Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 741/2018

Αριθμός    741/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………..  έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας, κατά της 1547/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε  την από 19-11-2015 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης  ……….. αγωγή της ενάγουσας εταιρίας, έχει  ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης, (σχετ. η …………. έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………..  άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ).  Επομένως και δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με την άνω αναφερόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…..» που εδρεύει στο …….. και δραστηριοποιείται στις γενικές μηχανολογικές επισκευές πλοίων κάθε τύπου,  ισχυρίζεται ότι σε εκτέλεση σύμβασης   έργου   που κατάρτισε στις 18-1-2014, στο Πέραμα, με την εναγόμενη εταιρία  με την επωνυμία « … .»  πρώην «…….»,  που εδρεύει στην ………  και είναι  πλοιοκτήτρια  του υπό σημαία Κύπρου  φ/γ πλοίου «O…» (bulk carrier), εκπροσωπούμενη νόμιμα από την διαχειρίστρια του πλοίου,  εταιρία με την επωνυμία «………., η οποία εδρεύει  στα ………. και έχει εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ν. 89/1967, εκτέλεσε και παρέδωσε στον συμφωνηθέντα χρόνο, στις 6-2-2014, το έργο συνιστάμενο στις περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο μηχανολογικές επισκευές του πλοίου το οποίο προμήθευσε, επιπλέον  με τα αναφερόμενα στο ίδιο δικόγραφο ανταλλακτικά.     Ότι  από το σύνολο του εργολαβικού ανταλλάγματος και τιμήματος ύψους 100.858,30 ευρώ που δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη πλοιοκτήτρια, ως συμφωνηθείσα, εύλογη και ειθισμένη αμοιβή, για τις εκτελεσθείσες εργασίες, η τελευταία αν και όφειλε, κατά τα συμφωνηθέντα, να έχει εξοφλήσει αυτήν με την παράδοση του έργου, εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 50.858,30 ευρώ.  Με βάση το παραπάνω ιστορικό και όσα ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, ζητά η ενάγουσα κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικά με εκείνες περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το άνω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. To πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει επί της κρινόμενης διαφοράς, εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο, έκρινε στην συνέχεια την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας  την επικουρική βάση της αγωγής και  δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας πρωτίστως ως αόριστους τους προταθέντες, με τις ενώπιον του, προτάσεις της εναγομένης, ισχυρισμούς, περί εξόφλησης και συμψηφισμού,   επιδικάζοντας το αιτούμενο ποσό στην ενάγουσα.

Η εναγόμενη εταιρία με την κρινόμενη έφεσή της και τους λόγους αυτής με τους οποίους παραπονείται για την απόρριψη των εν λόγω ισχυρισμών της και  του αιτήματός της περί αναβολής της συζήτησης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό πλήρους απόρριψης της αγωγής.

Α.  Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δε θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής». Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, η  οποία αναφέρεται μεν  σε αναβολή της συζήτησης, πρόκειται όμως περί αναστολής της δίκης  που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης, σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕΑ 909/2008 δημοσ    στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξίωσης που γενεσιουργό αιτία έχει την (ήδη, παράλληλα κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτήν και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης (ΕΑ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993. 910) αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας και η οποία εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (ΚΠολΔ 524), προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΑΠ 149/2017 δημοσ  στη τνπ ΝΟΜΟΣ, 2066/1984 ΝοΒ 33. 