ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
714/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 22.5.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 κλήση των εκκαλούντων, η από 24.4.2019 έφεση των τελευταίων, η συζήτηση της οποίας δεν έλαβε χώρα κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 24.5.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.
II. Η από 24.4.2019 έφεση των ηττηθέντων εναγόντων, η οποία στρέφεται κατά της οριστικής απόφασης 1922/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της μη οριστικής απόφασης 374/2013 του ίδιου δικαστηρίου, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με τις οποίες απορρίφθηκε η από 9.10.2009 αγωγή των τελευταίων (με την πρώτη απόφαση απορρίφθηκαν τα δύο κύρια αιτήματά της και με τη δεύτερη το τρίτο), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της [(η τελευταία δημοσιεύτηκε στις 28.4.2017 και η έφεση ασκήθηκε, με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 25.4.2019) (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η §2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015)]. Επιπλέον, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Σημειωτέον ότι ορθά πλήττεται και η μη οριστική απόφαση 374/2013 του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι με αυτήν απορρίφθηκαν τα δύο κύρια αιτήματά της αγωγής και, για να εξαφανιστεί, η έφεση πρέπει να στρέφεται ρητά εναντίον της (Α.Π. 358/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 390/2004 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 1656).
ΙΙΙ. Με την από 9.10.2009 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες, ……… ιστορούσαν ότι είχαν την κυριότητα των ειδικά αναφερόμενων μελλοντικών οριζόντιων ιδιοκτησιών (μεζονετών), επί ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στην οδό ………….., στον Πειραιά. Ότι ανέθεσαν στον εναγόμενο – πολιτικό μηχανικό, το έργο της εκπόνησης των σχεδίων, μελετών και έκδοσης της σχετικής οικοδομικής άδειας, στη συνέχεια δε, την εκτέλεση και επίβλεψη όλων των οικοδομικών εργασιών για την ανέγερση των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ότι μέχρι τον Ιούλιο του 2006 κατέβαλαν σ’ εκείνον, είτε στα υποδεικνυόμενα από αυτόν πρόσωπα, το ποσό των 200.000 ευρώ, έχοντας εξοφλήσει όλες τις δαπάνες για εργασίες, καθώς και την αμοιβή του για το ως άνω έργο, μέχρι και το στάδιο της τοιχοποιίας της οικοδομής. Ότι το μήνα αυτό, ο εναγόμενος ζήτησε και έλαβε παράνομα από την πολεοδομία Πειραιά την επ’ αόριστον αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας της ως άνω οικοδομής, δηλώνοντας ψευδώς ότι έχει ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισμός της, σύμφωνα μ’ αυτήν (οικοδομική άδεια), ενώ προσκόμισε προς τούτο και αίτηση, στην οποία είχε πλαστογραφήσει τις υπογραφές τους. Ότι, τον ίδιο μήνα, πληροφορήθηκαν, από τον μηχανολόγο της (οικοδομής), πως υπήρχε ελλιπής εφαρμογή του αρμού της. Ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου, πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, απευθύνθηκαν στο Τ.Ε.Ε. και σε ιδιώτες μηχανικούς, από τις τεχνικές εκθέσεις των οποίων επισημάνθηκαν, πέραν των λοιπών παρεκκλίσεων (κλείσιμο ημιυπαίθριων χώρων, υπέρβαση του ύψους του κτιρίου, κατασκευή εξωστών και επέκταση του υπογείου, καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας) και καθοριστικές παραβάσεις των τεχνικών κανόνων, που αφορούσαν στη στατικότητα και τη θεμελίωση του κτιρίου (οι πλευρικοί αντισεισμικοί αρμοί είχαν μικρότερο πλάτος, δεν είχε γίνει θεμελίωση με πεδιλοδοκούς αλλά γενική κοιτόστρωση, δεν είχαν κατασκευαστεί οι δοκοί Δ3.1 και Δ7.2, οι δε πλάκες των ορόφων είχαν μεγαλύτερο πάχος από το προβλεπόμενο). Ότι προέκυψε πως δεν ικανοποιούνταν ο έλεγχος επάρκειας των τοιχωμάτων και του αντισεισμικού αρμού και δεν υπήρχε στατική επάρκεια στη θεμελίωση του κτιρίου, ώστε να πρέπει να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνο και κατεδαφιστέο. Ότι, κατόπιν αιτήσεώς τους στην πολεοδομία, η τελευταία, ύστερα από αυτοψία που διενήργησε στην οικοδομή, επέβαλε σ’ αυτούς πρόστιμο ανέγερσής της 135.732,50 ευρώ και πρόστιμο διατήρησης αυτής, ποσού 67.866,25 ευρώ. Ότι, λόγω των ανωτέρω ελαττωμάτων και ελλείψεων συνομολογηθησών ιδιοτήτων, του ζήτησαν, αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, επειδή η αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγόμενου συνιστούσε και αδικοπραξία. Ότι η αρμόδια πολεοδομία, σε συνεργασία με τον τελευταίο, παράλειψε να ασκήσει τις προβλεπόμενες από το νόμο ενέργειες, με αποτέλεσμα η οικοδομή να είναι επικίνδυνη, τόσο για τους μελλοντικούς κατοίκους της, όσο και για τις όμορες ιδιοκτησίες, γεγονός το οποίο γνώριζε ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματός του, όσο και της επίβλεψης του έργου, το οποίο κατασκεύασε με τις αναφερόμενες ελλείψεις, κακοτεχνίες και αυθαιρεσίες, έστω και αν ήλπιζε ότι θα αποφευχθεί το αποτέλεσμα της παράνομης πράξης του. Ότι εν γνώσει του δεν εφάρμοσε τις μελέτες της οικοδομικής άδειας, σύμφωνα με τους ενδεδειγμένους τεχνικούς κανόνες, ούτε όμως, τις τροποποίησε, σε περίπτωση που απαιτούνταν αλλαγή τους, ενημερώνοντας και το φάκελο της άδειας στην αρμόδια πολεοδομία, με αποτέλεσμα η οικοδομή να πρέπει να κατεδαφιστεί. Ότι ο εναγόμενος τους παρέστησε ψευδώς πως χρειάζεται να τοποθετηθούν στην οικοδομή 283 κ.μ. μπετόν, ενώ τοποθετήθηκαν 360 κ.μ., τους παρέδωσε τιμολόγια για 415 κ.μ., ήτοι διαφορά 132 κ.μ. (Χ 200 ευρώ το κ.μ.), με αποτέλεσμα να του καταβάλουν επιπλέον χρήματα 26.400 ευρώ. Ότι, λόγω της μη τέλεσης της θεμελίωσης της οικοδομής, σύμφωνα με την άδεια, του κατέβαλαν, για ημερομίσθια εργατών, το επιπλέον ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο τελικά δεν απέδωσε στους τελευταίους. Ότι, λόγω της μη ολοκλήρωσης της κατασκευής της οικοδομής στο τέλος του 2007, όπως είχε συμφωνηθεί, δεν μπόρεσαν να μισθώσουν τις μεζονέτες τους και απώλεσαν μισθώματα 22 μηνών (μέχρι την άσκηση της αγωγής), ποσού 900 ευρώ το μήνα ο πρώτος, 700 ευρώ ο δεύτερος και 1.100 ευρώ η τρίτη. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν, ύστερα από μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλλει α) από το ποσό των 200.000 ευρώ περίπου, που του έχουν ήδη καταβάλει, αυτό των 182.000 ευρώ (60.666 ευρώ στον καθένα), το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος της οικοδομής, στο κατασκευαστικό στάδιο που αυτή βρισκόταν, κατά το χρόνο της κατασκευής της, μαζί με το εργολαβικό κέρδος, το οποίο ανέρχεται στο 38% του κόστους της (480.000 ευρώ), καθώς και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να τους καταβάλει, β) 95.000 ευρώ (από 31.666,66 ευρώ στον καθένα), που απαιτείται για την κατεδάφιση της οικοδομής, γ) από ποσό 18.200 ευρώ στον καθένα, ως το επιπλέον κόστος κατασκευής εκ νέου της οικοδομής, στο στάδιο το οποίο βρίσκεται, σύμφωνα με τις νέες τιμές κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (236.000 ευρώ το συνολικό κόστος – 182.000 ευρώ, που έχουν ήδη ζητήσει), δ) ποσό 19.800 ευρώ στον πρώτο, 15.400 ευρώ στο δεύτερο και 24.200 ευρώ στην τρίτη, ως διαφυγόντα κέρδη λόγω της απώλειας μισθωμάτων, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των κατοικιών τους, ε) ποσό των 12.000 ευρώ, ως έξοδα και δαπάνες, που έχουν προβεί προς πολιτικούς μηχανικούς, το Τ.Ε.Ε., δικηγόρους, έξοδα κίνησης και παράστασης, λόγω της αδικοπραξίας του εναγόμενου, στ) από 67.866,25 ευρώ στον καθένα (συνολικά 203.598,75 ευρώ), που καλούνται να καταβάλλουν στην Πολεοδομία, ως πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης της οικοδομής, λόγω των παραβάσεών του εναγόμενου και ζ) από 79.986,67 ευρώ στον καθένα (εκτός του ποσού των 13,33 ευρώ, που έχει ήδη ζητήσει έκαστος από τα ποινικά δικαστήρια), ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη μη οριστική του απόφαση 374/2013, απέρριψε ως μη νόμιμο, τόσο το αίτημα για την καταβολή αποζημίωσης, κατ’ άρθρο 690 Α.Κ., όσο και αυτό, από τη σωρευόμενη βάση περί αδικοπραξίας. Αντίθετα, έκρινε νόμιμο το αίτημα της αγωγής, για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της αδικοπραξίας του εναγόμενου από την επικαλούμενη πλαστογραφία της αίτησής τους προς την Πολεοδομία Πειραιά και την ψευδή δήλωσή του προς την τελευταία, ως στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 του Α.Κ., 216 §1, 46 §1 εδ. α´, 242 §1 και 259 του Π.Κ., ανέβαλε δε την έκδοση της οριστικής του απόφασης, κατ’ άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δ., μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ποινικής δικογραφίας, που εκκρεμούσε. Ακολούθως, με την οριστική του απόφαση 1911/2017 απέρριψε και το τελευταίο αίτημα της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες για τους διαλαμβανόμενους στην έφεσή τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση των ως άνω αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (οριστικής και μη οριστικής), ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της. Σημειωτέον ότι είχε καταβληθεί το σχετικό τέλος δικαστικού ενσήμου με τις σχετικές προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, όπως προκύπτει από το ….. σειράς VI διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ´ Πειραιά, την απόδειξη …../10.2.2011 του Ε.Τ.Α.Α. και το γραμμάτιο είσπραξης ……/2011 της Ε.Τ.Ε. υπέρ του Τ.Ν. Ωστόσο, το υπό στοιχείο Δ´ αίτημα για την επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την απώλεια μισθωμάτων, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των κατοικιών των εναγόντων, έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο, αφού από τη διάταξη του 298 Α.Κ., τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς επίσης οι ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που λήφθηκαν, έπρεπε, κατά το άρθρο 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 του Α.Κ, ούτε του κέρδους που φέρεται συνολικά ως διαφυγόν, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, όπως της επιφάνειας των διαμερισμάτων, της τυχόν προνομιακής ή όχι θέσης τους στην πόλη, ώστε να καθίσταται ευχερής η πρόσβαση του μισθωτή στις διοικητικές υπηρεσίες ή στο εμπορικό της κέντρο, αλλά και των συνθηκών της μίσθωσης κατοικίας που επικρατούν στην ίδια πόλη (Ολ.Α.Π. 20/1992 Νο.Β. 1993, σελ. 85, Α.Π. 1468/2017, Α.Π. 935/2014 και Α.Π. 697/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), περιστατικά τα οποία δεν εκτίθενται στην προκείμενη περίπτωση για το ορισμένο της από 9.10.2009 αγωγής. Τέλος, αόριστο είναι και το υπό στοιχείο Ε´ αίτημα της τελευταίας, περί καταβολής ποσού 12.000 ευρώ, σχετικά με έξοδα και δαπάνες, που οι ενάγοντες έχουν προβεί προς πολιτικούς μηχανικούς, το Τ.Ε.Ε., δικηγόρους, έξοδα κίνησης και παράστασης, αφού δεν προσδιορίζονται ειδικότερα ποια ποσά καταβλήθηκαν σε ποιους, ούτε για ποια αιτία (Α.Π. 1495/2009 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, ως προς τα αιτούμενα αυτά κονδύλια, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει το Δικαστήριο τούτο αυτεπάγγελτα (Α.Π. 1210/1995 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 1782), αφού κάνει δεκτή την έφεση, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση 374/2013, να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή ως προς τα αιτήματά της αυτά και να τα απορρίψει ως αόριστα, χωρίς να καθίσταται επιβλαβέστερη η θέση του ενάγοντος – εκκαλούντος (όταν η πρωτοδίκως απορριφθείσα ως νόμω αβάσιμη αγωγή του απορρίπτεται κατ’ έφεση ως απαράδεκτη), απαιτείται όμως προηγουμένως εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ., λόγω της δημιουργίας διαφορετικού δεδικασμένου, καθόσον στην περίπτωση αυτή επέρχεται αλλαγή του διατακτικού (Α.Π. 134/2008, Α.Π. 1913/2007, Α.Π. 1914/2007, Α.Π. 1915/2007, Εφ.Αθ. 1716/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ´ 2009, παρ. 855, σελ. 346 – 347). Σημειωτέον ότι τα λοιπά αιτήματα ήταν ορισμένα, αφού για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο εργοδότης από τις ελλείψεις του έργου, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το κόστος για την αγορά των επιμέρους υλικών κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπή, η αξία των ημερομισθίων εργασίας κ.λπ., αφού τα μεγέθη αυτά ανάγονται στην απόδειξη του ύψους της ζημίας (Α.Π. 1399/2019 και Α.