Αριθμός 721/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. …./2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 2462/2018 οριστικής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλομένης υπ΄αριθμόν 4785/2013 μη οριστικής απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η οριστική απόφαση δημοσιεύτηκε στις 29-5-2018, επιδόθηκε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στις 11-6-2018 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……. επι του σώματος της εκκαλουμένης) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 24-9-2018 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 2 και 147 ΚΠολΔ) δοθέντος ότι κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κώδικα νόμων δικων δημοσίου (διάταγμα της 26 Ιουν./10 Ιουλ.1944), αναστέλλεται για το Ελληνικό Δημόσιο η προθεσμία άσκησης έφεσης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ενώ είναι αυτονόητο ότι δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου άσκησης έφεσης αφού η έφεση ασκείται από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο.
Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός ακινήτου αποτελουμενου από δυο συνεχόμενα αγροτεμαχια συνολικής επιφανείας 560 τμ κατά τον τίτλο κτήσεως και 562 τμ κατά τις μετρήσεις του Κτηματολογίου κειμένων στα …………. που φέρει αριθμό ΚΑΕΚ ……….., τα οποία απέκτησε με μεταβίβαση αιτία πωλήσεως από την κυρία αυτών δυναμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου που μεταγράφηκε νομότυπα στα βιβλία μεταγραφών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου επί του οποίου έκτοτε ασκούσε πράξεις νομής όπως και οι δικαιοπάροχοι αυτού άμεσοι και απώτεροι από το έτος 1850 και εντεύθεν. Ωστόσο, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου ……… Σαλαμίνας έχει αναγραφεί ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του εφεσιβλήτου ενάγοντος προβάλλοντας ίδιον δικαίωμα κυριότητας. Ζήτησε δε, ν΄ αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου ακινήτου το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο λόγω διαδοχικών νομότυπων μεταβιβάσεων, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία καθώς οι δικαιοπάροχοι αυτού ασκούσαν τις αναφερόμενες πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό ως τμήμα ευρύτερης έκτασης για τριάντα και πλέον έτη πριν την 11-9-1915 και ειδικότερα από το 1850 και εντεύθεν, άλλως με ειδική χρησικτησία κατ΄αρθρο 4 του ν 3127/2003 καθώς το επίδικο ακίνητο κείται εντός του αναγνωρισμένου την 14-3-1971 οικισμού Κυνόσουρας με αριθμό κατοίκων μικρότερο των 2.000. Ζήτησε επίσης να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή ώστε να αναγραφεί ο ίδιος αποκλειστικός κύριος αυτού.
Επί της ανωτέρω νομίμου αγωγής (369,974,976,1000,1045,1051 ΑΚ και 4 παρ 1 του ν 3127/2003, 70,176 ΚΠολΔ και 6 παρ 1 και 2, 7 του ν 2664/1998, όπως ισχυαν προ της τροποποιήσεώς με την διαταξη του άρθρου 24 παρ 1 του ν 3983/2011)εκδόθηκε η με αριθμό 4785/2013 μη οριστική απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια με την οποία απορριφθηκε η αγωγή ως αόριστη ως προς την κύρια βάση που θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας για το λόγο ότι ο ενάγων δεν συμπλήρωσε με το δικόγραφο των Προτάσεων παρά την από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου αμφισβήτηση της κυριότητας του, τον αρχικό δικαιοπάροχο αυτού ο οποίος κατά την ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους κατείχε το επίδικο ακίνητο δυνάμει οθωμανικού τίτλου, έστω και ακύρου ή ότι κύριοι αυτού ήταν Οθωμανοί ιδιώτες στους οποίους είχε αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητας οι οποίοι πώλησαν το ακίνητο αυτό στον απώτατο δικαιοπάροχο του ενάγοντος, ούτε επικαλείται ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτού κατά την έναρξη ισχύος του Β.