ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
740/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75, 76 παρ. 4, 513, 514 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι επί απλής ομοδικίας η δικαστική απόφαση, που είναι οριστική ως προς έναν ή περισσότερους εκ των ομοδίκων και μη οριστική ως προς τους λοιπούς, περατώνει τη δίκη έναντι των πρώτων και έτσι μπορεί κατά το μέρος αυτό να προσβληθεί με έφεση και πριν ακόμη περιλάβει οριστική διάγνωση για τους τελευταίους (ΑΠ 22/2009, Αρμ. 2009.1873, ΑΠ 1236/2007 ΧΡΙΔ 2008.239, ΑΠ 55/2008, ΕφΔωδ 201/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 5863/2012, Νοβ 2014.2318). Οριστικές είναι δε οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως και απεκδύουν το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α` του ΚΠολΔ) [ΑΠ 300/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Ναυτ) 262/2014 ΕλλΔνη 2015.765, ΕφΠατρ 982/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010.412]. Έτσι, η απόφαση, με την οποία αναβάλλεται η συζήτηση της υπόθεσης, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, δεν είναι οριστική, αφού σε κάθε περίπτωση μπορεί να ανακληθεί και, επομένως, δεν υπόκειται σε έφεση [ΕφΠειρ (Ναυτ) 262/2014 ό.π].
Στην υπό κρίση περίπτωση, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 30-12-2019 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../20-2-2020) έφεση του εναγομένου, όπως αυτή μεταγενέστερα διευρύνθηκε με τον πρόσθετο λόγο που ασκήθηκε με το από 26-10-2020 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………../26-10-2020), ιδιαίτερο δικόγραφο, ως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 3090/2019 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 18-2-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../21-2-2019) αγωγή των εναγόντων κατ’αυτού περί καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης στο εκκαλούν στις 16-12-2019 (σχετ. η υπ’αριθμ. …….΄/16-12-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..), ενώ το εκκαλούν, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν υποχρεούται στην καταβολή παραβόλου (ΕφΛαρ (Μον) 190/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.37). Παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρο 591 παρ 1 περ. ζ΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), ασκήθηκε και ο από 26-10-2020 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……../26-10-2020) πρόσθετος λόγος της έφεσης αυτής, καθόσον κατατέθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επικυρωμένο αντίγραφό του επιδόθηκε στην πληρεξουσία δικηγόρο των εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 143 § 1 του ΚΠολΔ (σχετ. η υπ’αριθμ. ………΄/26-10-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..), παρεκτός καθ’ό μέρος στρέφονται κατά του τρίτου και της τέταρτης ενάγουσας, …………και ……….., αντίστοιχα, ως προς τους οποίους θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η έφεση και ο πρόσθετος αυτής λόγος, διότι η εκκαλουμένη, ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής κατ’αυτών, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ και, επομένως, δεν περιέχει οριστική διάταξη ως προς αυτούς, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δε εκκλητό της απόφασης ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατ’άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 718/2010, Αρμ. 2012.86). Επομένως, πρέπει η έφεση και ο συνεκδικαζόμενος με αυτήν, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του [ΕφΑθ 539/2019, ΕφΑθ (Μον) 24/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], πρόσθετος λόγος της, να γίνουν τυπικά δεκτοί, κατά τα λοιπά, και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει της από 1-7-2004 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου, της δεύτερης, του πέμπτου και της έκτης από αυτούς, ως συγκυρίων κατά τα ειδικότερα ποσοστά, του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου, και του Ι.Κ.Α, παραχώρησαν κατά χρήση στο τελευταίο το εν λόγω ακίνητο για χρονικό διάστημα εννέα ετών, με αφετηρία τις 2-7-2005, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τη στέγαση του τοπικού ιατρείου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ευγένειας-Χαραυγής, του μισθωτή δυνάμενου να προβεί σε μονομερή παράτασή της για τρία έτη, έναντι του μηνιαίου μισθώματος των 4.510 ευρώ, το οποίο από 1-10-2012 μειώθηκε δια συμφωνίας των συμβαλλομένων στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Ότι στη μισθωτική σχέση υπεισήλθαν, ως συνεκμισθωτές, ο τρίτος και τέταρτη ενάγουσα, μετά την προς αυτούς μεταβίβαση μέρους των εξ αδιαιρέτου ποσοστών τους επί του ακινήτου απ΄τους πρώτο και δεύτερη ενάγοντες, και ως μισθωτής, το εναγόμενο. Ότι το εναγόμενο, αν και έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου και κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2016 έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2019, οπότε η σύμβαση είχε ήδη καταστεί αορίστου χρόνου με τους ίδιους όρους, αρνείται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, και δεν τους έχει καταβάλει το παραπάνω μίσθωμα, το ύψος του οποίου δεν μεταβλήθηκε με νεώτερη συμφωνία τους, μη ισχύουσας της υπ’αριθμ. 