1161, ΕΑ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492). Άλλωστε, η ευχέρεια του δικαστηρίου υπάρχει και όταν η διάγνωση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται ολικά ή μερικά από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος, υπό την έννοια του δεσμού της νομικής μεταξύ τους αναγκαιότητας, έτσι ώστε  να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης  διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσης, ενώ παράλληλα η αυτοτελής, στην άλλη δίκη, διάγνωση του προδικαστικού αυτού ζητήματος, θα συντελέσει στην ασφαλέστερη διάγνωση και επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί. (ΕΑ 1147/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).Στην κρινόμενη υπόθεση η εναγόμενη εταιρία με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου νομότυπα προσκομισθείσες προτάσεις της, συνομολόγησε την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του φ/γ πλοίου «O……», τη διαχείριση αυτού από την  εταιρία με την επωνυμία «…………» καθώς και την ιδιότητα της ενάγουσας ως εταιρίας δραστηριοποιούμενης στον τομέα των γενικών μηχανολογικών επισκευών πλοίων,  την μεταξύ τους κατάρτιση σύμβασης έργου με  αντικείμενο την επισκευή του άνω αναφερόμενου πλοίου και, τέλος, τις πραγματοποιηθείσες στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης, επί μέρους εργασίες στο άνω πλοίο αλλά και την παράδοση του έργου στην συμφωνηθείσα (6-2-2014) ημερομηνία. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι τα πλοία διαχείρισης της εν λόγω εταιρίας όπως και οι  πλοιοκτήτριες εταιρίες και η ίδια η ως άνω  διαχειρίστρια ανήκουν επιχειρηματικά στον εφοπλιστικό όμιλο συμφερόντων του ίδιου προσώπου, ο οποίος ανέθετε στην ενάγουσα, με την οποία είχε πολυετή συνεργασία, ήδη από το έτος 2002,   την επισκευή των πλοίων όλου του ομίλου και ότι στα πλαίσια αυτά, της ανέθεσε, μέσω της διαχειρίστριας εταιρίας,  από τον Δεκέμβριο 2010 έως και τον Μάρτιο 2014 την διενέργεια γενικών επισκευών στο σύνολο των, έντεκα, πλοίων του ομίλου. Συνομολόγησε δε με τις εν λόγω προτάσεις της την ανάληψη από μέρους της ενάγουσας εργολήπτριας εταιρίας την εκτέλεση του έργου με δικό της προσωπικό, βαρυνόμενη με την καταβολή των ημερομισθίων και ασφαλιστικών εισφορών, την εξ ιδίων αγορά των απαιτηθησόμενων ανταλλακτικών και εξαρτημάτων. Ισχυρίστηκε ωστόσο περαιτέρω ότι με την ενάγουσα συμφωνήθηκε σύμβαση έργου ενιαία για όλα τα πλοία με εργολαβική αμοιβή προσδιοριζόμενη απολογιστικά με την διατήρηση «ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού όπου καταχωρούνταν οι χρεώσεις που αφορούσαν το κόστος υλικών και τα «εργατικά» καθώς και οι πιστώσεις,  οι ήδη γενόμενες καταβολές, ότι το κατάλοιπο του εν λόγω λογαριασμού για το σύνολο του έργου ανέρχεται σε 36.233,69 ευρώ και όχι σε 466.264,70 ευρώ, ποσό το οποίο αξιώνει συνολικά η ενάγουσα με την έγερση διαφορετικών για κάθε πλοίο αγωγών.  Ότι η ίδια η εναγομένη από κοινού με τις λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρίες καθώς και την άνω αναφερόμενη διαχειρίστρια εταιρία,  έχει ασκήσει την με αριθμό κατάθεσης ………. από 19.9.2016 αγωγή   με αίτημα την αναγνώριση ότι η έννομη σχέση που συνδέει τις πλοιοκτήτριες εταιρίες με την εκεί εναγόμενη (και εδώ ενάγουσα) είναι ενιαία σύμβαση έργου με εργολαβική αμοιβή προσδιοριζόμενη απολογιστικώς, ότι το κατάλοιπο του εργολαβικού λογαριασμού  ανέρχεται στο άνω ποσό και όχι στο ποσό που ισχυρίζεται η εναγομένη  και επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν πρόκειται για ενιαία σύμβαση αλλά για περισσότερες, να αναγνωρισθεί ότι το κατάλοιπο ανέρχεται για τα  επί μέρους ποσά στο ύψος που η ίδια ισχυρίζεται ότι ανέρχεται. Με βάση αυτό το ιστορικό,  επικαλούμενη περαιτέρω ότι ήδη σε κάποιες από τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν αγωγές της ενάγουσας για αμοιβή από επισκευές άλλων πλοίων του ομίλου, έχει ανασταλεί η έκδοση της οριστικής απόφασης