ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
747/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 12.11.2019 έφεση του ηττηθέντος – ενάγοντος …………, κατά της οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά 3462/2019, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 15.2.2018 αγωγή του τελευταίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 15.2.2018 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ιστορούσε ότι με τον εναγόμενο και τον ………. δημιούργησαν άτυπη κοινοπραξία με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ο καθένας. Ότι μετά το 1998, ο εναγόμενος εκλέχθηκε Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Πειραιά, χωρίς να ενημερώσει τους λοιπούς εταίρους, αν και χρηματοδότησαν την εκλογική του εκστρατεία, οπότε οι ίδιοι ίδρυσαν, επιπλέον μία κατασκευαστική εταιρεία, με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Ότι ο εναγόμενος, χωρίς να ενημερώσει αυτόν, ούτε τον άλλο εταίρο τους, λειτούργησε και αυτοτελώς δικό του τεχνικό γραφείο, στο Πέραμα, ώστε να έχει προνομιακή αντιμετώπιση, λόγω της ως άνω εκλογής του. Ότι, αν και αναλάμβαναν δημόσια έργα, μεμονωμένα ή ως κοινοπραξία και τα εκτελούσαν από κοινού, στη συνέχεια, ο εναγόμενος υπέκλεπτε έργα, ιδιωτικές μελέτες και κατασκευές από την άτυπη κοινοπραξία τους, υπέγραφε τις μελέτες και αντί να διανείμουν τα κέρδη, λάμβανε το σύνολο των κερδών μόνο για τον εαυτό του. Ότι ειδικότερα, για τα δύο πρώτα αναφερόμενα στην αγωγή έργα, που ανέλαβαν άλλες κοινοπραξίες, δεν του έχει αποδώσει το ποσό των 304.000 ευρώ, για το τρίτο του οφείλει ακόμη αυτό των 9.772,50 ευρώ, από εκκαθαρίσεις των ετών 1999 έως 2009 δεν του έχει αποδώσει το ποσό των 148.191,94 ευρώ, ενώ από το ταμείο, που διαχειριζόταν δεν του έχει αποδώσει το ποσοστό του (1/3), 6.224 ευρώ. Ότι επιπλέον, ο εναγόμενος εισέπραξε και κατακράτησε, προς ίδιον όφελος, το ποσό των 105.082,66 ευρώ, ενώ δεν του έχει επιστρέψει το χρηματικό ποσό των 153.520 ευρώ, που λάμβανε από αυτόν και 266.653 ευρώ, που έλαβε ως δάνειο. Ότι, αν και επέδωσε στον τελευταίο την από 16.9.2015 εξώδικη πρόσκληση, αυτός δεν του κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά. Κατόπιν τούτων, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 993.443,47 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, επικουρικά δε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ως μη νόμιμη ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία και αυτή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων για τους διαλαμβανόμενους στην έφεσή του λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.
ΙΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 620 του Εμπορικού Νόμου, η οποία καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του ν. 3588/2007, σύμφωνα με το άρθρο 181 αυτού (τελευταίου νόμου), οριζόταν : «Το δικαστήριον, λαμβάνον υπ’ όψει την επί δολία χρεωκοπία καταδικαστικήν απόφασιν ή την απαγγέλλουσαν την ακύρωσιν ή την διάρρηξιν του συμβιβασμού, διορίζει εισηγητήν και ένα ή πλείονας συνδίκους. Οι σύνδικοι ούτοι δύνανται να προκαλέσωσι την σφράγισιν, προβαίνοντες άνευ αναβολής, ενώπιον του γραμματέως του ειρηνοδικείου και επί τη βάσει της παλαιάς απογραφής, εις τον έλεγχον των κεφαλαίων, των πιστώσεων, και των εγγραφών, συντάσσοντες, χρείας καλούσης, συμπληρωματικήν απογραφήν και ισολογισμόν. Οι σύνδικοι δημοσιεύουσιν άνευ αναβολής δια της ορισθείσης υπό του δικαστηρίου εφημερίδος, κατά το άρθρον 532 (444), μετ’ αποσπάσματος της περί του διορισμού αυτών αποφάσεως, την προς τους νέους τυχόν πιστωτάς πρόσκλησιν, ίνα εμφανίσωσιν εντός είκοσι ημερών προς εξέλεγξιν τα δικαιόγραφα αυτών. Η πρόσκλησις γίνεται δι’ επιστολών του γραμματέως, κατά τα άρθρα 538 (495) και 584 (496)». Εξάλλου, κατά το άρθρον 20 του Εμπ.Ν., περί εταιριών, ορίζεται ότι «Ομόρρυθμος είναι η συσταινομένη, μεταξύ δύο ή και πολλών, σκοπόν εχόντων να συνεμπορεύωνται υπό επωνυμίαν εταιρικήν», το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 294 §2 του ν. 4072/2012 περί «Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις».
