ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 708/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 22.3.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./22.3.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../2019 έφεση των εκκαλουσών,……………. και ……………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.239/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 10.2.1999 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/12.2.1999 αγωγής τους, της δεύτερης ανήλικης τότε εκπροσωπούμενης από την μητέρα της πρώτη αυτών, σε βάρος του . ……………., ήδη καλούντος-εφεσιβλήτου, του . ……………., ήδη τρίτου των καθ’ων η κλήση-εφεσιβλήτου, του . ……………., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη και της τέταρτης των καθ’ών η κλήση-εφεσίβλητης υπό εκκαθάριση εδρεύουσας στην Μονροβία της Λιβερίας εταιρείας με την επωνυμία «…….» , νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εκκαθαριστή της, και την απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτη και ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο τούτων, συνεκκαλουμένων και των συναφών μη οριστικών υπ’αριθμ.1714/2001, 5052/2014 και 4685/2017 αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ
Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που οι εκκαλούσες άσκησαν με το από 5.10.2019 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό ……/7.10.2019 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησαν στους αντιδίκους τους, εφεσιβλήτους-εναγομένους, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’αριθμ………΄/7.10.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ….., αφορούν δε τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα εκκληθέντα αυτά κεφάλαια, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο τούτων (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), σε συνεκδίκαση με την έφεση, προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΠειρ100/2014 δημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).
ΙΙ. Οι ενάγουσες, η δεύτερη εκπροσωπούμενη, ως ανήλικη τότε, από την μητέρα της, πρώτη τούτων και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, εξέθεσαν ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 20.2.1997 . ……………., συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης τούτων, ο οποίος διατηρούσε πολλές εταιρείες με τον αδελφό του, πρώτο των εναγομένων, . ……………., αλλά ήταν μοναδικός μέτοχος, Διευθυντής και διαχειριστής της τέταρτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «……….” με καταστατική έδρα στην Λιβερία και εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, γεγονός που αγνοούσε η πρώτη των εναγόντων, ο δε πρώτος εναγόμενος με την βοήθεια του δεύτερου εναγομένου, την εξαπάτησε παραπλανώντας την με δόλιο τρόπο ότι είχε το 50% των μετοχών της και έτσι την έπεισε, αφενός να μεταφέρει τα χρήματα από τους αναφερόμενους κοινούς λογαριασμούς, που τηρούσε στην τράπεζα «AMERICAN EXPRESS» με τον σύζυγο της, σε νέους λογαριασμούς, που άνοιξαν, με συνδικαιούχους, στον μεν πρώτο, την ίδια, τον πρώτο εναγόμενο και τον υιό του, τρίτο εναγόμενο, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε το σύνολο του ποσού των 314.000 δολαρίων με την αιτιολογία ότι αφορούσαν έσοδα της ανωτέρω εταιρείας, που ανήκαν στον πατέρα του, στον δε δεύτερο, την ίδια, τον πρώτο εναγόμενο και τον ανιψιό του, δεύτερο εναγόμενο και αφετέρου, να υπογράψει τρία πρακτικά της εναγομένης εταιρείας για την συγκρότηση του νέου διοικητικού συμβουλίου της, ορισμού του δεύτερου εναγομένου, ως εκπροσώπου της και διανομής των μετοχών κατά 50% στις ενάγουσες και κατά 50% στον ίδιο και άμεσα οι δύο πρώτοι εναγόμενοι κατήγγειλαν την σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσώπευσης σε Ελλάδα και Κύπρο, αντί προμήθειας, των πολωνικών ναυπηγείων ………. και συνήψαν νέα με εταιρεία δικών τους συμφερόντων, έτσι ώστε να αποδυναμώσουν την εναγομένη εταιρεία και εισέπραξαν τα χρήματα από οφειλές-προμήθειες των ναυπηγείων προς τον σύζυγο της, που εμβάστηκαν στους εταιρικούς λογαριασμούς μετά τον θάνατο του, προέβησαν δε σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας του γραφείου της στην Ελλάδα. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησαν, όπως παραδεκτά παραιτήθηκαν από τα λοιπά καταψηφιστικά τους αιτήματα κατά την κύρια βάση εξ αδικοπραξίας και την επικουρική βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, κατ’άρθρο 147 ΑΚ, λόγω απάτης, της δήλωσης βουλήσεως της πρώτης ενάγουσας δια της θέσεως της υπογραφής της και να κηρυχθούν άκυρα: α) το από 14.3.1997 πρακτικό της γενικής συνέλευσης των μετόχων για τη συγκρότηση του νέου διοικητικού συμβουλίου και τα πρακτικά διοικητικού συμβουλίου από 17.3.1997 για την συγκρότηση του σε σώμα, από 18.3.1997 για την γνωστοποίηση στην τράπεζα American Express της εκπροσώπησης της εναγομένης εταιρείας στις τραπεζικές συναλλαγές, από 20.3.1997 για τον ορισμό του δευτέρου εναγομένου, ως εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας, από 20.3.1997 για την έκδοση του συνόλου των μετοχών της εναγομένης εταιρείας, από 11.4.1997 και 2.6.1997, που δεν τα υπέγραψε, επειδή δεν κλήθηκε, από 25.6.1998 για την διακοπή λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας, β) οι τίτλοι των 100 μετοχών που εκδόθηκαν και ειδικώτερα 9 πιστοποιητικά με αριθμούς 1, 4, 5, 6, 15, 16, 17, 18 και 19 των 10 μετοχών έκαστο και 10 πιστοποιητικά με αριθμούς 2, 3, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13 και 14 της μιας μετοχής το καθένα και γ) η καταγγελία της σύμβασης αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των πολωνικών ναυπηγείων από την εναγομένη εταιρεία, καθώς και κάθε άλλη καταγγελία που προέβησαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και αφορά είτε ναυπηγεία άλλης χώρας, είτε συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων, κατά το διάστημα από 14.3.1997 μέχρι τον χρόνο σύνταξης της αγωγής.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η συνεκκαλούμενη υπ’αριθμ.1714/ 2001 προδικαστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφενός, κατά την οριστική της διάταξη, απορρίφθηκε η υπό κρίση αγωγή αναφορικά με τον τρίτο εναγόμενο, . ……………., λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και κατά τα λοιπά τάχθηκαν οι δέουσες αποδείξεις στους διαδίκους να αποδείξουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, η μεν ενάγουσα ότι ο πρώτος εναγόμενος συνεπικουρούμενος από τον δεύτερο, την εξαπάτησαν διαβεβαιώνοντας την ψευδώς ότι ο πρώτος τούτων ήταν μέτοχος της εναγομένης εταιρείας κατά ποσοστό 50%, με αποτέλεσμα να πεισθεί να υπογράψει τα ανωτέρω πρακτικά, ο δε πρώτος εναγόμενος ότι ήταν εν τοις πράγμασι μέτοχος της τέταρτης εναγομένης εταιρείας κατά ποσοστό 50%. Ακολούθως, μετά την διεξαγωγή των αποδείξεων, που τάχθηκαν, εισήχθη η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση και εκδόθηκε η υπ’αριθμ.5052/2014 και εν συνεχεία η 4685/2017, συνεκκαλούμενες μη οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες, προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της νόμιμης εκπροσώπησης της εναγομένης εταιρείας κατά το δίκαιο της Λιβερίας, που ηγέρθη και με συναφείς ενστάσεις του πρώτου, δεύτερου και τέταρτης των εναγομένων, ενόψει λύσης και θέσεως της σε εκκαθάριση, δυνάμει αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου λιβεριανού Δικαστηρίου, που έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, ανέβαλαν την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξαν την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο. Ειδικότερα, η πρώτη, ως άνω, απόφαση, προκειμένου το επιμελέστερο των διαδίκων μερών να αποδείξει με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο – εκτός από όρκο και ομολογία – ιδιαίτερα δε με γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή ειδικού νομομαθούς, την ύπαρξη και το περιεχόμενο των διατάξεων του ισχύοντος στην Δημοκρατία της Λιβερίας δικαίου επί του ζητήματος εάν, σε περίπτωση θέσεως υπό εκκαθάριση εταιρείας τύπου limited και διορισμού εκκαθαριστή, παύει αυτομάτως η εξουσία των οργάνων της διοικήσεως της εταιρείας και εάν η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της περιέρχεται στον εκκαθαριστή, επιπλέον δε ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης μέχρι τελεσιδίκου περατώσεως της δίκης περί κηρύξεως εκτελεστής στην Ελλάδα της από 16.8.2005 αποφάσεως του λιβεριανού Δικαστηρίου (Αστικού Δικαστηρίου της 6ης Δικαστικής Περιφέρειας Μοντσεράδο Λιβερίας) περί λύσεως και θέσεως υπό εκκαθάριση της τέταρτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και περί διορισμού εκκαθαριστής αυτής, ενόψει του ότι εκκρεμούσε τριτανακοπή και προσεπίκληση των τριτανακοπτουσών, νυν εναγουσών, της πρώτης τούτων και ως εκπροσώπου της ανωτέρω εναγομένης εταιρείας, κατά της υπ’αριθμ.1496/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκουσίας δικαιοδοσίας, περί κήρυξης εκτελεστής της εν λόγω απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου, ενώ η δεύτερη, ως άνω, απόφαση, ανέβαλε εκ νέου προς συμπλήρωση των εμφανιζόμενων κενών σημείων, δεδομένου και των αντιφατικών γνωμοδοτήσεων των νομομαθών, που προσκομίστηκαν, αναφορικά με το θέμα της μη αποδοχής από τον ορισμένο εκκαθαριστή του διορισμού του εντός τριών ετών από την λύση της εναγομένης εταιρείας, προκειμένου ο επιμελέστερος των διαδίκων να προσκομίσει, αφενός γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, για το πώς αντιμετωπίζονται τα συναφή μνημονευόμενα ειδικότερα ζητήματα, βάσει των διατάξεων του ισχύοντος στην Δημοκρατία της Λιβερίας δικαίου, που αφορούν την λύση και την εκπροσώπηση της εταιρείας τύπου limited και αφετέρου, πιστοποιητικό καλής λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας από τις λιβεριανές αρχές περί λύσης της και θέση της σε εκκαθάριση ή λόγω παρόδου της προβλεπόμενης από το λιβεριανό δίκαιο τριετούς προθεσμίας αυτή υφίσταται εκπροσωπούμενη από τους διευθυντές της. Μετά την πλήρωση των ταχθεισών ως άνω προϋποθέσεων εκ μέρους των τριών πρώτων εναγομένων, εισήχθη η υπόθεση για συζήτηση και εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.239/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο νομίμως συγκροτήθηκε (αρθ. 254 παρ. 3 ΚΠολΔ) υπό σύνθεση διάφορη εκείνης υπό την οποία εξεδόθη η προαναφερθείσα μη οριστική υπ’αριθμ.4685/2017 απόφαση, καθόσον συνέτρεξαν εξαιρετικοί προς τούτο φυσικοί και νομικοί λόγοι (ΑΠ 2006/2013, ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010 δημ.ΤΝΠ “Νόμος”) και ειδικότερα, η Πρόεδρος της σύνθεσης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, ………., βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια διαρκείας και στην θέση της ορίστηκε Πρόεδρος του Τμήματος, ο ………, Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο δε σύνεδρος, Πρωτοδίκης, …….., ορίστηκε Ανακριτής, απορριπτομένου του συναφούς πρώτου πρόσθετου λόγου της έφεσης, περί κακής συγκρότησης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Με την εκκαλουμένη αυτή απόφαση, αφού ορθά απορρίφθηκε η ένσταση αναρμοδιότητας του Ναυτικού Τμήματος του δικάσαντος Δικαστηρίου, με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας της δικονομικής διάταξης του άρθρου 51 Ν.2172/1993, αντίθετα με την ερμηνεία, που δόθηκε με την υπ’αριθμ.1296/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, επί άλλης υπόθεσης μεταξύ της ενάγουσας και της «…………», ως ουσιαστικά αβασίμου, καθόσον δεν δεσμεύεται το πρωτόδικο, ούτε το παρόν, Δικαστήριο, ως προς το επιλυθέν νομικό ζήτημα με την αναιρετική απόφαση εκείνης της δίκης, η δε προκειμένη υπόθεση, που αφορά την εξαπάτηση της ενάγουσας από τον πρώτο εναγόμενο για την συμμετοχή του στην τέταρτη εναγομένη με ναυτιλιακή δραστηριότητα εταιρεία, αποτελεί ναυτική διαφορά και αφού κρίθηκε ότι η τέταρτη εναγομένη εταιρεία έχει λυθεί αμετακλήτως, δεν είναι ενεργή και νομίμως εκπροσωπείται από τον δικαστικώς διορισθέντα εκκαθαριστή της, ……… και όχι από την ενάγουσα διευθύντρια της, . ……………., γενομένων δεκτών, ως ουσία βάσιμων, των σχετικών ενστάσεων των εναγομένων περί έλλειψης νομίμου εκπροσωπήσεως της από την ενάγουσα και πληρεξουσιότητας του διορισθέντος από αυτήν δικηγόρου της εναγομένης εταιρείας και ότι στην πραγματικότητα μέτοχοι αυτής και εν τοις πράγματι συνιδιοκτήτες με ισότιμη εταιρική δράση ήταν αμφότερα τα αδέλφια, . …………….. και ο πρώτος εναγόμενος, . …………….., κατά 50% ο καθένας, ο δε πρώτος εναγόμενος ήταν εν τοις πράγμασι εταίρος και όχι αφανής εταίρος, όπως εσφαλμένα εκτίμησε η υπ’αριθμ.1714/2001 προδικαστική απόφαση και ότι τα επίδικα πρακτικά της συνέλευσης των μετόχων και του διοικητικού συμβουλίου, δεν αποτελούσαν προϊόν απατηλών παραστάσεων ούτε πιέσεων και φορτικότητας του πρώτου εναγομένου προς την ενάγουσα, . ……………., να τα υπογράψει, ακολούθως ανακάλεσε εν μέρει την προδικαστική απόφαση αναφορικά με την κρίση ότι ο …………. υπήρξε μοναδικός μέτοχος της εναγομένης εταιρείας, βάσει του εγγράφου μεταβίβασης του ιδρυτικού δικαιώματος, μη τάσσοντας απόδειξη ως προς αυτό, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των εναγομένων, ανακαλουμένου και του χαρακτηρισμού του πρώτου τούτων, ως αφανούς εταίρου και απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο εναγόμενο και, ως ουσία αβάσιμη, ως προς τους λοιπούς.
Κατά της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως και των συνεκκαλούμενων μη οριστικών, ως άνω, αποφάσεων, παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους οι ηττηθείσες ενάγουσες, για τους αναφερομένους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όπως ειδικότερα εκτίθεται στα οικεία δικόγραφα και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, την εξαφάνιση των εκκαλουμένων αποφάσεων, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την παραπομπή της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να ταχθούν ορθά τα θέματα και το βάρος απόδειξης και να μην στερηθούν τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της απουσίας τους κατά την επαναλαμβανόμενη τελευταία συζήτηση, άλλως την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.
III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. α` και β` ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευση τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το Δικαστήριο που την εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής οριστική είναι η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει ολικά ή μερικά την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, περιέχουσα διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και απεκδύουν έτσι το Δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με την εν λόγω αίτηση (ΑΠ 2008/2009, ΑΠ 1821/2008). Μη οριστική είναι η απόφαση που επιφυλάσσεται να αποφανθεί για την ουσία ανεξάρτητα από την παραδοχή της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του νόμω βασίμου της αγωγής. Δεν αποκλείεται πάντως η απόφαση να είναι εν μέρει οριστική, όπως λ.χ. όταν δέχεται ή απορρίπτει ένα από τα περισσότερα αιτήματα της αγωγής και διατάζει αποδείξεις για τα λοιπά ή κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για κάποιο από αυτά. Οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε σε κάθε στάση της δίκης, είτε αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 12/1989), είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που την υποβάλλει μόνο στην διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, χωρίς στάση δίκης, η ανάκληση δε μπορεί να είναι και σιωπηρή, με την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση της απόφασης αυτής (ΑΠ 687/2019, ΑΠ 644/2018, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 1927/2006, ΑΠ 677/1988, ΑΠ 687/1985).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προσάπτεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια της ανάκλησης της υπ’αριθμ.1714/2001 προδικαστικής απόφασης, ως προς την κρίση ότι ο αποβιώσας σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, ……………., υπήρξε μοναδικός μέτοχος της λιβεριανής εναγομένης εταιρείας δυνάμει του από 27.1.1992 εγγράφου μεταβίβασης του ιδρυτικού δικαιώματος και επομένως, δεν απαιτείται γι’αυτό να ταχθεί θέμα απόδειξης, χωρίς υποβληθέν αίτημα, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 309 ΚΠολΔ και κατά παράβαση του συζητητικού συστήματος. Ο κρινόμενος λόγος, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω προδικαστική απόφαση, που είναι εν μέρει οριστική μόνο, ως προς την απορριπτική της διάταξη αναφορικά με τον τρίτο εναγόμενο, επιφυλάχθηκε να αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης τάσσοντας αποδείξεις και επομένως, το εκδόν την εκκαλουμένη οριστική απόφαση Δικαστήριο δεν δεσμευόταν από τις διατυπώσεις της προδικαστικής απόφασης, ως προς τα πραγματικά γεγονότα και τις νομικές παραδοχές της και είχε την εξουσία αυτεπαγγέλτως να προβεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ισχυρισμών των διαδίκων και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, ούτως ώστε δεν πρόκειται για ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, εφόσον δεν αποτελούν απόφαση οι επιμέρους κρίσεις, ούτε για ανάκληση οριστικής διάταξης της προδικαστικής, ως αβασίμως ισχυρίζονται επιπλέον οι εκκαλούσες με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της έφεσης τους, αλλά για διαφορετική εκτίμηση αποδεικτέου θέματος, που ουδόλως αποκλείεται, ούτε απαιτεί ειδική αιτιολογία, μήτε προϋποθέτει αναγκαία αίτημα διαδίκου, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω είχε υποβληθεί τέτοιο, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως έχον την εξουσία, με την οριστική του απόφαση διέλαβε δικανική κρίση, ως προς όλα τα προς διάγνωση νομικά και ουσιαστικά ζητήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης απεκδυόμενο κάθε περαιτέρω εξουσίας εξέτασης της, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 309 ΚΠολΔ, κρίνονται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Περαιτέρω, οι αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της έφεσης, αφενός για εσφαλμένο προσδιορισμό του θέματος αποδείξεως και αφετέρου για εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης, καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθούν στην ως άνω ανάκληση της εν λόγω προδικαστικής απόφασης και μη επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διεξαχθούν περαιτέρω αποδείξεις, με αποτέλεσμα οι ενάγουσες-εκκαλούσες να στερηθούν του δικαιώματος απόδειξης, του ανακληθέντος θέματος απόδειξης, που άπτεται της συστάσεως αφανούς ή εν τοις πράγμασιν (de facto) εταιρείας μεταξύ των αδελφών ……………. αναφορικά με την τέταρτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, απορριπτέες κρίνονται κατ’ουσίαν, καθόσον προεχόντως ερείδονται επί εσφαλμένων προϋποθέσεων και συγκεκριμένα, η μεν πρώτη, ότι είχε ταχθεί τέτοιο θέμα απόδειξης, ενώ δεν είχε ταχθεί, η δε δεύτερη, ότι αυτός ήταν ο ουσιώδης αμυντικός ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου, δηλαδή η σύσταση αφανούς άλλως εν τοις πράγμασιν εταιρείας με τον αδελφό του, στα πλαίσια της οποίας κατέστη αφανής, άλλως εν τοις πράγμασι εταίρος της τέταρτης εναγομένης κατά ποσοστό 50%, ενώ δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός περί αφανούς ή εν τοις πράγμασιν εταιρείας, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι ενάγουσες-εκκαλούσες, αλλά ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι αυτός, εν τοις πράγμασιν, ήταν μέτοχος της τέταρτης εναγομένης εταιρείας κατά ποσοστό 50% και επιβαρύνθηκε με την απόδειξη τούτου, κατ’ορθή κατανομή του βάρους απόδειξης, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης κατά το τρίτο και τέταρτο σκέλος, ως ουσιαστικά αβασίμου, καθώς επίσης του τέταρτου πρόσθετου λόγου περί εσφαλμένης λήψης υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την οριστική εκκαλουμένη απόφαση, πραγμάτων μη προταθέντων και μη κήρυξης απαραδέκτου, λόγω αοριστίας του εν λόγω πραγματικού ισχυρισμού, ως ουσιαστικά αβασίμου.
