Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 752/2020

Αριθμός    752/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  1946/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική  διαδικασία), η  οποία είχε αρχικώς ορισθεί να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο στις 19-3-2020, οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε, κατά τη διάρκεια της επιβολής του  μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, νομίμως εισάγεται να συζητηθεί κατά την προαναφερόμενη  δικάσιμο με την υπ’αριθμ. 74/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, κατ’άρθρο 74 παρ.2 ν. 4690/2020. Αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11-10-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης  επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 11-9-2019 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο  Αθηνών, ………., επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος σε αυτήν αντιγράφου) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 100 ευρώ (βλ. e-παράβολο ………… / 2019). Κατόπιν αυτών, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, στα πλαίσια που ορίζονται από αυτήν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ως άνω ίδια διαδικασία (άρθρα 522, 533 Κ.Πολ.Δ). Με την έφεση πρέπει να συνεκδικασθούν και οι, νομότυπα ασκηθέντες με το με αριθμό 163/2020 αυτοτελές δικόγραφο τριάντα ημέρες πριν την προαναφερόμενη συζήτηση της, πρόσθετοι  αυτής λόγοι (βλ. την με αριθμό  ………/17-2-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πατρών, ……….), που συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 246 και 520 ΚΠολΔ), οι οποίοι, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη με την από 17-11-2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως το ιστορικό αυτής παραδεκτά διορθώθηκε και το αίτημα της νομοτύπως περιορίστηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και με  τις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις της, εξέθετε ότι στις 23-7-2014 απεβίωσε ο σύζυγος της, ………., πατέρας των δύο ανήλικων τέκνων τους,  ……… και ……….., την επιμέλεια του προσώπου των οποίων αυτή ασκεί έκτοτε. Ότι ο ως άνω αποβιώσας με αίτηση του άνοιξε τον με αριθμό ……… διαζευκτικό λογαριασμό ταμιευτηρίου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος,  διεπόμενο και από τον πρόσθετο όρο του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 5638/1932, με συνδικαιούχους τα δυο ανήλικα τέκνα  τους και την εναγομένη αδελφή του, με την οποία, περαιτέρω, συμφώνησε  σε περίπτωση θανάτου του να αποδώσει   κατ’ισομοιρία στα τέκνα του  το σύνολο του υπολοίπου του εν λόγω λογαριασμού. Ότι κατά το χρόνο  θανάτου αυτού ο ως άνω λογαριασμός ήταν συνδεδεμένος με δυο προθεσμιακές καταθέσεις, με κατατεθειμένα ποσά 100.000,00 ευρώ και 100.954,62 ευρώ. Ότι μετά το θάνατο του η ίδια (ενάγουσα), ως ασκούσα αποκλειστικώς τη γονική μέριμνα των δυο ανηλίκων τέκνων της, ανέλαβε το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ η εναγόμενη  προέβη σε ανάληψη του συνόλου του υπολοίπου ποσού των δύο προθεσμιακών καταθέσεων, ήτοι 198.826,50 ευρώ, το οποίο έκτοτε αρνείται να αποδώσει στα εκπροσωπούμενα από αυτήν ανήλικα τέκνα και συνδικαιούχους του λογαριασμού, σε αντίθεση με όσα είχε συμφωνήσει με τον αποβιώσαντα πατέρα τους και παρά το γεγονός ότι τα κατατεθειμένα χρήματα ανήκαν εξ ολοκλήρου στον τελευταίο, ως προερχόμενα από αποκλειστικά δικά του εισοδήματα. Με βάση τα παραπάνω  ζητούσε,  μετά το νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της  σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να αποδώσει σε αυτήν (ενάγουσα), ως ασκούσα αποκλειστικώς τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της, το ποσό των 198.826,50 ευρώ,  κατ’ ισομοιρία, δηλαδή 99.413,25 ευρώ  σε έκαστο εξ αυτών,  επικουρικώς δε, το ποσό των 66.275,50 ευρώ  εις έκαστο τούτων, που αντιστοιχεί στο   1/3   του συνολικού αναληφθέντος από αυτήν ποσού, και δη νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση.   Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση,  που την  έκανε  δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να απορριφθεί  η σε βάρος της αγωγή.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 εδ.α` και β` του Ν. 5638/1932 περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως το πρώτο αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του κατά τη σύναψη της καταβαλλόμενου απ` αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί (ΑΠ 467/1991, ΑΠ 432/1990). Περαιτέρω, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών είτε ένας είτε μερικοί είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μία ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000). Η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντας του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ` αυτόν. Κατ` αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 1001/ 2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VII. Με τον δεύτερο κύριο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται,   επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή λόγω  απαράδεκτης μεταβολής της βάσης της. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, επειδή  η ιστορική βάση της αγωγής ορθώς διορθώθηκε κατ’άρθρο 224 εδ.β ΚΠολΔ, αναφορικά με το ποσό των 5.000 ευρώ, που ενώ αρχικά, εκ παραδρομής, αναφερόταν σε αυτήν ότι η εναγομένη ανέλαβε από τον επίδικο κοινό λογαριασμό,   ακολούθως  ,με τις προτάσεις, διορθωτικά αναφέρεται ότι αναλήφθηκε από την ίδια την ενάγουσα, ενώ παράλληλα περιορίστηκε  αντιστοίχως και το αίτημα της αγωγής.