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, συμπεριλαμβάνοντας στη νομική βασιμότητα της αγωγής του και το άρθρο 620 του Εμπορικού Νόμου, ο οποίος όμως, έχει καταργηθεί από το έτος 2007. Ωστόσο, η εκκαλουμένη δεν στηρίχθηκε στη διάταξη του καταργηθέντος άρθρου 620 του Εμπ.Ν., για το ορισμένο της αγωγής του εκκαλούντος, αφού αυτό αφορά στην πτωχευτική διαδικασία. Η αναφορά του άρθρου αυτού στη μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης έγινε με την εκ παραδρομής προσθήκη του αριθμού 6 μπροστά από το άρθρο 20 του ίδιου νόμου, που αφορά στον ορισμό της ομόρρυθμης εταιρείας, σύμφωνα με τον Εμπ.Ν., το οποίο (άρθρο) έλαβε υπόψη της, η εκκαλουμένη. Τούτο προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της μείζονας σκέψης, όσο και από τη σχετική παραπομπή της στην απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 22/1998. Και αν ακόμη όμως, ήθελε θεωρηθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλούμενη προέβη σε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή, μετά από εκτίμηση των εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, όχι στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το εφετείο η εκκαλούμενη, αλλά αντικαθίστανται οι αιτιολογίες της, ως προς τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, που στηρίζει το ίδιο διατακτικό της απόφασης (Μον.Εφ.Λαρ. 164/2016, Μον.Εφ.Λαρ. 303/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Εφ.Αθ. 1162/2006 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 1073). Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.
V. Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες, κύριες και επικουρικές, αιτιολογίες και πλήττεται η μια μόνο από αυτές, οι σχετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.Α.Π. 25/1994 Ελλ.Δ/νη 1995, σελ. 581, Α.Π. 1450/2019, Α.Π. 987/2019, Α.Π. 597/2019, Α.Π. 454/2019 και Α.Π. 447/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 47 – 50 του Εμπ.Ν. προκύπτει ότι, στην αφανή εταιρία, που δεν έχει νομική προσωπικότητα, εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις περί εταιρειών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού. Από τα άρθρα ειδικότερα, 758 και 762 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής – εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων, κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός, σε περίπτωση δε, εταιρείας, διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδη, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό προϊόν, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Επομένως, όταν ο εμφανής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον αφανή εταίρο την ανάλογη από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, στοιχείο της αγωγής και της απόφασης που επιδικάζει τα κέρδη αυτά είναι ο ακριβής προσδιορισμός των καθαρών κερδών, που επιδικάζονται. Η τυχόν ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι ισχυρισμός του διαχειριστή εμφανούς εταίρου, όχι δε, στοιχείο της αγωγής (A.Π. 371/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 362/2008 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 841, Α.Π. 581/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 813, Α.Π. 860/2002 Νο.Β. 2003, σελ. 55, Α.Π. 1629/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 418 και Α.Π. 243/1995 Ε.Εμπ.Δ. 1995, σελ. 607). Σε κάθε περίπτωση, ως κέρδος, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό κέρδος, ήτοι το καθαρό προϊόν, που απομένει, όχι μόνο μετά την αφαίρεση των εξόδων, αλλά και ιδίως των δαπανών για το έργο (Α.Π. 581/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 813). Εξάλλου, μετά τη λύση της αφανούς εταιρείας, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, δεν απαιτούνταν να επακολουθήσει υποχρεωτικά στάδιο εκκαθάρισης, διότι δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικά έναντι των τρίτων, εκτός αν είχε συμφωνηθεί το αντίθετο μεταξύ των εταίρων (Α.Κ. 361) ή αν το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν απαραίτητη η εκκαθάριση, διότι από την παράλειψή της επερχόταν σύγχυση (Α.Π. 1435/2014, Α.Π. 749/2012, A.Π. 371/2011, Α.Π. 362/2008 και Α.Π. 393/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά το στάδιο αυτό, το οποίο δεν αποτελούσε, κατά κυριολεξία, εκκαθάριση, αλλά διακανονισμό των εταιρικών δοσοληψιών, μετά τον οποίο κρίνονταν οι ενοχικές αξιώσεις των αφανών εταίρων για απόδοση των εισφορών ή απόληψη κερδών ή των εμφανών εταίρων για απόδοση των ζημιών (Α.