ενόψει της ποινικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει σε βάρος της ενάγουσας (των εταίρων της και υπαλλήλου της), κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ    αλλά και ενόψει της άσκησης της αναγνωριστικής αγωγής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, ζήτησε την αναστολή και της παρούσας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αναγνωριστικής αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφαση  ως ουσία αβάσιμο το εν λόγω αίτημα. Με βάση τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις (με στοιχ. Α), η κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή της δίκης ανήκει, κατ’ αρχήν, στην κυριαρχική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή, η οποία  υφίσταται  όταν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση κάποιου ζητήματος που εκκρεμεί σ’ άλλο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση  το ζήτημα που εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο, μετά την άσκηση της άνω αναγνωριστικής αγωγής, δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα που συναρτάται με την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καταχθείσα έννομη σχέση, ούτε  αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος της ενάγουσας που  εκκρεμεί ενώπιον του. Αυτό διότι δεν αμφισβητείται από την εναγομένη το επίδικο δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της, δεν αμφισβητείται η έννομη μεταξύ των αντιδίκων σχέση  που αφορά την ένδικη σύμβαση έργου, από την οποία γεννήθηκε το ως άνω δικαίωμα της ενάγουσας εργολήπτριας, εκείνο που αμφισβητεί η εναγόμενη εταιρία είναι το πραγματικό γεγονός που αφορά τις επιμέρους συμφωνίες  με την τελευταία, αν είχε συμφωνηθεί  ενιαία σύμβαση έργου και επομένως ενιαίος λογαριασμός ή  αυτοτελής για κάθε πλοίο σύμβαση έργου και επομένως αν οι  από μέρους της εναγόμενης εταιρίας πληρωμές αφορούσαν το κάθε πλοίο ξεχωριστά. Όμως το αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα, όπως και το επικουρικό αίτημα της  αναγνωριστικής αγωγής της ενάγουσας, είναι αντικείμενο απόδειξης και όχι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής,   συνεπώς δεν εξαρτάται η παρούσα δίκη  εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση του  ζητήματος που  αποτελεί αντικείμενο της  δίκης που ανοίχθηκε με την εν λόγω αναγνωριστική αγωγή , αφού   είναι δυνατή η διάγνωση της εδώ επίδικης αξίωσης της ενάγουσας  με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τους ισχυρισμούς αυτών. Ενόψει αυτών και συνεκτιμωμένου ότι η υπό κρίση αγωγή, όπως και οι λοιπές αγωγές της ενάγουσας με τις οποίες αξιώνει την εξόφληση της αμοιβής της και για τα λοιπά πλοία ασκήθηκαν το έτος 2015 και η αναγνωριστική αγωγή των εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών την  21-9-2016 (σχετ. η …… έκθεση επίδοσής της του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή………… ), δεν είναι δυνατή η αναστολή της δίκης που από τη φύση της επιβραδύνει τη διαδικασία καθώς θα επιφέρει αδικαιολόγητη και άσκοπη παρέλκυση της δίκης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς  να συντρέχει νόμιμος προς τούτο λόγος, αφού δεν υφίσταται ζήτημα εκκρεμές προς διάγνωση που δεν μπορεί το παρόν δικαστήριο να επιλύσει. Προς τούτο συνεκτιμάται, κατά τα ακολούθως αναλυόμενα, ότι μεταξύ των αντιδίκων εκ των οποίων η ενάγουσα είχε την ιδιότητα του δανειστή ως προς την εργολαβική αμοιβή και η εναγόμενη την ιδιότητα της οφειλέτριας αυτής,  δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την τήρηση ανοικτού, άλλως, αλληλόχρεου λογαριασμού στον οποίο τα καταχωρούμενα κονδύλια χάνουν την αυτοτέλειά τους και η εξ αυτού του λογαριασμού απαίτηση αφορά το κατάλοιπο, άλλωστε και η ίδια η εναγομένη κατανέμει τις πραγματοποιηθείσες καταβολές της, σε κάθε ένα ξεχωριστά πλοίο, στο οποίο η ενάγουσα πραγματοποίησε εργασίες. Συνεπώς ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο  απέρριψε το σχετικό αίτημα της