Δ/τος της 17-11-1836 «περι ιδιωτικών δασών» εμφάνισε εντος της ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού συγκεκριμένους τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώριση του ως κυρίου. Επίσης, απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την βάση αυτής που θεμελιώνεται σε τακτική χρησικτησία με την αιτιολογία ότι ο τρόπος αυτός κτήσης κυριότητας είχε αποκλεισθεί από το προϊσχύσαν του Αστικού Κώδικα βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Περαιτέρω, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της έκτακτης χρησικτησίας και ως προς την έτερη επικουρική βάση της ειδικής χρησικτησίας κατ΄αρθρο 4 του ν 3127/2003 και περαιτέρω διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί έγγραφο από τον Δήμο Σαλαμίνας ή από την Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια πολεοδομική αρχή από το οποίο να προκυπτει αν υφιστατο στην ….. Σαλαμίνας οριοθετημένος οικισμός με πληθυσμό προ της ενάρξεως του ν 3127/2003 λιγότερο των 2000 κατοίκων, αλλά και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διακριβωθεί εάν το επίδικο ακίνητο, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός …., βρίσκεται εντός αυτού, καθώς, επίσης και εάν το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του ΑΒΚ … δημοσίου κτήματος ή εντός του ΑΒΚ ….. δημοσίου κτήματος και τέλος, εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας … ή της τέως Κοινότητας ….. Μετα την διενεργεια της πραγματογνωμοσύνης και την προσκομιση των αιτούμενων εγγράφων εξεδόθη η με αριθμό 2462/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία αναγνωρίστηκε ο ενάγων κύριος του επιδίκου ακινήτου καθώς δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο αρχικός δικαιοπαροχος του ενάγοντος, ………. ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο ως τμήμα ευρύτερης έκτασης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών προ της 11-9-1915 τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού και μετέπειτα ο ενάγων. Περαιτέρω, διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ώστε ν΄αναγραφεί ο ενάγων ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου αυτού με αιτία κτήσης την χρησικτησία. Ήδη, κατά των ανωτέρω αποφάσεων βάλλει το Ελληνικό Δημόσιο παραπονούμενο για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση αυτών και την καθ΄ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του.
Με τον πρώτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να κηρύξει την συζήτηση της υπόθεσης απαράδεκτη καθώς ο ενάγων δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 54Α παρ 5 του ν. 4174/2013. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμο, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη συζήτηση της αγωγής έλαβε χώρα στις 13-5-2013 ,ενώ το άρθρο 54 Α με το οποίο προβλέφθηκε η σχετική υποχρέωση προστέθηκε στο νόμο 4174/2013 με το άρθρο 9 παρ 2 του ν 4223/2013 (ΦΕΚ 31-12-2013) το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ 2 του αυτού νόμου έχει ισχύ από 1-1-2014. Ως εκ τούτου κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής δεν είχε θεσπισθεί ακόμη η υποχρέωση αυτή. Ενόψει δε, του ότι η επαναληφθείσα συζήτηση η οποία έγινε στις 27-11-2017 θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, ήτοι της συζήτησης της 13-5-2013 κρίνεται ότι δεν απαιτείται η προσκόμιση του σχετικού πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ αφού δεν δύναται να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αγωγής μετα την έκδοση (μη οριστικής) απόφασης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι παρα το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή λόγω αοριστίας αφού ο ενάγων δεν συμπλήρωσε την ιστορική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις έκτακτης χρησικτησίας μολονότι αμφισβήτησε την κυριότητα των δικαιοπαρόχων αυτού (άμεσων και απώτερων) και ειδικότερα δεν ανέφερε συγκεκριμένες πράξεις νομής από τον απώτερο δικαιοπάροχο αυτού επί τριακονταετία προ της 11-9-1915 που απαιτούνταν κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 21 του ΝΔ/τος 29-4/16-3-1926 για την κτήση κυριότητας επι δημοσίου κτήματος. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή ότι από το 1850 ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτού, ……….. ασκούσε πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό ως τμήμα ευρύτερης έκτασης με καλή πίστη, καθώς καλλιεργούσε στο επίδικο ακίνητο αμπέλια και έβοσκε σ΄αυτό τα ζώα του (βλ σελίδες 2 και 9 της αγωγής) πράξεις τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, ……..