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ίσχυε με το Π.Δ.503/1985 και αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2002, με τα άρθρα 9 Ν.2915/2001 και 15 Ν.2943/2001, «1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. 2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Όπως δε ακολούθως το άρθρο 254 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/ 25.7.2011, Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 167/2011) και εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος από την 1.1.2016 ) ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης….2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο.». Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ επομένως όπως ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει, αφενός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, αφετέρου δε ορίζει ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου τούτου παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, αλλά οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζητήσεως (ΟλΑΠ 30/1997 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες, ήδη εκκαλούσες, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.4685/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της, κατ’άρθρο 254ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε, παραστάθηκαν στο ακροατήριο μετά και δια, αντίστοιχα, του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, αλλά δεν κατέθεσαν ιδιαίτερες νέες προτάσεις για την ουσία της υπόθεσης, ως είχαν δυνητική ευχέρεια και όχι υποχρέωση (ΟλΑΠ 30/1997 ΕλΔνη 38/1524), ούτε προσκόμισαν τα σχετικά έγγραφα, που επικαλούνταν με τις προτάσεις των προηγούμενων συζητήσεων. Για το λόγο αυτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναζήτησε από το αρχείο τούτου τις προτάσεις τους, που είχαν υποβληθεί εκ μέρους τους στα πλαίσια των προηγούμενων επαναλαμβανόμενων συζητήσεων δυνάμει των υπ’αριθμ.1714/2001, 5052/2014 και 4685/2017 μη οριστικών αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου και έλαβε υπόψη όσα είχαν επικαλεστεί και προβάλει. Έτσι που έπραξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, δεδομένου ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, θεωρείται συνέχεια των προηγουμένων, ως ενιαία συζήτηση και δεν απαιτούνταν η υποβολή νέων προτάσεων από τους διαδίκους, ούτως ώστε να μην θεμελιώνεται ερημοδικία των εναγουσών, που δεν κατέθεσαν ιδιαίτερες κατ’αυτήν προτάσεις, ως αβασίμως ισχυρίζονται, αλλά οι έγγραφες προτάσεις τους, που είχαν υποβληθεί κατά την πρώτη επ’ακροατηρίω συζήτηση της αγωγής τους και κατά τις επιγενόμενες, των οποίων διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγουσών-εκκαλουσών, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, περί παρά τον νόμο, μετ’απόδειξη συζήτηση της αγωγής τους, κατ’ αντιμωλία, αντί ματαίωσης της, άλλως επανάληψης συζήτησης της, ένεκα μη κατάθεσης νέων προτάσεων εκ μέρους τους και απαράδεκτης μη προσκόμισης των προηγούμενων προτάσεων τους από τους παρισταμένους εναγομένους, αλλά συλλογής τους αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως νόμω αβασίμων. Επιπλέον, οι προβαλλόμενες με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο της έφεσης αιτιάσεις, μη αναγνώρισης της συνδρομής του στοιχείου της δικονομικής βλάβης στο πρόσωπο των εναγουσών εκ της παρανόμου απορρίψεως του αιτήματος αναβολής της δίκης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επαναλαμβανόμενη τελευταία συζήτηση και του στοιχείου του δικονομικού δόλου, κατά παράβαση της αρχής καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, στο πρόσωπο των εναγομένων, που αντέλεξαν σφόδρα στο αίτημα αναβολής επικαλούμενοι την άνω της 18ετίας διάρκεια της δίκης, αποκρύπτοντας όμως την αιτία, που αναγόταν σε υπαιτιότητα τους για υπέρμετρες καθυστερήσεις στην διαδικασία διεξαγωγής των αποδείξεων και είχε σαν συνέπεια την ερημοδικία τους και την συνακόλουθη απώλεια του δικαιώματος αποδείξεως, ως μη ερειδόμενες στο νόμο.
V. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων, που περιλαμβάνονται στην ……… Εισηγητική Έκθεση των Εισηγητών Δικαστών, επί των θεμάτων αποδείξεως που έταξε η υπ’αριθμ.1714/2001 προδικαστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και η απόδειξη διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, ήτοι των μαρτύρων απόδειξης, …… και ……. και ανταπόδειξης, . ……………. και . ……………., οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη, ως αποδεικτικών μέσων, ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, που δόθηκαν στο πλαίσιο άλλων δικών ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή Ελληνικής προξενικής αρχής (ΑΠ 613/2004 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια μεταξύ των οποίων και οι μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ.γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), λαμβανομένων υπόψη και των εγγράφων των επικαλουμένων αλλά μη προσκομιζομένων από τις ενάγουσες-εκκαλούσες πρωτοδίκως, που προσκομίζονται εκ μέρους τους για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον κρίνεται, κατ’επιείκεια, ότι δεν τα είχαν προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (529 παρ.2 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος εναγόμενος, ……, ήταν αδερφός του ………….., αποβιώσαντος στις 20.2.1997 στην Αθήνα, συζύγου της ενάγουσας, ……. και πατέρας της εκπροσωπούμενης κατά την κατάθεση της αγωγής και πλέον ενήλικης, …….., οι οποίες τυγχάνουν κατά τους κανόνες της πρώτης τάξεως της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος, καλούμενες στην κληρονομία του σε ποσοστό ¼ και ¾ αντίστοιχα, καθώς ο αποβιώσας δεν κατέλειπε διαθήκη (άρθρα 1710, 1813 και 1820 AK), όπως συνομολογείται από αμφότερες τις διάδικες πλευρές. Ο αποβιώσας, …, με τον αδελφό του, . ……………., συνεργάζονταν σε κοινές επιχειρήσεις του ευρύτερου ναυτιλιακού τομέα, που είχαν αντικείμενο τη διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας για τη διενέργεια εργασιών επισκευής σε πλοία. Τη δραστηριότητα αυτή ασκούσε από πολύ νωρίτερα ο …………., ο οποίος ήταν κατά 11 έτη μεγαλύτερος από τον …………….. Ειδικότερα, ο …….., ήταν μηχανολόγος ναυπηγός και εργαζόταν ως αρχιμηχανικός στη ναυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……» και ως τεχνικός διευθυντής στόλου φορτηγών και δεξαμενόπλοιων της ομοίων συμφερόντων εταιρείας με την επωνυμία «………». Στο πλαίσιο των καθηκόντων του αυτών είχε αποκτήσει ήδη από το 1983 γνωριμίες και επαφές με τους υπεύθυνους της τότε κρατικής πολωνικής εταιρείας «…..», η οποία διαχειρίζονταν τα ναυπηγεία του Γκντανσκ, του Στετίνο, της Γδύνια κι οι οποίοι του πρότειναν να διαμεσολαβεί έναντι προμήθειας αρχικώς 3% και από το 1986 με προμήθεια 6% μεταξύ των ανωτέρω εργοδοτριών του ναυτιλιακών εταιρειών, ώστε τα υπό την πλοιοκτησία αυτών πλοία να επισκευάζονται στις εγκαταστάσεις των ανωτέρω ναυπηγείων. Μεταξύ άλλων προτάθηκε στον .. ……………. από τους υπευθύνους των πολωνικών ναυπηγείων, η προμήθεια να καταβάλλεται μόνο αν τα πλοία πράγματι πραγματοποιούσαν επισκευές και γενικά εργασίες στις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων αυτών και ο υπολογισμός των προμηθειών αυτών να γίνεται με βάση τα επίσημα τιμολόγια επισκευής κάθε πλοίου. Την πρόταση αυτή αποδέχτηκε ο ……., ο οποίος στο πλαίσιο της συνεργασίας του αυτής παρίστατο τακτικά στα ναυπηγεία διαπραγματευόμενος με εκπροσώπους των πολωνικών ναυπηγείων. Περαιτέρω, επειδή συγχρόνως ο ……….. παρέμενε ενεργό στέλεχος των προαναφερόμενων ναυτιλιακών εταιρειών και δεν επιθυμούσε να εμφανίζεται στις συναλλαγές, ως συμβαλλόμενο μέρος, με το υπ’ αριθμ……./15-11-1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, σύστησε με τον μηχανικό του εμπορικού ναυτικού, ……………. ., την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης «………», με έδρα τον Πειραιά στην οδό …., στην οποία συμμετείχαν κατά 50% ο ………… και κατά 50% ο ………. και η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας κατά την επισκευή πλοίων στα πολωνικά ναυπηγεία. Η εταιρεία αυτή στην οποία εργάστηκε και ο ………., ο οποίος μάλιστα ορίστηκε και συνδιαχειριστής το έτος 1986, λύθηκε με το με αριθμό …./5-11-1986 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, αλλά ο ……. συνέχισε να συνεργάζεται με τα πολωνικά ναυπηγεία εκμεταλλευόμενος την υποδομή που είχε μέχρι τότε δημιουργηθεί. Επίσης, ο …………. σύστησε την εταιρεία με την επωνυμία «…..» με τον ……………. ., η οποία έχει και αυτή έδρα τον Πειραιά επί της οδού ……. και στην οποία επίσης συμμετείχε, όπως συνομολογεί και ο αδερφός του …… με ποσοστό 20%. Ειδικότερα, ο ………., αφού ολοκλήρωσε μία ολιγοετή προϋπηρεσία, ως ναυτικός, ξεκίνησε την εν λόγω συνεργασία με τον αδελφό του, ο οποίος τον μύησε στις ως άνω επιχειρήσεις, θέλοντας να έχει στο πλευρό του ένα έμπιστο πρόσωπο. Ειρήσθω δε εν παρόδω οι αδερφοί ……………. συνέστησαν πλήθος εταιρειών και δη πλέον αυτών, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ήτοι της ελληνικής εταιρείας «…….» και της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας «……..», συνέστησαν: 1) Το Νοέμβριο του 1991 στην Πολωνία, την εταιρεία «………», στην οποία μετείχαν κατά ποσοστό 38% ο καθένας τους και τυπικά η Πολωνή υπήκοος …… κατά ποσοστό 4%, που ήταν και γραμματέας της εταιρείας, 2) στις 5.10.1996 στη Λιβερία, την εταιρεία «……..», στην οποία συμμετείχαν κατά 50% καθένας τους, 3) το 1996 τη λιβεριανή εταιρεία «……», στην οποία επίσης συμμετείχαν κατά 50% καθένας τους. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1996 συστήθηκε η εταιρεία «………», στην οποία μέτοχοι ήταν ο . …………….., υιός του πρώτου εναγομένου κατά 50% και ο …………….. . κατά το υπόλοιπο 50%. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής συνεργασίας των δύο αδερφών ……………., συνεστήθη το 1986 με το υπ’ αριθμ………/7-11-1986 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….» και με διακριτικό τίτλο «………» (……..), (εφεξής ελληνική εταιρεία), με έδρα και αυτή τον Πειραιά και δη επί της οδού ……………. αριθ. .. Σύμφωνα με το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, σ’ αυτή μετείχαν, με μία μερίδα έκαστος, η ……, η οποία φαινομενικά μόνο ήταν μέτοχος της εταιρείας κατά 50% και κατείχε 45 εταιρικά μερίδια, ο ……., ο οποίος κατείχε 18 εταιρικά μερίδια και ο ……….. κατά 30%, ο οποίος κατείχε 27 εταιρικά μερίδια, ενώ στην πραγματικότητα μέτοχοι αυτής ήταν ο ίδιος ο ……. κατά 80% και ο αδερφός του, …….., κατά ποσοστό 20%. Διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας αυτής ορίστηκαν ο ……….. και ο ……, οι οποίοι, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος αναφέρονται ως ναυτικοί στο καταστατικό και δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε άλλη εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο σύμφωνα με το άρθρο 22 του καταστατικού, όπου αναφέρετο ρητά ότι οι εταίροι και οι διαχειριστές της εταιρείας δεν δικαιούνται να ενεργούν για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό άλλων πράξεις που ανάγονται στο σκοπό της εταιρείας ή να συμμετέχουν ως εταίροι σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη, που έχει τους ίδιους σκοπούς, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά η τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εταίρων. Παρά δε την αμφισβήτηση από την ενάγουσα, .. ……………., αποδεικνύεται ότι η εμπορική δραστηριότητα, που αναπτύχθηκε από την εταιρεία «………», ασκήθηκε από αμφότερους τους αδελφούς ……………., με εμπνευστή και κυρίαρχη προσωπικότητα τον . ……………., του οποίου, όπως ήδη προαναφέρθηκε είχε προηγηθεί η ενασχόληση με παρόμοια επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς ο τελευταίος διέθετε και την επιστημονική κατάρτιση, αλλά είχε δημιουργήσει, λόγω της προγενέστερης απασχόλησης του και τις κατάλληλες γνωριμίες για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού πελατολογίου, αφού δραστηριοποιούνταν στον ίδιο επιχειρηματικό χώρο από το έτος 1977 και πριν από την ίδρυση της ως άνω εταιρείας διατηρούσε, όπως ήδη προαναφέρθηκε και άλλη εταιρεία με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, ήτοι την εταιρεία «………» και το μεγαλύτερο ποσοστό των προς επισκευή πλοίων, που εισέρχονταν στα ναυπηγεία με τη μεσολάβηση της εταιρείας «…….», ανήκαν στην εταιρεία «……», όπου αυτός εργαζόταν. Η ενασχόληση του . ……………. με τα εταιρικά θέματα προκύπτει πέρα από τις συναφείς γνώσεις και την εμπειρία του και από αντικειμενικά δεδομένα, που δεν αμφισβητούνται, όπως είναι η συμμετοχή του στην εταιρεία της συζύγου του, ενώ το γεγονός ότι τα εμβάσματα των ναυπηγείων, που αφορούσαν τις προμήθειες της εταιρείας, είχαν ως αποδέκτη τον κοινό λογαριασμό του ……. ……………. και της συζύγου του, υποδηλώνει ότι πράγματι υπήρχε απεριόριστη εμπιστοσύνη μεταξύ των ουσιαστικών εταίρων αδερφών …………….. Περαιτέρω, η ως άνω εταιρεία είχε ως κύριο αντικείμενο της τη διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας, για την ανάθεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών πλοίων σε ναυπηγεία της αλλοδαπής, κυρίως της Πολωνίας και ο σκοπός της, μεταξύ άλλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του καταστατικού της, έγκειτο σε διαχείριση, ναύλωση, εφοπλισμό, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών, ναυπηγήσεων, ναυλώσεων και ασφαλίσεων των ως άνω πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων κάτω από οποιαδήποτε σημαία και αν βρίσκονται, ανάληψη και εκτέλεση πάσης φύσεως κατασκευών επισκευών μετασκευών λοιπών τεχνικών εργασιών κ.λ.π., τόσο σε πλοία και λοιπά πρώτα ναυπηγήματα, όσο και σε κάθε είδους εγκατάσταση της ξηράς, εκπόνηση κάθε είδους μηχανικών και μηχανολογικών μελετών, διενέργεια επιβλέψεων και επιθεωρήσεων κάθε τεχνικού ναυπηγικού ή μηχανολογικού έργου και γενικά ανάληψη και εκτέλεση κάθε είδους και πάσης φύσεως τεχνικών και μηχανολογικών εργασιών και κάθε συναφή προς τις ανωτέρω εργασία, εμπορία στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή κάθε είδους εμπορευμάτων και πρώτων υλών, τη διενέργεια εισαγωγών και εξαγωγών κάθε είδους εμπορευμάτων και πρώτων υλών από και προς οποιαδήποτε επικράτεια, όπως και τη διαμεσολάβηση στην παροχή οποιονδήποτε ναυτιλιακών και εμπορικών υπηρεσιών. Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1987 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με μία σειρά συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν με τη διαμεσολάβηση της παραπάνω εταιρείας, επισκευάστηκε μεγάλος αριθμός πλοίων σε ναυπηγεία της Πολωνίας, ιδιαίτερα δε στην κρατική πολωνική εταιρεία –κρατικό πολωνικό φορέα «……», που στη συνέχεια ονομάστηκε «……..» και στα ναυπηγεία «……» (………) και με βάση τις συμβάσεις αυτές και τη μεσολάβηση της ελληνικής αυτής εταιρείας, επισκευάστηκαν στα πολωνικά ναυπηγεία μέχρι και το 1991, 330 περίπου πλοία, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις και τις ημερομηνίες επισκευής τους στην από 1.8.2001 έκθεση λογιστών …… και εισπράχθηκαν προμήθειες συνολικού ποσού 1.435.150 δολαρίων ΗΠΑ. Οι προμήθειες, που αναλογούσαν στην εταιρεία «…….», κατατίθεντο κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους στον υπ’ αριθ. ….. κοινό λογαριασμό του . ……………. και της . ……………. στην τράπεζα American Εxpress, λόγω του ότι ο πρώτος, εξαιτίας της ιδιότητας του ως ναυτικού, είχε τη δυνατότητα να διακινεί (εισάγει και εξάγει) συνάλλαγμα, χωρίς να υπόκειται στους εκ του νόμου περιορισμούς, που ίσχυαν για τα υπόλοιπα φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεδομένης και της σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης που συνέδεε τους δύο αδελφούς ……………., η οποία έδινε την εγγύηση στο . ……………., ότι οι πρόσοδοι του από την δραστηριότητα αυτή δεν κινδύνευαν, ενώ οι λοιποί λογαριασμοί, που χρησιμοποίησαν για τα εμβάσματα των πολωνικών ναυπηγείων προς την ελληνική εταιρεία, ήταν οι τηρούμενοι στην τράπεζα American Express με αριθμούς …………