εναγομένης  έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης της η εκκαλούσα-εναγομένη, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1,115 παρ. 1,2 και 3, 242, 237 παρ. 1 και 3, 256 παρ. 1 στοιχ. δ`, 269 παρ. 1 και 2 και 527 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι, στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, όπου είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, και συνεπώς, η διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς είναι προφορική και γραπτή, η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνεται, όχι μόνο με τις προτάσεις αλλά και προφορικά, πριν από την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και πλέον αυτού, να γίνεται σχετική αναφορά στα πρακτικά της δίκης για να παρέχεται η ευχέρεια στον καθ’ ου η ένσταση να αμυνθεί κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Οι διάδικοι, δηλαδή, οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση εξόφλησης και συμψηφισμού, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), και περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά. Η σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά, πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων  έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 1087/2014, 1253/2004 ΕφΛαρ 415/2012, 375/2010, ΕφΑθ 6514/2009, ΕφΘεσσ 2517/2008 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, η μη προβολή κατά την πρώτη, στον πρώτο βαθμό, συζήτηση της υπόθεσης, της ένστασης, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της ένστασης αυτής ως απαράδεκτης σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Με τον  πρώτο λόγο της έφεσής της, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, η εκκαλούσα-εναγόμενη παραπονείται για την απόρριψη του προταθέντος  ισχυρισμού της περί εξόφλησης ως αόριστου από την εκκαλουμένη και του επικουρικά προταθέντος ισχυρισμού της περί συμψηφισμού. Σύμφωνα με τα  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ταυτάριθμα της εκκαλούμενης απόφασης, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον αυτού, ο Δικαστής έδωσε το λόγο στους συνηγόρους των αντιδίκων μερών και ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας-εφεσίβλητης αναφέρθηκε στην αγωγή του, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης-εκκαλούσας,  στη σχετική δήλωσή του, επανέλαβε το αίτημα για αναβολή της (συζήτησης) με βάση το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αρνήθηκε την αγωγή και όταν ερωτήθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση Δικαστή «αν έχει κάτι για ενστάσεις», απάντησε σαφώς και κατηγορηματικά ότι «στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει άρνηση της αγωγής» και σε ουδεμία αναφορά έστω και επιγραμματική προέβη για τους εμπεριεχόμενους  στις παραδεκτά κατατεθείσες προτάσεις της εντολέως του, ισχυρισμούς περί εξόφλησης των ένδικων αξιώσεων και επικουρικά περί συμψηφισμού αυτών με ανταπαίτηση της εναγομένης. Επομένως ενόψει όσων αναλύονται αμέσως προηγουμένως, με στοιχ. Β, οι εν λόγω ισχυρισμοί της εφεσίβλητης απαράδεκτα προτάθηκαν ενώπιον το πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και  ενόψει του ότι δεν υφίσταται λόγος που δικαιολογεί την καθυστερημένη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρόταση αυτών, ορθά  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αυτούς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία, ενόψει του ότι απορρίπτονται και με την παρούσα αιτιολογία ως απαράδεκτοι, αντικαθίσταται, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ από την τελευταία, απορριπτομένου στη συνέχεια του πρώτου λόγου της έφεσης ως αβάσιμου.Με τον τελευταίο, τρίτο, λόγο έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, για την απόρριψη του ισχυρισμού της περί ενιαίας σύμβασης έργου που αφορούσε το σύνολο των πλοίων που τελούσαν υπό τη διαχείριση  της «………..», κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2011 έως 2014.  Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης  του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και  οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, αντίγραφο των οποίων επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός εξ αυτών, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από  τους διαδίκους έγγραφα  ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τα οποία με τον ίδιο τρόπο επαναπροσκομίζονται από αυτούς και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία λαμβάνονται υπόψη έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (Ολ ΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, Ολ ΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010,  ΑΠ 1697/2010, ΑΠ 722/2004 δημοσ στην ΤΝΠ «Νόμος»), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς όμως να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, 250/2000 ΕλλΔνη 41.980) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008, 1201/2007 δημοσ στην ΤΝΠ «Νόμος»), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Όπως συνομολογείται από αμφότερα τα διάδικα μέρη, μεταξύ της ενάγουσας με την ιδιότητα της εταιρίας που δραστηριοποιείται στις επισκευαστικές εργασίες σε πλοία  και του ομίλου …………, διατηρείτο μακροχρόνια συνεργασία, από το έτος 2002, στα πλαίσια της οποίας τα πλοία που ανήκαν στα αποκλειστικά συμφέροντα του ομίλου και καθένα εξ αυτών σε διαφορετική πλοιοκτήτρια εταιρία επισκευάζονταν, σχεδόν, κατ’ αποκλειστικότητα από την ενάγουσα, όταν αυτά βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά, κατόπιν σχετικής εντολής που λάμβανε από την διαχειρίστρια εταιρία «…………», η οποία εδρεύει ………. και έχει νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην ημεδαπή, μέσω της οποίας ασκείτο η όλη ναυτιλιακή δραστηριότητα η σχετική με τα εν λόγω πλοία. Από το έτος 2010 μέχρι και το έτος 2014 η εν λόγω εταιρία διαχειριζόταν δέκα πλοία στα οποία η ενάγουσα εκτέλεσε επισκευαστικές εργασίες με δικό της εργατικό και τεχνικό δυναμικό καλύπτουσα τα ημερομίσθια αυτών και τις ασφαλιστικές εισφορές τους, καταβάλλοντας εξ ιδίων το τίμημα για την αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών και υλικών.  Η ανάθεση των απαιτουμένων εργασιών γινόταν αφού πρώτα η ενάγουσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, συμφωνούσε με τους υπεύθυνους του τεχνικού τμήματος της διαχειρίστριας εταιρίας για το είδος των εργασιών που οι τελευταίοι επιθυμούσαν να πραγματοποιηθούν, στο κάθε πλοίο, αλλά και για την κατ’ αποκοπήν αμοιβή της, με βάση συνήθως προφορές για τις πραγματοποιηθησόμενες εργασίες. Όπως είναι σύνηθες σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κατά την πρόοδο των ανατεθεισών εργασιών, η επισκευαστική εταιρία εκτελεί πάντα αλλά κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τους εργοδότες της και τις εργασίες εκείνες που τυχόν προκύπτουν χωρίς να ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί   εκ των προτέρων  η αναγκαιότητά τους και όταν το ανατεθειμένο έργο ολοκληρωθεί, ελεγχθεί και παραδοθεί, η κυρία αυτού οφείλει να καταβάλει τη, συμφωνηθείσα, αμοιβή όσων επιμέρους εργασιών είχαν προβλεφθεί αλλά και όσων εκτελέστηκαν κατά την πορεία του έργου.  Στην προκειμένη περίπτωση κατά την άνω παγία διαδικασία που ακολουθείται στην ανάθεση επισκευαστικού έργου σε πλοία, η ενάγουσα εταιρία συμφώνησε με το τεχνικό τμήμα της διαχειρίστριας του πλοίου «O…..» να αναλάβει την επισκευή αυτού  και ανέλαβε το σχετικό έργο να το εκτελέσει κατά το άνω περιγραφόμενο τρόπο και, συγκεκριμένα, με προσωπικό που η ίδια πλήρωνε και υλικά – ανταλλακτικά που ομοίως η ίδια αγόραζε και προμήθευε για τους σκοπούς του έργου, αφού είχε προηγηθεί συμφωνία για την αμοιβή της. Το έργο παραδόθηκε στις 6-2-2014, όπως είχε συμφωνηθεί και η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία, κατ’ εντολή της οποίας  είχε ανατεθεί αυτό στην ενάγουσα, από την αντιπρόσωπό της διαχειρίστρια εταιρία, κατέβαλε για την αμοιβή της το ποσό των 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυόμενα.  