ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 713/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμ. ……../19-03-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………, σε συνδυασμό με την από 19/03/2018 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου δικογράφου της Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Αγ. Ιωάννη Ρέντη ……., Αρχ/κος και την από 19/03/2018 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (άρθρα 128 παρ. 1, 4 και 136 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).
Η υπό κρίση από 08-03-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./12-03-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./12-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./12-03-2018 και Ειδ. Αριθμ .Κατάθ. …./12-03-2018, κατά της με αριθμ. 4929/10-11-2017 οριστικής απόφασής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 22/12/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./22-12-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./22-12-2015 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 21-03-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα, ως εν μέρει ηττηθέντα διάδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στις 15-02-2018 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./15-02-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., σε συνδυασμό με την από 15/02/2018 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου δικογράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Αγ. Ιωάννη Ρέντη ………., Αρχ/κος και την από 15/02/2018 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12-03-2018. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά (βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22/12/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./22-12-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …../22-12-2015 αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ενάγων εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, την 01.02.2002, κατήρτισε με την εναγόμενη, η οποία διατηρεί επιχείρηση, με αντικείμενο το χονδρεμπόριο οπωρολαχανικών, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας προσελήφθη με την ειδικότητα του φορτοεκφορτωτή, ενώ από 01.08.2007, δυνάμει νεότερης συμφωνίας με την εναγομένη, απασχολείτο με την ειδικότητα του οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου (νταλίκας), ωφέλιμου φορτίου 5,5 τόνων, σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ε. των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων των πάσης φύσεως επιχειρήσεων και εργασιών όλης της χώρας. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο απασχολήθηκε νομίμως ως οδηγός στην επιχείρηση της εναγομένης, ως κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδήγησης φορτηγού κατηγορίας C, αλλά και νόμιμης άδειας διαμονής στη Χώρα, καθόσον τυγχάνει Αλβανός υπήκοος, εργαζόταν, κατ’ εντολήν της εργοδότριας, κάθε Κυριακή από τις 15.00 έως τις 11.00 της Δευτέρας και τις υπόλοιπες καθημερινές (από Τρίτη έως και Παρασκευή) με ωράριο από 00.00 έως 11.00, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη αμοιβή για την υπερεργασία και την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, δεδομένου ότι η εναγομένη του κατέβαλλε μηνιαίως, κατά το επίδικο διάστημα, από 01.01.2010 έως 31.07.2012, οπότε αποχώρησε από την εργασία του, το ποσό των 800,00 ευρώ, το οποίο υπολειπόταν ακόμη και των νόμιμων βασικών αποδοχών του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιορισμού (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ) του αιτήματος της αγωγής εν μέρει από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε, κυρίως με βάση την επικαλούμενη σύμβαση και επικουρικά, για την περίπτωση που αυτή για οιονδήποτε λόγο κριθεί μερικά ή ολικά άκυρη, με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις: Α. να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, σύμφωνα με τις επί μέρους διακρίσεις που διαλαμβάνονται στην αγωγή, για διαφορές δεδουλευμένων μισθών το ποσό των 8.918,60 ευρώ, για αμοιβή λόγω υπερεργασίας το ποσό των 6.019,67 ευρώ, για προσαύξηση νυχτερινής εργασίας το ποσό των 1.488,75 ευρώ και για επιδόματα αδείας των ετών 2010, 2011 και 2012 το ποσό των 2.818,05 ευρώ και Β. να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει για αποζημίωση λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης και δη για τις 10 ώρες εργασίας του εβδομαδιαίως πέραν του νομίμου χρόνου εβδομαδιαίας απασχόλησης, το ποσό των 18.325,52 ευρώ, για -προσαυξημένο- ημερομίσθιο για την εργασία του καθ’ ημέρα Κυριακής το ποσό των 11.629,92 ευρώ, για προσαύξηση ωρομισθίου για την υπερωριακή του απασχόληση καθ’ ημέρα Κυριακής το ποσό των 2.907,26 ευρώ και για προσαύξηση ωρομισθίου για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια της νύχτας της Κυριακής το ποσό των 1.453,41 ευρώ, για επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2010, 2011 και 2012 το ποσό των 7.599,50 ευρώ και για αποδοχές αδείας των ετών 2010, 2011 και 2012 το ποσό των 2.818,05 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από το χρόνο, που κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την απόλυσή του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής έως την εξόφληση.