεια του AT, περιλαμβανομένης κάθε αξίωσης για τόκους και έξοδα (περιλαμβανομένων όλων των διαταγών των σχετικών με δαπάνες που έχουν μέχρι στιγμής εκδοθεί στη δίκη), άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστήριο στο οποίο κάθε ασφαλιστής ενδεχομένως συμμετέχει. 3. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποζημιώσει κάθε ασφαλιστή έναντι οποιασδήποτε αξίωσης που θα μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτού από οποιαδήποτε συνδεδεμένη προς την ασφαλισμένη και ενάγουσα εταιρία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή σε σχέση προς την απώλεια του AT ή επί τη βάσει του ασφαλιστηρίου, άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστήριο ενδέχεται να συμμετέχει…6. Η παρούσα σύμβαση υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο και στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court) του Λονδίνου». Και η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με Διαταγή τύπου Tomlin, εκδοθείσα από το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου στις 7.1.2008, εκπληρώθηκε δε με την καταβολή στην …………………… του συμφωνηθέντος ποσού τμηματικά στις 5.2.2008, στις 12.2.2008 και στις 20.2.2008. Με τις ως άνω συμβιβαστικές συμφωνίες, που συνυπέγραψε και η διαχειρίστρια του απωλεσθέντος πλοίου εταιρία ΟΜΕ, τερματίστηκε στο σύνολο της η δίκη, που άρχισε στην Αγγλία με την άσκηση της από 15.8.2006 και με αριθμό φακέλου ……….. αγωγής της πλοιοκτήτριας κατά των ασφαλιστών CMI και LMI, αφού η δικαστική διαδικασία περατώθηκε κατ’ εφαρμογή των ……… Orders που διέταξαν την αναστολή της «…εκτός μόνον προς το σκοπό της υλοποιήσεως των συμφωνηθέντων μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων όρων». Με τον ίδιο τρόπο τερματίστηκε η δίκη και επί της με αριθμό φακέλου ……….. αγωγής, αφού στις 18.1.2008 τα συνδικάτα των Lloyd’s που είχαν ασφαλίσει την αυξημένη αξία του πλοίου AT συμφώνησαν να καταβάλουν και μέχρι τις 9.2.2008 κατέβαλαν πράγματι το σύνολο της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Τέλος, στις 30.1.2008 συνήφθη συμφωνία συμβιβασμού και με τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό ………….. Στο συμφωνητικό αυτό συμβλήθηκαν η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του ασφαλισμένου πλοίου και οι συνδεδεμένες με αυτές ή/και θυγατρικές τους εταιρίες και το πλήρες περιεχόμενο του έχει ως εξής: «Οι Ασφαλιστές συμφωνούν να καταβάλουν στους Πλοιοκτήτες εντός 21 ημερών από την παρούσα συμφωνία, εκτός και αν εμποδισθούν από Διαταγή οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οπότε στην περίπτωση αυτή εντός 14 ημερών από την άρση ή την τροποποίηση της ως άνω Διαταγής προκειμένου να επιτραπεί η πληρωμή, το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) που αποτελεί το 100% της οφειλόμενης αναλογίας τους από το ασφαλισθέν ποσόν που ανέρχεται σε 15% των 32 εκατ. δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τριάντα δύο εκατομμύρια) χωρίς τόκο ή έξοδα, με τραπεζική επιταγή για το ανωτέρω ποσόν, πληρωτέα στη ……………………. Σε περίπτωση που η πληρωμή δεν γίνει εντός 21 ημερών από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας και υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή δεν θα καθυστερήσει λόγω Διαταγής οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οι Ασφαλιστές συμφωνούν ότι το ποσόν των 4,8 δολ. ΗΠΑ που είναι πληρωτέο βάσει της παρούσας, θα υπόκειται σε τόκο 4% ετησίως. 2. Οι πλοιοκτήτες και ο Ασφαλισμένος συμφωνούν να δεχθούν 4,8 εκατ. δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οποιασδήποτε και όλων των απαιτήσεων που μπορεί να έχουν βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σε σχέση με την απώλεια του «AT» κατά των Ασφαλιστών και/ή των προστηθέντων και/ή αντιπροσώπων τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων για τόκο και έξοδα αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται οι Ασφαλιστές. 3. Ο Ασφαλισμένος συμφωνεί να αποζημιώσει τους Ασφαλιστές για οποιαδήποτε απαίτηση θα μπορούσε να εισαχθεί εναντίον τους και/ή κατά προστηθέντων τους και/ή κατά εκπροσώπων τους και/ή κατά των διαχειριστών τους από οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες εταιρίες του Ασφαλισμένου και/ή από οργανισμούς και/ή από τους διαχειριστές του και/ή από τους προστηθέντες του και/ή από υπαλλήλους του και/ή από τους αντιπροσώπους του και/ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σχετικά με την απώλεια του «AT» ή βάσει του Ασφαλιστηρίου αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να εμπλέκεται. 4. Κατόπιν υπογραφής της συμφωνίας και λαμβάνοντας υπόψιν τις περιεχόμενες στο παρόν υποσχέσεις, οι Ασφαλιστές θα υποβάλουν αίτηση για αναστολή της Διαιτησίας κατά της ………….., η δε Διαιτησία θα ανασταλεί για όλους τους σκοπούς εκτός από το σκοπό εκπλήρωσης των όρων που συμφωνούνται με την παρούσα και η αναστολή θα έχει αποτελέσματα από την ημερομηνία της παρούσας. 5. Κατόπιν της εμπρόθεσμης και ολοκληρωμένης πληρωμής από τους Ασφαλιστές του ποσού που ορίζεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, οι Ασφαλιστές συμφωνούν να διακόψουν τη διαδικασία της Διαιτησίας χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα. 6. Η παρούσα συμφωνία διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου». Όλες οι παραπάνω συμβιβαστικές συμφωνίες προσυπογράφηκαν εκτός από την ενάγουσα πλοιοκτήτρια και από τη διαχειρίστρια του απωλεσθέντος πλοίου εταιρία ΟΜΕ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της διαμορφώσεως των συγκεκριμένων όρων των συμφωνητικών συμβιβασμού, καθίσταται όμως σαφές πρώτον, ότι η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια δεν έλαβε τους τόκους επί της απαιτήσεως της ούτε τα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας στην Αγγλία, δεύτερον, ότι οι απαιτήσεις της ιδίας για αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη πέραν του μέτρου της ασφαλιστικής αποζημίωσης (απώλεια ευκαιρίας αντικαταστάσεως του βυθισθέντος πλοίων με άλλα και ναύλων από την εμπορική εκμετάλλευσή τους) ήταν ήδη γνωστές στους αντιδίκους της πριν την κατάρτιση των συμβιβασμών, αφού είχαν ανεπιτυχώς εγερθεί ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου, τρίτον, ότι ομοίως γνωστές ήταν και οι απαιτήσεις της από την κατασκευή των φερόμενων ως ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων του………………., αφού συνομολογείται (σελ. 54 της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………….. αγωγής) ότι με επιστολή που οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας, ………., είχαν αποστείλει την 1η.10.2007 στους πληρεξούσιους δικηγόρους των ασφαλιστών (…………..) είχε επισημανθεί ότι οι καταθέσεις του είναι αναληθείς και πεποιημένες και ότι με τα δικόγραφα της η πλοιοκτήτρια είχε επιφυλαχθεί των νομίμων δικαιωμάτων της για τη χρήση τους, τέταρτον, ότι η ρήτρα αποζημιώσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του από 7.1.2008 συμφωνητικού (συμβιβασμός CMI), στο άρθρο 4 του από 13.12.2007 συμφωνητικού (συμβιβασμός LMI) και στο άρθρο 3 του από 30.1.2008 συμφωνητικού (συμβιβασμός ΗΗ), προϋποθέτει ότι τρίτα πρόσωπα, πέραν των στους συμβιβασμούς συμβαλλομένων, είναι δυνατό να εγείρουν κατά των ασφαλιστών αξιώσεις σχετιζόμενες με την απώλεια του πλοίου AT και, πέμπτον, ότι δια της ρήτρας αυτής παρέχεται στους ασφαλιστές το δικαίωμα, αν οι αξιώσεις των τρίτων ευδοκιμήσουν, να ανακτήσουν από την πλοιοκτήτρια ο,τιδήποτε αυτοί υποχρεωθούν να καταβάλουν προς ικανοποίηση των τρίτων, ακόμα δε και των αντιπροσώπων, υπαλλήλων ή προστηθέντων τους, εάν αυτοί υποχρεωθούν σε αποζημίωση της πλοιοκτήτριας και των συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων, με δεδομένο μάλιστα ότι εκ μέρους των ασφαλισμένων δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι εν γένει προστηθέντες των ασφαλιστών ενήργησαν εκτός ή καθ’ υπέρβαση των οδηγιών που είχαν λάβει από τους εντολείς τους αυτούς. Σημειωτέον ότι, μολονότι με τα συμφωνητικά συμβιβασμού γίνεται επιλογή του δίκαιου και της δικαιοδοσίας για τη δικαστική κρίση επί των αξιώσεων των ασφαλιστών προς ανάκτηση όσων ενδεχομένως κληθούν να καταβάλουν σε τρίτους, συνδεδεμένους με τους ασφαλισμένους, εντούτοις, με αυτά δεν καθορίζονται ευθέως, χωρίς δηλαδή ανάγκη παρεμβολής ερμηνευτικής διεργασίας, ούτε τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όρια των συμφωνιών συμβιβασμού ούτε η, από την άποψη τουλάχιστον του ελληνικού και του ενωσιακού δικαίου, δικαιοδοσία για τη δικαστική κρίση επί των αξιώσεων των τρίτων κατά των ασφαλιστών, όπως, άλλωστε, αποδεικνύει η παρούσα αντιδικία στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Η αντιδικία αυτή ξεκίνησε τρία [3] περίπου έτη μετά τον τερματισμό της δικαστικής και της διαιτητικής διαδικασίας στο Λονδίνο, όταν οι εδώ ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περισσότερες [δεκατρείς (13) τον αριθμό] αγωγές και συγκεκριμένα τις με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως: 1] …….. από 20.4.2011 κατά της αρχιασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ……… (πρώην ……..) και των φυσικών προσώπων ……….., υπευθύνων ασφαλίσεων αυτής, …….., διευθυντή του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων αυτής, ……., ασφαλιστή της και ………, διευθυντή ασφαλίσεων πλοίων αυτής, 2] …./2011 από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ………, ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI, 3] …/2011 από 20.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ……. ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI και των φυσικών προσώπων …….. και ……, υπευθύνων ασφαλίσεων της ……., αντιπροσώπου και αντικλήτου της ……………….και της …………, 4] …./2011 από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ……… ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI και του φυσικού προσώπου …….., υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής (ένδικες αγωγές), 5] …./2011 από 20.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας . …………, ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών LMI και των φυσικών προσώπων ………., ασφαλιστή αυτής, ……………….., διευθύντριας του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων αυτής και ………, υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής, 6] ……… από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ………, ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών LMI και του φυσικού προσώπου ……., υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής, 7] …… από 20.4.2011 κατά των φυσικών προσώπων ………, ασφαλιστή ασφαλίσεων πλοίων της ομάδας ασφαλιστών ………., διευθυντή ασφαλίσεων της εταιρίας ……….., αντιπροσώπου του συνδικάτου των Lloyd’s 2003, 8] …… από 20.4.2011 κατά του αλληλασφαλιστικού οργανισμού ………. (ασφαλιστή ΗΗ) και του φυσικού προσώπου …………….., μέλους του διοικητικού του συμβουλίου και διευθυντή της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του στην Ελλάδα …………. και 9] …….. από 20.4.2011 αγωγή κατά της δικηγορικής εταιρίας …….., του ……….., της …………, της εταιρίας με την επωνυμία HILL ………., που εδρεύει στον Πειραιά, της . …, της εταιρίας τεχνικών συμβούλων με την επωνυμία ………. και του …………… Το περιεχόμενο όλων αυτών των αγωγών είναι πανομοιότυπο και τα αιτήματά τους ταυτίζονται. Ταυτόσημο περιεχόμενο προς αυτό της ένδικης από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αγωγής [10] έχουν και άλλες τρεις [3] αγωγές που σε συμπλήρωση των προηγούμενων ισχυρισμών τους άσκησαν οι εδώ ενάγοντες ενώπιον του ιδίου ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, συγκεκριμένα: 11] η από 12.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή κατά των ……………, 12] η από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. αγωγή κατά του ……….. και του ….. . και 13] η από 12.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………… αγωγή κατά των ……….. (διάδικοι HD), …………. CTa). Μετά την έγερση της πρώτης ομάδας από τις αγωγές αυτές το έτος 2011 στον Πειραιά οι ασφαλιστές CMI και LMI προσέφυγαν στις 25.7.2011 και στις 3.8.2011 αντίστοιχα στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, στο πλαίσιο της αρχικής από 15.8.2006 και με αριθμό φακέλου ……….. αγωγής της ……………………, η επί της οποίας διαδικασία είχε ανασταλεί με τις δύο [2] προαναφερθείσες ……… Orders και ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι η άσκηση των αγωγών στην Ελλάδα συνιστούσε παραβίαση των όρων εκάστου των από 13.12.2007 και 7.1.2008 αντίστοιχων συμβιβασμών και να επιδικαστεί αποζημίωση υπέρ αυτών και σε βάρος της …………………… για παραβίαση των όρων 4 και 3 αντιστοίχως των συμφωνητικών συμβιβασμού. Οι ανωτέρω ασφαλιστές ζήτησαν επίσης και έλαβαν την άδεια από το αγγλικό Δικαστήριο να προσεπικαλέσουν και να προσθέσουν ως καθ’ ης στις ως άνω αιτήσεις τους και την εταιρία ΟΜΕ, κατά της οποίας ήγειραν αντίστοιχες αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αξιώσεις για την παράβαση των όρων των συμβιβασμών, που είχαν επικυρωθεί δικαστικά και στους οποίους και η ΟΜΕ είχε συμβληθεί. Εξάλλου, κατ’ αποδοχή αιτήσεως τους το High Court of Justice του Λονδίνου, επέτρεψε στους διαδίκους HD να μετάσχουν ως συνεναγόμενοι στην αρχική με αριθμό φακέλου ……… αγωγή και να ζητήσουν ανάλογη προς εκείνη των ασφαλιστών προστασία έναντι των εναγόντων στις ελληνικές αγωγές. Η εκδίκαση, όμως, των απαιτήσεων των διαδίκων HD ανεστάλη με απόφαση του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου ………………., που εκδόθηκε στις 2.2.2012, μέχρι την αμετάκλητη κρίση επί των αιτήσεων των κυρίων διαδίκων (ασφαλιστών CMI και LMI) και εν τέλει οι απαιτήσεις αυτές κρίθηκαν μεταγενέστερα με την από 26.9.2014 απόφαση και τις συναφείς διαταγές του πρωτοβάθμιου Δικαστή ………………., περί των οποίων θα γίνει λόγος πιο κάτω. Στο μεταξύ οι ασφαλιστές LMI άσκησαν ενώπιον του ιδίου αγγλικού Δικαστηρίου, αφενός, κατά των εταιριών ….. και OME νέα, επικουρική, αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου 702/2011, με αιτήματα ανάλογα προς εκείνα που είχαν υποβάλει στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας που αναβίωσε και, αφετέρου, κατά των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών εταιρών …………. (στο εξής «οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες») άλλη αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ………., με αίτημα αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων που είχε περιληφθεί στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ νέα αγωγή (με αριθμό φακέλου ………..) άσκησαν στο ίδιο Δικαστήριο και οι ασφαλιστές CMI κατά των εταιριών …… και OME και κατά των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών και το ίδιο έπραξε και ο αλληλασφαλιστικός οργανισμός ΗΗ, ο οποίος δεν υπήρξε διάδικος στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας, αφού δεν είχε εναχθεί με την με αριθμό φακέλου ……. αγωγή και ο οποίος ζήτησε παρόμοια με των λοιπών ασφαλιστών δικαστική προστασία με αγωγή του που έλαβε αριθμό φακέλου …………. Ειδικότερα, οι ασφαλιστές CMI ζήτησαν από το αγγλικό Δικαστήριο, αφενός, να αναγνωριστεί ότι οι εναντίον τους ελληνικές αγωγές αφορούσαν αξιώσεις που είχαν συμβιβαστεί ήδη από το έτος 2008, ότι ασκήθηκαν κατά παράβαση του όρου περί απαλλαγής τους που είχε περιληφθεί στο από 7.1.2008 συμφωνητικό συμβιβασμού και ότι η έγερση τους παραβιάζει τις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων που είχε περιληφθεί στις ασφαλιστικές συμβάσεις και στο συμφωνητικό συμβιβασμού και, αφετέρου, να καταδικαστούν το μεν η ….., η OME και οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες σε καταβολή αποζημιώσεως για παράβαση του περί απαλλαγής τους ως άνω όρου και των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας, το δε η ….. και η OME σε αποζημίωση για τις αξιώσεις που ηγέρθησαν στον Πειραιά από αυτές και από τις συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες σύμφωνα με το άρθρο 3 του από 7.1.2008 συμβιβασμού. Αντιστοίχως, οι ασφαλιστές LMI ζήτησαν την αναγνώριση του ότι η έγερση των ελληνικών αγωγών συνιστά παραβίαση των όρων του από 13.12.2007 συμβιβασμού και ότι οι με αυτές ασκηθείσες αξιώσεις έχουν διευθετηθεί με αυτόν, την καταδίκη των ……., OME και συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών σε αποζημίωση, λόγω της παραβίασης των όρων του συμβιβασμού και την αναγνώριση του ότι δικαιούνται να αποζημιωθούν για την παράβαση του όρου 4 της ιδίας συμβιβαστικής συμφωνίας. Τα παραπάνω δικόγραφα συνεκδικάστηκαν ενώπιον του Δικαστή ………………. του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου με τη συνοπτική διαδικασία του αγγλικού δικονομικού δικαίου (χωρίς δηλαδή να τεθούν θέματα αποδείξεως από το Δικαστήριο και χωρίς να εξεταστούν μάρτυρες επί της ουσίας) στις 28 και στις 29.11.2012, οπότε οι καθ’ ων …… και OME ζήτησαν την απόρριψη των αγωγών υποστηρίζοντας ότι: α] το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει τις ελληνικές αγωγές, διότι με αυτές ασκούνται αξιώσεις από αδικοπρακτική συμπεριφορά και ποινικά αδικήματα των ασφαλιστών CMI, LMI και HH και των λοιπών εναγομένων/προστηθέντων τους, που κατά το σημαντικότερο μέρος τους έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, όπου επήλθε και η ζημία των εναγόντων και ότι για το λόγο αυτό δεν ενέπιπταν ratione materiae στις συμβάσεις συμβιβασμού, αφού αυτές αποσκοπούσαν στη διευθέτηση των απαιτήσεων που απέρρεαν από την ασφαλιστική σύμβαση (προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης) και όχι των αδικοπρακτικών αξιώσεων σε βάρος των ασφαλιστών, β] ότι δικαίωμα αποζημιώσεως δεν έχουν οι ασφαλιστές επειδή οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές απορρέουν από εγκλήματα που τελέστηκαν με δόλο και κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμβιβασμού και γ] ότι η αποδοχή των αιτημάτων των αγγλικών αγωγών θα συνιστούσε πράξη αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, επειδή θα προκαταλάμβανε την απόφαση του ελληνικού Δικαστηρίου να αποφανθεί τόσο επί της δικαιοδοσίας του όσο και επί της ουσίας της διαφοράς. Παράλληλα οι τότε καθ’ ων επικαλέστηκαν τη διάταξη του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ και ζήτησαν την αναστολή της δίκης στην Αγγλία επειδή οι αγγλικές και οι ελληνικές αγωγές ήσαν συναφείς και το ελληνικό Δικαστήριο είχε επιληφθεί πρώτο. Ο Δικαστής ………………. έκρινε ότι για τους σκοπούς του άρθρου 28 το High Court of Justice του Λονδίνου ήταν το πρώτο που επιλήφθηκε της διαφοράς στα πλαίσια της αρχικής αγωγής με αριθμό φακέλου …./2006 και, συνεπώς, είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τις ενώπιον του αγωγές και, μετά ταύτα, με την από 19.12.2011 απόφαση του, σε συνέχεια της οποίας εκδόθηκαν οι από 2.2.2012 και 19.3.2012 συναφείς διαταγές του, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των ασφαλιστών και συγκεκριμένα έκρινε ότι οι ελληνικές αγωγές αφενός ηγέρθησαν κατά παράβαση των όρων των συμφωνητικών συμβιβασμού, αφού οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με αυτές είχαν συνεπεία αυτού αποσβεστεί και αφετέρου συνιστούσαν παραβίαση εκ μέρους μεν της …………… και της OME των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας που είχαν περιληφθεί στα συμφωνητικά συμβιβασμού και εκ μέρους αυτών και των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών των παρόμοιων ρητρών των ασφαλιστικών συμβάσεων. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές καταδίκασε τους καθ’ ων να αποζημιώσουν τους ασφαλιστές για τα έξοδα που θα πραγματοποιούσαν εξαιτίας των δικαστικών διαδικασιών στην Ελλάδα και για τα ποσά που ενδεχομένων επιδικάζονταν σε βάρος τους από το ελληνικό Δικαστήριο και αποφάσισε να λάβει χώρα specific performance (ειδική εκτέλεση) με τη σύσταση ενός κεφαλαίου εγγυοδοσίας (ταμείου), τηρούμενο στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, στο οποίο έπρεπε να καταβληθούν χρήματα από τις καθ’ ων έναντι των υφισταμένων και μελλοντικών ζημιών των ασφαλιστών. Τέλος, ο Δικαστής ………………. παρείχε στους καθ’ ων, σύμφωνα με τους κανόνες της αγγλικής πολιτικής δικονομίας, άδεια για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως του υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, της αναβολής της πρώτης συζήτησης των ελληνικών αγωγών, για τον οποίο οι μεν ήδη ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τους επιβλήθηκε, οι δε αντίδικοι τους ότι συμφωνήθηκε από κοινού κατά τη δίκη στην Αγγλία κατά πρόταση μάλιστα του εκεί δικαστικού παραστάτη των …………… και OME …., εκδοχή που επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της αγγλικής δίκης. Η ……………, η OME και οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες άσκησαν πράγματι έφεση κατά της αποφάσεως του Δικαστή ………………. ενώπιον του Εφετείου της Αγγλίας (Court of Appeal) στο Λονδίνο προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, τον ισχυρισμό ότι οι αγγλικές και οι ελληνικές αγωγές (δεν ήταν απλώς συναφείς αλλά) είχαν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 του ΚανΒρΙ και για το λόγο αυτό τα αγγλικά Δικαστήρια όφειλαν να αναστείλουν αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία ενώπιον τους μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το Εφετείο δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της έφεσης, επειδή ερεύνησε και δέχθηκε μόνο τον παραπάνω και με την από 21.12.2012 απόφαση του έκρινε ότι τα αγγλικά Δικαστήρια όφειλαν να αναστείλουν αυτεπαγγέλτως την εκδίκαση των αγγλικών αγωγών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του ΚανΒρΙ και, μετά ταύτα, απάλλαξε τις εκκαλούσες από την υποχρέωση που είχαν αναλάβει να αναβάλουν τη συζήτηση των ελληνικών αγωγών. Ο Εφέτης ……. του Court of Appeal έθεσε ως βάση του συλλογισμού του τη διαπίστωση ότι βάση της δικαστικής διεκδίκησης στην Ελλάδα αποτελεί η ύπαρξη μη συμβατικών αξιώσεων, των οποίων διώκεται η ικανοποίηση, ενώ βάση της δικαστικής διένεξης στην Αγγλία είναι η διευθέτηση και αυτών των μη συμβατικών αξιώσεων με τα συμφωνητικά συμβιβασμού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πυρήνας των ελληνικών και των αγγλικών αγωγών συνίστατο στο ζήτημα της ύπαρξης ή της έλλειψης αδικοπρακτικής ευθύνης των ασφαλιστών ως προς τις αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα και ότι η επιζητούμενη στην Αγγλία αναγνώριση της έλλειψης ευθύνης των ασφαλιστών για το λόγο ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στον Πειραιά είχαν ήδη συμβιβαστεί είχε την ίδια νομική βάση στην οποία εδράζονταν και οι αμυντικοί ισχυρισμοί των ασφαλιστών κατά των αγωγών αυτών στην Ελλάδα. Έκρινε μάλιστα ότι ταυτότητα ζητημάτων κατά την έννοια του άρθρου 27 ανέκυπτε όχι μόνο σε σχέση προς το αίτημα να αναγνωριστεί ότι οι ασφαλιστές είχαν απαλλαγεί από κάθε ευθύνη τους βάσει των συμφωνητικών συμβιβασμού αλλά και ως προς τα αιτήματα αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που είχε περιληφθεί τόσο στις ασφαλιστικές όσο και στις συμβιβαστικές συμφωνίες. Κατ’ ουσίαν το αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι το ελληνικό Δικαστήριο έπρεπε ως πρώτο επιληφθέν να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, αφού ερευνήσει κυριαρχικά το αντικειμενικό εύρος εκάστου συμβιβασμού, αφού η υπαγωγή ή μη σ’ αυτό και των «μη συμβατικών αξιώσεων» αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα για την κατάφαση εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων της δικής τους διεθνούς δικαιοδοσίας, επί του οποίου δεν μπορούσαν ακόμη τότε να επιληφθούν αφού η έγερση των ελληνικών αγωγών είχε προηγηθεί. Η υπόθεση, κατόπιν αντιθέτων αναιρέσεων των εκεί αντιδίκων, κατέληξε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας (House of Lords), το οποίο επέτρεψε τη συμμετοχή στην αναιρετική δίκη και των διαδίκων HD, παρόλο που αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στο Εφετείο και με την από 6.11.2013 απόφαση του απέρριψε την προσφυγή των ……………, OME και συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών και δέχθηκε την προσφυγή των ασφαλιστών, με τις οποίες ως μόνα ζητήματα είχαν τεθεί η εσφαλμένη ή μη εφαρμογή από το Εφετείο του άρθρου 27, η διαπίστωση της ύπαρξης μεταξύ των αγγλικών και των ελληνικών αγωγών εκκρεμοδικίας ή απλής συνάφειας και ο καθορισμός του πρώτου επιληφθέντος από τα περισσότερα Δικαστήρια ενώπιον των οποίων ασκήθηκαν οι αγωγές αυτές. Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 27 θα μπορούσε να τεθεί μόνον όσον αφορά τα αιτήματα των ασφαλιστών CMI και LMI να αναγνωριστεί ότι «οι αξιώσεις που εγέρθηκαν με τις αγωγές στην Ελλάδα εμπίπτουν στους όρους απαλλαγής του συμφωνητικού συμβιβασμού CMI» και ότι «το συμφωνητικό συμβιβασμού LMI συμβιβάζει οποιαδήποτε απαίτηση της …………… εναντίον τους αναφορικά με την απώλεια του AT και καλύπτει τις αξιώσεις που προβάλλει η …………… με τις αγωγές στην Ελλάδα» αντίστοιχα, προκειμένου να αποτραπεί η επιδίωξη των αναγνωριστικών αυτών αξιώσεων στην Αγγλία, καθόσον ενδεχόμενη παραδοχή τους εκεί θα καθιστούσε, κατά μία γνώμη, αβάσιμες τις ελληνικές αγωγές, που ως προς το σημείο αυτό ταυτίζονται ως προς την αιτία και το αίτημά τους με τις αγγλικές. Για το λόγο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αν δε μεσολαβούσε παραίτηση των ασφαλιστών CMI και LMI από τα ως άνω αναγνωριστικά αιτήματα τους θα έπρεπε να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ λόγω των αντιθέτων απόψεων των μελών του ως προς την ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου των αγγλικών και των ελληνικών αγωγών στο πιο πάνω σημείο, το οποίο με την ευκαιρία αυτή θα συμπληρωνόταν με ερωτήματα σχετικά με το ποιο δικαστήριο ήταν, ενόψει της αναστολής που είχε χωρήσει με τις Tomlin Orders, το πρώτο επιληφθέν σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 27 και με το παραδεκτό της προβολής του σχετικού ισχυρισμού για πρώτη φορά στο εφετείο. Κατά τα λοιπά το House of Lords έκρινε ότι οι ελληνικές αξιώσεις, όπως είχαν διευκρινιστεί, ήταν αδικοπρακτικής φύσεως ενώ οι αγγλικές ήταν συμβατικές, απορρέουσες από την παράβαση των όρων των συμβιβασμών, καθώς και ότι οι αποφάσεις εκατέρωθεν θα μπορούσαν να τελεσιδικήσουν χωρίς να παράγεται νομικά και λογικά αντιφατικό αποτέλεσμα, μολονότι με εμπορικούς και οικονομικούς όρους η επιτυχής έκβαση της μιας θα εξουδετέρωνε τα ευνοϊκά αποτελέσματα που θα είχε η αίσια κατάληξη της άλλης, καθόσον, από τη μια πλευρά, οι αγγλικές αξιώσεις προϋπέθεταν ότι οι ελληνικές αγωγές θα μπορούσαν να εκδικαστούν και να γίνουν δεκτές (και έναντι του κινδύνου αυτού προβλέφθηκε κάλυψη των ασφαλιστών με τα συμφωνητικά συμβιβασμού) και, από την άλλη, οι ελληνικές αξιώσεις δεν αμφισβητούσαν το συμβιβασμό, υπό την έννοια ότι περί αυτού οι ενάγοντες στην Ελλάδα δεν έκαναν μνεία στις αγωγές τους. Στο σημείο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε σφάλμα στην απόφαση του Εφετείου, που είχε δεχθεί ταυτότητα των εκατέρωθεν αγωγών με βάση όχι τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν στις ελληνικές αγωγές και τους νομικούς κανόνες που στήριξαν τα αιτήματα των ασφαλισμένων αλλά και τους αναμενόμενους να προβληθούν στην Ελλάδα αμυντικούς ισχυρισμούς των εναγόμενων ασφαλιστών. Επιπλέον, υπό το πρίσμα του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας έκρινε ότι δεν πρέπει να ανασταλεί η διαδικασία στην Αγγλία, όσον αφορά τα λοιπά αιτήματα των ασφαλιστών, επειδή το φυσικό δικαστήριο ως προς αυτά είναι το αγγλικό, που είναι σε πολύ καλύτερη θέση να τα κρίνει από ό,τι το ελληνικό, δεδομένου ότι η διαδικασία στην Αγγλία βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο και τα ζητήματα που εγείρονται άπτονται του δικαίου των συμβάσεων και διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Μετά ταύτα, έγινε δεκτή η αναίρεση των ασφαλιστών και απορρίφθηκε η αναίρεση των αντιδίκων τους, ενώ προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ τελικά δεν υποβλήθηκαν, διότι οι ασφαλιστές CMI παραιτήθηκαν αμέσως από το αναγνωριστικό αίτημα τους που προαναφέρθηκε και στην εμμονή των ασφαλιστών LMI στο παρόμοιο δικό τους το Ανώτατο Δικαστήριο απάντησε ότι θα το εξέταζε μετά τη νέα απόφαση του Εφετείου. Τελικώς οι ασφαλιστές LMI παραιτήθηκαν από το αναγνωριστικό αίτημα τους, όμως αυτό συνέβη μετά την έκδοση της μετ’ αναίρεση εφετειακής απόφασης, που απέφυγε είτε να αποφανθεί ευθέως επ’ αυτού είτε να παραπέμψει το ίδιο στο ΔΕΕ το ζήτημα. Ο Εφέτης Longmore, που είχε εισηγηθεί και την αναιρεσιβληθείσα, εισηγήθηκε και τη δεύτερη εφετειακή απόφαση, που εκδόθηκε στις 18.7.2014. Με αυτήν κρίθηκε ότι: α] οι δίκες στην Ελλάδα εμπίπτουν στους όρους περί συμβιβασμού και αποζημίωσης των συμφωνητικών συμβιβασμού και, εμμέσως, ότι οι ελληνικές αξιώσεις έχουν συμβιβαστεί, β] οι αξιώσεις που προβλήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των συμφωνητικών συμβιβασμού και τα παραβιάζουν, αφού «οι ελληνικές αξιώσεις θα έπρεπε να είχαν προβληθεί στην Αγγλία», γ] οι ίδιες αξιώσεις στο βαθμό που προβάλλονται από τις συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες εμπίπτουν ομοίως στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ασφαλιστικών συμβάσεων, δ] η δικαστική επιδίωξη στην Αγγλία των αξιώσεων των ασφαλιστών προς αποζημίωση δεν παραβιάζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν το παραβίασαν, καθ’ ομολογία των ασφαλισμένων, ούτε οι συμβατικές ρήτρες προς ανάληψη της υποχρέωσης προς αποζημίωση και ε] τα λοιπά αναγνωριστικά αιτήματα των ασφαλιστών CMI και LMI, πλην εκείνων περί τα οποία έγινε συζήτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν ήσαν αντίθετα στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο του Λονδίνου δεν διαπίστωσε σφάλμα στην κρίση της εκκληθείσας αποφάσεως του Δικαστή ………………. που είχε επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος της …………………… και της εταιρίας OME για παράβαση των όρων περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI και LMI (§ 19 της αποφάσεως του) και για τους λόγους αυτούς απέρριψε την έφεση των …………… και OME και επικύρωσε την απόφαση και τις διαταγές του Δικαστή ……………….. Όπως δεν αμφισβητείται, τόσο η εφετειακή όσο και η πρωτόδικη αποφάσεις έχουν ήδη καταστεί αμετάκλητες. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην των εκκαλούντων, που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά «επέλεξαν» (όπως στο κείμενο της αναφέρεται) να επικαλεστούν τις προτάσεις, που είχαν υποβάλει στην πριν την έκδοση της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως του Εφετείου συζήτηση της υπόθεσης και να αναφερθούν στους εκτενείς ισχυρισμούς που είχαν τότε εκθέσει, καθώς και να θέσουν ορισμένα νέα ζητήματα «δι’ αλληλογραφίας», τα οποία και κρίθηκαν με την απόφαση. Ομοίως ερήμην των …………………… και OME διεξήχθη από τις 10 έως τις 12.9.2014 η συζήτηση ενώπιον του Δικαστή του High Court of Justice του Λονδίνου ………………., αφενός των υποθέσεων με αριθμούς φακέλων ../2006, ../2011, …/2011, …/2011 και …./2011, τις οποίες επανέφεραν με τις από 14.2.2014 και 21.3.2014 αντίστοιχες κλήσεις τους οι διάδικοι CMI και LMI και αφετέρου των αιτήσεων των διαδίκων HD, η πρόοδος των οποίων είχε ανασταλεί με την από 2.2.2012 απόφαση του Δικαστή ………………., μέχρι την αμετάκλητη κρίση επί των αιτήσεων των κυρίων διαδίκων (ασφαλιστών CMI και LMI) και οι οποίες επαναφέρθηκαν με κλήση αυτών στις 11.3.2014. Για την ερημοδικία των εκεί εναγομένων, την οποία αυτοί δικαιολόγησαν επικαλούμενοι πενία, ο Δικαστής ………………. θεώρησε ότι πρόκειται «στην πραγματικότητα για ζήτημα τακτικής» κρίνοντας τον ισχυρισμό τους ως προδήλως αντιφατικό σε σχέση προς όσα περί της ύπαρξης σημαντικής περιουσίας τους είχαν με τις από 23.2.2014 προτάσεις τους και την από 28.2.2014 προσθήκη σ’ αυτές υποστηρίξει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικειμένης συζητήσεως των ελληνικών αγωγών, που τελικά αναβλήθηκε, προς αντίκρουση ενστάσεως των με αυτές εναγομένων από το άρθρο 169 ΚΠολΔ. Η απόφαση του Δικαστή ………………. εκδόθηκε στις 26.9.2014 και με αυτή έγινε καταρχάς δεκτό, πρώτον, ότι ο ισχυρισμός πως ο………………. είχε αποπειραθεί να δωροδοκήσει τους επιζώντες ναυτικούς του πλοίου AΤ, συμπεριλαμβανομένου και του………………., είχε προβληθεί στα πλαίσια της αρχικής αντιδικίας στην Αγγλία και είχε επιστηθεί η προσοχή των τότε εναγόμενων ασφαλιστών, που τον προέβαλαν, ως προς την αναλήθεια του, δεύτερον, ότι «η ουσία των αξιώσεων στην Ελλάδα είναι ότι προβλήθηκαν ισχυρισμοί πως όλοι οι εναγόμενοι είχαν αποκτήσει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία από τον κο ……………….… προκειμένου να αποφύγουν να καταβάλουν αποζημίωση δυνάμει των συμβάσεων ασφάλισης και να διασπείρουν δυσφημιστικές διαδόσεις κατά των εναγόντων στην αγορά ασφαλίσεων» (§ 12 της από 26.9.2014 αποφάσεως) και, τρίτον, ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαν προβληθεί στην Αγγλία (§ 33 της ιδίας αποφάσεως). Με βάση τις παραδοχές αυτές ο Πρωτοδίκης ………………. έκρινε περαιτέρω: α] ότι ενόψει του ότι ο όρος 2 του από 30.1.2008 συμφωνητικού συμβιβασμού ΗΗ αναφέρεται ρητά στους προστηθέντες και αντιπροσώπους αυτών, «οι απαιτήσεις στην Ελλάδα κατά οποιουδήποτε από τους κο ………. ή τους διαδίκους της HD ή τους διαδίκους της CT, οι οποίοι ενέχονται ως προστηθέντες ή αντιπρόσωποι της ….., έχουν συμβιβαστεί και η συνεχιζόμενη επιδίωξη αυτών των απαιτήσεων συνιστά παραβίαση της σύμβασης συμβιβασμού της ……» (§ 39). β] Ότι με βάση το εφαρμοστέο, κατά την επιλογή των συμβληθέντων στα συμφωνητικά συμβιβασμού, αγγλικό δίκαιο, η ορθή ερμηνεία του όρου «ασφαλιστές» σ’ αυτά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός περιλαμβάνει και τους προστηθέντες και εντολοδόχους των ασφαλιστών CMI και LMI, δηλαδή τους υπαλλήλους των ασφαλιστών, αλλά και τους διαδίκους HD και CT., με αποτέλεσμα οι ελληνικές αξιώσεις να εμπίπτουν εντός των αντικειμενικών ορίων εκάστου συμβιβασμού (§§ 51 έως και 62). Στην κρίση αυτή κατέληξε, κυρίως μεν, ενόψει αφενός της γραμματικής ερμηνείας των όρων 2 και 3 των συμφωνητικών CMI και LMI αντιστοίχως, που προπαρατέθηκαν, με βάση την οποία και σύμφωνα με τα νομολογιακά προηγούμενα, που εφάρμοσε, η ρήτρα «πλήρης και ολοκληρωτικός συμβιβασμός όλων και οποιωνδήποτε απαιτήσεων» έχει την έννοια της «γενικής αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους» και αφετέρου, της κοινής επιχειρηματικής λογικής, η οποία υποδεικνύει το άτοπο του ενδεχομένου οι συμβληθέντες στο συμβιβασμό ασφαλιστές να αποδέχθηκαν να παραμένουν εκτεθειμένοι σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 100% της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που κατέβαλαν, όπως θα συνέβαινε αν οι ελληνικές αγωγές ευδοκιμούσαν, παρέχοντας το δικαίωμα στους με αυτές εναχθέντες (προστηθέντες, υπαλλήλους και αντιπροσώπους των ασφαλιστών) να ζητήσουν από αυτούς αποζημίωση, την οποία οι ασφαλιστές θα μπορούσαν στη συνέχεια να αξιώσουν από τις εταιρίες ……….. και OME, δυνάμει των ρητρών αποζημίωσης των όρων 3 και 4 των συμβάσεων συμβιβασμού CMI και LMI αντίστοιχα, με αβέβαιο όμως αποτέλεσμα, εξαρτώμενο από την οικονομική κατάσταση των υποχρέων κατά το χρόνο της επιδικάσεως εκείνης (§ 51) και, κατά την επικουρική αιτιολογία, που παρέθεσε, επειδή κατά το ίδιο εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο, ο προηγηθείς συμβιβασμός, ως γεγονός που ενεργεί αντικειμενικά, έχει ήδη απαλλάξει όλους τους από κοινού, όπως εκτέθηκε στην Ελλάδα, ευθυνόμενους αδικοπραγήσαντες (joint tortfeasors), εφόσον σε καμία συμβιβαστική συμφωνία δεν διατυπώθηκε αντίθετη επιφύλαξη ως προς κάποιον από αυτούς (§ 62). γ] Ότι η έγερση των ελληνικών αγωγών κατά των φυσικών προσώπων των διαδίκων CMI και LMI (αλλά και των διαδίκων HD και CT) παραβιάζει τις συμβάσεις συμβιβασμού (§ 66) καθώς και ότι δ] όλοι οι ενώπιον του αιτούντες είχαν δικαίωμα να λάβουν αποζημίωση (§§ 87 – 88 και 94 – 95) για παράβαση των όρων του συμβιβασμού. Σε συνέχεια της ως άνω αποφάσεως του και σε εκτέλεση αυτής ο Δικαστής ………………. εξέδωσε τις από 26.9.2014 δύο [2] διαταγές του (Orders), που αφορούσαν τις με αριθμούς φακέλου …/2006 και …./2011 αγωγές αντιστοίχως, με τις οποίες διέταξε, μεταξύ άλλων, την απαλλαγή των ήδη εναγομένων από την ευθύνη τους σύμφωνα με τις ελληνικές αγωγές και έκρινε ότι η έναρξη και η συνέχιση των ελληνικών αγωγών ως προς αυτούς συνιστούσε παραβίαση των όρων 2 των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI και HH και 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού LMI, που προέβλεπαν πλήρη και ολοσχερή διευθέτηση των μεταξύ των αντιδίκων διαφορών (breach of the release clauses) και ότι η ίδια συμπεριφορά συνιστούσε και παραβίαση των όρων 6 και 5 των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI/HH και LMI αντιστοίχως περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας του High Court of Justice του Λονδίνου (breach of the exclusive jurisdiction clauses). Επιπροσθέτως, επιδίκασε (προσωρινή) αποζημίωση (indemnification) λόγω των ως άνω συμβατικών παραβάσεων, καταβλητέα και στους διαδίκους CΜΙ και διέταξε ειδική εκτέλεση του όρου 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού LMI, ώστε οι …………… και OME να παράσχουν έγγραφη δήλωση περί απαλλαγής των αντιδίκων τους από οποιαδήποτε ευθύνη τους σε σχέση προς τις αξιώσεις που προβλήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως τους, η δήλωση αυτή να υπογραφεί για λογαριασμό τους από τον Αρχιγραμματέα του High Court του Λονδίνου …….. Προς αιτιολόγηση της συμβατότητας των διαταγών του αυτών με το ενωσιακό δίκαιο ο Άγγλος Δικαστής είχε ήδη με την απόφαση του (§§ 74 – 79) επισημάνει ότι με αυτές «δεν τίθεται ζήτημα παρεμβολής στην αρμοδιότητα του ελληνικού Δικαστηρίου», καθώς αυτές «δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας καθορισμός από το Αγγλικό Δικαστήριο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των συμβάσεων συμβιβασμού, που διέπονται από το αγγλικό δίκαιο … και ένας καθορισμός από το Αγγλικό Δικαστήριο της προσήκουσας προστασίας σχετικά με μια αθέτηση από τη …………… και την ΟΜΕ των υποχρεώσεών τους βάσει συμβάσεων διεπόμενων από το Αγγλικό δίκαιο», χωρίς «…να έχουν σκοπό να σφετεριστούν την αρμοδιότητα του ελληνικού Δικαστηρίου αλλά αντίθετα να βοηθήσουν το ελληνικό Δικαστήριο» (§ 75). Όπως δεν αμφισβητείται η από 26.9.2014 απόφαση και οι σε εκτέλεση αυτής εκδοθείσες διαταγές του Δικαστή ………………. έχουν καταστεί ήδη αμετάκλητες, καθώς έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσβολής στους με έφεση.