Η εναγομένη συνομολογεί την ιδιότητά της, την ανάθεση και εκτέλεση του ένδικου έργου και των επιμέρους εργασιών που το αποτελούν, τους όρους εκτέλεσής του, καθώς και  την έγκαιρη παράδοσή του, ισχυρίζεται όμως ότι υπήρχε μεταξύ της διαχειρίστριας και της ενάγουσας συμφωνία για την εκτέλεση ενιαίου επισκευαστικού έργου για όλα τα πλοία και αντίστοιχα η τήρηση ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού στον οποίο καταχωρούνταν οι χρεώσεις, ήτοι κόστος υλικών και εργατικά και αφετέρου οι πιστώσεις,  ήτοι οι γενόμενες καταβολές, για το σύνολο των ένδεκα πλοίων,  και του οποίου το κατάλοιπο θα διαπιστωνόταν κατά την εκκαθάριση, το  κλείσιμο του λογαριασμού. Προς τούτο ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα,  συνέτασσε μετά την ολοκλήρωση κάθε επισκευαστικού έργου που εκτελούσε στα υπό τη  διαχείριση της ίδιας πλοία,  αναλυτική κατάσταση-κοστολόγιο στην οποία θα αναφέρονταν οι συγκεκριμένες εργασίες που εκτελέστηκαν, τα υλικά και ανταλλακτικά που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και η εργολαβική αμοιβή,  υπέβαλλε αυτήν στο αρμόδιο τεχνικό τμήμα προς έγκριση και μετά την έγκριση, θα ακολουθούσε η έκδοση των σχετικών τιμολογίων. Περαιτέρω στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της, αναλύει τις εκτελεσθείσες εργασίες για κάθε πλοίο και τις από μέρους της καταβολές για κάθε πλοίο και το αντίστοιχο υπόλοιπο, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι πάντα η ενάγουσα κοστολογούσε υπερβολικά την αμοιβή της, όπως και στο πλοίο «O..», για την επισκευή του οποίου εξέδωσε, πλέον του ποσού των 50.000 ευρώ που είχε λάβει, τιμολόγια αξίας 51.566,30 ευρώ, προβάλλοντας απαίτηση για αμοιβή συνολικής αξίας 101.566,30 ευρώ. Ότι η ίδια δεν οφείλει ωστόσο κανένα ποσό για την εν λόγω αιτία, καθώς  η ενάγουσα προέβη αυθαίρετα και χωρίς να έχει την έγκρισή της, στη έκδοση των εν λόγω τιμολογίων, τα οποία αφορούν υπερβολική, εξωπραγματική αμοιβή, που δεν ανταποκρίνεται στην ειθισμένη στην ναυπηγοεπισκευαστική περιοχή του Περάματος αμοιβή. Ουσιαστικά δηλαδή αρνείται ότι οφείλει στην ενάγουσα πέραν του καταβληθέντος ποσού των 50.000 ευρώ ως αμοιβή για το ένδικο έργο επικαλούμενη ότι υφίσταται ανοικτός δοσοληπτικός λογαριασμός χωρίς όμως να επιστηρίζει στον ισχυρισμό αυτό συγκεκριμένο αίτημα.  Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 874 ΑΚ,  112 ΕισΝΑΚ και 669 ΕμπΝ προκύπτει, ότι αλληλόχρεος ή ανοικτός ή τρεχούμενος λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρισή τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο, και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης, κατ` άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ (ΑΠ Ολ 31/1997 ΝοΒ 46,193, ΑΠ 1795/2007 ΧρΙΔ 2007,925, ΑΠ 1/2002 ΕλλΔνη 43,706, ΑΠ 667/2001 ΕλλΔνη 42,1543, ΑΠ 412/1999 ΕΕμπΔ 1999,485, ΑΠ 709/1994 ΕλλΔνη 36,829, Κονδύλης σε ΕλλΔνη 37,497 επ.). Για να υπάρχει δηλαδή αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές, ανεξάρτητα αν πράγματι έγιναν τέτοιες αποστολές   κατά τη διάρκεια του λογαριασμού και από τις δύο πλευρές (ακριβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή αν μόνο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προέβη σε αποστολές (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός, ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986 δημοσ στην τνπ NΟΜΟΣ). Τέτοιος λογαριασμός όμως προϋποθέτει την ιδιότητα οφειλέτη και δανειστή αμφότερων των συμβληθέντων μερών, η οποία ωστόσο δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση, καθώς μόνο η εναγομένη είχε την ιδιότητα του οφειλέτη, αφού αυτή κατά την ένδικη συμφωνία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την εργολαβική αμοιβή, δικαιούμενη απλά  να εξοφλεί το χρέος της, με τμηματικές καταβολές, μέχρι την παράδοση αυτού, που γίνονταν προς αντίστοιχη απαλλαγή της από την συμβατική της υποχρέωση,  