Αριθμός 742/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΑΠ 590/2020, ΕφΑθ 338/2020), ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ` άρθρο 386 ΚΠολΔ και δεν έχει αυξημένη δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, που να είναι αντίθετη προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, και μάλιστα ούτε με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επίσης, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε αιτήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έγγραφες εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, με τις οποίες διατυπώνουν κατά το άρθρο 392 παρ. 3 ΚΠολΔ τις γνώσεις τους για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αποτελούν έγγραφα που εκτιμώνται, ως δικαστικά τεκμήρια, ελεύθερα, από το δικαστήριο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή τους από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία τους (ΑΠ 1148/2019, ΑΠ 1020/2014, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη της αποφάσεως για τη δικαστική δαπάνη δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση, παρά μόνον εάν πλήττεται και η ουσία της υποθέεως, άλλως το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΑΠ 226/2020, 2193/2013, ΕφΠατρ 160/2019, 32/2019, ΝΟΜΟΣ).
Η υπό κρίση, από 25-6-2019 (…../2019) έφεση των εκκαλούντων, κατά της υπ’αριθμόν 1797/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1, 511, 513παρ1περ β’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ), έχει δε καταβληθεί το απαιτούμενο για το παραδεκτό της παράβολο (49 5παρ.3Αβ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.
Με την από 25-2-2008 (…../2008) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, εκθέτουν ότι το έτος 1995, η πρώτη από αυτούς γνώρισε την . ……., κόρη των δύο πρώτων εναγομένων, αδελφή της τρίτης και σύζυγο του τετάρτου από αυτούς, με την οποία συνδέθηκε με στενή και μακροχρόνια φιλική σχέση, μέχρι τον αιφνίδιο, κατά τις 7-3-2005, θάνατό της. Ότι, το έτος 2000, της γνώρισε τον στενό της φίλο, β’ των εναγόντων. Ότι, στις αρχές του έτους 2003, η ανωτέρω φίλη της, της ζήτησε να τη βοηθήσει οικονομικά και για το λόγο αυτό η α’ ενάγουσα έλαβε από την ΕΤΕ επισκευαστικό δάνειο ύψους 15.000€ το οποίο της παρέδωσε αμέσως μετά την εκταμίευσή του, στις 26-5-2003. Ότι, επειδή η φίλη της συνέχιζε να έχει ανάγκη χρημάτων, λόγω της ανακαίνισης μιας κατοικίας της στο ….., παρακάλεσε το β΄ των εναγόντων να τη βοηθήσει οικονομικά και ότι εκείνος, σταδιακά και μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2003, της κατέβαλε το συνολικό ποσό των 50.000€, το οποίο δανείστηκε από συγγενικά του πρόσωπα, πειθόμενος από την α’ ενάγουσα, ότι η ανωτέρω ήταν φερέγγυα και τελικώς θα τους επέστρεφε τα χρήματα που δανείστηκε. Ότι, παρά την αντίθεση της πρώτης ενάγουσας, ο β’ ενάγων απαίτησε γραπτή διαβεβαίωση από την . …… για την ανωτέρω οφειλή της, την οποία εκείνη παρείχε στις 30-1-2004, υποσχόμενη την επιστροφή του συνολικού οφειλομένου εκ μέρους της ποσού των 65.000€, το αργότερο το Μάρτιο του έτους 2007, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της από γραφείο ΚΕΠ. Ότι, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της τελευταίας, οι ενάγοντες ζήτησαν από τους εναγομένους, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους της το παραπάνω ποσό, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν την ύπαρξη της οφειλής. Με αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν την αναγνώριση – μετά τη νομότυπη μετατροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό – ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να τους καταβάλουν τα στο διατακτικό της αγωγής οφειλόμενα στον καθένα ποσά, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας ο καθένας, για την εξόφληση της δανειακής υποχρέωσης της κληρονομουμένης, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρχικώς εκδόθηκε η 4306/2010 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία διέταξε τη διεξαγωγή γραφολογικής πραγ/νης, αναφορικώς με την υπογραφή της θανούσας στην από 30-1-2014 έγγραφη απόδειξη αναγνώρισης της οφειλής της