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 27.1.1992 συνεστήθη στη Μονροβία της Λιβερίας και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, η τέταρτη εναγομένη, ήδη τρίτη εφεσίβλητη εταιρεία, με την επωνυμία «……….», (εφεξής λιβεριανή εταιρεία), με καταστατική έδρα στη Μονροβία Λιβερίας. Η εναγομένη εταιρεία στις 2.6.1992 υπήχθη στις διατάξεις του α.ν.89/1967 (ΦΕΚ 102/2.6.1992) εγκαθιστώντας στην Ελλάδα γραφείο, με σκοπό τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών κ.λ.π., πλοίων με ελληνική σημαία, κατόπιν της από 15.4.1992 αιτήσεως, που υπέβαλε ο …………, η οποία αίτηση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμό 1241/2368/22648/15.5.1992 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Σημειωτέον δε ότι, για να θεμελιωθεί το δικαίωμα διατήρησης γραφείων της στην Ελλάδα, δηλώθηκε ότι η λιβεριανή εταιρεία θα διαχειριζόταν στην Ελλάδα τα πλοία «SJ» και «T» του εφοπλιστή και εκπροσώπου της εταιρείας «…….», …….., ο οποίος ήταν και διευθυντής της «……..», όπου εργαζόταν ως αρχιμηχανικός ο ………., καθώς και ότι λόγω της μακροχρόνιας φιλίας και συνεργασίας, που συνέδεε τους δύο τελευταίους, ο ……… εγκατέστησε τα γραφεία του και τους δικούς του συνεργάτες στην ίδια διεύθυνση επί της οδού ……………. αριθ. … Όμως η μεταξύ τους συνεργασία, που αφορούσε τύποις τη διαχείριση των ως άνω πλοίων, έπαυσε την 1.5.1998, κατόπιν της από 30.1.1998 επιστολής του ……. προς την εναγομένη λιβεριανή εταιρεία «……..». Περαιτέρω, στο καταστατικό της ως άνω λιβεριανής εταιρείας προβλέφθηκε ότι ο συνολικός αριθμός μετοχών του κεφαλαίου, το οποίο έχει δικαίωμα να εκδώσει ήταν 100 νόμιμες μετοχές στον κομιστή χωρίς ονομαστική αξία. Μοναδικός αρχικός εταίρος της ορίστηκε ο λιβεριανός υπήκοος ………., ο οποίος με το από 27.1.1992 έγγραφο μεταβίβασε κάθε δικαίωμα, τίτλο και κάθε συμφέρον, που απέρρεε από την εταιρεία αυτή στον αδερφό του πρώτου εναγομένου, . …………….. Ακολούθως, ο …….. πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρίαση στις 23.3.1992 στην πραγματική έδρα της εταιρείας, που βρισκόταν στον Πειραιά, επί της οδού ……………. αριθ. ., ήτοι στα ίδια γραφεία, που στεγαζόταν και η ελληνική εταιρεία «……….». Στη συνέχεια, την επόμενη μέρα, ήτοι στις 24.3.1992 ο ………., με το από 24.3.1992 πρακτικό συνεδρίασης της εταιρείας όρισε τον εαυτό του Πρόεδρο, Γραμματέα και Ταμία αυτής. Όπως δε αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, μοναδικός μέτοχος στην εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, τυπικά φερόταν ο …………….., ενώ στην πραγματικότητα μέτοχοι αυτής και εν τοις πράγμασι συνιδιοκτήτες με ισότιμη εταιρική δράση, ήταν ο ίδιος και ο πρώτος εναγόμενος, …….., κατά ποσοστό 50% ο καθένας. Ειδικότερα, η εναγομένη εταιρεία, όπως αποδεικνύεται, ουσιαστικά συστάθηκε, προκειμένου οι αδελφοί ……………. να τυγχάνουν ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως και για να έχουν συναλλαγματικές διευκολύνσεις, με την καταβολή στους λογαριασμούς της των προμηθειών των εταιρειών συμφερόντων τους σε συνάλλαγμα, χωρίς τις διαδικασίες που απαιτούνταν για την έγκριση εξαγωγής συναλλάγματος. Τούτο δικαιολογούσε και το ότι δεν είχε γίνει ονομαστική διανομή των μετοχών της λιβεριανής εταιρείας, αντίστοιχη με το ισότιμο εν τοις πράγμασι συμμετοχικό ποσοστό των δύο μετόχων, παρά εμφανιζόταν τυπικά τουλάχιστον ο ……., ως μόνος μέτοχος και διευθυντής αυτής, σε αντίθεση με τις λοιπές εταιρείες συμφερόντων των αδελφών …………….. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η λιβεριανή εταιρεία, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με την αντίστοιχη ελληνική εταιρεία, καθόσον έφερε την ίδια βασικά επωνυμία με τη μόνη διαφοροποίηση στην αγγλική γλώσσα των λέξεων «GREECE» και «HELLAS» αντίστοιχα, οι δε δύο αυτές εταιρείες συστεγάζονταν στα ίδια γραφεία, υλοποιούσαν παράλληλα την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα των αδελφών ……………. κατά τα επόμενα έτη, εις τρόπον ώστε η ως άνω ναυτιλιακή ελληνική εταιρεία να φέρει τα χαρακτηριστικά της συνηθισμένης στην ναυτιλιακή πρακτική εταιρείας «καθρέπτη» (mirror company). Σε καμία δε από τις εν λόγω εταιρείες δεν εμφανιζόταν, ως εταίρος, άλλως μέτοχος, ο ……, για τους λόγους, που προαναφέρθηκαν, ωστόσο καθίσταται πλέον ή βέβαιον ότι υπήρχε ουσιαστική ενασχόληση του με τις δραστηριότητες τους. Το γεγονός ότι ο ………. είχε πραγματική συμμετοχή κατά ποσοστό 50% και στην εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, συνεπώς και αντίστοιχη συμμετοχή στα κέρδη της, ενισχύεται και από το ότι το έτος 1992 δεν μεσολάβησε κάποιο γεγονός, ούτε η ενάγουσα……………. επικαλείται τέτοιο, που να δικαιολογεί την αποξένωση του……………. από την μέχρι τότε επιτυχημένη κοινή με τον αδερφό του επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των ναυπηγείων και την συμμετοχική τους ιδιότητα στις εταιρείες συμφερόντων τους, καθώς και από το ότι, όπως θα αναφερθεί αναλυτικά κατωτέρω, χρησιμοποιείτο κατεξοχήν ο ίδιος τραπεζικός λογαριασμός της τράπεζας American Express, ήτοι ο λογαριασμός με στοιχεία ….….. για την αποστολή των εμβασμάτων των ναυπηγείων, πριν και μετά τη σύσταση της αλλοδαπής εναγομένης εταιρείας, ενώ από το λογαριασμό αυτό έγινε ανάληψη σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεγάλων ποσών, στοιχείο που ενισχύει τον ισχυρισμό του εναγομένου,……………., ότι ουσιαστικά συνδικαιούχος εξ ημισείας των χρημάτων του ανωτέρω λογαριασμού με αριθμό ……… ήταν και ο ίδιος, με την ιδιότητα στην πραγματικότητα του μετόχου κατά ποσοστό 50%. Εξάλλου, αν και η ενάγουσα,……………., ισχυρίζεται ότι το πρόσωπο κλειδί («leader») των εταιρείων αυτών ήταν μόνο ο σύζυγος της, ……., ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα δύο αδέρφια διένειμαν άνισα τα μερίσματα ή τα κέρδη των εν λόγω εταιρειών, πολλώ μάλλον ότι τα εισέπραττε μόνο ο …… Την ισότιμη συμμετοχή του … ……………. και του . ……………. στην εναγομένη λιβεριανή εταιρεία «…………» κατά ποσοστό 50% καθενός, συνομολογεί και η ίδια η εναγομένη εταιρεία, παριστάμενη νομίμως στην παρούσα δίκη δια του εκκαθαριστή της, απορριπτομένου του πρόσθετου τρίτου λόγου της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα αξιολόγησε τον εν λόγω ισχυρισμό, ως δικαστική ομολογία, κατ’άρθρο 352 ΚΠολΔ, προσδίδοντας του αυξημένη αποδεικτική ισχύ πλήρους απόδειξης, ως ουσιαστικά αβασίμου, καθόσον η κρινόμενη παραδοχή του πραγματικού ισχυρισμού των εναγομένων εκ μέρους της τέταρτης εναγομένης-τρίτης εφεσίβλητης, δεν συνιστά το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας, προεχόντως διότι προέρχεται από ομόδικο και όχι αντίδικο τους και ουδόλως εκτιμήθηκε ως τέτοια από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε της προσδόθηκε ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη.
Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος σύστασης της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας συνίστατο ουσιαστικά στην παροχή συνδρομής στην υλοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αδερφών ……………., που ήταν κυρίως η διαμεσολάβηση στις επισκευές πλοίων, η οποία με την πάροδο του χρόνου αναπτυσσόταν περισσότερο με την ίδρυση και άλλων εταιρειών με συναφές περιεχόμενο. Οι αρμοδιότητες της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, κατά βάση, ως εισπρακτικής, προκύπτουν ιδίως από τις εκθέσεις των ορκωτών λογιστών ελεγκτών, που συνετάγησαν προς απόδειξη τούτου, μεταξύ των οποίων, από 12.2.1998 λογιστική έκθεση των πολωνικών ναυπηγείων για τις συμβάσεις 1989 και 10.4.1992, από 24.11.2011 έκθεση του ………., από 10.2.2015, 4.4.2016 και 25.5.2016 εκθέσεις γραφολογικής- γνωμοδοτήσεις του ……… κ.αλ., όπως θα καταδειχθεί αναλυτικότερα κατωτέρω. Εξάλλου, με την ελληνική εταιρεία και όχι με τη λιβεριανή εταιρεία καταρτίστηκαν οπωσδήποτε πριν αλλά και μετά τη σύσταση της τελευταίας εταιρείας, οι εξής τρεις συμβάσεις: α) η από 12.11.1986 σύμβαση πρακτόρευσης μεταξύ της ελληνικής εταιρείας εκπροσωπουμένης από τον ……………. και τον …… και του κρατικού φορέα εκμετάλλευσης των πολωνικών ναυπηγείων «…….», β) η από 7.2.1989 συμφωνία πρακτόρευσης μεταξύ της ελληνικής εταιρείας εκπροσωπουμένης από τον . ……………. και τον ……. και της εδρεύουσας στην Πολωνία εταιρείας «……………..» και γ) η από 10.4.1992 συμφωνία αντιπροσωπείας μεταξύ της ελληνικής εταιρείας εκπροσωπούμενης από τον . ……………. και της εδρεύουσας στο Γκντανσκ Πολωνίας εταιρείας «…………….». Επίσης, στις 29.11.1990 υπογράφηκε συμφωνία της ελληνικής εταιρείας με τη ρωσική εταιρεία «…» για την επισκευή των ρωσικών πλοίων στα ναυπηγεία του Γκντανσκ και στις 26.11.1993 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ της ελληνικής εταιρείας και των ναυπηγείων «….» της Σεβαστούπολης Ρωσίας για επισκευές πλοίων ελληνικών συμφερόντων στα ναυπηγεία αυτά με προμήθεια 6% επί των καθαρών κερδών. Τέλος στις 12.7.1991 μεταξύ της ελληνικής εταιρείας και της εταιρείας «………», υπογράφηκε διευκρινιστική συμφωνία στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι η ελληνική εταιρεία είναι η μόνη δικαιούχος να λαμβάνει την προμήθεια για πλοία που επισκευάζονται εκεί και είναι ελληνικών ή κυπριακών συμφερόντων και την ίδια ημέρα, ήτοι στις 12.7.1991 ο κρατικός πολωνικός φορέας «……..» ενημέρωσε με επιστολή του ότι αποκλειστικός αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι η ελληνική εταιρεία «……..». Εξάλλου, όπως κρίθηκε και με την υπ’αριθμ.4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εξεδόθη, μετά την υπ’αριθμ.1296/2012 αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου και την αναπομπή στο Εφετείο της υπόθεσης επί έτερης αγωγής της . ……………. κατά της ελληνικής εταιρείας και έχει καταστεί αμετάκλητη, με τις ανωτέρω συμβάσεις οι προαναφερόμενοι φορείς εκμετάλλευσης των πολωνικών ναυπηγείων ανέθεσαν στην ελληνική εταιρεία την αποκλειστική αντιπροσώπευση τους στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ανεξάρτητα από τη σημαία του πλοίου, με αντικείμενο την εξαγωγή των περιγραφόμενων στις συμβάσεις υπηρεσιών και προϊόντων εντός του πεδίου των δραστηριοτήτων ναυπηγείων αντί προμήθειας 6%, 10% και 3% αντίστοιχα ή βάση ειδικής συμφωνίας επί εργασιών επισκευής, που υπερέβαιναν το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την αξία των επίσημων τιμολογίων κάθε επιμέρους εργασίας (επισκευής κ.αλ.) των ναυπηγείων. Ειδικότερα, όσον αφορά το ζήτημα του αν στις 10.4.1992 συνήφθησαν στο Γκντανσκ της Πολωνίας μεταξύ των εκπροσώπων των ναυπηγείων «…………» και του ……….., ως εκπροσώπου της ελληνικής εταιρείας, αλλά και της λιβεριανής εταιρείας, δύο συμβάσεις, ήτοι μία για την ελληνική εταιρεία και μία για τη λιβεριανή εταιρεία, αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των ναυπηγείων αυτών στην Ελλάδα με ταυτόσημο περιεχόμενο και με βάση τις συμβάσεις αυτές συνεχίστηκε η επισκευή πλοίων, που ανήκαν σε ελληνικές η ελληνικών συμφερόντων εταιρείες, επισημαίνονται τα εξής: δεδομένου ότι η ελληνική εταιρεία ήταν η μοναδική και αποκλειστική εταιρεία για την αντιπροσώπευση του ναυπηγείου «……..» στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 της από 10.4.1992 σύμβασης αντιπροσωπείας, όπου ρητώς η ……. αναθέτει στην ελληνική εταιρεία να ενεργήσει, ως αποκλειστικός και μόνος αντιπρόσωπος της στη σύναψη και εκτέλεση συναλλαγών, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την από 10.6.1997 επιστολή της κρατικής πολωνικής εταιρείας «….» προς την ελληνική εταιρεία «………….», με την οποία επισημαίνει ότι από την αποκλειστικότητα που εμπιστεύτηκε στην ελληνική εταιρεία έχει υποστεί ζημιά από το 1992 και ζητά να δοθούν εξηγήσεις και λαμβάνοντας υπόψη ότι η λιβεριανή εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του α.ν.89/ 1967, δεν μπορούσε να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, ως εμπορικός αντιπρόσωπος και εμπορικός διαμεσολαβητής των πολωνικών ναυπηγείων, αλλά μόνο εκτός Ελλάδος, προϋπόθεση που περιλαμβάνεται και στην άδεια εγκαταστάσεως της εταιρείας, αποδεικνύεται ότι η λιβεριανή εταιρεία δεν είχε αυτόνομη και ανεξάρτητη σύμβαση με τα Πολωνικά ναυπηγεία του Γκντανσκ. Ομοίως κρίθηκε τόσο με την, ως άνω, υπ’αριθμ.4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που έχει καταστεί αμετάκλητη δυνάμει της υπ’αριθμ.201/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, όσο και με την αμετάκλητη απόφαση της 27.1.2000 με στοιχεία ……. του δικαστηρίου του Γκντανσκ Πολωνίας (Εφετείο αστικών υποθέσεων), που απέρριψε την αγωγή αναγνώρισης ύπαρξη σύμβασης προμήθειας με τα Πολωνικά ναυπηγεία της λιβεριανής εταιρείας «………», που άσκησε η . ……………., ενεργώντας ως εκπρόσωπος της λιβεριανής εταιρείας. Άλλωστε, όπως συνομολόγησε και η ίδια η . ……………. εξετασθείσα, ως πολιτικώς ενάγουσα και η κατάθεση της περιλήφθηκε στα ταυτάριθμα με την με στοιχεία ΓΤ -898/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που προσκομίζουν οι πρώτοι τρεις εναγομένοι, μετά νομίμου επικλήσεως, η λιβεριανή εταιρεία εισέπραττε χρήματα, ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της ελληνικής εταιρείας, απορριπτομένου του πρόσθετου τρίτου λόγου της έφεσης, κατά το μέρος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα αξιολόγησε τον εν λόγω ισχυρισμό, ως δικαστική ομολογία, κατ’άρθρο 352 ΚΠολΔ, προσδίδοντας του αυξημένη αποδεικτική ισχύ πλήρους απόδειξης, ως ουσιαστικά αβασίμου, καθόσον η κρινόμενη παραδοχή του πραγματικού αυτού ισχυρισμού των εναγομένων εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας στα πλαίσια άλλης δίκης, δεν συνιστά εν προκειμένω το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας και ουδόλως εκτιμήθηκε, ως τέτοια, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε της αποδόθηκε αυξημένη αποδεικτική δύναμη. Έτι περαιτέρω, από την αντιπαραβολή της επίσημης σύμβασης αντιπροσώπευσης με ημερομηνία 10.4.1992 της ελληνικής εταιρείας, με την εισπρακτική συμφωνία της λιβεριανής εταιρείας, αποδεικνύεται ότι η λιβεριανή εταιρεία έχει υπογράψει εισπρακτική συμφωνία για λογαριασμό της ελληνικής εταιρείας και όχι αυτόνομη και ανεξάρτητη συμφωνία αντιπροσώπευσης, γεγονός που άλλωστε απαγόρευε το άρθρο 22 του καταστατικού της ελληνικής εταιρείας, όπως προαναφέρθηκε, επομένως τύποις μόνο υπήρξε μια δεύτερη συμφωνία μεταξύ των ναυπηγείων και της λιβεριανής εταιρείας, που όμως ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της Ελληνικής εταιρείας, για το λόγο αυτό οι δύο συμφωνίες αυτές ήταν ακριβώς όμοιες κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους. Πολλώ δε μάλλον, τα Πολωνικά ναυπηγεία «……..», που ήταν άλλωστε και οι άμεσα αντισυμβαλλόμενοι στις επίμαχες συμβάσεις, στις με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 2000 προτάσεις τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί έτερης δίκης, επιβεβαίωσαν τη συμφωνία της λιβεριανής εταιρείας, ενεργούσας, ως αντιπρόσωπου και για λογαριασμό της Ελληνικής εταιρείας, δηλονότι οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι αναγνώριζαν ως ουσιαστική αντισυμβαλλόμενη τους την ελληνική εταιρεία. Αντίθετη κρίση, δεν μπορεί να προκύψει ούτε από τα όσα επικαλείται η ενάγουσα, περί ύπαρξης αυτόνομης κι ανεξάρτητης σύμβασης αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των πολωνικών ναυπηγείων από την λιβεριανή εταιρεία, επικαλούμενη, προς απόδειξη του ισχυρισμού της, με τις από 10.1.2017 και 8.4.2014 προτάσεις της επί των μη οριστικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις παρούσες, τις επιστολές των εκπροσώπων των ναυπηγείων ………… με ημερομηνίες 15.6.1998 και 28.8.1998 προς την ίδια και την αλληλογραφία με το εκθεσιακό κέντρο «………», που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετ.129, 129α και σχετ.54-55), καθόσον εκ των ανωτέρω σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, συνάγεται ότι οι εκπρόσωποι των πολωνικών ναυπηγείων θεωρούσαν τις συμβάσεις αυτές απόλυτα συνδεδεμένες με την αντιπρόσωπο τους ημεδαπή εταιρεία και αμφότερους τους ……………. και . ……………. και δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αποκλειστικής συμβάσεως αντιπροσώπευσης τους από την εναγομένη λιβεριανή εταιρεία. Ακόμα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μεταξύ της τέταρτης εναγομένης λιβεριανής εταιρείας και των πολωνικών ναυπηγείων «…..» στο Γκντανσκ, ο ………, συνήψε στις 10.4.1992 αποκλειστική σύμβαση στο όνομα και για λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας, η οποία διευρύνθηκε στις 18.8.1993 με τη σύναψη σύμβασης και πάλι στο όνομα και για λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας, με τη θυγατρική εταιρεία των πολωνικών ναυπηγείων εταιρεία «……», που εδρεύει στην πόλη Duress της Αλβανίας. Ακολούθως, ότι ο ….. κατήρτισε δύο συμβάσεις υπό αντιπροσωπείας για την περιοχή της Κύπρου, την από 1.11.1994 με την εταιρεία «…….», που εδρεύει στη Λεμεσό και την από 1.6.1994 με την εταιρεία « …….», της οποίας η λιβεριανή εταιρεία ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος για την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς επίσης ότι στις 3.4.1995 ο ………. υπέγραψε το πρώτο προσάρτημα της από 10.4.1992 σύμβασης επεκτείνοντας την ήδη υπάρχουσα σύμβαση στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς αποκλειστικότητα για ρωσικά πλοία, με τους ίδιους όρους προμήθειας, που περιέχονταν στην αρχική σύμβαση, ότι στις 13.3.1996 συνήψε σύμβαση με την εταιρεία υδραυλικών και μηχανικών εγκαταστάσεων σε πλοία «……..» για την αντιπροσώπευση της στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αλβανία και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, ότι στις 21.2.1994 υπέγραψε σύμβαση για τη «………», την οποία εκπροσωπούσε αποκλειστικά η λιβεριανή εταιρεία, με την ελληνικών συμφερόντων πλοιοκτήτρια εταιρεία «………», που είχε αντικείμενο γενικές επισκευές πλοίων, που διαχειριζόταν τελευταία, προσάγοντας για πρώτη φορά στο Εφετείο τα επικαλούμενα εν λόγω σχετικά έγγραφα (υπ’αριθμ.28-34), αλλά και ότι υπέγραψε παρόμοιες συμβάσεις και με άλλες πλοιοκτήτριες ελληνικών συμφερόντων, όπως την εταιρεία «……» και την εταιρεία «……» και ανέλαβε για λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας αρχικά τη διαχείριση του με σημαία Παναμά πλοίου «SN» και στη συνέχεια των πλοίων του εφοπλιστή …, «S.John» και «T.». Από την επισκόπηση του περιεχομένου των προσκομιζόμενων εν λόγω συμβάσεων, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ουσιαστικά συμβαλλόμενη ήταν η ελληνική εταιρεία και όχι η εναγομένη λιβεριανή, λαμβανομένου υπόψη ότι σε όλες τις επίμαχες συμβάσεις, ως έδρα της συμβαλλόμενης εναγομένης εταιρείας, με την ιδιότητα της αντιπροσώπου, αναγράφεται η διεύθυνση επί της οδού ……………. στον Πειραιά και όχι η έδρα της στην Μονροβία της Λιβερίας, ως έδει, ανεξάρτητα του ότι η πραγματική της έδρα βρισκόταν στην ίδια ως άνω διεύθυνση με την ελληνική εταιρεία, τούτη όμως για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε να αναγράφεται στα διάφορα έγγραφα, η δε αναγραφή της εν προκειμένω καταδεικνύει ότι λειτουργούσε για λογαριασμό της ελληνικής εταιρείας, που ήταν η συμβαλλόμενη. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η τέταρτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία δεν είχε καταρτίσει καμία ανεξάρτητη σύμβαση αντιπροσώπευσης και προμηθειών με τα πολωνικά ναυπηγεία, ούτε θα μπορούσε να έχει συνάψει, γιατί η ελληνική εταιρεία ήταν αποκλειστικής και μοναδικής αντιπροσώπευσης, γεγονός που αναντίρρητα επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρες ανταπόδειξης, …….. και ……… Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγομένη συνήψε, ούτε θα μπορούσε άλλωστε να συνάψει, όπως προεκτέθηκε, αυτόνομη και ανεξάρτητη σύμβαση με ναυπηγεία άλλης χώρας, όπως τα «……» της Αλβανίας ή τα ρωσικά, είτε σύμβαση διαχειρίσεως πλοίων, στο χρονικό διάστημα από 14.3.1997 μέχρι το έτος 1999, απορριπτομένων των αντίθετων εγγενώς αόριστων ισχυρισμών της ενάγουσας, ως αναπόδεικτων. Ειδικότερα, από τα υφιστάμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι η λιβεριανή εταιρεία ήταν αντιπρόσωπος της ελληνικής εταιρείας χωρίς αυτόνομη επιχειρηματική δραστηριότητα αποκλειστικής αντιπροσώπευσης και διαχείρισης πλοίων, αλλά συστάθηκε για συγκεκριμένους λόγους φορολογικής διευκόλυνσης των λοιπών εταιρειών του ομίλου «….» από τους αδερφούς ……………. και συνεπώς, τυγχάνουν απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγουσών-εκκαλουσών. Όσον αφορά ειδικότερα τους ισχυρισμούς τους περί διαχείρισης των ως άνω πλοίων του εφοπλιστή, …….., αντικρούονται και από τις παραδοχές της υπ’αριθμ.4577/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ’αριθμ.499/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με τις οποίες το προσωπικό της λιβεριανής εταιρείας, δηλαδή δύο υπάλληλοι γραφείου και ένας βοηθός λογιστή, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στη διαχείριση των πλοίων, που είχε ο ………., ενώ ποτέ κανένα παραστατικό διαχείρισης δεν εξέδωσε η λιβεριανή εταιρεία, ούτε έκανε κάποια εγγραφή στο βιβλίο εσόδων εξόδων της σχετική με τη διαχείριση αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, . …………….. (σελίδες 26-28 της εισηγητικής εκθέσεως) και τα ίδια έχουν γίνει δεκτά και με το υπ’αριθμ.3173/ 2012 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για τις κατηγορίες της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και απάτης σε βάρος του πρώτου εναγομένου, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω εκτιθέμενα.
