Αριθμός 732/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ. επ. Σαμ.Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,4070) , το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθμ………΄/16-09-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….. που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 12-09-2019 (με γεν. αριθμ.καταθ……../2019) υπό κρίση έφεσης κατά της με αριθμό 2951/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ), με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία .Η τελευταία όμως δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ.4 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από 12-09-2019 και με γεν.αρ.καταθ. …../2019 έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθμ. 2951/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 937 παρ.3,614επ. ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1 ,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (26-8-2019) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη σχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και αντικαταστάθηκε το άρθρο 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και αντικ. με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 2, 904 παρ. 2 περ. α` και ε`, 918 παρ. 2 περ. α`, 919, 933 παρ. 3 και 330 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής που επιδικάζει προσωρινά και ύστερα από συνοπτική διαδικασία, κατά κανόνα χωρίς κλήτευση του οφειλέτη, την απαίτηση, δεν βεβαιώνει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την ύπαρξη της απαίτησης, της οποίας την πληρωμή διατάσσει, αφού στον καθ’ ου οφειλέτη, παρέχεται δικαίωμα άμεσης αμφισβήτησης της γένεσης και της ύπαρξής της (και όχι μόνο της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής) με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (πρώτα του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης άσκησής της και μετά από νέα κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής αυτής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πριν από την πάροδο και της δεύτερης αυτής προθεσμίας, η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου (AΠ1538/2005 ΕλλΔνη 1006.118) και έτσι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 παρ. 3 και 330 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου επιχειρείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση τη διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί τίτλο εκτελεστό, δεν κωλύεται να προτείνει με την κατ` άρθρο 933 ΚΠολΔ ασκούμενη ανακοπή, ως λόγους ακυρότητας της εκτέλεσης, και ενστάσεις οι οποίες βάλλουν κατά το ουσία υποστατό της επιδικασθείσας απαίτησης (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 36.96, ΑΠ 870/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 382/2002 Δ34.353, ΕφΑθ 33/2006 ΧΡΙΔΔ 2006.459, ΕφΘεσ 63/1997 Αρμ.1992.250, Μπρίνιας, Άμυνα κατά διαταγής πληρωμής ΝοΒ 24.501 επ. ιδία 504 – 507). Όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, η οποία στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής και δεν έχει διαταχθεί η αναστολή της κατ` άρθρο 632 παρ.3 ΚΠολΔ, υπάρχει στη διάθεση του καθού, όχι μόνο η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αλλά και αυτή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Αν επιδοθεί στον καθού η εκτέλεση αντίγραφο του απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή για εκτέλεση αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες για άσκηση τόσο της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Και οι δύο ανακοπές έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα. Η πρώτη όμως ανακοπή έχει ως αίτημα την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου, ενώ η δεύτερη την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης που βάλλεται μ` αυτήν (ΕφΘεσ 63/1997 ο.π., ΕφΘεσ 1955/1989 Αρμ. 45.1237, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δικ.Αναγκ.Εκτελ. Γενικό Μέρος, παρ. 34 VIII αριθμ. 38-39). Μια δεύτερη διαφορά των δύο ανακοπών αφορά τους λόγους που η κάθε μία μπορεί να περιέχει. Η ανακοπή του άρθρου 632 – 633 ΚΠολΔ μπορεί να στηρίζεται (μόνο) σε λόγους, οι οποίοι αφορούν την εν γένει ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, άρα και την ύπαρξη της απαίτησης. Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα με την ορθότερη (και κρατούσα) άποψη, μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο αντιρρήσεις αναφορικά με τις τυπικές ελλείψεις του τίτλου, όσο όμως και αυτές που θίγουν την γέννηση, άσκηση ή απόσβεση της απαίτησης. Η ανακοπή, όμως, του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εκτός από τους παραπάνω λόγους, μπορεί επί πλέον να επικαλείται και λόγους που αφορούν την ακυρότητα της πράξης εκτέλεσης αυτής καθ` εαυτής, τα ελαττώματα δηλαδή της εκτελεστικής διαδικασίας (Π. Γέσιου – Φαλτσή, ο.π., παρ. 34 αριθμ. 40, Απαλαγάκη Επ.Επιτ. ΔΣΘ 1990, σελ. 103 επ., ιδία 103, παρατηρήσεις υπό την ΕφΘες 1955/1989 Αρμ. 45.1237, ΕφΘεσ 63/1997 ο.π.). Η παράλληλη άσκηση ή εκδίκαση των προαναφερθέντων δυο ενδίκων βοηθημάτων των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, με τη μορφή της άσκησης ενός από αυτά ενώ υπάρχει ήδη εκκρεμοδικία ως προς το άλλο, αλλά και με τη μορφή της αντικειμενικής σώρευσης, όταν δηλαδή υφίστανται δικόγραφα ανακοπής που περιέχουν ένωση του αιτήματος τόσο της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ (ακύρωση διαταγής πληρωμής), όσο και εκείνου της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (κατά κανόνα πρόκειται για αίτημα ακύρωσης της επιταγής προς πληρωμή και σπανιότερα ακύρωσης της κατάσχεσης), τουτέστιν σώρευση των δύο ανακοπών με την έννοια του άρθρου 218 παρ.1 ΚΠολΔ.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναντίον του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, έχει προς άμυνά του την ανακοπή του αρθρ. 933 ΚΠολΔ, όταν όμως η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται βάσει διαταγής πληρωμής, έχει στη διάθεσή του ακόμα ένα ένδικό βοήθημα: την ανακοπή των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ. Και οι δύο ανακοπές είναι ειδικότερες μορφές της γενικής ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, οι διατάξεις των οποίων εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις δύο, εφόσον συνάδουν με το χαρακτήρα τους. Επίσης, και οι δύο έχουν διαπλαστικό αίτημα: η πρώτη, την ακύρωση πράξεως της εκτελέσεως και η δεύτερη την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Ακόμη, τόσο ή μία όσο και η άλλη δεν έχουν αφ’ εαυτών ανασταλτικό αποτέλεσμα, απλά και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία ύστερα από αίτηση του οφειλέτη. Τέλος, οι «ισχυρισμοί» και οι «αντιρρήσεις» που στηρίζουν αντίστοιχα την ανακοπή των αρθρ. 632 και 633 αφενός, και 933 αφετέρου, μπορεί να ταυτίζονται και, συγκεκριμένα, να αναφέρονται τόσο στην απαίτηση όσο και στον εκτελεστό τίτλο (τη διαταγή πληρωμής), όμως διαφέρει το αίτημα της μιας ανακοπής από την άλλη, καθώς η ανακοπή των αρθρ. 632 και 633 βάλλει κατά της διαταγής πληρωμής ως τίτλου εκτελεστού, ενώ η ανακοπή του αρθρ. 933 στρέφεται κατά διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανακοπή του άρθρου 933 εντάσσεται και λειτουργικά στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης δε, και εξίσου σημαντικό, η ανακοπή του αρθρ.933 του ΚΠολΔ μπορεί να στηρίζεται και σε λόγους που δεν μπορεί να περιλάβει η πρώτη ανακοπή, όπως είναι εκείνοι που αναφέρονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα του εαν η εκκρεμοδικία της ανακοπής του αρθρ. 632 μπορεί να εμποδίσει την ανακοπή του αρθρ. 933, όταν αυτή η δεύτερη στηρίζεται στους ίδιους λόγους, κατά την επικρατούσα άποψη, εκκρεμοδικία δεν υφίσταται, καθώς, λόγω των διαφορετικών αιτημάτων των δύο ανακοπών, λείπει η ταυτότητα του αντικειμένου, η οποία απαιτείται για να έχουμε εκκρεμοδικία. Όσον αφορά όμως τον κίνδυνο δημιουργίας αντιφατικών δεδικασμένων ως προς το προδικαστικό ζήτημα της υπάρξεως απαιτήσεως, η δεύτερη ανακοπή οφείλει να ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ. Βάσει δε της ρητής διάταξης του αρθρ. 633ΚΠολΔ, σε περίπτωση που περάσει άπρακτη η προθεσμία του άρθρου αυτού, ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει με την ανακοπή του άρθρου 933ΚΠολΔ ούτε τις ενστάσεις που είχε κατά της απαιτήσεως, εμποδιζόμενος από το δεδικασμένο που απέκτησε η διαταγή πληρωμής. Στην περίπτωση τώρα που περάσει η προθεσμία του αρθρ. 632,κατά