Π. 345/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 του Α.Κ., που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου, ανάλογα με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέστηκε από αυτόν, προκύπτει, ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται, είτε σε ουσιώδη, είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχώρησης ή μείωσης της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαίτια στις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση να κατασκευάσει έργο, που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα (Α.Π. 935/2019 και Α.Π. 203/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η αποζημίωση περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία. Την απαιτούμενη για την ευθύνη του εναγόμενου εργολάβου προς αποζημίωση, εξαιτίας ελλείψεων του εκτελεσθέντος έργου, από υπαιτιότητά του, δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ενάγων εργοδότης, αλλά να αποκρούσει ο εναγόμενος εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητάς του, προς απαλλαγή του από την υποχρέωση αποζημίωσης (Α.Π. 203/2019 ό.π., Α.Π. 1281/2018 και Α.Π. 985/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 687, 689 και 690 του Α.Κ. προκύπτει ότι εάν, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, προβλέπεται ορισμένως ελαττωματική κατασκευή του, από υπαιτιότητα του εργολάβου ή των προστηθέντων από αυτών, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η άρση του ελαττώματος ή η διόρθωση των ελλείψεων, τότε ο εργοδότης έχει τις αξιώσεις από τα άρθρα 689 και 690 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτή της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη από την ελαττωματική κατασκευή μέρους του έργου, χωρίς να αναμείνει την περάτωσή του (έργου). Τούτο, διότι και η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται μ’ εκείνη του έργου, που περατώθηκε, αφού εκ των πραγμάτων η περάτωση αυτού, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (αποκλείοντας την ύπαρξη ελαττωμάτων), κατέστη αδύνατη (Α.Π. 1182/1987, Τριμ.Εφ.Αθ. 577/2018, Μον.Εφ.Αθ. 6002/2018, Τριμ.Εφ.Λαρ. 162/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Θεσ. 2385/2010 Αρμ. 2011, σελ. 1136, Εφ.Αθ. 2554/2004 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 278, Εφ.Αθ. 6533/96 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 194, Ι. Δεληγιάννης – Π. Κορνηλάκης Ειδικό Ενοχικό, Σύμβαση Έργου, έκδοση 1992, τόμος ΙΙ, παρ. 248, σελ. 228 επ. και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ. κατ’ άρθρο, Τόμος Γ, Ημίτομος Β, Αθήνα 2005, άρθρο 687 αρ. 12). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ. προκύπτει ότι επί καταστροφής πράγματος, λόγω αδικοπραξίας, η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει την διαφορά της εμπορικής αξίας του πράγματος, μεταξύ των χρονικών σημείων πριν από την αδικοπραξία και μετά την αδικοπραξία, που τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με αυτήν, είναι αδιάφορο δε εάν η καταστροφή είναι ολική ή μερική. Επομένως, η αγωγή με την οποία ζητείται πλήρης η εμπορική αξία, λόγω ολικής καταστροφής, περιλαμβάνει και την ελάσσονα αυτής μερική καταστροφή, το δε δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει μερικώς την απαίτηση, χωρίς από αυτό να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής (Α.Π. 1273/2017 και Α.Π. 493/2015, αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή τους, η οποία στηριζόταν στο άρθρο 690 του Α.Κ., ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία πως δεν επικαλούνταν ότι το έργο παραδόθηκε ή προσφέρθηκε προς παράδοση και, κατά συνέπεια, έπρεπε να τάξουν στον εφεσίβλητο προθεσμία, κατ’ άρθρο 687 Α.Κ., διότι προβλεπόταν ελαττωματική κατασκευή του έργου με υπαιτιότητα του εργολάβου, κατά τρόπο, ώστε να αποκλείεται η άρση του ελαττώματος ή η διόρθωση των ελλείψεων. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, όταν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, προβλέπεται ελαττωματική κατασκευή τούτου από υπαιτιότητα του εργολάβου ή των προστηθέντων από αυτόν, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η άρση του ελαττώματος ή η διόρθωση των ελλείψεων, τότε ο εργοδότης έχει τις αξιώσεις από τα άρθρα 689 και 690 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτή της αποκατάστασης της ζημίας, που υπέστη από την ελαττωματική κατασκευή μέρους του έργου, χωρίς να αναμείνει την περάτωσή του (έργου). Και τούτο, διότι και η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται μ’ εκείνη του έργου, που περατώθηκε, αφού εκ των πραγμάτων η περάτωση αυτού, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (αποκλείοντας την ύπαρξη ελαττωμάτων), κατέστη αδύνατη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε τη βάση της αγωγής από τη σύμβαση έργου μεταξύ των διαδίκων, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης ως και κατ’ ουσία βάσιμος, να εξαφανιστεί η απόφαση 374/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί η από 9.10.2009 αγωγή ως προς τη βάση της αυτή.
VΙ. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη σωρευόμενη βάση της αγωγής τους, η οποία στηριζόταν στην ευθύνη του εφεσίβλητου από την αδικοπραξία του, αφού η συμπεριφορά του, εκτός από παράνομη, ήταν και αντίθετη με τα χρηστά ήθη (919 του Α.Κ.). Και τούτο, αφού τους προκάλεσε οικονομική ζημία, διότι η οικοδομή που θα κατασκευαζόταν, θα ήταν επικίνδυνη, τόσο για τους μελλοντικούς κατοίκους της, όσο και για τις όμορες ιδιοκτησίες, γεγονός το οποίο γνώριζε ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματός του, όσο και της επίβλεψης του έργου, το οποίο κατασκεύασε με τις αναφερόμενες ελλείψεις, κακοτεχνίες και αυθαιρεσίες, έστω και αν ήλπιζε ότι θα αποφευχθεί το αποτέλεσμα της παράνομης πράξης του, εν γνώσει του δε, δεν εφάρμοσε τις μελέτες της οικοδομικής άδειας, σύμφωνα με τους ενδεδειγμένους τεχνικούς κανόνες. Ότι επιπλέον, η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την αγωγή τους, συνιστά αδικοπραξία, επειδή ο τελευταίος παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 6 του π.δ/τος της 13/22.4.1929 (μη άρση του κινδύνου από την ανέγερση επικίνδυνης οικοδομής), 286 Π.Κ. (παραβίαση κανόνων οικοδομικής) και 17 §8 του ν. 1337/1983 (κατασκευές που δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις μελέτες). Ο λόγος αυτός της έφεσης, ως προς το πρώτο σκέλος του (παράβαση άρθρου 919 Α.Κ.) είναι απορριπτέος, διότι στην αγωγή δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος, είχε την πρόθεση, έστω και με ενδεχόμενο δόλο, επαγωγής ζημίας σε βάρος των εναγόντων εκπληρώνοντας πλημμελώς τα καθήκοντά του από τη μεταξύ τους σύμβαση έργου, κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ad hoc Α.Π. 837/2019, σχετ. Α.Π. 1377/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ad hoc Εφ.Αθ. 10642/1995 Ε.Εμπ.Δ. 1996, σελ. 768 και Γ. Γεωργιάδης σε Σ.Ε.Α.Κ. τόμος Ι, άρθρο 919, αρ. 32, σελ. 1858). Για το ίδιο λόγο, μη νόμιμος είναι ο λόγος της έφεσης, όσον αφορά στην παράβαση της διάταξης του άρθρου 6 του π.δ/τος της 13/22.4.1929. Αντίθετα, η, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 17 §8 του ν. 1337/1983 και 286 του Π.Κ. (περί αυθαιρέτων κτισμάτων και παραβίασης κανόνων οικοδομικής αντίστοιχα), από τον εναγόμενο συνιστά αδικοπραξία αυτού. Σημειωτέον ότι για την περίπτωση της τελευταίας αυτής διάταξης, ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία των ανθρώπων δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεσος και επικείμενος, γιατί αρκεί να προκύψει και από τη μέλλουσα χρησιμοποίηση του κατασκευάσματος, σύμφωνα με τον προορισμό του (Α.Π. 140/2012 Ποιν.Δ/νη 2012, σελ. 204 και Α.Π. 658/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), στην έννοια δε του κινδύνου αυτού νοείται η κατάσταση, που με τις συντρέχουσες περιστάσεις της, εγκλείει σοβαρή πιθανότητα μελλοντικής πρόκλησης θανάτου ή βλάβης της υγείας ανθρώπου, χωρίς να είναι απαραίτητο να πραγματωθεί και το τελικό αυτό αποτέλεσμά της (Α.Π. 1634/2009 Αρμ. 2009, σελ. 1569). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς τη σωρευόμενη βάση της αδικοπραξίας, που στηριζόταν στις τελευταίες αυτές διατάξεις, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, αφού γίνει δεκτός, κατά το σκέλος αυτό, ο δεύτερος λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος, να εξαφανιστεί η απόφαση 374/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί η από 9.10.2009 αγωγή ως προς την σωρευόμενη βάση της αδικοπραξίας.
VΙΙ. Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του, σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο, ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)], που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω, αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνο ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες, μη ποινικές, διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα 321 επ. Κ.Πολ.Δ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνο εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνο όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση και, κατ’ επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθόσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ’ όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία, κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθόσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα, το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ. “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές], διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι” και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας, που έλαβε, ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ’ άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνο όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε, δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, είναι ενδεχόμενο, ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δ., και να την δεχθεί κατ’ ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποίθησης του κάθε δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποίθησης για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο, σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι, στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογή της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επιπλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834, που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε, για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως, απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ’ ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση” και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ’ αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθόσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ρουμανίας της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής 124/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …../06), Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής …../2009), Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …./2007), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …./09 και …./11), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Νορβηγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./97), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής …./2012), Ε.Δ.Δ.Α.Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής ……./00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α.Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής ……/00) και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ελλάδας της 27.9.2007 (αριθ. προσφυγής …../04), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Ελλάδας της 25.9.2008 (αριθ. προσφυγής …./06), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθ. προσφυγής …/06), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Κροατίας της 27.9.2011 (αριθ. προσφυγής …./07), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας, Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Τουρκίας). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται, όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Γερμανίας). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (Ολ.Α.Π. 4/2020 Ποιν.Δ/νη 2020, σελ. 873).