από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις. Ακολούθως, και μετά τη διεξαγωγή της πραγ/νης, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής, στρέφονται οι ηττηθέντες ενάγοντες με την ένδικη έφεσή τους – με την οποία συμπροσβάλλεται και η ανωτέρω μη οριστική 4306/2010 απόφαση του ίδιου ανωτέρω Δικαστηρίου – παραπονούμενοι για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικώς ως προς τις προσκομισθείσες από αυτούς τεχνικές εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης και για μη ορθό υπολογισμό και επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από την επανεκτίμηση των ένορκων ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων, των εξετασθέντων μαρτύρων ……, ….. . και …….., που περιέχονται στα πρακτικά συνεδριάσεως της 4306/2010 μη οριστικής αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τις νομίμως και εμπροθέσμως ληφθείσες με επιμέλεια των διαδίκων ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς …../29-9-2009 (ενώπιον της συμ/φου Αθηνών ….., του ……), …/29-9-2009 (ενώπιον της ίδιας συμ/φου, της …….), …./14-10-2009 (ενώπιον της συμ/φου Αθηνών ……., του ……..), την από 23-11-2011 και με αριθμό καταθέσεως …/2011 Έκθεση Γραφολογικής Πραγ/νης του δικαστικού γραφολόγου ……, που διεξήχθη δυνάμει της 4306/2010 προδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις τεχνικές εκθέσεις γραφολογικής εξέτασης, που προσκομίζουν οι διάδικοι για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη δεν χρειάζονται ειδική μνεία αναλυτικά κάθε μιας, και από την ποινική δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος των εναγόντων, μετά από την από 12-6-2007 έγκληση των 1ου και 3ης των εναγομένων για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, της χρήσης πλαστού εγγράφου, στην οποία περιλαμβάνεται η από 1-12-2008 Έκθεση γραφολογικής πραγ/νης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ……….., μετά από παραγγελία της αρμόδιας Πταισματοδίκου, καθώς από όλα τα νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα (η μνεία μερικών από τα οποία παρακάτω είναι απλώς ενδεικτική, χωρίς να παραληφθεί κανένα από αυτά κατά το σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου), για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια αλλά και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ………, το υποκοριστικό της οποίας από τους οικείους της ήταν ……….., ήταν κόρη των δύο πρώτων εναγομένων, αδελφή της τρίτης και σύζυγος του τετάρτου από αυτούς και απεβίωσε, νοσηλευόμενη στο νοσοκομείο Υγεία, στις 7-3-2005, από «καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και γενικευμένο λεμφοσάρκωμα μήτρας». Είχε δε υποβληθεί για πρώτη φορά σε γυναικολογικής φύσεως εγχείρηση, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από καρκίνο υψηλού βαθμού κακοήθειας (3ο στάδιο), στις 6-2-2004, στο νοσοκομείο …….. Έκτοτε, υποβλήθηκε σε χημειοθεραπείες και λοιπές θεραπευτικές αγωγές, πλην όμως η νόσος έκανε μεταστάσεις σε άλλα όργανα, με τελική κατάληξη τον κατά τα ως άνω θάνατό της. Η ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της ζωής της, εργαζόταν στην παρακάτω αναφερομένη οικογενειακή επιχείρηση ως γενική διευθύντρια ποιότητας των προϊόντων της εταιρείας και ήταν μέλος του ΔΣ αυτής. Η οικογενειακή επιχείρηση, με την επωνυμία «………..», εδρεύουσα στον Α. Ι. Ρέντη, έχει ως αντικείμενο τη συσκευασία και εμπορία μπαχαρικών και είναι από τις πλέον γνωστές στην ελληνική επικράτεια, επικερδής και με κύκλο εργασιών, κατά το κρίσιμο έτος 2003, ανερχόμενο σε 5.603.4072,21€ και κέρδη προς διάθεση 3.032.634,93€ (βλ τον δημοσιευμένο ισολογισμό στο ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 6584/2004), ενώ για τη χρήση 2004, τα αντίστοιχα μεγέθη ανέρχονταν σε 5.657.317,78€ και 3.097.312,79€, αντιστοίχως (βλ αντίστοιχο τεύχος 5688/2005). Η θανούσα, ήταν παντρεμένη, από το έτος 1996, με τον 4ο εναγόμενο, υπάλληλο του ΣΔΟΕ, με τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, η δε μόνιμη κατοικία τους ήταν στο ……….. Δύο χρόνια μετά το θάνατο της θυγατέρας του 1ου εναγομένου και συγκεκριμένα το Μάρτιο του έτους 2007, η ενάγουσα επικοινώνησε τηλεφωνικώς στα γραφεία