Αριθμός 750 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη με αριθμό ………./18.12.2019 έφεση κατά της με αριθμό 3957/28.11.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (περιουσιακές διαφορές) αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……./19.10.2018 αγωγής των ήδη εκκαλούντων ηττηθέντων εναγόντων κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αφού δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Με τη με αριθμό ……./2018 αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοβαθμιου Δικαστηρίου οι ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, συνδεόµενοι µε αυτή µε σχέση έµµισθης εντολής και πάγια αντιµισθία και ότι εργάζονταν έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ότι η εφεσίβλητη προήλθε από µετατροπή του νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου µε την ίδια επωνυµία, οι δε µετοχές της ανήκουν πλέον στην εταιρεία µε την επωνυµία «………….» σε ποσοστό 51% και στο ………… σε ποσοστό 23,14%, ποσοστό το οποίο, µάλιστα, θα µειωθεί σε 7,14%. Ότι παρόλο το γεγονός της µεταβιβάσεως της πλειοψηφίας των µετοχών στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία και της απώλειας του χαρακτήρα της ως δηµόσιας επιχείρησης, η εναγόµενη εξακολουθεί µετά τον Αύγουστο του 2016 να παρακρατεί το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, ανερχόµενο σε ποσοστό 2% επί των µικτών αποδοχών τους τις οποίες όμως ουδόλως προσδιόρισαν στο δικόγραφο της αγωγής, ούτε προσδιόρισαν το ύψος των κρατήσεών τους, ούτε το ύψος των νόμιμων κατ’αυτούς κρατήσεών τους. Ακολούθως αιτήθηκαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγοµένης να τους καταβάλει στο μέλλον τις µικτές µηνιαίες αποδοχές τους χωρίς την παρακράτηση ποσοστού 2% επί αυτών, ως ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 16 αρ. 7, 25 παρ. 2 και 614 επ. ΚΠολΔ), την έκρινε ορισμένη και νόμιμη με έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 αλλά στη συνέχεια την απέρριψε στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούνται με του διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Με την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ευχέρεια του Εφετείου και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής. Στην περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως εν όλω ή εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά της απόφασης παραπονιέται ο ενάγων, το Εφετείο κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι αυτή ήταν αόριστη, μη νόμιμη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει τη πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους παραπάνω λόγους, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα και δεν αρκεί απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας (ΑΠ 92/2015 δημ νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρο 70 ΚΠολΔ, αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή του ειδικότερου περιεχομένου, μιας έννομης σχέσης με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ως έννομη σχέση, εν προκειμένω, νοείται η βιοτική σχέση, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή ενέχει ως περιεχόμενο της, σε σχέση με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος ή αξίωση (ΑΠ 492/2010, ΑΠ 224/2007, ΑΠ 927/2002 δημ. νόμος). Δηλαδή δεν μπορεί ο ενάγων να περιοριστεί στην υποβολή αιτήματος διαπίστευσης απλών πραγματικών περιστατικών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στην οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά αφού δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται δια της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941 /1997). Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά ή έχουν νομική σημασία για τις έννομες σχέσεις των προσώπων. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται, ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Έκδ. 2000, άρθρο 70, τομ. I, σελ. 152, X. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 234, ΑΠ 134/2015, ΕφΠειρ 304/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια, δηλαδή, αγωγή δεν δίδεται για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας απλού πραγματικού γεγονότος που αποτελεί μεμονωμένο στοιχείο της έννομης σχέσης ή καθαρής νομικής κατάστασης ή προς επίλυση αφηρημένων νομικών αιτημάτων γιατί τα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 1 ΚΠολΔ) ιδρύθηκαν για την επίλυση ιδιωτικού δικαίου διαφορών, στερούμενα γνωμοδοτικής εξουσίας (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013 δημ. νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο δεν είχε την απαιτούμενη ειδική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, αφού δεν υφίσταται έννομη σχέση της οποίας να ζητείται η αναγνώριση και συνακόλουθα δεν υπάρχει έννομο συμφέρον των εκκαλούντων. Το περιεχόμενο της βιοτικής έννομης σχέσης δεν εξειδικεύθηκε καθόλου στην αγωγή και μάλιστα δεν συνδέθηκε με έννομη συνέπεια. Ειδικότερα, με την υπό κρίση αγωγή δεν ζητήθηκε η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας έννομης σχέσης που να συνδέει τους ενάγοντες ήδη εκκαλούντες με την εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία ή με άλλο πρόσωπο ή πράγμα, αλλά αντιθέτως ζητήθηκε η αναγνώριση απλών πραγματικών γεγονότων (διαπίστωση του μη νομίμου της μηνιαίας παρακράτησης του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 σε ποσοστό 2% επί των μικτών αμοιβών των εκκαλούντων). Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει παραδεκτό αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αφού δεν μπορούν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να αποτελέσουν αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης. Το ύψος των νομίμων μηνιαίων κρατήσεων των εκκαλούντων είναι ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο ενδέχεται να συνιστά την ιστορική βάση (και μόνο) αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, ενώ, εξάλλου, αν αμφισβητηθεί από τον αντίδικο, είναι αντικείμενο απόδειξης, όπως είναι αντικείμενο απόδειξης κάθε πραγματικό γεγονός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (άρθρο 335 ΚΠολΔ) και αμφισβητείται. Όμως δεν μπορεί το ύψος των κρατήσεων (και μάλιστα σε ποσοστό προσδιοριζόμενες έστω και αν αναφέρεται η διάταξη του νόμου που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς παράνομα εφαρμόζει η εφεσίβλητη) να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 ΚΠολΔ), ούτε δεδικασμένου (άρθρα 322, 325 ΚΠολΔ), ακριβώς επειδή η διαπίστωση πραγματικών γεγονότων δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικής δίκης. Απλά πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής όταν δεν είναι συνδεδεμένα με την έννομη σχέση και την έννομη συνέπεια, πέρα του ότι θα έπρεπε πρωτίστως να προσδιορίζεται στο δικόγραφο το σύνολο των μικτών αποδοχών των εκκαλούντων (που δεν είναι υπάλληλοι αλλά μόνο μισθωτοί), το ύψος των παράνομων, κατά αυτούς, κρατήσεων με βάση τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 και το ύψος των νόμιμων, κατά αυτούς, κρατήσεων τους, ώστε να μπορούν τα πραγματικά περιστατικά να υπαχθούν σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου. Να σημειωθεί ότι πρώτη φορά απαραδέκτως κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ, ισχυρίζονται και με λόγο εφέσεως ότι η εκκαλουμένη συνέχεε τη διάταξη του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 112 παρ. 9 του ν.4387/2016, και τιτλοφορείται «Επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα» με βάση την οποία τους γίνονται (ισχυρίζονται με το δικόγραφο της εφέσεως) νομίμως κρατήσεις, με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 (με την οποία τους γίνονται παρανόμως κρατήσεις). Εκ περισσού να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι μνημονιακοί νόμοι δεν εξαίρεσαν τις ανώνυμες εταιρίες και γενικότερα τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα από τις μειώσεις του ενιαίου μισθολογίου (βλ. άρθρο 21 ν. 3867/2010). Ακολούθως δεν έχουν έννομο συμφέρον οι ήδη εκκαλούντες προς άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής, αφού το αντικείμενο του αναγνωριστικού αιτήματος δεν μπορεί να είναι και αντικείμενο του δεδικασμένου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση με την άσκηση της πραναφερόμενης έφεσης των εκκαλούντων εναγόντων, έστω και χωρίς ειδικό παράπονο από τα διάδικα μέρη, καθώς οι εκκαλούντες παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση για την απόρριψη της αγωγής τους ως ουσιαστικά αβάσιμης και αιτούνται να γίνει αυτή δεκτή κατ’ουσίαν. Επομένως πρέπει αφού γίνει δεκτή κατ’ουσία η με αριθμό ……./18.12.2019 έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 3957/28.11.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η με αριθμό ………/19.10.2018 αγωγή να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη λόγω της έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος. Να σημειωθεί ότι η απόφαση είναι ευνοϊκότερη για τους εκκαλούντες ενάγοντες και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, διότι οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχέρειας που εμφάνισαν ως προς την ερμηνεία τους οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν εν προκειμένω (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό ……../18.12.2019 έφεση κατά της με αριθμό 3957/28.11.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (περιουσιακές διαφορές) αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …………./19.10.2018 αγωγής
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν
Εξαφανίζει τη με αριθμό 3957/28.11.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (περιουσιακές διαφορές).
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αριθμό …………/19.10.2018 αγωγής
Απορρίπτει την αγωγή
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