Αριθμός 731 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 07-06-2019 (γεν.αριθμ.καταθ…../2019) κλήση του εκκαλούντος- ενάγοντος, η από 26-07-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2018) έφεσή του κατά της υπ΄αριθμ. 2875/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Β και 666 επ. του ΚΠολΔ (ειδική διαδικασία διατροφών, όπως ίσχυαν κατά την άσκηση της αγωγής), αντιμωλία των διαδίκων, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23-05-2019, οπότε ορίστηκε για τη δικάσιμο της 02-04-2020 κατά την οποία επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπο κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της ως άνω υπ`αριθ. 2875/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (αρθ. 681Β΄, 666επ. του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (21-06-2018) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ενώ για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) δεν απαιτείται, λόγω της φύσεως της ένδικης διαφοράς, η κατάθεση από τον εκκαλούντα παραβόλου άσκησης έφεσης (άρθρ. 495 παρ.3 εδαφ. τελευτ. ΚΠολΔ, όπως ισχύει).
Με την από 28-05-2015 (γεν.αριθμ.καταθ……./2015) αγωγή του, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 14-02-2018 (κατόπιν αναβολών και ματαίωσης της συζήτησής της λόγω αποχής των δικηγόρων), ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε να μεταρρυθμιστεί η υπ΄αριθμ. 597/ 2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) με την οποία επικυρώθηκε το από 13-09-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλει στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη για λογαριασμό των δύο ανηλίκων τέκνων τους για 5 έτη το ποσό των 650 ευρώ το μήνα ως διατροφή τους καθώς και το ποσό των 300 ευρώ επιπλέον κάθε άνοιξη και φθινόπωρο για την ένδυσή τους, αρχής γενομένης από την άνοιξη του 2013,διοτι όπως ισχυρίζεται σ΄αυτήν ( αγωγή ) από τον Αύγουστο του έτους 2013 απώλεσε την εργασία του και έκτοτε δεν έχει βρεί άλλη εργασία, ενώ το μίσθωμα που εισέπραττε από την εκμίσθωση ακινήτου ιδιοκτησίας του μειώθηκε, ο ίδιος δε, αντιμετωπίζει διαγνωσμένο πρόβλημα ψυχικής υγείας που τον εμποδίζει από την άσκηση επαγγέλματος και ως εκ τούτο δεν δύναται πλέον να καταβάλει το συμφωνηθέν ως άνω ποσό διατροφής στην εναγομένη για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να μειωθεί το εν λόγω ποσό διατροφής έτσι ώστε να καταβάλει μόνο 300 ευρώ και επικουρικά 400 ευρώ από την 1-10-2013 και επικουρικά από την 1-6-2015 και για τα δύο επόμενα έτη, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αριθμ. 2875/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού (ορθώς) απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί μεταρρύθμισης της ως άνω υπ΄αριθμ. 573/2013 απόφασης σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 334 παρ.5 του ΚΠολΔ, ομοίως δε απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθόσον εν προκειμένω αυτή είναι διαπλαστική και όχι καταψηφιστική, κατόπιν απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300,00 ) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, επιδιώκοντας τη μείωση της επιδικασθείσας διατροφής και να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ύψος αυτής (επιδικασθείσας διατροφής υπέρ κάθε ανηλίκου).