Αριθμός 751/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμό ….. και …./23.11.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….. που ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 18.10.2018 με αριθμό ΓΑΚ …./22.10.2018 και …./22.10.2018 εφέσεως κατά της με αριθμό 3717/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων την υπόθεσης επί της με αριθμό …../23.12.2015 αγωγής του ήδη εκκαλούντος με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τις 24.10.2019, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στους πρώτη και δεύτερο των εφεσιβλήτων που δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν πήραν μέρος στην συζήτηση. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση από 18.10.2018 με αριθμό ΓΑΚ …../22.10.2018 και …../22.10.2018 έφεση έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22.10.2018 (άρθρα 495,496,498,511,513,516 § 1,517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό …../23.12.2015 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ενάγων, και ήδη εκκαλών, εξέθετε ότι είναι διπλωματούχος μηχανικός και ότι με την ιδιότητα αυτή ανέλαβε, με το συναφθέν στις 6-5-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του ιδίου και της α’ εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης κοινοπραξίας (για την οποία δεν είχαν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας με αποτέλεσμα να είναι μια εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία και τα μέλη της λοιποί εφεσίβλητοι να ευθύνονται ως ομόρρυθμοι εταίροι), την επίβλεψη του αναφερόμενου στην αγωγή κτιριακού έργου, που είχε ήδη από 2-1-2007 αναλάβει ως ανάδοχος η κοινοπραξία και εκτελούσε για λογαριασμό του Δήμου Ξυλοκάστρου (δημόσιο έργο). Ότι η αμοιβή του συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή στο ποσό των 38.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, που έπρεπε να καταβληθεί τμηματικά, δηλαδή με την πρόοδο των εργασιών του έργου, με απαραίτητη προϋπόθεση την προηγούμενη είσπραξη από την πρώτη εφεσίβλητη των εκάστοτε πιστοποιήσεων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Ότι το κτιριακό έργο που ανέλαβε η πρώτη εφεσίβλητη δεν ολοκληρώθηκε για λόγους που αφορούν την ίδια και το δήμο Ξυλοκάστρου και που εκκρεμούν ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Ότι ειδικότερα και όσον αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την ανάληψη της επίβλεψης του έργου εκ μέρους του, εργασίες εκτελούνταν από 5-6-2009 έως και 19-1-2010, διότι τότε διετάχθη η διακοπή των εργασιών από την Διεύθυνση Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος του Υπουργείου Πολιτισμού, λόγω απόκλισης μεταξύ της εγκεκριμένης στατικής μελέτης και της εγκεκριμένης αρχιτεκτονικής μελέτης. Ότι τελικά στις 10.6.2011 η οικονομική επιτροπή του Δήμου Ξυλοκάστρου αποφάσισε να διακοπεί οριστικά το έργο με ανάδοχο την πρώτη εφεσίβλητη κοινοπραξία και ακολούθως η σύμβαση διαλύθηκε ενώ η ολοκλήρωση της παραλαβής των υλικών του έργου από την ειδική επιτροπή παραλαβής των υλικών που είχε συγκροτηθεί εν τω μεταξύ ολοκληρώθηκε στις 31-10-2011. Ότι όλο το χρονικό διάστημα από 6-5-2009 έως 31-10-2011 η ανάδοχος κοινοπραξία πρώτη εφεσίβλητη αποδεχόταν τις υπηρεσίες του, αλλά παρά ταύτα δεν του έχει καταβάλει την συμφωνηθείσα αμοιβή. Ακολούθως αιτήθηκε κυρίως να αναγνωριστεί ότι οι ήδη εφεσίβητοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν (για λογαριασμό του) με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση έργου, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος το ποσόν των 46.740 ευρώ (38.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον η πρώτη εφεσίβλητη κατέστη και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του με την αποδοχή των παρεχόμενων υπηρεσιών του και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός της σώζεται έως σήμερα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 16 περ. 7 και 622Α παρ. 1 ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 περ. 5, 622Α ΚΠολΔ), όμως στη συνέχεια την απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών με τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του κατ’ουσίαν.