και ……….., μετά δε τον θάνατο του τελευταίου τις πράξεις αυτές συνέχισαν με καλή πίστη οι κληρονόμοι αυτού, ……. και …….. (βλ σελίδα 15 της αγωγής), οι οποίοι πώλησαν και μεταβίβασαν νομότυπα το ακίνητο αυτό ως προς το μερίδιο που κληρονόμησαν απ΄ τον πατέρα τους στον …………, ο οποίος συνέχισε την άσκηση των αυτών πράξεων νομής σε ολόκληρο το ακίνητο με καλή πίστη, ενώ μετά τον θάνατο αυτού οι κληρονόμοι του συνέχισαν τις αυτές πράξεις νομής και το έτος 1961 πώλησαν στην …………. άμεση δικαιοπάροχο του ενάγοντος το επίδικο τμήμα (βλ σελίδα 15 της αγωγής), η οποία συνέχισε πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό όπως η διαμόρφωση ιδιωτικών δρόμων και η δημιουργία επιμέρους γεωτεμαχίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με τις προσβαλλόμενες (υπ΄ αριθμόν 4785/2013 μη οριστική απόφαση και υπ΄αριθμόν 2462/2018 οριστική απόφαση) δέχτηκε τα ίδια και έκρινε ως ορισμένη την επικουρική βάση της αγωγής η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα οσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τις ρυθμίσεις που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19.6/1-7-1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί). Σημειωτέον ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους Οθωμανούς και Ελληνες, την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21-1/3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ/τος της 17-11/1-12-1836 “περί ιδιωτικών δασών” που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, ώφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β.Δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (23.3) 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ.ΝΑ.Κ έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ.(5-8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διανοία κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται οι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του και ακόμη του άρθρου 21 ν.δ. της 22-4/26-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων” με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από 26-5-1926 και εφεξής, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών με διανοία κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι 11- 9-1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας” με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π. το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 Β.Δ./τος 3/15-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 ν. Κ.Θ. της 31-1/18-2-1864 “περί βοσκημίσων γαιών” με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο ως και οι κοινότητες διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27-3/1-4- 1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδίων” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το έτος 1864, τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδίων ή βοσκοτόπων υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους ενέμοντο με διανοία κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11-9-1915. Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση της αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. α’ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος(ΑΠ 1355/2014, ΝΟΜΟΣ)
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την με αριθμό καταθ. …../2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο ………., αγρονόμος τοπογραφος μηχανικός και τα συνοδεύοντα αυτήν τοπογραφικά διαγράμματα, την με ημερομηνία 18-10-2017 τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου του εκκαλούντος, ………., πολιτικού μηχανικού και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νομοτύπως και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη θέση «…» … Σαλαμίνας βρίσκεται ακίνητο το οποίο έχει καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με αριθμό ΚΑΕΚ …….. επιφανείας κατά τις μετρήσεις του Κτηματολογίου 562 τμ και κατά το υπ΄αριθμόν …./1-4-1967 συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. που έχει μεταγραφεί στις 20-6-1967 στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό .., (δυνάμει του οποίου μεταβιβάστηκε το ακίνητο αυτό από την ……. …. αιτία πωλήσεως στον ενάγοντα), (επιφανείας) 562 τμ. Το ακίνητο αυτό απαρτίζεται από δυο τεμάχια που φέρουν αριθμούς 13 και 15 στο με στοιχείο …. Οικοδομικό Τετράγωνο της ανωτέρω περιοχής και αποτελούσε τμήμα ευρύτερης έκτασης στην οποία ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ………. από το 1850 ασκούσε πράξεις νομής με καλή πίστη, όπως η καλλιέργεια αμπελιού και η βόσκηση ζώων μέχρι το έτος 1899 που απεβίωσε έχοντας την πεποίθηση ότι ασκώντας τις πράξεις αυτές δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας τρίτου. Μετα τον θάνατό του υπεισήλθαν στην κληρονομία και συνέχισαν τις αυτές πράξεις τα παιδιά του α) …….. ο οποίος απεβίωσε στις 22-5- 1932 και β) …….. ο οποιος απεβίωσε το έτος 1908. Μετά τον θάνατο του ……, τα παιδιά του …. και ……… υπεισήλθαν στην κληρονομία του πατέρα τους συνεχίζοντας τις αυτές πράξεις νομής και ακολούθως, μεταβίβασαν αιτία πωλήσεως στο θείο τους, .. ……. δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……/17-3-1908 συμβολαιου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……… που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό … το μερίδιο που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους, ……. …….. Ο …… συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής με καλή πίστη ως αποκλειστικός νομέας του ακινήτου αυτού καλλιεργώντας αμπέλια και χρησιμοποιώντας το υπόλοιπο τμήμα για την βόσκηση ζώων του. Μετά τον θάνατο του …… το ακίνητο περιήλθε στους κληρονόμους του και συγκεκριμένα στην χήρα αυτού, … και στα τέκνα του, Αναστάσιο, ……., …….., οι οποιοι υπεισήλθαν στην κληρονομία συνεχίζοντας τις πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους. Η χήρα του …… απεβίωσε το έτος 1937 και το μερίδιο της περιήλθε στα ανωτέρω δέκα τέκνα αυτής, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομία συνέχισαν την άσκηση των αυτών πράξεων νομής στο επίδικο ακίνητο. Μετά τον θάνατο του …. που επισυνέβη το έτος 1952 το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγό του ….. και στα τέκνα του …, ……., …….. οι οποιοι συνέχισαν τις αυτές πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό. Μετά τον θάνατο του ….. (……. του ….) που επισυνέβη το έτος 1954 το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγο του Λεμονιά και στους αδελφούς του ,…., ……., ……… οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομία αυτή με τις υπ΄αριθμούς …./ 1961 και …./ 1961 πράξεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογραφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκαν στα οικεία βιβλία μεταγραφών συνεχίζοντας τις αυτές πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό. Μετά τον θάνατο του …….. το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγο του ….. και στα τέκνα του ……., …….. οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομια με την με αριθμό …../1961 Πράξη του συμβολαιογραφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των ως άνω πράξεων νομής. Μετα τον θάνατο του …… το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγό του …. και στους αδελφούς του, …….., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …….. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ….., ………. οι οποιοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά με την υπ΄αριθμόν ……./ 1961 Πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογραφου Αθηνών, …….. που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των αυτών πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό. Μετά τον θάνατο της ….. που επισυνέβη το ετος 1960 το μερίδιο αυτής περιήλθε στον σύζυγο της Νικόλαο και στα τέκνα της, …… οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομια με την υπ΄αριθμόν ………/1961 Πράξη αποδοχής κληρονομίας της αυτής συμβολαιογράφου που μεταγράφησε στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των αυτών πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό. Στη συνέχεια, οι ανωτέρω μεταβίβασαν την ευρύτερη επιφάνεια στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο στην ………., αιτία πωλήσεως δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……../1961 συμβολαίου του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε στον τόμο …. και με αριθμό ……., η οποία άσκησε πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό προβαίνοντας σε χάραξη ιδιωτικών δρόμων και σε κατατμηση της συνολικής επιφάνειας σε επιμέρους ακίνητα και ακολούθως, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο αιτία πωλήσεως στον ενάγοντα δυνάμει του αναφερόμενου στην αρχή του σκεπτικού αυτού υπ΄αριθμόν ……./1-4-1967 συμβολαίου του συμβολαιογραφου Αθηνών, ……… που μεταγράφηκε στις 20-6-1967 στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο ….. και με αριθμό ….., ο οποιος συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό προβαίνοντας σε επόπτευση των ορίων του και σε καταμέτρηση της επιφανείας του δίχως ποτέ να αποξενωθεί από το ακίνητο αυτό. Καθ΄ολη την διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν από το 1850 και εντεύθεν οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, αμεσοι και απώτεροι άσκησαν πραξεις νομής στο επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, όπως η καταμέτρηση, η επόπτευση αυτου, η καλλιέργεια αμπελιού και η βόσκηση ζώων, όπως προαναφέρθηκε, διχως ποτε να το εγκαταλείψουν, ενώ ο ενάγων άσκησε πράξεις νομής από το έτος 1967 και εντεύθεν δίχως να έχει αποβληθεί από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο το έτος 2003 διεκδίκησε το ακίνητο αυτό ζητώντας να καταχωριστεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως Δημόσιο Κτήμα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητα του δυνάμει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου «δικαιώματι πολέμου» (JUREBELLICO), ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821 κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικου Κράτους αλλα στην κυριότητα του περιήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη μειζονα σκέψη, εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών τα οποία κατά την διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκεινα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλαδα Οθωμανούς, πρώην κυριους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/10-7-1837 «περι διακρισεως δημοσίων κτημάτων», όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως, κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυριου έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Σαλαμίνα οθωμανικά κτήματα όπως και για τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευση τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου αφού η Σαλαμίνα όπως και η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος το 1832 με βάση το από 21-1/ 3-2-1830 Πρωτοκολλο «περι ανεξαρτησίας της Ελλαδος» και τα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη Κωνσταντινουπολης «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος», αλλά και το από 30-8-1832 Πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου και κατόπιν συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει της ως άνω Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των ως άνω Πρωτοκόλλων ως ανήκουσα προ της επαναστάσεως του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους οι οποίοι κατά το χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλείψει τις περιοχές των Αθηνών, Πειραιώς, Στερεάς και Πελοποννήσου που είχαν προσδιορισθεί ως περιοχές μέλλουσες ν΄αποτελέσουν το Ελληνικό Κράτος, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η έκταση αυτή προ της επαναστάσεως του 1821 ανήκε σε Οθωμανούς υπηκόους. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του βάσει των διατάξεων του βδ της 17-11-1836 «περι ιδιωτικών δασών» καθόσον από το έτος 1820 έως και το έτος 1998 αποτελούσε (δημόσια) δασικη έκταση βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1945 και 1998 κρίνεται αβάσιμος καθόσον με τις διαταξεις αυτές θεσπισθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες υπό την προϋπόθεση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη εισαγγελική πρόταση, της ιδιότητας του διεκδικούμενου ως δάσους κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του διατάγματος αυτού, η οποία (προϋπόθεση) στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει αφού το εκκαλούν προς απόδειξη του ισχυρισμού του επικαλείται αεροφωτογραφίες του 1945, οι οποίες δεν επαρκούν ενόψει του χρόνου λήψης τους αφού αναφέρονται σε μεταγενέστερο κατά εκατό δέκα έτη χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του βάσει του βδ 3/15-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοιδιόκτητα λιβάδεια εγγειου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834» καθώς αποτελούσε βοσκότοπο ή λιβάδι κρινεται ως αβάσιμος καθόσον με τις διατάξεις αυτές θεσπισθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλους τους βοσκότοπους και τα λιβάδια που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, υπο την προϋπόθεση της ιδιότητας του διεκδικούμενου ως βοσκότοπου ή λιβαδιου κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του διατάγματος αυτού, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχε. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία κρίνεται απορριπτέος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, αλλά αντιθετως ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ……… ασκούσε πράξεις νομής από το 1850 και εντεύθεν, τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του ως αδέσποτο κρίνεται απορριπτέος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο αυτό ήταν αδέσποτο ή ότι είχε εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυριους αυτού και δεν είχε καταληφθεί από τρίτους, αλλά αντιθέτως ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ……….. ασκούσε πράξεις νομής από το 1850 και εντεύθεν, τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, όπως προαναφέρθηκε. Εξάλλου, και αν ακόμη υποτεθεί ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσιο κτήμα ή δασος που κατά τεκμήριο ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 τριακονταετής άσκηση πράξεων νομής με καλή πίστη στο πρόσωπο του …………. με συνυπολογισμό στο χρόνο νομής αυτού του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του α) …… και β) ……… (εκ των οποιων απέκτησε τη νομή κατά ½ εξ αδιαιρετου με ειδική διαδοχή δυναμει του προαναφερόμενου συμβολαίου νομιμως μεταγραφέντος) γ) ……..και δ) …… (εκ του οποιου απέκτησε το ½ εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής με ανάμειξη στην κληρονομία). Ως εκ τούτου ο …… ο οποίος απεβίωσε το 1932 είχε καταστεί στις 11-9-1915 κύριος της επιδικης εκτάσεως και αν ακόμη υποτεθεί ότι αποτελουσε δημόσιο κτήμα. Το γεγονός δε, ότι ο ………… ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο κατά ½ εξ αδιαιρέτου μεχρι το 1908 και ακολούθως κατά 100% επιβεβαιώνεται και από το προαναφερόμενο υπ΄αριθμόν …/1908 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμινας ……… που μεταγράφηκε στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, καθόσον πέραν του ότι αναφέρεται σ΄αυτό ότι οι αδελφοί ……. και …. στις 17-3-1908 πωλησαν και μεταβίβασαν στον ……….., το ½ εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου το οποίο περιήλθε σ΄αυτούς από «πατρική κληρονομιά», ήτοι από κληρονομία του πατέρα τους, ……. ., επισημαίνεται επίσης ότι το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε στον …….. Εκ των αναφορών αυτών συνάγεται αφενός μεν γενική αναγνώριση του ……… ως συννομέα μέχρι το 1908 (και αποκλειστικού νομέα για το μετεπειτα διαστημα) του ακινήτου αυτού, αφετέρου δε αναγνώριση του πατέρα τους ως ετερου συννομέα του ακινήτου αυτού κατά το υπολοιπο ποσοστό μεχρι του θανάτου του που επισυνέβη το 1908. Η σύμμετρη δε, άσκηση πράξεων νομής των αδελφών ……… και . ……. στο ακίνητο αυτό επιβεβαιωνει την παραδοχη της περιελευσης αυτού σ΄αυτούς από κληρονομια του πατέρα τους, …….. (ο οποίος απεβίωσε το 1899) στην οποία αναμείχθηκαν με γεωργικές καλλιέργειες και βόσκηση ζώων, όπως προαναφέρθηκε.