V. Με βάση αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι με την από 18.7.2014 απόφαση του το αγγλικό Court of Appeal, που επικύρωσε τις κρίσεις του Πρωτοδίκη ………………. και το High Court of Justice την από 26.9.2014 όμοια, καθώς και με τις συναφείς orders του Πρωτοδίκη ………………., έκριναν ότι με την έγερση των ελληνικών αγωγών, μεταξύ των οποίων και οι ένδικες, παραβιάστηκαν τόσο η ρήτρα απαλλαγής (release clause) όσο και η ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων (exclusive jurisdiction clause), που είχαν περιληφθεί στα τρία [3] συμφωνητικά συμβιβασμού (Settlement Agreements), που προαναφέρθηκαν και τούτο διότι οι αξιώσεις που προβλήθηκαν με τις αγωγές αυτές ενέπιπταν στο αντικειμενικό πεδίο εκάστης συμβιβαστικής συμφωνίας, αφού επρόκειτο για απαιτήσεις ήδη προβληθείσες κατά την αρχική αντιδικία στην Αγγλία, που κατέληξε σε συμβιβασμό. Στην κρίση τους αυτή μάλιστα οδηγήθηκαν παρά το γεγονός ότι το House of Lords είχε επισημάνει ότι η αποδοχή του αναγνωριστικού αιτήματος που είχαν υποβάλει οι ασφαλιστές CMI και LMI, να διαπιστωθεί δηλαδή η έλλειψη ευθύνης τους για την ικανοποίηση των ελληνικών αξιώσεων, θα καθιστούσε αβάσιμες τις αγωγές στην Ελλάδα, που είχαν προηγηθεί και αφορούσαν στην ευθύνη των ασφαλιστών, σε ζήτημα δηλαδή το οποίο είχε ήδη καταστεί αντικείμενο επιδικίας στην Ελλάδα και για το λόγο αυτό δεν έπρεπε να κριθεί από τα αγγλικά Δικαστήρια. Επομένως, η κρίση των ως άνω αγγλικών αποφάσεων περί παραβιάσεως εκ μέρους των εναγόντων στην Ελλάδα της ρήτρας απαλλαγής των συμφωνητικών συμβιβασμού φαίνεται να παραβιάζει το άρθρο 27 του ΚανΒρΙ. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, οι λοιπές κρίσεις των ως άνω αποφάσεων επί του ζητήματος της παραβιάσεως εκ μέρους των ιδίων διαδίκων της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας, που είχε συναφθεί υπέρ των αγγλικών Δικαστηρίων με τα ίδια συμφωνητικά συμβιβασμού και περί της επιδικάσεως αποζημιώσεως με συμβατική αιτία, προϋποθέτουν ότι η ρήτρα αυτή είχε πράγματι συναφθεί και δη εγκύρως και ότι στο αντικειμενικό της πεδίο καταλάμβανε και τις αξιώσεις για τις οποίες ασκήθηκαν οι ελληνικές αγωγές. Η υπαγωγή των ενδίκων αδικοπρακτικών αξιώσεων σε καθένα συναφθέντα συμβιβασμό και, ειδικότερα, η κρίση ότι αυτός καταλάμβανε και τις «μη συμβατικές αξιώσεις» των εδώ εναγόντων αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα και η επίλυση του ήταν αναγκαία για την κατάφαση εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων της δικής τους διεθνούς δικαιοδοσίας, η άσκηση της οποίας κατέληξε στην επιδίκαση της αποζημιώσεως. Δεν είχαν δε υποχρέωση αλλά μόνον ευχέρεια τα Δικαστήρια εκείνα να αναστείλουν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ την ενώπιον τους δίκη, αφού, όπως αμετακλήτως κρίθηκε στην Αγγλία, σε αντίθεση προς την παραβίαση της περί απαλλαγής ρήτρας των συμφωνητικών συμβιβασμού, η παραβίαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας δεν παρήγε αξιώσεις αδικοπρακτικές υπέρ των ασφαλιστών και των προστηθέντων τους αλλά συμβατικές (τέτοιες άλλωστε αποζημιώθηκαν) και από την άποψη αυτή η αγγλική αντιδικία παρουσίαζε απλή συνάφεια και όχι ταυτότητα αντικειμένου προς την ελληνική. Το κύρος της ίδιας ρήτρας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των αγγλικών Δικαστηρίων συνιστά προδικαστικό ζήτημα του δικονομικού αντικειμένου και της παρούσας δίκης, αφού αποτελεί έννομη σχέση αφορώσα τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συναρτώμενη με μια διαδικαστική προϋπόθεση, η δε συνδρομή της ελέγχεται στα πλαίσια της σχετικής ένστασης των εναγομένων διαδίκων CMI. Περί αυτού όμως έχουν ήδη αποφανθεί τα αγγλικά Δικαστήρια. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν οι σχετικές κρίσεις τους παράγουν δέσμευση ισοσθενή του δεδικασμένου κατά το ενωσιακό και δεδικασμένο κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ανεξαρτήτως της κατ’ αυτό εμβέλειας των υποκειμενικών ορίων του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με εν μέρει διάφορες αιτιολογίες, που συμπληρώνονται από αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε που δέχθηκε δέσμευση δεδικασμένου από την ως άνω προδικαστική κρίση των αγγλικών Δικαστηρίων και για το λόγο αυτό είναι νομικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ένδικης Α έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, αποδίδοντας ειδικότερα στην εκκαλουμένη τη μομφή ότι αναγνώρισε δεδικασμένο επί δικονομικής προϋποθέσεως της αλλοδαπής δίκης και προσέδωσε στην αλλοδαπή δικαιοδοτική κρίση αποτελέσματα που ο ημεδαπός νομοθέτης δεν αναγνωρίζει ούτε στις ελληνικές αποφάσεις.
VI. Με το συναφή τρίτο λόγο της ένδικης Α έφεσης οι εκκαλούντες αιτιώνται την εκκαλουμένη επειδή, κατά τον έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έλαβε υπόψη της γεγονότα μεταγενέστερα της καταθέσεως των αγωγών που συνεκδίκασε και συγκεκριμένα τις μεταγενεστέρως εκδοθείσες αγγλικές αποφάσεις και της αποδίδουν παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 221 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας η δικαιοδοσία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε θεμελιωθεί ήδη με την κατάθεση των αγωγών αυτών και δε μπορούσε, όπως υποστηρίζουν, να ανατραπεί από τις εν λόγω αλλοδαπές αποφάσεις, ακόμα και αν αυτές παρήγαγαν δεδικασμένο αυτοτελώς ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων.
Ο λόγος αυτός είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον η διάταξη του άρθρου 221 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ δεν αφαιρεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να κρίνει ακόμα και ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας συνεπεία αντίθετου δεδικασμένου. Πράγματι, η διάταξη αυτή αποκρυσταλλώνει τη διεθνή δικαιοδοσία εφόσον κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής αυτή υπάρχει (ΕφΑθ. 2793/1977, Αρμ. 1978/161) και δεν έχει την έννοια ότι το καθιερούμενο αμετάβλητο της δικαιοδοσίας (perpetuatio fori) ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης αποστερεί από το Δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή την εξουσία να κρίνει άλλως, να αποφανθεί δηλαδή σε κάθε στάση της δίκης ότι δεν είχε εξαρχής διεθνή δικαιοδοσία ή ότι το ζήτημα αυτό έχει ήδη επιλυθεί με δύναμη δεδικασμένου με προηγούμενη απόφαση του ιδίου ή άλλου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) δικαστηρίου που αποφάνθηκε περί αυτής στα πλαίσια κρίσεως είτε κυρίως είτε επί προδικαστικού ζητήματος του δικονομικού αντικειμένου της δικής του αποφάσεως. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή το κατ’ άρθρο 221 ΚΠολΔ αμετάβλητο της διεθνούς δικαιοδοσίας υποχρεώνει το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή να κρίνει τη διαφορά εκδίδοντας απόφαση κατ’ ουσία θα οδηγούσε στο άτοπο η διεθνής δικαιοδοσία να θεμελιώνεται με πράξη του διαδίκου και όχι με νομοθετική επιλογή, ενδεχόμενο το οποίο, με την επιφύλαξη των περί συμβατικής παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεων του, δεν είναι ανεκτό ούτε από τον ΚανΒρΙ. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
VII. Σε συνέχεια των ρυθμίσεων της Σύμβασης των Βρυξελλών στο άρθρο 33 σημ. 1 και 2 του Καν. 44/2001 ορίζεται ότι «Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί». Με τις διατάξεις αυτές ο ευρωπαϊκός νομοθέτης θεσμοθετεί το σύστημα της αυτόματης αναγνώρισης των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, κατά το οποίο η απόφαση που εκδίδεται από Δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναπτύσσει εντός των ορίων αυτής τα αποτελέσματα της αυτοδικαίως σαν να είχε εκδοθεί σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να παρεμβάλλεται καμία δικαστική διαδικασία στο κράτος υποδοχής. Η παρέμβαση της δικαστικής αρχής του κράτους αυτού είναι αναγκαία μόνον όταν αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της αναγνώρισης (ΕφΘεσ 1112/1996 Αρμ. 1998/98, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Ανεφάρμοστο του Καν. 44/2001 της ΕΕ για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων επί αιτήσεων μη αναγνωρίσεως – Προϋποθέσεις του παραδεκτού κύριας παρεμβάσεως, γνμδ σε Δνη 2004/363 επομ. [365], Λ. Πίψου, Τροποποιήσεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που αφορούν στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, από τον Κανονισμό 44/2001, σε Αρμ. 2001/1683 επομ. [1685 – 1686]), όταν δηλαδή ο αντίδικος του ενδιαφερόμενου επικαλείται ότι υπάρχουν λόγοι που οδηγούν σε ματαίωση της αναγνώρισης. Το εύρος του ελέγχου της αλλοδαπής απόφασης από τον ημεδαπό Δικαστή οριοθετείται στη διάταξη του άρθρου 36, που ορίζοντας ότι «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως» επιτελεί λειτουργία σύστοιχη προς αυτή του δεδικασμένου και έχει την έννοια ότι κατά τον έλεγχο της η αλλοδαπή απόφαση εκλαμβάνεται ως ορθή νομικά και τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά ως αληθή και αποδεδειγμένα, ακόμα και αν προκύπτει ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (Δ. Σιώπη, Η μη αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης επί της ουσίας κατά το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, σε ΕΠολΔ 2017/245 επομ., Σπ. Γκιάφης, Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών της ΕΟΚ, 1990, σελ. 198, Γ. Κρεμλής, ο.π., άρθρο 29, αρ. 1, σελ. 232 επομ.). Οι λόγοι που κωλύουν την αναγνώριση προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 34 του ΚανΒρΙ που προβλέπει ότι «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως· 2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει· 3. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως· 4. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση της στο κράτος αναγνωρίσεως». Ενόψει του ότι με τους λόγους αυτούς εισάγεται εξαιρετικό δίκαιο επιβάλλεται η στενή ερμηνεία τους, αφού συνιστούν εμπόδια στην πραγμάτωση ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς του Κανονισμού για την απρόσκοπτη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων στον ενιαίο ενωσιακό χώρο (ΔΕΕ 26.9.2013, C – 157/12, …….. κατά ……., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 28). Η αντίθεση στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως αναφέρεται μεν πρώτη στον εξαντλητικό κατάλογο του άρθρου 34, πρέπει όμως να εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΔΕΕ 16.7.2015, C – 681/13, …….. κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 41) και επειδή έχει επικουρικό χαρακτήρα, επιστρατεύεται μόνον όταν δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής κάποιου από τα λοιπά κωλύματα αναγνώρισης (ΕφΘεσ 1257/2011 ΕΠολΔ 2011/766, με παρατηρήσεις Ι. Δεληκωστόπουλου). Για να ενεργοποιηθεί ο φραγμός στην είσοδο των εννόμων συνεπειών της αλλοδαπής απόφασης στο κράτος υποδοχής, ως δημόσια τάξη αυτού νοείται το σύνολο των θεμελιωδών δικαιϊκών κανόνων και αρχών της ηθικής, πολιτειακής και οικονομικής έννομης τάξης του, που καθορίζουν και διαμορφώνουν τις έννομες σχέσεις στο ουσιαστικό και στο δικονομικό πεδίο. Το περιεχόμενο της δημόσιας τάξης προσδιορίζεται από το κράτος αναγνώρισης και στην Ελλάδα η επιφύλαξη της αφυπνίζεται όταν ανακύπτει κίνδυνος διαταραχής του βιοτικού ρυθμού της, που προσδιορίζεται με βάση τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη Χώρα (άρθρο 33 ΑΚ, ΟλΑΠ 11/2009 ΑρχΝ 2009/678, ΟλΑΠ 17/2008 Δ 2008/1029 = Δνη 2008/977 = ΑρχΝ 2010/164, ΟλΑΠ 6/1990 ΑρχΝ 1990/520 = Δνη 1990/552 = Δ 1990/1005 = ΕΕμπΔ 1990/76 = ΕΕΝ 1990/422 = ΝοΒ 1990/1321, Ι.Δεληκωστόπουλου, Περί δημοσίας τάξεως, ΕΠολΔ 2014/701 επομ.). Η αντίθεση των συνεπειών της αλλοδαπής απόφασης μπορεί να εντοπιστεί είτε σε σχέση προς τις αξιολογήσεις του ουσιαστικού δικαίου είτε προς τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης (Κ.Κόμνιος, Η δημόσια τάξη και ο θεσμός της τιμωρητικής αποζημίωσης υπό το πρίσμα της ΟλΑΠ 17/1999 σε Αρμ. 2001/450 επομ. [451], Απ. Άνθιμος, Η δικονομική δημόσια τάξη κατά τη σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968, σε Δ 1995/1099 – 1123 [1104]). Η ημεδαπή δημόσια τάξη συγκαθορίζεται από τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΣΔΑ (Ν. Κλαμαρής/Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 27) αλλά και από το ενωσιακό δίκαιο, οι θεμελιώδεις κανόνες του οποίου αποτελούν περιεχόμενο και της αυτόνομης έννομης τάξης καθενός των κρατών μελών (Αθ. Καΐσης, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, 2003, σελ. 60). Όμως, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, για την επέμβαση της δημόσιας τάξης η εν λόγω αντίθεση θα πρέπει να είναι ανυπόφορη για την έννομη τάξη του κράτους υποδοχής και η προσβολή των θεμελιωδών αντιλήψεών του κατάφωρη (ΔΕΕ 25.5.2016, C – 559/14, ……. κατά ……., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 46, ΔΕΕ 6.9.2012, C – 619/10, …….. κατά ……., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 51, Απ. Άνθιμος, Δημόσια τάξη και Σύμβαση των Βρυξελλών, σε Αρμ. 2000/1301 επομ. [1303]), όπως θα συμβαίνει όταν τα αποτελέσματα της εφαρμογής (ΑΠ 88/1991 ΝοΒ 1992/545 = ΕΕΝ 1992/66) της αλλοδαπής απόφασης πρόκειται να επιδράσουν διαβρωτικά στα θεμέλια της έννομης τάξης του κράτους αναγνωρίσεως και δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά από αυτήν. Όπως το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει (ΔΕΚ 11.5.2000, C – 38/98, ……… κατά …….., Συλλογή 2000.Ι.2973, σκέψη 30, ΔΕΚ 28.3.2000, C – 7/98, ……. κατά ………., Συλλογή, 2000.Ι.1935, σκέψη 37), η προϋπόθεση αυτή τίθεται προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αλλοδαπής απόφασης, η οποία θα ήταν δεδομένη αν η απλή αντίθεση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε με την αλλοδαπή απόφαση προς τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου του κράτους υποδοχής της αρκούσε για την άρνηση της αναγνώρισης (Δ. Τσικρικάς, Ζητήματα από την κήρυξη ως εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν διατροφή, σε Τιμητικό Τόμο Μνήμης Καθηγητού Ηλία Κρίσπη, 2015, σελ. 823 επομ. [829]). Τα όρια μεταξύ του επιτρεπτού ελέγχου της εφαρμογής της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης και της ανεπίτρεπτης επανεξέτασης της ορθότητας από νομική και ουσιαστική άποψη της προς αναγνώριση αποφάσεως χαράσσονται τελικά από το ΔΕΕ (Ι. Δεληκωστόπουλος, Η δημόσια τάξη ως λόγος μη εκτελεστότητας απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, σε Αναμνηστικό τόμο Στυλιανού Ν. Κουσούλη, 2012, σελ. 103 επομ. [107]), που έχει αποφανθεί ότι δεν είναι μεν αρμόδιο να προσδιορίσει το περιεχόμενο της εθνικής διάστασης της έννοιας της δημόσιας τάξης, στα καθήκοντα του όμως ανάγεται ο έλεγχος των ορίων «εντός των οποίων ο εθνικός δικαστής κράτους μέλους μπορεί αν ανατρέξει στην έννοια αυτή προκειμένου να μην αναγνωρίσει απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους» (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, ……../……….., ο.π., σκέψη 47). Εξάλλου, η δημόσια τάξη, έννοια αόριστη και αντικειμενική, συγκεκριμενοποιούμενη και εξατομικευόμενη in concreto από το Δικαστή, με βάση όχι τις προσωπικές του αλλά τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου που συγκροτεί το forum, είναι εξ ορισμού ρευστή και μεταβλητή, υπό την έννοια ότι, αφενός προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες με την πάροδο του χρόνου θεμελιακές αντιλήψεις (Χ. Τσούκα, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 33, αρ. 15, σελ. 639 επομ.), των οποίων η τροποποίηση εκφράζεται συνήθως με την αλλαγή του περιεχομένου των κανόνων του θετικού δικαίου (ΕφΑθ 2382/2011 ΔΕΕ 2012/63) και αφετέρου, εφαρμόζεται όπως ισχύει κατά το χρόνο της αναγνωρίσεως και όχι της εκδόσεως της αλλοδαπής απόφασης (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 10, σελ. 577). Πάντως, ο έλεγχος με βάση τη δημόσια τάξη δε μπορεί να επεκταθεί στο ζήτημα της ύπαρξης ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προς αναγνώριση απόφαση, καθώς στο άρθρο 35 του ΚανΒρΙ ορίζεται ότι «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου ΙΙ, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72 (σημ. 1). Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του (σημ. 2). Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1 (σημ. 3)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εκτός των περιπτώσεων που πρόκειται να προστατευθούν συμφέροντα ευπαθών κοινωνικών ομάδων (ασφαλισμένων, καταναλωτών, εργαζομένων) ή να περιφρουρηθούν οι βάσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας, που έχουν θεσπιστεί για την προστασία δημοσίων συμφερόντων, ο έλεγχος της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως της απόφασης είναι απολύτως αδύνατος (ΑΠ 36/2003, ΧρΙΔ 2003/450 = Δνη 2004/431, Χ. Μεϊδάνης, Η δημόσια τάξη στο Κοινοτικό Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2004, αρ. 480 – 488, σελ. 313 – 316, Κ. Μπέης/Ν. Κουράκης, Απαράδεκτο και αβάσιμο αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αναφορικά με την ισχύ διαταγής βρετανικού δικαστηρίου κατά τον ΚανΕΚ/44, γνμδ, σε Δ 2003/934 επομ. [943]) και αποκλείεται, έστω και υπό το πρίσμα του έσχατου μέσου αποτροπής της επεκτάσεως των συνεπειών της, δηλαδή της δημόσιας τάξης του κράτους υποδοχής (ΕφΑθ 2667/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ακόμα και αν το αλλοδαπό Δικαστήριο παραβίασε τους διεθνείς κανόνες δικαιοδοσίας ή την υφιστάμενη στο κράτος αναγνώρισης εκκρεμοδικία (Ν. Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 83), επειδή για την επανόρθωση αυτών των παραπτωμάτων, κατά τον ΚανΒρΙ, επιτρέπεται μόνον η προσφυγή στα ένδικα μέσα της αλλοδαπής δικονομικής έννομης τάξης (ΕφΑθ 1356/2007 ΕλΔνη 2008/1498). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του ΔΕΕ, που έκρινε πρόσφατα (ΔΕΕ 16.1.2019, C – 386/17, …….. κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 56), ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο της υποθέσεως εκδίδει, κατά παραβίαση των περί εκκρεμοδικίας κανόνων του άρθρου 27, απόφαση που καθίσταται αμετάκλητη, δεν επιτρέπεται στα Δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο υπάγεται το Δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο της υποθέσεως, να απορρίψουν για τον λόγο αυτό και μόνον αίτημα αναγνωρίσεως της αποφάσεως αυτής ούτε με την επίκληση της πρόδηλης αντίθεσης της στη δημόσια τάξη του (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 24 και 78, σελ. 585 και 615 αντίστοιχα, βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 10, αρ. 29, σελ. 366). Από όσα μόλις εκτέθηκαν, σε συνδυασμό προς εκείνα που έχουν ήδη ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας σημειωθεί, έπεται ότι για την εκπλήρωση του θεμελιώδους σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων εντός του ενωσιακού χώρου, ο ΚανΒρΙ διακρίνει μεταξύ δύο διαδικαστικών σταδίων. Το πρώτο αφορά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της δίκης μέχρι την έκδοση απόφασης δυνάμενης να κυκλοφορήσει, δηλαδή ακόμα και οριστικής, μη περιβληθείσας ακόμη την πανοπλία του δεδικασμένου και το δεύτερο αφορά το στάδιο μετά από αυτήν. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρωταρχικός και κύριος κίνδυνος που ελλοχεύει και απειλεί να καταστήσει ανενεργό τον ως άνω σκοπό, δια της εκδόσεως αδιάλλακτων μεταξύ τους αποφάσεων, που δε μπορούν να αναγνωριστούν η μία στο κράτος έκδοσης της άλλης, είναι η εκκρεμοδικία ή η ύπαρξη συναφών αγωγών που εκκρεμούν σε Δικαστήρια περισσότερων κρατών μελών. Ο κίνδυνος αυτός αντιμετωπίζεται αρχικά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 27 και 28, με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της χρονικής προτεραιότητας και του σεβασμού της δικαιοδοσίας του πρώτου επιληφθέντος Δικαστηρίου και σε τελευταίο επίπεδο δια της καταφυγής στην ενοποιητική των εθνικών δικονομικών κανόνων λειτουργία του ΔΕΕ, που τίθεται σε κίνηση με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Οι ρυθμίσεις αυτές εδράζονται στις αρχές της ισότητας μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης καθενός από αυτά προς το δικαιϊκό σύστημα των υπολοίπων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το ενωσιακό δίκαιο δεν ανέχεται εθνικά αντιαγωγικά μέτρα, δικαιοδοτικές δηλαδή κρίσεις που αποπειρώνται να στερήσουν από Δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να αποφανθεί το ίδιο για τη διεθνή δικαιοδοσία του, μάλιστα, έστω και αν τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία δυνάμει είτε συμβατικής ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας είτε ρήτρας διαιτησίας. Τέτοια μέτρα συνιστούν οι λεγόμενες anti-suit injunctions του αγγλοσαξωνικού δικαίου, περί των οποίων θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω και οι οποίες αντιμετωπίζονται με εχθρότητα από το ΔΕΕ, επειδή ακριβώς διακινδυνεύουν την εύρυθμη λειτουργία του ενωσιακού συστήματος κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, κατά το δεύτερο στάδιο, μετά την έκδοση ενδοκοινοτικής απόφασης επί της ουσίας, ακόμα και από Δικαστήριο κράτους μέλους στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας και εφόσον η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται στην ύπαρξη αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας άλλου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 22, ο ΚανΒρΙ απαιτεί το σεβασμό της εκδοθείσας αποφάσεως, θεωρώντας ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, ακριβώς επειδή κατά το πρώτο στάδιο εφαρμόστηκαν οι ενιαίοι κανόνες που θεσπίστηκαν για να αποκλείσουν την ισχύ αποκλινουσών εθνικών ρυθμίσεων, έστω και αν στην εφαρμογή τους εμφιλοχώρησε σφάλμα, αφού το Δικαστήριο που την εξέδωσε τεκμαίρεται ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία (Δ. Τσικρικάς, Η ελευθερία του ενάγοντα προς επιλογή forum («άγρα δικαστηρίου»), σε Δνη 2006/664 επομ. [672], Απ. Άνθιμος, Πρώτη προδικαστική παραπομπή στο ΔΕυρΚ σχετικά με την ερμηνεία της δημόσιας τάξης του άρθρου 27 σημείο 1 ΣυμΒρ, σε Αρμ. 1999/610 επομ. [611]). Για το λόγο αυτό και επιτάσσει την αναγνώριση της (ουσιαστικά την αναγνώριση του απορρέοντος από αυτή δεδικασμένου) σε κάθε άλλο κράτος μέλος και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, υπό μόνη την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης του κράτους υποδοχής της, που αποτελεί την οπισθοφυλακή στην ομογενοποίηση των συνεπειών των ρυθμίσεων των εθνικών δικαίων εντός της Ένωσης. Όμως, η διαφύλαξη της διεθνούς δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων εκάστου κράτους μέλους εξέρχεται των ορίων της δημόσιας τάξης του, διότι κατ’ ουσίαν αποτελεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας που έχει εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι λόγω της υπεροχής του ΚανΒρΙ έναντι των εθνικών δικονομικών ρυθμίσεων δεν καταλείπεται πλέον σε κανένα κράτος μέλος η ευχέρεια αυτόνομης νομοθετικής παραγωγής στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας (Ε. Βασιλακάκης, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2012, σελ. 450). Τούτο σημαίνει ότι στον τομέα αυτόν τη δημόσια τάξη κάθε κράτους μέλους καθορίζει ο ενωσιακός νομοθέτης που αποδοκιμάζει κάθε εθνική ιδιαιτερότητα και τις αντιλήψεις του οποίου κάθε Δικαστήριο κράτους μέλους οφείλει να σέβεται. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται, βέβαια, και η επιταγή να γίνει αποδεκτή (να αναγνωριστεί) ακόμα και η απόφαση Δικαστηρίου που δε συμμορφώθηκε προς τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας, που δικαιολογείται ενόψει της αναγωγής της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε υπέρτερο σκοπό στα πλαίσια της ευρωπαϊκής δικονομικής ενοποίησης (Δ. Τσικρικά, Ζητήματα από την ευρωπαϊκή δικονομική ενοποίηση, ΕΠολΔ 2008/618 επομ.). Επομένως, στο κράτος υποδοχής δεν είναι επιτρεπτή η αναδίκαση υπόθεσης επί της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση στο κράτος προελεύσεως, έστω και αν το Δικαστήριο που την εξέδωσε καταστρατήγησε την εκκρεμοδικία που παρήχθη από την έγερση της αγωγής στο κράτος υποδοχής σε πρότερο χρόνο. Το Δικαστήριο του κράτους αυτού είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει τις συνέπειες της αλλοδαπής απόφασης, εντός βέβαια των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της, όπως αυτά χαράσσονται από τη δική του έννομη τάξη και δε μπορεί να επικαλεστεί τη δικονομική δημόσια τάξη του προβάλλοντας ως λόγο άρνησης της αναγνώρισης της την έμμεση παραβίαση της δικής του δικαιοδοσίας συνεπεία της μη τήρησης του ειδικού μηχανισμού άρσης των συγκρούσεων που ο ΚανΒρΙ καθιερώνει στα άρθρα 27 και 28. Παρέπεται ότι η αρχιτεκτονική του Κανονισμού αποσκοπεί στον αποκλεισμό της συνύπαρξης δύο αποφάσεων που αναπτύσσουν έννομες συνέπειες που αναιρούν η μία την άλλη και διασπούν τη συνοχή της ενωσιακής έννομης τάξης, ενώ ο κίνδυνος που επιχειρεί να αποτρέψει έγκειται κατά μεν το πρώτο στάδιο στην άσκηση της δεύτερης δικαιοδοσίας πριν την πρώτη (του πρώτου επιληφθέντος Δικαστηρίου) και στο δεύτερο στάδιο (μετά την έκδοση απόφασης) στην άσκηση και της δεύτερης δικαιοδοσίας μετά την πρώτη (ΤριμΕφΠειρ 465/2020, ο.π.). Μεταξύ των παραγόντων που επιτείνουν τον κίνδυνο περιλαμβάνονται στο μεν πρώτο στάδιο η anti-suit injunction του αγγλοσαξωνικού δικαίου και στο δεύτερο το ενδεχόμενο το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται μετά την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς να αρνηθεί να την αναγνωρίσει, επικαλούμενο την καταστρατήγηση της δικαιοδοσίας του και να αναδικάσει την υπόθεση. Ο δεύτερος κίνδυνος εξουδετερώνεται με τις προβλέψεις του άρθρου 34 σημ. 3 του ΚανΒρΙ, τον δε πρώτο απομάκρυνε το ΔΕΕ που εξοβέλισε από το σύστημα του τις αντιαγωγικές διαταγές. Οι τελευταίες αποτελούν μόρφωμα του common law και, μολονότι έχουν με αυτόν κοινή την καταγωγή, βρίσκονται στον αντίποδα του θεσμού του forum non convenience (Ελ. Μουσταΐρα, Forum non convenience – Η επιείκεια στο πλαίσιο της νομιμότητας, 1995, Χ. Μεϊδάνη, Forum non convenience και Κανονισμός 44/2001, σε ΕΕΕυρΔ 2005/301 – 313), κατά τον οποίο είναι δυνατή η αποποίηση εκ μέρους ενός Δικαστηρίου της διεθνούς δικαιοδοσίας του επειδή αυτό θεωρεί άλλο ως «περισσότερο κατάλληλο» (ο θεσμός αυτός αποδοκιμάστηκε από το ΔΕΚ με την απόφαση του της 14ης.12.2004, C – 281/02, ………. κατά …….., Συλλογή 2005.I.1383). Παρόμοιο μέσο μονομερούς καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας ενός Δικαστηρίου αποτελεί και η αντιαγωγική διαταγή, που εκδίδεται κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, με την οποία όμως, αντιθέτως, επιχειρείται να απαγορευθεί στον καθ’ ου η αίτηση η έναρξη ή η συνέχιση ενός δικαστικού αγώνα ενώπιον αλλοδαπού Δικαστηρίου (ΤριμΕφΠειρ 31/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 110/2004 Δ 2005/831 με παρατηρήσεις Χ. Μεϊδάνη = ΠειρΝ 2004/92 = ΕΕΕυρΔ 2005/195, Δ. Τσικρικά, Ζητήματα από την αναγνώριση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, σε ΕΠολΔ 2019/281 επομ., Σπ. Ανδρίτσου, Anti-suit injunction σε εκτέλεση διαιτητικής ρήτρας: Σημεία επαφής διεθνούς εμπορικής διαιτησίας και Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 υπό το πρίσμα της απόφασης ΔΕΚ 10.2.2009, ……., C – 185/07, σε ΕφΑΔ 2019/507 επομ., Ε. Παραθύρα, Το ένδικο βοήθημα της αντιαγωγικής διαταγής, σε ΕφΑΔ 2013/207 επομ., Χ. Μεϊδάνη, Anti-suit injunction στην Αγγλία και Κανονισμός 44/2001 – Σύγκρουση (και σύγκριση) δύο νομικών παραδόσεων, σε ΔΕΕ 2005/152 επομ., Χρ. Μιχαηλίδου, Ζητήματα συμβατότητας της αγγλοσαξωνικής αντιαγωγικής διαταγής (anti-suit injunction) με τον ΕΚ 44/2001, σε ΕφΑΔ 2009/356 επομ., Ι. Δεληκωστόπουλου, Ασύμμετρη δικαστική προστασία: αντι-αγωγική διαταγή και ποινική αποζημίωση, σε ΕΠολΔ 2014/20 επομ., Απ. Άνθιμου, σημείωμα σε ΕΠολΔ 2009/261 επομ., Π. Γιαννόπουλο, Anti-suit injunctions και κοινοτική έννομη τάξη, σε ΕΕΕυρΔ 2005/73 επομ., Ν. Δαβράδο, σε Κοινοδίκιον 2001, σελ. 76 επομ., Ελ. Μουσταΐρα, Εκτέλεση και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σε Δ 1998/481 επομ., Αθ. Καΐση, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, 2003, σελ. 91 επομ., Χ. Παμπούκη, Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση & εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές, 2014, σελ. 132, σημ. 670, P. Gottwald, Όρια της ενέργειας στο εξωτερικό μέτρων που λαμβάνονται από πολιτικά δικαστήρια, σε Δ 1990/97 επομ., Α. Δημολίτσα, Παρατηρήσεις επί της πρόσφατης νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων για τη διεθνή διαιτησία, σε ΔΕΕ 2006/81 επομ. [84], N. Andrews on Civil Processes, Court Proceedings, Arbitration & Mediation, 2019, αρ. 34.33 επομ., σελ. 967 επομ.). Κατά το αγγλικό δικονομικό δίκαιο οι εν λόγω διαταγές εκδίδονται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες έχει προηγηθεί ή επίκειται η άσκηση αγωγής σε αλλοδαπό Δικαστήριο κατά παράβαση είτε συμφωνίας παρεκτάσεως, η οποία ιδρύει τη διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών Δικαστηρίων είτε συμφωνίας περί της διαιτητικής επιλύσεως της διαφοράς, καθώς και όταν ο ενάγων ενεργεί καταχρηστικά απευθυνόμενος σε αλλοδαπό Δικαστήριο και επιβαρύνει με τον τρόπο αυτόν υπερβολικά τον εναγόμενο. Οι διαταγές αυτές δεν περιλαμβάνουν κρίση στην ουσία της υποθέσεως αλλά απαγορεύουν την εκδίκαση μιας υπόθεσης από συγκεκριμένα [αλλοδαπά σε σχέση προς το αγγλικό forum] Δικαστήρια και για το λόγο αυτό εντάσσονται κατά κανόνα στα ρυθμιστικά ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία υποχρεώνουν τον καθ’ ου η αίτηση σε παράλειψη ορισμένης συμπεριφοράς (prohibitive injunctions) και εκτελούνται με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής ή προσωπικής κρατήσεως, καθώς και με την επιβολή κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων του. Οι ποινές αυτές απειλούνται και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του καθ’ ου, επιβάλλονται επειδή η συμπεριφορά του θεωρείται ως προσβολή του Δικαστηρίου (contempt of court) που εξέδωσε τη διαταγή. Πρόδηλο καθίσταται έτσι ότι η αποτελεσματικότητα του αντιαγωγικού αυτού μέτρου εξαρτάται αφενός από την ύπαρξη περιουσίας του καθ’ ου στην Αγγλία και αφετέρου από την αναγνώριση της ισχύος του στο έδαφος της επικράτειας του αλλοδαπού Δικαστηρίου, όπου αναμένεται η άσκηση ή εκκρεμεί η συζήτηση της αγωγής της οποίας απαγορεύεται η πρόοδος. Οι αντιαγωγικές διαφορές εκπορεύονται από έννομη τάξη που αγνοεί το θεσμό της εκκρεμοδικίας και προτάσσει την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων σε περιπτωσιολογική βάση. Για το λόγο αυτό, ιδίως όταν οι αντιαγωγικές διαταγές εκδίδονται για να αποτρέψουν την παραβίαση ρήτρας παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας που τα καθιστά αποκλειστικά αρμόδια, τα αγγλικά Δικαστήρια προστατεύουν το δικαίωμα της «μη εναγωγής στην αλλοδαπή» [right not to be sued abroad] και το αντικείμενο της διαφοράς που έχει υπαχθεί με συμφωνία στη δικαιοδοσία τους, αποβλέποντας στο υποκείμενο της αντιδικίας που δεν παραβίασε τα συμφωνηθέντα και λαμβάνοντας απαγορευτικά μέτρα in personam με βάση κριτήρια ελαστικά, που δεν απορρέουν από ευκρινείς κανόνες. Τα μέτρα αυτά αποβλέπουν βέβαια στη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας των εννόμων συνεπειών μιας ρήτρας παρεκτάσεως που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ευρωπαϊκής δικονομικής έννομης τάξης. Όμως, δεν προσαρμόζονται με τα κριτήρια της κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζει ο ενωσιακός νομοθέτης, ο οποίος, λόγω της καταγωγής των ρυθμίσεών του από τη νομική παράδοση των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών δικονομικών συστημάτων, επιχειρεί να επιτύχει την ασφάλεια δικαίου μέσω της προβλεψιμότητας και για το λόγο αυτό επιλέγει δικαιοδοτικούς συνδέσμους αντικειμενικούς (in rem) και αφηρημένους, θεωρώντας το ζήτημα ως αντικείμενο του δημόσιου δικαίου και επιβάλλοντας αυστηρούς και ομοιόμορφους κανόνες, όπως αυτοί των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙ. Σ’ αυτούς ακριβώς τους κανόνες προσκρούει η έκδοση της αντιαγωγικής διαταγής, που λειτουργεί ως ρυθμιστικό μέτρο υπερεδαφικής εμβέλειας με στόχο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας άλλων Δικαστηρίων. Αυτό ήταν και το επιχείρημα που επικαλέστηκε το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου για να δικαιολογήσει την ασυμβατότητα της αντιαγωγικής διαταγής προς τον ΚανΒρΙ. Ειδικότερα, το ΔΕΚ (C-152/02, ……….., ο.π) έκρινε ότι η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου μέτρου εξουδετερώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ειδικών μηχανισμών που προβλέπονται από αυτόν για την άρση της σύγκρουσης των δικαιοδοσιών στην περίπτωση της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, που εδράζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών προς τα δικαιϊκά τους συστήματα και τα δικαιοδοτικά τους όργανα και δε μπορούν να στηριχθούν στη μονομερή οικειοποίηση του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας εκ μέρους ενός Δικαστηρίου ούτε σε απαγορεύσεις κατά της άσκησης της δικαιοδοσίας άλλου Δικαστηρίου και σε απειλές κυρώσεων. Το Δικαστήριο διέγνωσε ακόμα ότι η αντιαγωγική διαταγή θα μπορούσε να προκαλέσει τη δημιουργία συγκρούσεων για την επίλυση των οποίων ο Καν. 44/2001 δεν διαθέτει μέσα θεραπείας. Τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να ανακύψει στην περίπτωση της, παρά την έκδοση της anti-suit injunction, λήψης αποφάσεως από άλλο Δικαστήριο που την αντιπαρήλθε. Το Δικαστήριο επανέλαβε την αποδοκιμασία της anti-suit injunction και στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, παρά την εξαίρεση της από το πεδίο εφαρμογής του Καν. 44/2001, με την απόφαση του της 10ης.2.2009, επί της υπόθεσης ……… (C – 185/07, ο.