της εταιρείας με αυτόν και του ανέφερε για πρώτη φορά ότι η θανούσα θυγατέρα του είχε μια εκκρεμή οφειλή από δάνειο, ποσού 15.000€, που είχε λάβει για λογαριασμό της και της το είχε παραδώσει σε μετρητά. Τις επόμενες ημέρες, επικοινώνησε ο ενάγων, με την 3η εναγομένη αυτή τη φορά, αδελφή της θανούσας, ισχυριζόμενος ότι ήταν φίλος της και ότι η θανούσα του όφειλε το ποσό των 50.000€ από διαδοχικές συμβάσεις δανείου που είχε συνάψει μαζί της, το έτος 2003, για προσωπικές της ανάγκες. Η οικογένεια της θανούσας, ενόψει της οικονομικής της επιφάνειας και της αδυναμίας της να πιστέψει τους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους αρνήθηκε ρητώς εξ αρχής και ζήτησε να συναντηθούν με την παρουσία δικηγόρων για τη διευθέτηση του ζητήματος, οπότε, μετά από αλλεπάλληλες ημερομηνίες, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 29-3-2007, στα γραφεία της εταιρείας, όπου έγινε για πρώτη φορά λόγος και τους παραδόθηκε σε φωτοαντίγραφο, από τη δικηγόρο του ενάγοντα που ήταν παρών, ένα έγγραφο περιέχον κείμενο γραμμένο σε Η/Υ, με το εξής περιεχόμενο : «ΒΕΒΑΙΩΣΗ Η κάτωθι υπογεγραμμένη …….. με Α.Δ.Τ. ……. δηλώνω ότι από το Μάιο του 2003 και έως τον Ιανουάριο του 2004 έλαβα τμηματικά το συνολικό ποσό των 65.000,00€ , από την κα …. και από τον κο …….., για κάλυψη προσωπικών μου αναγκών. Είμαι υποχρεωμένη το ανωτέρω ποσό των 65.000,00€ να το επιστρέψω στην κα …. και στον κο …. μέχρι και τον Μάρτιο του 2007 ώστε να καλυφθεί η οφειλή μου απέναντί τους. Αθήνα 30 Ιανουαρίου 2004 η δηλούσα». Στην συνέχεια, υπήρχε μια χειρόγραφη υπογραφή που φέρεται να είναι της θανούσας, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων και μια δυσανάγνωστη σφραγίδα θεώρησης, που αποδόθηκε στο ΚΕΠ Συντάγματος, με την ίδια ημεροχρονολογία, την οποία υπογράφει (όπως φαίνεται από τη σφραγίδα με το ονοματεπώνυμο) η υπάλληλος του ΚΕΠ Συντάγματος, ……….., η οποία έδωσε ένορκη κατάθεση στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε με την από 12-7-2007 Έγκληση των 1ου και 3ης των εναγομένων κατά των εναγόντων για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, και της χρήσης πλαστού εγγράφου, όσον αφορά την ανωτέρω βεβαίωση. Ωστόσο, οι συγγενείς της θανούσας από την πρώτη στιγμή αμφισβήτησαν, όπως προαναφέρθηκε, αφενός τη γνησιότητα της υπογραφής της συγγενούς τους στο ανωτέρω έγγραφο και αφετέρου την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής της προς τους ενάγοντες, οπότε οι τελευταίοι άσκησαν εναντίον τους και εναντίον του 4ου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της και κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του καθενός, την ένδικη αγωγή τους, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλεται το ανωτέρω συνολικό ποσό. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι όσον αφορά τη γνησιότητα ή μη της φερομένης ως τεθείσας από τη θανούσα στο ανωτέρω έγγραφο υπογραφής, συντάχθηκαν δύο εκθέσεις δικαστικής πραγ/νης ήτοι : α) η με αριθμό καταθέσεως …../2011 Έκθεση γραφολογικής πραγ/νης του δικαστικού γραφολόγου ……….., που διεξήχθη δυνάμει της 4306/2010 προδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) η από 1-12-2008 Έκθεση γραφολογικής πραγ/νης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ……….., που διεξήχθη δυνάμει της ……./3-11-2008 διατάξεως της Πταισματοδίκου του 1ου Τμήματος Αθηνών, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας που προαναφέρθηκε. Οι ανωτέρω δύο πραγ/νες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή στην από 30-1-2004 βεβαίωση «δεν έχει χαραχθεί από την …………». Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι μόνο ο δεύτερος πραγ/νας εξέτασε το πρωτότυπο έγγραφο, καθ’οσον αυτό περιελήφθη στην ποινική δικογραφία ως σχετικό – αναγνωστέο και ο πρώτος από αυτούς δεν είχε την ίδια δυνατότητα, αλλά προέβη σε εξέταση της υπό έλεγχο υπογραφής σε φωτοτυπία από το πρωτότυπο έγγραφο. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ο πραγ/νας ………, διατυπώνει το σαφές κατά τα άλλα ανωτέρω συμπέρασμά του περί πλαστότητας της υπογραφής, υπό την επιφύλαξη ότι «τα έγγραφα που εξετάστηκαν αποτελούν πιστά φωτοτυπικά αντίγραφα των μη διατεθέντων πρωτοτύπων και δεν έχουν επισυμβεί σε αυτά οποιασδήποτε μορφής επεμβάσεις», αναφερόμενος τόσο στην προαναφερθείσα βεβαίωση όσο και στο συγκριτικό υλικό που του παραδόθηκε. Όσον αφορά τις επικαλούμενες από τους ενάγοντες τεχνικές εκθέσεις, ήτοι η από 30-10-2016, του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ………, η από Ιανουάριο 2017, της δικαστικής γραφολόγου ……….. και η από 30-4-2018, του ειδικού δικαστικού γραφολόγου …………. (ο μόνος που επίσης εξέτασε το πρωτότυπο έγγραφο), ναι μεν έχουν διεξαχθεί από ίδιας ειδικότητας και εμπειρίας επιστήμονες με τους προαναφερθέντες δικαστικούς πραγ/νες, εντούτοις όμως δεν κρίνονται πειστικές από το Δικαστήριο για το λόγο ότι αφενός πάντοτε συμφωνούν με τα συμφέροντα των επικαλουμένων αυτές εντολέων τους – διαδίκων και αφετέρου καταλήγουν στα συμπεράσματα ότι η υπό έλεγχο υπογραφή α) «…επαληθεύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αποτελεί φυσικό δημιούργημα φυσικού υπογραφέα…., έτσι ώστε να αποκωδικοποιείται / στοιχειοθετείται τεκμηριωμένα επί της ταυτοποιηθείσας υπογραφής η υπογραφική ατομικότητα των φυσικών υπογραφών της ………. που εξετέλεσε, όμως, αυτή λιτά, υπό δυσμενείς συνθήκες και όχι όπως τις δειγματικές, καλλιγραφικά, λειτουργούσα υπό διάφορες ψυχολογικές συνθήκες ευφορίας», σύμφωνα με την πρώτη από αυτές (τεχνική έκθεση), β) «….η υπό έλεγχο υπογραφή …συνδέεται προς τις συνήθεις γνήσιες υπογραφές της ………, οδηγώντας έτσι, σε γνησία υπογραφή αυτής. Αξιολογώντας μάλιστα επιπλέον ότι, τα ευρήματα ομοιότητας που εντοπίσθηκαν σε ασυνείδητα γραφολογικά τους γνωρίσματα, υπερισχύουν των εμφανώς αντιληπτών και πιστοποιημένων διαφορών μεταξύ αυτών, συνεκτιμώμενα με το σκοπό που διαφαίνεται από την συνεκτίμησή τους, οδηγούν γραφολογικώς, σε ηθελημένη αλλοίωση της υπό έλεγχο υπογραφής από την ίδια την φερομένη ως συντάκτρια αυτής, για λόγους που μόνο η ίδια η υπογράφουσα γνώριζε», σύμφωνα με τη δεύτερη και γ) «…Από την αξιολόγηση των γραφολογικών ευρημάτων στο σύνολό τους (ομοιότητες και διαφορές), εκτιμάται σε βαθμό υψηλής πιθανολόγησης, ότι η υπό έλεγχο υπογραφή έχει χαραχθεί δια χειρός της (ενν. …………), στο πλαίσιο ηθελημένης ή μη αλλοίωσης του υπογραφικού της τύπου λόγω διαφοροποίησης συγκεκριμένων γραφολογικών παραμέτρων κατά τη χάραξή της», σύμφωνα με την τρίτη, αντιστοίχως. Ειδικότερα, οι ανωτέρω εκθέσεις καταλήγουν σε παρόμοιο ως προς τη διατύπωση συμπέρασμα, προσπαθώντας να αποδώσουν την εμφανώς και από μη έχοντα ειδικές γνώσεις παρατηρητή αλλά και από το Δικαστήριο διαπιστούμενη εντελώς διαφορετική υπογραφή, που έχει τεθεί στην από 30-1-2004 βεβαίωση, σε σχέση με την γνήσια υπογραφή της θανούσας σε διάφορα έγγραφα, παλαιότερα αλλά και πλησιόχρονα με την υπό εξέταση, (της οποίας τα δύο κύρια χαρακτηριστικά είναι το καλλιγραφικό αρχικό γράμμα «Δ» και το γεγονός ότι η υπογραφή αποδίδει πλήρως το επίθετο της θανούσας [……..], ευχερώς αναγνώσιμο, αλλά και τα δύο επίσης χαρακτηριστικά γράμματα «μ» και «λ»), αποδίδοντάς την σε προσωπικές εκτιμήσεις τους περί δήθεν ηθελημένης αλλοίωσής της από την παθούσα ή στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, χωρίς όμως να εξηγούν επιστημονικά (ο πρώτος γραφολόγος) πώς η ψυχολογική κατάσταση του γράφοντος επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό αλλοίωσης το γραφικό του χαρακτήρα και μάλιστα στην πιο χαρακτηριστική έκφρασή του που είναι η υπογραφή, που τίθεται από τον καθένα σχεδόν «αυτόματα». Άλλωστε, ούτε και σε τυχόν επίδραση φαρμακευτικής αγωγής θα μπορούσε να αποδοθεί η ανωτέρω ψυχολογική κατάσταση, αφού η διάγνωση της ασθένειας της φερομένης ως υπογράφουσας, έγινε μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία αυτή υποβλήθηκε στις 6-2-2004, ενώ οι χημειοθεραπείες, οι οποίες είναι επώδυνες και επηρεάζουν κατά τα κοινώς γνωστά ποικιλοτρόπως τον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και τον ψυχισμό, πραγματοποιήθηκαν αργότερα. Επίσης, η «ηθελημένη αλλοίωση» για την οποία κάνουν λόγο οι λοιποί γραφολόγοι, δεν έχει επιστημονική τεκμηρίωση ούτε λογική εξήγηση, ούτε συνδέεται με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αλλά αποτελεί απλή υπόθεση και προσωπική τους εκτίμηση, πέραν του ότι εμμέσως αποδίδει στην θανούσα κίνητρα μη συμβατά με τον κατά γενική ομολογία συνεπή και έντιμο χαρακτήρα της (βλ καταθέσεις των επιμελεία των εναγομένων ενόρκως βεβαιωσάντων αλλά και των ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων) και διάθεση αποφυγής ουσιαστικής ανάληψης ευθύνης ενός χρέους της. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ο γ’ από τους ανωτέρω τεχνικούς συμβούλους, στην προσπάθεια αντίκρουσης των επιχειρημάτων των δύο δικαστικών πραγ/νων, εστιάζει στο γεγονός ότι δεν έλαβαν υπόψη τους τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από το ΚΕΠ, γεγονός, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να βαρύνει σε μία τέτοιου είδους επιστημονική εργασία, η οποία πρέπει να αποφαίνεται στηριζόμενη μόνο στους κανόνες της συγκεκριμένης επιστήμης και όχι σε τέτοιους εξωγενείς παράγοντες. Είναι γνωστό άλλωστε ότι πολλές φορές η διαδικασία της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής δεν τηρείται σωστά ενώ και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η φερομένη ως έχουσα βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής, υπάλληλος του ΚΕΠ Συντάγματος, στην από 4-11-2008 ένορκη κατάθεσή της ενώπιον της αρμόδιας Πταισματοδίκη (στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που προαναφέρθηκε), αναγνωρίζει την υπογραφή της στη βεβαίωση και αναφέρει απλώς τη διαδικασία που τηρείται σε αυτές τις περιπτώσεις, χωρίς όμως να επιβεβαιώνει ότι όντως τηρήθηκε αυτή «κατά γράμμα» και στην προκειμένη περίπτωση ή ότι θυμάται την θανούσα ότι υπέγραψε πράγματι ενώπιόν της. Πέραν όμως της υπογραφής, για την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ότι αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν τέθηκε από το χέρι της θανούσας, άλλα στοιχεία που ενισχύουν την ανωτέρω κρίση του είναι και τα ακόλουθα : α) αντιβαίνει στη λογική ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η θανούσα, που ήταν μόνιμος κάτοικος ……. και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση με έδρα τον ………, μετέβη στο Σύνταγμα για τη συγκεκριμένη θεώρηση, ενός κειμένου γραμμένου σε Η/Υ, ενώ η ίδια δεν τον χρησιμοποιούσε, όπως κατέθεσε ενώπιον του Η’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών η μάρτυρας …………. επιχείρησης, θέτοντας χωρίς προφανή λογική εξήγηση μια εμφανώς, εντελώς διαφορετική από τη συνήθη, υπογραφή της και αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να επιστρέψει ένα χρηματικό ποσό που δήθεν είχε δανεισθεί, έπειτα από 3 έτη. Β) Η από 20-11-2007 εξώδικη δήλωση των εναγόντων προς τους εναγομένους, που προηγήθηκε της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, υπογράφεται και από τον ενάγοντα, η υπογραφή του οποίου παρουσιάζει μακροσκοπικά, ακόμη για έναν μη έχοντα ειδικές γραφολογικές γνώσεις παρατηρητή, αξιοπρόσεκτη ομοιότητα με την υπογραφή που έχει τεθεί στην ανωτέρω βεβαίωση, ειδικότερα «ως προς την ανοδικότητα των δύο υπογραφών και τον πριονοειδή σχηματισμό των γραμμάτων που παρίστανται με ομοιώματα και στις δύο υπογραφές», όπως τούτο επισημαίνεται και στην από 28-1-2007 γραφολογική γνωμοδότηση του δικαστικού γραφολόγου …….., διενεργηθείσα επιμελεία των τριών πρώτων εναγομένων, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι : 1. «Η υπογραφή που φέρεται ότι έθεσε η ….. … στην από 30-1-2004 Βεβαίωση δεν έχει τεθεί από το χέρι της αλλά είναι υπογραφή πλαστή η οποία πλαστογραφήθηκε με αυτοσχέδιο σκαρίφημα και χωρίς απομιμητική προσπάθεια των γνήσιων υπογραφών της ανωτέρω» και 2. «Στο ανωτέρω αυτοσχέδιο σκαρίφημα έχουν υπεισέλθει υποκειμενικά υπογραφικά γνωρίσματα του γνήσιου υπογραφικού τύπου του ……. τα οποία πιθανολογούν σφόδρα την χάραξη της πλαστής υπογραφής από το χέρι του». Να σημειωθεί ότι ο τελευταίος, δεν σχολιάζει τη συγκεκριμένη περικοπή του συμπεράσματος που τον αφορά. Γ) Η θανούσα, ως μέλος μίας γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας, όπως προαναφέρθηκε, είχε οικονομική άνεση και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα διέθετε τόσο χρηματικές καταθέσεις όσο και ακίνητη περιουσία (βλ αντίγραφο της δήλωσης φόρου