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4929/10-11-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 21-03-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), αφού έκρινε ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας, εν μέρει, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει σε αυτήν, όπως όφειλε, σε ποια κατηγορία από αυτές, που προβλέπονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του ΒΔ της 28-1/4-2-38 «περί κανονισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγού αυτοκινήτου» (A’, Β’ ή Γ’), ανήκει το φορτηγό αυτοκίνητο, το οποίο είχε αναλάβει με την επίδικη σύμβαση να οδηγεί, για να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει ποιος είναι ο νόμιμος προβλεπόμενος χρόνος ημερήσιας εργασίας και, κατ’ επέκταση, να είναι σε θέση να προσδιορίσει ποιες από τις εκτιθέμενες στην αγωγή ώρες εργασίας του ενάγοντος συνιστούν υπερεργασία και ποιες παράνομη / κατ’ εξαίρεση υπερωρία, ήτοι εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή ώρες εργασίας πέραν του συλλογικού ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι τη συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου των 48 ωρών εβδομαδιαίως υπερβαίνουν ή όχι, ανάλογα με την κατηγορία του οχήματος, το νόμιμο επιτρεπόμενο ημερήσιο χρόνο εργασίας, αλλά και κατά πόσον υφίσταται τέτοια υπέρβαση με την εργασία του ενάγοντος κατά τις Κυριακές, απέρριψε ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας τα αγωγικά κονδύλια της αμοιβής λόγω υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (κατά τις καθημερινές και Κυριακές), προσαύξησης λόγω νυχτερινής εργασίας τις Κυριακές, το οποίο υπολογίζεται βάσει του προσαυξημένου, λόγω υπερωρίας, ωρομισθίου, αλλά και τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας, τα οποία υπολογίζονται, αφού ληφθούν υπόψιν ως μέρος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος και η αναλογία της αμοιβής του λόγω υπερεργασίας και λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές, στην οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή της υπερωρίας κατά τις ημέρες αυτές. Ως προς την επικουρική δε βάση της αγωγής, με βάση την οποία ο ενάγων αναζητούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για την περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, κατά τα οποία η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία και τα οποία θα δαπανούσε αναγκαίως για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών από άλλο εργαζόμενο, που θα απασχολείτο με την ίδια ειδικότητα, η αγωγή κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι τυγχάνει, επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε παραδεκτή η αγωγή, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι τυγχάνει νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 651, 652, 653, 655 ΑΚ, των 8.900/1946 και 18.310/1946 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκαν με την 25.825/1951 όμοια απόφαση, 2 του Ν.435/1976, 10 παρ.1 του β.δ.748/1966 (για τις Κυριακές και τη νυχτερινή εργασία), των διατάξεων της Δ.Α. 11/2009 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κ.λ.π. αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της χώρας έτους 2009 (Π.Κ. Υπ. Απασχ. 5/27.5.2009), που κηρύχθηκε υποχρεωτική, από 25.07.2009, με την ΥΑ 22074/1783/3.7.2009 (ΦΕΚ Β 1431/17.7.2009) και της Δ.Α. 37/2010 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κ.λ.π. αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της χώρας (Π.Κ. Υπ. Απασχ. 24/7.10.2010), που κηρύχθηκε υποχρεωτική, από 07.10.2010, με την ΥΑ 11327/673/2011 (ΦΕΚ Β 1449/17.6.2011), ως προς την επικουρική δε βάση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, μόνον,όμως, αναφορικά με το κονδύλιο για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, καθώς οι προσαυξήσεις της νόμιμης αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και νυχτερινή εργασία οφείλονται ευθέως εκ του νόμου και των άρθρων 68, 70, 176 ΚΠολΔ. Εν συνεχεία, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη η υπό κρίση αγωγή και Α. υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για οφειλόμενους μισθούς, το ποσό των 2.067,37 € και για προσαύξηση ωρομισθίου λόγω νυχτερινής εργασίας