21766/1-8-2014 απόφασης του υποδιοικητή του εναγομένου περί μειώσεώς του στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως, όπως έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα με την υπ’αριθμ. 532/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επί προγενέστερης αγωγής τους, που αφορούσε το μίσθωμα προηγούμενου του επιδίκου χρονικού διαστήματος, απορρέοντος εξ αυτής δεδικασμένου δεσμεύοντος και το δικάζον δικαστήριο.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 3090/2019 εν μέρει οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.808,96 ευρώ, στη δεύτερη, το ποσό των 9.057,06 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 18.114,10 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 15.617,92 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκαν σε βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων αυτών, που προσδιορίστηκαν στο ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ αναβλήθηκε η συζήτησή της, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, ως προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2016 αγωγής τους κατά του και νυν εναγομένου.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το τελευταίο με τους λόγους της έφεσής του και τους πρόσθετους αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Η απόρριψη του αιτήματος αναστολής (αναβολής), σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης, αφού το Δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό το αίτημα, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού [ΕφΠατρ (Μον) 17/2020, ΕφΠατρ (Μον) 114/2018, ΕφΑθ (Μον) 285/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, διατεινόμενο ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει σφάλλει γιατί απέρριψε το ανωτέρω αίτημά του για αναστολή της δίκης κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, έως την τελεσίδικη περάτωση άλλης συναφούς δίκης, ελέγχεται ως μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ο νόμος 813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το πδ 34/1995, εισήγαγε ειδικό σύστημα ιδιαίτερης προστασίας της επαγγελματικής στέγης προς προαγωγή του συμφέροντος όχι μόνο του μισθωτή, αλλά και της εθνικής οικονομίας και ως εκ τούτου οι διατάξεις του, καθώς και οι διατάξεις των νόμων, που τροποποιούν ή συμπληρώνουν αυτόν ή περατώνουν αναγκαστικώς τη συμβατική διάρκεια των υπαγομένων στη ρύθμισή του μισθώσεων, είναι ειδικές και κατισχύουν άλλων διατάξεων, από την εφαρμογή των οποίων προκύπτουν έννομα αποτελέσματα αντίθετα ή διαφορετικά εκείνων, που απορρέουν από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου (ΑΠ 1304/2019, ΑΠ 206/2019, ΑΠ 1063/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 885/2009, ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 2010.61, ΑΠ 1429/2000, ΑΡΧΝ/2001.571). Ως εκ τούτου, επί εκμισθώσεως σε τρίτο ακινήτου ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ που εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις των εμπορικών μισθώσεων-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κατά τα προεκτεθέντα, επί εκμισθώσεως σε νπδδ ή ΟΤΑ ακινήτου, για δραστηριότητα που εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του ίδιου πδ 34/1995, όπως η στέγαση ιατρείου κατά το άρθρο 1 παρ. 1 γ΄ (ΕφΠειρ 60/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)-ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα (και τέτοιο τυγχάνει να είναι και η νόμιμη διάρκεια της εκμίσθωσης), είναι επικρατέστερες οι διατάξεις του πδ 34/1995 και εν προκειμένω εκείνη του άρθρου 5 § 1 του εν λόγω π.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την § 6 του άρθρου 7 Ν. 2741/1999, που ίσχυε πριν από τον Ν. 4242/2014, με την οποία είχε οριστεί ότι η διάρκεια της μίσθωσης είναι δώδεκα χρόνια, έστω και αν συμφωνηθεί για μικρότερο χρόνο ή και για αόριστο (νόμιμη διάρκεια), χωρίς να αξιώνεται από τη διάταξη αυτή, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη, για την αυτοδίκαιη παράταση της συνομολογηθείσας για μικρότερο χρόνο εμπορικής μίσθωσης με εκμισθωτή-ή μισθωτή- ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, μέχρις ότου συμπληρωθεί δωδεκαετία, οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση (ΑΠ 206/2019 ό.π).