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 361, 1485, 1486, 1493, 1494, 1498 και 1499 εδ. α` του ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν. 1329/1983 συνάγονται τα ακόλουθα: Ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής. Δικαίωμα διατροφής έχει μόνον όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του. Κατ` εξαίρεση το ανήλικο τέκνο και αν ακόμη έχει περιουσία έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, η δε διατροφή περιλαμβάνει όλα τα προς το ζην αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία. Αφότου κατά τα ανωτέρω συντρέξουν οι προϋποθέσεις γενέσεως της απαιτήσεως μπορεί κατ` αρχήν ο δικαιούχος να εγείρει αγωγή αναγνωρίσεως και επιδικάσεως της. Περαιτέρω η προμνημονευόμενη απαίτηση διατροφής υπέρ κατιόντος και σε βάρος ανιόντος ή αντίστροφα που προέρχεται εκ του νομού μπορεί να καταστεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως διατάξεων αναγκαστικού δικαίου αντικείμενο συμβάσεως μεταξύ δικαιούχου και υπόχρεου διατροφής εκπροσωπούμενου υπό του κατά περίπτωση νομίμου εκπροσώπου του. Ειδικότερα σε μια τέτοια σύμβαση δεν επιτρέπεται να περιέχεται όρος που αποτελεί παραίτηση του δικαιούχου της διατροφής από την για το μέλλον διατροφή εν όλω ή εν μέρει. Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατ` εφαρμογή των ΑΚ 180 και 181. Άλλωστε η δια συμφωνίας ρύθμιση της εκ του νόμου διατροφής, δεν μεταβάλλει αυτή σε διατροφή από σύμβαση και ως εκ τούτου, επί μεταβολής των όρων της διατροφής, η συμφωνία αυτή υπόκειται σε μεταρρύθμιση (ΕφΠατρ 170/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η σύμβαση περί ρυθμίσεως της εκ του νόμου διατροφής είναι έγκυρη έστω και, αν δεν τηρηθεί κανένας τύπος. Τέτοια συμφωνία περί ρυθμίσεως της εκ του νόμου οφειλόμενης διατροφής του ανηλίκου τέκνου δύναται να περιέχεται και στη μεταξύ των συζύγων-γονέων συμφωνία, η οποία καταρτίζεται στα πλαίσια συναινετικού διαζυγίου και με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας των τέκνων με τους γονείς τους. Όμως η επικύρωση από το δικαστήριο τέτοιας συμφωνίας δεν επεκτείνεται και στη ρύθμιση της διατροφής του τέκνου, αφού τέτοια συμφωνία δεν είναι κατά νόμο απαραίτητη για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Περαιτέρω, αν μετά τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας μεταβληθούν ουσιωδώς οι όροι της διατροφής δια μειώσεως των εισοδημάτων του υπόχρεου ή δι` αυξήσεως των αναγκών του δικαιούχου, η περί διατροφής απαίτηση που ανάγεται στο μέλλον μεταβάλλεται και αυτή ώστε να τελεί σε αρμονία με την ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών διατροφής. Ακολουθεί έτσι εντεύθεν ότι όποιος έχει συμφέρον από μια τέτοια μεταβολή δύναται να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο με αγωγή την αναγνώριση και επιδίκαση ή μόνον την αναγνώριση της απαιτήσεως διατροφής λόγω της επελθούσας μεταβολής των συνθηκών. Ειδικότερα ο μεν δικαιούχος να αξιώσει αύξηση της συμβατικώς καθορισθείσας διατροφής ο δε υπόχρεος μείωση αυτής. Η δυνατότητα τέτοιας μεταρρυθμίσεως όπως πάγια δέχονται νομολογία και θεωρία, στηρίζεται στην ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1494. Η μεταβολή των όρων της συμβατικώς καθορισθείσης διατροφής εκ του νόμου δύναται, να ζητηθεί, όχι μόνον με αγωγή, αλλά και κατ` ένσταση με τις προτάσεις πράγμα που συμβαίνει όταν ο υπόχρεος ενάγεται στην εκπλήρωση της συμβάσεως διατροφής και προβάλλει κατ` αυτής μείωση ουσιώδη των εισοδημάτων του, που δικαιολογούν το αίτημα για μείωση του ποσού της συμβατικής διατροφής. Εξάλλου κατ` άρθ. 1390 ΑΚ εν συνδυασμώ προς το άρθ. 1489 εδ. α ΑΚ η διατροφή των τέκνων χαρακτηρίζεται ως κοινή υποχρέωση των συζύγων – γονέων του.