το ποσό των 1.209,60 € και Β. αναγνωρίστηκε η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα για την οκτάωρη εργασία του τις Κυριακές το ποσό των 9.475,65€, νομιμότοκα ως ακολούθως: το υπόλοιπο δεδουλευμένων μισθών και τα ημερομίσθια (άνευ προσαύξησης) λόγω εργασίας του ενάγοντος τις Κυριακές από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, με την οποία το πρώτον ο ενάγων όχλησε την εναγομένη για τις αξιώσεις του αυτές, που ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για δε την προσαύξηση λόγω νυχτερινήςεργασίας και λόγω εργασίας του κατά τις Κυριακές από την πρώτη μέρα του επομένου εκάστου μηνός εντός του οποίου οφείλονται, έως την πλήρη εξόφληση, συμψήφισε δε τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, ενόψει της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών.Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία παραπονείται για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Σημειώνεται ότι ο λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς τ’ αναφερόμενα στο μεν πρώτο λόγο έφεσης κονδύλια των επιδομάτων εορτών, επιδόματος αδείας και αποδοχών αδείας απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, ο δε δεύτερος λόγος έφεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, αναφέρεται στην εσφαλμένη απόρριψη κονδυλίων της αγωγής ως αορίστων, λόγω μη αναφοράς της κατηγορίας του φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο οδηγούσε ο ενάγων. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεσή του, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα προσβαλλόμενα με την έφεσή του κεφάλαια, και να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η ως άνω αγωγή του, όπως αυτές παραδεκτά περιορίστηκε.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 ΒΔ της 28.1/4.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων”, τα” φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες Α, Β και Γ, από τις οποίες η κατηγορία Α` περιλαμβάνει “τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β’ υπάγονται τα φορτηγά αυτοκίνητα των εταιριών ηλεκτρισμού, ύδρευσης, φωταερίου και τηλεφώνων, τα εξυπηρετούντα έκτακτες ανάγκες του δικτύου αυτών και στην κατηγορία Γ’ υπάγονται τα φορτηγά αυτοκίνητα των λοιπών ανωνύμων εταιριών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως. Ως προς το ωράριο εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων της κατηγορίας Α`, η διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου β.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961 (ΦΕΚ Α` 224), ορίζει ότι η απασχόλησή τους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά εβδομάδα, ημερησίως δε τις 12 ώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η καθ` εαυτή οδήγηση, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, οι στάσεις, οι αναμονές, όλες οι σχετικές με την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου εργασίες και η πέρα των 4 ωρών αναμονή στο σταθμό αυτοκινήτων (πιάτσα), ενώ η οκτάωρη απασχόληση διακόπτεται επί μία ώρα. Με το εν λόγω ΒΔ καθορίζεται το επιτρεπόμενο όριο εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, στο οποίο περιλαμβάνεται τόσο η καθ` αυτό οδήγηση, όσο και η γνησία ετοιμότητα εργασίας, η αμοιβή της οποίας δεν διαφοροποιείται από εκείνη της πραγματικής απασχόλησης και γι` αυτό για το ορισμένο της σχετικής αγωγής δεν απαιτείται να καθορίζεται ο χρόνος που αντιστοιχεί σε καθεμία από αυτές (ΑΠ 141/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1412/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 67/2015 Δημ. Νόμος). Κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 2 του πιο πάνω β.δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ΄ κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνον καθ’ ο μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας. Κατά δε το άρθρο μόνο του Β.Δ/τος 882/1961 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 2 και 3 του Β.Δ/ τος της 28.1/4.2.1938” (ΦΕΚ Α 224), υπέρβαση του πιο πάνω ημερησίου ωραρίου επιτρέπεται ωσαύτως και λόγω συσσώρευσης εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ` ανώτατο όριο (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1412/2018 ό.π., ΑΠ 498/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 67/2015, ΑΠ 1561/2011), κατόπιν αδείας του οικείου Επιθεωρητή ή Επόπτη Εργασίας ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών της οικείας Αστυνομικής Αρχής [η προϋπόθεση αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 80 του Ν. 4114/2013] (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 435/1976 οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν των επιτρεπομένων για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διαρκείας της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τοιαύτης απασχολήσεως, η οποία είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, οι οποίοι παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεων τους εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/2030/1984 (ΦΕΚ Β` 81/1984), η εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1.1.1984 σε σαράντα (40) ώρες, για την απασχόληση δε πέραν του συμβατικού (συλλογικού) εβδομαδιαίου ωραρίου έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της υπ` αριθμ. 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11245/1982, δηλαδή με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, υπολογίζεται επί του καταβαλλομένου μισθού. Περαιτέρω με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/1984 ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες εβδομαδιαίως και με το άρθρο 6 της υπ` αριθμ. 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ` αριθμ. 19533/1985 ΥΑ καθιερώθηκε εβδομάδα των 5 εργασίμων ημερών για τους οδηγούς των φορτηγών αυτοκινήτων. Ειδικώς για τους εργαζομένους υπό το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες πέντε ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των σαράντα (40) και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών εργασίας εβδομαδιαίως. Επομένως, για τους εργαζομένους υπό το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας: α) η εργασία που παρέχεται πέραν του εβδομαδιαίου ωραρίου, το οποίο έχει καθορισθεί με ατομική συμφωνία ή με συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση για κάθε κατηγορία εργαζομένων, η οποία ανέρχεται γενικώς σε σαράντα (40) ώρες και μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτάτου επιτρεπομένου νομίμου ωραρίου των σαράντα πέντε (45) ωρών, ήτοι οι τεσσαρακοστή πρώτη (41η) έως τεσσαρακοστή πέμπτη (45η) ώρες την εβδομάδα αποτελούν υπερεργασία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25%, β) η εργασία που παρέχεται πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών, ήτοι οι τεσσαρακοστή έκτη (46η), τεσσαρακοστή εβδόμη (47η) και τεσσαρακοστή ογδόη (48η) ώρες αποτελούν ιδιόρρυθμη υπερωρία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25% (για την οποία δεν, απαιτείται άδεια της αρχής) και γ) η εργασία που παρέχεται πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών εβδομαδιαίως αποτελεί υπερωρία, η οποία, όταν είναι νόμιμη, αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν 435/1976, ήτοι οι εξήντα (60) πρώτες ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, οι επόμενες εξήντα (60) ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% (ΑΠ 804/2003 ΔΕΝ 2003, 1387). Για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση οφείλεται στο μισθωτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, το ποσό, που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ., αφού κατά το ποσό αυτό, το οποίο δεν δύναται να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή απασχόληση του απασχοληθέντος μισθωτού, καθώς και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του ωρομισθίου (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2004 ΕλλΔνη 47,147). Όμως, με τις διατάξεις των παρ. 1- 5 του άρθρου 4 Ν 2874/2000 “Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις” καταργήθηκε η υπερεργασία και ορίσθηκε ότι στις επιχειρήσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών εργασίας την εβδομάδα, ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχολήσεως του μισθωτού και ο μισθωτός αντιστοίχως υποχρεούται να παρέχει την εργασία του επί τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα (ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση). Από 1.4.2001 και εφεξής η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ. 1 του Νόμου αυτού θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες εγκρίσεως. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιορρύθμου υπερωριακής απασχολήσεως και νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως μέχρι τη συμπλήρωση των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 435/1976. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως του δικαιούται αποζημίωση ίση προς το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νομίμου υπερωρίας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 Ν 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν 3385/2005 και ισχύει από την 1.10.2005 με το εξής περιεχόμενο: “1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάζεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα. 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ. 