π.), με την οποία επιβεβαίωσε τη νομολογία του και στους λόγους ασυμβατότητας της αντιαγωγικής διαταγής προς το ενωσιακό σύστημα προσέθεσε και την παραβίαση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, επιχείρημα, βέβαια, σχετικής αξίας, δεδομένου ότι ο καθ’ ου αυτή στρέφεται διάδικος διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να προσφύγει στο παρεκτεινόμενο πολιτειακό ή στο συμφωνηθέν διαιτητικό δικαστήριο και να επιδιώξει την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά τους όρους των ρητρών παρεκτάσεως και διαιτησίας, που ο ίδιος αποδέχθηκε. Στις anti-suit injunction που εκδίδονται για την προστασία ρήτρας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών Δικαστηρίων το αντιαγωγικό αποτέλεσμα συνίσταται στον εξαναγκασμό του διαδίκου που προσέφυγε σε αλλοδαπή δικαιοδοσία να προβεί σε κατάργηση της δίκης που προκάλεσε. Παρόμοιο αποτέλεσμα παράγει εμμέσως και η κρίση του αγγλικού Δικαστηρίου που επιδικάζει αποζημίωση για την παράβαση της ρήτρας αυτής, σε βάρος του διαδίκου που υποσχέθηκε στον αντίδικό του οι διαφορές τους να επιλυθούν σε αγγλικό forum. Η διαφορά των δύο αποφάσεων έγκειται στο ότι με τη δεύτερη το αγγλικό Δικαστήριο ασκεί τη δικαιοδοσία του και επιλαμβάνεται στην ουσία της υποθέσεως, ενώ με την πρώτη απλώς απαγορεύει την άσκηση της αλλοδαπής δικαιοδοσίας, προκειμένου να επιβάλλει τη συμφωνία των μερών και όχι τη δική του αντίληψη περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ εφαρμογή του ΚανΒρΙ. Από την άποψη αυτή η μία απόφαση (η πρώτη) απλώς αμφισβητεί την αλλοδαπή δικαιοδοσία, αφού περιέχει μόνο αρνητική αυτής κρίση και όχι απόφανση επί της ουσίας, ενώ η άλλη καταρχάς καταφάσκει ιδία δικαιοδοσία κατά τους ορισμούς του ΚανΒρΙ, τους οποίους εφαρμόζει, έστω και εσφαλμένα και στη συνέχεια την ασκεί. Με την απόφαση αυτή αναγκαίως αποφάσκεται η αλλοδαπή δικαιοδοσία, όμως, τούτο δε συνιστά νόσφιση της αλλά κρίση σύμφωνη με τον ΚανΒρΙ, αφού κάθε παραδοχή περί της ύπαρξης και του κύρους μιας ρήτρας παρεκτάσεως του άρθρου 23 αυτού, έστω και εσφαλμένη, έστω και κατά καταστρατήγηση της διεθνούς δικαιοδοσίας εκφερθείσα, επιτελεί αυτονόητα και καταργητική της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum derogatum λειτουργία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η επιδίκαση αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας, μολονότι έχει σαφή αντιαγωγικά χαρακτηριστικά, ιδίως αν προέρχεται από Δικαστήριο που μολονότι επιλήφθηκε της υποθέσεως δεύτερο, εντούτοις δεν ανέστειλε την εκδίκαση της, κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙ, είναι ανεκτή από την ευρωπαϊκή δικονομική τάξη. Άλλωστε, μετά την αντιστροφή του κανόνα της προτεραιότητας του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου υπέρ του παρεκταθέντος, έστω και αν αυτό επιλαμβάνεται μεταγενέστερα, που επήλθε με το άρθρο 31 σημ. 2 του ΚανΒρΙα, περί του οποίου έγινε ήδη αναφορά παραπάνω (υπό στοιχ. ΙΙΙ), δύσκολα θα μπορούσε πλέον να γίνει λόγος για παραβίαση της δικονομικής δημόσιας τάξης του πρώτου επιληφθέντος αλλά μη από τα μέρη επιλεγέντος Δικαστηρίου, ακόμα και αν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 35 σημ. 3 του Καν. 44/2001 (και ήδη 45 σημ. 3 του Καν. 1215/2012), αφού μετά την τροποποίηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι επήλθε αντίστοιχη μεταβολή των θεμελιωδών αντιλήψεων της ενωσιακής δικονομίας που συγκαθορίζουν και τις αντίστοιχες εθνικές. Σε κάθε περίπτωση, αν την αγγλική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας συνοδεύσει και διαταγή (υπό μορφή order ή injunction) περί υποχρεωτικής παραιτήσεως του οφειλέτη της αποζημιώσεως από την προσφυγή του στην αλλοδαπή δικαιοδοσία, το μέτρο αυτό θα είναι άσκοπο και περιττό, ενόψει του ανεπίτρεπτου του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του αγγλικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 35 σημ. 3 του ΚανΒρΙ και, από την άποψη αυτή, η λήψη του ούτε ενδυναμώνει την αγγλική απόφαση ούτε μπορεί να παρεμποδίσει την αναγνώριση της έξω από την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου (Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 8, αρ. 34, σελ. 252).
VIII. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της Α έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως, επικουρικό, όπως εκτιμάται, της κύριας θέσης τους, δηλαδή προταθέντα για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι αγγλικές αποφάσεις και διαταγές παρήγαγαν όντως δεδικασμένο, ισχυρισμό τους ότι την αναγνώριση του δεδικασμένου αυτού στην Ελλάδα εμποδίζει πάντως η συνδρομή κωλύματος συνισταμένου στην αντίθεση της αλληλουχίας των αποφάσεων αυτών στην ημεδαπή δικονομική δημόσια τάξη και αποδίδουν εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 34 σημ. 1 του Καν. 44/2001 και 33 ΑΚ στην εκκαλουμένη, που έκρινε ότι τέτοιο εμπόδιο δεν υφίσταται και προχώρησε στην αναγνώριση τους. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες ότι το σύνολο και η αλληλουχία των αποφάσεων και διαταγών των Δικαστών ………….. έχουν αντιαγωγικά χαρακτηριστικά, καθόσον ειδικότερα, πρώτον, απέβλεψαν στην αποτροπή της εισαγωγής προς συζήτηση των ελληνικών αγωγών στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, δεύτερον, κατέτειναν, ιδίως δια της διαταγής περί ειδικής εκτελέσεως, στον εξαναγκασμό των εναγόντων να διακόψουν τη διεξαγωγή της δίκης στην Ελλάδα ως προς τις αξιώσεις τους που ασκήθηκαν με το σύνολο των δεκατριών [13] αγωγών τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ένδικες. Επί τη βάσει αυτών εντοπίζουν το σφάλμα της εκκαλουμένης στο γεγονός ότι παρέβλεψε αφενός μεν ότι δια της αλληλουχίας των αποφάσεων αυτών προσβλήθηκε το δικαίωμα τους να λάβουν την αιτηθείσα δικαστική προστασία από το φυσικό τους δικαστή και έτσι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 20 § 1 και 8 του Συντάγματος και αφετέρου ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε «μια απλή παράβαση των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 του Κανονισμού 44/2001 αλλά μια συντονισμένη και βάναυση επί τριετία προσπάθεια των αγγλικών δικαστηρίων να νοσφισθούν κυριολεκτικά τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς».
Ανεξαρτήτως του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε δεδικασμένο από την απόφαση του Πρωτοδίκη ………………., ο οποίος πριν τη δεύτερη απόφαση του αγγλικού Εφετείου επιδίκασε αποζημίωση σε βάρος των εταιριών …………………… και OME και υπέρ των ασφαλιστών του πλοίου AT για περιφρόνηση του αγγλικού Δικαστηρίου εκ μέρους των πρώτων που εκδηλώθηκε με την κατάθεση από αυτές προτάσεων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικειμένης συζητήσεως των ενδίκων αγωγών, που τελικά αναβλήθηκε, με αποτέλεσμα ο ερευνώμενος λόγος να παρίσταται κατά τούτο αλυσιτελής, με βάση όλα όσα ανωτέρω υπό στοιχ. VII της παρούσας αναφέρθηκαν, ο ίδιος λόγος είναι νομικά αβάσιμος και για την αιτία αυτή απορριπτέος. Τούτο δε καθόσον ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άντλησε δεδικασμένο, ενόψει του οποίου κήρυξε την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του, όχι από την αλληλουχία των πρωτόδικων αγγλικών αποφάσεων και διαταγών των Δικαστών ………………. . αλλά από κάθε μία από τις αποφάσεις αυτές αυτοτελώς, που πρέπει να συνδυαστούν προς τη μετ’ αναίρεση εφετειακή κρίση και με τις οποίες το Court of Appeal και το High Court of Justice του Λονδίνου άσκησαν διεθνή δικαιοδοσία και αποφάνθηκαν επί της ουσίας των αγγλικών αποζημιωτικών απαιτήσεων τις οποίες και επιδίκασαν υπέρ των ασφαλιστών μεταξύ των οποίων και των ήδη εναγομένων με τις ένδικες αγωγές. Η σχετική κρίση της εκκαλουμένης είναι, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, ορθή, δεδομένου ότι για την αναγνώριση αυτή δεν ασκούσε έννομη επιρροή η εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων παραβίαση (πιθανότατα) του άρθρου 27 και/ή (ενδεχομένως) του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ. Ούτε το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης των εναγόντων προσβλήθηκε, αφού η αντιδικία στην Αγγλία διήλθε όλους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, ενώ παράλληλα, τουλάχιστον οι εταιρίες …………… και OME, που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι δεσμεύονται από τη ρήτρα δικαιοδοσίας των συμφωνητικών συμβιβασμού, έτυχαν ακροάσεως από τα αγγλικά Δικαστήρια που δεν αμφισβητείται ότι συμφωνήθηκαν ως αρμόδια για να κρίνουν, κατά το αγγλικό μάλιστα δίκαιο, το κύρος και τα όρια του πεδίου εφαρμογής της ρήτρας αυτής. Άλλωστε, η άρνηση αναγνωρίσεως του δεδικασμένου των αγγλικών αποφάσεων επειδή παραμέρισαν την ημεδαπή εκκρεμοδικία θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα σε ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 36 του ΚανΒρΙ αναθεώρηση τους, αφού η κρίση ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28 αυτού δεν αποτελεί άλλο παρά επίκληση ενός νομικού σφάλματός τους δια της μη εφαρμογής ενός κανόνα του δικονομικού δικαίου που το ημεδαπό Δικαστήριο θα εφάρμοζε αν βρισκόταν στη θέση του αλλοδαπού. Για τους λόγους αυτούς ο δεύτερος λόγος της Α έφεσης κατά το ερευνώμενο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί.
ΙΧ. Ειπώθηκε ήδη ανωτέρω υπό στοιχ. VII ότι στην έννοια της αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, που εμποδίζει την αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης κατά τα άρθρα 34 και 45 του ΚανΒρΙ, εμπίπτει και η παραβίαση από αυτήν βασικών δικονομικών αρχών, οι οποίες αντλούνται από το ευρωπαϊκό αστικό δικονομικό δίκαιο, τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τα διεθνή κείμενα για την προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 45, αρ. 13 – 14, σελ. 579 επομ.) και συνιστούν στοιχειώδεις εγγυήσεις μιας δικαιοκρατούμενης δικαστικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων καταλέγονται προεχόντως οι δικονομικές αρχές της δικαστικής ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστή, της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ισότητας των όπλων των διαδίκων και εν γένει της χρηστής διεξαγωγής της δίκης (Αθ. Καΐσης, ο.α.α., σελ. 70 – 99, Απ. Άνθιμος, Η δικονομική δημόσια τάξη κατά το γερμανικό δίκαιο ως λόγος άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων, σε Δ 1996/823 επομ. [827 επομ.]). Επομένως, για να υπάρξει προσβολή της ημεδαπής δικονομικής δημόσιας τάξης θα πρέπει οι συνέπειες της προς αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως να αντιστρατεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση και μάλιστα προδήλως τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές που κρατούν στην Ελλάδα. Υπό την έννοια αυτή, απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου που καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, δεν προσκρούει καταρχήν στην εγχώρια δημόσια τάξη και μπορεί να αναγνωριστεί στην Ελλάδα, αφού και το ημεδαπό δίκαιο προβαίνει σε αντίστοιχες ρυθμίσεις στα άρθρα 173 επομ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). Άλλωστε, όπως έχει κριθεί (ΤριμΕφΑνΚρητ 139/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΚερκ 130/2012 Αρμ. 2013/767 με παρατηρήσεις Απ. Άνθιμου = ΝοΒ 2013/719 = ΕΠολΔ 2013 με σημείωμα Π. Γιαννόπουλου, βλ. και Μ. Σταθόπουλο, Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη, σε Δνη 2010/609 επομ. [623], Σπ. Γκιάφη, Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών της ΕΟΚ, 1990, σελ. 144), ακόμα και αν προσέκρουε, η αντίθεση θα εντοπιζόταν μόνον στο κεφάλαιο της αλλοδαπής απόφασης το σχετικό με την επιβολή της δικαστικής δαπάνης και δε θα εκτεινόταν στο σύνολο της, διότι τούτο θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα στην ανατροπή των συνεπειών της απόφασης και θα εκμηδένιζε de facto ακόμα και την ουσιαστικού δικαίου αξίωση του ενάγοντος που έγινε δεκτή. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη και συγκεκριμένα προσβολή του από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ αναγνωριζόμενου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, του οποίου την άσκηση δυσχέραινε ουσιωδώς, είχε κριθεί από τα εγχώρια Δικαστήρια της ουσίας (ΤριμΕφΠειρ 30/2012 ΕΝαυτΔ 2013/126 = Αρμ. 2013/771, ΕφΛαρ 484/2011 Αρμ. 2013/765, ΕφΚερκ 193/2007 ΝοΒ 2009/557, ΕφΑθ 6115/2005 ΕπιΔικΙΑ 2006/88) ότι συνιστούσε η καταδίκη του εναγομένου στην καταβολή υπέρμετρης δικαστικής δαπάνης και ειδικότερα δικαστικών εξόδων που ελεγχόμενα ως προς το ύψος τους υπό το πρίσμα της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας υπερέβαιναν την αξία του αντικειμένου της δίκης τελώντας ως προς αυτό σε προφανή δυσαναλογία, η δε κρίση τους αυτή είχε διέλθει επιτυχώς τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1829/2006 ΝοΒ 2007/674 = ΧρΙΔ 2007/635 = Δνη 2007/162 και ΑΠ 1066/2007 ΕΠολΔ 2008/68, πρβλ για το παρεμφερές ζήτημα της αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης που επιδικάζει ποινική αποζημίωση [punitive damages] ΟλΑΠ 17/1999 ΔΕΕ 2000/181 με σημειώματα Ι. Καράκωστα και Χρ. Μιχαηλίδου = ΝοΒ 2000/461 = Δνη 1999/1288 = ΕΔΚΑ 1999/785 = ΕΕΝ 2000/20). Όμως, η σχετική νομολογία δείχνει πλέον να μεταβάλλεται. Αξιοποιώντας τις ορθές επισημάνσεις της θεωρίας (Π. Γιαννόπουλος, Αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως στην ελληνική δημόσια τάξη λόγω επιδικάσεως υπέρμετρης δικαστικής δαπάνης, σε Αρμ. 2006/1832 επομ., Χ. Μεϊδάνης, Η επιβολή υπέρμετρων δικαστικών εξόδων από αλλοδαπή απόφαση. Ζητήματα εκτελεστότητας στην Ελλάδα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, σε ΧρΙΔ 2007/833 επομ.), το Ακυρωτικό (ΑΠ 579/2019 ΧρΙΔ 2019/693 = ΕφΑΔΠολΔ 2019/1341) δέχεται ήδη ότι όταν το ενωσιακό Δικαστήριο επιδικάζει πραγματική δικαστική δαπάνη και όχι υποκρυπτόμενη τιμωρητική αποζημίωση, η απόφαση του τυγχάνει πάντοτε αναγνωριστέα, χωρίς να ελέγχεται το ύψος της, έστω και αν είναι υπερβολικό, αφού ο έλεγχος αυτός θα συνιστούσε απολύτως απαγορευμένη από το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο (άρθρα 34 και 45 του ΚανΒρΙ και ήδη 45 και 46 του ΚανΒρΙα) αναδίκαση της υπόθεσης. Εκκινώντας δε ακολούθως από την παραδοχή ότι το ενδεχόμενο να μην αποδοθεί τελικώς στο νικητή διάδικο η δικαστική του δαπάνη λειτουργεί, ιδίως στις περιπτώσεις που η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα έχει υψηλό κόστος, τόσο αποτρεπτικά όσο και η πρόβλεψη ιδιαίτερα υψηλών δικαστικών εξόδων ως προς την ευχέρεια προσβάσεως του στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να σχετικοποιείται το επιχείρημα από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνεπέστερη – τόσο προς την αναγκαιότητα εννοιολογικής πληρώσεως της έννοιας της δημοσίας τάξεως με κριτήρια ευρωπαϊκά, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, όσο και προς τη λειτουργία της εκκαθαρίσεως της δικαστικής δαπάνης στο πλαίσιο του ελληνικού δικονομικού δικαίου – παρίσταται η ερμηνευτική εκδοχή ότι η ρύθμιση της δικαστικής δαπάνης δεν εκφράζει πρωταρχικής σημασίας αντιλήψεις του νομοθέτη και, συνεπώς, δεν εντάσσεται στη δημόσια τάξη, με αποτέλεσμα να μην ευρίσκει νόμιμο έρεισμα ο έλεγχος της αλλοδαπής απόφασης κατά την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξη της.
Εν προκειμένω με το πρώτο υποσκέλος του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της οι εκκαλούντες της Α έφεσης υποστηρίζουν ότι η επιδίκαση από τα αγγλικά Δικαστήρια των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, που ανήλθαν σε χρηματικό ποσό εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €) αντίκειται προφανώς και προδήλως στην ημεδαπή δημόσια τάξη, διότι συνιστά προσβολή του κύρους και της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης και αντιβαίνει στον πυρήνα της ημεδαπής αλλά και της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης και με τον ισχυρισμό αυτό μέμφονται κατ’ ουσίαν την εκκαλουμένη για παράβαση του άρθρου 34 σημ. 1 του ΚανΒρΙ.
Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι προεχόντως αλυσιτελής και απαράδεκτος, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις και τις διαταγές των Δικαστών ………………. και ………………. στο σύνολο τους αλλά μόνο κατά τις διατάξεις τους που αφορούν στο ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών Δικαστηρίων και της ανυπαρξίας της διεθνούς δικαιοδοσίας του ιδίου, όπως άλλωστε είχε δικαίωμα (επιχείρημα και από το άρθρο 48 του ΚανΒρΙ, περί εν μέρει κηρύξεως ως εκτελεστής της αλλοδαπής απόφασης, η τελολογία του οποίου επιβάλει τη μερική αναγνώριση του δεδικασμένου κατά κεφάλαια της αποφάσεως όταν αυτά αντιστοιχούν σε διαφορετικές αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας). Σε κάθε περίπτωση πάντως θα έπασχε διττώς και ως προς τη νομική του βασιμότητα, δεδομένου ότι ενωσιακή απόφαση δεν ελέγχεται από τη σκοπιά της ημεδαπής δημόσιας τάξης κατά την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξη της αλλά και αν ελεγχόταν η αναγνώριση της δε θα ματαιωνόταν, αφού οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ούτε ότι η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη δεν είναι πραγματική αλλά υποκρύπτει τιμωρητική της συμπεριφοράς τους διάθεση του αγγλικού Δικαστηρίου ούτε ότι είναι υπερβολική σε σχέση με το αντικείμενο της αντιδικίας στην Ελλάδα. Ο δε πρόσθετος ισχυρισμός τους ότι τα ελληνικά Δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να αποφασίζουν για το ύψος των δικαστικών εξόδων στις δίκες που εκκρεμούν ενώπιον τους (Κ. Μπέη/Ν. Κουράκη/Ε. Μπέη/Ε. Κουράκη, Η ελληνική δημόσια τάξη ως λόγος αποκλεισμού της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης, γνμδ σε Δ 2004/280 επομ. [291 – 293]) στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το αγγλικό Δικαστήριο προέβη σε κατανομή της δικαστικής δαπάνης των ελληνικών δικών, όπως θα την πραγματοποιούσε το ελληνικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 επομ. ΚΠολΔ, ενώ στην πραγματικότητα προέβη σε επιδίκαση αποζημιώσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους εφεσίβλητους από την υποβολή τους σε δαπάνες [και] στην Ελλάδα προς αντίκρουση των ελληνικών αγωγών, που ασκήθηκαν κατά παράβαση των ρητών παρεκτάσεως που είχαν περιληφθεί στις ασφαλιστήριες συμβάσεις και στα συμφωνητικά συμβιβασμού.
Ομοίως απορριπτέος, ως νομικά αβάσιμος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εκκαλούντων της Α έφεσης που διατυπώνεται με το δεύτερο υποσκέλος του δεύτερου λόγου της, με το οποίο επικαλούνται το ασυμβίβαστο κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 του ΚανΒρΙ μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων που εκδόθηκαν στην Αγγλία και επέβαλαν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων και την δικαστική δαπάνη των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στην Ελλάδα και αφετέρου, της εκκαλουμένης, που προέβη σε συμψηφισμό κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ της συνολικής δαπάνης και τους απάλλαξε από κάθε σχετική υποχρέωση. Ανεξαρτήτως της λογικής ασυνέπειας του ισχυρισμού αυτού, που επιχειρεί να ανατρέψει την εκκαλουμένη, στην ισχύ ακριβώς της οποίας εδράζεται το επιχείρημα του αλλά και της αλυσιτέλειας της προβολής του, ενόψει του ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, πρωτοδίκως δεν έλαβε χώρα αναγνώριση των σχετικών με την επιβολή των δικαστικών εξόδων διατάξεων των ως άνω δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, ο κρινόμενος λόγος πάσχει ως προς τη βασιμότητα του από νομική άποψη, δεδομένου ότι, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 του Καν 44/2001, πρώτον, ασυμβίβαστο παράγεται μεταξύ των εννόμων συνεπειών δύο αποφάσεων όταν αυτές είναι αδιάλλακτες μεταξύ τους, επειδή αποκλείονται αμοιβαία (ΔΕΚ 4.2.1988, C – 145/86, ………….., ο.π, σκέψη 22) και ως έννομες συνέπειες θεωρούνται εκείνες που δημιουργούνται σε σχέση με το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, δηλαδή το δικαίωμα που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης και προκύπτουν από την υπαγωγή των βιοτικών περιστατικών στο πραγματικό ορισμένου κανόνα δικαίου που κρίθηκε εφαρμοστέος (ΑΠ 1321/2004 ΕλΔνη 2005/1435 = Αρμ. 2005/1620, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 10, αρ. 47, σελ. 392), με αποτέλεσμα να μην καταφάσκεται ασυμβίβαστο όταν η φύση των συνεπειών των δύο αποφάσεων διαφέρει (Χ. Μεϊδάνης, Ερμηνευτικές κατευθύνσεις του άρθρου 34 σημείο 3 του Κανονισμού 44/2001, σε Αρμ. 2006/1688 επομ. [1689]), όπως συμβαίνει γενικά όταν η μία από αυτές επιδικάζει αποζημίωση προς εκπλήρωση αξίωσης από το ουσιαστικό δίκαιο και η άλλη προβαίνει σε κατανομή της δικαστικής δαπάνης που δεν επιτελεί κατά κύριο λόγο αποκαταστατική λειτουργία και όπως συμβαίνει και στην ερευνώμενη περίπτωση, κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, το μεν αγγλικό Δικαστήριο προέβη σε επιδίκαση αποζημιώσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους εφεσίβλητους από την υποβολή τους σε δαπάνες [και] στην Ελλάδα προς αντίκρουση των ελληνικών αγωγών, που ασκήθηκαν κατά παράβαση των ρητών παρεκτάσεως, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένειμε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική τους δαπάνη, στη βάση δικονομικών παραμέτρων, όπως η δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι, χωρίς αναφορά στα ουσιαστικά δικαιώματα και, δεύτερον, ότι ναι μεν για την παραγωγή ασυμβιβάστου δεν έχει καταρχήν σημασία ο βαθμός δικονομικής ωριμότητας εκάστης ή ο δικαιοδοτικός βαθμός από τον οποίο εκδόθηκε ή ενώπιον του οποίου ελέγχθηκε η ημεδαπή ή η αλλοδαπή απόφαση (Κ. Κεραμέας, Ασυμβίβαστες ημεδαπές και αλλοδαπές αποφάσεις και ενδιάμεση αλλοίωση της παροχής, σε Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, τόμος Ι, 2007, σελ. 449 – 462 [459], Χ. Ταγαράς, ο.π., άρθρο 27, σημείο 3, αρ. 18, σελ. 224 – 225, Στ. Γαβαλάς, Κωλύματα αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων κατά το άρθρο 27 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 328), όμως, ημεδαπές αποφάσεις που δεν έχουν αναπτύξει ενέργεια δεδικασμένου δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης που έχει εξοπλιστεί με δεδικασμένο (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 65, σελ. 608), αφού άλλως θα προσδίδονταν στις ημεδαπές οριστικές αποφάσεις συνέπειες τελεσιδικίας, πλασματικές όμως και όχι πραγματικές (Αν. Βαλτούδης, Η έννοια των ασυμβίβαστων δικαστικών αποφάσεων των άρθρων 34 αρ. 3 και 45 εδ. α΄ Κανονισμού 44/2001, σε ΕΠολΔ 2014/289 επομ. [291]), όπως συμβαίνει στην περίπτωση που κρίνεται, στα πλαίσια της οποίας δεν είναι δυνατή η σύγκριση του διατακτικού της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, που ήδη άλλωστε επανακρίνεται και των αγγλικών αποφάσεων, που έχουν, όπως δεν αμφισβητείται, καταστεί αμετάκλητες.
Χ. Συνοψίζοντας, το αγγλικό δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη, το κύρος και το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, που περιελήφθησαν στα συμφωνητικά συμβιβασμού, που τερμάτισαν την αγγλική αντιδικία, δεσμεύει τα ελληνικά Δικαστήρια και καθιστά απαράδεκτες τις ένδικες αγωγές κατά το μέρος τους που ασκήθηκαν από τις εταιρίες …………………… και ….. κατά των φυσικών και νομικών προσώπων των διαδίκων CMI και εκκαλούντων της Β έφεσης, που υπήρξαν διάδικοι στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις των Δικαστών ………………. και ……………….. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν το δεδικασμένο αυτό καταλαμβάνει και την πρώτη εφεσίβλητη της Α έφεσης ευρωπαϊκή ασφαλιστική εταιρία (………….), μολονότι στην αγγλική αντιδικία μετείχε υπό τη νομική μορφή της γερμανικής ανώνυμης εταιρίας (….) και με την αρχική της επωνυμία (ως ……….), δεδομένου ότι οι μεταβολές στην επωνυμία και τη νομική της μορφή επήλθαν μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας στις 15.8.2006, οπότε ασκήθηκε η με αριθμό φακέλου …../2006 αγωγή των και νυν εναγόντων [και] εναντίον της, η εκδίκαση της οποίας ανεστάλη ακολούθως δυνάμει των …….. Orders που προαναφέρθηκαν για να αναβιώσει στη συνέχεια, μετά την έγερση της πρώτης ομάδας των ελληνικών αγωγών, στις 25.7.2011, όταν η υπόθεση επανεισήχθη στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου με κλήση των διαδίκων CMI, στο πλαίσιο της αρχικής αγωγής της πλοιοκτήτριας. Δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων για τις αυτές αγωγές παράγεται και ως προς τις λοιπές ενάγουσες, συνασφαλισμένες, εταιρίες ενόψει της μετ’ αναίρεση απόφασης του αγγλικού Εφετείου, που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδίκη ………………. δεχόμενο και αυτό ότι οι πλοιοκτήτριες αυτές ενήγαγαν στην Ελλάδα «κατά παραβίαση των διατάξεων δικαιοδοσίας», που είχαν περιληφθεί στις ασφαλιστήριες συμβάσεις τους, αφού κατά τη δίκη που απέληξε στην έκδοση της εφετειακής αποφάσεως στις πλευρές της αντιδικίας μετείχαν ως διάδικοι, από τη μία [και] οι συνασφαλισμένες και από την άλλη [και] οι ασφαλιστές CMI και οι προστηθέντες και υπάλληλοί τους. Το συμπέρασμα τούτο δεν παραλλάσσει ενόψει του ότι μεταξύ της πρωτόδικης και της παρούσας, δευτεροβάθμιας, κρίσης παρεμβλήθηκε η έκδοση της υπ’αριθμ. 371/1.7.2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση), που ως γεγονός γνωστό από προηγούμενη ενέργεια του λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 2 ΚΠολΔ), με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή των εταιριών …………… και OME και ακυρώθηκε ως προς αυτές η με αριθμό 3461/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε δεχθεί αίτηση των διαδίκων CT περί κηρύξεως εκτελεστών στην Ελλάδα της από 26.9.2014 αποφάσεως και των συναφών διαταγών του Δικαστή ………………., επειδή διαπιστώθηκε ότι οι περιεχόμενες σ’ αυτές «οιονεί» αντιαγωγικές διαταγές, που αφορούσαν τις ως άνω (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πλοίου AT) εταιρίες ήταν αντίθετες προς την ημεδαπή δημόσια τάξη, στον πυρήνα της οποίας περιλαμβάνονται οι προσβληθείσες, ως κρίθηκε, διατάξεις των άρθρων 6 § 1 της ΕΣΔΑ και 8 και 20 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Τούτο δε προεχόντως διότι η προαναφερόμενη απόφαση έχει εκδοθεί μεταξύ άλλων διαδίκων (οι εδώ εναγόμενοι – εκκαλούντες/εφεσίβλητοι δεν ήταν διάδικοι στη σχετική δίκη) και, συνεπώς, δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων της προκείμενης δίκης αλλά και διότι με εκείνη την απόφαση κρίθηκε το επιτρεπτό της εκτελέσεως στην Ελλάδα διατάξεων με τις οποίες υποχρεώνονταν μερικοί από τους διαδίκους να καταβάλουν στους διαδίκους CT διάφορα ποσά εν είδει αποζημιώσεως από την εκ μέρους τους παραβίαση της προαναφερόμενης ρήτρας παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας και όχι αυτή καθαυτή η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη ρήτρας παρεκτάσεως (ΤριμΕφΠειρ 89/2020, αδημ.).
ΧΙ. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της Β έφεσης οι εκκαλούντες πλήττουν την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επικαλούμενοι ειδικότερα ότι τα υποκειμενικά όρια των ρητρών παρεκτάσεως που περιελήφθησαν στην από 24.5.2006 ασφαλιστική σύμβαση και στο από 3.1.2008 συμφωνητικό συμβιβασμού καταλαμβάνουν και τα φυσικά πρόσωπα των εναγόντων σε σχέση προς το σύνολο των εναγομένων, καθώς και τις συνασφαλισμένες εταιρίες έναντι των φυσικών προσώπων των εναγομένων, επειδή η αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των ρητρών παρεκτάσεως και στον κατακερματισμό της διαφοράς σε περισσότερα fora, με συνακόλουθο κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, κατ’ αντίθεση προς τους σκοπούς και τις πρόνοιες του ΚανΒρΙ. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Βέβαια, στα πλαίσια του αυτόνομου ελληνικού δικαίου έχει γίνει δεκτό ότι ο αμέτοχος στη σύναψη της ρήτρας παρεκτάσεως τρίτος μπορεί να την επικαλεστεί είτε όταν διευρύνονται τα περιθώρια της επιλογής του, όταν δηλαδή έχει την ιδιότητα του ενάγοντος (Χ. Απαλαγάκη, Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Δέσμευση του τρίτου από τη ρήτρα παρεκτάσεως που περιλήφθηκε στη σύμβαση, σε Δνη 1993/266 επομ. [272]) είτε όταν, εναγόμενος, υποστηρίζει ότι η ευθύνη του απορρέει από συμπεριφορά δική του μεν, εντασσόμενη όμως στη σφαίρα δράσης και στον κύκλο των συναλλαγών εκείνου που συνομολόγησε τη ρήτρα (ΤριμΕφΑθ 5973/2013, ο.π.) και τούτο προκειμένου να αποτραπεί ο κατακερματισμός της υπόθεσης και ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων. Όμως, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν είναι επιτρεπτό να επικαλεστεί τρίτος ρήτρα παρέκτασης την οποία δε συνήψε ο ίδιος ούτε συνήφθη από άλλους υπέρ αυτού ακόμα και αν ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν που τη συνομολόγησε (ΔΕΕ 28.6.2017, C – 436/16, ………. …… κατά ………., ψηφιακή συλλογή = Δνη 2017/1575, με σχόλιο Αθ. Πανταζόπουλου, σκέψεις 35 – 36, που εκδόθηκε σε συνέχεια προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε από το Ελληνικό Ακυρωτικό και την απόφαση ΑΠ 1166/2019, που εκδόθηκε ακολούθως). Η αντίληψη που καθορίζει τη στάση του ΔΕΕ έγκειται στο ότι επί ανυπαρξίας δήλωσης βουλήσεως του τρίτου στο έγγραφο της ρήτρας τίθεται πλέον ζήτημα υποστατού της συμφωνίας αυτού και όχι απλής τήρησης ή μη του τύπου του άρθρου 23 του ΚανΒρΙ (ΔΕΕ 7.2.2013, C – 543/10, …… κατά …….. κλπ, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 29, Ι. Δεληκωστόπουλος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, σε ΕΠολΔ 2012/163 επομ. [166]). Επομένως, εν προκειμένω, τις ρήτρες παρεκτάσεως που περιελήφθησαν στην ασφαλιστική σύμβαση και στο συμφωνητικό συμβιβασμού CMI δεν μπορούν να τις επικαλεστούν τα φυσικά πρόσωπα των εναγομένων (υπάλληλοι των συμβληθέντων ασφαλιστών CMI), αφού δεν ενάγουν αυτά ούτε υπέρ τους ούτε, πολύ περισσότερο, σε βάρος των συνασφαλισμένων εταιριών και των φυσικών προσώπων των εναγόντων, αφού κανείς από τους συγκεκριμένους εναγομένους δεν μετείχε σε καθέναν ενοχικό δεσμό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε και ο ερευνώμενος λόγος της Β έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.