Π. 885/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 1100), εφαρμόζονταν αναλογικά (mutatis mutandis) οι διατάξεις του Α.Κ. για την εκκαθάριση (Α.Π. 371/2011 και Α.Π. 1038/2010 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Ο ν. 4072/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 294 §1, εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος του (11.4.2012, σύμφωνα με το άρθρο 330), δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, επέφερε κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς τις αφανείς εταιρείες [(με τα άρθρα 285 έως 293 του ν. 4072/2012 ρυθμίστηκε το νομοθετικό πλαίσιο της αφανούς εταιρείας και της κοινοπραξίας, καταργούμενων των διατάξεων των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 του Εμπ.Ν.) (άρθρο 294 §2 του ν. 4072/2012)] και πλέον οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη της §2 του άρθρου 393 του Κ.Πολ.Δ. (άρθρο 285 §2) και τη λύση της αφανούς εταιρείας ακολουθεί πλέον η εκκαθάριση, η οποία διενεργείται από τον εμφανή εταίρο και συνίσταται στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του, μειωμένης κατά τις ζημίες, που του αναλογούν, κατ’ άρθρο 291 του ν. 4072/2012 (Εφ.Πειρ. 599/2015 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απαίτησε για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής του, ως αφανούς εταίρου για την απόδοση των καθαρών κερδών που του αναλογούν, ότι θα έπρεπε να αναφέρονται τα καθαρά κέρδη, που είχε η αφανής εταιρία, αντί να αναφέρονται μόνο τα έσοδα αυτής, ο εμφανής δε, εταίρος όφειλε να προτείνει κατ’ ένσταση τη μείωση του αιτούμενου ποσού, αφαιρώντας από τα έσοδα – εισπράξεις τα έξοδα. Κατ’ αρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ανωτέρω ορίζονται στη μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης, ενώ στην ελάσσονα σκέψη αυτής, γίνεται αναφορά για κέρδη, σε ορισμένα μόνο από τα αιτούμενα ποσά (2ο, 3ο, 4ο, 5ο, καθώς και τα 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο και 14ο, που αφορούσαν σε εκκαθαρίσεις διαφόρων ετών), ότι δεν εξειδικεύεται στην αγωγή εάν οι αναγραφόμενες ως εισπράξεις αποτελούν καθαρά κέρδη, τα οποία μάλιστα, δεν προσδιορίζονται στον ως άνω λόγο της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση, ως κέρδος, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό κέρδος, ήτοι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, το καθαρό προϊόν, που απομένει όχι μόνο μετά την αφαίρεση των εξόδων, αλλά και ιδίως των δαπανών για το έργο. Μόνη δε, η αναφορά σε είσπραξη ή όφελος της κοινοπραξίας, δεν είναι αρκετή για την πληρότητα του δικογράφου, καθόσον είναι εντελώς διαφορετική έννοια από το κέρδος, έτσι όπως νοείται στη διάταξη του άρθρου 762 του Α.Κ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά εφάρμοσε το νόμο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, θεωρώντας, ως προς τα ανωτέρω κονδύλια (2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, και 14ο), ότι δεν αναφέρονται τα καθαρά κέρδη, ήτοι χωρίς την αναφορά των δαπανών για τα έργα και δεν απαίτησε την αναφορά και των εξόδων, τα οποία άλλωστε, εναπόκειται στον διαχειριστή εμφανή εταίρο να τα επικαλεστεί κατ’ ένσταση. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού η εκκαλουμένη στηρίζεται αυτοτελώς, σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό (απόδοση καθαρών κερδών, που αναλογούν στον εκκαλούντα ως αφανή εταίρο), σε περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες, αυτοτελώς η κάθε μία, στηρίζουν το διατακτικό της. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, η αγωγή κρίθηκε ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και υπαγωγής στο νόμο, λόγω αοριστίας, όσον αφορά στην άτυπη σύσταση της κοινοπραξίας «……………», με ποσοστό συμμετοχής εκάστου συμμετέχοντα 1/3 στα κέρδη και τις ζημίες, επειδή «δεν αναφέρεται ο σκοπός της εταιρίας, η διάρκειά της και ο εκπρόσωπος – διαχειριστής της, ουδόλως δε, ποια έργα ανέλαβε και εκτέλεσε και με ποιο τρόπο, ήτοι αν λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία υπό την ανωτέρω επωνυμία ή αν λειτούργησε και σε ποιο έργο ως αφανής εταιρία και στην περίπτωση αυτή ποιος ήταν εμφανής εταίρος της και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί η υπαγωγή της λειτουργίας της στο καθεστώς της αφανούς και χωρίς νομική προσωπικότητα εταιρίας ή της εν τοις πράγμασι εμπορικής εταιρίας και το αν και πότε η εν λόγω κοινοπραξία τυχόν λύθηκε». Σημειωτέον ότι από το αν έχει λυθεί η εν λόγω κοινοπραξία ή όχι, κάτι το οποίο δεν αναφέρεται, εξαρτάται, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, και το αν θα εφαρμοστεί ο νέος νόμος (4072/2012) ή το προϊσχύσαν δίκαιο. Τούτο μάλιστα έχει ιδιαίτερη σημασία, ενόψει του ότι πλέον οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη της §2 του άρθρου 393 του Κ.