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής ως κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%”. Από την τελευταία αυτή διάταξη (τόσο υπό την αρχική, όσο και υπό την ισχύουσα διατύπωση) σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής της “υπερεργασίας” ή της “ιδιορρύθμου υπερωριακής απασχολήσεως” και της παρανόμου υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Εξάλλου, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ή εβδόμη ημέρα υπό το σύστημα της πενθημέρου εργασίας, εφ` όσον δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερησίας απασχολήσεως, δεν αποτελεί υπερεργασία, δηλαδή δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των ωρών ιδιορρύθμου υπερωριακής απασχολήσεως ή υπερωριακής εργασίας (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 418/2004 ΕλλΔνη 47,146, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44,162, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44,163, ΑΠ 679/2001 ΔΕΝ 2002, 1628, ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 2000, 851, ΑΠ 882/1998 ΔΕΝ 2000, 378, ΑΠ 119/1997 ΔΕΝ 1998, 17), ενώ, δοθέντος ότι η υπερωρία κρίνεται όχι μόνο επί εβδομαδιαίας, αλλά και επί ημερησίας βάσεως, είναι δυνατόν η εν λόγω εργασία, αυτοτελώς λαμβανομένη για κάθε μία από τις υπόλοιπες δύο ημέρες της εβδομάδας (έκτη και έβδομη) να συνιστά υπερωρία, μόνο εάν υπερβαίνει για κάθε μία από αυτές το γενικό νόμιμο ωράριο εργασίας, ήτοι το οκτάωρο (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 414/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1153/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1317/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 679/2001 ΕλλΔνη 42,1590, ΑΠ 119/1997 ΕλλΔνη 38,1554). Σύμφωνα με το άρθρο μόνο της ΑΥ Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 “περί καταβολής ηυξημένου ημερομισθίου εις εργαζομένους κατά τας μη εργασίμους ημέρας” μισθωτός, ο οποίος απασχολείται κατά τις Κυριακές και τις εκ του νόμου καθιερούμενες ως μη εργασίμους ημέρες του έτους, δικαιούται το ημερομίσθιο αυτού, προσαυξημένο κατά 75% (του σχετικού υπολογισμού γενομένου πάντοτε επί των ελάχιστων ορίων των θεσπισμένων υποχρεωτικών μισθών και ημερομισθίων – ΑΥ Οικονομικών και Εργασίας 25825/1951, ΑΠ 659/2003 ΕλλΔνη 45,1640), ενώ η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 3755/1957 “Περί αυξήσεως αναδρομικώς των αποδοχών των μισθωτών, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν 3239/1955 και άλλων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κ.λπ.” (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν 435/1976) ορίζει, ως προς την προσαύξηση του 75% για παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, ότι αυτή οφείλεται ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας απασχολήσεως τους, δηλαδή ακόμη και αν η απασχόληση είναι παράνομη. Ενόψει των ανωτέρω, για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά την Κυριακή, η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το ωρομίσθιο της Κυριακής, το οποίο περιέχει την προσαύξηση του 75%. Εάν η υπερωριακή εργασία παρέχεται κατά τη διάρκεια της νύκτας, βάση του υπολογισμού της υπερωρίας είναι το ωρομίσθιο της Κυριακής, προσαυξημένο αρχικώς κατά 75% και ακολούθως κατά 25%, επί δε αυτού του διττώς προσαυξημένου ωρομισθίου υπολογίζεται η προσαύξηση λόγω υπερωρίας (ΑΠ Ολ 3 – 5/1999 ΕλλΔνη 40,273, ΑΠ 1371/2017 ό.π., ΑΠ 1349/2002 ΕλλΔνη 44,454, ΑΠ 10/2001 ΕλλΔνη 42,703, Αλ. Καρακατσάνης, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, δ` έκδ., 1992, σελ. 140). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010, η οποία ισχύει από 15-07-2010 (βλ. άρθρ. 76 Ν. 3863/2010), το ωρομίσθιο της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας μειώθηκε ως ακολούθως: α) για τις ώρες της υπερεργασίας (δηλ. από την 41η έως και την 45η ώρα εκάστης εβδομάδας επί πενθήμερης εβδομάδας εργασίας και συμβατικό ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως), η οφειλόμενη προσαύξηση ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, β) για τις ώρες της νόμιμης υπερωρίας μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως ανέρχεται σε ποσοστό 40% και για την πέραν των 120 ωρών ετησίως σε ποσοστό 60% και γ) για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας η δικαιούμενη αποζημίωση του εργαζομένου ορίζεται σε ποσοστό 80% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (ΑΠ 1317/2015 ό.π., ΑΠ 498/2016 ό.π., ΑΠ 615/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 338/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 804/2003 ΕλλΔνη 45.141, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44.163, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44.162, ΕφΠειρ 933/2003 ΕλλΔνη 45.544). Εξάλλου, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εκτός αν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ως άνω ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία), θα πρέπει ν’ αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, υπερωριακή εργασία κ.