Περαιτέρω, μετά το έτος 1992, η ελληνική εταιρεία φαίνεται να αδρανοποιείται στον ελληνικό χώρο, καθόσον κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1993 έως το έτος 1996, εμφανίζει μηδενικό κύκλο εργασιών, όπως προκύπτει από τα φορολογικά στοιχεία και τους ισολογισμούς της. Ειδικότερα, με τις από 28.2.1993 και 31.3.1996 αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων της αποφασίστηκε να παραμείνει σε αδράνεια. Ωστόσο, η ελληνική εταιρεία συνέχισε να δραστηριοποιείται στο εξωτερικό και για την καταβολή των προμηθειών τα ναυπηγεία εξέδιδαν πιστωτικά σημειώματα προς αυτή, ενώ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η εμπορική δραστηριότητα της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας «……..», συνίστατο κυρίως στην παροχή φορολογικής διευκόλυνσης στην είσπραξη συναλλάγματος και εν γένει ουσιαστικά στην παροχή συνδρομής για την υλοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας αμφοτέρων των αδελφών ……………., που ήταν η διαμεσολάβηση σε επισκευές πλοίων, που με την πάροδο του χρόνου αναπτυσσόταν περισσότερο, με την ίδρυση και άλλων εταιρειών με συναφές αντικείμενο (..……….), των οποίων πλήρωνε τα έξοδα, όπως αποδεικνύεται ιδίως από την από 24.11.2011 έκθεση του ……… στον πρώτο τόμο για τον κεντρικό εισπρακτικό λογαριασμό ……. σε δολάρια και στο δεύτερο τόμο για τους υπόλοιπους λογαριασμούς της, τις οικονομικές εκθέσεις με ημερομηνίες 1.8.2001 και 17.10.2003 της ελεγκτικής εταιρείας «……», την από 16.1.2009 έκθεση του …….. ορκωτού λογιστή ελεγκτή του σώματος ορκωτών λογιστών με τα παραρτήματα Α και Β και την από 5.2.2014 πραγματογνωμοσύνη του ……….., δικαστικού πραγματογνώμονα και το από 4.2.2014 παράρτημα Γ αυτής και όπως δέχθηκε και το υπ’αριθμ.2285/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και, κατ’εφεση, το υπ’αριθμ.3173/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και η υπ’αριθμ.789/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, επί των εφέσεων που άσκησαν οι διάδικοι κατά της υπ’αριθμ.3408/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έκανε δεκτή την από 1.2.2011 αγωγή του . ……………. και απέρριψε την από 18.6.2012 αγωγή της . …………….. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι μετά την ίδρυση της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, η διαδικασία πληρωμής των προμηθειών προς την ελληνική εταιρεία, αλλά και τις λοιπές συναφείς επιχειρήσεις συμφερόντων ……………. για τη διαμεσολάβηση στις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ήταν να εκδίδεται πιστωτικό σημείωμα προς την εταιρεία που είχε μεσολαβήσει (π.χ. την ελληνική εταιρεία «……..»), βάσει του οποίου η τελευταία εξέδιδε αντίστοιχο χρεωστικό τιμολόγιο προς το ναυπηγείο και εισέπραττε την αμοιβή. Τα χρηματικά αυτά ποσά κατατίθεντο σε τραπεζικούς λογαριασμούς, που υπεδείκνυαν οι αδελφοί ……………. και ειδικότερα, είτε στον υπ’ αριθμ. . κοινό λογαριασμό του . ……………. με την σύζυγο του, ενάγουσα, . ……………., τηρουμένου στην τράπεζα AMERICAN EXPRESS, που προϋπήρχε της σύστασης της λιβεριανής εταιρείας, είτε στον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό τηρουμένου ομοίως στην τράπεζα AMERICAN EXPRESS, που ήταν ο κεντρικός εισπρακτικός λογαριασμός με δικαιούχο τη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία και συνυπήρξε με τον υπ’ αριθ. …….. κοινό λογαριασμό μέχρι το κλείσιμο του τελευταίου αυτού λογαριασμού στις 25.2.1997, πλην όμως, γίνονταν χωριστές καταβολές προμηθειών σε κάθε λογαριασμό για τη διαμεσολάβηση στην επισκευή διαφορετικών πλοίων, είτε στον υπ’ αριθ. ……… κοινό λογαριασμό της ενάγουσας, . ……………., του πρώτου εναγομένου, . ……………. και του δεύτερου εναγομένου, . …………….. Όσον αφορά τα εμβάσματα, που πληρώθηκαν από τα ως πολωνικά ναυπηγεία, με βάση τις προαναφερόμενες συμβάσεις και κατατέθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στον αριθμό …….. κοινό λογαριασμό του . ……………. και της ……. ……………. και κατά τα λοιπά ποσά στους λογαριασμούς με αριθμούς ….. της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας στην τράπεζα Αμέρικαν Εξπρές και .. κοινό λογαριασμό της ……, του . ……………. και του …… ……………., που ανοίχτηκε στις 25.2.1997, όπως κρίθηκε με το υπ’αριθμ.245/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, που εκδόθηκε επί της από 26.7.2000 έγκλησης της ……….. σε συνδυασμό με το από 1.8.2001 υπόμνημα της και την από 3.3.2003 χωρίς όρκο κατάθεση της ως πολιτικώς ενάγουσας, ανέρχονται στα 446.927 δολάρια ΗΠΑ το 1993 , 679.513 δολάρια ΗΠΑ το 1994, 1.047.118 δολάρια ΗΠΑ το 1995, 1.042.732 δολάρια ΗΠΑ το 1996 και 829.178 δολάρια ΗΠΑ και 51.151 μάρκα Γερμανίας το 1997 (από 1.8.2001 έκθεση των λογιστών «………..», από 11.7.2013 πίνακας K και από 19.4.2013 πίνακας H με τίτλο «επανέλεγχος και επιβεβαίωση της έκθεσης από τον πραγματογνώμονα ………….» με το παράρτημα Γ, από 1.8.2001 και 27.10.2003 εκθέσεις της ελεγκτικής εταιρείας «……..» και το παράρτημα Β της από 16.1.2009 εκθέσεως του ………….). Σημειωτέον, ότι εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες έγινε μερική καταβολή της συμφωνημένης προμήθειας με μερική πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών, ανάλογα με τις συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων στο πλαίσιο της μακροχρόνιας συναλλακτικής σχέσης τους, τα πολωνικά ναυπηγεία έκαναν έμβασμα όχι μόνο το μέρος που αναλογούσε στη μερίδα συμμετοχής του .. ……………. στην ελληνική εταιρεία, ήτοι μέρος της οφειλόμενης ανά επισκευή πλοίου προμήθειας, αλλά το σύνολο αυτής ανερχόμενης κατά περίπτωση σε ποσοστό 3% ή 6% ή σε άλλο ποσοστό που υπολογιζόταν συγκεκριμένα κατά τα επίσημα τιμολόγια των πολωνικών ναυπηγείων αξίας επισκευής, απορριπτομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται, εκτός από τις ως άνω συμβάσεις πρακτόρευσης-αντιπροσωπείας, με τα πιστωτικά σημειώματα, που εκδόθηκαν στο όνομα της ελληνικής εταιρείας και από την ιδιαίτερη συμφωνία αυτής και της «……..» με ημερομηνία 4.12.1990, σύμφωνα με την οποία ο λογαριασμός . από το έτος 1986 μέχρι και το έτος 1997 θεωρείται, ως λογαριασμός της ελληνικής εταιρείας, στον οποίο θα γίνεται έμβασμα των οφειλομένων από τη σύμβαση ποσών και από τηλεγράφημα της ως άνω πολωνικής εταιρίας, μετά το θάνατο του . ……………., στο οποίο επί λέξει αναφέρεται ότι: « Λόγω του πρόσφατου ατυχούς και λυπηρού γεγονότος μερικές αλλαγές προέκυψαν στην οργάνωσή μας ώστε να μπορεί να συνεχιστεί η λειτουργία του γραφείου χωρίς καθυστερήσεις. Ευγενώς ζητούμε να συζητήσετε πιθανή αλλαγή αριθμού λογαριασμού για όλα τα εκκρεμή τιμολόγια της …….. για επισκευές που έγιναν στο ναυπηγείο σας. Παρακαλούμε ελάτε τοπικώς σε επαφή με το γραφείο μας. Η προτάσή μας για την αλλαγή είναι να γίνει στα ίδια χαρτιά .Αρ. λογαριασμού ……/ δικαιούχοι . ……… θα αντικαταστήσει τον προηγούμενο ……. δικαιούχος κύριος . ……………..». Επίσης, στην από 26.2.1997 επιστολή της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας προς το τμήμα εμβασμάτων της τράπεζας American Εxpress, με θέμα «αλλαγή λογαριασμού . ………» επιλέξει αναφέρεται ότι: «κατόπιν συνάντησης στις 25/2/1997 παρακαλούμε να σημειώσετε ότι ο προαναφερθείς λογαριασμός είχε δοθεί στην Πολωνία για εμβάσματα προς εκτέλεση. H αλλαγή του με τον ……… έχει ήδη γνωστοποιηθεί…». Επομένως, και από την ως άνω αλληλογραφία συνάγεται ότι ο λογαριασμός . με δικαιούχους τον . ……………. και την . ……………., λειτουργούσε, εν γνώσει αυτών, κατά την εκπλήρωση των προαναφερόμενων συμβάσεων με τα πολωνικά ναυπηγεία, ως εν τοις πράγμασι εταιρικός λογαριασμός της ελληνικής εταιρείας, διαφορετικά δεν εξηγείται λογικώς η αντικατάσταση του με άλλο λογαριασμό και συγκεκριμένα με τον υπ’αριθ. . λογαριασμό στην ίδια τράπεζα με συνδικαιούχους την . ……………. και τον . ……………., ενώ αν καταβαλλόταν μόνο μέρος των προμηθειών ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του . ……………. στην ελληνική εταιρεία, δεν θα υπήρχε ανάγκη αντικατάστασης αυτού με άλλον και συνδικαιούχο άλλο πρόσωπο, αλλά θα εξακολουθούσε η καταβολή του οφειλόμενου μέρος των προμηθειών σε αυτόν τον κοινό λογαριασμό με μόνη πλέον δικαιούχο την . …………….. Εξάλλου, όπως κρίθηκε με την ως άνω υπ’αριθ.1296/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, περί του ζητήματος σύμβασης παρακαταθήκης μεταξύ της ελληνικής εταιρείας και των συνδικαιούχων του άνω κοινού λογαριασμού …, αντιφατικώς και ασαφώς η αναιρεσιβαλομένη και τελικά αναιρεθείσα υπ’αριθμ. 6198/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενώ δέχθηκε ότι οι ως άνω κοινοί λογαριασμοί ανήκαν στην εναγομένη, νυν πρώτη ενάγουσα και στον σύζυγο της, δεν κατέστησε σαφές για ποιόν λόγο η εναγόμενη και μάλιστα μετά τον θάνατο του συζύγου της, . ……………., έπρεπε να έχει την συμφωνία όλων των εταίρων, προκειμένου να αναλάβει χρήματα σε συνάλλαγμα, από τραπεζικό λογαριασμό του οποίου δικαιούχος, κατά την αναιρεθείσα απόφαση, ήταν μόνη η ενάγουσα μετά τον θάνατο του συζύγου της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού στις 25.2.1997, από την . ……………., το υπόλοιπο ανερχόταν στα 405.273,52 δολάρια ΗΠΑ, το οποίο μεταφέρθηκε ολόκληρο στον κοινό λογαριασμό, που άνοιξε την προηγούμενη μέρα 24.2.1997 με αριθμό …. με συνδικαιούχους την . ……………. και τον . ……………., ενώ εξ αυτού ποσό 300.000 δολάρια ΗΠΑ μεταφέρθηκε στις 25.2.1997 στον τηρούμενο στην ίδια τράπεζα με αριθμό …. κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους την . ……………., τον . ……………. και τον εναγόμενο γιο του . ……………., ήτοι το υπόλοιπο του ως άνω λογαριασμού μεταφέρθηκε σε δύο νέους λογαριασμούς και συγκεκριμένα ποσό 300.000 δολάρια ΗΠΑ μεταφέρθηκε στο με αριθμό ……… λογαριασμό της . ……………., . ……………. και . ……………. και πόσο 105.273,52 δολάρια ΗΠΑ στον με αριθμό . κοινό λογαριασμό της . ……………. και του . …………….. Από τα ποσά αυτά το πρώτο ανελήφθη στις 4 Μαρτίου 1998 από τον τρίτο εναγόμενο, . ……………., κατ’ εντολή του πατέρα του, . ……………., ενώ το δεύτερο ποσό αναλήφθηκε σταδιακά από την . …………….. Μάλιστα η μεταφορά του υπολοίπου του με αριθμό .. λογαριασμού στους ως άνω δύο λογαριασμούς, έγινε επειδή υπήρχαν άμεσα βραχυπρόθεσμα προβλήματα ρευστότητας της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας για την εξυπηρέτηση άμεσων ταμειακών αναγκών της, απορριπτομένων, ως αβασίμων κατ’ουσίαν των αντίθετων ισχυρισμών των εναγουσών-εκκαλουσών. Στην κρίση αυτή κατέληξε και το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, που με το υπ’αριθμ.245/2004 βούλευμα του απήλλαξε τους κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και τον εναγόμενο, . ……………., για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία κατ’εξακολούθηση και κατ’επάγγελμα και τις μερικότερες πράξεις της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ΄εξακολούθηση, που φέρονταν ότι τέλεσαν στον Πειραιά το Φεβρουάριο του 2001 σε βάρος της λιβεριανής εταιρείας, κατόπιν σχετικής μήνυσης της .. ……………., ως εκπροσώπου της λιβεριανής εταιρείας, αφού δέχθηκε ότι δεν τίθεται ζήτημα απάτης, καθόσον ο με αριθμό …….. λογαριασμός στον οποίο μεταφέρθηκε το ποσό των 300.000 δολαρίων ΗΠΑ ήταν προθεσμιακός, όπως προκύπτει από την από 14 Απριλίου 2003 επιστολή της τράπεζας American Εxpress προς τον . ……………. και επομένως, δεν ήταν πρόσφορος για άμεση χρησιμοποίηση του κατατεθέντος ποσού, ενώ η ανάληψη του ποσού των 300.000 δολαρίων ΗΠΑ από τον . ……………. δεν στοιχειοθετεί τον απαιτούμενο για απάτη σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, δεδομένου ότι ο πατέρας του, …….., συμμετείχε στα έσοδα της κοινής επιχειρηματικής δραστηριότητας του ίδιου και του αδερφού του, …………….., αλλά και η . ……………. το ίδιο διάστημα είχε ανάλογες οικονομικές απολαβές, απορριπτομένων των όσων αντιθέτων αυτή υποστηρίζει και στην παρούσα δίκη. Επίσης, κρίθηκε ότι, αν το υπόλοιπο του λογαριασμού ……. κατά την ημερομηνία που οριστικά έκλεισε ο εν λόγω λογαριασμός, πράγματι ανήκε αποκλειστικά στην . ……………., όπως αυτή ισχυρίζεται, δεν εξηγείται κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής για ποιο λόγο αυτό μεταφέρθηκε αυτούσιο σε άλλο λογαριασμό με δικαιούχο όχι αποκλειστικώς την ίδια ή την ίδια και την ανήλικη τότε κόρη της, . ……………., αλλά με συνδικαιούχο τον πραγματικό ιδιοκτήτη, μέσω της . ……………., της ελληνικής εταιρείας, ……………. . Εξάλλου, όπως κρίθηκε αμετάκλητα με την υπ’αριθμ.4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στον κοινό αυτό λογαριασμό ……. κατατέθηκαν, ως προμήθεια, από τα Πολωνικά ναυπηγεία στο πλαίσιο εκπληρώσεως των προαναφερόμενων συμβάσεων συνολικά ποσό 3.854.939,35 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο ήταν αποδοτέο από τους συνδικαιούχους του λογαριασμού στην ελληνική εταιρεία, ενώ δεν αποδείχτηκε ότι έγινε έμβασμα ποσού 918.786,84 δολαρίων ΗΠΑ, γιατί δεν προσκομίζονται επίσημα παραστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι αυτά κατατέθηκαν σε αυτόν τον κοινό λογαριασμό και όχι σε άλλους λογαριασμούς της εταιρείας, είτε προσώπων που συνδέονται με αυτήν. Επίσης, τα έτη 1995-1996 από τον ως άνω λογαριασμό έγιναν αναλήψεις χρηματικού ποσού ύψους 1.052.500 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο κατατέθηκε στον κατωτέρω αναφερόμενο με αριθμό ……… κοινό λογαριασμό των αδερφών ……………. στην Ελβετία και δη, όπως ισχυρίζονται οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι και δεν αντιλέγουν ειδικώς οι ενάγουσες, από τις 9.5.1995 έως τις 12.11.1996, το συνολικό ποσό των εμβασμάτων στον εν λόγω λογαριασμό ανήλθε στα 1.202.500 δολάρια ΗΠΑ. Ενόψει όλων των ανωτέρω και κατ’εκτίμηση του συνόλου του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού, αποδεικνύεται ότι ο ……… και ο αποβιώσας αδερφός του, ……………., για τη λειτουργία των επιχειρήσεων τους χρησιμοποιούσαν τους ως άνω λογαριασμούς, τους οποίους γνώριζε η ενάγουσα, απορριπτόμενου, ως αβασίμου στην ουσία του, του αντίθετου ισχυρισμού της, καθώς εργαζόταν στα γραφεία του ομίλου «……….» στον Πειραιά και γνώριζε πολύ καλά όλη τη δραστηριότητα των αδελφών ……………., αφού και η ίδια εκτελούσε πολλές φορές τραπεζικές εργασίες μεταφοράς χρημάτων από τους δολαριακούς λογαριασμούς της λιβεριανής εταιρείας προς τις άλλες εταιρείες συμφερόντων τους. Επιπλέον, αν και δεν είναι καθεαυτό αντικείμενο της παρούσας δίκης, λόγω της παραίτησης των εναγουσών από τα αιτήματα για αναγνώριση θετικής και αποθετικής της ζημίας, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι στο λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας με αριθμό ……….. μεταφέρθηκε ποσό 200.000 δολαρίων ΗΠΑ, που του ζήτησε η ενάγουσα για να αγοράσει σπίτι για την ανήλικη τότε κόρη της και συνήφθη σχετική χρηματοοικονομική σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας ακολούθως ενεβάσθη στην ενάγουσα ποσό 457.875 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο, όπως συνομολογεί ο ……, δεν το ανέλαβε τελικά η . ……………. και παρέμεινε δεσμευμένο. Στον αντίποδα των ισχυρισμών αυτών, οι ενάγουσες με την από 22.11.1999 προσθήκη αντίκρουση τους και τις από 8.4.2014 προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε υπό επανάληψη συζητήσεις, ισχυρίστηκαν ότι το ποσό των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ αποτελεί μέρος του λογαριασμού, που διατηρούσε ο ……. στην τράπεζα American Express, διαβιβάστηκε μέσω του λογαριασμού ……… που ήταν εταιρικός και της δόθηκε για την αγορά ακινήτου στο όνομα της κόρης της, όπως και έγινε και όχι ως μέρος των κερδών της λιβεριανής εταιρείας. Όσον αφορά το ποσό των 457.875 δολαρίων ΗΠΑ, εκτός του ότι, όπως συνομολογούν οι εναγόμενοι, η . ……………. δεν το ανέλαβε, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχει προκύψει η ύπαρξη και ο νομικός μανδύας της επικαλούμενης χρηματοοικονομικής σύμβασης, και δη είτε σύμβασης δανείου ή παρακαταθήκης, η οποία μάλιστα να συνήφθη μεταξύ των μερών με χρήματα, που ανήκαν προσωπικά στους διαδίκους – φυσικά πρόσωπα και όχι σε κάποια των εταιρειών συμφερόντων τους, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών των διαδίκων, ως ουσία αβασίμων. Σε αντίθετη κρίση προς τούτο δεν μπορεί να οδηγήσει η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν θα μπορούσε να έχει ιδίαν αντίληψη, καθώς επρόκειτο για προσωπικό-οικογενειακό ζήτημα, που άπτεται ηθικού καθήκοντος μεταξύ των διαδίκων και όχι συμφωνία επαγγελματικής φύσεως. Άλλωστε και ο ίδιος ο μάρτυρας κατέθεσε ότι τα κέρδη που είχαν προκύψει από τη δραστηριότητα της ελληνικής εταιρείας, κατόπιν κοινής συμφωνίας των αδερφών ……………., αποστέλλονταν στη Γενεύη σε κοινό λογαριασμό των δύο αδερφών, ο οποίος ανοίχθηκε με την προοπτική να χρησιμοποιηθεί για αγορά μελλοντικού πλοίου και για αυτό συνεστήθη και η εταιρεία «………..», στην οποία μέτοχοι ήταν κατά 50% έκαστος των αδερφών ……………., χωρίς να αναφέρεται στην ακριβή πηγή προέλευσης του ποσού των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ, που ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος ότι ανήκει σε ιδιωτικό λογαριασμό του. Εξάλλου, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις κοινές πρωτόδικες προτάσεις τους και με τις παρούσες ο πρώτος και ο δεύτερος τούτων, την από 17.1.2000 επιστολή των πολωνικών ναυπηγείων, από την οποία προκύπτει ότι κανένα απευθείας έμβασμα δεν έγινε προς ιδιωτικό λογαριασμό των εναγομένων, . ……………. και ……. ή άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου και δεν αποτελεί αυτή ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, ως έγγραφη μαρτυρία, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με το πρώτο σκέλος του έκτου πρόσθετου λόγου της έφεσης τους.