Πολ.Δ. (άρθρο 285 §2) και τη λύση της αφανούς εταιρείας ακολουθεί πλέον η εκκαθάριση, η οποία διενεργείται από τον εμφανή εταίρο, ο οποίος επίσης δεν αναφέρεται. Εξάλλου, για κάθε ένα από τα ανωτέρω επιμέρους αιτούμενα ποσά, πλην της μη αναφοράς των καθαρών κερδών, υπάρχουν και άλλες επιπλέον επάλληλες αιτιολογίες απόρριψής τους, λόγω αοριστίας, οι οποίες δεν πλήττονται με την έφεση (ως προς το 2ο αιτούμενο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο ζητούνταν ως μερίδιο του εκκαλούντος από το συνολικό όφελος των 12.000 ευρώ της κοινοπραξίας με την επωνυμία «……………» από την κατασκευή διαφόρων έργων, δεν αναφέρονταν ποια έργα κατασκεύασε η τελευταία, ποιο το μερίδιο συμμετοχής του κάθε συμμετέχοντος σ’ αυτήν και σε τι συνίστατο η παράνομη μεθόδευση που επικαλείται ο εκκαλών ότι εφάρμοσε ο εφεσίβλητος, ως προς το 3ο αιτούμενο ποσό των 9.772,50 ευρώ, που ζητούνταν ως μερίδιο του εκκαλούντος από εισπράξεις του εφεσίβλητου για έργο, που ανέλαβε και εισέπραξε η κοινοπραξία «……….», δεν αναφέρονταν εάν η κοινοπραξία με την επωνυμία «………………» είχε συμφωνηθεί να αποτελεί αφανή εταίρο στην ως άνω κοινοπραξία, ώστε ο εκκαλών να έχει αξίωση επί των κερδών, ούτε ότι ο εφεσίβλητος υπήρξε ταμίας της κοινοπραξίας αυτής, ως προς τα 4ο και 5ο αιτούμενα ποσά – χρήματα που προέρχονταν από την πώληση διαμερίσματος και προκαταβολή για την πώληση καταστήματος αντίστοιχα στην πολυκατοικία που ανήγειραν, δεν αναφέρονταν ποιος εκτέλεσε το εν λόγω έργο και βάσει ποιας συμφωνίας ο εκκαλών είχε δικαίωμα σε ποσοστό 1/3 και ως προς τα 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο και 14ο αιτούμενα ποσά, που αφορούσαν σε εκκαθαρίσεις διαφόρων ετών, δεν αναφέρονταν ποιοι διενήργησαν εκκαθάριση, υπό ποια ιδιότητα, σε ποιους λογαριασμούς και βάσει ποιας συμφωνίας ο εκκαλών – ενάγων αξιώνει τα ποσά αυτά). Επομένως, εφόσον πλήττεται μόνο η μία αιτιολογία από όλες τις ανωτέρω (αυτή της μη αναφοράς των καθαρών κερδών), χωρίς να διατυπώνεται ουδεμία αιτίαση κατά των άλλων, ελλείπει το έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 516 §2 και 533 §1 του Κ.Πολ.Δ., για την εξέταση του λόγου αυτού της έφεσης, αφού, ακόμη και η τυχόν ευδοκίμησή του, δεν δύναται να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το απορριπτικό διατακτικό της οποίας υποστηρίζουν επαρκώς οι λοιπές, μη πληττόμενες, αιτιολογίες της.
VΙΙ. Με τους τρίτο και πέμπτο λόγους της έφεσης, όπως αυτοί εκτιμούνται από το Δικαστήριο, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η βάση της αγωγής του, η οποία στηριζόταν στην αδικοπραξία του εφεσίβλητου, διότι υπήρχε συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του τελευταίου. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι οι αξιώσεις – αιτήματα της αγωγής με αριθμούς 2 (ζητούνταν το μερίδιο του εκκαλούντος από το συνολικό όφελος της κοινοπραξίας με την επωνυμία «……….» από την κατασκευή διαφόρων έργων), 3 (ζητούνταν ως μερίδιο του εκκαλούντος από εισπράξεις του εφεσίβλητου για έργο, που ανέλαβε και εισέπραξε η κοινοπραξία «………..»), 6 και 7 (δάνεια που ο εκκαλών έδινε στον εφεσίβλητο), 8, 9, 10, 11, 12 και 14 (μη απόδοση ποσών, που αφορούσαν σε εκκαθαρίσεις ετών 1999 έως 2009 από την άτυπη κοινοπραξία που είχαν δημιουργήσει), 13 (ποσοστό από αμοιβή για την έκδοση άδειας) και 15 (ποσοστό του από το μερίδιο του ταμείου της κοινοπραξίας), δεν μπορούν να θεμελιώσουν και αξίωση από αδικοπραξία, διότι, χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένες, δεν θα ήταν παράνομες, ως αντικείμενες στο, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (Ολ.Α.Π. 967/1973 Νο.Β. 1974, σελ. 505, Α.Π. 1636/2018, Α.Π. 1434/2018, Α.Π. 920/2018 και Α.Π. 345/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της έφεσης ως προς τα αιτήματα αυτά. Περαιτέρω, όσον αφορά στο με αριθμό 1 αιτούμενο ποσό (300.000 ευρώ), ιστορείται στην αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι ο εναγόμενος, αντίθετα με τα χρηστά ήθη και την υποχρέωση πίστης, που απορρέει από τη δημιουργία της κοινοπραξίας και της Α.Ε., που είχε ιδρύσει με τον ενάγοντα, δημιούργησε άλλη κοινοπραξία, η οποία ανέλαβε την εκτέλεση δημόσιου έργου και καρπώθηκε και την αμοιβή του, το μερίδιό του δε, επί του κέρδους ανέρχεται στο ποσό των 300.000 ευρώ. Όσον αφορά στο γεγονός ότι το ανωτέρω έργο δεν ανελήφθη από την Α.