λπ., ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης (ΑΠ 1412/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 684/2017 ό.π., ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 498/2016 ό.π., ΑΠ 1317/2015 ό.π., ΑΠ 67/2015 ό.π., Α.Π. 53/2015, 441/2014, 526/2013, 1468/2012). ενώ δεν απαιτείται επί πλέον ειδικός προσδιορισμός καθ` ημέρα της υπερωριακής εργασίας του μισθωτού και συγκεκριμένα η αναγραφή των ημερομηνιών κατά τις οποίες ο μισθωτός απασχολήθηκε υπερωριακά (σχετ. ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 842/2003, ΑΠ 2168/2007 επί ζητήματος αοριστίας της αγωγής), ούτε απαιτείται η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της παρεχομένης υπερωριακής εργασίας και γενικότερα του χρόνου έναρξης και λήξης της ημερήσιας εργασίας ανά ημέρα απασχόλησης, διότι κρίσιμο είναι εάν η διάρκεια απασχόλησης του μισθωτού κατά την συγκεκριμένη περίοδο υπερέβη και για πόσες ώρες το νόμιμο ημερήσιο (ή το συμβατικό εβδομαδιαίο επί υπερεργασίας) ωράριο εργασίας των μισθωτών της κατηγορίας του ενάγοντος και όχι το πότε άρχισε και το πότε τελείωσε η εργασία του μισθωτού. Είναι δε καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών αυτών κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα (σχετ. ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 414/2017, ΑΠ 1977/2013, ΑΠ 2168/2007). Τα στοιχεία δε, που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε ο μισθωτός (ΑΠ 606/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2006). Με τον Κανονισμό δε 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες, που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ. Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου “τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους”. Απ’ όλα τα ανωτέρω συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτωςκατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες (ΑΠ 1412/2018 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1150/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 923/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 Δημ. Νόμος). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών.Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.16 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση, είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια”,για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε, εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές άδειας). Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται, όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 6 και 3 παρ.1 και 8 του ΑΝ 539/1945,όπως η παρ.8 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του Ν.4547/1966, που ορίζουν, ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται των συνήθων αποδοχών, τις οποίες θα λάμβανε αν απασχολούνταν και ότι οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται κατά την έναρξη της αδείας, αλλά και από το όλο πνεύμα των διατάξεων του νόμου αυτού,καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.16 Ν.4504/1966 που ορίζει ότι το επίδομα άδειας καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών άδειας, συνάγεται, ότι η λήψη αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας προϋποθέτει τη λήψη άδειας, αφού οι εν λόγω αποδοχές και το ανάλογο επίδομα άδειας δεν αποτελούν ανεξάρτητο και αυτοτελές δικαίωμα του μισθωτού, αλλά παρεπόμενο του κυρίου δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος λήψεως της άδειας. Επομένως, όταν για λόγους, που αφορούν τον εργαζόμενο, δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται και αποδοχές και επίδομα αδείας, αφού οι επιμέρους παροχές, που συνθέτουν την άδεια αναψυχής έχουν στενή και άμεση εξάρτηση, η δε σχετική αξίωση είναι ενιαία και αδιαίρετη (ΟλΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 1139/1974). Με το άρθρο δε 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 414/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 ό.π., ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος). Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών στις τακτικές αποδοχές κατά την έννοια αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας (ΑΠ 315/2017 ό.π., ΑΠ 313/2017 Δημ. Νόμος, AΠ 1688/2012). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, α) η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, β) η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και γ) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017 ό.π., ΑΠ 416/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1985/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 191/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 174/2018 αδημ., ΤριμΕφΠειρ 173/2018 αδημ.). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 415/2017 ό.π.). Επίσης, δεν συμπεριλαμβάνεται σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας (ΑΠ 414/2017 ό.π., ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τοιαύτης απασχόλησης, η οποία είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, οι οποίοι παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δηλαδή εργασία, που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διάταξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 ν.δ. 515/1970, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία (ανερχομένων στο ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ.) και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους (ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1317/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 εδ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά. που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, όταν ασκείται αγωγή από οδηγό αυτοκινήτου για αξιώσεις, από δεδουλευμένους μισθούς και επιδόματα, με βάση τις νόμιμες αποδοχές, που πηγάζουν από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της το είδος του αυτοκινήτου, στο οποίο εργάστηκε ο ενάγων (φορτηγό, λεωφορείο κλπ) και αν πρόκειται για φορτηγό αυτοκίνητο, να αναφέρεται σε ποια κατηγορία από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 1 παρ.1 του ΒΔ της 28-1/4-2-38 «περί κανονισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγού αυτοκινήτου» ανήκει το πιο πάνω αυτοκίνητο, (Α΄, Β΄ ή Γ΄), για να μπορεί έτσι το δικαστήριο να κρίνει, για τις εφαρμοστέες ως προς το ύψος των νομίμων αποδοχών διατάξεις (νόμου, Σ.Σ.Ε, Δ.Α) και αν με βάση τις νόμιμες αποδοχές του, το ωράριο εργασίας του κ.λ.π. είναι νόμιμη η αγωγή ως προς τις περιεχόμενες σε αυτήν αξιώσεις (ΑΠ 1156/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 53/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη, κατ’αρ. 216 παρ. 1αΚΠολΔ,, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλα οφειλόμενα από τον εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως δώρα επιδόματα κλπ. είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 1412/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π.1413/2009).Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη δέχθηκε ότι «…Περαιτέρω, η γενόμενη σύμβαση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, που δεν είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας ή που είναι εφοδιασμένος αλλά παρέλειψε να το θεωρήσει, είναι άκυρη, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, η ακυρότητα δε αυτή, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη… Ο απασχολούμενος μισθωτός με τέτοια σχέση εργασίας έχει αξίωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, την εργασία του Σαββάτου, υπό το καθεστώς της πενθήμερης εργασίας, και την υπερωριακή απασχόληση, ενώ δικαιούται ευθέως εκ του νόμου τα επιδόματα εορτών και αδείας, τις αποδοχές αδείας και τις προσαυξήσεις 75%, 25% και 50% για την παροχή της εργασίας τους τις Κυριακές, τη νύχτα και την ιδιόρρυθμη υπερωριακή του απασχόληση … Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της παροχής εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τα απαιτούμενα, κατά νόμο, για τη συγκεκριμένη εργασία τυπικά προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου εργοδότη εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ., τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο, για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 του Κ.Πολ.Δ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από την σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση εργασίας κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ένστασιν του εναγόμενου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ., η οποία απαιτεί την σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εργαζόμενο του λόγου ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως …», με αποτέλεσμα να απορρίψει τα 6ο, 7ο και 8ο κονδύλια της κύριας βάσης της αγωγής του για τα επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχών αδείας. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, με την εκκαλουμένη, απορρίφθηκαν τα αγωγικά κονδύλια για τα επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχών αδείας ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, λόγω μη αναφοράς της κατηγορίας του φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο οδηγούσε ο ενάγων. Σημειώνεται ότι ο λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς τ’ αναφερόμενα στο πρώτο λόγο έφεσης κονδύλια των επιδομάτων εορτών, επιδόματος αδείας και αποδοχών αδείας απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, Άλλωστε, ενόψει του ότι η αοριστία της αγωγής ερευνάται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο των ως άνω αγωγικών κονδυλίων στοιχεία, όσον αφορά στην κατηγορία του Ι.