Για το ορισμένο της αγωγής για αξιώσεις που απορρέουν από αμοιβές, αποζημιώσεις ή έξοδα για την παροχή εργασίας απαιτείται το δικόγραφο της σχετικής αγωγής, όπως άλλωστε και κάθε δικόγραφο να περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, ήτοι πρέπει να περιέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση της αγωγής και την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Πλην των στοιχείων αυτών το άρθρο 680 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέο στην ένδικη υπόθεση, -ως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής πριν την έμμεση κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 [ΦΕΚ A’ 87/23.7. 2015) με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 του ίδιου ως άνω νόμου- επιτάσσει ένα επιπρόσθετο στοιχείο, το οποίο πρέπει να περιέχει η αγωγή που εκδικάζεται κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία, ώστε να είναι ορισμένη. Ειδικότερα, το δικόγραφο της σχετικής αγωγής πρέπει να περιέχει και πίνακα, ο οποίος να αναγράφει λεπτομερώς τις ζητούμενες αμοιβές ή τις τυχόν αποζημιώσεις ή τα έξοδα (ΑΠ 969/2015 Ε7 2016.423- ΑΠ 1152/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 1415/2005 ΕλλΔνη 2006.162- ΑΠ 595/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- βλ. Β. Βασιλοπούλου/Π. Βαφειάδου, σε X. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας- Ερμηνεία κατ’ άρθρο» 3π έκδ. [2013], υπό άρθρο 680 αρ. 1 σελ. 1500). Κάθε εργασία ή κάθε πράξη πρέπει να αναγράφεται χωριστά, ενώ περαιτέρω έναντι αυτής πρέπει να αναγράφονται ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωση και τα καταβληθέντα έξοδα και μετά την απαρίθμηση τους πρέπει να αναφέρεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των εξόδων (ΑΠ 1297/2004, 1298/2004, 1299/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 592/2002 όπ.π.- ΕφΑθ 7944/2000 ΑρχΝ 2001.496). Άλλως αν όλα τα ανωτέρω στοιχεία δεν περιέχονται στο δικόγραφο της σχετικής αγωγής, αυτή θεωρείται αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 1297/2004, 1298/2004, 1299/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι χωρίς την αναγραφή των επιμέρους εργασιών καθίσταται αδύνατος ο καθορισμός από το δικαστήριο της καταβλητέας για κάθε επιμέρους εργασία νόμιμης αμοιβής. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί για τις παρεχόμενες εργασίες η καταβολή πάγιας περιοδικής αντιμισθίας, δεν απαιτείται, για το ορισμένο της αγωγής να περιέχεται στο δικόγραφο πίνακας με χωριστή απαρίθμηση εργασιών (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Γ`, εκδ. 1995, υπό άρθρο 680 αρ. 2- Β. Βασιλοπούλου/Π. Βαφειάδου, όπ.π.), όπως επίσης και όταν πρόκειται για πραγματογνωμοσύνη διορισθέντα με δικαστική απόφαση, αφού η αμοιβή αυτού καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου ελευθέρως και όχι με βάση τις εκάστοτε διατιμήσεις (Νίκα, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II [2000] υπό άρθρο 680, αρ. 1). Επίσης και στην αγωγή επιδίκασης αμοιβής διπλωματούχου μηχανικού ή του υποκατάστατου αυτού ΤΕΕ για εκπόνηση μελέτης και επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί την κατάρτιση της σύμβασης, την εκτέλεση της εργασίας και όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τον καθορισμό της αμοιβής του, τα οποία, κατά τα άρθρα 1 παρ. 2α’ και 2-24 του ΠΔ 696/1974, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρ. 1-15 του ΠΔ 515/1989, είναι το είδος των εργασιών κατά κατηγορία, οι εργασίες που εκτελέσθηκαν και η συμφωνηθείσα αμοιβή ή, εφόσον δεν συμφωνήθηκε, η αμοιβή του κατά το ως άνω ΠΔ. (ΑΠ 969/2015 δημ. νόμος) και μόνο εάν όμως ο εργοδότης δεν αμφισβητεί, και ως εκ τούτου θεωρείται αποδεικνυόμενος με την ομολογία του, τον αναφερόμενο στην αγωγή ειδικό και αναλυτικό προϋπολογισμό (που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής κάθε έργου, με βάση την αναλυτική προμέτρηση και τις τιμές μονάδας των σχετικών εργασιών που υπολογίζονται με βάση τις εγκεκριμένες αναλύσεις τιμών και τις βασικές τιμές ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων στο χρόνο σύνταξης του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου σε περίπτωση μελέτης) (ΑΠ 969/2015, ΑΠ 765/2000 δημ. νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν αποδοχής της έφεσης