VIII. Από την επανεκτίμηση των  καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού,  τις περιεχόμενες στη με αριθμό …../23-2-2017 πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών, …………., ένορκες βεβαιώσεις των ……. και …………, που ελήφθησαν ενώπιον της, με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τη με αριθμό ………/ 20-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23-7-2014 απεβίωσε στην Πάτρα ο σύζυγος της ενάγουσας και πατέρας των ανηλίκων τέκνων τους, …. και …….., και αδελφός  της εναγομένης, ……….., που κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα και τα ως άνω τέκνα τους. Αυτός, όσο ζούσε, ήταν συνδικαιούχος από κοινού  με  την εναγομένη αδελφή του και τα δυο ανήλικα τέκνα του, του με αριθμό ……….. διαζευκτικού (κοινού) λογαριασμού Ταμιευτηρίου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε ανοιχθεί με αίτηση του ιδίου στις 11-12-2013 και διεπόταν από τον πρόσθετο όρο του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 5638/1932. Κατά τον χρόνο θανάτου του ο ως άνω λογαριασμός ήταν  συνδεδεμένος με δυο προθεσμιακές καταθέσεις εξάμηνης διάρκειας της ιδίας τράπεζας, με αριθμούς …….. και ……….,  λήξεως την 24-11-2014, και ποσών 100.954,62  ευρώ  και 100.000,00 ευρώ, αντίστοιχα. Μετά το  θάνατο του  συζύγου της και συνδικαιούχου του επίδικου λογαριασμού, η ενάγουσα, ως ασκούσα αποκλειστικώς τη γονική μέριμνα των δυο ανηλίκων τέκνων της, συνδικαιούχων αυτού,  στις 25-9-2014 προέβη σε μεταφορά ποσού 5.000 ευρώ από τη με αριθμό ……..  προθεσμιακή κατάθεση στο με αριθμό ………… λογαριασμό της. Όταν η εναγόμενη πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό προέβη στις 7-11-2014, δίχως κάποια προηγούμενη ενημέρωση των λοιπών συνδικαιούχων, στην μεταφορά από  αμφότερες της καταθέσεις του συνολικού  ποσού των 196.099,10 ευρώ στο με αριθμό ………. κοινό με τον σύζυγο της λογαριασμό της, ενώ στις 14-11-2014 ανέλαβε ομοίως και το εναπομείναν υπόλοιπο των 1.400,00 ευρώ. Στις διαμαρτυρίες  της ενάγουσας, που την  όχλησε προφορικά αλλά και με την από 23-5-2015 εξώδικη δήλωση της ζητώντας την επιστροφή των χρημάτων, επικαλούμενη ότι ο αρχικώς  συνδικαιούχος σύζυγος της ήταν μοναδικός πραγματικός δικαιούχος του ενεργητικού του λογαριασμού, και προόριζε τα χρήματα αυτά αποκλειστικώς για την οικονομική εξασφάλιση των δυο ανηλίκων τέκνων της, η εναγομένη  ισχυρίστηκε αφενός ότι το ½ του εν λόγω ποσού της ανήκει, ως προεχόμενο από δικές της καταθέσεις, ενώ αναφορικά με το υπόλοιπο ποσό, ότι ενεργεί κατ’ εντολή του αποβιώσαντος αδελφού της να το διαχειρίζεται προς όφελος των ανηλίκων μέχρι την ενηλικίωση τους.  