ΧΙΙ. Μετά τις παραδοχές αυτές, προς έλεγχο απομένουν οι περιουσιακές αξιώσεις των συνασφαλισμένων εταιριών ………….. κατά των φυσικών προσώπων των εναγομένων, καθώς και οι αποκαταστατικές της ηθικής βλάβης αυτών και των φυσικών προσώπων – εναγόντων όλων των ενδίκων αγωγών κατά του συνόλου των εναγομένων, εφόσον για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, την έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων δεν εμποδίζει ούτε το δεδικασμένο των αγγλικών αποφάσεων ούτε η συμβατική παρέκταση της. Προς το σκοπό αυτό, σε συνέχεια των όσων ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν πρέπει να σημειωθεί και ότι στις υπό κρίση αγωγές περιλαμβάνονται, ως προς την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και οι ακόλουθοι ειδικότεροι ισχυρισμοί: Ότι τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι εναγόμενοι στην Αγγλία για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην πλοιοκτήτρια του πλοίου AT ασφαλιστές του βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις [3] ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος στο ναυάγιο ναύκληρου …………., που δόθηκαν στις 9.2.2007, στις 13.2.2007 και στις 25.7.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο High Court of Justice με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή για αυτούς απόφαση, ενώ γνώριζαν ότι ήσαν ψευδείς και κατασκευασμένες, καθώς και ότι δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους, αφού προηγήθηκε παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ποσών είκοσι οκτώ χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ (14.864 €), τελώντας τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημίσεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο δικαστήριο, στις οποίες μετείχαν όλοι οι εναγόμενοι είτε ως αυτουργοί είτε ως συνεργοί. Ότι, επιπλέον, ο εκ των εναγομένων της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2011 αγωγής …….. στις 30.6.2006 και στις 8.11.2006 διέδωσε προς τον ………, εκπρόσωπο της ασφαλειομεσίτριας του πλοίου AT εταιρίας με την επωνυμία ………, αρχικά ότι το από κοινού συνασφαλισμένο πλοίο του στόλου της …….. είχε διακόψει τους πλόες του λόγω άρσης εκ μέρους του ….. της κλάσης του συνεπεία της ανακαλύψεως ελαττωμάτων του και στη συνέχεια ότι το πλοίο που ναυάγησε ήταν κατασκευαστικά αναξιόπλοο και ότι για το λόγο αυτό οι ασφαλιστές του πίστευαν το ίδιο και για τα υπόλοιπα συνασφαλισμένα πλοία που θα έπρεπε να επιθεωρηθούν εκ νέου, καθώς και ότι τον μήνα Ιούνιο του έτους 2006, ο ………., εναγόμενος στην Ελλάδα σε άλλη αγωγή, εκπρόσωπος της εταιρείας ………., διαβεβαίωσε ψευδώς τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας ότι οι ασφαλιστές επρόκειτο να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Ότι, στις 3.7.2006, μετά από αίτηση της διαχειρίστριας εταιρείας ΟΜΕ, οι ασφαλιστές δέχθηκαν να προσθέσουν στον στόλο των συνασφαλισμένων πλοίων και την θαλαμηγό DVGT, αποδεχόμενοι, με τον τρόπο αυτό, την εγκυρότητα της συμβάσεως ασφαλίσεως αλλά και την ύπαρξη της απαιτήσεως στο ασφάλισμα, ομοίως δε οι ασφαλιστές, στις 13.8.2006, στις 13.11.2006, στις 24.1.2007 και στις 5.3.2007, αποδέχθηκαν την καταβολή των ασφαλίστρων της από κοινού ασφαλίσεως των πλοίων, αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό την εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως αλλά και την ύπαρξη της απαιτήσεως της πλοιοκτήτριας στην ασφαλιστική αποζημίωση. Ότι, στις 31.7.2006, εκπρόσωπος της εταιρείας …….. ανέφερε στον ……. της εταιρείας ασφαλειομεσιτών …….., αντιπροσώπου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», ενυπόθηκης δανείστριας του πλοίου που βυθίστηκε, ότι δεν θα πραγματοποιηθεί η πληρωμή της αποζημιώσεως, επειδή το πλοίο είχε ρήγματα που ανακαλύφθηκαν στον τελευταίο λιμένα φορτώσεως και είχαν προκαλέσει διαρροή ύδατος στο πλοίο, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτής. Ότι οι ασφαλιστές είχαν διαδώσει τον μήνα Αύγουστο του έτους 2006 στον …….., υπεύθυνο ασφαλίσεων της εταιρείας ………., που μετείχε στην ασφάλιση αυξημένης αξίας του πλοίου, ότι αυτό είχε υποστεί πλημμύρα σε ένα λιμάνι όπου είχε καταπλεύσει πριν το ναυάγιο και ότι δεν έγιναν από την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστριά του οι απαιτούμενες επισκευές. Ότι, στις 7.9.2006, στις Φιλιππίνες, ο………………., ενεργώντας με εντολή των ασφαλιστών του πλοίου, μετά από προσυνεννόηση και εκτελώντας εντολές τους, πρόσφερε χρήματα στον ναύκληρο ……………….για να μεταβάλει τις αρχικές από 9 και 11.5.2006 καταθέσεις του και να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο βυθίστηκε λόγω των ελαττωμάτων του, γεγονός που κατήγγειλε άμεσα ο ίδιος ο ναύκληρος στους τοπικούς πράκτορες ευρέσεως εργασίας καθώς και ότι το αυτό ο………………. είχε πράξει τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 και με τους διασωθέντες ναυτικούς ., … …. και ……, οι οποίοι ομοίως αρνήθηκαν να λάβουν χρήματα και προέβησαν σε καταγγελία του γεγονότος αυτού. Ότι, ενώ στις 5.9.2006, οι ασφαλιστές αποδέχθηκαν μέσω της αρχιασφαλίστριας εταιρίας …… να ασφαλίσουν το φορτηγό πλοίο χύδην φορτίου E., το οποίο επρόκειτο να αγοράσει η πλοιοκτήτρια σε αντικατάσταση του βυθισθέντος πλοίου, εντούτοις στις 14.9.2006, αρνήθηκαν να το πράξουν αποσύροντας την σχετική προσφορά τους. Ότι, στις 26.9.2006, οι ασφαλιστές, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ισχυρίστηκαν με επιστολή, που κατατέθηκε και στο αγγλικό Δικαστήριο, προς τους δικηγόρους της «……….» ότι δήθεν η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του πλοίου είχαν καθιερώσει αθέμιτη και παράνομη «επιχειρηματική» πρακτική να παραπλανούν τον νηογνώμονα, τις λιμενικές αρχές και το κράτος της σημαίας του πλοίου και να αποκρύπτουν ελαττώματα και θέματα ασφάλειας του πλοίου, εν γνώσει του ψεύδους των ως άνω συκοφαντικών ισχυρισμών τους. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο …….., προστηθείς των ασφαλιστών, μετά από προσυνεννόηση με αυτούς και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, προσέφερε χρήματα στο διασωθέντα ναυτικό ………., δόκιμο ναύτη, για να χορηγήσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, πλην όμως αυτός αρνήθηκε και τα γεγονότα αυτά βεβαίωσε στην ένορκη βεβαίωσή του, με ημερομηνία 5.5.2007, ενώπιον του συμβολαιογράφου των Φιλιππίνων ….. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο …….., μετά από προσυνεννόηση με τους ασφαλιστές, προσέφερε χρήματα για λογαριασμό τους στον διασωθέντα ναυτικό ………, για να χορηγήσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας τις αρχικές καταθέσεις του, που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών της Νότιας Αφρικής, του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11.5.2006, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών και κατήγγειλε την παράνομη πράξη τους, με επιστολή του προς την εταιρία ευρέσεως ναυτικής εργασίας …., στις 27.9.2006, το γεγονός δε αυτό βεβαιώνεται στην ένορκη βεβαίωση του, με ημερομηνία 5.5.2007, που δόθηκε ενώπιον του ιδίου φιλιππίνιου συμβολαιογράφου. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο ………. πρόσφερε χρήματα στον διασωθέντα ναυτόπαιδα ………………., για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεση του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11.5.2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την ….…. ο εν λόγω διασωθείς, στις 19.9.2006 και αναφέρεται στην από 9.1.2007 ένορκη βεβαίωση του. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο………………. πρόσφερε χρήματα στον διασωθέντα λιπαντή ………., για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας και αυτός την αρχική κατάθεση του, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε ο ίδιος με επιστολή του στις 19.9.2006 προς την …., προς τους εκπροσώπους της οποίας στις 18.9.2006 η ….., αντιπρόσωπος της δικηγορικής εταιρίας που είχε αναλάβει τη δικαστική εκπροσώπηση των ασφαλιστών, είχε αναφέρει ότι οι εφαρμοστές που ήσαν ναυτολογημένοι στο πλοίο AT εκτελούσαν παρανόμως στις 2.5.2006 εργασίες συγκολλήσεων των λαμαρινών του πλοίου, οι οποίες είχαν προκαλέσει τη βύθισή του. Ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές παρέδωσαν το δικόγραφο των από 18.10.2006 προτάσεων τους στις …. και ………, σύζυγο και θυγατέρα του απολεσθέντος υποπλοιάρχου ………., προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν κατόπιν προσυνεννοήσεως με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να εξαπατήσουν τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, για να αποδεχθούν τις ψευδείς κατηγορίες της από 31.7.2006 μηνύσεως των ………., συγγενών θανόντων στο ναυάγιο ναυτικών, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας. Ότι, στις 7.5.2007, η …………, μετά από συνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από τον διασωθέντα ναυτικό … να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, ενώ ο ναύκληρος ….. επικοινωνώντας με τον τελευταίο του ζήτησε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι ασφαλιστές θα του κατέβαλαν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να καταθέσει ψευδώς υπέρ τους περί της ύπαρξης ρηγμάτων στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη του φορτίου, με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος και να βυθισθεί το πλοίο. Ότι, επίσης, η ……….., στις 27.4.2007, στις 28.4.2007, στις 4.5.2007 και στις 23.5.2007, ζήτησε από το ναυτικό ………. να μεταβεί στην Ελλάδα στις 4.6.2007 και να καταθέσει, υποσχόμενη ότι οι ασφαλιστές θα του κατέβαλαν μεγάλη αμοιβή. Ότι στις 20.7.2007 και στις 26.7.2007 οι ασφαλιστές κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου, με τις οποίες προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τις ένορκες βεβαιώσεις του ναύκληρου ………. στην Αθήνα, επιπλέον δε, παρέδωσαν τις ίδιες ένορκες βεβαιώσεις και στις οικογένειες ετέρων θανόντων ναυτικών, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν σε αγωγές κατά της πλοιοκτήτριας που ήγειραν στην Ελλάδα και να παραπλανήσουν τα ελληνικά Δικαστήρια, ώστε να εκδοθεί ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι η εναγόμενη σε άλλη αγωγή εταιρία ………. αποτελεί το εγκατεστημένο στον Πειραιά παράρτημα της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας ……….. και ότι εκπρόσωποι της χειρίστηκαν κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πλοιοκτήτριας, ενώ για την ειδικότερη δράση τους ανέφεραν ότι εκπρόσωπος της δικηγορικής εταιρίας ……… στον Πειραιά, δικηγόρων των ασφαλιστών συναντήθηκε με τον …….. στις 16.3.2007 και του προσέφερε 750 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα για το χρόνο της επί πλέον παραμονής του στην Ελλάδα» (σελ. 81 της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2011 αγωγής), καθώς και ότι στις 7 και στις 8/2/2007 ο …. συναντήθηκε στον Πειραιά με το δικηγόρο των ασφαλιστών … και στη συνέχεια κατέθεσε για λογαριασμό τους την ψευδή ένορκη βεβαίωσή του με ημερομηνία 9.2.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα και την από 13.2.2007 όμοια στον Πειραιά (σελ. 81 της αυτής αγωγής).
ΧΙΙΙ. Κατά το άρθρο 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: … ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής στον όρο «ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία» περιλαμβάνεται κάθε απαίτηση με την προβολή της οποίας τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου «και δεν αφορά διαφορές εκ συμβάσεως», κατά το σημ. 1 του ιδίου άρθρου (ΔΕΕ 10.9.2015, C – 47/14, ……… κ.λπ. κατά …….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 52, ΔΕΚ 17.9.2002, C ‑ 334/00, … . κατά ………….., Συλλογή 2002.I.7357, σκέψεις 22 και 23), όταν δηλαδή η επίδικη διαφορά δεν απορρέει από την παραβίαση δεσμεύσεως που ο εναγόμενος ανέλαβε με την ελεύθερη βούληση του έναντι του αντισυμβαλλομένου του – ενάγοντος (ΔΕΕ 15.6.2017, C – 249/16, …….. κατά ………, Δνη 2017/1580, με σχόλιο Ι. Δεληκωστόπουλου, ΔΕΕ 18.7.2013, C – 147/12, ., ……… κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 33 = ΕΠολΔ 2014/139, με παρατηρήσεις Ε. Βασιλακάκη, ΔΕΕ 14.3.2011, C – 419/11, ………, …….. κατά …….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 46, ΔΕΚ 20.1.2005, C – 27/02, …….. κατά ………, Συλλογή 2005.I.481, σκέψη 50) και εφόσον, επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του εναγομένου μπορεί να αποδειχθεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας που επικαλείται ο ενάγων και του γεγονότος από το οποίο αυτή απέρρευσε (ΔΕΚ 16.7.2009, C – 189/08, ……….. κατά …………, Συλλογή 2009.Ι.6917, σκέψη 28 = Αρμ. 2010/158, με παρατηρήσεις Χ. Μεϊδάνη). Κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οι έννοιες «διαφορές εκ συμβάσεως» και «ενοχές εξ αδικοπραξίας», όπως χρησιμοποιούνται στο άρθρο 5, σημεία 1, στοιχείο α και 3, του Κανονισμού 44/2001, αντιστοίχως, πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, με γνώμονα κυρίως την οικονομία και τους σκοπούς του εν λόγω Κανονισμού, προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του σε όλα τα κράτη μέλη (ΑΠ 1738/2009 ΝοΒ 2010/728 = ΧρΙΔ 2010/630 = ΕπισκΕΔ 2010/725 = ΕΠολΔ 2011/316 = Δνη 2011/750), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός που δίδεται στην επίδικη έννομη σχέση από το εφαρμοστέο στη διαφορά εθνικό δίκαιο (ΔΕΕ 13.3.2014, C – 548/12, ……. κατά ……….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 18). Επειδή δε στις παραπάνω διατάξεις θεμελιώνονται ειδικές δωσιδικίες, κατ’ εξαίρεση του βασικού κανόνα του άρθρου 2 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, κατά τον οποίο η διεθνής δικαιοδοσία απονέμεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, κατά την ίδια νομολογία ο όρος «τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» υπόκειται σε ομοίως αυτόνομη αλλά και περιοριστική (στενή) ερμηνεία (ΔΕΕ 5.6.2014, C – 360/12, ………… κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 45), υπό την έννοια ότι για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση αυτή απαιτείται η διαπίστωση της ύπαρξης ενός ιδιαίτερου συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των Δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, που πρέπει να είναι τόσο στενός ώστε να δικαιολογεί την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στα Δικαστήρια αυτά για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης (ΔΕΕ 22.1.2015, C – 441/13, …….. κατά …………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 19) Παρά ταύτα, στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής και κατά την πρώτη νομολογιακή επεξεργασία της επίμαχης διάταξης (του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών, που επί αδικοπραξίας απένεμε διεθνή δικαιοδοσία στα Δικαστήρια του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτή αναφερόταν συγχρόνως τόσο στον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και στον τόπο όπου επήλθε η ζημία που προκλήθηκε από το γεγονός αυτό (ΔΕΚ 30.11.1976, C – 21/76, ……… κατά …………., Συλλογή 1976.1735, σκέψεις 24 και 25), καθιερώνοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της πολλαπλότητας των δικαιοδοτικών βάσεων, κατά την οποία απόκειται στην επιλογή του ενάγοντος να ασκήσει την αγωγή του στο δικαστήριο είτε του loci delicti είτε του loci damni (ΔΕΕ 12.9.2018, C – 304/17, ……… κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 22, ΔΕΕ 28.1.2015, C – 375/13, …………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 45, ΑΠ 1269/2019, ΧρΙΔ 2020/211). Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί, από τη μία, η πρακτική αποτελεσματικότητα της διάταξης του άρθρου 5 σημ. 3, η οποία θα θιγόταν αν η ειδική δωσιδικία της αδικοπραξίας περιοριζόταν αποκλειστικά στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, αφού τότε, ενόψει του ότι συνήθως αυτό υλοποιείται εκεί που ενεργεί (πράττει ή παραλείπει) ο υπαίτιος ή τα πρόσωπα για τα οποία αυτός ευθύνεται (προστηθέντες ή βοηθοί εκπληρώσεως), θα ταυτιζόταν με τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και από την άλλη, η χωρική εγγύτητα του δικάζοντος Δικαστηρίου με τον τόπο επελεύσεως της ζημίας (και της συλλογής των αποδείξεων αυτής), όταν ο τόπος αυτός δεν ταυτίζεται με την κατοικία του εναγομένου όπως συμβαίνει με τα αδικήματα πολλαπλής τοπικής συνδέσεως (Σπ. Βρέλλη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος Ι, 1997, άρθρο 26, αρ. 9, σελ. 50), εκτέθηκε, όμως, σε έντονες αμφισβητήσεις επειδή, επί αδικοπραξιών, επέτρεπε την καθιέρωση του forum actoris, δηλαδή της δωσιδικίας του τόπου κατοικίας του ενάγοντος, σε προφανή διάσταση προς τη θεμελιώδη επιλογή της κατοικίας του εναγομένου ως γενικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας και επειδή παράλληλα, η υπέρμετρη ελευθερία του ενάγοντος προς επιλογή Δικαστηρίου δεν απέκλειε το forum shopping, την επιλεκτική δηλαδή αναζήτηση της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτόν δωσιδικίας, ιδίως ενόψει του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου (Π. Αρβανιτάκης, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη τη ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημ. 3 ΣυμβΛουγκ/ΚανΒρΙ, σε ΕΠολΔ 2009/472 επομ. [474]), Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 7, αρ. 157, σελ. 173). Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο επιχείρησε στη συνέχεια να περιορίσει την έννοια τόσο του τόπου του «ζημιογόνου γεγονότος» όσο και του τόπου «επελεύσεως της «ζημίας». Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι με βάση τον τόπο του ζημιογόνου γεγονότος αποκλείεται η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι ενός εκ των περισσοτέρων συνυπαιτίων της ζημίας, εάν η παθητική νομιμοποίηση του συγκεκριμένου εναγομένου αντλείται από πράξη που τέλεσε στην περιφέρεια του forum τρίτος (μη εναγόμενος) και όχι ο ίδιος, που ουδεμία πράξη τέλεσε εντός της περιφέρειας του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή (ΔΕΕ 3.4.2014, C – 387/12, ……… κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 32, ΔΕΕ 16.5.2013, C – 228/11, ……….. κατά …………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 41), καθώς και ότι ως τόπος επελεύσεως της ζημίας νοείται εκείνος στον οποίο παρήχθησαν απευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα της ενέργειας του υπαιτίου και μάλιστα σε βάρος του αμέσως ζημιωθέντος και όχι εκείνος όπου προκλήθηκαν άλλες δυσμενείς συνέπειες σε βάρος τρίτων ακόμα και αν στον τόπο αυτό ο ζημιωθείς ενάγων διαπίστωσε ο ίδιος την περιουσιακή του ζημία (ΔΕΚ 11.1.1990, C – 220/88, ………. κατά ……….. και άλλων, Συλλογή 1990.Ι.49, σκέψεις 20 και 22). Μεταγενέστερα το Δικαστήριο, εμμένοντας στη διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης ζημίας ως κριτηρίου της διεθνούς δικαιοδοσίας επί αγωγών από αδικοπραξία, διευκρίνισε ότι στην έννοια του τόπου επελεύσεως της ζημίας δεν περιλαμβάνεται και εκείνος στον οποίο έγιναν αισθητές οι συνέπειες ενός γεγονότος που έχει προκαλέσει ήδη ζημία, η οποία έχει πράγματι επέλθει σε άλλον τόπο και μάλιστα, όχι μόνον όταν φορέας της έμμεσης αυτής ζημίας είναι τρίτος αλλά και όταν είναι ο ίδιος ο παθών που ενάγει (ΔΕΚ 19.9.1995, C – 364/93, ………. κατά ……….., Συλλογή 1995.I.2719, σκέψεις 14 και 21), καθώς και ότι ως τόπος επελεύσεως της ζημίας δε νοείται ο τόπος της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται «το επίκεντρο της περιουσίας του», για το μοναδικό λόγο ότι στον τόπο αυτό υπέστη οικονομική ζημία λόγω της σημειωθείσας σε άλλο κράτος μέλος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (ΔΕΚ 10.6.2004, C – 168/02, ……. κατά ………. και λοιπών, Συλλογή 2004.Ι.6009, σκέψη 21). Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά και από την ημεδαπή νομολογία, κατά την οποία δε λογίζεται ως τόπος επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος εκείνος στον οποίο επήλθε ζημία μη πρωτογενής, αλλά ως συνέχεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας (ΑΠ 18/2006 ΧρΙΔ 2006/442 = ΝοΒ 2006/1501, ΑΠ 1551/2003 ΕλΔνη 2004/421 = ΧρΙΔ 2004/350, ΤριμΕφΛαρ 348/2015 ΧρΙΔ 2016/283, ΕφΘεσ 121/2010 ΕλΔνη 2011/191, με παρατηρήσεις Ν. Νίκα, ΕφΠειρ 347/2000 ΕλΔνη 2001/463 = ΧρΙΔ 2001/61, με παρατηρήσεις Σ. Σταματόπουλου, ΜονΕφΘεσ 129/2018 ΕπισκΕΔ 2018/302 = ΕΠολΔ 2018/156). Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για την ηθική βλάβη (ΕφΑθ 5861/2006 ΔΕΕ 2007/62), που συνιστά καταρχήν μορφή αποκαταστατέας ζημίας, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων πληροφορήθηκε το ζημιογόνο περιστατικό και αισθάνθηκε θλίψη και στεναχώρια, αφού τα αρνητικά αυτά συναισθήματα εξομοιώνονται με περαιτέρω ζημία και στερούνται αυτοτελούς σημασίας (ΑΠ 1738/2009, ο.