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 4.2.1997, ο ………, παρείχε απόλυτη εντολή και πληρεξουσιότητα στον αδελφό του ……………. να κινεί τον ως άνω υπ’ αριθ.. τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, γεγονός που καταδεικνύει ότι, για άγνωστους λόγους, ο …….., κατά τον ως άνω χρόνο, επιθυμούσε την αποξένωση της ενάγουσας συζύγου του από τη δραστηριότητα των εταιρειών «….», αλλά και από τα οικονομικά δεδομένα αυτών, παραχωρώντας πλήρη εξουσία στον αδελφό του . …………….. Λίγες ημέρες πριν και δη στις 30.1.1997, ο ………, υπέβαλε έγγραφο αίτημα στην τράπεζα AMERICAN EXPRESS υπογράφοντας το ο ίδιος, όπως προκύπτει από την 10.2.2015 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του …., προκειμένου να αποσυρθεί το όνομα της συζύγου του, .. ……………., ως συνδικαιούχου στον εν λόγω υπ’ αριθ. ….. κοινό τους λογαριασμό και αντ’αυτής ζήτησε να ορισθεί, ως συνδικαιούχος πλέον, ο εναγόμενος αδελφός του, ……., καθώς και να παύσει οποιαδήποτε κίνηση του εν λόγω λογαριασμού εκ μέρους της ……….., αδιαφόρως των λόγων που το έπραξε, που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Σε αντίκρουση, η ……………. . αλυσιτελώς επικαλείται χωρίς να την προσκομίζει, ούτε πρωτοδίκως ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 9.2.2005 επιστολή της τράπεζας American Express προς την ίδια, με την οποία, όπως ισχυρίζεται χωρίς να το αποδεικνύει, την ενημέρωσε ότι ποτέ δεν είχε λάβει την ως άνω επιστολή με ημερομηνία 30.1.1997 από τον αποβιώσαντα, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας ……. είχε υπογράψει το ως άνω πληρεξούσιο περί απαγόρευσης πρόσβασης της στον υπ’αριθμό ……… τραπεζικό λογαριασμό και ότι δεν είχε περιέλθει στην άνω τράπεζα επιστολή με την οποία κατέστησε συνδικαιούχο τον ……………. ……………..
Εξάλλου, μέχρι τις 20.2.1997, που ο …………….. απεβίωσε, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, δεν είχε γίνει έκδοση και διανομή των μετοχών της τέταρτης εναγομένης λιβεριανής εταιρείας. Μετά το θάνατο αυτού φερόμενου, ως μοναδικού εταίρου της εν λόγω εταιρείας, έγιναν συσκέψεις με την παρουσία του . ……………., της …… και άλλων στελεχών των επιχειρήσεων των αδελφών ……………. (……., ……………. . και του δικηγόρου …….), σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των αδελφών ……………. και τη συμμετοχή του . ……………. στη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία. Στις 14.3.1997 συνήλθε η συνέλευση των μετόχων της εταιρείας αυτής, κατά την οποία η . ……………. αποδέχθηκε ότι η ίδια με την ανήλικη κόρη της, ……………. ….. τύγχαναν μέτοχοι της κατά ποσοστό 50%, του δε υπολοίπου 50% ανήκοντος στον εναγόμενο, ……………. ……………. και ορίστηκε Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, αποτελούμενο από την ίδια, τον . ……………. και τον …… Στις 17.3.1997 συνήλθε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και ορίστηκε η ……………. . Πρόεδρος του Δ.Σ., ο ………., Αντιπρόεδρος και ο ….., Γραμματέας και Ταμίας. Στις 20.3.1997, σε νέα συνεδρίαση του Δ.Σ., ορίστηκε εκπρόσωπος του εγκατεστημένου στον Πειραιά γραφείου της εταιρείας, ο ……. και με ιδιαίτερη απόφαση την ίδια ημέρα, προέβησαν στην έκδοση των 100 μετοχών της εταιρείας, ορίζοντας ότι ποσοστό 12% ανήκει στην ……. ……………., ποσοστό 38% στην ανήλικη θυγατέρα της και ποσοστό 50% στον ……. …………….. Σημειωτέον ότι από την από 6.12.1995 σύμβαση, που προσκομίζουν με τις πρωτόδικες κοινές προτάσεις τους οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι και τις παρούσες οι δύο πρώτοι εξ αυτών, την οποία υπέγραψε ο πρώτος τούτων για λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας, με την πολωνική Εταιρεία κατασκευής χρωμάτων «…..», για να εισπράττει για λογαριασμό της τα τιμολόγια από τη διανομή χρωμάτων στη Μεσόγειο, καταδεικνύεται εναργώς η ενεργός του δράση και στην εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, ακόμη και πριν την έκδοση και διανομή των μετοχών της τον Μάρτιο του 1997. Με τη σύνθεση αυτή του Δ.Σ. της λιβεριανής εταιρείας συνέχισαν να εκτελούνται οι τρέχουσες ταμειακές εργασίες, δηλαδή στους λογαριασμούς της συνέχιζαν να κατατίθενται οφειλόμενες προμήθειες από τα συμβαλλόμενα ναυπηγεία, ενώ ταυτόχρονα γίνονταν και αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών, για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών και εξόδων των υπολοίπων επιχειρήσεων του ομίλου «…». Διαχειριστική δε εξουσία στους λογαριασμούς, που η λιβεριανή εταιρεία τηρούσε στην τράπεζα AMERICAN EXPRESS, είχαν από τα μέλη του Δ.Σ., μόνο η . ……………. και ο δεύτερος εναγόμενος, ……., καθώς και ο υιός του . ……………., …….., τρίτος εναγόμενος, που δεν ήταν μέλος του Δ.Σ. και, συνεπώς, οι όποιες συναλλαγές έγιναν, πραγματοποιήθηκαν από τα τρία αυτά πρόσωπα, με τη σημείωση ότι καθένα εξ αυτών είχε δικαίωμα ανάληψης ποσών έως 10.000 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ για μεγαλύτερα ποσά απαιτείτο η υπογραφή όλων των μελών του Δ.Σ. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι τα επίμαχα πρακτικά συνεδρίασης του Δ.Σ. της λιβεριανής εταιρείας στις 20.3.1997, τα πρακτικά συνέλευσης των μετόχων στις 14.3.1997 και τα πρακτικά συνεδρίασης του Δ.Σ. στις 20.3.1997, ήταν γνήσια και αληθή κατά περιεχόμενο, απέδιδαν την αληθή βούληση των μετόχων και δεν αποτελούσαν προϊόν απατηλών παραστάσεων ή πιέσεων και φορτικότητας του ……… προς την . ……………. να τα υπογράψει και να αποδεχθεί την μετοχική του ιδιότητα στη λιβεριανή εταιρεία, με σκοπό τη βλάβη των συμφερόντων της, αφού, κατά τα αποδειχθέντα, η ……………. . είχε από το θάνατο του ….. ……………. ενεργό ρόλο στις δραστηριότητες της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, ως μέτοχος κατά 50% σε αυτήν, χωρίς ο ………….. να έχει πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εν λόγω εταιρείας, καθώς είχε παρασχεθεί στην . ……………. το δικαίωμα υπογραφής και δέσμευσης της εταιρείας από κοινού με τον ……… και έτσι αυτή υπέγραφε μεταξύ άλλων και τα τραπεζικά παραστατικά πληρωμών και εισπράξεων από τον κεντρικό δολαριακό λογαριασμό ………. και το δραχμικό λογαριασμό ………. στην American Εxpress της λιβεριανής εταιρείας και επιπλέον εργαζόταν ως υπάλληλος της εναγομένης εταιρείας, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβασίμου του αγωγικού ισχυρισμού της, ότι κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, . ……………., η ίδια δεν εργαζόταν και δεν γνώριζε τίποτα για το πόσες και ποιες ήταν οι εταιρείες, που είχε, ούτε τα ποσοστά, που διατηρούσε σε καθεμία εταιρεία, ο αποβιώσας σύζυγος της, .. ……………… Αντιφατικώς δε με τις από 17.11.1999 και τις μεταγενέστερες από 10.1.2017 πρωτόδικες προτάσεις της, η ενάγουσα επικαλείται ότι οδηγήθηκε στην υπογραφή των ως άνω πρακτικών, όχι λόγω εξαπάτησης και πιέσεων των εναγομένων και ειδικώς του πρώτου εξ αυτών, . ……………., αλλά ευρισκόμενη λίγες μέρες μετά το θάνατο του συζύγου της, όπως αυτολεξεί αναφέρει: «υπό το κράτος της έντονης συναισθηματικής φόρτισης και της άθλιας ψυχολογικής μου κατάστασης αναγκάστηκα να υπογράψω». Επίσης, προς θεμελίωση του ισχυρισμού της περί εξαπάτησης της, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι όταν ρώτησε αν ο σύζυγος της ήταν και νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της λιβεριανής εταιρείας, ο δεύτερος εναγόμενος, ……………, ανέγραψε στα πρακτικά επιλέξει ότι «είχε και τις δύο ιδιότητες παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Board of directors … και …», ενώ αυτό ήταν ψευδές, όπως ισχυρίζεται, διότι ο ……… συγκέντρωνε στο πρόσωπο του όλες τις ιδιότητες. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η προφορική διαβεβαίωση της από τους εναγομένους ότι η λιβεριανή αυτή εταιρεία ανήκει στον … ……………. και στον θανόντα σύζυγο της εξ ημισείας και ότι ο τελευταίος είχε και τις δύο ιδιότητες, δηλαδή και του διαχειριστή και του νόμιμου εκπροσώπου της, δεν ήταν ψευδείς, αλλά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Άλλωστε η ίδια γνώριζε, όπως συνομολογεί στην από 22.11.1999 προσθήκη αντίκρουση και στις από 8.4.2014 προτάσεις της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, που είχαν κατατεθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας, μοναδικός διευθυντής της εναγομένης εταιρείας φερόταν ο θανών σύζυγος της, ….. και το διοικητικό συμβούλιο ήταν μονομελές, όπως όριζε το καταστατικό της, τούτο όμως δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο πραγματικό γεγονός ότι στην εν λόγω εταιρεία συμμετείχε και ο εναγόμενος, ……………, ως ισότιμος εταίρος. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν την εξαπάτησαν σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λιβεριανής εταιρείας και την ισομερή συμμετοχική ιδιότητα του πρώτου εναγομένου. Έτι περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλονται οι ισχυρισμοί των εναγουσών περί παρά το νόμο σύνταξης των πρακτικών και δη πριν την έκδοση πιστοποιητικού περί μη δημοσίευσης διαθήκης ή την έκδοση κληρονομητηρίου ή περί εκλογής νέου δ.σ. με τρία μέλη, ενώ το καταστατικό της εταιρείας προέβλεπε ότι υπήρχε ένας και μόνο διευθυντής, καθώς και αληθείς υποτιθέμενοι, άπτονται της ακυρότητας και όχι της ακύρωσης των πρακτικών λόγω απάτης κατά το άρθρο 147 ΑΚ, που αποτελεί βάση της αγωγής της. Ομοίως, όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, . ……………., ότι για την εκποίηση της περιουσίας του ανήλικου τότε τέκνου της, απαιτείτο προηγουμένως απόφαση Δικαστηρίου, που να επιτρέπει αυτή την ενέργεια, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε εσκεμμένη και δόλια παραπλάνηση της περί αυτής της υποχρέωσης της από τους εναγομένους, αποτελεί λόγο ακυρότητας του πρακτικού, που σε κάθε περίπτωση έχει εκλείψει με την, μετά την ενηλικίωση της . ……………., αναδρομική έγκριση των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων της μητέρας της, . ……………., που ενήργησε για λογαριασμό της. Τέλος, η παράλειψη αναφοράς στα ένδικα πρακτικά εγγράφως ή προφορικώς πριν την υπογραφή τους, περί συμμετοχής, ως αφανούς εταίρου, κατά τον ισχυρισμό των εναγουσών, του . ……………., περί παρένθετων προσώπων στην ελληνική εταιρεία, περί αδράνειας της ελληνικής εταιρείας και περί του εισπρακτικού χαρακτήρα της λιβεριανής εταιρείας, εκτός του ότι δεν καθιστούν ακυρώσιμα τα πρακτικά, λόγω απάτης, σε κάθε περίπτωση δεν ήταν αναγκαία, καθώς ο σκοπός σύστασης και λειτουργίας της λιβεριανής εταιρείας, ως εισπρακτικής, ήταν γνωστός στην ενάγουσα, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ενώ ο ……… ουδέποτε υπήρξε αφανής εταίρος στην τέταρτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, ούτε ισχυρίστηκε ότι είχε τέτοια ιδιότητα, αλλά εν τοις πράγμασι εταίρος. Επίσης, αναπόδεικτοι τυγχάνουν και οι λοιποί ισχυρισμοί της πρώτης ενάγουσας, που αφορούν στην τέταρτη εναγομένη, ότι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι την απομόνωσαν από αυτήν, δεν την ενημέρωναν για καμία διαχειριστική πράξη, ότι αρνήθηκαν τη σύγκληση δ.σ. «προφανώς για να αποφύγουν» τον έλεγχο της, ότι δολίως μετέφεραν σε άγνωστη διεύθυνση όλα τα αποδεικτικά παραστατικά έγγραφα για να μην έχει στη διάθεση της κανένα απολύτως στοιχείο, ότι φρόντισαν να διακοπεί το συμβόλαιο αποκλειστικής αντιπροσώπευσης, που είχε η λιβεριανή εταιρεία για την Ελλάδα και την Κύπρο με τα Πολωνικά ναυπηγεία …. στο Γκντανσκ καταγγέλλοντας τη σύμβαση εν αγνοία της μεταφέροντας την σε άλλη εταιρεία, ενώ αποτελούσε την κυριότερη πηγή βέβαιων εσόδων για την εταιρεία, καθώς και ότι φρόντισαν να διακόψουν τα πλοία των οποίων είχε τη διαχείριση η λιβεριανή εταιρεία και να τα μεταφέρουν σε άλλη εταιρεία, με σκοπό να την καταστήσουν χωρίς λειτουργικό αντικείμενο και γενικά ότι προέβησαν και προβαίνουν σε πράξεις και παραλείψεις, με σκοπό να βλάψουν την ίδια και την κόρη της, . ……………., ως μετόχων σ’αυτήν, που κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, δεν υπήρξε αυτόνομη σύμβαση της λιβεριανής εταιρείας με τα πολωνικά ναυπηγεία ή έτερα ναυπηγεία, όπως και δεν υπήρξε σύμβαση διαχείρισης πλοίων από αυτήν, παρά μόνο και πάντα ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της ελληνικής εταιρείας. Επιπλέον, αντιφάσκει η πρώτη ενάγουσα όταν από τη μια ισχυρίζεται ότι στις ως άνω συναντήσεις της με τους εναγομένους δεν υπήρξε ενημέρωση της για τη λιβεριανή εταιρεία και ότι οι εναγόμενοι, προς βλάβη των συμφερόντων της, κατήγγειλαν μεταξύ άλλων την προσοδοφόρα σύμβαση με τα πολωνικά ναυπηγεία και τη δική της σύμβαση εργασίας, ενώ από την άλλη πλευρά, ότι ο …….. για να την αποπροσανατολίσει πρότεινε τη δημιουργία λογιστικού προγράμματος υπό τη δική της καθοδήγηση, με το οποίο θα είχαν πλήρη έλεγχο της λογιστικής και οικονομικής κατάστασης της λιβεριανής εταιρείας, για το οποίο μάλιστα ο μάρτυρας, ………., της εξήγησε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα αυτό ποτέ δεν έγινε πράξη, ότι υπήρξε πρόταση του . ……………. ο μισθός του . ……………. να μεταβιβαστεί στην ίδια και να γίνεται η καταβολή μέσω δύο λογαριασμών και ότι ακολούθησε η παρουσίαση των λογαριασμών της λιβεριανής εταιρείας και προσωπικών λογαριασμών, που θα μπορούσαν να καλύψουν τις άμεσες και πιεστικές ανάγκες, που είχε δημιουργήσει ταμειακά στην εταιρεία η μακροχρόνια νοσηλεία του . ……………., προτάσεις οι οποίες όμως δεν υλοποιήθηκαν, προφανώς λόγω της σφοδρής αντιδικίας που προέκυψε και της διαφωνίας που είχαν οι διάδικες πλευρές καταρχάς στο πλαίσιο της εκπροσώπησης, διαχείρισης και εν γένει διοίκησης της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’αριθμ.5068/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά Εκούσιας Δικαιοδοσίας, κατόπιν αίτησης της . ……………. ατομικά και για λογαριασμό της ανήλικης τότε κόρης της, . ……………., ως μετόχων συνολικά κατά 50% της λιβεριανής εταιρείας, διορίστηκε προσωρινό Δ.