Χ.Φ., που οδηγούσε ο ενάγων, όπως αναφέρεται ειδικότερα κατωτέρω επί του δευτέρου λόγου εφέσεως. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως αόριστα τ’ αγωγικά κονδύλια της αμοιβής λόγω υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (κατά τις καθημερινές και Κυριακές), προσαύξησης λόγω νυχτερινής εργασίας τις Κυριακές, αλλά και τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή πάσχειαοριστίας, εν μέρει, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει σε αυτήν, όπως όφειλε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε ποια κατηγορία από αυτές, που προβλέπονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του ΒΔ της 28-1/4-2-38 «περί κανονισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγού αυτοκινήτου» (A’, Β’ ή Γ’), ανήκει το φορτηγό αυτοκίνητο, το οποίο είχε αναλάβει με την επίδικη σύμβαση να οδηγεί, για να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει ποιος είναι ο νόμιμος προβλεπόμενος χρόνος ημερήσιας εργασίας και κατ’ επέκταση να είναι σε θέση να προσδιορίσει ποιες από τις εκτιθέμενες στην αγωγή ώρες εργασίας του ενάγοντος συνιστούν υπερεργασία και ποιες παράνομη / κατ’ εξαίρεση υπερωρία, ήτοι εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή ώρες εργασίας, πέραν του συλλογικού ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι τη συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου εβδομαδιαίως, υπερβαίνουν ή όχι, ανάλογα με την κατηγορία του οχήματος το νόμιμο επιτρεπόμενο ημερήσιο χρόνο εργασίας, αλλά και κατά πόσον υφίσταται τέτοια υπέρβαση με την εργασία του ενάγοντος κατά τις Κυριακές. Σημειώνεται, ότι, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, εν προκειμένω, η μνεία στην αγωγή ότι ο ενάγων είναι κάτοχος άδειας επαγγελματικής αδείας οδήγησης φορτηγού κατηγορίας Cαφορά στις κατηγορίες αδειών οδήγησης φορτηγών, που διακρίνονται ανάλογα με τη μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα, το βάρος και άλλα κατασκευαστικά αυτών στοιχεία και δεν συναρτάται με τις ως άνω κατηγορίες του Β.Δ. της 28-1/4-2-38, στις οποίες κατατάσσονται τα φορτηγά οχήματα ανάλογα με τη χρήση τους. Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής αφορά στη σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την ιστορική βάση της και στηρίζουν το αίτημα της, και δεν εξαρτάται (η αοριστία) από την απόδειξη ως και ουσιαστικά βάσιμων των αγωγικών ισχυρισμών, που αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας (Εφ. Λαρ. 166/2012 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως και απέρριψε ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας τα αγωγικά κονδύλια της αμοιβής λόγω υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (κατά τις καθημερινές και Κυριακές), προσαύξησης λόγω νυχτερινής εργασίας τις Κυριακές, το οποίο υπολογίζεται βάσει του προσαυξημένου, λόγω υπερωρίας, ωρομισθίου, αλλά και τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών αδείας, τα οποία υπολογίζονται, αφού ληφθούν υπόψιν ως μέρος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος και η αναλογία της αμοιβής του λόγω υπερεργασίας και λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές, στην οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή της υπερωρίας κατά τις ημέρες αυτές, δεν αξίωσε για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος και, συνεπώς, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς δεν αναφέρονται όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση των ως άνω αξιώσεων του ενάγοντος και, ειδικότερα, διότι δεν αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που θεμελιώνουν τις αξιώσεις του αυτές, απορριπτομένου ως αβασίμου και του σχετικού δεύτερου λόγου της εφέσεως.
Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 08-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./12-03-2018 και Ειδ. Αριθμ .Κατάθ. …./12-03-2018 έφεση, κατά της με αριθμ. 4929/10-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Επίσης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εφεσίβλητη, πρέπει να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του εκκαλούντος, διότι η εφεσίβλητη, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υπεβλήθη σε δικαστικά έξοδα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 08-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/12-03-2018 και Ειδ. Αριθμ .Κατάθ. …./.12-03-2018 έφεση κατά της με αριθμ. 4929/10-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 30/11/2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