π.), εφόσον ο ενάγων έχει υποστεί και περιουσιακή (υλική) ζημία, επελθούσα σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό του τόπου της κατοικίας του. Βέβαια, όταν ο ενάγων ζητεί μόνο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσαν δυσφημιστικοί ισχυρισμοί, που προβλήθηκαν σε τόπο διαφορετικό από το επίκεντρο της βιοτικής και επαγγελματικής του εγκατάστασης και προσέβαλαν την προσωπική τιμή και την επαγγελματική του υπόληψη, είναι προφανές ότι τόπος επελεύσεως της βλάβης αυτής είναι πάντοτε (και) ο τόπος της κατοικίας/εγκατάστασης του παθόντος, δηλαδή του φορέα της προσωπικότητας που εθίγη. Στην περίπτωση αυτή, ιδίως μάλιστα όταν οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί έλαβαν διακρατική δημοσιότητα ή διαδόθηκαν σε περισσότερα κράτη, είναι αυτονόητο ότι πολλαπλασιάζονται τα fora damni, ελαττώνεται ο βαθμός προβλεψιμότητας εκ μέρους του εναγομένου του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου είναι δυνατόν να εναχθεί και επιτείνεται η δυνατότητα του forum actoris. Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο έχει δεχθεί (ΔΕΚ 7.3.1995, C – 68/93, ………. κατά ………. Συλλογή 1995.Ι.415, σκέψεις 23, 29 και 33: η απόφαση αφορά σε δυσφημιστικό έντυπο δημοσίευμα) ότι εκείνος του οποίου προσβλήθηκε η υπόληψη από δυσφημιστικό ισχυρισμό έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είτε ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του εναγομένου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για το σύνολο της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από τη δυσφήμηση είτε ενώπιον των Δικαστηρίων κάθε κράτους στο οποίο διαδόθηκε ο δυσφημιστικός ισχυρισμός και προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος, μόνον όμως κατά το ποσοστό της ηθικής μειώσεώς του που επήλθε στο κράτος αυτό. Η νομολογιακή αυτή λύση, που αποκλήθηκε και «αρχή του μωσαϊκού» (mosaic principle), αναγκάζει το ζημιωθέντα να εγείρει είτε μία αγωγή στο κράτος του εναγομένου για το σύνολο της ηθικής του βλάβης είτε πολλές αγωγές σε διαφορετικά κράτη, κάθε μία από τις οποίες θα αφορά ένα μέρος μόνον της βλάβης του και επικρίθηκε από τη θεωρία επειδή, συν τοις άλλοις, οδηγεί σε κατακερματισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας και αυξάνει τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 373, Χ. Παμπούκης/Χ. Μεϊδάνης, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 2891, αρ. 2938, σελ. 1346, σημ. 179), επικράτησε, όμως, ως πραγματιστική (Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 4, αρ. 7, σελ. 113, ο ίδιος, Δωσιδικία της αδικοπραξίας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη: η προβληματική κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012 – Μνήμη Στέφανου Δεληκωστόπουλου, σε ΕΠολΔ 2014/442 επομ.), δεδομένου ότι διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και συνακόλουθα την προστασία των συμφερόντων του ενάγοντος, χωρίς παράλληλα να καταλήγει σε πλήρη υιοθέτηση του forum actoris ως αυτοτελούς δικαιοδοτικού συνδέσμου, καθόσον, επιπλέον, για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας καθενός από τα παραπάνω Δικαστήρια απαιτεί να είναι γνωστός ο ενάγων στην περιφέρεια του, ώστε να είναι νοητή αλλά και μετρήσιμη η ηθική μείωση που υφίσταται (και) στον τόπο εκείνο ο παθών στον οποίο ο δυσφημιστικός ισχυρισμός αναφέρεται. Μάλιστα δε η ίδια νομολογιακή αντίληψη εφαρμόζεται ήδη από το ΔΕΕ και σε περιπτώσεις προσβολής είτε της προσωπικότητας είτε άλλων απολύτων δικαιωμάτων, όπως της πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όταν η βλάβη τους επέρχεται μέσω του Διαδικτύου, οπότε τόπος επελεύσεως της ζημίας είναι κάθε τόπος από τον οποίο ο δικαιούχος έχει μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή του πρόσβαση στον κυβερνοχώρο και μπορεί να διαπιστώσει την προσβολή του δικαιώματος του (ΔΕΕ 17.10.2017, C – 194/16, ………. κατά ………, ψηφιακή συλλογή, ΔΕΕ 3.10.2013, C – 170/12, ……… κατά ……….. AG, ΕΠολΔ 2013/735, με παρατηρήσεις Ι. Ρεβολίδη, ΔΕΕ 19.4.2012, C – 523/10, ……… κατά ………., ψηφιακή συλλογή, ΔΕΕ 25.10.2011, απόφαση επί των υποθέσεων C – 509/09 και 161/10 που συνεκδικάστηκαν, …….. κατά ………., Συλλογή 2011.I.10269 = ΕΠολΔ 2012/248, με παρατηρήσεις Απ. Άνθιμου = ΝοΒ 2011/1985, με σχόλια Ι. Κουφάκη και Ι. Δεληκωστόπουλου, Εναλλακτικοί δικαιοδοτικοί σύνδεσμοι για διαφορές στο διαδίκτυο, σε Δνη 2012/1228 επομ.). Κατ’ εφαρμογή των νομολογιακών αυτών παραδοχών σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, δηλαδή επί δυσφημίσεως φυσικού προσώπου στα πλαίσια αστικής αντιδικίας του που εξελίχθηκε σε κράτος διαφορετικό από αυτό του τόπου της κατοικίας του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ηθική μείωση του θιγέντος από τους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς επέρχεται καταρχήν στο κράτος εκείνο, ενώπιον των δικαστικών οργάνων του οποίου προβλήθηκαν οι συκοφαντικοί ισχυρισμοί και ενδεχομένως ενισχύθηκαν με την προσκομιδή αναληθών και σκοπίμως κατασκευασμένων αποδεικτικών μέσων και δευτερευόντως στο forum (όπου ο παθών επιδιώκει με αγωγή τη χρηματική του ικανοποίηση), αν ο δυσφημιζόμενος είναι και εκεί γνωστός και εφόσον έχουν και εκεί κοινολογηθεί τα περιστατικά της αντιδικίας του μαζί με τους ισχυρισμούς που τον θίγουν. Παρέπεται ότι επί αξιώσεως προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας, αν οι τόποι όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (της προβολής των ισχυρισμών) και όπου επήλθε αιτιωδώς η ηθική βλάβη (τρώση της υπόληψης του παθόντος) διαφέρουν, για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει στο forum είτε να έχει πραγματοποιηθεί η πράξη της προσβολής (η προβολή των ισχυρισμών) είτε να έχει επέλθει η ηθική βλάβη, έστω κατά ένα μέρος. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση με την αγωγή προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως θα πρέπει να αναζητείται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μόνον κατά το μέρος της που επήλθε στα όρια του κράτους του δικάζοντος Δικαστηρίου. Αν διώκεται η πλήρης αποκατάσταση της ηθικής βλάβης σε Δικαστήριο άλλο από αυτό της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου η αγωγή απορρίπτεται ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του forum. Σε κάθε δε περίπτωση αν η βλάβη αυτή δεν επιμερίζεται, η αγωγή πάσχει αοριστία τόσο ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, όσο και ως προς το αποκαταστατικό της βλάβης του αυτής αίτημα της, πέραν του ότι το απαράδεκτο εντοπίζεται και στην ασάφεια της περιγραφής του συνδέσμου (της ζημίας) μεταξύ της ρυθμιστέας σχέσης (της αδικοπραξίας) και του Δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, δηλαδή ενός στοιχείου του πραγματικού του κανόνα δικαίου του άρθρου 5 § 3 του ΚανΒρι, η εξειδίκευση του οποίου είναι αναγκαία για την εφαρμογή του. Τέλος, προκειμένου να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο ενεργεί καταρχήν σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού δικονομικού του δικαίου και για τις ανάγκες του ελέγχου της, όπως γίνεται δεκτό στα πλαίσια εφαρμογής της δωσιδικίας της σύμβασης και της αδικοπραξίας (άρθρο 5 σημ. 1 και 3 του ΚανΒρΙ), δεν αρκείται απλώς στους ισχυρισμούς του ενάγοντος αλλά λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί στη διάθεση του από τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρισμών του εναγομένου (ΔΕΚ 4.3.1982, C – 38/81, ……. κατά ………., Συλλογή 1982.825, σκέψη 7 για τις διαφορές από σύμβαση και ΔΕΕ 28.1.2015, C – 375/13, o.π., σκέψεις 62 – 64, για τις διαφορές από αδικοπραξία), χωρίς όμως να προβαίνει σε ευρύτερη έρευνα της υπόθεσης, αφού τότε θα ανέκυπτε κίνδυνος προδικάσεως της βασιμότητας της αγωγής από ουσιαστική άποψη (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 7, αρ. 31 και 108, σελ. 135 και 159).
XIV. Εν προκειμένω, για την κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, αφενός, ότι ορισμένα από τα ζημιογόνα γεγονότα «…και δη η κατασκευή εκ μέρους των εναγομένων ψευδών αποδεικτικών στοιχείων [μαρτυρικών καταθέσεων του ……………], που συνιστούν ταυτόχρονα και συκοφαντική δυσφήμηση…» τελέστηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι «…ορισμένα άλλα τελέστηκαν στην αλλοδαπή…» και, αφετέρου, ότι η θετική ζημία και η ηθική βλάβη των εναγόντων «…ως άμεσες δυσμενείς συνέπειες των υπαίτιων και παράνομων…» πράξεών τους επήλθε στην Ελλάδα, όπου οι ενάγοντες είχαν «…το κέντρο των επαγγελματικών και εν γένει βιοτικών δραστηριοτήτων τους…». Επιπλέον, η εκκαλουμένη θεώρησε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει και τα κονδύλια που αφορούσαν τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών εταιριών έναντι του εκ των εναγομένων της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2011 αγωγής ………. ενόψει των αναφερομένων στην αγωγή εκείνη αλλά και πιο πάνω (υπό στοιχ. ΧΙΙ) στην παρούσα ενεργειών του σε βάρος τους, ανεξαρτήτως αν κατά την έρευνα της υποθέσεως κατ’ ουσία απέρριψε τις αξιώσεις αυτές ως αβάσιμες επειδή διαπίστωσε ότι αυτός δεν ενήργησε με δόλο συκοφαντικής δυσφημήσεως ούτε με πρόθεση επαγωγής ζημίας.
Οι κρίσεις αυτές της εκκαλουμένης είναι εσφαλμένες για περισσότερους λόγους. Καταρχάς, ενώ, όπως εκτέθηκε, για την κατάφαση της δικαιοδοσίας του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να ερευνήσει αν τελέστηκε άδικη πράξη στην Ελλάδα και προς το σκοπό αυτό να λάβει υπόψη του το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και των εγγράφων που είχε στη διάθεση του, εντούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέβλεψε μόνο στους αγωγικούς ισχυρισμούς και θεώρησε ότι η κατασκευή των ψευδών ενόρκων καταθέσεων του …………… έλαβε χώρα στην ημεδαπή, για να δεχθεί στη συνέχεια, στο αποδεικτικό μέρος αυτής μετ’ αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του ότι άδικη πράξη που δικαιολογεί, ως παραγωγός της ηθικής βλάβης των εναγόντων αιτία, την αποκατάσταση της βλάβης τους αυτής ήταν μόνον η κατάθεση συγκεκριμένων εγγράφων και δη των τροποποιημένων και επανατροποποιημένων προτάσεων άμυνας των ασφαλιστών ενώπιον του High Court of Justice στο Λονδίνο, όχι δε και η λήψη των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων στην Ελλάδα. Αυτή η ουσιαστική παραδοχή έπρεπε να οδηγήσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην άρνηση της διεθνούς του δικαιοδοσίας, ως Δικαστηρίου του τόπου τελέσεως της αδικοπραξίας, ήδη από το στάδιο της έρευνας του παραδεκτού των αγωγών που τέθηκαν στην κρίση του. Ανεξαρτήτως, όμως, του σφάλματος αυτού, ο τόπος στον οποίο εκδηλώθηκε η επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων ήταν η Αγγλία, όπου έγινε χρήση των φερόμενων ως ψευδών μαρτυρικών καταθέσεων του ……………. για να ενισχύσει τους φερόμενους ως αναληθείς και δυσφημιστικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τους εναγόμενους ασφαλιστές του πλοίου AT στο πλαίσιο της αστικής αντιδικίας που ξεκίνησε, εκτυλίχθηκε και τερματίστηκε εκεί. Πράγματι, άδικη πράξη που μπορούσε να επιφέρει άμεσα την επικαλούμενη προσβολή της τιμής, της υπόληψης, της πίστης και του επαγγέλματος των εναγόντων ήταν η προβολή και η διάδοση ενώπιον των αγγλικών Δικαστηρίων του ισχυρισμού ότι το πλοίο είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και ότι αυτά ήσαν γνωστά στην πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια του, που ακολουθούσε πάγια πρακτική να μην τα γνωστοποιεί στο νηογνώμονα του πλοίου και στις αρμόδιες κρατικές αρχές, αφού με αυτόν τον ισχυρισμό επιχειρήθηκε η παραπλάνηση των Δικαστηρίων εκείνων, με σκοπό, όπως οι ενάγοντες υποστηρίζουν, την αποφυγή καταβολής της οφειλόμενης συνεπεία του ναυαγίου ασφαλιστικής αποζημίωσης. Αντιθέτως, η «κατασκευή» αναληθών αποδεικτικών μέσων, δηλαδή με νομικούς όρους η ηθική αυτουργία στη φερόμενη ψευδορκία του ……………. και η ψευδορκία αυτού, δεν αποτελεί ζημιογόνο γεγονός, ικανό να θεμελιώσει κατά το άρθρο 5 σημ. 3 του ΚανΒρΙ τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών Δικαστηρίων ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι οι πράξεις αυτές τελέστηκαν στην Ελλάδα, για το λόγο ότι μόνη αυτή (η «κατασκευή») δεν αποτέλεσε την άμεση αιτία της επικαλούμενης περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης των εναγόντων, αφού μεσολάβησε η χρήση των βεβαιώσεων ενώπιον της αγγλικής δικαιοσύνης, όπου προβλήθηκαν και οι φερόμενοι ως αναληθείς ισχυρισμοί, τους οποίους σκοπήθηκε να ενισχύσουν αποδεικτικά οι ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του ως άνω μάρτυρα. Υπενθυμίζεται εδώ ότι η αμεσότητα της πράξης προσβολής του δικαιώματος που εθίγη και του οποίου ζητείται η αποκατάσταση αφενός και της ζημίας που η πράξη αυτή προκάλεσε αφετέρου είναι κατά τη νομολογία του ΔΕΕ εκείνο ακριβώς το στοιχείο που δικαιολογεί την απόκλιση από τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου. Σε κάθε περίπτωση, ως πράξεις που τελέστηκαν στην Ελλάδα αναφέρονται στις ένδικες αγωγές η δόση των ενόρκων βεβαιώσεων, η συνάντηση του δικηγόρου των ασφαλιστών …. με τον ……….., οι ενέργειες του «εκπροσώπου» της δικηγορικής εταιρίας ……….. στον Πειραιά και η παράδοση των αγγλικών προτάσεων άμυνας των ασφαλιστών στους κατονομαζόμενους συγγενείς των θανόντων στο ναυάγιο Ελλήνων αξιωματικών του πλοίου AT, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από αυτούς στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών (αστικών και ποινικών) που εξελίχθηκαν στην Ελλάδα. Καμία όμως από τις πράξεις αυτές δεν τελέστηκε από κάποιον από τους εναγομένους. Οι μόνοι που φέρονται να έδρασαν στην ημεδαπή ήταν τα ανωτέρω πρόσωπα, τα οποία όμως δεν ενάγονται με τις αγωγές επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε η διεθνής δικαιοδοσία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δε μπορούσε να θεμελιωθεί στη δράση εντός της περιφερείας του τρίτων προσώπων που φέρονται μεν ως συμμέτοχοι των εναγομένων δεν είναι όμως ομόδικοι τους. Ούτε ο ………. έδρασε στην Ελλάδα, αφού οι συζητήσεις του με τον ………… πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου αμφότεροι διαβιούν και εργάζονται. Συνεπώς, υπό καμία εκδοχή δε μπορεί να θεωρηθεί η Ελλάδα ως locus delicti κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 3 του ΚανΒρΙ. Ερευνητέο αποβαίνει περαιτέρω το ζήτημα του τόπου επελεύσεως της επικαλούμενης ζημίας των εναγόντων και προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση του είδους των ζημιών, των οποίων αξιώνεται η αποκατάσταση. Οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες εταιρίες επικαλούνται καταρχάς περιουσιακή τους ζημία συνιστάμενη στην πληρωμή αυξημένων ασφαλίστρων για τα πλοία τους και στην υποβολή τους σε δαπάνες για την έκτακτη επιθεώρηση τους, που κατέστη αναγκαία συνεπεία της δυσφημήσεως τους από τους ενάγοντες. Οι εταιρίες αυτές όμως δεν εδρεύουν στην Ελλάδα αλλά στο Majuro των Νήσων Marshall και οι πληρωμές τους, ακόμα και αν δεν έλαβαν χώρα από εκεί, σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν από την Ελλάδα. Άλλωστε, τα αυξημένα ασφάλιστρα καταβλήθηκαν, όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες υποστηρίζουν, σε συνδικάτα των Lloyd’s με αρχιασφαλίστρια την εταιρία ….. κατά ποσοστό 55%, στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ……… κατά ποσοστό 6,5%, στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ………. κατά ποσοστό 10%, στην ασφαλιστική εταιρία ………. κατά ποσοστό 3.5% και στις ασφαλιστικές εταιρίες ……………… και …………. κατά ποσοστό 25%, που δεν εδρεύουν στην ημεδαπή αλλά έχουν την έδρα τους είτε στην Αγγλία είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ούτε για την πληρωμή της αμοιβής των πραγματογνωμόνων που διενήργησαν τις έκτακτες επιθεωρήσεις γίνεται αναφορά στις αγωγές ότι πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Όλα τα ανωτέρω ισχύουν μάλιστα ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι περιουσιακές απώλειες των συνασφαλισμένων εταιριών δεν συνδέονται άμεσα με την επίμαχη αδικοπραξία που, όπως εκτέθηκε, αποσκοπούσε ευθέως στην αποφυγή καταβολής εκ μέρους των συνασφαλιστών της ασφαλιστικής αποζημίωσης προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου AT εταιρία ………………. Υπό την έννοια αυτή η υλική ζημία των συνασφαλισμένων εταιριών αποτελεί ζημία τρίτου και μόνον ως απώτερη και έμμεση εκ της επίμαχης αδικοπραξίας ζημία μπορεί να εκληφθεί. Εξάλλου, όσον αφορά την ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων των εναγόντων είναι αναμφίβολο ότι επήλθε και στην Ελλάδα όπου άπαντες δραστηριοποιούνται επαγγελματικά. Ομοίως αναντίρρητο όμως είναι και το ότι η τρώση της επαγγελματικής τους τιμής και υπόληψης επήλθε και στην Αγγλία, όπου προβλήθηκαν και διαδόθηκαν οι ισχυρισμοί που τους θίγουν. Όμως, μολονότι πρόκειται για αδίκημα πολλαπλής τοπικής συνδέσεως, οι ενάγοντες δεν επιμερίζουν τη ζημία τους και δεν ενάγουν στην Ελλάδα για την αποκατάσταση του μέρους της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εδώ αλλά διώκουν την ικανοποίηση του συνόλου της βλάβης τους αυτής. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν διεθνή δικαιοδοσία για την πλήρη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης των εναγόντων από τις πράξεις που αποδίδουν στους εναγομένους έχουν τα Δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας τους, δηλαδή τα αγγλικά, στα οποία θα έπρεπε να είχαν ασκηθεί οι ένδικες αγωγές. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες δεν παραθέτουν στα δικόγραφα τους το παραμικρό στοιχείο (λ.χ. ως προς το μέγεθος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας στην ημεδαπή σε σχέση προς το σύνολο αυτής παγκοσμίως [στις Νήσους Μάρσαλ, όπου εδρεύουν οι εταιρίες τους, στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου ασφάλισαν τα πλοία τους, στις Φιλιππίνες όπου προσλαμβάνουν τα κατώτερα μέλη των πληρωμάτων τους ή οπουδήποτε αλλού τυγχάνουν γνωστοί), ώστε να καταστεί εφικτός ο καθορισμός συγκεκριμένων θεμάτων αποδείξεως αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να εκδικάσει παρά ταύτα την υπόθεση και να επιμερίσει το ίδιο το ποσοστό της ηθικής βλάβης των εναγόντων που επήλθε στην Ελλάδα. Τα ίδια ισχύουν και ως προς την ηθική βλάβη των συνασφαλισμένων εταιριών, για τις οποίες όμως πρέπει να σημειωθεί και ότι η βλάβη τους αυτή, θεωρούμενη ως περαιτέρω ζημία, δεν ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή, δεδομένου ότι έχουν, όπως επικαλούνται, υποστεί και υλική ζημία, για την αποζημίωση της οποίας, όμως, δεν υφίσταται κατά τα ανωτέρω διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν τις με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως …/20.4.2011, …/20.4.2011, …./21.4.2011 και …/21.4.2011 αγωγές, επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση στους ………. και ………., εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 5 σημ. 3 του ΚανΒρΙ και για το λόγο αυτό πρέπει κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της Β έφεσης κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του να εξαφανιστεί.
XV. Μετά ταύτα και επειδή παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών λόγων των εφέσεων, πρέπει, αφού απορριφθεί η Α από αυτές, να γίνει δεκτή η Β έφεση και να εξαφανιστεί στο σύνολο της (για την ενότητα της δικαστικής κρίσεως) η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και αναδικαστούν οι αγωγές, να απορριφθούν αυτές, ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων για την εκδίκαση τους. Εξάλλου, το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της από 22.12.2017 έφεσης πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, ενώ το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της από 16.11.2017 έφεσης πρέπει να τους αποδοθεί (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων της Α έφεσης – εναγόντων και εφεσιβλήτων της Β έφεσης, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 467/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 22.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/22.12.2017 και από 16.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../16.11.2017 αντίθετες εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά.
Απορρίπτει την από 22.12.2017 έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται την από 16.11.2017 έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 779/2016 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και συνεκδικάζει τις: 1] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/20.4.2011, 2] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/20.4.2011, 3] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/21.4.2011, 4] από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./21.4.2011 και 5] από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./19.1.2012 αγωγές.
Απορρίπτει αυτές, ως απαράδεκτες.
Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων-εναγόντων-εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων-εναγομένων-εφεσιβλήτων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στις 31 Αυγούστου 2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, από έτερη σύνθεση, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Δήμητρας Τσουτσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και τη Γραμματέα, Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