Αριθμός 746/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).
Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1, 287 και 290 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και σε περίπτωση θανάτου του διαδίκου, για δε την επέλευση της διακοπής απαιτείται η προς τον αντίδικο γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος, η οποία γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και αυτόν που ήταν κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός.
Η γνωστοποίηση πρέπει να γίνει με επίδοση δικογράφου στον αντίδικο ή με δήλωση προφορική στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως και όχι με τις προτάσεις. Η επέλευση της διακοπής επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο κληρονόμος του οποίου μπορεί να επαναλάβει τη δίκη εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του. Τέτοια σιωπηρή δήλωση συνιστά και η επίδοση κλήσης για συζήτηση, στην οποία η ιδιότητα του καλούντος ως κληρονόμου δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά μπορεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου γνωστοποίησε το θάνατο του ενάγοντος στις 25-01-2020 που συνέβη μετά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της κρινόμενης έφεσης την 16-01-2020 κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και ότι τη δίκη επί της υπό κρίση έφεσης που έχει διακοπεί, συνεχίζουν οι μοναδικού εκ διαθήκης κληρονόμοι του ενάγοντος, …….. μητέρα του ενάγοντος και οι : ……. και ……….., αδελφές αντίστοιχα του αποβιώσαντος ενάγοντος. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι κατά την έναρξη της συζήτησης της κρινόμενης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν αμφισβήτησαν ούτε προφορικά, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ούτε με τις προτάσεις τους τον θάνατο του ενάγοντος, την ιδιότητα των καλούντων ως κληρονόμων του και την ουσιαστική νομιμοποίησή τους, για την απόδειξη της οποίας οι καλούντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν στο Δικαστήριο τούτο έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι είναι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ενάγοντος.
Ο αρχικός ενάγων άσκησε κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία την από 17-06-2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/ 2013 αγωγή του περί απόδοσης σ΄αυτόν οφειλόμενου συνολικού ποσού 172.400 ευρώ από διαδοχικές συμβάσεις δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ τους. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων, αφού αυτοί κατά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7-6-2018,δεν παραστάθηκαν με, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ.αριθμ. 5182/2018 οριστική απόφαση με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή όπως το αίτημά της περιορίστηκε, στηριζόμενη στις περί δανείου διατάξεις και αφού απορρίφθηκε ως απαράδεκτο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη (λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων κατ΄άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ) και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 122.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης και μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 5.400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι ως ηττηθέντες διάδικοι άσκησαν την από 28-01-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2019) υπό κρίση έφεσή τους νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2 ,500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διαδίκους οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκαν ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ,ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (πρβλ. ΑΠ 1598/2003). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο (και ειδικότερα εάν ο οφειλέτης είχε οικονομικό πρόβλημα και σε τι συνίστατο το πρόβλημα αυτό (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1598/2003, Εφ Πειρ 430/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση δε τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν (ΑΠ 1417/2007,ΑΠ 1327/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Από την ΑΚ 873 ορίζεται ότι “Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό”. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι η ετεροβαρής εκείνη σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή παροχή ανεξάρτητα από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως υφιστάμενο κάποιο χρέος. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών στην οποία η υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής. Η παραδοχή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της υπάρξεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως, το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά (ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24. 957, ΕφΠειρ 993/1994 ΕλλΔνη 35. 1724). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, δεδομένου ότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (ΕφΑΘ 7603/ 2002 ΕλλΔνη 43. 810,ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 39. 450). Από την κατά την ΑΚ 873 αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους διαφέρει η επιβεβαιωτική ή διαπιστωτική αναγνώριση στην οποία δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 873.Η εν λόγω αναγνώριση στηρίζεται στην ΑΚ 361 και ο σκοπός της κατευθύνεται στην επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, στη διασφάλιση της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή σε αυτές μπορούσε να υπολογίζει (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42. 160, ΕφΑΘ 1531/1988 ΕλλΔνη 1990 143, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 1998 450). Η αιτιώδης αναγνώριση είναι άτυπη και έχει ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια της υπάρχουσας ενοχής. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν γεννά νέα αυτοτελή αξίωση. Θεμέλιο της αξιώσεως παραμένει η αρχική απαίτηση (ΕφΑΘ 1787/1990 ΕλλΔνη 1990 1540).