κληρονομίας, δήλωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας έτους 1997 και δήλωση Ε9 αντίστοιχου έτους, και δήλωση Ε9 έτους 2005). Ειδικότερα, οι ετήσιες αποδοχές της από την εργασία της στην οικογενειακή επιχείρηση ανέρχονταν σε 16.157,65€ και 16.112,23€ για τα έτη 2003 και 2004 αντιστοίχως, ενώ οι τραπεζικές της καταθέσεις στον με αριθμό ………. λογαριασμό που τηρούσε στην Alpha Bank, ανέρχονταν στο ποσό των 620.691,82€, τον Απρίλιο του έτους 2003 και στο ποσό των 635.823,74€ τον Ιανουάριο του έτους 2004, αντιστοίχως. Επίσης, στον με αριθμό ……… λογαριασμό της ίδιας τράπεζας, το υπόλοιπο κατά τον Οκτώβριο του έτους 2003 ανερχόταν στο ποσό των 18.435,15€ και τον Ιανουάριο του έτους 2004, στο ποσό των 18.435,18€, αντιστοίχως. Ακόμη, κατά το έτος 2004 (χρήση 2003) έλαβε συνολικό μέρισμα από την ανωτέρω εταιρεία 92.782€ (βλ τις από 5-5-2004 και 27-4-2005 Βεβαιώσεις του προϊσταμένου του λογιστηρίου της εταιρείας, για φορολογική χρήση). Επομένως, η θανούσα διέθετε την ανάλογη οικονομική επιφάνεια ώστε να ανταπεξέλθει σε οποιαδήποτε έκτακτη οικονομική της ανάγκη, χωρίς την προσφυγή σε τρίτα πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση, αν παρίστατο οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη δανεισμού χρημάτων, και στην περίπτωση που τα χρήματα του πρώτου από τους ανωτέρω λογαριασμούς ήταν δεσμευμένα σε προθεσμιακή κατάθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, η θανούσα θα μπορούσε να στραφεί για την αναζήτηση χρηματικής ενίσχυσης είτε στην κραταιά οικονομικά πατρική οικογένειά της, με την οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις, όπως αποδείχθηκε, είτε στο σύζυγό της και όχι σε τρίτα πρόσωπα τα οποία, όπως επίσης αποδείχθηκε, δεν ήταν γνωστά στον οικογενειακό της περίγυρο. Ειδικότερα, ο μεν ενάγων, ήταν παντελώς άγνωστος, ενώ η ενάγουσα ήταν απλώς γνωστή, που παραβρέθηκε στην κηδεία της ενώ δεν της συμπαραστάθηκε στην προηγηθείσα δύσκολη περίοδο της ασθένειά της, όπως λογικά θα έπραττε μια στενή φίλη που συνομιλούσε πολλές φορές την ημέρα μαζί της, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό της. Απεναντίας αποδείχθηκε, ότι η γνωριμία τους τοποθετείται χρονικά το έτος 1998 και ότι το έτος 1995, όπως η ίδια αβασίμως ισχυρίζεται και ήταν εντελώς συγκυριακή, η ίδια δε είχε βοηθηθεί οικονομικά στο παρελθόν από τη θανούσα, χωρίς όμως να είναι στενή οικογενειακή της φίλη, όπως αβασίμως επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό της, αντικρουόμενη τόσο από την ένορκη βεβαίωση του ………, γαμβρού επ’αδελφή της θανούσας, ο οποίος ουδέποτε την είδε στο σπίτι της (θανούσας), όπως τις κατονομασθείσες στενές φίλες της, ενώ είχε ακούσει ότι την είχε ενισχύσει οικονομικά (βλ σχετικά περί τούτου και την κατάθεση της μάρτυρος ……….., στο Η’ Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών), όπως έκανε γενικότερα με ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθειά της, όπως για παράδειγμα με υπαλλήλους της εταιρείας (βλ την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση και την κατάθεση της μάρτυρος ………., στελέχους της ανωτέρω εταιρείας). Ο δε ισχυρισμός των εναγόντων, ότι η θανούσα δανείστηκε το ποσό των 15.000€ από την πρώτη, και σταδιακά το ποσό των 50.000€ από το δεύτερο, κατά τη διάρκεια του έτους 2003, γιατί δήθεν ανακαίνιζε την οικία της στο ……, αποδεικνύεται αβάσιμος. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι η ανωτέρω οικία, συνολικής επιφανείας 122τμ εντός οικοπέδου, ήταν ιδιοκτησίας του 4ου εναγομένου, την οποία είχε αγοράσει προ του γάμου του με τη θανούσα και είχε ανεγείρει επ’αυτής οικοδομή δυνάμει της ……/1996 άδειας οικοδομής, η οποία δεν φέρει αναθεώρηση, αποδεικνύοντας, κατά λογική ακολουθία, αφενός τη σύντομη αποπεράτωσή της και αφετέρου ότι, μία οικοδομή κατασκευής του έτους 1996, δε χρειαζόταν ήδη το έτος 2003, ανακαίνιση ύψους 65.000€. Άλλωστε αποδείχθηκε, ότι η θανούσα, λόγω και του διευρυμένου ωραρίου εργασίας της, συνήθιζε να αναπαύεται τα σαββατοκύριακα στο σκάφος του ζεύγους, που ελλιμενιζόταν στη μαρίνα Αλίμου, ενώ προτιμούσε για διακοπές την παραθεριστική κατοικία ιδιοκτησίας της στη …….. Η δε κατοικία