την επικρατούσα γνώμη, με την πάροδο της προθεσμίας του αρθρ. 632 επέρχεται έκπτωση μόνο από το δικαίωμα ασκήσεως της ανακοπή αυτής και δε δημιουργείται δεδικασμένο ως προς καμία ομάδα ενστάσεων και όλες μπορούν να προταθούν με την ανακοπή του 933. Επιπλέον, η εκπρόθεσμη ανακοπή του αρθρ. 632 ΚΠολΔ δεν μπορεί να ισχύσει κατά μετατροπή ως ανακοπή του αρθρ. 933, λόγω της διαφοράς του αντικειμένου προσβολής και του επιδιωκόμενου στόχου. Όταν απορρίπτεται η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (για ουσιαστικούς λόγους) και η απορριπτική αυτή απόφαση γίνει τελεσίδικη, παράγεται ουσιαστικό δεδικασμένο για την απαίτηση, του οποίου τα όρια και η λειτουργία προσδιορίζονται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ. Έτσι οι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι καλύπτονται από το δεδικασμένο σύμφωνα με το αρθρ. 330 είναι απαράδεκτοι αν προταθούν στη δίκη κατά της πράξεως εκτελέσεως (ΑΠ 870/2004, ΑΠ 1910/2004, Εφ Αθ6357/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι λόγοι που μπορούν να στηρίξουν τις δύο ανακοπές, ενώ κατά ένα μεγάλο μέρος αλληλοκαλύπτονται, παρ’ όλ’ αυτά δεν ταυτίζονται. Άλλωστε, το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής του άρθρου 632 συγκροτείται αποκλειστικά από λόγους που αφορούν το έγκυρο ή μη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, η κρίση δε για την ύπαρξη της αξιώσεως αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της κύριας κρίσεως περί του κύρους της διαταγής πληρωμής. Είναι, λοιπόν, λογικά αδύνατο ισχυρισμοί που δεν υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσής της να επιδρούν στο κύρος της. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ενώ νέοι ισχυρισμοί κατά της απαίτησης δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς με την ανακοπή του 933, μετά από την τελεσιδικία της ανακοπής του αρθρ. 632, η ομάδα των οψιγενών ισχυρισμών αποσβεστικών της απαίτησης είναι οι μόνοι που μπορούν να προταθούν παραδεκτά με το 933 στην περίπτωση αυτή. Η παραπάνω ανάπτυξη προκύπτει αβίαστα και από το συνδυασμό των άρθρων 933 § 3 και 330: Το δεδικασμένο δεν περιλαμβάνει και λόγους που δεν μπορούσαν να προταθούν, επειδή τα πραγματικά περιστατικά που τους θεμελιώνουν δεν είχαν γεννηθεί στη διαγνωστική δίκη.
Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν θεσπιστεί για να προλαμβάνεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφαρμόζονται δε και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 896/2008 ΤΝΠ Νόμος) σαφώς προκύπτει ότι: α) στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου εναπόκειται να διατάξει την αναβολή (ορθότερα αναστολή) της δίκης ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της υπόθεσης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40, 635 και ΑΠ 322/1995 ΕλλΔνη 37, 320), όταν για το ίδιο ζήτημα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου (πολιτικού, διοικητικού, διοικητικής αρχής, ΔΕΚ, ΕΔΔΑ, αλλά και διαιτητικού δικαστηρίου) ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή άλλων προσώπων, για τον σκοπό εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσης ως προς το ζήτημα αυτό ή για άλλον λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (βλ. Κ. Μπέη, ΠολΔικ άρθρο 249, Σαχπεκίδου, στον τ.μ. «Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Πολιτική Δικονομία» 2000. 71-72 και Β. Βαθρακοκοίλη, σε Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 1994, υπ` αρθρ. 249 αρ. 4), β) η αναβολή αυτή χωρεί ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, όταν υφίσταται εκκρεμές προδικαστικό ζήτημα στα πιο πάνω δικαστήρια, το οποίο απασχολεί το δικαστήριο, που εκδικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση, και προβλέπεται ότι η αυτοτελής στην τελευταία αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα λόγω των δυσχερειών του νομικού ζητήματος και έτσι η αναβολή θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί (ΕφΔωδ 363/1994 ΑρχΝ 1996, 312) και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσης (ΕφΑθ 5574/2004 ΕλλΔνη 47, 545, ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41,1389 και Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρ.249 σελ.151 αρ. 2).