Ε., που είχαν συστήσει οι διάδικοι, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο ενάγων, ως μη έχων άμεσο έννομο συμφέρον, διότι αμέσως ζημιωθέν είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αυτής (βλ. Α.Π. 1278/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε, κατά τούτο ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής από αδικοπραξία, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως προς αυτό οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, ως αβάσιμοι. Όσον αφορά στο ως άνω αίτημα (της παραβίασης πίστης) από την ανάληψη του δημοσίου έργου από άλλη κοινοπραξία, από αυτήν που είχαν συστήσει οι διάδικοι, από κοινού και με άλλο ένα φυσικό πρόσωπο, δεν περιέχεται για το ορισμένο της αγωγής, εάν υποβλήθηκε ή όχι στις διατυπώσεις δημοσιότητας του τότε ισχύοντος άρθρου 42 του Εμπ.Ν., στοιχείο απαραίτητο, τόσο όσον αφορά στην ενεργητική νομιμοποίηση αυτού (ενάγοντος) ως φυσικού προσώπου – μέλους της (Ολ.Α.Π. 22/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 532) ή της λειτουργούσας ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας (Α.Π. 339/2010 και Εφ.Πατρ. 210/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, για το ορισμένο της αγωγής ως προς τη βάση αυτή περί αδικοπραξίας (914, 919 Α.Κ.), δεν αναφέρεται ο σκοπός της εταιρίας, η διάρκειά της και ποια έργα είχε συμφωνηθεί να αναλάβει, αφού πρωτευόντως από τον επιδιωκόμενο σκοπό της και τη διάρκειά της, κρίνεται ποιες πράξεις απαγορεύονται στα μέλη της, ως απόρροια της υποχρέωσης πίστης τους, ως ανταγωνιστικές πράξεις και η συμμετοχή σε εταιρεία με την ίδια δραστηριότητα (βλ. σχετ. Εφ.Πειρ. 871/2002 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Κατόπιν τούτων, το με αριθμό 1 αιτούμενο ποσό (300.000 ευρώ), της αγωγής έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο, σχετικά με τη βάση της από την αδικοπραξία, το πρωτοβάθμιο δε, δικαστήριο, το οποίο απόρριψε τη βάση αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει το Δικαστήριο τούτο αυτεπάγγελτα (Α.Π. 1210/1995 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 1782), αφού κάνει δεκτή την έφεση, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση 3462/2019, να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό και να το απορρίψει ως αόριστο, χωρίς να καθίσταται επιβλαβέστερη η θέση του ενάγοντος – εκκαλούντος (η πρωτοδίκως απορριφθείσα ως νόμω αβάσιμη αγωγή του απορρίπτεται κατ’ έφεση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας), απαιτείται όμως προηγουμένως εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 535 §1 Κ.Πολ.Δ., λόγω της δημιουργίας διαφορετικού δεδικασμένου, καθόσον στην περίπτωση αυτή επέρχεται αλλαγή του διατακτικού (Α.Π. 134/2008, Α.Π. 1913/2007, Α.Π. 1914/2007, Α.Π. 1915/2007, Εφ.Αθ. 1716/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ´ 2009, παρ. 855, σελ. 346 – 347). Τέλος, ως προς τα αιτούμενα ποσά της αγωγής, με αριθμούς 4 και 5, από την πώληση διαμερίσματος και την προκαταβολή για την πώληση καταστήματος από την ανέγερση πολυκατοικίας, επί της …………. στο Πέραμα (97.416 ευρώ και 1.666 ευρώ αντίστοιχα), ιστορείται στην αγωγή, ότι ο εναγόμενος – εφεσίβλητος τα εισέπραξε από τους αγοραστές των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών και τα κράτησε προς ίδιον όφελος, αν και ανήκαν στον ενάγοντα και τα έλαβε για κεφάλαιο της κοινοπραξίας τους, που θα αναλάμβανε το έργο της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, στο Πέραμα. Η παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων αυτών, συνιστά και υπεξαίρεση και κατ’ επέκταση αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος, αίτημα, το οποίο είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 375 του Π.Κ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά και έκρινε μη νόμιμα τα κονδύλια αυτά της αγωγής, ως προς τη βάση περί αδικοπραξίας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης ως και κατ’ ουσία βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί η από 15.2.2018 αγωγή ως προς τα κονδύλια αυτά.
VΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 του A.K. με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ίδιου Κώδικα, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου, που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάστηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό, λόγω δανείου. Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία, όπως τραπεζικών επιταγών, που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (Α.Π. 1182/2019, Α.Π. 1510/2011 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 889/2010 Νο.Β. 2011, σελ. 718).