VΙΙI. Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν, με επιμέλεια των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση 374/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από τις ένορκες βεβαιώσεις ………../18.1.2011, που λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγόμενου, με τις εκθέσεις επίδοσης ….´/7.1.2011 και …..´/13.1.2011 του Δικαστικού Επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. [(αντίθετα, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται από τον εναγόμενο δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν γίνεται νόμιμη επίκληση αυτών με τις προτάσεις του (Ολ.Α.Π. 23/2008 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 1345, Ολ.Α.Π. 14/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 702, Α.Π. 1401/2019 και Α.Π. 552/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)], από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 §1γ΄, 448 §2 και 457 §4 Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από την εκτίμηση των εγγράφων, που διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το συμβόλαιο γονικής παροχής ……../2002 του Συμβολαιογράφου Πειραιά …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμο …. α.α. …..), οι ενάγοντες – εκκαλούντες απέκτησαν την κυριότητα ενός οικοπέδου, επιφάνειας 114 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού ………….. ., στον Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, κατά ποσοστά συνιδιοκτησίας 333,15/000 ο πρώτος ενάγων, 333,74/000 ο δεύτερος και 333,11/000 η τρίτη ενάγουσα, με τις πιο κάτω μελλοντικές οριζόντιες ιδιοκτησίες (μεζονέτες) με τις αποκλειστικές τους χρήσεις και τις αποθήκες. Όσον αφορά στις τελευταίες, απέκτησαν α) ο πρώτος εκκαλών τις μελλοντικές οριζόντιες ιδιοκτησίες Γ1-Δ1 (μεζονέτα), επιφάνειας 99,88 τ.μ., την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση αυτής Θ1 θέση στάθμευσης της Πυλωτής, επιφάνειας 10,125 τ.μ. και την Α3 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 8,85 τ.μ., β) ο δεύτερος εκκαλών τις μελλοντικές οριζόντιες ιδιοκτησίες Α1-Β1 (μεζονέτα), επιφάνειας 99,88 τ.μ., την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση αυτής Θ1 θέση στάθμευσης της Πυλωτής, επιφάνειας 10,125 τ.μ. και την Α1 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 10,56 τ.μ. και γ) η τρίτη εκκαλούσα τις μελλοντικές οριζόντιες ιδιοκτησίες Ε1-ΣΤ1 (μεζονέτα), επιφάνειας 99,91 τ.μ., την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση αυτής Θ1 θέση στάθμευσης της Πυλωτής, επιφάνειας 10,125 τ.μ. και την Α2 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 8,70 τ.μ. Ο πατέρας των εκκαλούντων ……….. – δικαιοπάροχός τους, με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας ……/2002 του ως άνω Συμβολαιογράφου, υπήγαγε το πιο πάνω οικόπεδο με τις μελλοντικές διαιρεμένες και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ., συνιστώντας οριζόντιες ιδιοκτησίες. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ανέθεσαν στον εναγόμενο – πολιτικό μηχανικό, το έργο της ανέγερσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών αυτών επί της εξαώροφης οικοδομής, για την οποία εκδόθηκε η οικοδομική άδεια …../2002 του πολεοδομικού γραφείου Πειραιά (ο τελευταίος κατέθεσε τα σχέδια και τις σχετικές μελέτες στην αρμόδια πολεοδομία). Ο εναγόμενος μάλιστα, ανέλαβε το σύνολό του έργου, από την έναρξή του μέχρι και την ολοκλήρωσή του, ήτοι την εκπόνηση των μελετών, την επιλογή και τις αμοιβές των λοιπών μηχανικών, οι οποίοι υπέγραψαν για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, την επίβλεψη του έργου, την εύρεση και επιλογή των συνεργείων, των προμηθευτών και την πληρωμή τους με χρήματα, που ζητούσε και λάμβανε από τους ενάγοντες ή που υποδείκνυε στους τελευταίους να πληρώσουν. Το έργο προχώρησε έως και τον Ιούλιο του 2006, οπότε είχε πέσει το μπετό και η οικοδομή είχε φτάσει στο στάδιο της τοιχοποιίας, κάτω από την αποκλειστική επίβλεψη των εργασιών του εναγόμενου. Το χρονικό αυτό διάστημα, με αφορμή ένα πρόβλημα, που δημιουργήθηκε με την εκτέλεση των ηλεκτρολογικών εργασιών, ο μηχανολόγος της οικοδομής ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι υπήρχε ελλιπής εφαρμογή του αρμού και πως τούτο συνιστούσε σημαντική έλλειψη. Στη συνέχεια, οι τελευταίοι θορυβημένοι και παρά τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου ότι δεν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα, απευθύνθηκαν τόσο στο ΤΕΕ, όσο και σε ιδιώτες μηχανικούς, ώστε να ελεγχθεί εάν είχαν τηρηθεί τα σχέδια και οι μελέτες της οικοδομικής άδειας και εάν ήταν ασφαλής η οικοδομή τους. Από τις σχετικές τεχνικές εκθέσεις προέκυψαν σοβαρές αποκλίσεις στην κατασκευή του ξυλότυπου από τα εγκεκριμένα σχέδια της Πολεοδομίας. Ειδικότερα, η δοκός Δ3 είχε καταργηθεί σε όλους τους ορόφους, πλην της πυλωτής, το υποστύλωμα Κ2 είχε μετακινηθεί κατά 40 εκατ. προς τα δεξιά και τα πάχη των πλακών μετρήθηκαν 21-22 εκατ. αντί 16-19 εκατ., που ορίζεται στη σχετική μελέτη. Επιπλέον, τα ύψη των ορόφων δεν ήταν σύμφωνα με τις εγκεκριμένες τομές (υπήρχε υπέρβαση περίπου 10 εκατ. σε όλους τους ορόφους και συνολική υπέρβαση της οικοδομής κατά 80 εκατ.), το περίγραμμα του υπογείου δεν ήταν σύμφωνο με αυτό του εγκεκριμένου σχεδίου, αφού το τοιχίο προς την πλευρά του ακάλυπτου χώρου, είχε μετακινηθεί κατά 3 μ. σε βάρος του τελευταίου και το στατικό σύστημα είχε τροποποιηθεί με την τοποθέτηση δοκών 25/60 αντί τοιχίου, η απόληξη του κλιμακοστασίου είχε διαφορετικές διαστάσεις και ύψος από τα εγκεκριμένα σχέδια και είχαν κατασκευαστεί εξώστες στην πίσω πλευρά σε όλους τους ορόφους, μήκους 60 εκατ., που δεν προβλέπονταν στην οικοδομική άδεια. Εξάλλου, προέκυψε ότι, αν και στα εγκεκριμένα σχέδια εμφανιζόταν η θεμελίωση της οικοδομής με πεδιλοδοκούς 1,20 μ., είχε κατασκευαστεί θεμελίωση με τη λύση της γενικής κοιτόστρωσης, ύψους 60 εκατ., στην περιοχή δε της υποβάθμισης του φρέατος του ανελκυστήρα δεν είχε γίνει υποβάθμιση στη θεμελίωση, με αποτέλεσμα αυτή να διακόπτεται, έχοντας οπή όση και το φρέαρ και να καθίσταται αμφίβολη η αξιοπιστία της στο σημείο αυτό. Η λύση που εφαρμόστηκε από τον εναγόμενο στηρίζεται στο ότι λήφθηκαν ευνοϊκότεροι συντελεστές για την ποιότητα του εδάφους, επειδή κατά την εκσκαφή διαπιστώθηκε σκληρός βράχος, στοιχεία όμως τα οποία είναι αυθαίρετα, επειδή δεν προέκυψαν από γεωτεχνική μελέτη του εδάφους, δεν είναι υπέρ της ασφάλειας και έγιναν χωρίς την έγκριση της Πολεοδομίας. Περαιτέρω, είχε κατασκευαστεί αντισεισμικός αρμός 5 εκατ. (πλην της πυλωτής, όπου δεν υπάρχει καθόλου), αν και στη μελέτη είχε υπολογιστεί σε 15 εκατ., στις εσωτερικές κλίμακες των μεζονετών δεν είχε τοποθετηθεί αντισεισμικός αρμός στα σημεία που εφάπτονται με γειτονικά κτίρια, ενώ δεν είχαν τοποθετηθεί πουθενά αποστάτες, ώστε να επιτευχθούν οι επικαλύψεις του σκυροδέματος, σύμφωνα με τον κανονισμό σκυροδέματος, με αποτέλεσμα να είναι εμφανής η οξείδωση του οπλισμού στις πλάκες και τις δοκούς. Τέλος, προέκυψε ότι οι ημιυπαίθριοι χώροι σε όλους τους ορόφους είχαν μετατραπεί σε κλειστούς χώρους κύριας χρήσης. Σημειωτέον ότι α) χρειάστηκε η αποστολή εξώδικης δήλωσης και η υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου ο εναγόμενος να γνωστοποιήσει στους ενάγοντες τον ξυλότυπο θεμελίωσης της οικοδομής, τους υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους προκύπτει η λύση που εφαρμόστηκε και σχετική τεχνική έκθεση, μόλις στις 6.10.2008, οι οποίες (μελέτες) δεν ήταν εγκεκριμένες από την αρμόδια Πολεοδομία, αν και β) ο ίδιος ο εναγόμενος με την από Ιούλιο 2006 τεχνική έκθεση – δήλωσή του δήλωσε, προκειμένου να αναθεωρηθεί επ’ αόριστον η οικοδομική άδεια, ότι είχε ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισμός, σύμφωνα με αυτήν. Κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες υπέβαλαν στην αρμόδια Πολεοδομία Πειραιά την αίτηση …. /18.3.2009, προκειμένου να ελεγχθεί η ανεγειρόμενη οικοδομή τους, τόσο από άποψη στατικής επάρκειας, όσο και από άποψη ύπαρξης αυθαιρεσιών. Η ως άνω Πολεοδομία, ύστερα από τη διενέργεια αυτοψίας, με το από 2.7.2009 έγγραφό της, με πρωτόκολλο ……/1402, αφού επιβεβαίωσε ότι ο αντισεισμικός αρμός είναι της τάξης των 5 εκατ. αντί των 15, ότι το υποστήλωμα Κ2 έχει μετατοπιστεί κατά 40 εκατ., ότι οι δοκοί Δ3.1 και Δ7.2 δεν έχουν κατασκευαστεί σε όλους τους ορόφους, πλην της πυλωτής και ότι τα πάχη των πλακών βρέθηκαν 21-22 εκατ. αντί 16-19 εκατ., κατέληξε ότι για τη διαπίστωση της στατικής και αντισεισμικής επάρκειας της οικοδομής, απαιτείται η σύνταξη νέας στατικής μελέτης και υποβολή της προς έγκριση, δεδομένης της απόκλισης από την εγκεκριμένη μελέτη. Εξάλλου, στις 25.6.2009, υπάλληλοι της Πολεοδομίας διενήργησαν αυτοψία και συνέταξαν την έκθεση αυθαιρέτων ……/2009, επιβάλλοντας στους ενάγοντες – ιδιοκτήτες, πρόστιμο ανέγερσης 135.732,50 ευρώ και πρόστιμο διατήρησης 67.866,25 ευρώ. Σε συνέχεια της πρώτης ως άνω έκθεσης αυτοψίας της Πολεοδομίας Πειραιά, οι πολιτικοί μηχανικοί …….και ………… συνέταξαν, τις από Δεκέμβριο 2009, τεχνικές εκθέσεις τους, εμμένοντας στις προηγούμενες (εκθέσεις τους) περί του ότι η υπό κρίση οικοδομή ήταν στατικά ανεπαρκής και επικίνδυνη, χωρίς τη δυνατότητα διόρθωσης όσων κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του εναγόμενου. Περαιτέρω και ενώ μεσολάβησε η έκδοση των ποινικών αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (για πλημμελήματα), με τις οποίες ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος, μεταξύ άλλων για το αδίκημα της παραβίασης των κανόνων οικοδομικής (άρθρο 286 Π.