η δε ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση του έργου και έχει την ιδιότητα του πιστωτή και  μόνο και καθόλου  του οφειλέτη, εξάλλου εργασίες όφειλε να παρέχει και υλικά που αγόραζε με ίδια μέσα. Η τήρηση λογαριασμού, που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές απέναντι στις απαιτήσεις του άλλου, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου λογαριασμού. Επομένως οι αξιώσεις  της ενάγουσας για το υπόλοιπο της εργολαβικής της αμοιβής μπορούν να επιδιωχθούν δικαστικά με διαφορετικές αγωγές και όχι με μια, ενιαία, για όλες, αφού αυτές δεν έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους, όπως θα συνέβαινε εάν υφίστατο ανοικτός, αλληλόχρεος λογαριασμός. Εξάλλου και η εναγομένη στις προτάσεις της αλλά και κατά την εξέταση του μάρτυρα της, αυτό που προέβαλε, ήταν η διαφωνία της για το ύψος της εργολαβικής αμοιβής που ζήτησε η ενάγουσα κατά την παράδοση του επισκευαστικού έργου στο πλοίο «O……», δεν ισχυρίστηκε ότι εξοφλήθηκε η ενάγουσα είτε με καταβολές στην ίδια, είτε σε τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της (ενάγουσας), αλλά ότι το ποσό των 50.000 ευρώ που της έχει καταβάλει είναι αυτό που κατά τους δικούς της ισχυρισμούς, αξίζει το έργο που της παρέδωσε η ενάγουσα, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι δεν είχε προσυμφωνηθεί το εργολαβικό αντάλλαγμα και ότι με βάση την ενσωματωμένη στις προτάσεις της μία και μοναδική, εκ των υστέρων,  προσφορά της εταιρίας «…… ΕΠΕ», η ένδικη αξίωση της ενάγουσας είναι υπερβολική, χωρίς όμως να εκθέτει που έγκειται η υπερχρέωση, αν αφορά τα ανταλλακτικά, το ποσοστό που αναλογεί στην αμοιβή της και ποια είναι η ειθισμένη αμοιβή για ανάλογες με τις ένδικες εργασίες. Αυτή τη διαφωνία υποστήριξε και ο μάρτυράς της ο οποίος κατέθεσε ότι πρώτα ανατέθηκαν από τη διαχειρίστρια, το τεχνικό τμήμα της, οι εργασίες και όταν αυτές ολοκληρώθηκαν, η ενάγουσα συνέταξε αναλυτική κατάσταση εργασιών και κοστολόγιο τα οποία παρέδωσε στην διαχειρίστρια προς έλεγχο και έγκριση. Να επισημανθεί δε ότι ούτε και ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί απολογιστικού τρόπου καθορισμού της αμοιβής της ενάγουσας.   Ωστόσο σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα πασίγνωστα περιστατικά (άρθρο 336 ΚΠολΔ) περί της ανάθεσης και εκτέλεσης ενός επισκευαστικού έργου σε πλοίο, αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος καθώς πρόκειται   για έργο που αφορά  μεγάλης αξίας αντικείμενο που απαιτεί υψηλό κόστος και δαπάνες. Έτσι ώστε ούτε η  κυρία του έργου, η πλοιοκτήτρια του πλοίου, αναθέτει εν λευκώ και χωρίς προηγούμενη προσφορά και συμφωνία, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, το έργο ούτε και η εργολήπτρια που θα αναθέσει σε  υπεργολάβους-συνεργεία, τμήματα των εργασιών και  θα καταβάλει ίδια κεφάλαια, για την προμήθεια των ανταλλακτικών και απαιτουμένων υλικών καθώς και για τα ημερομίσθια του δικού της προσωπικού, θα αναλάβει ένα τέτοιο έργο, αν δεν υφίσταται συμφωνία για την αμοιβή της, λαμβανομένου υπόψη ότι στις περισσότερες περιπτώσεις στην πορεία εκτέλεσης ενός τέτοιου έργου αναφαίνεται η ανάγκη εκτέλεσης και άλλων πρόσθετων εργασιών που θα «ανεβάσουν» το κόστος του τελικού αποτελέσματος. Δεν αντέχει επομένως στην κοινή πείρα και λογική ο ισχυρισμός περί έλλειψης συμφωνίας για την αμοιβή, εξάλλου ούτε και η εναγομένη ισχυρίζεται ότι είχε αποκτήσει τέτοια εμπιστοσύνη στην ενάγουσα που της ανέθετε «εν λευκώ» τις επισκευές ένδεκα πλοίων, χωρίς να στηρίζεται η ανάθεση σε προσφορά. Πλέον αυτού και ο ισχυρισμός της περί ενιαίας σύμβασης έργου,  δεν κρίνεται βάσιμος και αυτό διότι αφενός μεν υπήρξε πολυετής συνεργασία μεταξύ των αντιδίκων στην οποία στηρίχθηκε και το ένδικο έργο, όπως και των λοιπών πλοίων και αφετέρου κάθε πλοίο αποτελεί αυτοτελή μονάδα με διαφορετικές ανάγκες ανάλογα με το είδος του, την ηλικία του  και τη λειτουργία του. Επομένως ακόμα και αν υπήρξε μια συμφωνία (συνεργασίας) να