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 5-4-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2019) ανακοπή του, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ………..» εξέθεσε τα ακόλουθα : Ότι κατόπιν της από 9/10/2008 αιτήσεως της καθής η ανακοπή εκδόθηκε εναντίον του ιδίου και του υιού του ……….., η υπ΄αριθμ……/2009 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από απαίτηση λόγω καταγγελίας συμβάσεως δανείου που είχε χορηγήσει η καθής σ΄αυτόν (ανακόπτοντα) με εγγυητή τον υιό του, με την οποία (ως άνω Διαταγή Πληρωμής) υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ισόποσο σε Ευρώ με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα της καταβολής των διακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τριών Ελβετικών Φράγκων και είκοσι ενός λεπτών (255.623,21) έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 1.7.2008 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλεον ποσού 2.710 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη εκδόσεώς της. Οτι επικυρωμένο αντίγραφο εκ του εκδοθέντος με αριθμό 866/ 29-1-2009 πρώτου (Α΄) απογράφου εκτελεστού της ως ανω διαταγής πληρωμής με την παραπόδας αυτού από 30/1/2009 επιταγή προς πληρωμή της καθής Τράπεζας, τους επιδόθηκε (1η επίδοση) στις 5.2.2009, χωρίς να ασκήσουν τότε ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ.1 ΚΠολΔ. Ότι στη συνέχεια επικυρωμένο αντίγραφο εκ του ιδίου ως άνω εκδοθέντος με αριθμό ……/29-1-2009 πρώτου απογράφου εκτελεστού της ίδιας ως άνω διαταγής πληρωμής με την παραπόδας αυτού από 28/1/2019 επιταγή προς πληρωμή τους επιδόθηκε εκ νέου (2η επίδοση) στις 31/1/2019,με την οποία άρχισε εναντίον του η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα με το νόμο (άρθρ.924 ΚΠολΔ). Ότι κατά της ως ανω υπ΄αριθμ……/ 26-1-2009 Διαταγής Πληρωμής άσκησε αυτός (ανακόπτων) και ο υιός του ………., σύμφωνα με το άρθρο 633 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 14/2/2019 (με γεν.αριθμ. ……/2019 και ειδικό αριθμ.καταθ……/ 2019) ανακοπή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 18/3/2020, με τους λόγους της οποίας (ανακοπής) βάλλει κατά της απαιτήσεως της καθής. Οτι ακολούθως βάσει του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου στις 21/2/2019 επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει της με αριθμό …../ 21-2-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ,…….., για το ποσό των 100.000,00 ευρώ επι του αναλυτικώς περιγραφομένου σ΄αυτήν (κρινόμενη ανακοπή) ακινήτου ιδιοκτησίας του. Ότι τέλος, στις 28/2/2019 εξεδόθη το με αριθμό …../ 28-2-2019 Απόσπασμα της ως ανω με αριθμό ……/ 21-2-2019 κατασχετήριας έκθεσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, στο οποίο επαναλαμβάνονται τα ως άνω αναφερόμενα, δηλαδή η εκπλειστηρίαση του άνω αναγκαστικώς κατασχεθέντος ακινήτου του στις 2/10/2019 ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου …………. και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή της, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 117.447,00 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ανακόπτων με την υπο κρίση ανακοπή, για λόγους που αφορούν τόσο το κύρος της διαταγής πληρωμής, όσο και την απαίτηση που ενσωματώνει αυτή αλλά και για λόγους που αφορούν την ακυρότητα των προαναφερομένων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, ζήτησε να ακυρωθούν: α) η ως άνω υπ΄αριθμ. ……./2009 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) η από 28/1/2019 επιταγή προς πληρωμή της καθής η ανακοπή Τράπεζας συνταγείσης παραπόδας αντιγράφου του με αριθμό ……/29-1-2009 πρώτου (Α΄) απογράφου εκτελεστού της ως άνω Διαταγής Πληρωμής, γ) η με αριθμό …../ 21-2-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …… και δ) το με αριθμό …../ 28-2-2019 απόσπασμα της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας και τέλος ζήτησε να καταδικασθεί η καθής η ανακοπή στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, με την με αριθμό 2951/ 2019 εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, αφού πρώτα ερεύνησε την ασκηθείσα από 14-2-2019 ανακοπή που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (κατά τα ήδη προεκτεθέντα) και έκρινε ότι αυτή έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και ότι αφενός μεν η υπ΄αριθμ……/26-1-2019 διαταγή πληρωμής έχει τελεσιδικήσει ήδη από την άπρακτη πάροδο της εκ του