Κ.) και έπαυσε οριστική η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για το αδίκημα του άρθρου 17 §8 του ν. 1337/1983, οι ενάγοντες υπέβαλαν νέα αίτηση στην Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Πειραιά, σχετικά με την επικινδυνότητα της οικοδομής τους. Η τελευταία υπηρεσία, με την από 6.5.2015 έκθεσή της, έκρινε ότι, ανεξαρτήτως της ύπαρξης παραβάσεων, η οικοδομή δεν ήταν επικίνδυνη από στατική και δομική άποψη (όσον αφορά στον αντισεισμικό αρμό, που βρέθηκε πάχους 8 εκατ., τους δοκούς Δ3.1 και Δ7.2, που δεν είχαν κατασκευαστεί σε όλους τους ορόφους, πλην της πυλωτής, του υποστυλώματος Κ2, που είχε μετατοπιστεί κατά 40 εκατ., του πάχους των πλακών, που μετρήθηκαν με μεγαλύτερο πάχος μόνο σε εμφανή θέση, καθώς και την ορθή ή όχι κατασκευή της θεμελίωσης σύμφωνα με τη μελέτη, αφού αυτή καλυπτόταν από σκυρόδεμα). Η έκθεση αυτή, όπως αναθεωρήθηκε με τις από 2.7.2015 και 23.10.2015 συμφωνούσες εκθέσεις, συμπληρώθηκε με την από 27.11.2015 έκθεση επικινδύνου οικοδομής, σύμφωνα με την οποία ο τεχνικός που διενήργησε αυτοψία αποφάνθηκε, ότι η οικοδομή δεν παρουσιάζει εμφανή στοιχεία επικινδυνότητας. Ακολούθως, ύστερα από αίτηση του πρώτου ενάγοντος, η ίδια Διεύθυνση δόμησης του Δήμου Πειραιά, με την …../2016 έκθεσή της, κατόπιν αυτοψίας την 1.7.2016, διαπίστωσε την αυθαίρετη θεμελίωση της οικοδομής των εναγόντων, καθ’ υπέρβαση της άδειας αυτής ……/2002, αφού το ύψος της θεμελίωσης ήταν 0,60 μ. αντί 1,20 μ., στα δοκάρια Δ.10.1, Δ.3.1 και Δ.7.1, υπήρχε οπλισμός 4Φ16, 3Φ16 και 5Φ16 αντίστοιχα, αντί για Φ14 και η οικοδομή κρίθηκε κατεδαφιστέα. Εξάλλου, κατά των ανωτέρω εκθέσεων της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Πειραιά με ημερομηνίες 23.10.2015 και 27.11.2015, οι ενάγοντες άσκησαν ένσταση ενώπιον της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, κατ’ άρθρο 426 του π.δ. της 14.7.1999 για τον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, καθ’ ο μέρος αποφάνθηκαν ότι η υπό κρίση οικοδομή δεν ήταν επικίνδυνη από στατική και δομική άποψη και ότι δεν παρουσίαζε εμφανή στοιχεία επικινδυνότητας, συντάχθηκε δε η από 26.9.2018 τριτοβάθμιος έκθεση επικινδύνου. Στην τελευταία αυτή έκθεση διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: «Πρόκειται για πολυώροφη οικοδομή η οποία αποτελείται από πυλωτή, έξι ορόφους, υπόγειο και δώμα. Ο φέρων οργανισμός της οικοδομής έχει κατασκευαστεί με την ……/16.07.2002 οικοδομική άδεια της ΥΔΟΜ του Δήμου Πειραιά και αποτελείται από οπλισμένο σκυρόδεμα κατηγορίας C20/25 και οπλισμό S500. Από τις κατόψεις της αρχιτεκτονικής μελέτης προκύπτει ότι η οικοδομή αποτελείται από τρία διαμερίσματα, τα οποία διατάσσονται ως εξής: Το πρώτο καταλαμβάνει τους Α’ και Β’ ορόφους, το δεύτερο τους Γ’ και Δ’ ορόφους και το τρίτο τους Ε’ και Στ’. Η επικοινωνία των διαφορετικών επιπέδων του κάθε διαμερίσματος πραγματοποιείται με εσωτερικές κλίμακες που συνδέουν τους ορόφους αυτούς, με τους υπερκείμενούς τους, ώστε ανά δύο ορόφους, να υφίσταται μια διώροφη ενιαία κατοικία. Κατά τις αυτοψίες που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε, από οπές που διανοίχθηκαν στο υπόγειο, ότι η άνω στάθμη σκυροδέτησης του δαπέδου του υπογείου, αποτελεί ταυτόχρονα και την άνω στάθμη σκυροδέτησης της θεμελίωσης. Στο φρεάτιο του ανελκυστήρα, στην ίδια στάθμη (στάθμη υπογείου), διαπιστώθηκε ότι υφίσταται ασυνέχεια/διακοπή της θεμελίωσης στην οπή του φρεατίου, αφού δεν υπάρχει σκυροδέτηση στην βάση του, με αποτέλεσμα να είναι ορατό το έδαφος, ενώ δεν έχει κατασκευασθεί η υποβίβαση του πυθμένα του φρεατίου του ανελκυστήρα σε σχέση με το επίπεδο του υπογείου, ώστε να δημιουργείται στάση του ανελκυστήρα και στο υπόγειο. Επίσης, από παρατήρηση της θεμελίωσης, στην ανωτέρω ασυνέχεια του φρεατίου, διαπιστώθηκε ότι υφίσταται υποσκαφή της, στις θέσεις τουλάχιστον κάτω από τα τοιχία Κ6 και Κ4. Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι το υπόγειο έχει επεκταθεί πέραν του περιγράμματος της οικοδομής, προς το πίσω μέρος του ακάλυπτου του οικοπέδου και ως εκ τούτου το περιμετρικό τοιχίο, το οποίο ευρίσκεται μεταξύ των κατακόρυφων στοιχείων K1 – Κ2 – Κ3, δεν έχει υλοποιηθεί στη θέση αυτή, αλλά έχει μετατεθεί προς το άκρο του οικοπέδου. Στην πλάκα οροφής του υπογείου, προς την πλευρά της οδού ………….., διαπιστώθηκε η ύπαρξη ρωγμών, γεγονός το οποίο έγινε αντιληπτό με διαβροχή της πλάκας από το ισόγειο, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την εισροή των υδάτων διαμέσου των ρωγμών και την κατάληξη τους στο υπόγειο. Στο ισόγειο, κατόπιν τοπικής απομάκρυνσης της γωνιακής επικαλύψεως του υποστυλώματος Κ3, η οποία είχε λάβει χώρα στα πλαίσια ελέγχων που ζητήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι σε καμπή του εγκάρσιου οπλισμού (συνδετήρα), δεν διέρχεται στο σημείο της καμπής, διαμήκης οπλισμός. Επίσης, στο υπόγειο, κατόπιν τοπικής απομάκρυνσης της γωνιακής επικάλυψης του υποστυλώματος Κ2, η οποία είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο ελέγχων που ζητήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι σε καμπή του εγκάρσιου οπλισμού (συνδετήρα), διέρχεται στο σημείο της καμπής, ένας μόνο διαμήκης οπλισμός, ενώ από την ίδια αποκάλυψη ήταν ορατός και οπλισμός πολύ μικρότερης διαμέτρου, που, κατά την άποψη της επιτροπής, αποτελεί οπλισμό montage. Από την ανωτέρω παρατήρηση προκύπτει ότι δεν υφίσταται στην θέση αυτή ο δεύτερος οπλισμός Φ16 που προβλέπει το από 01.10.2008 μη εγκεκριμένο σχέδιο ξυλοτύπου, που υπογράφεται από τον επιβλέποντα μηχανικό (εναγόμενο). Από έλεγχο της πίσω όψης του κτιρίου, προέκυψε ότι έχουν κατασκευαστεί πρόβολοι μη προβλεπόμενοι στην εγκεκριμένη άδεια του κτιρίου, σε όλους τους ορόφους αυτού, καθώς και στην οροφή του δώματος. Επίσης, μετρήθηκε το πάχος των πλακών του κάθε ορόφου, στο κλιμακοστάσιο και συγκεκριμένα στο πλατύσκαλο, κατά την ανάβαση από τον κατώτερο προς τον υπερκείμενο όροφο. Τα πάχη που μετρήθηκαν από το υπόγειο έως και τον Στ’ όροφο, κυμαίνονται από 19,5 – 22 cm. Τα πάχη των πλακών στην περιοχή του κλιμακοστασίου (πλατύσκαλο, σκάλα) προδιαγράφονται στα σχέδια της εγκεκριμένης άδειας 16 cm, ενώ οι άλλες δύο πλάκες του κάθε ξυλοτύπου, πλην του (δώματος), προδιαγράφονται με πάχος 16 cm και 18 cm, αντίστοιχα. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η αύξηση των παχών των πλακών, σε σχέση με τα πάχη των πλακών της εγκεκριμένης μελέτης, αναφέρεται και στην τεχνική έκθεση που υπογράφεται από τον Πολιτικό Μηχανικό . …………… Επίσης, τα πάχη της σκάλας που μετρήθηκαν, στο σημείο το οποίο καταλήγει το πάτημα του κάτω σκαλοπατιού και εκκινεί το ρίχτι του επόμενου (κατά την γραμμή ανάβασης), κυμαίνονται από 7 έως 11 cm. Στις σκάλες που ανεβαίνουν από τον Δ’ όροφο προς τον Ε’ όροφο και από τον Ε’ όροφο στον Στ’ όροφο, σημειακά το πάχος ελαττώνεται στα 5 cm. Στις ανωτέρω δύο περιπτώσεις (ανάβαση από τον Δ’ όροφο προς τον Ε’ όροφο και από τον Ε’ όροφο στον Στ’ όροφο), υφίσταται επίσης σημειακά εμφάνιση του οπλισμού (προφανώς δευτερεύοντα). Ακόμη, σε όλους τους ορόφους, πλην της pilotis, διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν κατασκευαστεί οι δοκοί Δ3. και Α12. Κατά την τεχνική έκθεση που υπογράφεται από τον Πολιτικό Μηχανικό . ………….., αναφέρεται ότι οι ανωτέρω δοκοί έχουν αντικατασταθεί από ενισχυμένες ζώνες, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να επαληθεύεται από διερεύνηση των οπλισμών στις εν λόγω περιοχές, με τυχόν εργαστηριακά μέσα. Επίσης, η ανωτέρω αναφορά περί ύπαρξης ενισχυμένων ζωνών στην θέση των προβλεπόμενων δοκών Δ3.1 και Δ7.2, υφίσταται και στην από 23.10.2015 αναθεωρητική έκθεση, χωρίς όμως να γίνεται κάποια περαιτέρω αναφορά σε εργαστηριακούς ελέγχους ή σε κάποια τεχνική έκθεση. Στο ισόγειο τα κατακόρυφα στοιχεία Κ9, Κ7, Κ1, Κ11, Κ8 και Κ3 έχουν χαντρωθεί στους εναπομείναντες μεσότοιχους, οι οποίοι έχουν διατηρηθεί. Από μέτρηση της απόστασης μεταξύ των δύο κατακόρυφων στοιχείων Κ9 και K11 στο ισόγειο και Α’, Γ’ και Ε’ όροφο, προέκυψε ότι έχει κατασκευασθεί μικρότερος αντισεισμικός αρμός από τον προβλεπόμενο στην εγκεκριμένη μελέτη, κατά την οποία προδιαγράφεται 0,15 m. Επίσης, από μακροσκοπική παρατήρηση διαπιστώθηκε στους ανωτέρω ορόφους, όπου ήταν εμφανές, η ύπαρξη μονωτικού υλικού DOW. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε από την κύρια όψη του κτιρίου, η ύπαρξη μονού στρώματος μονωτικού υλικού DOW, πάχους από μακροσκοπική εκτίμηση 5 cm, μεταξύ του κτιρίου επί της οδού ………….. και ………….. 29, πάνω από την στάθμη του ισογείου. Ακόμη, στον Α’ όροφο και Γ’ όροφο από διανοιχθείσα οπή, διαπιστώθηκε η επαφή της εσωτερικής σκάλας με το όμορο κτίριο, επί της οδού …………… Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε η επαφή τουλάχιστον του έβδομου και του όγδοου σκαλοπατιού, με το όμορο κτίριο. Επίσης, κατά την αυτοψία, η οποία έλαβε χώρα στις 15.06.2016, διαπιστώθηκε από την επιτροπή ότι το καθαρό άνοιγμα μεταξύ των περιμετρικών τοιχίων στο υπόγειο, πλησίον των θέσεων των κατακόρυφων στοιχείων Κ9 και K11, είναι 6,82 m. Η ανωτέρω μείωση του καθαρού εύρους του υπογείου, πέραν του γεγονότος ότι αναφέρεται στην από 27.1.2016 τεχνική έκθεση των πολιτικών μηχανικών …….. και …… ., εμφανίζεται και στο από Μάρτιο 2012 σχέδιο διαγράμματος κάτοψης, στο παράρτημα της από 18 Απριλίου 2012 έκθεσης του ………. Από το συνδυασμό των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι τα κατακόρυφα στοιχεία πλησίον των ορίων του οικοπέδου, έχουν κατασκευασθεί σε μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους, από την προβλεπόμενη (με συνέπεια την ανωτέρω απομείωση του αντισεισμικού αρμού), ενώ έχει λάβει χώρα η μείωση του καθαρού εύρους του υπογείου. Εξαιτίας των ανωτέρω τροποποιήσεων και προκειμένου να διερευνηθεί η θέση των πεδιλοδοκών, σε σχέση με τα υφιστάμενα κατακόρυφα στοιχεία, ζητήθηκε και διενεργήθηκε ο έλεγχος που αναφέρεται στην παρ. 5 του με αριθμό 2 πρακτικού της επιτροπής και ο οποίος αποσκοπεί στον προσδιορισμό του εύρους του κορμού των πεδιλοδοκών Δ6.1, Δ6.2, Δ8.1 και Δ9.1. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η άνω στάθμη σκυροδέτησης του δαπέδου του υπογείου είναι και άνω στάθμη σκυροδέτησης της θεμελίωσης, πραγματοποιήθηκαν τοπικές απομακρύνσεις σκυροδέματος, βάθους λίγων εκατοστών, στο δάπεδο του υπογείου από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τα άγκιστρα του εγκάρσιου οπλισμού του κορμού της πεδιλοδοκού. Στο σημείο αυτό η επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με το σχέδιο εφαρμογής της θεμελίωσης, το οποίο υπογράφεται από τον επιβλέποντα Μηχανικό της οικοδομής και φέρει ημερομηνία 01.10.2008, το πέλμα/φτερό της πεδιλοδοκού ευρίσκεται κατά 10 cm, πιο κάτω από τον κορμό της πεδιλοδοκού. Ως εκ τούτου, η απομάκρυνση της επιφανειακής στρώσης του σκυροδέματος δεν αποκαλύπτει οπλισμό του πέλματος / φτερού της πεδιλοδοκού, ο οποίος είναι βαθύτερα, αλλά αποκαλύπτει μόνο οπλισμό κορμού. Με την ανωτέρω απομάκρυνση της επιφανειακής στρώσης του σκυροδέματος και την αποκάλυψη των αγκίστρων του εγκάρσιου οπλισμού του κορμού, οριοθετείται ουσιαστικά το άκρο του κορμού της πεδιλοδοκού. Κατά τις ανωτέρω αυτοψίες, διενεργήθηκαν μετρήσεις της απόστασης των αγκίστρων, του εγκάρσιου οπλισμού των πεδιλοδοκών (τα οποία όπως προαναφέρθηκε, οριοθετούν το άκρο του κορμού της πεδιλοδοκού), από την παρειά του περιμετρικού τοιχίου του υπογείου στις παρακάτω τέσσερεις θέσεις. 1) Σε τοπική απομάκρυνση του σκυροδέματος, έμπροσθεν ακριβώς του τοιχίου του υπογείου όπου κατέρχεται το κατακόρυφο στοιχείο Κ9 (μέτρηση αριθμ. 1). 2) Σε τοπική απομάκρυνση του σκυροδέματος, έμπροσθεν ακριβώς στο τοιχίο του υπογείου και σε σημείο μεταξύ των κατακόρυφων στοιχείων Κ9 και Κ7, όπου δεν διέρχεται κανένα κατακόρυφο στοιχείο (μέτρηση αριθμ. 2). 3) Σε τοπική απομάκρυνση του σκυροδέματος, έμπροσθεν ακριβώς στο τοιχίο του υπογείου και σε σημείο μεταξύ των κατακόρυφων στοιχείων Κ8 και Κ3 όπου δεν διέρχεται κανένα κατακόρυφο στοιχείο (μέτρηση αριθμ. 4). Επιπλέον, κατά την αυτοψία η οποία έλαβε χώρα στις 25.10.2017, ελήφθησαν μετρήσεις της απόστασης των αγκίστρων του εγκάρσιου οπλισμού της πεδιλοδοκού και από τοπική απομάκρυνση σκυροδέματος έμπροσθεν του τοιχίου K11 (μέτρηση αριθμ. 3). Τέλος, κατά την ίδια αυτοψία λήφθηκε μέτρηση της απόστασης του οπίσθιου τοιχίου του πυρήνα του ανελκυστήρα, από το περιμετρικό τοιχίο του υπογείου το οποίο εκτείνεται στην διεύθυνση των κατακόρυφων στοιχείων Κ11, Κ8, Κ3 (νότιο περιμετρικό τοιχίο υπογείου), η οποία ευρέθηκε ίση με 2,22 cm. Η απόσταση της τοπικής απομάκρυνσης σκυροδέματος, από την οποία λήφθηκε η μέτρηση 1, από το περιμετρικό τοιχίο υπογείου το οποίο είναι εγγύτερα προς την οδό ………….. και είναι παράλληλο με τον άξονα της οδού αυτής (δυτικό περιμετρικό τοιχίο υπογείου), είναι περίπου 0,56 m. Η απόσταση της τοπικής απομάκρυνσης σκυροδέματος, από την οποία λήφθηκε η μέτρηση 2, από το ίδιο περιμετρικό τοιχίο υπογείου, είναι περίπου 3,52 m. Η απόσταση της τοπικής απομάκρυνσης σκυροδέματος, από την οποία λήφθηκε η μέτρηση 3, από το ίδιο περιμετρικό τοιχίο υπογείου, είναι περίπου 0,40 m. Η απόσταση της τοπικής απομάκρυνσης σκυροδέματος, από την οποία λήφθηκε η μέτρηση 4, από το ίδιο περιμετρικό τοιχίο υπογείου, είναι περίπου 6,90 m. Τα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν από τις ανωτέρω μετρήσεις, είναι τα κάτωθι: Κατά τη μέτρηση 1 η απόσταση του άγκιστρου από το άκρο του περιμετρικού τοιχίου μετρήθηκε περίπου 22 cm. Κατά την μέτρηση 2 η απόσταση του άγκιστρου από το άκρο του περιμετρικού τοιχίου μετρήθηκε περίπου 25 cm. Κατά την μέτρηση 3 η απόσταση του άγκιστρου από το άκρο του περιμετρικού τοιχίου μετρήθηκε περίπου 20 cm. Κατά την μέτρηση 4 η απόσταση του άγκιστρου από το άκρο του περιμετρικού τοιχίου μετρήθηκε περίπου 10 cm. Η καθαρή απόσταση μεταξύ των τοιχίων Κ9 και K11 στο υπόγειο, είναι κατά τον εγκεκριμένο ξυλότυπο θεμελίωσης, 7,20 m, ενώ η υλοποιημένη καθαρή απόσταση μεταξύ των ίδιων τοιχίων μετρήθηκε στα 6,82 m, με συνέπεια να προκύπτει διαφορά ίση με 7,20 m – 6,82 m = 0,38 m. Στην πραγματικότητα, η διαφορά είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού η απόσταση των μεταξύ των τοιχίων έχει μετρηθεί στο ισόγειο ίση με 7,40 m. Η πλευρά του περιμετρικού τοιχίου του υπογείου, που εκτείνεται στην διεύθυνση των κατακόρυφων στοιχείων Κ11, Κ8, Κ3 (νότιο περιμετρικό τοιχίο), η οποία ευρίσκεται προς τον εσωτερικό χώρο του υπογείου, απέχει από το τοιχίο του ανελκυστήρα, κατά τα εγκεκριμένα σχέδια, απόσταση 2,65 – 0,25 = 2,40 m. (2,65 λαμβάνεται από τον ξυλότυπο της θεμελίωσης και 0,25 είναι το πάχος του τοιχίου). Από την μέτρηση της καθαρής απόστασης, της ίδιας πλευράς του εν λόγω τοιχίου, από το τοιχίο του ανελκυστήρα, η οποία, όπως αναφέρθηκε, μετρήθηκε σε 2,22 m, προκύπτει ότι η πλευρά αυτή είναι μετατοπισμένη προς το εσωτερικό του υπογείου κατά 2,40 – 2,22 = 0,18 m. Αντίστοιχα, για το περιμετρικό τοιχίο του υπογείου που εκτείνεται στην διεύθυνση των κατακόρυφων στοιχείων Κ9, Κ7, Κ1 (βόρειο περιμετρικό τοιχίο), η πλευρά του τοιχίου αυτού, η οποία ευρίσκεται προς τον εσωτερικό χώρο του υπογείου, απέχει από το τοιχίο του ανελκυστήρα, κατά τα εγκεκριμένα σχέδια, απόσταση (3,10 – 0,20) – 0,25 = 2,65 m (3,10 λαμβάνεται από τον ξυλότυπο της θεμελίωσης, 0,20 είναι το πλάτος της υψίκορμης δοκού του τοιχίου του ανελκυστήρα και λαμβάνεται από τους ξυλοτόπους της ανωδομής και 0,25 είναι το πάχος του τοιχίου από την δυτική πλευρά του κτιρίου, όχι του οικοπέδου). Έτσι, για το περιμετρικό τοιχίο του υπογείου που εκτείνεται στην διεύθυνση των κατακόρυφων στοιχείων Κ9, Κ7, Κ1 (βόρειο περιμετρικό τοιχίο), η πλευρά του, η οποία ευρίσκεται προς τον εσωτερικό χώρο του υπογείου, είναι μετατοπισμένη σε σχέση με τα εγκεκριμένα σχέδια κατά 2,65 (6,82 – 2,15 – 2,22) = 2,65 – 2,45 = 0,20 m (6,82 m είναι η καθαρή μετρηθείσα απόσταση του εύρους του υπογείου, 2,22 m είναι η μετρηθείσα απόσταση του τοιχίου του ασανσέρ από το περιμετρικό τοιχίο K11 – Κ8 – Κ3 και 2,15 το μήκος του τοιχίου από τα σχέδια). Δεδομένου ότι τα κατακόρυφα στοιχεία Κ9, Κ7, K1, K11, Κ8 και Κ3 έχουν κατασκευαστεί σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν που προδιαγράφεται στα εγκεκριμένα σχέδια, η πλευρά τους προς το εσωτερικό του υπογείου απέχει από την ίδια πλευρά του περιμετρικού τοιχίου του υπογείου, για το βόρειο περιμετρικό τοιχίο περίπου 0,30 m και για το νότιο περιμετρικό τοιχίο περίπου 0,28 m. Εάν, γίνει δεκτό ότι το πλάτος του κορμού της πεδιλοδοκού, είναι όσο το αναγραφόμενο στα σχέδια της οικοδομικής άδειας ……/2002, δηλαδή 40 cm και χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη η επικάλυψη του οπλισμού (ευμενής θεώρηση), τότε το άλλο άκρο του κορμού της πεδιλοδοκού (το οποίο ευρίσκεται προς τα όρια του οικοπέδου), απέχει από την εσωτερική επιφάνεια (προς τον εσωτερικό χώρο του υπογείου) του περιμετρικού τοιχίου του υπογείου, για κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, απόσταση: Μέτρηση 1 :40 cm – 22 cm = 18 cm, Μέτρηση 2 :40 cm – 25 cm = 15 cm, Μέτρηση 3 :40 cm – 20 cm = 20 cm, Μέτρηση 4 :40 cm – 12 cm = 28 cm. Από τα ανωτέρω και επειδή όπως προελέγχθη, τα τοιχία Κ9, Κ7 και Κ1 ευρίσκονται πίσω από την εσωτερική πλευρά του περιμετρικού τοιχίου του υπογείου κατά 0,30 m, είναι εμφανές, ότι ο κορμός της πεδιλοδοκού δεν εκτείνεται κάτω από τα κατακόρυφα στοιχεία αυτά, ούτε και κάτω από τα K11, Κ8 και Κ3 τα οποία απέχουν 0,28 m. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι επειδή στην από 27.7.2018 αίτηση, την οποία έχει υποβάλει ο επιβλέπων Μηχανικός, δεν γίνεται αναφορά πουθενά για μεγαλύτερο πλάτος πεδιλοδοκού από τα 40 cm, που προδιαγράφονται στην εγκεκριμένη μελέτη και στον τροποποιημένο ξυλότυπο θεμελίωσης με ημερομηνία 01.10.2008, θεωρείται ότι η επιτροπή δεν μπορεί να προβαίνει σε υποθέσεις ανάλογες με αυτές που έχει διατυπώσει στο από 27.11.2015 πρακτικό της, σχετικά με μεγαλύτερο πλάτος κορμού. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο που διατυπώνεται στο πρακτικό αυτό, ότι ο κορμός της πεδιλοδοκού έχει κατασκευαστεί, όχι με το πλάτος των 40 cm, που αναγράφουν τα σχέδια, αλλά με πλάτος μεγαλύτερο αυτού, ώστε να είναι δυνατή η έδραση των τοιχίων επί των κορμών της πεδιλοδοκού, δεν επιβεβαιώνεται από τον επιβλέποντα Μηχανικό και το ενδεχόμενο αυτό, δεν θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη από την επιτροπή. Ακόμα, πέραν του γεγονότος ότι από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι η πεδιλοδοκός δεν εκτείνεται κάτω από τα στοιχεία Κ9, Κ7, K1, K11, Κ8 και Κ3 προκύπτει επίσης ότι τα στοιχεία αυτά ευρίσκονται έξω από τα τοιχία του υπογείου και την πλάκα του ισογείου, με συνέπεια να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς τη σύνδεση των στοιχείων αυτών με τον κλωβό του υπογείου και το διάφραγμα του ισογείου. Επίσης, ευρέθηκαν απολήξεις του εγκάρσιου οπλισμού των πεδιλοδοκών, οι οποίες δεν κάμπτονται σε άγκιστρο, όπως ορίζει η παρ. 17.9.2.