Σ. αποτελούμενο από τους ………… και κατ’ έφεση, με την υπ’αριθμ.1189/1999 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, διορίστηκε προσωρινή διοίκηση αποτελούμενη από τον ….., τον . ……………. και το ……. και με επιμέλεια τους έλαβαν χώρα οι από 5.5.2000, 21.6.2000, 27.6.2000 και 3.7.2000 γενικές συνελεύσεις της λιβεριανής εταιρείας, της οποίας η θητεία όμως έληξε, χωρίς να παραταθεί. Ειδικότερα, με την υπ’αριθμ.5555/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά Εκούσιας Δικαιοδοσίας, παρά την μη εκλογή μέχρι τότε τακτικής διοίκησης της εταιρείας, απερρίφθη η σχετική αίτηση παράτασης της προσωρινής διοίκησης, που υπέβαλε η …. ……………., ως μέτοχος του 50%, με το αιτιολογικό ότι η εταιρεία δεν έχει δραστηριότητα ούτε υπαλλήλους που να απασχολεί και η όποια τυχόν λειτουργία της περιορίζεται στη διευθέτηση των εκκρεμών ήδη από το 1998 υποθέσεων, αν και έγινε δεκτό ότι δεν κατέστη δυνατόν οι μέτοχοι της εταιρείας, ενόψει και του ποσοστού που κατέχει κάθε αντίδικη πλευρά (50%), να καταλήξουν σε κοινά αποδεκτά πρόσωπα και να συγκροτήσουν το δ.σ. της εταιρείας. Σημειωτέον, ότι και η ίδια η ενάγουσα με την από 13.1.2017 προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων της, αναφερόμενη σε σχετική επιστολή των πολωνικών ναυπηγείων ισχυρίζεται ότι η συμφωνία με αυτά λύθηκε στο τέλος Ιανουαρίου 1998, εξαιτίας της ολοκληρωτικής ανικανότητας διεξαγωγής των υπηρεσιών πρακτόρευσης από την λιβεριανή εταιρεία, η οποία συνδεόταν με το θάνατο του ……………. και με τη συνακόλουθη άρνηση του ……………. για περαιτέρω συνεργασία με την λιβεριανή εταιρεία, ισχυρισμός που ανεξαρτήτως της αβασιμότητας του, όσον αφορά την πρακτόρευση από την εναγομένη λιβεριανή εταιρεία, καταδεικνύει την γνώση της για την συμμετοχή του τελευταίου σ’αυτήν. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, μετά το θάνατο του ……………., ανέκυψε μεταξύ των διαδίκων διαφωνία σχετικά με την πραγματική δραστηριότητα της λιβεριανής εταιρείας και τη συμμετοχή του ……………. σε αυτή και σφοδρότατη αντιδικία μεταξύ τους τόσο ενώπιον των πολιτικών, όσο και των ποινικών Δικαστηρίων, καθώς η ……………., όπως προεκτέθηκε, ισχυρίσθηκε αβασίμως ότι η λιβεριανή εταιρεία ήταν μία αυτοτελής και ανεξάρτητη επιχείρηση του συζύγου της, ……………. και μόνο, επί της οποίας ουδεμία συμμετοχή είχε ο εναγόμενος ………., ότι η εν λόγω εταιρεία ασκούσε αυτοτελή δραστηριότητα εκμετάλλευσης πλοίων και διαμεσολάβησης σε επισκευές πλοίων σε ναυπηγεία του εξωτερικού, γι’αυτό και νόμιμοι καθολικοί διάδοχοι του … ……………. στην εν λόγω εταιρεία ήταν η ίδια και η ανήλικη θυγατέρα τους, καθώς και ότι ο ……….. της παρέστησε ψευδώς ότι ήταν και αυτός μέτοχος της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας κατά ποσοστό 50%, γι’ αυτό και αναγνώρισε τη μετοχική του ιδιότητα κατά το εν λόγω ποσοστό και δέχθηκε να εκδοθούν και να διανεμηθούν οι μετοχές με τον ως άνω τρόπο. Συγκεκριμένα στις 5.5.1998 με εξώδικη διαμαρτυρία, που απέστειλε η ενάγουσα . ……………. προς τον πρώτο εναγόμενο . ……………., του ζήτησε εντός 8 ημερών παράδοση των αποδεικτικών εγγράφων από τα οποία να προκύπτει ο ακριβής χρόνος, τόπος και τρόπος μεταβιβάσεως από τον σύζυγο της σε αυτόν του 50% των μετοχών της ως άνω εταιρίας και όπως η ίδια αναφέρει αυτός της απάντησε ότι «το γνώριζαν όλοι» και ότι και η ίδια το αποδέχτηκε και υπέγραψε τα επίδικα πρακτικά, ενώ και κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας στις 25.6.1998 η . ……………. προέβαλε αντιρρήσεις αναφορικά με τον απολογισμό της πορείας της εταιρείας μετά τις 20.2.1997, διότι δεν της είχε γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε διαχειριστική πράξη αυτής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 25.6.1998 λήφθηκε απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, με μειοψηφία της . ……………., περί διακοπής της λειτουργίας της, απόφαση η οποία προσωρινά ανεστάλη με την υπ’ αριθ. 3455/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων, η οποία υποχρέωσε τα λοιπά δύο μέλη του Δ.Σ. να της επιδείξουν και χορηγήσουν αντίγραφα των εταιρικών εγγράφων, λογαριασμών και βιβλίων, καθώς με πρωτοβουλία των εναγομένων,……………. και …….., αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, να υποβληθεί αίτηση ανάκλησης της υπουργικής απόφασης με την οποία χορηγήθηκε η άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα. Εντέλει, σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. 31221/2368/20/22698/4-7-2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, ανακλήθηκε η με αριθμό 1241.2368/10/22648/6-5-1997 (ΦΕΚ 62/ΤΑΠΣ/16-5-1997) απόφαση των δύο ως άνω Υπουργών για την εγκατάσταση στην Ελλάδα, σύμφωνα με το α.ν.89/67, του γραφείου της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας. Στη συνέχεια, με την από 1.11.2000 εξώδικη πρόσκληση, ο ………, επικαλούμενος τη μετοχική του ιδιότητα, προσκάλεσε την . ……………. να λάβει μέρος σε Γενική Συνέλευση της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, με θέμα τη λύση και εκκαθάριση αυτής, ενώ με την από 22.11.2000 εξώδικη πρόσκληση της, η . ……………. τον κάλεσε να απόσχει από κάθε τέτοια ενέργεια, όπως επανέλαβε και στη συγκληθείσα στις 23.11.2000 έκτακτη Γ.Σ. των μετόχων. Ακολούθως, ο ………., στις 29.5.2001 κατέθεσε ενώπιον του αρμόδιου Αστικού Δικαστηρίου της Μονροβίας Λιβερίας, ήτοι στα λιβεριανά δικαστήρια, ως τα μόνα αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.791/1978 να επιληφθούν του θέματος αυτού, κατά τη σχετική ειδική διαδικασία για τη λύση και θέση εταιρειών σε εκκαθάριση, αίτηση για τη λύση και εκκαθάριση της ως άνω εταιρείας, επικαλούμενος την ιδιότητα του ως μετόχου αυτής κατά ποσοστό 50% και την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας λόγω διαφωνιών μεταξύ των μετόχων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλέστηκε και προσκόμισε, ως σχετικά: 1) πιστοποιητικό κατάθεσης μετοχών που εκδόθηκε από την τράπεζα Πειραιώς, 2) αντίγραφα των επίδικων πρακτικών συνεδρίασης του Δ.Σ. με ημερομηνία 20.3.1997, των πρακτικών συνέλευσης των μετόχων με ημερομηνία 14.3.1997 και των πρακτικών συνεδρίασης του Δ.Σ. με ημερομηνία 20.3.1997, 3) την υπ’αριθμ.5068/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την υπ’αριθμ.1189/1999 απόφαση του Εφετείου Πειραιά περί διορισμού προσωρινού Δ.Σ., 4) αντίγραφα των προσκλήσεων του προσωρινού Δ.Σ. και των πρακτικών συνεδριάσεων των γενικών συνελεύσεων των μετόχων με ημερομηνίες 5.5.2000, 21.6.2000, 27.6.2000 και 3.7.2000 για εκλογή Δ.Σ., 5) αντίγραφο της υπ’αριθμ.5555/2000 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί μη παράτασης της θητείας του προσωρινού Δ.Σ. και 6) αντίγραφο της από 1.11.2000 πρόσκλησης για σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων στις 23.11.2000, προκειμένου να συζητηθεί η δικαστική λύση και εκκαθάριση της εταιρείας και των πρακτικών συζητήσεων αυτής . Η αίτηση αυτή με κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε στην . ……………. στις 31.7.2001 στην αναγραφόμενη στην αίτηση κατοικία της επί της οδού ……. στη Γλυφάδα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …../31-7- 2001 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …….., πλην όμως αυτή αρνήθηκε να την παραλάβει. Κατά τη σχετική δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της Λιβερίας, η . ……………. παραστάθηκε νομίμως, ανέπτυξε πλήρως όλους τους ισχυρισμούς της, κατέθεσε τα αποδεικτικά της μέσα, συνομολόγησε την ύπαρξη διαφωνιών μεταξύ της ίδιας και του . ……………., κατέθεσε προτάσεις περιέχουσες 27 λόγους και υπέβαλε αίτημα απόρριψης της αίτησης για τυπικούς λόγους ισχυριζόμενη ότι ο ……, λόγω του ότι δεν είναι κάτοικος Λιβερίας, δεν μπορούσε να εγείρει αγωγή ο ίδιος, παρά μόνον μέσω ενός πληρεξουσίου κατοίκου Λιβερίας. Το αίτημα αυτό κατά τη συζήτηση της 31.1.2002 δεν έγινε δεκτό και η . ……………. κατέθεσε αίτηση ανάκλησης, η οποία δικάστηκε από τον Δικαστή εκούσιας δικαιοδοσίας με την παρουσία των διαδίκων και το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα και διέταξε το αρμόδιο κατώτερο Δικαστήριο να επιτρέψει στον αιτούντα . ……………. να αποσύρει την αρχική αίτηση με δικαίωμα να την επανακαταθέσει, όπως και έκανε και στις 23.5.2003 ο …….. κατέθεσε νέα αίτηση, προς αντίκρουση της οποίας η ……………. ……………. υπέβαλε μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων της στη Λιβερία τις από 2.6.2003 προτάσεις της και επικαλούμενη την έλλειψη μετοχικής ιδιότητας του . ……………. στη λιβεριανή εταιρεία και την εξαπάτηση της κατά την έκδοση και διανομή των μετοχών της λιβεριανής εταιρείας τον Μάρτιο του 1997, μεταξύ άλλων προσκόμισε αντίγραφο της παραιτήσεως του ……….., πρώην διευθυντού της εταιρείας, αντίγραφα των οργανωτικών πρακτικών, αντίγραφα των πρακτικών της πρώτης απόφασης του Δ.Σ της εταιρείας, αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής και της υπ’αριθμ.1714/2001 προδικαστικής απόφασης, αντίγραφο της από 15.6.1992 επιστολής προς την τράπεζα American Εxpress και πρακτικά των κληρονόμων του . ……………., ως εκδοχέως του δικαιώματος αναλήψεως των εταιρικών κεφαλαίων της εταιρείας. Επίσης με τις προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι ήταν απατηλές οι παραστάσεις του . ……………. προς αυτή περί της μετοχικής ιδιότητας αυτού κατά ποσοστό 50%, συνομολόγησε τις διαφωνίες, που υπήρχαν μεταξύ αυτής και του . ……………. και υπέβαλε αίτημα απόρριψης της αίτησης. Κατά τη συνεδρίαση στις 5.7.2005 το λιβεριανό Δικαστήριο απέρριψε το ως άνω αίτημα και διέταξε την εκδίκαση της αίτησης στην ουσία, ενώ ακολούθησε νέα συζήτηση στις 4.8.2005, κατά την οποία οι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. Κατά τη νέα συνεδρίαση στις 16.8.2005 δεν εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της . ……………. και το Δικαστήριο προέβη αυτεπαγγέλτως στο διορισμό συνηγόρου, ο οποίος αφού ζήτησε να τεθούν σε γνώση του Δικαστηρίου τα πρακτικά σχετικά με την επίδοση στον πληρεξούσιο της . ……………., αποδέχτηκε το διορισμό του, παρέστη και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του προς αντίκρουση της αίτησης του . …………….. Το λιβεριανό Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα προσκομισθέντα εκ μέρους τους αποδεικτικά μέσα, με την από 16.8.2005 απόφαση του, σύμφωνα με το κεφάλαιο 11 του νόμου της Λιβερίας περί εταιρειών, όπως αυτός αναθεωρήθηκε, έκανε δεκτή την ως άνω αίτηση του . ……………. περί λύσης και θέσεως σε εκκαθάριση της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας και διόρισε εκκαθαριστή τον ., που προτάθηκε από τον . …………….. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος επιφυλάχθηκε ως προς την άσκηση των καθηκόντων του εκκαθαριστή και δεν άσκησε αυτά έως το έτος 2013, όταν γνωστοποίησε εγγράφως στους προαναφερόμενους εταίρους της λυθείσης εταιρείας την αποδοχή του διορισμού του ως εκκαθαριστή με την επίδοση σε αυτούς εξωδίκων δηλώσεων (υπ’αριθμ../27.9.2013 προσκομιζόμενη έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………. .).
Επί των τεθέντων ως άνω ζητημάτων απόδειξης, που έθεσε η υπ’αριθμ.4685/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι επιμελήθηκαν και προσκόμισαν με τις από 22.1.2018 προτάσεις-σημείωμα τους και επαναφέρουν με τις παρούσες, την υπ’αριθμ.πρωτ.611/14.11.2017 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι απαντήσεις στα έξι συνολικά ερωτήματα, που τέθηκαν αναφορικά με το δίκαιο της Δημοκρατίας της Λιβερίας, είναι οι εξής: «Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 11.2 και 11.4 του νόμου προκύπτει ότι σε περίπτωση θέσης υπό εκκαθάριση εταιρείας τύπου limited και διορισμού εκκαθαριστή από το δικαστήριο η διοίκηση διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας περιέχεται αυτομάτως και αποκλειστικώς στον διορισθέντα από το δικαστήριο εκκαθαριστή ο οποίος από τον ορισμό του από το δικαστήριο εκπροσωπεί την εταιρεία. Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι ότι σύμφωνα με την παράγραφο 11.4.1 του νόμου σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν έχει περατωθεί η διαδικασία της εκκαθάρισης εντός τριών ετών από τη λύση της εταιρείας τύπου limited αυτή διατηρεί τη νομική προσωπικότητα της και πέραν του χρόνου αυτού προς το σκοπό της περάτωσης των αγωγών, δικών, διαδικασιών και μέχρις ότου έχει πλήρως εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση, διάταξη, διάταγμα σχετικό με αυτές δεδομένου ότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει άλλη σχετική διάταξη ο εκκαθαριστής της λυθείσας εταιρείας τύπου limited σε περίπτωση δικαστικής λύσης με διορισμό εκκαθαριστή από το δικαστήριο εκπροσωπεί μόνος την εταιρεία τόσο κατά το διάστημα της τριετίας όσο και κατά το διάστημα πέραν της τριετίας μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των εκκρεμοτήτων της εταιρείας. Στο τρίτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη που να εξαρτά την ανάληψη των καθηκόντων του διορισθέντος από το δικαστήριο εκκαθαριστή από τυχόν ενέργειες του όπως για παράδειγμα την ρητή αποδοχή του διορισμού από τον ίδιο. Επίσης ο νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη που να προβλέπει την έκπτωση του διορισμένου από το δικαστήριο εκκαθαριστή από τα καθήκοντά του αν δεν προβεί σε αποδοχή του διορισμού του εντός τριετίας από τη λύση της εταιρείας. Στο τέταρτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι σε περίπτωση δικαστικής λύσης εταιρείας τύπου limited και διορισμού εκκαθαριστή από το δικαστήριο για παράδειγμα βάσει των διατάξεων των παραγράφων 11.2 ή 11.4.3. του νόμου ο τελευταίος αποτελεί το μόνο πρόσωπο που εκπροσωπεί νόμιμα την εταιρεία μέχρι την οριστική περαίωση των υποθέσεων της. Στο πέμπτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι η έκδοση πιστοποιητικού καλής κατάστασης εταιρείας τύπου limited από το Υπουργείο Εξωτερικών της Λιβερίας προϋποθέτει την ύπαρξη της εταιρείας και την καταβολή της αναλογούσας ετήσιας εισφοράς στο οικείο υπουργείο Οικονομικών (παράγραφοι 1.7.2 και 1.7.3 του νόμου) σύμφωνα δε με την παράγραφο 11.2.2. του νόμου σε περίπτωση δικαστικής λύσης εταιρείας τύπου limited αυτή θεωρείται λυθείσα από την καταχώρηση της δικαστικής απόφασης στον έφορο γραμματέα εταιρειών ή τον αναπληρωτή έφορο γραμματέα εταιρειών ή τον αναπληρωτή έφορο γραμματέα εταιρειών εφόσον έχει καταβληθεί η αναλογούσα ετήσια εισφορά. Δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση που να θέτει προϋποθέσεις και να ορίζει συγκεκριμένα πρόσωπα που δικαιούνται να αιτηθούν το πιστοποιητικό καλής κατάστασης. Στο έκτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι σύμφωνα με τις παραγράφους 5.4.3 και 5.5.2 και 5.5.3 του νόμου προκειμένου οποιοσδήποτε εγγεγραμμένος για την κάλυψη μετοχών της εταιρείας να γίνει κύριος των μετοχών για την κάλυψη των οποίων ενεγράφη πρέπει προηγουμένως να προσδιορισθεί το αντίτιμο της μετοχής αυτής, να καταβληθεί το αντίτιμο αυτό και να εκδοθεί η μετοχή την οποία αντιπροσωπεύει το δηλωτικό της μετοχής πιστοποιητικό νομίμως. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ο εγγεγραμμένος για την κάλυψη μετοχών της εταιρίας δεν καθίσταται κύριος των εν λόγω μετοχών».