στο ……., χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τα ενήλικα τέκνα του συζύγου της από προηγούμενο γάμο. Όσον αφορά τις στενές σχέσεις της θανούσας με την πατρική οικογένειά της, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων, αυτές επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι, στις 2-3-2005, δηλαδή ελάχιστες ημέρες πριν από το θάνατό της, μεταβίβασε τις μετοχές της στην οικογενειακή επιχείρηση προς τον πρώτο εναγόμενο – πατέρα της (βλ την από 2-3-2005 Δήλωση απόδοσης φόρου μεταβίβασης μετοχών μη εισηγμένων στο ΧΑΑ). Σε κάθε περίπτωση, η θανούσα, εάν επιθυμούσε να μη γίνει γνωστή η τυχόν οικονομική της ανάγκη, θα μπορούσε να στραφεί σε οποιοδήποτε τραπεζικό ίδρυμα, είτε στο ανωτέρω, στο οποίο τηρούσε τους προσωπικούς της λογαριασμούς είτε σε άλλο και να ζητήσει το παραπάνω ποσό, χωρίς να υποχρεωθεί σε τρίτα πρόσωπα, κάτω από αυτές τις «παράδοξες» συνθήκες δηλαδή : α) συναλλαγή με άγνωστα στον οικογενειακό της περίγυρο πρόσωπα, β) άτομα που δεν έχουν οικονομική επιφάνεια καθώς η ενάγουσα είναι υπάλληλος της ΔΕΗ, και φέρεται να έλαβε το από 26-5-2003 επισκευαστικό δάνειο για την επισκευή της οικίας της στην …….., το οποίο ισχυρίζεται ότι μετά την εκταμίευσή του, αντί της λογικά αναμενόμενης απευθείας μεταφοράς του σε λογαριασμό της θανούσας, της το παρέδωσε σε μετρητά χωρίς όμως να προσδιορίζει τις ειδικότερες περιστάσεις, γ) Για τον ενάγοντα και φερόμενο ως έχοντα δανείσει το σημαντικότερο χρηματικό ποσό, δεν προέκυψε η επαγγελματική του απασχόληση. Πιο συγκεκριμένα, η μεν ενόρκως βεβαιώσασα ………… αναφέρει ότι «ο … δούλευε και εξακολουθεί να δουλεύει στο περιοδικό που εκδίδει με τον αδερφό του…», ενώ ο ενόρκως βεβαιώσας …….., αδελφός του και ισχυριζόμενος πως ήταν εκείνος που του έδινε τα χρήματα, που εν συνεχεία ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δάνειζε στην θανούσα τμηματικά σε μετρητά, χωρίς όμως να αποδεικνύονται ισόποσες τραπεζικές αναλήψεις και δη τα ποσά των 7.000€, 8.000€, 6.000€, 7.500€, 8.000€, 6.500€ και 7.000€, αντιστοίχως, ουδέν αναφέρει τόσο για την επαγγελματική απασχόληση του αδελφού του ούτε όμως και του ίδιου, που να δικαιολογεί την οικονομική άνεση με την οποία φέρεται να έδωσε σε μετρητά μέσα σε 6 μήνες (Ιούνιος – Δεκέμβριος 2003) το ανωτέρω σημαντικό ποσό των 50.000€ και μάλιστα χωρίς καμία εξασφάλιση, ώστε να ενισχύσει τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος αδελφού του, δ) αμφιλεγόμενη βεβαίωση γραμμένη σε Η/Υ, ενώ αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζε τη χρήση του, επιλέγοντας να βεβαιώσει το γνήσιο της «υπογραφής» της σε ένα απομακρυσμένο από τα σημεία του κέντρου των ενδιαφερόντων της, ΚΕΠ, που ήταν η περιοχή του Πειραιά και του Ν. Φαλήρου, επιλέγοντας να θέσει μια υπογραφή που μακροσκοπικά δεν έχει καμία ομοιότητα με την γνήσια υπογραφή της, όπως αυτή παρουσιάζεται σε συμβόλαια και άλλα έγγραφα από το συγκριτικό υλικό όλων των ανωτέρω εκθέσεων, όπως είναι και η από 2-3-2005 προαναφερθείσα δήλωση απόδοσης φόρου μεταβίβασης μετοχών (αξίζει εδώ να αναφερθεί, ότι η υπογραφή της θανούσας στο τελευταίο έγγραφο, παρότι τέθηκε πέντε ημέρες προ του θανάτου της, δεν φέρει οιαδήποτε αλλοίωση αλλά μοιάζει διαχρονικά σχεδόν πανομοιότυπη με τις υπογραφές της σε συμβόλαια και λοιπά έγγραφα του συγκριτικού υλικού, με το χαρακτηριστικό καλλιγραφικό αρχικό «Δ», το χαρακτηριστικό ενδιάμεσο «μ» και το «λ» και το ευανάγνωστο του επωνύμου της, αντικρούοντας με τον τρόπο αυτό και τις επικαλούμενες από τους ενάγοντες τεχνικές εκθέσεις και τα συμπεράσματα με τις, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, προσωπικές και, μη επιστημονικά τεκμηριωμένες, απόψεις τους, περί της ιδιαίτερης ψυχολογικής κατάστασης της θανούσας ή περί της ηθελημένης αλλοίωσης της υπό έλεγχο υπογραφής, από την ίδια, όταν φέρεται ότι έθετε την από 30-1-2004 υπογραφή). Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Δικαστήριο κρίνει αφενός ότι η υπό έλεγχο υπογραφή στην από 30-1-2004 Βεβαίωση δεν έχει τεθεί από το χέρι της θανούσας και αφετέρου ότι δεν υπήρξε δανεισμός συνολικού ποσού 65.000€ εκ μέρους της, από τους ενάγοντες. Σε τούτο άλλωστε το συμπέρασμα, ειδικά ως προς την πλαστότητα της υπογραφής, ενισχύοντας την κρίση του με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε δανεισμός εκ μέρους της θανούσας, κατέληξε και το Η’ Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την 50269/2014 απόφασή του, δυνάμει της οποίας οι ενάγοντες καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών έκαστος με αναστολή, για το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, η οποία (απόφαση) έχει καταστεί αμετάκλητη, μετά την απόρριψη της κατ’αυτής ασκηθείσας αναίρεσης των εναγόντων, δυνάμει της 669/2015 αποφάσεως του Αρείου Πάγου – Ζ’ Ποινικό τμήμα. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή, δεν έσφαλε αλλά ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, λαμβάνοντας υπόψη και εκτιμώντας όλα τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων τόσο οι δικαστικές πραγ/νες όσο και οι τεχνικές εκθέσεις των εναγόντων, τις οποίες αντέκρουσε με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της κρινομένης έφεσης ως αβάσιμος. Περαιτέρω, όσον αφορά τον 2ο λόγο της έφεσης, που πλήττει τη διάταξη της εκκαλουμένης για τη δικαστική δαπάνη, αναφερόμενος σε εσφαλμένο υπολογισμό και επιδίκασή της και που παραδεκτώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη προσβάλλεται αφού υπάρχει και λόγος έφεσης που πλήττει την ουσία, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : εάν δεν υποβληθεί από τους διαδίκους κατάλογος εξόδων(190 ΚΠολΔ), αυτά καθορίζονται από το Δικαστήριο, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα (191παρ2 ΚΠολΔ) και υπολογίζονται σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της αγωγής, όταν αυτό ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000€, για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων (63παρ1, 68επ. του ΚωδΔικ). Όταν όμως υπάρχει ξεχωριστή εκπροσώπηση μεταξύ περισσοτέρων διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα υπολογίζονται ξεχωριστά ανά ομάδα εκπροσωπουμένων και τέλος, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου ή των διαδίκων που ηττήθηκαν (176 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, με αντικείμενο ποσού 65.000€, εκδόθηκε αρχικώς η 4306/2010 προδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία διέταξε τη διεξαγωγή γραφολογικής πραγ/νης, που διεξήχθη με επιμέλεια και δαπάνη (καταβολή αμοιβής) των τριών πρώτων εναγομένων (βλ σχετική απόδειξη πληρωμής του δικαστικού πραγ/να ……….). Εν συνεχεία, η αγωγή επανήλθε προς περαιτέρω συζήτηση με κλήση των εναγομένων, οπότε έγινε κατάθεση νέων προτάσεων με σχολιασμό και αντίκρουση της πραγ/νης και δυνάμει της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Ενόψει αυτών, η δικαστική δαπάνη που πρέπει να καταλογισθεί στους ηττηθέντες διαδίκους και εν προκειμένω στους ενάγοντες, ανέρχεται σε 65.000€ χ2% για τη σύνταξη της αγωγής, πλέον 65.000€Χ2% για τις προτάσεις (1η και μετ’απόδειξη συζήτηση) δηλαδή 2.600€. Αυτό το ποσό πρέπει να καταβληθεί στον 4ο εναγόμενο, που είχε διαφορετική εκπροσώπηση από τους λοιπούς, ενώ όσον αφορά τους τρεις πρώτους εναγομένους, πρέπει να συνυπολογισθεί στο ανωτέρω ποσό και η από 2.000€ αμοιβή του πραγ/να και επομένως, πρέπει να τους καταβληθεί το συνολικό ποσό των 4.600€. Κατ’ακολουθίαν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και επιδίκασε τα ίδια ως άνω ποσά υπέρ των εναγομένων και σε βάρος των ηττηθέντων εναγόντων, δεν έσφαλε ως προς τον υπολογισμό και την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων και επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου 2ος λόγος της κρινομένης έφεσης και η τελευταία ως αβάσιμη στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι ηττηθέντες εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 193 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικαζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την, από 25-6-2019 (……./2019), έφεση.
Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800)€ συνολικά για τους τρεις πρώτους από αυτούς και στο ποσό των τετρακοσίων (400)€ για τον τέταρτο από αυτούς, αντιστοίχως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