β του ΝΕΚΩΣ, αλλά και η ενδεικτική τομή πεδιλοδοκού στον εγκεκριμένο ξυλότυπο θεμελίωσης». Κατόπιν τούτων, τα μέλη της επιτροπής αυτής κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα : «Κατ’ αρχήν δεν τηρήθηκαν τα εγκεκριμένα σχέδια της οικοδομής, ιδιαίτερα ως προς τη θεμελίωση. Η έλλειψη διαμήκους οπλισμού στην καμπή του συνδετήρα στο υποστύλωμα Κ3 θεωρείται ότι οφείλεται σε ένα από τα δύο παρακάτω ενδεχόμενα: Α) Ύπαρξη του διαμήκους οπλισμού, ο οποίος όμως έχει υποστεί μετάθεση από την θέση του στον συνδετήρα. Το ενδεχόμενο αυτό έχει ως συνέπεια την λειτουργία του υποστυλώματος με μικρότερο στατικό ύψος. Επίσης έχει ως συνέπεια να μην πληρείται η κατασκευαστική απαίτηση της παραγράφου 18.4.3 ΝΕΚΩΣ, κατά την οποία ορίζεται ότι: «Σε υποστυλώματα με αυξημένες απαιτήσεις πλαστιμότητας οι διαμήκεις οπλισμοί πρέπει να συγκρατούνται από συνδετήρες ή και εγκάρσιους συνδέσμους». Β) Έλλειψη του διαμήκους οπλισμού στην συγκεκριμένη θέση, η οποία, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δεν προκαλεί απομείωση του υπολογιστικά απαιτούμενου οπλισμού της διατομής, έχει ως συνέπεια να μην πληρείται η απαίτηση της παραγράφου 18.4.3 ΝΕΚΩΣ, κατά την οποία ορίζεται ότι: «Σε υποστυλώματα με αυξημένες απαιτήσεις πλαστιμότητας οι διαμήκεις οπλισμοί πρέπει να συγκροτούνται από συνδετήρες ή και εγκάρσιους συνδέσμους και διατάσσονται κατά μήκος της περιμέτρου της διατομής, έτσι ώστε η απόσταση τους να μην ξεπερνά τα 200 mm. Εξαίρεση της απαίτησης αυτής επιτρέπεται σε υποστυλώματα με πλευρά 300 mm, όπου επιτρέπεται να τοποθετούνται ράβδοι μόνο στις γωνίες αυτής της πλευράς. Σε υποστυλώματα χωρίς αυξημένες απαιτήσεις πλαστιμότητας επιτρέπεται να διατάσσονται διαμήκεις ράβδοι σε αποστάσεις 300 mm». Η μη τήρηση των κατασκευαστικών κανόνων στα ανωτέρω σημεία, σε συνδυασμό με τα αυξημένα μόνιμα φορτία και κατά συνέπεια, την αυξημένη ταλαντούμενη μάζα κατά τον σεισμό, της ανωδομής, εξ αιτίας της αυξήσεως του πάχους των πλακών και της κατασκευής των προβόλων στην πίσω όψη, θεωρείται ότι δημιουργεί επικινδυνότητα στο κτίριο, αφού η συμπεριφορά του στοιχείου αυτού είναι μη προβλέψιμη, λόγω της μη τήρησης των ανωτέρω κατασκευαστικών κανόνων. Επίσης, κατά τον ξυλότυπο της θεμελίωσης με ημερομηνία 01.10.2008 προκύπτει απαίτηση αύξησης του διαμήκους οπλισμού στα κατακόρυφα στοιχεία Κ2 και Κ6, σε σχέση με τα αντίστοιχα εγκεκριμένα σχέδια, τα οποία και έχουν εφαρμοσθεί, κατά τα αναφερόμενα στην από 27.7.2018 αίτηση του επιβλέποντα μηχανικού. Συγκεκριμένα, στην αίτηση αυτή αναφέρεται ότι: «Η θέση μας είναι ότι έχει τοποθετηθεί σε όλα τα υποστυλώματα ο απαιτούμενος και οπλισμός της εγκεκριμένης στατικής μελέτης…». Ειδικά στο υποστύλωμα Κ2 η αύξηση τον προδιαγραφόμενου οπλισμού είναι σημαντική και ίση με 4Φ16. Ως εκ τούτου από τον εν λόγω ξυλότυπο δεν προκύπτει η μη επικινδυνότητα της οικοδομής. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε στην παράγραφο των διαπιστώσεων, από τους ελέγχους που διενήργησε η επιτροπή στην θεμελίωση, προέκυψε ότι : Τα κατακόρυφα στοιχεία Κ9, Κ7, K1, Κ11, Κ8 και Κ3, δεν εδράζονται επί του κορμού των αντίστοιχων πεδιλοδοκών και επειδή οι πεδιλοδοκοί είναι έκκεντροι δεν εδράζονται επί των πεδιλοδοκών και επί της θεμελίωσης εν γένει και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διανείμουν τα φορτία τους επαρκώς στο έδαφος. Επίσης, λόγω της ανωτέρω διαμόρφωσης, προκύπτει επίσης ότι τα στοιχεία αυτά ευρίσκονται έξω από τα τοιχία του υπογείου και την πλάκα του ισογείου, με συνέπεια να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς την σύνδεση των στοιχείων αυτών με τον κλωβό του υπογείου και το διάφραγμα του ισογείου. Με την ίδια ως άνω αίτηση του ο επιβλέπων Μηχανικός, κατέθεσε διευκρινήσεις ως προς τα ευρήματα των επιτόπου ερευνών που ζήτησε η επιτροπή και διενήργησαν οι ιδιοκτήτες, καθώς και ως προς τις μελέτες που υπέβαλαν οι ιδιοκτήτες. Σχετικά με την θεμελίωση στην εν λόγω αίτηση αναφέρονται τα κάτωθι : «Επιβεβαιώνεται η θέση της επιτροπής ότι το πάχος της θεμελίωσης είναι 60 εκατ. Επιβεβαιώνεται ότι τοποθετήθηκε ο απαιτούμενος οπλισμός κάμψης και διάτμησης των πεδιλοδοκών. Τονίζεται ότι επειδή στην πράξη συμπληρώθηκαν όλα τα κενά μεταξύ των πεδιλοδοκών με σκυρόδεμα και οπλισμό έτσι ώστε η τελική μορφή θεμελίωσης να προσομοιάζει την γενική κοιτόστρωση, δεν αναπτύσσονται φαινόμενα στρέψης στις δοκούς και κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαία η αγκύρωση με κλειστά άγκιστρα των συνδετήρων… Η τελική μορφή της θεμελίωσης, όπως περιγράφηκε στην παραπάνω παράγραφο, δεν επιτρέπει να μιλάμε για πλάτος πεδιλοδοκού, αλλά για πλάτος κατανομής των οπλισμών. Η ανάλυση της θεμελίωσης ως κατασκευασθεί τελικά, μόνο με πεπερασμένα στοιχεία μπορεί να γίνει αξιόπιστα. Τέτοια ανάλυση έγινε και έχει κατατεθεί στην δικογραφία». Επίσης, στην παράγραφο των συμπερασμάτων αναφέρεται ότι: «Η ύπαρξη των πλευρικών τοιχωμάτων του υπογείου και η μονολιθική σύνδεση τους με την πλάκα θεμελίωσης και την οροφή του υπογείου δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ομοιόμορφη κατανομή των εντάσεων (σεισμικών και μη), με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μειωμένων τάσεων, τόσο στα δομικά στοιχεία, όσο και στο έδαφος. Στην ανάπτυξη αυτής της συμπεριφοράς συνεισφέρει η τελική μορφή που έλαβε η θεμελίωση αυτού του κτιρίου». Η θέση της επιτροπής είναι ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός περί προσομοίωσης της λειτουργίας της θεμελίωσης με γενική κοιτόστρωση, έρχεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με την ανάλυση της θεμελίωσης με ημερομηνία 01.10.2008, που έχει εκπονήσει ο ίδιος Μηχανικός, κατόπιν της τροποποίησης της θεμελίωσης και στην οποία, η λειτουργία της έχει θεωρηθεί ως διασταυρούμενες πεδιλοδοκοί και όχι ως γενική κοιτόστρωση. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η θεμελίωση έχει αναφερθεί σε τεχνικές εκθέσεις που έχουν υποβληθεί ως γενική κοιτόστρωση, σε καμία στατική ανάλυση της, που συνοδεύει τις τεχνικές αυτές εκθέσεις, δεν έχει αναλυθεί ως γενική κοιτόστρωση. Επιπλέον, σχετικά με την θέση που έχει διατυπώσει η επιτροπή στο από 27.11.2015 πρακτικό της και αφορά την μη έδραση των κατακόρυφων στοιχείων Κ9, Κ7, K1, K11, Κ8, Κ3 επί της θεμελίωσης, ο επιβλέπων μηχανικός, ο οποίος έχει λάβει γνώσει του ανωτέρω πρακτικού, με τα στοιχεία τα οποία έχει θέσει υπ’ όψη της επιτροπής, μέχρι την σύνταξη του παρόντος, δεν έχει προβεί σε αντίκρουση της θέσης αυτής, ούτε έχει υποβάλει τυχόν στοιχεία για διαφορετικές, μεγαλύτερες, διαστάσεις της θεμελίωσης, που να αναιρούν την θέση αυτή. Ως εκ τούτου από τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στην επιτροπή και από τα αποτελέσματα των επί τόπου ελέγχων που διενεργήθηκαν, συνεπάγεται ότι υφίσταται μη έδραση των κατακόρυφων στοιχείων Κ9, Κ7, K1, K11, Κ8, Κ3 επί της θεμελίωσης και επικινδυνότητα από άποψη στατική και δομική του κτιρίου. Επίσης, σχετικά με διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω από 27.7.2018 αίτηση, που αφορούν κλείσιμο των συνδετήρων χωρίς άγκιστρα, επισημαίνεται ότι αυτό επιτρέπεται μόνο στους εσωτερικούς συνδετήρες. Επειδή όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η λειτουργία της θεμελίωσης έχει θεωρηθεί στην ανάλυση από τον επιβλέποντα Μηχανικό, ως διασταυρούμενες πεδιλοδοκοί και όχι ως γενική κοιτόστρωση και επειδή, κατά τα αντίστοιχα κατασκευαστικά σχήματα τόσο του εγκεκριμένου όσο και του τροποποιημένου ξυλότυπου της θεμελίωσης, οι συνδετήρες προδιαγράφονται να κλείνουν με άγκιστρα, συνεπάγεται ότι αυτοί έχουν θεωρηθεί από τον μελετητή Μηχανικό ως εξωτερικοί και ως εκ τούτου η αγκύρωση τους (η οποία γίνεται εκτός του πέλματος της πλακοδοκού, αφού δεν θεωρείται από τον επιβλέποντα Μηχανικό λειτουργία γενικής κοιτόστρωσης) θα πρέπει να γίνεται κατά το σχήμα 17.5 του ΝΕΚΩΣ. Όσον αφορά στην επάρκεια του αντισεισμικού αρμού, η επιτροπή δεν δύναται να αποφανθεί και θεωρεί ότι στερείται νοήματος, διότι ο φορέας που έχει κατασκευασθεί θεωρείται ήδη επικίνδυνος για τους ανωτέρω λόγους, γεγονός το οποίο συνεπάγεται μη προβλέψιμη συμπεριφορά κατά την σεισμική κίνηση και ως εκ τούτου η εξέταση του γεγονότος, εάν η κίνηση του κατά το σεισμό είναι μέσα στα όρια του διαμορφωμένου τελικώς αντισεισμικού αρμού ή όχι δεν έχει νόημα, αφού λόγω των λοιπών επικινδυνοτήτων θα μπορούσε να αστοχήσει ο φορέας πριν εκμεταλλευτεί κατά την κίνηση του όλο το διαμορφωμένο εύρος του αρμού. Επιπλέον, ο φορέας που έχει αναλυθεί δεν ανταποκρίνεται στον υφιστάμενο φορέα ως κατασκευάστηκε και ως εκ τούτου ακόμα και εάν κάποιος ήθελε να θεωρήσει ότι ο φορέας δύναται να έχει προβλέψιμες μετακινήσεις, αυτές δεν είναι δυνατό να συγκριθούν με τον αρμό που έχει κατασκευασθεί, ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι μέγιστες μετακινήσεις του κτιρίου αντιπροσωπεύονται από τις μετακινήσεις που προκύπτουν από την εγκεκριμένη μελέτη της άδειας. Τέλος, όσον αφορά στην επαφή των εσωτερικών κλιμάκων στο όμορο κτίριο, η επιτροπή έχει την άποψη ότι η επαφή των κλιμάκων αυτών με το κτίριο αυτό, δεν δημιουργεί προβλήματα επικινδυνότητας στα δύο κτίρια, διότι, όπως έχει αποδειχθεί από σεισμικά γεγονότα, οι