του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, αφού στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης, που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Εάν όμως οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγου εφέσεως ή αντεφέσεως από τον ενάγοντα (ΑΠ 920/2011 δημ. νόμος). Στην συγκεκριμένη περίπτωση με τους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται διότι απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγή του καθώς ισχυρίζεται ότι από το περιεχόμενο της σύμβασης έργου δεν προβλεπόταν η εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών αλλά αυτές θα προσδιορίζονταν στη πράξη μετά από εντολές της εργοδότριας, ότι η αμοιβή του συμφωνήθηκε κατ’αποκοπή, δηλαδή ήταν σταθερά προκαθορισμένη χωρίς να σχετίζεται με συγκεκριμένο στάδιο εκτελεσθεισών εργασιών. Οι λόγοι αυτοί εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση από το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, πέραν του ότι δεν υφίσταται πίνακας, υπό τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, προκύπτει νομική αοριστία, καθώς ενώ ο ίδιος ο εκκαλών εκθέτει ότι η αμοιβή του συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή στο ποσό των 38.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, και έπρεπε να καταβάλλεται τμηματική δηλαδή με την πρόοδο των εργασιών του έργου, με απαραίτητη προϋπόθεση την προηγούμενη είσπραξη από την πρώτη εφεσίβλητη των εκάστοτε πιστοποιήσεων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, στη συνέχεια ο ίδιος αναφέρει ότι το έργο ουδέποτε περατώθηκε, χωρίς όμως να συντρέχει υπαιτιότητα της εφεσίβλητης κοινοπραξίας και επομένως αφενός εκθέτει ότι η εφεσίβλητη κοινοπραξία δεν εισέπραξε τις πιστοποιήσεις που συνιστούσαν προϋπόθεση για την καταβολή σε αυτόν του εργολαβικού ανταλλάγματος, έστω και για ορισμένο χρονικό διάστημα και αφετέρου ουδεμία υπαιτιότητα της εργοδότριας επικαλείται ώστε να προκύπτει ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής και ακολούθως αξίωση αποζημίωσης λόγω υπερημερίας εργοδότριας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κύρια βάση της αγωγής και απορρίπτοντας την ως αόριστη δεν ερμήνευσε εσφαλμένα το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.Κατά, τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016 δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο τον καταδίκασε στη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του διότι θα έπρεπε λόγω της δυσχέρειας των νομικών ζητημάτων να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη. Ο λόγος παραδεκτά προτείνεται αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, όμως τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναγράφεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, που προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη σε βάρος του εκκαλούντος συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη μη νόμιμη. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στην ουσία της. Αναφορικά με την επικουρική της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αυτή δε θα εξεταστεί από το παρόν δικαστήριο διότι, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, κάτι τέτοιο προϋποθέτει να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η έφεση και όχι μόνο τυπικά, ώστε να εξεταστεί στο σύνολό της η αγωγή. Πρέπει, επίσης, να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που οι απολιπόμενοι εφεσίβλητοι ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων που κατέθεσαν κοινές προτάσεις του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, βαρύνουν μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος τον εκκαλούντα λόγω της ήττας του κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική απουσία της πρώτης και δευτέρου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 18.10.2018 με αριθμό ΓΑΚ …../22.10.2018 και …../22.10.2018 έφεση κατά της με αριθμό 3717/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων την υπόθεση επί της με αριθμό ……./23.12.2015 αγωγής
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για κάθε απολιπόμενο εφεσίβλητο
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίανΕπιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ συνολικά
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