Πρόκειται για επιμερισμό της υποχρεώσεως έναντι του τέκνου. Για τον καθορισμό του ποσού διατροφής των τέκνων θα γίνει αναγωγή στις οικονομικές δυνάμεις των δύο γονέων από τις οποίες θα προκύψει η αναλογική επιβάρυνση του καθενός. Οι δυνάμεις του κάθε συζύγου – γονέα λειτουργούν αφενός ως κριτήριο προσδιοριστικό του ύψους της συνεισφοράς που οφείλει και αφετέρου ως μέσο (τρόπος, μορφή) εκπληρώσεως της οφειλόμενης συνεισφοράς. Η υποχρέωση και το ύψος της συνεισφοράς του κάθε γονέα – συζύγου καθορίζεται κατά το λόγο των δικών του δυνάμεων προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο (ΕφΔωδ 300/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 1494 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά το νόμο 1329/1983, αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση, που προσδιορίζει τη διατροφή, μεταβλήθηκαν οι όροι της διατροφής, το δικαστήριο μπορεί να μεταρρυθμίσει την απόφαση του ή και να διατάξει την παύση της διατροφής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 334 παρ. 1 ΚΠολΔ., κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει να μεταρρυθμιστεί τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση που καταδικάζει σε καταβολή περιοδικών παροχών, οι οποίες οφείλονται κατά το νόμο από οποιαδήποτε αιτία και γίνονται απαιτητές στο μέλλον, αν μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών επάνω στις οποίες βασίστηκε η απαγγελία της καταδίκης. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 334 ΚΠολΔ, η μεταβολή των συνθηκών λαμβάνεται υπόψη αν έγινε σε χρόνο στον οποίο αυτός που ζητά την μεταρρύθμιση της απόφασης, δεν μπορούσε να προβάλει την μεταβολή αυτή στην αρχική δίκη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτουν τα εξής: αν η μεταβολή επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν δυνατό να προταθεί αυτή και δεν προτάθηκε, τότε καλύπτεται από το δεδικασμένο που θα προκύψει από την απόφαση, και δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση νέας αγωγής προς μεταρρύθμιση της. Ο τρόπος με τον οποίο θα προταθεί στο δικαστήριο η μεταβολή των συνθηκών (με παρεμπίπτουσα αγωγή, με τις προτάσεις ή με την άσκηση εφέσεως κατά της οριστικής αποφάσεως) εξαρτάται από το χρόνο επελεύσεως της μεταβολής αυτής στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίκη και από τη θέση που είχε σ` αυτήν ο διάδικος που επικαλείται τη μεταβολή. Σε περίπτωση επελεύσεως της μεταβολής των συνθηκών μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει να ασκηθεί έφεση, εφόσον εντός της προθεσμίας ασκήσεως της επήλθε η μεταβολή και τα περιστατικά αυτά πρέπει να προταθούν με την έφεση κατά της οριστικής απόφασης (άρθρο 527 παρ.2 ΚΠολΔ) διαφορετικά δεν μπορεί μεταγενέστερα να ασκηθεί αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως αυτής. Αν έχει ασκηθεί έφεση, χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή των συνθηκών είναι και ο χρόνος της τελευταίας συζητήσεως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μέχρις ότου μπορούν προταθούν παραδεκτά οψιγενείς ισχυρισμοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ. Μόνο αν η μεταβολή των συνθηκών επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο δεν ήταν δυνατή η προβολή της στην αρχική δίκη, όπως μετά την τελευταία συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ή επήλθε μετά την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, είναι δυνατόν να ζητηθεί με αγωγή η μεταρρύθμιση της αποφάσεως που επιδίκασε διατροφή λόγω μεταβολής των συνθηκών (Ολ.Α.Π. 2/1994 ΕλΔνη. 35 σελ. 352). Στην περίπτωση δε της διατροφής, οι όροι (ή οι συνθήκες) της διατροφής που μεταβλήθηκαν, δυνατόν να αφορούν την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου ή υπόχρεου, την γενική οικονομική κατάσταση κλπ, ενώ κατά την αληθή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η μεταρρύθμιση μπορεί να ζητηθεί και στην περίπτωση του συμβατικού καθορισμού της διατροφής, ο οποίος δεν απαγορεύεται, αρκεί να μην παραβιάζονται οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις περί διατροφής (ΑΠ 2070/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 529 παρ. 1α΄ του ΚΠολΔ), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513), όπως μερικά απ` αυτά, αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στη Δραπετσώνα Αττικής στις 20-2-1999, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, την … που γεννήθηκε το Μάιο του 2001 και τη …. που γεννήθηκε το Φεβρουάριο του έτους 2006. Ο γάμος τους λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο με την υπ΄.αριθμ.597/ 2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) και δυνάμει του από 13-09-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο οι διάδικοι προσκόμισαν κατά τη συζήτηση του συναινετικού διαζυγίου ρύθμισαν την επιμέλεια των ανηλίκων, η οποία ανατέθηκε στη μητέρα, το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τα ανήλικα καθώς και το ποσόν της διατροφής που θα κατέβαλε ο πατέρας στα δύο ανήλικα τέκνα του. Στη συνέχεια το συμφωνητικό αυτό επικυρώθηκε από το ως άνω Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Συγκεκριμένα, ως προς το ζήτημα καταβολής διατροφής του ενάγοντος στα δύο ανήλικα τέκνα του, βάσει του εν λόγω συμφωνητικού, συμφωνήθηκε να καταβάλει αυτός (ενάγων) στην εναγομένη για λογαριασμό τους, μέσα στις 5 πρώτες ημέρες κάθε μήνα το ποσό των 650,00 ευρώ το μήνα ως διατροφή τους, για χρονικό διάστημα 5 ετών αρχής γενομένης από την υπογραφή του συμφωνητικού, ενώ κάθε άνοιξη και φθινόπωρο θα κατέβαλλε το ποσό των 300,00 ευρώ επιπλέον για την ένδυσή τους, αρχομένης αυτής της υποχρέωσης από την άνοιξη του έτους 2013.