Ωστόσο, οι ως άνω ισχυρισμοί της ουδόλως αποδείχθηκαν βάσιμοι, αντιθέτως δε αποδείχθηκε ότι τα κατατεθειμένα στον επίδικο λογαριασμό χρηματικά ποσά ανήκαν εξ ολοκλήρου στον αποβιώσαντα σύζυγο της ενάγουσας, ως προερχόμενα από δικά του εισοδήματα, η δε εσωτερική σχέση που τον συνέδεε με τους λοιπούς συνδικαιούχους ήταν αφενός αυτή της σύμβασης δωρεάς ως προς τα ανήλικα τέκνα του και αφετέρου της σύμβασης εντολής ως προς την εναγομένη, αδερφή του,  την οποία όρισε συνδικαιούχο, λόγω της στενής συγγενικής αλλά και προσωπικής τους σχέσης και της απόλυτης  εμπιστοσύνης που της είχε, απλώς και μόνον προς διευκόλυνσή του, ώστε  να δύναται να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού σε περίπτωση  αδυναμίας του ιδίου να το πράξει, με την ρητή περαιτέρω συμφωνία, σε περίπτωση θανάτου του να αποδώσει το ποσό του λογαριασμού εξ ημισείας στα ανήλικα τέκνα του. Ειδικότερα, ο ως  άνω   …………., ήδη από  τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έως τον επισυμβάντα κατά τα ανωτέρω θάνατο του, εργαζόταν ως λογιστής ή προϊστάμενος λογιστηρίου σε διάφορες εταιρίες στην Αθήνα και την Πάτρα, έναντι υψηλών μηνιαίων αποδοχών, όπως άλλωστε συνομολογεί και η εναγομένη,  αλλά αποδεικνύεται και  από  τα   φορολογικά του στοιχεία (εκκαθαριστικά της ΔΟΥ ΚΑ Αθηνών οικ. ετών 2001-2011),  σύμφωνα με τα οποία δήλωνε: (οικ. έτος 2001) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 6.121.590 δραχμές και 687.500 δραχμές από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ. έτος 2002) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 6.130.288 δραχμές και 376.200 δραχμές από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ. έτος 2003) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 18.094,10 ευρώ   και 3.341 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ. έτος 2004) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 18.065,06 ευρώ,  και 2.631,54 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ. έτος 2005) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 23.802,14 ευρώ και 2.848,45 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα (οικ. έτος 2006) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 25.728,58 ευρώ και 2.302,20 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα,(οικ. έτος 2007) καθαρά εισοδήματα 24.601,28 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες  και 2.096,40 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ. έτος 2008)  καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 14.303,91 ευρώ  και 6.249,20 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ.έτος 2009) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 29.723,22 ευρώ και 512 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα, (οικ έτος 2010) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 34.629,07 ευρώ, (οικ έτος 2011) καθαρά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 32.564,17 ευρώ και 1.001 ευρώ από ελευθέριο επάγγελμα και (οικ έτος 2012) συνολικά καθαρά εισοδήματα  29.116 ευρώ. Ομοίως, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα εργαζόταν και η σύζυγος του, ενάγουσα, ως εκπαιδευτικός (καθηγήτρια φιλόλογος), αποκομίζοντας μηνιαίο μισθό (βλ. τα σχετικά έγγραφα που προσκομίζει η εφεσίβλητη- ενάγουσα). Επιπλέον, αυτός (όπως και  η εναγόμενη) είχε