κλίμακες αποτελούν στοιχεία ευαίσθητα, κατά την σεισμική κίνηση, τα οποία συγκεντρώνουν και τις περισσότερες βλάβες κατά τα σεισμικά γεγονότα. Η ευαισθησία τους αυτή αποτελεί και την αιτία για την οποία οι κλίμακες διατάσσονται κυρίως πλησίον ή και σε επαφή με τους ανελκυστήρες, σχηματίζοντας με αυτούς ενιαίους πυρήνες μέσα στο κτήριο, αφού με την ακαμψία των τοιχίων τους, οι ανελκυστήρες, επιτυγχάνουν μικρές σχετικές μετακινήσεις ορόφων στην γύρω τους περιοχή, προστατεύοντας τις κλίμακες. Με δεδομένη την εκτεθείσα κατά τα ανωτέρω, γενική ευαισθησία των κλιμάκων στα κτίρια, η επιτροπή θεωρεί ότι οι εσωτερικές κλίμακες, οι οποίες είναι σε επαφή με το όμορο κτίριο, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να υποστούν επιπλέον βλάβη, σε σχέση με τις άλλες, αφού μια πιθανή πρόσκρουση αυτών με το όμορο κτίριο θα εισάγει σε αυτές επιπλέον μη προβλεπόμενες δυνάμεις. Ως εκ τούτου για τους ανωτέρω λόγους, θεωρείται ότι η εν λόγω διαμόρφωση, δημιουργεί επικινδυνότητα στατική και δομική τοπικά στις κλίμακες και όχι στο σύνολο του κτιρίου. Επίσης και εφόσον οι κλίμακες αυτές αποτελούν την μόνη δίοδο διαφυγής των υπερκείμενων διαμερισμάτων, υφίσταται επικινδυνότητα και από άποψη κυκλοφορίας. Μετά τα παραπάνω το κτίριο κρίνεται επικίνδυνο από άποψη στατική και δομική. Επίσης, κρίνονται επικίνδυνες από άποψη στατική και δομική οι εσωτερικές κλίμακες επικοινωνίας των B’, Δ‘ και Στ’ ορόφων με τον Α’, Γ‘ και Ε’ όροφο, οι οποίες αποτελούν τη μόνη δίοδο διαφυγής των Β’, Δ’ και Στ’ ορόφων και για τον λόγο αυτό κρίνονται επικίνδυνοι από άποψη κυκλοφορίας οι Β’, Δ’ και Στ’ όροφοι». Ύστερα, από τα συμπεράσματα αυτά της έκθεσης προτάθηκαν από την Επιτροπή τα ακόλουθα μέτρα για την άρση του κινδύνου: «Επειδή τα κατακόρυφα στοιχεία Κ9, Κ7, K1, Κ11, Κ8 και Κ3, δεν εδράζονται επί των πεδιλοδοκών, θα πρέπει αυτά να θεμελιωθούν με τρόπο προβλεπόμενο από τους κανονισμούς. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες επεμβάσεις στην θεμελίωση από τους ισχύοντες κανονισμούς (ΚΑΝ. ΕΠΕ.), αλλά και την σχετική βιβλιογραφία («Συστάσεις για προσεισμικές και μετασεισμικές επεμβάσεις σε κτίρια» έκδοση ΥΠΕΧΩΔΕ /ΟΑΣΠ Απρίλιος 2001), περιορίζονται στην αποκατάσταση της ανεπάρκειας του υφιστάμενου θεμελίου, επί του οποίου εδράζεται το κατακόρυφο στοιχείο και η οποία αντιμετωπίζεται με αύξηση της επιφάνειας της βάσης του πεδίλου ή τυχόν αύξηση των διαστάσεων του, σε περίπτωση που αυτό έχει ανεπαρκείς διαστάσεις (π.χ. ύψος). Ως εκ τούτου, η τυχόν κατασκευή πρόσθετου πεδίλου γύρω από την πεδιλοδοκό ή τυχόν διαπλάτυνσης της πεδιλοδοκού και γύρω από το κατακόρυφο στοιχείο, θα είχε εφαρμογή, κατά την άποψη της επιτροπής, μόνο εάν το κατακόρυφο στοιχείο θεμελιωνόταν ορθά, επί του υποκείμενου στοιχείου θεμελίωσης και η επικινδυνότητα προέκυπτε από την ανεπάρκεια του στοιχείου θεμελίωσης αυτού (της βάσης του ή των διαστάσεών του), γεγονός το οποίο δεν ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση, αφού, όπως προελέχθη, η επικινδυνότητα προκύπτει από μη ορθή θεμελίωση του κατακόρυφου στοιχείου. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση της υφιστάμενης επικινδυνότητας θα πρέπει να περιλαμβάνει την κατασκευή νέου στοιχείου θεμελίωσης, κάτω από τα κατακόρυφα στοιχεία, καθώς και την αύξηση / ενίσχυση των κατακόρυφων στοιχείων με τρίπλευρο μανδύα σε όλους τους ορόφους, ώστε να επιτευχθεί η σύνδεση των στοιχείων αυτών με το διάφραγμα ισογείου και τον κλωβό υπογείου. Για την υλοποίηση της λύσης αυτής, απαιτείται κατ’ αρχήν η καθαίρεση μέρους του κατακόρυφου στοιχείου στο υπόγειο και της πεδιλοδοκού μπροστά και εκατέρωθεν του κατακόρυφου στοιχείου αυτού, προκειμένου : α) να τοποθετηθεί οπλισμός του στοιχείου θεμελίωσης, κάτω από το νέο ενισχυμένο κατακόρυφο στοιχείο και να σκυροδετηθεί μετά το στοιχείο αυτό, στην περίπτωση που επιλεχθεί η λύση της αβαθούς θεμελίωσης, β) να τοποθετηθούν πάσσαλοι διατρήσεως (π.χ. ριζοπάσσαλοι) ή τυχόν άλλο είδος πασσάλων και να κατασκευασθεί το σύστημα μεταβίβασης φορτίων από τα κατακόρυφα στοιχεία σε αυτούς, εφόσον επιλεχθεί βαθιά θεμελίωση. Προκειμένου να υλοποιηθούν οι λύσεις αυτές, απαιτείται η προσωρινή υποστύλωση της περιοχής γύρω από το κατακόρυφο στοιχείο με κατάλληλη κατασκευή σε όλους τους ορόφους, η οποία θα γίνει κατόπιν μελέτης από πολιτικό Μηχανικό. Επειδή τα περιμετρικά τοιχία του υπογείου είναι μετατοπισμένα προς το εσωτερικό του κτιρίου, θεωρεί η επιτροπή ότι απλή υποστύλωση των δοκών με στοιχεία τοποθετημένα εκατέρωθεν του κατακόρυφου στοιχείου, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο ισόγειο και το υπόγειο και ως εκ τούτου, απαιτείται ειδικότερη διαμόρφωση / κατασκευή της προσωρινής υποστύλωσης και θεμελίωσή της. Επίσης, θα πρέπει να λάβει χώρα η ενίσχυση των κατακόρυφων στοιχείων με τρίπλευρο μανδύα, ώστε να συνδεθούν με το διάφραγμα του ισογείου. Εναλλακτικά προς την ανωτέρω λύση, μπορεί να λάβει χώρα η κατασκευή κατακόρυφων τοιχωμάτων σε όλους τους ορόφους, τα οποία θα θεμελιώνονται επί των υφιστάμενων πεδιλοδοκών Δ6.1, Δ6.2, Δ9.1 και Δ8.1. Το πλήθος και οι διαστάσεις των κατακόρυφων αυτών στοιχείων, θα καθοριστούν από τον μελετητή μηχανικό. Για την υλοποίηση της λύσης αυτής, θα πρέπει να καθαιρεθεί τοπικά η πεδιλοδοκός και να επανασκυροδετηθεί, ώστε να υπάρξει πλήρης σύνδεση του νέου κατακόρυφου στοιχείου με το στοιχείο θεμελίωσης. Η ανωτέρω καθαίρεση θεωρεί η επιτροπή ότι απαιτεί και πάλι την προσωρινή υποστύλωση της περιοχής, γύρω από το κατακόρυφο στοιχείο με κατάλληλη κατασκευή, όπως ανωτέρω. Εφόσον απαιτηθεί, θα πρέπει να λάβει χώρα η ενίσχυση της θεμελίωσης, καθώς και η τυχόν επέκταση του πλάτους των δοκών της PILOTIS και των ορόφων που διατρέχουν τις ακραίες πλευρές του κτιρίου, παρά το κοινό όριο με τα όμορα οικόπεδα, ώστε να διέρχονται από τα νέα τοιχία, ενώ θα πρέπει να υφίσταται σύνδεση των νέων τοιχίων με τα διαφράγματα των ορόφων. Επίσης, θα πρέπει να εξετασθεί και η στατική λειτουργία των πλακών, λόγω της επέκτασης των νέων δοκών και να ενισχυθούν όπου απαιτηθεί. Εναλλακτικά και εφόσον δεν υιοθετηθούν από τον Μελετητή Μηχανικό μία εκ των ανωτέρω δύο λύσεων, θα πρέπει να κατασκευαστούν νέα κατακόρυφα στοιχεία σε όλους τους ορόφους, προς αντικατάσταση των υφισταμένων Κ9, Κ7, K1, Κ11, Κ8 και Κ3, μαζί με τα στοιχεία θεμελίωσής τους, τα οποία θα συνδεθούν με την υφιστάμενη θεμελίωση. Επίσης, τα νέα στοιχεία θα πρέπει να συνδέονται με τα αντίστοιχα διαφράγματα των ορόφων. Ο αριθμός, η θέση τους, οι διαστάσεις τους και η διαμόρφωση τους, θα επιλεχθεί από τον μελετητή μηχανικό. Εφόσον επιλεχθεί η λύση αυτή, πρέπει να κατασκευασθούν δοκοί, οι οποίοι θα παραλάβουν πλέον τα φορτία της πλάκας, ώστε να τα οδηγήσουν στα νέα κατακόρυφα στοιχεία. Επίσης, πάλι θα πρέπει να εξετασθεί η λειτουργία της πλάκας μετά την παρεμβολή των νέων στοιχείων, ώστε να λάβουν χώρα σε αυτή τυχόν επεμβάσεις όπου απαιτούνται. Εάν από την ανάλυση, προκόψει η απαίτηση ενίσχυσης και άλλων στοιχείων, θα πρέπει να λάβει χώρα και η ενίσχυση αυτών. Ακόμη, θα πρέπει να λάβει χώρα ο έλεγχος του οπλισμού των υποστυλωμάτων Κ2, Κ10 και Κ4 – Κ6 και η ενίσχυση τους, όπου διαπιστωθεί ότι υπάρχει έλλειψη οπλισμού. Η ενίσχυση του υποστυλώματος Κ3 απαιτείται μόνο στην περίπτωση που υιοθετηθεί η πρώτη λύση με την κατασκευή θεμελίου κάτω από τα κατακόρυφα στοιχεία. Ακόμη, σε όσες πεδιλοδοκούς δεν αγκυρώνονται οι συνδετήρες με άγκιστρα κατά τον κανονισμό, θα πρέπει να αγκυρωθούν με κατάλληλο τρόπο. Επίσης, θα πρέπει να επισκευασθούν οι ρηγματώσεις στην πλάκα οροφής υπογείου. Όσον αφορά στην ασυνέχεια της θεμελίωσης του φρεατίου του ανελκυστήρα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπιστεί η υποσκαφή των περιμετρικών τοιχίων του φρεατίου και εφόσον προκύψει από την μελέτη του κτηρίου, ότι η ασυνέχεια αυτή επιφέρει ανεπάρκεια στην θεμελίωση και στην λειτουργία των υπερκείμενων τοιχίων, να αποκατασταθεί και, εάν απαιτηθεί, να ενισχυθεί τοπικά. Από τις ανωτέρω επεμβάσεις θα πρέπει να προκύπτει η μείωση των μετακινήσεων του κτιρίου, ώστε να είναι επαρκής ο υφιστάμενος αντισεισμικός αρμός, διαφορετικά θα πρέπει να λάβει χώρα η αύξηση της ακαμψίας του κτιρίου και στην άλλη διεύθυνση (την παράλληλη με την οδό …………..). Αναφορικά με τις κλίμακες του κεντρικού κλιμακοστασίου, αυτές, κατά την άποψη της επιτροπής, θα πρέπει να ενισχυθούν, όπου δεν έχουν το προβλεπόμενο πάχος, ενώ οι εσωτερικές κλίμακες των διαμερισμάτων δεν θα πρέπει να είναι σε επαφή με το όμορο κτίριο και θα πρέπει στα σημεία που σήμερα υφίσταται επαφή, να υπάρχει αντισεισμικός αρμός, όσο απαιτεί η μελέτη. Οι ανωτέρω επεμβάσεις θα λάβουν χώρα εντός τριακοσίων εξήντα πέντε (365) ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής στους υπόχρεους και κατόπιν έκδοσης των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις εγκρίσεων. Πριν την άρση των ανωτέρω επικινδυνοτήτων, θα πρέπει να λάβει χώρα η καθαίρεση τυχόν, αυθαιρέτων κατασκευών, οι οποίες δεν έχουν νομιμοποιηθεί ή εξαιρεθεί από την κατεδάφιση ή δεν υφίσταται αναστολή διοικητικών κυρώσεων και κατεδάφισης, λόγω υπαγωγής τους στις διαδικασίες των νόμων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 82 του 4495/2017 ή το άρθρο 96 του νόμου αυτού (Ν. 4495/2017). Τα ανωτέρω επιβάλλονται, διότι κατά την από 23.10.2015 αναθεωρητική έκθεση τουλάχιστον, διαπιστώνονται κατασκευές, οι οποίες τελούν καθ’ υπέρβαση της εγκεκριμένης οικοδομικής αδείας και κατά την παρ. 3 του άρθρου 425 του Κ.