άρθρου 633 ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι από την 15-2-2019, έστω και αν δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση επι της ασκηθείσας ως άνω ανακοπής που εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η εκκρεμοδικία της οποίας (όπως αναφέρεται) δεν εμποδίζει την επέλευση της τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής και αφετέρου δε ότι όλοι οι λόγοι που προβάλλει ο ανακόπτων με την κρινόμενη ανακοπή κατά των προαναφερθέντων πράξεων εκτελεστικής εκτέλεσης στηρίζονται στους ίδιους ακριβώς λόγους που σχετίζονται με το κύρος της διαταγής πληρωμής και με την απαίτηση που αυτή ενσωματώνει και οι οποίοι (λόγοι), όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έχουν καλυφθεί από το δεδικασμένο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, απέρριψε ως απαράδεκτη την υπο κρίση ανακοπή και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα κατ΄άρθρο179 εδαφ.τελευτ. ΚΠολΔ λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του για τους περιεχόμενους σ΄αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να ακυρωθούν όλες οι παραπάνω επισπευδόμενες από την καθής η ανακοπή αναφερόμενες πράξεις εκτελεστικής διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας αλλά και από τους ισχυρισμούς, προτάσεις και ενστάσεις των διαδίκων προέκυψε ότι ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ……….. καθώς και ο υιός του ………. έχουν ασκήσει σε βάρος της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης την από 14-02-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……/2019) ανακοπή κατ.αρθρ.633 παρ.2 ΚΠολΔ η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητουν, όπως προαναφέρθηκε, να ακυρωθεί η ως ανω ……/2009 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για λόγους που αφορούν την εν γένει ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων έκδοσής της και ως εκ τούτου και την ύπαρξη της απαίτησης της καθής βάσει της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.
Με την υπο κρίση ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων εκτος από τους λόγους που αφορούν τις αντιρρήσεις του αναφορικά με τις τυπικές ελλείψεις του τίτλου (ανω διαταγής πληρωμής), και αυτές που θίγουν την γέννηση, άσκηση ή απόσβεση της απαίτησης της καθής η ανακοπή, επικαλείται και λόγους που αφορούν την ακυρότητα της πράξης εκτέλεσης αυτής καθ` εαυτής, τα ελαττώματα δηλαδή της εκτελεστικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, προς αποφυγή του κινδύνου δημιουργίας αντιφατικών δεδικασμένων ως προς το προδικαστικό ζήτημα της υπάρξεως απαιτήσεως της καθής στην ένδικη διαφορά, πρέπει η υπο κρίση ανακοπή στηριζόμενη στο άρθρο 933 του ΚΠολΔ, να ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επι της από 14-02-2019 ανακοπής στηριζόμενης στις διατάξεις του άρθρου 633 παρ.2 του ΚΠολΔ που έχει εισαχθεί και εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, γενομένου δεκτού του σχετικού, αλλά και αυτεπαγγέλτως εξεταζομένου, αιτήματος που είχε υποβληθεί από τον ανακόπτοντα τόσο στο Πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο.
Συνεπώς, κατά παραδοχή σχετικού λόγου της έφεσης του ανακόπτοντος, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικασθεί η ανακοπή και να αναβληθεί η συζήτησή της εως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επι της από 14-02-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……../2019) ανακοπής του ανακόπτοντος κατά της καθής, που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά δε, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε ο εκκαλών στον ίδιο, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ και επίσης να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση ασκήσεως από την εφεσίβλητη ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2951/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επι της από 5-4-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2019) ανακοπής.
Αναβάλλει τη συζήτηση της ως ανω ανακοπής εως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επι της από 14-02-2019 (γεν.αριθμ. καταθ……/ 2019) ασκηθείσας ανακοπής του ανακόπτοντος κατά της καθής, που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών). Και
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e – παραβόλου με αριθμό ………./2019, άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