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17-6-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013) υπό κρίση αγωγή, ο αρχικός ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεων δανείου που κατήρτισε με τους εναγόμενους κατά το χρονικό διάστημα από 6-4-2009 έως 17-7-2009,τους μεταβίβασε κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 172.400 ευρώ (83.900 + 88.500), το οποίο αυτοί ανέλαβαν την υποχρέωση να του το αποδώσουν άτοκα και εις ολόκληρον έκαστος, την 6-4-2011,όσον αφορά το ποσό των 83.900 ευρώ και την 17-11-2010 όσον αφορά το ποσό των 88.500 ευρώ, αντίστοιχα. Ότι οι εναγόμενοι δεν του κατέβαλαν τα ανωτέρω ποσά κατά τις ως άνω ημερομηνίες με αποτέλεσμα να έχουν περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη μετά την άπρακτη πάροδο της ως άνω δήλης ημέρας και ότι εξαιτίας της ως άνω απαράδεκτης και παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος του έχει περιέλθει σε οικονομική αδυναμία και έχει υποστεί εντονότατη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, και ως εκ τούτου έχει υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, μετά από το νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρα 223,295,297 ΚΠολΔ), ζήτησε: α) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, μέρος του ποσού των επίδικων δανείων, ύψους 122.400 ευρώ και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν εις ολόκληρον έκαστος, το υπόλοιπο ποσό των δανείων ύψους 50.000 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της συμφωνηθείσας δήλης ημέρας, άλλως της επιδόσεως της αγωγής, άλλως της παρελεύσεως μηνός από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 346, 361, 481 επ., 806, 808 ΑΚ, 70, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αγωγικού αιτήματος περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο (αίτημα) απορριπτέο τυγχάνει ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον μ΄αυτήν (αγωγή) δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία εκείνα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων που μπορούν να θεμελιώσουν τη σώρευση αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τους ισχυρισμούς του ο ενάγων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος, ……., από την χωρίς όρκο κατάθεση του πρώτου των εναγομένων ….., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του Κ.Πολ.Δ.) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (αρθ 261 Κ.ΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενοι, σύζυγοι μεταξύ τους, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν απευθύνθηκαν στον ενάγοντα – συνάδελφο του πρώτου εναγομένου, με τον οποίο διατηρούσαν για πολλά έτη φιλικές σχέσεις, για δανεισμό, με αποτέλεσμα μεταξύ τους να συναφθούν διαδοχικές συμβάσεις άτοκων δανείων και συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από 6-4-2009 έως και την 17-7-2009 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στους εναγομένους το συνολικό ποσό των 172.400,00 ευρώ και ειδικότερα, ο ενάγων στις 6-4-2009 μεταβίβασε στους εναγόμενους κατά κυριότητα το ποσό των 83.900,00 ευρώ (59.900 + 4.000 + 20.000), με τη συμφωνία το ανωτέρω ποσό να το επιστρέψουν στον ενάγοντα σε δύο έτη (ήτοι στις 6-4-2011) και στις 17-7-2009 ο ενάγων μεταβίβασε στους εναγόμενους κατά κυριότητα το ποσό των 88.500 ,00 ευρώ, με τη συμφωνία το ποσό αυτό να το επιστρέψουν στον ενάγοντα μετά από 16 μήνες (ήτοι στις 17-11-2010). Μάλιστα, στις 6-4-2009 η δεύτερη εναγομένη υπέγραψε έγγραφη δήλωση στον ενάγοντα με το εξής περιεχόμενο : « Αποδέχομαι παρουσία και της ……….. ότι έχω δανειστεί (άτοκα) από τον ………. το ποσόν των 59.900 Ε + 4.000 Ε + 20.000 Ε, το οποίο θα εξοφλήσω σε δύο έτη από σήμερα. Η αποδεχόμενη …….. διαμένουσα ……… Κερατσίνι». Επίσης, στις 17-7-2009 η δεύτερη εναγομένη υπέγραψε έγγραφη δήλωση στον ενάγοντα με το εξής περιεχόμενο : «Αποδέχομαι εγώ η ….. διαμένουσα στην ……… Κερατσίνι ότι έλαβα (άτοκα) από τον ……… και από 5-6-09 έως 17-7-09 το ποσόν των 88.500 Ε. Παρούσα ήταν και η ……….. Υποσχέθηκα για την επιστροφή των χρημάτων αυτών θα γίνει μετά από 16 μήνες». Όπως, δε, αποδείχθηκε, οι εναγόμενοι δεν επέστρεψαν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά στις ως άνω ημερομηνίες κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να καταστούν αυτοί υπερήμεροι οφειλέτες, εξακολουθούν δε αυτοί να αρνούνται την επιστροφή τους, ισχυριζόμενοι, ο μεν πρώτος των εναγομένων ότι ουδέποτε συνήφθη μεταξύ αυτού και του ενάγοντος οποιαδήποτε δανειακή σύμβαση, η δε δεύτερη ότι το οφειλόμενο ποσό από το άτοκο δάνειο που της χορήγησε ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 88.500,00 ευρώ και όχι στο αιτούμενο των 172.400,00 ευρώ. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγομένων απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και τούτο διότι πέραν του ότι η δεύτερη εναγόμενη από το έτος 2009 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής το 2013,ουδέποτε αμφισβήτησε το περιεχόμενο των εν λόγω έγγραφων δηλώσεών της προς τον ενάγοντα ή προσέβαλε αυτές με οποιονδήποτε τρόπο, η κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ενισχύεται και από την κατηγορηματική και σαφή κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος ………, η οποία γνώριζε τους διαδίκους και ήταν παρούσα και κατά τη σύνταξη των παραπάνω δηλώσεων (όπως αναφέρεται σ΄αυτές, για την αξιοπιστία της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει βάσιμους λόγους να αμφιβάλλει και η οποία (κατάθεση) δεν αναιρείται ουσιωδώς από την γενικόλογη και αόριστη χωρίς όρκο κατάθεση του πρώτου των εναγομένων.
Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η υπό κρίση αγωγή όπως περιορίστηκε κατά τα ανωτέρω και καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και : α) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στους νόμιμους μοναδικούς εκ διαθήκης κληρονόμους του ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 122.400,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους νόμιμους εκ διαθήκης κληρονόμους του ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 50.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επίσης πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ.178 παρ.1,183,191 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 5182/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία).
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 17-6-2013 (αριθμ.εκθ.καταθ……/ 2013) αγωγής.
Δέχεται αυτήν (αγωγή) όπως περιορίστηκε και καθό μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στους νόμιμους μοναδικούς εκ διαθήκης κληρονόμους του αρχικού ενάγοντα ……: α) ….. β) …..και γ) ………, το ποσό των εκατόν είκοσι δύο χιλιάδων τετρακοσίων (122.400,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στους ανωτέρω μοναδικούς εκ διαθήκης κληρονόμους του αρχικού ενάγοντα …..: α) …….. β) …… και γ) ………., το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τους εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των ως άνω κληρονόμων αυτού και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του e- παραβόλου με κωδικό ……./2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσαν αυτοί, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