Κατά τη σύναψη του συμφωνητικού η ανήλικη ….. ήταν 11 ετών και η ανήλικη …. 6 ετών, ενώ κατά την άσκηση της αγωγής τα παραπάνω ανήλικα ήταν 13 και 8 ετών αντίστοιχα. Στο προαναφερόμενο συμφωνητικό αναφέρεται ότι το ποσό της διατροφής που συμφωνήθηκε αποτελεί συνεισφορά του ενάγοντος στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, με σκοπό την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, στο οποίο περιλαμβάνεται κάθε δαπάνη για την διατροφή τους, ότι το ποσό αυτό αμφότερα τα μέρη αναγνωρίζουν ως εύλογο, δίκαιο και ανταποκρινόμενο πλήρως στην υποχρέωση συνεισφοράς του ενάγοντος και ότι για τον προσδιορισμό του έχουν ληφθεί υπόψη από τους συμβαλλόμενους τόσο οι μηνιαίες δαπάνες που απαιτούνται για την εν γένει καλή διαβίωση των τέκνων τους, αναγκαίες και μη, όσο και οι οικονομικές δυνατότητες του κάθε γονέα εκείνη τη χρονική περίοδο. Τα δύο ανήλικα τέκνα δεν έχουν περιουσία και εισοδήματα και φυσικά, λόγω της ηλικίας τους, δεν μπορούν να εργαστούν. Συνεπώς, δεν μπορούν να διατραφούν μόνα τους και δικαιούνται, κατ` αρχήν, να αξιώσουν διατροφή από τον εναγόμενο πατέρα τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να στραφούν και κατά των δύο γονέων τους (βλ. ΑΠ 687/2004, ΕφΘεσ. 683/2004 Αρμ. 2005-1583). Κατά την χρονική περίοδο που συνετάγη το ανωτέρω συμφωνητικό ο ενάγων εργαζόταν ως υπάλληλος στην επιχείρηση της εξετασθείσας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυρα της εναγομένης και ταυτόχρονα εισέπραττε και υψηλό μίσθωμα από εκμίσθωση ακινήτου της κυριότητάς του που βρίσκεται στην Αμφιάλη. Στη συνέχεια, όπως ρητά κατέθεσε η πιο πάνω μάρτυρας, ζήτησε από τον εργοδότη του – πατέρα της μάρτυρα, να τον απολύσει για να εμφαίνεται ότι έχει μειωμένα εισοδήματα και όταν αργότερα διέκοψε τις εργασίες της επιχείρησής του ο τέως εργοδότης του ξεκίνησε να εργάζεται σε εργασίες από τις οποίες εισέπραττε αδήλωτα στη φορολογική αρχή εισοδήματα, όπως π.χ. ξεκίνησε να εργάζεται ως οδηγός ταξί. Όπως και ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, η ακίνητη περιουσία του αποτελείται από την τέως συζυγική οικία που βρίσκεται στη ….. επί της οδού … αριθμ….., όπου διαμένει (ενώ ο ισχυρισμός του ότι όλα τα έξοδα διατήρησης και συντήρησης τα επωμίζεται η μητέρα του, δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο), από την κατοικία στην ….. που εκμισθώνει έναντι 300,00 ευρώ μηνιαίως (την οποία δεν έχει προτείνει στην εναγομένη να της την παραχωρήσει προκειμένου να απαλλαγεί αυτή από τις σχετικές δαπάνες στέγασης), από την ψιλή κυριότητα 4 διαμερισμάτων στην ….. και ενός στην Αθήνα και από το 25% της συγκυριότητας οικοπέδου στο ……., τα οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί προκειμένου να του αποδώσουν εισόδημα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 23-9-2015 έως 15-3-2017 ήταν εγγεγραμμένος στα Μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ δεν σημαίνει ότι δεν εργαζόταν λαμβάνοντας αδήλωτες αποδοχές, ούτε βέβαια αναιρούσε την υποχρέωσή του να εργασθεί για να εξοικονομήσει πόρους προκειμένου να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες των δύο ανήλικων τέκνων του, αλλά και τις δικές του, ενώ η τυχόν άρνηση του να εργασθεί θα προσέκρουε