Β.Π.Ν. ορίζεται ότι: «Πάντως οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται από τις κείμενες διατάξεις». Όλες οι ανωτέρω επεμβάσεις θα λάβουν χώρα, κατόπιν αποτύπωσης και ανάλυσης του φορέα του κτιρίου, κατά την ΔΙΠΑ/οικ.372/05.07.2014 απόφαση Υπουργού ΜΕΔΙ, όπως αυτή ισχύει και κατόπιν έκδοσης των προβλεπόμενων από το νόμο εγκρίσεων». Η ως άνω έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, με την από 2.10.2018 απόφασή της, δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο, ως προερχόμενη από την αρμόδια διοικητική αρχή, η οποία δεν έχει προσβληθεί ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων. Σημειωτέον ότι η αίτηση θεραπείας, που υπέβαλε ο εναγόμενος στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, εκτός του ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κατατέθηκε παρελκυστικά, ήτοι στις 29.6.2020, μόλις 10 ημέρες πριν την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, δεν κρίνεται πως θα ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι όλοι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου, που συνοδεύονται και από σχετικά έγγραφα έχουν ληφθεί υπόψη πριν την έκδοσή της και έχουν εξεταστεί. Ωστόσο, για τον προσδιορισμό του ύψους του κόστους, που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση των παράνομων εργασιών, που έχουν γίνει (μετατροπή των ημιυπαίθριων χώρων σε κλειστούς χώρους κύριας χρήσης, σε όλους τους ορόφους, τα ύψη των ορόφων δεν είναι σύμφωνα με τις εγκεκριμένες τομές, με υπέρβαση περίπου 10 εκατ. σε όλους τους ορόφους και συνολική υπέρβαση της οικοδομής κατά 80 εκατ., το περίγραμμα του υπογείου δεν συμφωνεί με αυτό του εγκεκριμένου σχεδίου, αφού το τοιχίο προς την πλευρά του ακάλυπτου χώρου, έχει μετακινηθεί κατά 3 μ. σε βάρος του τελευταίου και το στατικό σύστημα έχει τροποποιηθεί με την τοποθέτηση δοκών 25/60 αντί τοιχίου, η απόληξη του κλιμακοστασίου έχει διαφορετικές διαστάσεις και ύψος από τα εγκεκριμένα σχέδια και έχουν κατασκευαστεί εξώστες στην πίσω πλευρά σε όλους τους ορόφους, μήκους 60 εκατ., που δεν προβλέπονται στην οικοδομική άδεια), όσο και στην από 26.9.2018 τριτοβάθμια έκθεση επικίνδυνου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την περιγραφή των απαιτούμενων τεχνικών εργασιών, έκδοση αδειών και μελετών, υλικών, ημερομισθίων, καθώς και οποιονδήποτε άλλων ειδικών δαπανών, που θα απαιτηθούν κατά περίπτωση, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Σημειωτέον ότι, επειδή με την από Σεπτεμβρίου 2019 τεχνική έκθεση των πολιτικών μηχανικών ….. και …….. υποστηρίζεται πως, λόγω του προχωρημένου σταδίου εργασιών, στο οποίο βρίσκεται η οικοδομή των εναγόντων, δεν είναι τεχνικά εφαρμόσιμη η εκτέλεση όσων (εργασιών) προτείνονται με την ως άνω τριτοβάθμια έκθεση επικινδύνου της επιτροπής, με βάση την οποία κρίθηκε από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής (απόφαση με αριθμό πρωτοκόλλου 66234/3944/2.10.2018) επικίνδυνη από άποψη στατική και δομική η οικοδομή των εναγόντων, ανεξαρτήτως του ότι θα είναι οικονομικά ασύμφορη, θα πρέπει να εξεταστεί και η περίπτωση αυτή. Κατόπιν τούτων, προς ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα των σχετικών λόγων της έφεσης, το Δικαστήριο, θα πρέπει να διατάξει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, για τη διευκρίνιση και συμπλήρωση των ανωτέρω κενών και αμφίβολων σημείων, που προέκυψαν κατά τη μελέτη της υπόθεσης, με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πολιτικό μηχανικό (άρθρα 254, 368 §2 και 369 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 24.4.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση των εκκαλούντων …….
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση, ως προς τα κεφάλαια για την επιδίκαση: α) διαφυγόντων κερδών, ποσών 19.800 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, 15.400 ευρώ στο δεύτερο και 24.200 ευρώ στην τρίτη από την απώλεια μισθωμάτων, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των κατοικιών τους, β) ποσού 12.000 ευρώ, σχετικά με έξοδα και δαπάνες προς πολιτικούς μηχανικούς, το Τ.Ε.Ε., δικηγόρους, έξοδα κίνησης και παράστασης, γ) ποσών : 1) 182.000 ευρώ (60.666 ευρώ στον καθένα), το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος της οικοδομής, στο κατασκευαστικό στάδιο που αυτή βρισκόταν, κατά το χρόνο της κατασκευής της, μαζί με το εργολαβικό κέρδος, 2) 95.000 ευρώ (από 31.666,66 ευρώ στον καθένα), για την κατεδάφιση της οικοδομής, 3) από ποσό 18.200 ευρώ στον καθένα, ως επιπλέον κόστος κατασκευής εκ νέου της οικοδομής, στο στάδιο το οποίο βρίσκεται, σύμφωνα με τις νέες τιμές κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (236.000 ευρώ το συνολικό κόστος μείον των 182.000 ευρώ, που έχουν ήδη ζητήσει), 4) από 67.866,25 ευρώ στον καθένα (συνολικά 203.598,75 ευρώ), που τους επιβλήθηκαν από την Πολεοδομία, ως πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης της οικοδομής και 5) από 79.986,67 ευρώ στον καθένα, ως χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τη βάση της αγωγής από τη σύμβαση έργου (τα υπό στοιχεία γ) 1- 4) και από τη σωρευόμενη βάση της αδικοπραξίας, η οποία στηρίζεται στην παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 17 §8 του ν. 1337/1983 και 286 του Π.Κ. (τα υπό στοιχεία γ) 1- 4).
Εξαφανίζει την απόφαση 374/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τα ανωτέρω αιτήματα.
Κρατεί και δικάζει την από 9.10.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2009 αγωγή, ως προς τα ίδια αιτήματα.
Απορρίπτει ως αόριστα τα αιτήματα τα αγωγής για την επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, ποσών : α) 19.800 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, 15.400 ευρώ στο δεύτερο και 24.200 ευρώ στην τρίτη από την απώλεια μισθωμάτων, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των κατοικιών τους και β) 12.000 ευρώ, σχετικά με έξοδα και δαπάνες προς πολιτικούς μηχανικούς, το Τ.Ε.Ε., δικηγόρους, έξοδα κίνησης και παράστασης.
Διατάσσει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης της έφεσης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Διορίζει πραγματογνώμονα τον πολιτικό μηχανικό – μέλος του Τ.Ε.Ε. ……… (οδός ……, τηλ. ….. και ……….), που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της παρούσας και λάβει υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα θέσουν στη διάθεση του οι διάδικοι και επισκεφτεί την οικοδομή των εναγόντων επί της οδού ………….. ., στον Πειραιά θα συντάξει έκθεση, στην οποία θα γνωμοδοτεί αιτιολογημένα περί : α) του κόστους, που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση των παράνομων εργασιών, που έχουν γίνει σ’ αυτήν (μετατροπή των ημιυπαίθριων χώρων σε κλειστούς χώρους κύριας χρήσης σε όλους τους ορόφους, τα ύψη των ορόφων δεν είναι σύμφωνα με τις εγκεκριμένες τομές, με υπέρβαση περίπου 10 εκατ. και συνολική υπέρβαση της οικοδομής κατά 80 εκατ., το περίγραμμα του υπογείου δεν συμφωνεί με αυτό του εγκεκριμένου σχεδίου, αφού το τοιχίο προς την πλευρά του ακάλυπτου χώρου, έχει μετακινηθεί κατά 3 μ. σε βάρος του τελευταίου και το στατικό σύστημα έχει τροποποιηθεί με την τοποθέτηση δοκών 25/60 αντί τοιχίου, η απόληξη του κλιμακοστασίου έχει διαφορετικές διαστάσεις και ύψος από τα εγκεκριμένα σχέδια και έχουν κατασκευαστεί εξώστες στην πίσω πλευρά σε όλους τους ορόφους, μήκους 60 εκατ., που δεν προβλέπονται στην οικοδομική άδεια), όσο και στην από 26.9.2018 τριτοβάθμια έκθεση επικίνδυνου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (προτάσεις για την άρση του κινδύνου της οικοδομής – σελ. 39 έως 42 του σκεπτικού της παρούσας, με βάση και τα συμπεράσματα της έκθεσης), με την περιγραφή των απαιτούμενων τεχνικών εργασιών, υλικών, ημερομισθίων και ασφάλισης εργατών, δαπάνη έκδοσης αδειών και μελετών και οποιονδήποτε άλλων ειδικών δαπανών, που θα απαιτηθούν, σύμφωνα με την άποψή του, κατά περίπτωση και β) για την περίπτωση που δεν κρίνεται τεχνικά εφικτή η αποκατάσταση των ως άνω παραβάσεων, χωρίς την κατεδάφιση της οικοδομής ή είναι ασύμφορη οικονομικά η εκτέλεση των ως άνω εργασιών, σε συνδυασμό με το τυχόν επισφαλές του αποτελέσματος της αποκατάστασης που προτείνεται ή αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν μπορούν να εκτελεστούν αυτές (εργασίες) και εφόσον υπάρχει η σχετική άδεια της αρμόδιας Πολεοδομίας, να υπολογιστεί αναλυτικά (περιγραφή των απαιτούμενων τεχνικών εργασιών, υλικών, ημερομισθίων, ασφάλισης εργατών, δαπάνη έκδοσης αδειών και μελετών, καθώς και οποιονδήποτε άλλων ειδικών δαπανών, που θα απαιτηθούν): 1) το κόστος που απαιτήθηκε για την ανέγερση της ίδιας οικοδομής στο στάδιο, που βρίσκεται, με βάση τις τιμές του χρόνου εκτέλεσης των δαπανών του έργου – 2002 έως 2006, 2) το τυχόν επιπλέον κόστος, που απαιτείται για την ανέγερση της ίδιας οικοδομής, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (10ος 2009), μέχρι το στάδιο, που η κατασκευή της έχει σταματήσει, 3) το κόστος για την κατεδάφιση της οικοδομής και 4) δαπάνες που δεν έχουν προβλεφθεί ή άλλες, που πιθανόν θα προκύψουν. Προς τούτο, ο εν λόγω πραγματογνώμονας θα πρέπει να συντάξει σχετική αιτιολογημένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία θα καταθέσει, με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 22 Οκτωβρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 30 Νοεμβρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