Η καλή πίστη δε, των ανωτέρω απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο από το 1850 μέχρις καταχωρίσεώς του κατά το έτος 2003 στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως αποκλειστικού κυρίου του επιδίκου ακινήτου που έλαβε χώρα το έτος 2003, ήτοι για χρονικό διάστημα 153 ετών δεν απέβαλε τον εκάστοτε χρήστη του ακινήτου αυτού αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα να συμπεριφέρεται με διάνοια κυρίου. Επίσης, η πεποίθηση των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος ότι το ακίνητο αυτό δεν αποτελεί δημόσιο κτήμα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Κοινοτητα Σεληνίων άσκησε την με ημερομηνία 5-8-1963 αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της ………. (αμεσου δικαιοπαρόχου του ήδη εφεσιβλήτου ενάγοντος) για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 18-10-1963 καθώς και την με ημερομηνία 15-4-1965 αγωγή ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου για την οποία ορισθηκε δικάσιμος η 25-2-1965 διεκδικώντας μεταξύ άλλων και την επίδικη έκταση από την ………, οι οποίες δεν εκδικάστηκαν καθώς επήλθε μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμός δυνάμει της υπ΄αριθμόν …./1969 συμβολαιογραφικής πράξεως του συμβολαιογραφου Πειραιώς ……… αφού προηγουμένως η ……. ……. ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην Κοινότητα Σεληνίων το ποσό των 200.000 δραχμών. Στις ενέργειες δε, αυτές δεν θα προέβαινε η Κοινότητα ….. αν η επίδικη έκταση αποτελούσε Δημόσιο Κτήμα. Εξάλλου και τα πρωτόκολλα αποζημιώσεως που είχαν εκδοθεί για την θέση ….. της ….. ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Ειρηνοδίκη Ελευσίνος (βλ με ημερομηνία 15-10-1970 έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας Δημοσίων Κτημάτων). Κατόπιν όλων αυτών δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ενάγων έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Παρά ταύτα έχει καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ότι το ακίνητο αυτό αποτελεί Δημόσιο Κτήμα που φέρει τον αριθμό …. και ανήκει εξ ολοκλήρου στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, πρέπει να διορθωθεί η ανακριβής αυτής πρώτη εγγραφή ώστε να καταχωριστεί αποκλειστικός κύριος του ακινήτου αυτού ο ενάγων με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν 2664/1998 προθεσμίας από της ημερομηνίας ισχύος του Κτηματολογίου στην επίδικη περιοχή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια, έστω και διαφορετική αιτιολογία η οποία και αντικαθίσταται από την αιτιολογία της απόφασης αυτής και αναγνώρισε τον ενάγοντα κυριο της επιδικης έκτασης και περαιτέρω διέταξε την διόρθωση της αρχικής ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας προκειμένου να καταχωρισθει ο ενάγων ως αποκλειστικός και πλήρης κύριος αυτού με τίτλο κτήση την έκτακτη χρησικτησία, ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22 του ν 3693/1957 και της υπ΄αριθμόν 134423/1993 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/1993) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε το εκκαλούν σε δικαστική δαπάνη 800 ευρώ, ενώ έπρεπε να την συμψηφίσει άλλως να επιβάλλει αυτήν μειωμένη αφού με την ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι η αποδοτέα στο νικήσαντα διάδικο αμοιβή του πληρεξουσιου του δικηγόρου ορίζεται από 40.000 δραχμές έως 100.000 δραχμές. Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτά αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (αρθρο193 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, είναι νόμιμος (αρθρα 179 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ, άρθρο 22 του ν 3693/1957 και υπ΄αριθμόν 134423/1993 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/1993), πρέπει δε, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ουσιαν και να συμψηφιστούν εν όλω τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αφού εκ των προσβαλλομένων αποφάσεων προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε πληθώρα διατάξεων που ίσχυσαν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και εντεύθεν η ερμηνεία των οποίων ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που καταδίκασε το εναγόμενο στην καταβολή δικαστικών εξόδων 800 ευρώ, υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως, η οποία συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστει η εκκαλουμένη μόνο κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ακολούθως δε, (πρέπει) να κρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο αυτό, να δικαστεί ως προς το κεφάλαιο αυτό και να συμψηφιστούν τα έξοδα στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους πρέπει να συμψηφιστούν και τα έξοδα των διαδίκων του και παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατ΄εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179,183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ, του άρθρου 22 του 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχυ με το άρθρο 22 αριθμό 18 του ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμόν 134423 /1992 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ αριθμ 11/20-1-1993). Διαταξη περι επιστροφής παραβόλου άσκησης έφεσης δεν πρέπει να περιληφθεί στην απόφαση αφού ως προς το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν νοείται σχετική υποχρέωση (αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 2462/2018 οριστική απόφαση του Μονομελους Πρωτοδικειου Πειραιά ως προς το κεφάλαιο αυτής περι δικαστικών εξόδων
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων την υπ΄αριθμόν …../2010 αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ εν όλω τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδικων για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ εν όλω τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδικων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