Μετά την έκδοση της απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου στις 16.8.2005, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της …………… που διόρισε το Δικαστήριο, άσκησε έφεση κατά τη συζήτηση της οποίας στις 4.11.2005 δεν παρέστη η τελευταία, ούτε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, αν και κλήθηκε νομίμως και το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και έτσι η απόφαση του λιβεριανού Δικαστηρίου κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το από 12.2.2008 πιστοποιητικό του γραμματέως του εν λόγω Δικαστηρίου. Επομένως, ο . …………….. όταν άσκησε την αίτηση του στο λιβεριανό Δικαστήριο και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα, που προαναφέρθηκαν, για να την υποστηρίξει εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά, όπως τα αντιλαμβανόταν και προέβαλε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του προσκομίζοντας προς θεμελίωση αυτών τα αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα, που είχε στην κατοχή του, τα οποία ήταν γνήσια και αληθή κατά περιεχόμενο, και δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσει το αλλοδαπό Δικαστήριο, όπως κατηγορήθηκε από την . ……………., κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ενώ η τελευταία με τις προτάσεις της στο λιβεριανό Δικαστήριο επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων και την υπό κρίση αγωγή της, που είχε ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε την ακυρότητα των προαναφερόμενων πρακτικών ως προϊόντων απάτης, η οποία συνεκτιμήθηκε από το λιβεριανό Δικαστήριο. Με την από 16.8.2005 απόφαση του πολιτικού Δικαστηρίου της έκτης δικαστικής περιφέρειας της κομητείας Μοντσερράδο της Λιβερίας, που εκδόθηκε μετά από αίτηση του . ……………. κατά της . ……………. ατομικώς και ως εκπροσώπου της ανήλικης τότε θυγατέρας της, η εναγομένη λιβεριανή εταιρεία λύθηκε, τέθηκε σε εκκαθάριση και διορίστηκε εκκαθαριστής ο ……., η απόφαση αυτή κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα με τη με αριθμό 1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν της από 9.2.2009 με αρ.κατάθ…/../11-2-2009 αίτησης του … ……………. κατά της οποίας η λυθείσα εταιρεία εκπροσωπούμενη από την . ……………. άσκησε τριτανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ.2117/2015 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που επιδόθηκε στην … ……………. στις 15.7.2015, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/15.7.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. Ειδικότερα, με την υπ’αριθμ.2117/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκουσίας δικαιοδοσίας, που έκρινε επί της με αριθμ.καταθ……/5-4-2013 τριτανακοπής και των με αριθμ.καταθ……/9-9-2014 πρόσθετων λόγων τριτανακοπής της .. ……………., της . ……………. και της εκπροσωπούμενης από την πρώτη, «…..», κατά του . ……………. και επί των υπ’αριθμ……/29-5-2013 και ……./9-9-2014 προσεπικλήσεων τους κατά του ….., μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.3548/2014 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ανέβαλε προκειμένου προσκομισθεί γνωμοδότηση επί του εφαρμοστέου λιβεριανού δικαίου, κρίθηκε ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 11.2 του μέρους Ι του νόμου περί εταιρειών της δημοκρατίας της Λιβερίας η λύση της εταιρείας ολοκληρώνεται με την αποστολή επικυρωμένου αντίγραφου της δικαστικής απόφασης που τη διατάσσει από το γραμματέα του δικαστηρίου στον Υπουργό Εξωτερικών o οποίος θα παράσχει αντίγραφο στο γραμματέα και στον αναπληρωτή γραμματέα ….οι ενέργειες αυτές έχουν ήδη ολοκληρωθεί από 21.10.2014 όπως αποδεικνύεται από το από 23.1.2015 πιστοποιητικό της γραμματέως του αστικού δικαστηρίου της κομητείας του Μοντσερράδο …. και το από 19.11.2014 πιστοποιητικό του ενεργούντος ως υφυπουργού νομικών υποθέσεων…. oυδόλως προκύπτει ότι η απόφαση περί δικαστικής λύσεως και θέση σε εκκαθάριση της εταιρείας παύει αυτοδικαίως να ισχύει αν δεν ολοκληρωθούν οι ανωτέρω ανάγκες επίδοσης απόφασης εντός του προβλεπόμενου χρόνου ούτε προσκομίζεται δικαστική απόφαση που να ακυρώνει ή να αναγνωρίζει την έλλειψη ισχύος της εν λόγω απόφασης περί λύσεως της εταιρείας αντιθέτως προκύπτει ότι η έστω και εκπρόθεσμη τέλεση των αναγκαίων ενεργειών ολοκληρώνει τη δικαστική λύση της εταιρείας… κατά τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση κλήσεως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ήτοι την 22.5.2015… έχει ήδη λυθεί και τελεί σε εκκαθάριση…», καθώς και ότι ο διορισθείς, ως εκκαθαριστής, με την από 16.8.2005 απόφαση του λιβεριανού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, νόμιμος εκπρόσωπος της σε δίκες που την αφορούν, τυγχάνει ο ………., που αποδέχθηκε ρητά τον διορισμό του με την από 18.9.2013 δήλωση αποδοχής του προς το Δικαστήριο της Λιβερίας, που έλαβε χώρα στις 30.9.2013 και ότι επειδή κατά τον χρόνο συζήτησης της εν λόγω υπόθεσης η τριτανακόπτουσα εταιρεία έχει λυθεί και τελεί σε εκκαθάριση, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η τριτανακοπή ως προς την τριτανακόπτουσα εταιρεία, λόγω έλλειψης ικανότητας δικαστικής παράστασης αυτής. Επίσης, αφού έκρινε ότι είναι απορριπτέοι, ως μη νόμιμοι, οι λόγοι της τριτανακοπής: α) ότι η τριτανακοπτόμενη με αριθμό 1496/2012 απόφαση, που κήρυξε εκτελεστή στην Ελλάδα την από 16.8.2005 απόφαση του λιβεριανού Δικαστηρίου έκρινε ότι η . ……………. δεν υπήρξε νόμιμη εκπρόσωπος της λιβεριανής εταιρείας, αλλά ο εκκαθαριστής της, ………, παρότι δεν απεδέχθη το διορισμό του και β) ότι η λιβεριανή εταιρεία δεν έχει λυθεί διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις που προβλέπονταν κατά το λιβεριανό δίκαιο για την ολοκλήρωση της λύσης εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, καθόσον η τριτανακοπτόμενη απόφαση έκρινε μόνο για τις προϋποθέσεις κήρυξης εκτελεστής μιας απόφασης, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται τα ανωτέρω, απέρριψε την τριτανακοπή καταλήγοντας στην κρίση ότι οι τριτανακόπτουσες δεν στερήθηκαν το δικαίωμα της υπερασπίσεως τους, δεδομένου ότι άσκησαν το δικαίωμα εφέσεως κατά της ως άνω από 16.8.2005 αποφάσεως δια συνηγόρου, που παρότι διορίστηκε προς τούτο και του επεδόθη κλήση για την συζήτηση της εφέσεως, δεν παραστάθηκε στο εφετείο κι έτσι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση του λιβεριανού Δικαστηρίου κατέστη τελεσίδικη. Η εν λόγω υπ’αριθμ.2117/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκουσίας δικαιοδοσίας έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το υπ’αριθμ…../4.11.2015 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ίδιο και η υπ’αριθμ.1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως προκύπτει από το υπ’αριθμ…../2017 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες από τους τρείς πρώτους εναγομένους με τις από 9.1.2017 πρωτόδικες προτάσεις τους, υπ’αριθμ………./15.7.2015 εκθέσεις επίδοσης της υπ’αριθμ 2117/2015 απόφασης στην . ……………. και στην . ……………. και την υπ’αριθμ……./10.2.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ….., από την οποία προκύπτει ότι επεδόθη στην ……………. . ατομικώς και ως ασκούσα την γονική μέριμνα της κόρης της, η από 16.8.2005 απόφαση του λιβεριανού Δικαστηρίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η τέταρτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία έχει λυθεί αμετακλήτως ήδη από τον Αύγουστο του 2005, έχει τεθεί από τότε σε εκκαθάριση, με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής και εκκαθαριστή της, τον …….. και η λύση της ισχύει έναντι των διαδίκων μετόχων της από το χρόνο έκδοσης της οικείας αλλοδαπής απόφασης, ενώ είναι αντιτάξιμη έναντι των καλόπιστων τρίτων από τις 10.11.2014, που πληρώθηκαν οι αυξημένες απαιτήσεις δημοσιότητας του άρθρου 11. 2 του λιβεριανού νόμου, όπως προκύπτει από το από 23.1.2018 πιστοποιητικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Λιβερίας, το από 19.1.2018 θεωρημένο αντίγραφο των πρακτικών-άρθρων λύσεως εκδοθέν από τον Κρατικό λιβεριανό οργανισμό LISCR με τα συνημμένα σε αυτό και την καταχώριση τους από τις αρμόδιες λιβεριανές αρχές στις 10.11.2014, καθώς και τα από 4.2.2016, 17.2.2016 και 23.1.2015 πιστοποιητικά των γραμματέων των αστικών δικαστηρίων της Κομητείας του Μοντσερράδο Λιβερίας και το από 19.11.2014 πιστοποιητικό του ……. ενεργούντος ως Υφυπουργού νομικών υποθέσεων. Μάλιστα στο από 23.1.2018 πιστοποιητικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Λιβερίας, που προσκομίζουν με τις πρωτόδικες και τις παρούσες προτάσεις τους οι εναγόμενοι και έχει υπογραφεί από την έφορο εταιρειών ……. με την επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης στις 5 Οκτωβρίου 1961, αναφέρεται ρητώς ότι η λιβεριανή (τέταρτη εναγομένη) εταιρεία «τερμάτισε τη νομική ύπαρξη ως εγχώρια εταιρεία μη κατοίκων Λιβερίας μετά την κατάθεση των άρθρων λύσεις από τον υπουργό εξωτερικών στις 10 Νοεμβρίου 2014… επί του παρόντος η εταιρεία δεν είναι ενεργή και συνεπώς, δεν βρίσκεται σε νόμιμη λειτουργία». Επισημαίνεται, ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι οι ανωτέρω ενέργειες έγιναν μετά πάροδο τριετίας από την έκδοση της αποφάσεως που διέταξε τη λύση της εταιρείας, αφού από καμία ρύθμιση του ανωτέρω λιβεριανού νόμου δύναται να συναχθεί ότι η εν λόγω προθεσμία είναι αποκλειστική μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας εκπίπτει ο εκκαθαριστής από την ιδιότητα του και η εταιρεία επανέρχεται στην προ της λύσεως κατάσταση. Μέχρι όμως την διενέργεια από τον ανωτέρω εκκαθαριστή των απαιτούμενων νομικών διατυπώσεων για την ολοκλήρωση της λύσεως της εταιρείας, η λύση αυτής ήταν ατελής και, ως εκ τούτου, η εταιρεία παρέμενε τυπικά υπάρχουσα και εξακολουθούσε έτσι, έως ότου τηρήθηκαν πλήρως οι υποχρεωτικές απαιτήσεις της παραγράφου 11.2 του Νόμου της Λιβερίας περί Επιχειρηματικών Εταιρειών, με αποτέλεσμα, μετά από αίτηση της …….. ……………., να εκδοθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Λιβερίας το από 30.1.2014 πιστοποιητικό “καλής κατάστασης” (Certificate of goodstanding”) της εναγομένης εταιρείας, που υπογράφεται από τον Αναπληρωτή Γραμματέα του Μητρώου Εταιρειών, σύμφωνα με το οποίο βεβαιώνεται μεταξύ των άλλων ότι η ανωτέρω εταιρεία δεν έχει υποβάλει αποφάσεις συγχωνεύσεως, μετατροπής, επανεγκαταστάσεως ή λύσεως αυτής, οι οποίες να έχουν τεθεί σε ισχύ, το δε ένδικο βοήθημα που άσκησε ο ………., ενώπιον του αρμόδιου λιβεριανού Δικαστηρίου (Αστικό Δικαστήριο, Επαρχία του Montserrado), με το οποίο ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι το ανωτέρω από 30-1-2014 πιστοποιητικό “καλής κατάστασης”, καθώς και όλα τα υπόλοιπα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν μετά τη δικαστική απόφαση της 16.8.2005, που έλυσε την εταιρεία, είναι άκυρα και ανίσχυρα, δεν ευδοκίμησε με την με ημερομηνία 22.9.2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αίτηση εωσότου τηρηθούν τα νόμιμα (“the petition is denied without any prejudice until the statute is fully complied with”), δηλαδή το Δικαστήριο ζήτησε την ορθή επανάληψη της διαδικασίας, ώστε η ήδη εκδοθείσα απόφαση περί λύσεως της εταιρείας να περιβληθεί πλήρη εχέγγυα δημοσιότητας, ώστε να μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων, όπερ και εγένετο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η τέταρτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία έχει λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση ήδη από τον Αύγουστο του 2005, η δε λύση της ισχύει έναντι των διαδίκων μετόχων της, από το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω αλλοδαπής απόφασης, ενώ αντιτάσσεται έναντι των καλόπιστων τρίτων από 10.11.2014, που ολοκληρώθηκαν οι προβλεπόμενες απαιτήσεις δημοσιότητας, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζομένων με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης περί εσφαλμένου διαχωρισμού του χρόνου ισχύος της λύσης της εναγομένης εταιρείας, ως προς τις ενάγουσες και καλής κατάστασης λειτουργίας της μέχρι τις 10.11.2014, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Επιπλέον δε των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι μέτοχοι της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας, …….. και .. ……………., δεν είναι διαχειριστές, εκπρόσωποι, θεματοφύλακες, επιμελητές, εμπιστευματοδόχοι ή καταπιστευματοδόχοι της εταιρείας, καθώς και ότι η εν λόγω υπό εκκαθάριση εταιρεία διατηρεί τη νομική προσωπικότητα της για όσο χρόνο διαρκεί η πλήρης δικαστική εκκαθάριση των υποθέσεων της. Τα όσα αντίθετα διαλαμβάνει η υπ’αριθμ.6198/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όπως και η υπ’αριθμ.6187/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τόσο ως προς ιδιοκτησιακό καθεστώς της λιβεριανής εταιρείας, όσο και για την εκπροσώπηση και λειτουργία αυτής, τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα . ……………., προς αντίκρουση των ανωτέρω, στις πρωτόδικες προτάσεις, που κατέθεσε στο πλαίσιο των υπό επανάληψη συζητήσεων της αγωγής επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ’αριθμ.5052/2012 και 4685/2017 αντίστοιχα, μη οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και προσκομίζει με τις παρούσες προτάσεις της, δεν αναιρούν τα ανωτέρω αποδειχθέντα, καθώς η εν λόγω εφετειακή απόφαση έχει αναιρεθεί με την υπ’αριθμ.1296/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου και έχει εκδοθεί η προρρηθείσα αμετάκλητη υπ’αριθμ.4621/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απορρίπτει τους σχετικούς ισχυρισμούς, απορριπτομένου του συναφούς ισχυρισμού των εναγουσών, που περιλαμβάνεται στον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσης τους, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να συναγάγει δικαστικά τεκμήρια από τις εν λόγω αποφάσεις παρά την εξαφάνιση τους με την άσκηση ενδίκου μέσου, ως ουσιαστικά αβασίμου. Όμοια κρίση περί λύσεως της λιβεριανής εταιρείας στις 16.8.2005 και εκπροσώπησης της λιβεριανής εταιρείας, σύμφωνα με το εφαρμοστέο λιβεριανό δίκαιο, μόνο από τον δικαστικώς διορισθέντα εκκαθαριστή της, . ……. και όχι από την διευθύντρια της, . ……………., διέλαβε και η υπ’αριθμ.477/2013 μη οριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και εν συνεχεία η υπ’αριθμ.499/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε αφενός επί αιτήσεως ανάκλησης της υπ’αριθμ.477/2013 μη οριστικής απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, που ζήτησε η λιβεριανή εταιρεία εκπροσωπούμενη από την ……………. κατά διαφόρων εταιρειών και μεταξύ άλλων, του ………. και αφετέρου, επί της από 28.11.2011 με αριθμό κατάθεσης 1031/2011 έφεσης της κατά της υπ’αριθμ.4577/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την με αριθμ.κατάθ……./2006 αγωγή της, καθισταμένης τελεσίδικης.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της σφοδρής αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, κατόπιν εγκλήσεως της ενάγουσας, ……………. ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του……………. για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 73.000 ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και απάτης ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου με χρόνο τέλεσης στις 4.8.2005, από την οποία το συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Επί των ανωτέρω κατηγοριών εκδόθηκε το υπ’αριθμ.2285/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για τις παραπάνω πράξεις, ενώ ειδικότερα για το……………., έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, πλημμεληματική πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση, ενώ ως προς την πράξη της απάτης ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου, έγινε δεκτό ότι αυτή είχε το χαρακτήρα της υφαίρεσης και ομοίως έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, επέβαλε δε τα έξοδα της διαδικασίας σε βάρος της εγκαλούσας, . ……………., κρίνοντας ότι η έγκληση της ήταν ψευδής, κατά περιεχόμενο και υποβλήθηκε τουλάχιστον από βαριά της αμέλεια. Κατά τις παραδοχές δε του ως άνω Συμβουλίου, ο ……, δεν είχε την ιδιότητα του διαχειριστή της εν λόγω λιβεριανής εταιρείας ή των τραπεζικών της λογαριασμών, η τελευταία αποτελούσε εταιρεία συμφερόντων αμφοτέρων των αδελφών ……………., και δη εισπρακτική εταιρεία, προς την οποία πραγματοποιούνταν οι πληρωμές πελατών των εταιρειών συμφερόντων τους. Οι καταλογιζόμενες, ως υπεξαίρεση, αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς της εν λόγω εταιρείας, είτε πραγματοποιήθηκαν εν γνώσει της . ……………., είτε μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς της ίδιας εταιρείας, είτε έγιναν προς αποπληρωμή λειτουργικών εξόδων διαφόρων εταιρειών του Ομίλου ., χωρίς να προκύπτει ότι οποιοδήποτε ποσό ενσωματώθηκε στην περιουσία του . ……………. ή κάποιου εκ των λοιπών συγκατηγορουμένων του ή ότι υπήρξε οποιαδήποτε ποινικά αξιόλογη συμπεριφορά, που να κατατείνει στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το ως άνω βούλευμα, η . ……………., όχι μόνο γνώριζε την αληθινή κατάσταση, αλλά εκμεταλλευόμενη τη δυσχέρεια του . ……………. να εμφανίζεται ως εταίρος στις επιχειρήσεις «……», λόγω της σχέσης του με την εταιρεία «…….», επεδίωξε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων, αποκλείοντας τον εντελώς και αυτός ήταν μάλλον και ο λόγος που στη συνέχεια ο …………….. ίδρυσε άλλες εταιρείες, μέσω των οποίων συνέχισε τη δραστηριότητα του, καθιστώντας ανενεργές, τόσο την ελληνική, όσο και τη λιβεριανή εταιρεία «…..». Κατά του ως άνω βουλεύματος ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 378 στοιχ. α’ ΠΚ και επ’ αυτής εκδόθηκε το υπ’αριθμ.3173/2012 ήδη αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο, αφού έκανε δεκτή την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε το ως άνω βούλευμα ως προς τη διάταξη του, με την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του . ……………. για την αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του για την εν λόγω πράξη, δεχόμενο ότι το Δικαστήριο της