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Ο πρώτος, η δεύτερη, ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων άσκησαν σε βάρος του εναγομένου την από 16-2-2015 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2015) αγωγή τους, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία, επικαλούμενοι τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ιστορούν και στην ένδικη αγωγή, πλην εκείνων που αφορούν στους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, ζητούσαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα του χρονικού διαστήματος Ιουλίου 2014 έως και Φεβρουαρίου 2015, συνολικού ποσού 26.210,08 ευρώ, κατά την αναλογία καθενός, με βάση το ποσοστό συγκυριότητάς του επί του μισθίου ακινήτου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 854/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, και, ακολούθως, μετά την άσκηση εφέσεως από την πλευρά του εναγομένου, η υπ’αριθμ. 532/2017 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση. Κρίθηκε, επομένως, με δύναμη δεδικασμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, απορρέοντος από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση, ως προδικαστικό ζήτημα, το οποίο οφείλει να θέσει το παρόν Δικαστήριο ως βάση της απόφασής του, ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, και αφορά τους νυν διαδίκους, ως προς τους οποίους ασκήθηκε παραδεκτώς η ένδικη έφεση και ο πρόσθετος αυτής λόγος, ότι : Δυνάμει του από 1-7-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως ακινήτου και κατόπιν διενέργειας σχετικού μειοδοτικού διαγωνισμού, οι ενάγοντες, συγκύριοι του μισθίου ακινήτου, κείμενου στην οδό …… αρ. ……. στο Κερατσίνι και, ειδικότερα, ενός τετραώροφου οικήματος, συνολικής επιφάνειας 445,28 τμ, αποτελούμενου από πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο όροφο, με είσοδο και πυλωτή στον ισόγειο όροφο, καθώς και υπόγειο όροφο, σε ποσοστό 231,5/1000 εξ αδιαιρέτου, καθένας από τους πρώτο και τέταρτη τότε ενάγοντες και νυν πρώτος και έκτη ενάγουσα, και 268,5/1000 εξ αδιαιρέτου καθένας από τους δεύτερο και τρίτη τότε ενάγοντες και νυν πέμπτο και δεύτερη ενάγουσα, εκμίσθωσαν στον αρχικό μισθωτή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στη θέση του οποίου υπεισήλθε το νυν εναγόμενο, δυνάμει του άρθρου 21 § 7 του ν. 4238/2014 το εν λόγω ακίνητο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση του Τοπικού Ιατρείου-Ευγένειας Χαραυγής. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχής γενομένης από την επομένη της ημέρας της παραλαβής του οικήματος, που έλαβε χώρα στις 2-7-2005, με δυνατότητα μονομερούς παρατάσεώς της εκ μέρους του μισθωτή για χρονικό διάστημα τριών ετών. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 4.510 ευρώ και, κατόπιν νεώτερης συμφωνίας των συμβαλλομένων, μειώθηκε από την 1-10-2012 μέχρι και τις 31-12-2014 στο ποσό των 3.276,26 ευρώ, λόγω των δυσμενών οικονομικών συγκυριών, χωρίς να μεταβληθεί έκτοτε, εφόσον η πρόσκληση του εναγομένου προς τους συνεκμισθωτές για επαναδιαπραγμάτευση του ύψους του μισθώματος δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα. Δέχθηκε, ειδικότερα, η άνω τελεσίδικη απόφαση ότι στην περ.7 του άρθρου 21 του ν.4238/2014, παρέχεται απλώς η δυνατότητα στον Διοικητή της κάθε ΔΥΠΕ να επαναδιαπραγματεύεται το καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα με στόχο να καταλήξει σε συμφωνία με τους εκμισθωτές και σε περίπτωση μη συμφωνίας των μερών, παρέχεται η δυνατότητα στις ΔΥΠΕ της μονομερούς καταγγελίας. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της παραδοχής αυτής, κρίθηκε, ως προδικαστικό ζήτημα, με δύναμη δεδικασμένου που δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο, ότι δεν υπήρξε συμφωνία για μείωση του μισθώματος μεταξύ των διαδίκων, με πρωτοβουλία του εκκαλούντος, και ως εκ τούτου πρέπει ο πρόσθετος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, περί παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Αποδείχθηκε, επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προηγήθηκε ότι, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των μερών και παρά το γεγονός ότι το εναγόμενο δεν προέβη σε μονομερή παράταση της μίσθωσης, αυτή δεν έληξε με την πάροδο του συμβατικού της χρόνου στις 2-7-2014 αλλά συνεχίζεται αυτοδικαίως μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαετίας, ήτοι μέχρι τις 2-7-2017. Εν τω μεταξύ, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/11-10-2012 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., που καταχωρήθηκε στα βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς στις 23-10-2012, ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων, μεταβίβασαν στα τέκνα τους, τρίτο και τέταρτη αυτών, εξ ημισείας (50 % εξ αδιαιρέτου) το ήμισυ του ανήκοντος σε καθέναν ποσοστού συνιδιοκτησίας τους, παραμένοντας έτσι συγκύριοι στο απομένον ποσοστό. Έτσι, το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγόντων διαμορφώθηκε έκτοτε, για τον πρώτο στο ποσοστό των 115,75/1000, για τη δεύτερη σε 134,25/1000- για καθέναν από τους τρίτο και τέταρτη, σε 124,99/1000-για τον πέμπτο σε 268,5/1000 και για την έκτη σε 231,5/1000 εξ αδιαιρέτου, με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν και ο τρίτος και τέταρτη ενάγουσα στη μισθωτική σχέση, κατά το προαναφερθέν ποσοστό (άρθρο 614 του ΑΚ, σε συνδυασμό με 44 του πδ 34/1995). Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι η επίδικη σύμβαση εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ, λόγω της μη ασκήσεως αγωγής αποδόσεως του μισθίου εκ μέρους των εναγόντων-εκμισθωτών, εντός εννεαμήνου από τη λήξη της, παραταθείσα, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 περ. δ του άνω πδ 34/1995, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 7 του Ν. 2741/1999, ως ειδική, που κατισχύει κάθε άλλης διάταξης και ιδίως εκείνης του άρθρου 37 του πδ 715/1979 σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η σιωπηρή αναμίσθωση ή παράταση της μισθώσεως πέραν του δια της συμβάσεως συμφωνηθέντος χρόνου (ΑΠ 1063/2015 ό.π), για μία ακόμη τετραετία, ήτοι μέχρι τις 2-7-2021. Επομένως, το μηνιαίο μίσθωμα, καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν είχε λυθεί η μίσθωση και το εναγόμενο έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου, ανερχόταν στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Εξακολουθεί δε και αρνείται να καταβάλει σε όλους τους συνεκμισθωτές το επιμέρους ποσό των 2.176,26 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (Αύγουστος 2016 έως Φεβρουάριος 2019) το συνολικό ποσό των 67.464,06 (2.176,26 Χ 31) ευρώ, εκ του οποίου στους ενάγοντες αντιστοιχεί το ποσό των 50.598,04 [(115,75/1000 + 134,25/1000 + 268,5/1000 +231,5/1000) 750/1000 Χ 67.464,06] ευρώ, το οποίο επιμεριζόμενο, περαιτέρω, με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας των άνω εναγόντων, ανέρχεται σε 7.808,96 ευρώ για τον πρώτο (67.464,06 Χ 115,75/1000), των 9.057,06 ευρώ για τη δεύτερη (67.464,06 Χ 134,25/1000), των 18.114,1 ευρώ για τον πέμπτο (67.464,06 Χ 268,5/1000) και των 15.617,92 ευρώ για την έκτη ενάγουσα (67.464,06 Χ 231,5/1000).
Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας [ΕφΑΘ (Μον) 842/2017 ΔΕΕ 2017.369, ΕφΑθ (Μον) 407/2018, ΔΕΕ 2018.900, ΕφΠειρ 194/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], με αποτέλεσμα ο πρόσθετος λόγος εφέσεως, κατά το οικείο σκέλος του, περί έλλειψης αιτιολογίας να ελέγχεται ως αλυσιτελής, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της διαφωνίας των διαδίκων, όφειλε να προσδιορίσει το μίσθωμα με βάση την εμπορική και μισθωτική αξία του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν.4002/2011, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα το ανωτέρω άρθρο, όπως ρητώς ορίζεται στο κείμενό του, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις μισθώσεως ακινήτων από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 1Β παρ.1 του ν.2362/1995, όπως ίσχυε, που παραπέμπει με τη σειρά του στο άρθρο 1 παρ.1,2,3 και 6 του ν.3429/2005, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται το εκκαλούν, σε κάθε δε περίπτωση το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν όφειλε, με βάση το αίτημα της αγωγής, να προσδιορίσει το ίδιο το μίσθωμα σε διαφορετικό ποσό από το συμφωνηθέν, που ίσχυε καθ’όν χρόνο ήταν ενεργή η μίσθωση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 1891/2015 αδημ, ΕφΑθ 3080/2010, ΕλλΔνη 2011.1068). Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της έφεσής του διατείνεται ότι η επιδικασθείσα υπέρ των εναγόντων δικαστική δαπάνη, ύψους 1.000 ευρώ- εκ των οποίων η αναλογούσα ήδη στους νυν εφεσίβλητους είναι 750 ευρώ- είναι υπερβολική και σε κάθε περίπτωση έπρεπε να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων στον πρώτο βαθμό, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, και επικουρικά να προσδιοριστεί αυτή στο ελάχιστο ποσό.
Αναφορικά με τον συγκεκριμένο λόγο λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», που ίσχυε κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη της αγωγής ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της χρηματικής αξίας της απαίτησης εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ και για τη σύνταξη των προτάσεων εκ μέρους του δικηγόρου του ενάγοντος, για τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανέρχεται σε 1% ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.517,94 (50.598,04 Χ 3/100) ευρώ. Επίσης, το αναλογούν δικαστικό ένσημο, με βάση το αιτούμενο ποσό ανέρχεται σε 536 ευρώ (Δικαστικό Ένσημο 8 ‰ επί του κεφαλαίου, ΤΑΧΔΙΚ 30% επί του Δικαστικού Ενσήμου, Χαρτόσημο 2% επί του Δικαστικού Ενσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 20% επί του χαρτοσήμου). Επομένως, η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη σε βάρος του εκκαλούντος υπολείπεται εκείνης, που αφορά την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεών τους, μη εφαρμοζόμενης, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, της διάταξης του άρθρου 22 § 3 του ν. 3693/1957, διότι, παρ’ότι το εκκαλούν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ακόμη και αν έχει τα προνόμια απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου, η νομική του υπηρεσία δεν ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ώστε να έχει εφαρμογή το συγκεκριμένο άρθρο περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 150/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, ο παραπάνω λόγος της έφεσης κρίνεται απορριπτέος, αφενός διότι δεν συντρέχει περίπτωση μειώσεως των επιβληθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων σε βάρος του εκκαλούντος, ενώ δεν προέκυψε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία των εφαρμοστέων στην προκειμένη περίπτωση διατάξεων, ώστε να συντρέχει λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων των διαδίκων.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι στο σύνολό τους. Επίσης, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 του ΚΠολΔ, 63 § 1 I α), 68 παρ.1, 69 παρ.1 και 166 σε συνδυασμό με το κάτωθι αυτού παράρτημα Ι Β του ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-12-2019 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../20-2-2020) έφεση του εναγομένου και τους από 26-10-2020 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………/26-10-2020) πρόσθετους αυτής λόγους, κατά της υπ’αριθμ. 3090/2019 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εφεσιβλήτων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά κατά τα λοιπά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 10-12-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