στις αρχές των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ. Ο ισχυρισμός του δε ότι ο ίδιος ήταν ασθενής και δεν μπορούσε να εργασθεί δεν κρίνεται πειστικός καθόσον η από 27-10-2015 γνωμάτευση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δρομοκαΐτειο» που προσκόμισε αναφέρει μεν ότι παρακολουθείται στο νοσοκομείο λόγω διαταραχής της προσωπικότητας και έχει τεθεί υπό φαρμακευτική αγωγή (χωρίς να αναφέρει ποια είναι αυτή), ότι παρουσιάζει καταθλιπτικόμορφες αγχώδεις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με στρεσογόνα γεγονότα της ζωής, όπως απώλεια εργασίας, διαζύγιο, οικονομικά προβλήματα, μοναξιά κλπ που επιβαρύνουν την κατάσταση της ψυχικής του υγείας, όμως από αυτό δεν προκύπτει ούτε πιστοποιείται ανικανότητά του προς εργασία, αλλά ούτε και η φαρμακευτική αγωγή είναι αποτρεπτική για συγκεκριμένες εργασίες. Εξάλλου, ο ενάγων δεν προσκόμισε ούτε επικαλέστηκε κάποιο νεότερο μετά το έτος 2015 έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η κατάσταση της υγείας του, δηλαδή εάν αυτή βελτιώθηκε ή εάν χειροτέρευσε, ή ποια ήταν τα αποτελέσματα της φαρμακευτικής αγωγής που του χορηγήθηκε, ή αν συμμετείχε σε συνεδρίες ψυχοθεραπείας ή ψυχανάλυσης, δεδομένου ότι και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής εάν είχε χειροτερέψει η κατάσταση της ψυχικής του υγείας θα είχε προσκομίσει νεότερα στοιχεία από τα οποία θα αποδεικνυόταν ο ανωτέρω ισχυρισμός του. Εκτός των ανωτέρω, και αληθής υποτιθέμενος ο πιο πάνω ισχυρισμός του ενάγοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας, θα μπορούσε να προβεί σε εκμίσθωση της οικίας που διαμένει στη ………. και να συμβιώσει με την μητέρα του, αφού άλλωστε ο ίδιος ισχυρίζεται ότι εκείνη καταβάλλει το μηνιαίο κόστος διαβίωσής του, και από τα εισπραττόμενα μισθώματα που θα ανέρχονταν (κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ενόψει και της θέσεως των ακινήτων) τουλάχιστον στο ποσό των 800 ευρώ θα μπορούσε να καλύπτει μέρος από τις διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων τέκνων του, οι οποίες έχουν αυξηθεί διότι η μεγαλύτερη θυγατέρα τους χρήζει άμεσης θεραπείας ορθοδοντικού και η μικρότερη χρήζει συνεδριών παιδοψυχολόγου και εργοθεραπευτή, απαιτούμενες δαπάνες στις οποίες δεν δύναται να ανταπεξέλθει η εναγομένη αφού ο ενάγων έχει αυτοβούλως μειώσει τα καταβαλλόμενα ποσά διατροφών ήδη από το έτος 2013 επικαλούμενος αβασίμως το παραπάνω ψυχικό νόσημα.
Επομένως, εφόσον από τη σύναψη του παραπάνω συμφωνητικού (13-09-2012) μέχρι την άσκηση της αγωγής (28-05-2015) δεν επήλθε ουσιώδης μεταβολή στην εν γένει οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του υπόχρεου, κατά το προαναφερόμενο συμφωνητικό, για συνεισφορά διατροφής των ανηλίκων τέκνων του ενάγοντος, κατά το παραπάνω συμφωνηθέν ποσό, που μπορεί να καταβάλει αυτός, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 191 παρ. 2, 176 παρ. 1 και 178 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 26-07-2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.2875/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διατροφών). ΚΑΙ
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα ου παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