Λιβερίας, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί λύσης και εκκαθάρισης της λιβεριανής εταιρείας, έλαβε υπόψη του το σύνολο των ισχυρισμών και των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν από αμφότερα τα διάδικα μέρη, τα οποία ήταν γνήσια και αληθή κατά περιεχόμενο και δεν αποτελούσαν προϊόν απατηλών παραστάσεων του . ……………. προς την . ……………. περί της μετοχικής του ιδιότητας στη λιβεριανή εταιρεία, αφού αυτός συμμετείχε εν τοις πράγμασι σ’ αυτήν και ότι με τη συγκατάθεση της ……. οι 100 μετοχές της λιβεριανής εταιρείας, που εκδόθηκαν μετά το θάνατο του . ……………., διανεμήθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται, ενώ ο ….. . δεν παραπλάνησε την ……………. …. να αποδεχτεί τη διανομή των μετοχών της λιβεριανής εταιρείας, όπως έγινε τελικά με την παράδοση των 50 μετοχών σ’αυτόν. Επίσης, σύμφωνα με την από 12.9.2012 εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, η οποία ενσωματώθηκε στο υπ’αριθμ.3173/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν προκύπτει ότι η λιβεριανή εταιρεία αποτελούσε προσωπική επιχείρηση του . ……………. και απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό της . ……………. ως μη πειστικό. Με όμοιες παραδοχές, το υπ’ αριθμ.245/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη επί των με αριθμούς .. και …. με ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 2003 εφέσεων αντίστοιχα του . ……………. . και του . ……………. ., κατά του με αριθμό 1858/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που παρέπεμψε τον ……………. . και τον . ……………. να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για απάτη κατά συναυτουργία και κατ’εξακολούθηση και επάγγελμα, κατά την οποία το επιδιωκόμενο όφελος και η ζημιά που προξενήθηκαν ανέρχεται πλέον των 5 εκατομμυρίων δραχμών, ήδη 15.000 ευρώ και για απιστία κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, μετά την από 26.7.2000 έγκληση της . ……………. για τον εαυτό της και ως ασκούσα την επιμέλεια της θυγατέρας της, . ……………., είχε καταλήξει στην κρίση ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία σε βάρος του . ……………. και του . ……………. για τις πράξεις απάτης κατά συναυτουργία και απιστίας κατά συναυτουργία, δεχόμενο, μεταξύ άλλων, αφενός ότι η διανομή των μετοχών, που έγινε τον Μάρτιο του 1997, δεν υπήρξε προϊόν παραπλάνησης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η . ……………., ούτε τα ποσά που ενσωματώθηκαν στην περιουσία του . ……………. ή από κάποιο άλλον από τους κατηγορούμενους, υπεξαιρέθηκαν από αυτούς, ως αβασίμως ισχυρίστηκε η ίδια και αφετέρου ότι και στη λιβεριανή εταιρεία η οποία λειτουργούσε, ως εισπρακτική εταιρεία των εταιρειών ……………., συμμετείχε εν τοις πράγμασι και ο . …………….. κατά ποσοστό 50%, όπως και σε όλες τις εταιρείες συμφερόντων των αδερφών …………….. Σε όμοιες σκέψεις κατέληξε και η οριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιά με αριθμό 789/2017, ήτοι, μεταξύ άλλων, ότι η ……………… ……………. η οποία εργαζόταν και στα γραφεία της εταιρείας στον Πειραιά, γνώριζε καλά τη δραστηριότητα των αδερφών ……………. και εκτελούσε πολλές φορές η ίδια τις τραπεζικές εργασίες μεταφοράς χρημάτων από τους συναλλαγματικούς λογαριασμούς της λιβεριανής εταιρείας προς τις άλλες επιχειρήσεις των αδερφών ……………. με τη συγκατάθεση της, ότι μετά το θάνατο του συζύγου της, ……………., εκδόθηκαν οι 100 μετοχές της λιβεριανής εταιρείας και διανεμήθηκαν, στον……………., που προσέλαβε 50 μετοχές, στην……………., που έλαβε 12 μετοχές και την τότε ανήλικη κόρη της, ……………., που έλαβε 38 μετοχές, καθώς κι ότι στη λιβεριανή εταιρεία συμμετείχε εν τοις πράγμασι ο ……… κατά ποσοστό 50%. Τέλος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 898/2005 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας, κατ’ έφεση, κατά της υπ’αριθ.5108/2002 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, ο …….. και ο υιός του, . …………….., κηρύχθηκαν αθώοι της πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή (για τον πρώτο), για την οποία είχε ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη, ομοίως κατόπιν σχετικής μήνυσης της . …………….. Μεταξύ άλλων κρίσεων, η εν λόγω δικαστική απόφαση διέλαβε, ότι η . ……………., ως εργαζόμενη στις επιχειρήσεις των αδερφών …… τα γραφεία των οποίων στεγάζονταν στην οδό ……………. . στον Πειραιά, είχε άμεση πρόσβαση στα έγγραφα της λιβεριανής εταιρείας, που θα της παρείχαν τα αναγκαία στοιχεία, για το αν τα κέρδη από τη λιβεριανή εταιρεία ανήκαν μόνο στους κληρονόμους του . …………….. Περαιτέρω, με τις αμετάκλητες αποφάσεις υπ’αριθμ.599/2010 του Εφετείου Πειραιά, υπ’αριθμ1543/2013 του Αρείου Πάγου και υπ’αριθμ.977/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κρίθηκαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της .. ……………. περί υπεξαγωγής εγγράφων και περί απάτης σε βάρος της, όσον αφορά την μετοχική ιδιότητα του συζύγου της στη λιβεριανή εταιρεία και την υπογραφή των ένδικων πρακτικών της εταιρείας.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τις μαρτυρικές καταθέσεις, που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση των Εισηγητών Δικαστών επί των θεμάτων αποδείξεις που έταξε η υπ’αριθμ.1714/ 2001 προδικαστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, των μαρτύρων ανταπόδειξης ………. και …….., ενώ δεν αντικρούονται βασίμως εκ των μαρτύρων απόδειξης, ………… και …….., καθώς η μεν πρώτη, όπως κατέθεσε, στις 3.1.2002 ο ……… της ανέφερε ότι διοικούσε την εταιρεία και ότι ο ίδιος είχε αναφέρει ότι δεν υπήρχε άλλος μέτοχος στην εταιρεία αυτή, συνεπώς η κατάθεση της δεν στηρίζεται σε γνώση με ιδία αντίληψη. Επίσης, η κατάθεση της εν λόγω μάρτυρος, ότι «ήταν ευρέως γνωστό ότι η λιβεριανή εταιρεία ήταν ιδιοκτησίας του ……………» και ότι αν δεν είχε παραπλανηθεί και εξαπατηθεί η ενάγουσα, δεν θα υπέγραφε ποτέ αυτά τα πρακτικά, περιέχει προσωπικές εκτιμήσεις και προσκρούει στον ισχυρισμό της ίδιας της ενάγουσας, συζύγου του ……….., ότι αυτή, αν και σύζυγος του, δεν γνώριζε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λιβεριανής εταιρείας και ότι παραπλανήθηκε από τους εναγομένους. Εξάλλου, τα όσα κατέθεσε ο ……, συνεταίρος από τον Οκτώβριο του 1996 με τον . ……………., με ποσοστά 50% έκαστος στην εταιρεία …., ήτοι, μεταξύ άλλων, ότι ο ………. δεν είχε καμία συμμετοχή στη λιβεριανή εταιρεία, όπως είχε καταθέσει και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 10.1.2003 κατά την εκδίκαση αντίθετων αγωγών της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, ότι δεν γνώριζε ότι υπήρχε μία ελληνική εταιρεία και ότι υπέθετε ότι η λιβεριανή εταιρεία είχε το 1990 σύμβαση με τα πολωνικά ναυπηγεία, αντικρούονται από τα όσα, ως άνω, αποδείχθησαν, σε συνδυασμό με τους κανόνες της λογικής, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η λιβεριανή εταιρεία ιδρύθηκε το 1992. Περαιτέρω, παρίσταται έωλη, αυθαίρετη και αντικρουόμενη από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αφενός η προσωπική άποψη, που αυτός κατέθεσε, ότι δεν νομίζει ότι η . ……………. γνώριζε τις δραστηριότητες της λιβεριανής εταιρείας και ότι δεν ξέρει αν γνώριζε τί υπέγραφε και αφετέρου αναπόδεικτο τυγχάνει το κατατεθέν απ’αυτόν ότι η εταιρεία του έλεγξε όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα της λιβεριανής εταιρείας από τα οποία προέκυπτε ότι ο μοναδικός μέτοχος αυτής ήταν ο …………, ο οποίος και του είχε δείξει και τη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσώπευσης της λιβεριανής εταιρείας με τα πολωνικά ναυπηγεία. Αντιθέτως, πειστική κρίνεται η μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, ……….., που από το 1989 μέχρι τον Ιούνιο του 2001 ήταν οικονομικός σύμβουλος όλων των εταιρειών του ομίλου ……… και μέλος του προσωρινού Δ.Σ. της λιβεριανής εταιρείας, που διορίστηκε με την υπ’αριθμ.1189 /1999 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και είναι αυτός που πρότεινε στους αδερφούς ……………. να συστήσουν το 1992 την εισπρακτική εταιρεία και συμμετείχε στις συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων και του δικηγόρου, ……….., που ανέλαβε την ίδρυση και εγκατάσταση στην Ελλάδα της εισπρακτικής λιβεριανής εταιρείας, ο οποίος κατέθεσε εναργώς περί των αποκλειστικών συμβάσεων που συνήψε η ελληνική εταιρεία, περί του εισπρακτικού χαρακτήρα της λιβεριανής εταιρείας, περί της μη έκδοσης και μη διανομής των μετοχών αυτής προ του θανάτου του . ……………., περί της γνώσης της . ……………., της δομής, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της λειτουργίας των επίμαχων εταιρειών και περί του ότι τα χρήματα που κατατίθεντο και στους δύο λογαριασμούς με αριθμούς … και …. ήταν χρήματα που προέρχονταν από δραστηριότητες των κοινών εταιρειών της Ελληνικής και της λιβεριανής.
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο αποβιώσας, . …………….., με το από 27.1.1992 έγγραφο μεταβίβασης, απέκτησε από τον μοναδικό, κατά το καταστατικό της εναγομένης εταιρείας, εταίρο της, υπήκοο Λιβερίας, ……, κάθε δικαίωμα, τίτλο και συμφέρον, που απέρρεε από την εταιρεία, επί του ενός μεριδίου του εταιρικού κεφαλαίου, με δικαίωμα εκδόσεως του δηλωτικού των μετοχών πιστοποιητικού στο όνομα του ή στο όνομα των προσώπων που θα κατονόμαζε σύμφωνα με τον λιβεριανό νόμο, πλην όμως δεν έλαβε χώρα έκδοση των τίτλων των 100 μετοχών, που αντιστοιχούσαν στο κεφάλαιο της εταιρείας, μέχρι τον θάνατο του, αφού αυτές εκδόθηκαν, διανεμήθηκαν και παραδόθηκαν στους μετόχους, ήτοι αφενός στις ενάγουσες, κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας επί της εταιρικής του μερίδας εκ ποσοστού 50%, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, εφόσον ο θάνατος μετόχου, κατά το λιβεριανό δίκαιο, δεν αποτελεί λόγο λύσης της εταιρείας, όπως συνάγεται ιδίως από την υπ’αριθμ. …./2007 γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και αλλοδαπού δικαίου, που επικαλείται η ενάγουσα και προσκομίζει με τις παρούσες προτάσεις της και συναφώς, συνάγεται ότι μπορεί να συνεχιστεί με την συμμετοχή των κληρονόμων του, όπως συνέβη εν προκειμένω και αφετέρου, στον πρώτο εναγόμενο, ως εν τοις πράγμασι μέτοχο της εναγομένης εταιρείας, κατά το υπόλοιπο 50%, τον Μάρτιο 1997, βάσει της από 20.3.1997 επίμαχης απόφασης του δ.σ. αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση, ότι οι ενάγουσες, σύζυγος και θυγατέρα αντίστοιχα, του αποβιώσαντος . ……………., κατέστησαν μέτοχοι της λιβεριανής εταιρείας, κατά συνολικό ποσοστό 50%, που πραγματικά αντιστοιχούσε στην εταιρική συμμετοχή του κληρονομούμενου, κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων που διαλαμβάνονται στον ενδέκατο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), καθόσον ο κληρονομούμενος δεν απέκτησε την μετοχική ιδιότητα αναδρομικά μετά τον θάνατο του, όταν εκδόθηκαν οι τίτλοι των μετοχών, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των, ως άνω, διατάξεων του λιβεριανού δικαίου, δεδομένου ότι ο αποθανών δεν είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι δε επικαλούμενες εν λόγω διατάξεις του λιβεριανού νόμου περί εταιρειών για τις προϋποθέσεις κτήσης της κυριότητας των μετοχών από τον εγγεγραμμένο για την κάλυψη μετοχών εταιρείας, δεν αναιρούν την κτήση της μετοχικής ιδιότητας από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών, . ……………., με μεταβιβαστική δικαιοπραξία των δικαιωμάτων του ιδρυτικού μέλους της εναγομένης εταιρείας, η δε έκδοση των τίτλων έχει δηλωτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εναγουσών, που διατυπώνεται στο πέμπτο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου της έφεσης τους, ότι το ως άνω από 27.1.1992 έγγραφο μεταβίβασης του ιδρυτικού δικαιώματος της εναγομένης εταιρείας στον . ……………., αποτελεί δημόσιο έγγραφο με πλήρη απόδειξη και δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου του, παρά μόνο με την προσβολή του, ως πλαστό, κρίνεται απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα άρθρα 438, 439 και 440 ΚΠολΔ, τα δημόσια έγγραφα, ημεδαπά και αλλοδαπά, εφόσον έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο, που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιον του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, ενώ ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτά, την αλήθεια των οποίων ώφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, αποτελούν απόδειξη για όλους, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 394/2020). Από την επισκόπηση του εν λόγω εγγράφου σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεν προκύπτει αν το συντάξαν αυτό πρόσωπο και δη διπλωματικός υπάλληλος της Πρεσβείας της Δημοκρατίας της Λιβερίας στην Ουάσιγκτον ΗΠΑ, ήταν καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο πρόσωπο για την σύνταξη του και ασκούσε καθήκοντα δημόσιου λειτουργού, ήτοι αν θεωρείται δημόσιο έγγραφο στο τόπο που εκδόθηκε, δηλαδή κατά το λιβεριανό δίκαιο, ακόμα όμως και σε θετική περίπτωση, θα αποτελούσε πλήρη απόδειξη, μόνο ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο, που το συνέταξε ή ότι έγιναν ενώπιον του, όσον αφορά όμως την αλήθεια του περιεχομένου του σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος, που όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται ανταπόδειξη μετά από αξιολόγηση του λοιπού αποδεικτικού υλικού. Πολλώ μάλλον, δεν παρέχει πλήρη απόδειξη για το κρίσιμο ζήτημα, αν πράγματι ο αποκτών ήταν μοναδικός μέτοχος της εναγομένης εταιρείας, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι ενάγουσες. Επομένως, ορθά συνεκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να κριθεί ότι έχει δεσμευτική δύναμη και να επιφέρει, άνευ άλλου τινός, την απόρριψη του ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου για την εν τοις πράγμασι μετοχική του ιδιότητα, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι ενάγουσες, ο δε συναφής κρινόμενος πρόσθετος λόγος της έφεσης τους, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέες, κατ’ουσίαν, κρίνονται και οι αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης και τον έκτο πρόσθετο λόγο, αφενός περί εσφαλμένης μη υπαγωγής στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ελληνικού νόμου περί ανωνύμων εταιρειών, των γενομένων δεκτών περιστατικών για την κτήση της ιδιότητας του μετόχου της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας από τον κληρονομούμενο, καθόσον εφαρμοστέο για αυτό το ζήτημα είναι το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτής, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων της στον Πειραιά (άρθρο 1 ν.791/1978) και αφετέρου, περί ψευδούς ερμηνείας των διατάξεων του λιβεριανού δικαίου και εσφαλμένης υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, καθώς και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, όσον αφορά τον χαρακτήρα της εναγομένης εταιρείας ως εν τοις πράγμασιν (de facto) εταιρείας και την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ της ελληνικής εταιρείας …………… και της εναγομένης λιβεριανής, εφόσον ερείδονται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι έγιναν δεκτά τα ανωτέρω με την εκκαλουμένη απόφαση, ενώ αυτή δεν περιλαμβάνει τέτοιες παραδοχές, αλυσιτελώς δε διαλαμβάνονται στα μέρη υπό στοιχεία E b και e του έκτου πρόσθετου λόγου, τα περί ευθύνης μετόχων για χρέη της εταιρείας, που δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης και τα ισχύοντα στο δίκαιο των ΗΠΑ για την αντιπροσώπευση κεφαλαιουχικών εταιρειών.
Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, που δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και επικαλούμενα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις υπό επανάληψη συζητήσεις της αγωγής τους και με τις παρούσες προτάσεις, σχετικά έγγραφα, που συνεκτιμήθηκαν με το λοιπό αποδεικτικό υλικό, αυτές δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών τους περί εξαπάτησης τους, ενώ ο πρώτος εναγόμενος ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης του προβληθέντος, ως άνω, πραγματικού ισχυρισμού του και συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτη εναγομένους-εφεσιβλήτους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και συνεπώς, ο τέταρτος λόγος, κατά το πρώτο μέρος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και απόρριψης ως αναπόδεικτων των πραγματικών ισχυρισμών των εναγουσών, πιθανολόγησης του αποδεικτέου πραγματικού ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου και εσφαλμένης συναγωγής και εφαρμογής των δεδομένων κοινής πείρας και λογικής, καθώς και των έκτου, έβδομου, όγδοου, ένατου, δέκατου, δέκατου τρίτου, δέκατου τέταρτου και δέκατου πέμπτου, λόγων της έφεσης, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έλλειψη νόμιμης βάσης, ανεπαρκείς και πλημμελείς αιτιολογίες και μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του, επί των ζητημάτων με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και εκτίθεται σαφώς το αποδεικτικό πόρισμα, που εξήγαγε, ενώ δεν αποτελούν «πράγματα» τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των εναγουσών-εκκαλουσών, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα, όπως αβασίμως, μεταξύ άλλων, διαλαμβάνεται στους κρινόμενους λόγους.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, ούτε πρόσθετος, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, να απορριφθούν στο σύνολο της, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στις εκκαλούσες, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατά της υπ’αριθμ.239/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά.
Απορρίπτει αυτά κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από τις εκκαλούσες για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.
Επιβάλλει στις εκκαλούσες τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30.6.2020 και δημοσιεύθηκε επίσης στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Νοεμβρίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών, Δήμητρας Τσουτσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