ΙΧ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αιτούμενο ποσό των 266.653 ευρώ, που αναγραφόταν στην αγωγή ότι “ήταν δανεικά”, με την αιτιολογία πως είναι αόριστο, επειδή δεν αναφέρονται στην αγωγή τα στοιχεία της δανειακής σύμβασης, όπως ο χρόνος κατάρτισης και οι ειδικοί όροι της. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της αγωγής, για να είναι δε, ορισμένη αυτή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου, που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάστηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη, κατά κυριότητα, ορισμένο χρηματικό ποσό, λόγω δανείου, στοιχείο το οποίο περιέχεται στην αγωγή, έστω και κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε μη νόμιμο το κονδύλιο αυτό της αγωγής, με βάση την επικαλούμενη σύμβαση δανείου, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης ως και κατ’ ουσία βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς αυτό, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί η από 15.2.2018 αγωγή, ως προς το τελευταίο κονδύλιο.
Χ. Από την εκτίμηση των ένορκων βεβαιώσεων ………/15.5.2018, που λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγομένου (η κλήση περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία, κατά το άρθρο 422 του Κ.Πολ.Δ., απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του τελευταίου), των ένορκων βεβαιώσεων .. και …../27.9.2018 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……, τις οποίες προσκομίζει ο εναγόμενος (αν και δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης προς τον ενάγοντα, παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατά τη λήψη τους – Α.Π. 26/2020, Α.Π. 204/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π.17/2015 στο site www.areiospagos.gr), καθώς και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (δεν λαμβάνεται υπόψη η από 9.10.2014 υπεύθυνη δήλωση του ………….., την οποία προσκομίζει ο εναγόμενος, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού, ως μαρτυρία τρίτου, δεν δόθηκε κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, αλλά έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ των διαδίκων πολιτική δίκη (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ) – Ολ.Α.Π. 8/1987, Α.Π. 1088/2019, Α.Π. 297/2019 και Α.Π. 6/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο …….. σύστησαν, τον Ιανουάριο του έτους 2002, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…………..”. Από την εταιρία αυτή ανεγέρθηκε πολυκατοικία, με το σύστημα της αντιπαροχής, στο Πέραμα Αττικής, επί της ……. … Το Α-1 διαμέρισμα της πολυκατοικίας αυτής, στο οποίο αντιστοιχεί και η με στοιχεία Ρ-6 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, πωλήθηκε από την ως άνω κατασκευάστρια εταιρία στην …………, αντί τιμήματος 50.806,78 ευρώ. Από το ως άνω τίμημα, ποσό 4.306,78 ευρώ καταβλήθηκε στην εταιρία σε μετρητά, το υπόλοιπο δε ποσό (46.500 ευρώ) πιστώθηκε. Το πιστωθέν αυτό τίμημα εξοφλήθηκε με την ……../2006 πράξη εξόφλησης της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., για το οποίο η ως άνω αγοράστρια έλαβε στεγαστικό δάνειο από την Τράπεζα Πειραιώς. Σημειωτέον ότι στα ως άνω, συμβόλαιο και πράξη, παραστάθηκαν, ως μέλη του Δ.Σ. της Α.Ε. και οι διάδικοι. Ωστόσο, τα χρήματα αυτά δόθηκαν στην ως άνω ανώνυμη εταιρία και δεν αποδείχθηκε ότι εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι ο εναγόμενος εισέπραξε από τον κ. ……., ως προκαταβολή, για την αγορά καταστήματος στην ίδια ως άνω πολυκατοικία, το ποσό των 5.000 ευρώ, από το οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι του ανήκει το 1/3, ήτοι 1.666 ευρώ. Προς τούτο ο τελευταίος, πέραν της απλής αναφοράς, χωρίς καμία αιτιολόγηση, περί είσπραξης του ως άνω ποσού από τον εναγόμενο, δεν προσκομίζει ένα συμβόλαιο πώλησης της ως άνω κατασκευάστριας Α.Ε., από το οποίο να προκύπτει η μεταβίβαση κάποιας οριζόντιας ιδιοκτησίας προς τον κ. …….. Αντίθετα, από το συμβόλαιο πώλησης …/15.12.2005 της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, αποδεικνύεται ότι μεταβίβαση οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν έγινε από την ως άνω Α.Ε., πολύ περισσότερα από την κοινοπραξία, όπως επικαλείται με την αγωγή ο ενάγων, αλλά ότι μία οριζόντια ιδιοκτησία μεταβιβάστηκε από την κ. …………, χωρίς τη συμμετοχή του εναγομένου, ισχυρισμός ο οποίος ουδόλως αντικρούεται από τον ενάγοντα. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε η είσπραξη από τον εναγόμενο του επικαλούμενου με την αγωγή ποσού των 51.750 ευρώ από την κ. …….., χωρίς να κρίνεται επαρκής για να ανταποκριθεί στο σχετικό του βάρος απόδειξης η απλή αναφορά από τον υιό του ………, με την ένορκη βεβαίωση ……../2018, ότι “εδώθει στις 16.2.2006 από την κ. ……… (51.750)”. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε η είσπραξη των ως άνω ποσών από τον εναγόμενο, δεν αποδείχθηκε και η παράνομη ιδιοποίηση τους (αδικοπραξία) από τον τελευταίο και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα τα σχετικά αιτήματα της αγωγής. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ουδόλως αποδείχθηκε η σύναψη προφορικής σύμβασης δανείου ανάμεσα στους διαδίκους, ποσού 263.653 ευρώ, με καταβολή μέσω της Εθνικής Τράπεζας, για το έργο της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του, αφού ο τελευταίος δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται με τις προτάσεις του κάποιο σχετικό παραστατικό (ποσού 263.653 ευρώ) της Τράπεζας αυτής. Προς τούτο η μόνη (περιληπτική) αναφορά είναι από τον υιό του ενάγοντος, …………., με την ένορκη βεβαίωση ………./2018, η οποία δεν είναι επαρκής για να ανταποκριθεί ο ενάγων στο βάρος απόδειξης του αιτούμενου αυτού ποσού της αγωγής. Αλλά και σ’ αυτή την περιληπτική αναφορά δεν γίνεται λόγος για τμηματική καταβολή (αν και στην αμέσως πιο πάνω αναφορά του ίδιου ενόρκως βεβαιώσαντος, για άλλο χρηματικό ποσό που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δόθηκε στον εναγόμενο – 153.520 ευρώ, το οποίο δεν πλήττεται με τον λόγο αυτό της έφεσης, γίνεται λόγος για τμηματική καταβολή του). Άλλωστε, ούτε στην υπό κρίση αγωγή ούτε στην ως άνω ένορκη βεβαίωση αναφέρεται ο χρόνος ή ο τόπος της σύναψης του δανείου, αν και δεν είναι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημα της αγωγής για την αναγνώριση ότι ο εναγόμενο οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 263.653 ευρώ, από μεταξύ τους σύμβαση δανείου.
ΧΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 189, 190 και 191 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι αποδίδονται στον νικήσαντα διάδικο μόνο τα έξοδα τα οποία ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης (τέλη χαρτοσήμου, τέλος δικαστικού ενσήμου, αμοιβή του δικηγόρου κ.λπ.), ότι ο αιτών τα έξοδα πρέπει να υποβάλει κατάλογο των εξόδων και ότι αν δεν υποβληθεί τέτοιος κατάλογος, αρκεί και μόνη η υποβολή του σχετικού αιτήματος, για να προβεί το δικαστήριο στην εκκαθάριση των εξόδων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει, από τα άρθρα 58 και 84 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον εντολέα του και αν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων (Α.Π. 961/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 58 επ., 63 επ. του ισχύοντος κώδικα δικηγόρων, αντίστοιχων των παλαιών άρθρων 91, 92 §1 και 98 του προϊσχύσαντος κώδικα περί δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) και των άρθρων 176, 177 και 189 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, άλλη είναι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου και άλλη η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη στον διάδικο, στην καταβολή της οποίας καταδικάζεται ο αντίδικός του με τη δικαστική απόφαση. Τούτο διότι η πρώτη, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, ανάγεται στην εσωτερική εκ της εντολής σχέση, η οποία συνδέει τον πληρεξούσιο δικηγόρο με τον πελάτη του και καθορίζεται κατά την μεταξύ τους συμφωνία (άρθρο 92 του Κώδικα δικηγόρων), εφόσον αυτή είναι έγκυρη, εν ελλείψει δε τέτοιας έγκυρης συμφωνίας, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατιμήσεις αμοιβής των δικηγόρων (άρθρο 98 §1 του ίδιου Κώδικα). Αντίθετα, η δεύτερη, ήτοι η αποδοτέα δικαστική δαπάνη καθορίζεται κατά τις περί αυτής διατάξεις του άρθρου 189 του Κ.Πολ.Δ., κατά την οποία αποδίδονται μόνο τα αναγκαία προς διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης δικαστικά έξοδα και περιλαμβάνει τα δαπανήματα που καθορίζονται σ’ αυτή. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και της δικαστικής δαπάνης, που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει στο διάδικο και όχι στο δικηγόρο του. Ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται χρηματικά, γινόταν βάσει των άρθρων 100 επ. του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) και ήδη από 17.9.2013 με τα άρθρα 63 επ. του Νέου Κώδικα (ν. 4194/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 68 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για σύνταξη προτάσεων, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, είναι ίση με την αμοιβή της παρ. 1 του άρθρου 63 του Κώδικα, ενώ, κατά το άρθρο 69 του ίδιου Κώδικα για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αμοιβή των δικηγόρων όλων των διαδίκων είναι διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής, όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ, δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ …, ενώ τέλος, κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση που ενωθούν περισσότερες αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή για κάθε αγωγή που σωρεύεται με βάση την αξία του αντικειμένου της. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ., σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση έτσι αυτή, ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 85/2019 ό.π.).
ΧΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της έφεσης (από προφανή παραδρομή αναφέρεται ως πέμπτος) ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε σε βάρος του, για δικαστική δαπάνη, το ποσό των 15.650 ευρώ, ενώ έπρεπε, είτε να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη, είτε να επιδικάσει δαπάνη μικρότερη, ώστε να ανταποκρίνεται στα πραγματικά έξοδα του εφεσίβλητου – εναγομένου. Και τούτο, διότι ενόψει της διάταξης του άρθρου 58 §5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με την οποία εάν το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, του ότι ο εναγόμενος με δόλο δεν κατέθεσε πίνακα εξόδων, κατ’ άρθρο 190 του Κ.Πολ.Δ., καθώς και του ότι η επιδικασθείσα δαπάνη παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, αφού, όσον αφορά στο μη συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων, πλέον επιτρέπεται, κατ’ άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ., μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το ν. 2943/2001, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό ή στην περίπτωση, που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, τα οποία δεν ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση. Περαιτέρω, εφόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, στην υπό κρίση περίπτωση, όπου το αντικείμενο της δίκης, αποτιμάται χρηματικά, δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή καταλόγου εξόδων, ο δε, υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης γίνεται, ανεξαρτήτως των πραγματικών εξόδων, που υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος, με βάση το αντικείμενο της δίκης σύμφωνα με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, αφού το ποσό των επιδικασθέντων εξόδων, κυμαίνεται σε ποσοστό επί τοις εκατό, ανάλογα με το ύψος του αιτούμενου ποσού της αγωγής. Μάλιστα, με την εκκαλουμένη επιδικάστηκε ποσό 15.650 ευρώ, αντί αυτού των 19.860 ευρώ (9.930 ευρώ, βάσει του αντικειμένου της διαφοράς, κατ’ άρθρο 63 του ν. 4194/2013 Χ2 επειδή πρόκειται για τις προτάσεις που κατέθεσε ο εναγόμενος, κατ’ άρθρο 68 §1 του ίδιου νόμου). Τέλος αβάσιμη είναι και η αιτίαση του εκκαλούντος περί του ότι ήταν υπέρογκο το αίτημα της αγωγής, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ώστε το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή, με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, αφού δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, ενώ, ύστερα από αξιολόγηση των πραγματικών στοιχείων από το δικηγόρο του ενάγοντος, με την υπό κρίση έφεση ζητείται να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, εμμένοντας έτσι (ο ενάγων) όχι μόνο στη νομική της θεμελίωση, αλλά και στα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε έτσι και επιδίκασε την αναφερόμενη δικαστική δαπάνη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.
ΧΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3462/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 15.2.2018 αγωγή, ως προς τα αιτήματά της περί αναγνώρισης ότι ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα α) ποσό 300.000 ευρώ, από τη σωρευόμενη βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, β) ποσά 97.416 (51.750 και 45.666) ευρώ και 1.666 ευρώ αντίστοιχα, επίσης από τη σωρευόμενη βάση της αγωγής από την αδικοπραξία και γ) ποσό 266.653 ευρώ, από σύμβαση δανείου, να απορριφθούν α) ως απαράδεκτο το πρώτο αίτημα (των 300.000 ευρώ) και β) ως ουσιαστικά αβάσιμα τα δύο τελευταία. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε, έστω και για κάποια κονδύλια, η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……… .. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Εξάλλου, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη για όλα τα κεφάλαια της απόφασης, που αφορά στην ίδια ως άνω αγωγή, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής (Α.Π. 192/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 825, Α.Π. 748/1984 Ελλ.Δ/νη 1985, σελ. 642, Μαργαρίτης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρα 535 αρ. 1 και 522 αρ. 13 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, Τόμος Γ, άρθρο 535, αρ. 4) και να καταδικαστεί ο ενάγων στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου, λόγω της ήττας του και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. γ του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο ενάγων – εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, λόγω της απόρριψης της δικής του αγωγής, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 12.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση του ………….
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3462/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα κονδύλια που αφορούν σε : α) ποσό 300.000 ευρώ, από τη σωρευόμενη βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, β) ποσά 97.416 (51.750 και 45.666) ευρώ και 1.666 ευρώ, επίσης από τη σωρευόμενη βάση της αγωγής από την αδικοπραξία και γ) ποσό 266.653 ευρώ, από σύμβαση δανείου.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 15.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 15.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../ /2018 αγωγή, ως προς τα ανωτέρω κονδύλια.
Απορρίπτει την αγωγή, κατά το υπό στοιχείο α) κονδύλιο – ποσό των 300.000 ευρώ, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ως προς τα λοιπά κονδύλια – υπό στοιχείο β) – ποσά 97.416 (51.750 και 45.666) ευρώ και 1.666 ευρώ και υπό στοιχείο γ) – ποσό 266.653 ευρώ, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τον ενάγοντα – εκκαλούντα, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου – εφεσίβλητου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 10 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρου τους, στις 10 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