αναλάβει όλα τα πλοία του ομίλου, για κάθε πλοίο καταρτιζόταν αντίστοιχα μια σύμβαση, ξεχωριστή, όταν και όσο συχνά αυτό απαιτείτο, συμφωνείτο το αντικείμενο των εργασιών, κοστολογείτο κατ’ αποκοπήν και με την παράδοση του έργου και την τελική συμφωνία μεταξύ των συμβληθεισών εταιριών για το κόστος που περιλάμβανε και την αμοιβή της ενάγουσας, εξέδιδε η τελευταία τα τιμολόγιά της και καταβαλλόταν το ποσό αυτών. Πως θα μπορούσε εξάλλου να καταρτιστεί ενιαία σύμβαση, αφού εκ των προτέρων δεν ήταν καθορισμένο το περιεχόμενό της, όπως θα συνέβαινε αν ο όμιλος αγόραζε συγχρόνως και τα ένδεκα πλοία και ανέθετε την επισκευή τους ταυτόχρονα στην ενάγουσα. Αντίστοιχα περιστατικά ουδόλως επικαλείται η εναγομένη, αντίθετα σύμφωνα με όσα εκθέτει στις προτάσεις της τα πλοία αποκτήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους, μέσα στο διάστημα 2010 – 2014 και σε μερικά εξ αυτών η ενάγουσα εκτέλεσε εργασίες όχι μόνο κατά την απόκτησή τους αλλά και μεταγενέστερα, δυο ακόμα και τρεις φορές, επισκευές και μικροεπισκευές. Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να συναχθεί, όπως επιχειρεί η εναγομένη από το με ημερομηνία 15-12-2014 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας προς την  διαχειρίστρια εταιρία. Από την αναφορά της σ’ αυτό σε επισκευή ένδεκα πλοίων δεν συνάγεται άνευ άλλου τινός ότι υπήρξε μία, ενιαία, σύμβαση έργου. Εκείνο που προκύπτει από το εν λόγω μήνυμα είναι ότι τον 12/2014 και ενώ είχε πριν από αρκετούς μήνες, πλέον των δέκα,   ολοκληρώσει και παραδώσει το σύνολο των εργασιών που της είχε αναθέσει η «………..» ως αντιπρόσωπος των πλοίων του ομίλου …….., οι πλοιοκτήτριες των πλοίων δεν είχαν εκπληρώσει τις βαρύνουσες αυτές υποχρεώσεις με τις αντίστοιχες συμβάσεις έργων και εξακολουθούσαν να της οφείλουν τις αντίστοιχες αμοιβές, τις οποίες κατέβαλαν, μερικώς, με μικρές τμηματικές καταβολές και μετά από συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας. Όσον αφορά το πλοίο της εναγομένης η τελευταία αν και παρέλαβε το έργο στις 6-2-2014 δεν εξόφλησε την αμοιβή της ενάγουσας με την παράδοσή του  έστω  και με την καταβολή του ποσού των 50.000 ευρώ που η ίδια διατείνεται ότι οφείλει για αυτό. Κατέβαλε  τελευταία, τμηματική, καταβολή, στις 13-10-2014,οκτώ μήνες μετά την παράδοσή του και μετά τις οχλήσεις της ενάγουσας. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, την άρνηση της πλοιοκτήτριας να την εξοφλήσει με το πρόσχημα ότι οι αξιώσεις της είναι υπερβολικές, η ενάγουσα δεν εξέδωσε τιμολόγια για το υπόλοιπο της αμοιβής της, προσπαθώντας με τις συνεχείς οχλήσεις να πείσει την εναγόμενη για το αντίθετο  και όταν πλέον διαπίστωσε ότι η άρνηση της τελευταίας είναι οριστική, εξέδωσε τα εν λόγω τιμολόγια και προχώρησε στην δικαστική διεκδίκησή τους. Τέλος όσα υποστηρίζει η εναγομένη περί καταβολών στην εταιρία «………» και στην εμπλοκή του παλαιού εταίρου της ενάγουσας …….., αλυσιτελώς προβάλλονται στην κρινόμενη περίπτωση, αφού δεν ισχυρίζεται ότι  κατέβαλε στην εν λόγω εταιρία ή σε άλλο πρόσωπο, το υπόλοιπο της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας την οποία απλώς αρνείται ως βάσιμη.    Κατόπιν αυτών  όσα υποστηρίζει με το άνω πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα  και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς  έρευνα, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης που ηττήθηκε στην δίκη αυτή, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 176, 183 και 191 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….  έφεση της εναγόμενης εταιρίας κατά της 1547/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε  την από 19-11-2015 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης  ……….. αγωγή.Δέχεται τυπικά την έφεση καιΑπορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίανΕπιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου (ηλεκτρονικού) με αριθμό κωδικού συναλλαγής ……… στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