λάβει κατά καιρούς  διάφορα σεβαστά χρηματικά ποσά  από τους γονείς του, που τα διαχειρίζονταν επιμελώς. Μεγάλο μέρος των ως άνω εισοδημάτων του αυτός αποταμίευε συστηματικά (η εναγομένη ανέφερε ότι διήγε λιτό βίο),  ενώ φρόντιζε να τα επενδύει και σε τραπεζικά προϊόντα, με συμφέρουσα απόδοση (προθεσμιακές καταθέσεις, REPOS και μετοχές). Στις 21-1-2009 αναζητώντας μια περισσότερο επικερδή επένδυση των αποταμιεύσεων του (υψηλότερο επιτόκιο), τις οποίες προόριζε για την εξασφάλιση των ανήλικων τέκνων του, όπως κατέθεσε και ο εξετασθείς πρωτοδίκως, συνάδερφος του, ………., που  για τον λόγο αυτό τον έφερε σε επαφή με  εξάδερφο του, υπάλληλο της τράπεζας με την επωνυμία «Ρrobank ΑΕ», αποφάσισε και μετέφερε  στην τελευταία, ποσό 140.000 ευρώ από τον  κοινό με την εναγομένη και τον υιό του, …….., λογαριασμό  που τηρούσε στη τράπεζα με την επωνυμία «Eurobank Ergasias ΑΕ» (βλ. σχετικά την ένορκη βεβαίωση του ………), ενώ  μετά τη διακοπή της λειτουργίας αυτής μετέφερε το ποσό της εν λόγω κατάθεσης, όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανοίγοντας τον επίδικο λογαριασμό. Μάλιστα αυτός καταχωρούσε λεπτομερώς όλες του τις τραπεζικές συναλλαγές και δοσοληψίες σε ημερολόγιο, που κρατούσε ιδιοχείρως, τη γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητεί η εναγόμενη, όπου υπολόγιζε και τα ποσά των τόκων  από κάθε επένδυση, τα οποία  ακολούθως κατένειμε (λογιστικά πάντα) αποκλειστικά μεταξύ του ίδιου και έκαστου των τέκνων του, δίχως ποτέ να αναφέρει την εναγόμενη,  μεταχειριζόμενος έτσι το σύνολο της κατάθεσης ως δικά του (και μόνον) χρήματα. Ιδιαίτερα επισημαίνονται οι κάτωθι εγγραφές, την ακρίβεια των οποίων, ομοίως, η εναγόμενη ουδόλως αμφισβήτησε (ενώ  ουδόλως  καταλογίζει στον συνδικαιούχο αδερφό της δόλια προαίρεση  παράνομης ενθυλάκωσης και των δικών της αποταμιεύσεων) : στις 21-1-2009, όπου γίνεται αναφορά σε όλο το ποσό των 140.000 ευρώ, που μετέφερε στη τράπεζα Ρrobank και επένδυσε σε τρίμηνο Repos και υπολογίζει τους τόκους αυτού σε 1.732,50 ευρώ, (που ακολούθως τους κατανέμει σε 1.596,93 ευρώ για τον ίδιο,  73,78 ευρώ για τον υιό του ….. και 61,79  ευρώ για την κόρη του …..), στις 21-4-2009, όπου κατανέμει τους τόκους, ποσού 1.737 ευρώ,  σε 1.597 ευρώ στον ίδιο, 74 ευρώ στον υιό του …… και 62 ευρώ στην κόρη του ……, ενώ αναφέρει την περαιτέρω επένδυση,  ποσού 70.000 ευρώ σε τρίμηνο Repos,  το ποσό της οποίας ομοίως κατανέμει μεταξύ τους (450,79 ευρώ, 41,09 ευρώ και 33,65 ευρώ αντίστοιχα), στις 22-5-2009, όπου αναφέρεται στο μηνιαίο Repos «μου» χωρίς αναφορά στην εναγομένη, στις 28-1-2010, οπότε αναφέρεται το συνολικό κεφάλαιο της κατάθεσης, που πλέον ανερχόταν στο ποσό των 150.763,78 ευρώ, και κατανέμει τους τόκους του (ως μηναίο repos), ποσού  280, 21 ευρώ, 11,77  ευρώ και 9,05 ευρώ, κατά τα προαναφερόμενα, ομοίως και στις 3-5-2010, οπότε κατανέμει τους τόκους από μηνιαίο Repos και στις 31-8-2011,  αλλά  και στις 18-11-2013, οπότε κατανέμει κατά τον ίδιο τρόπο  τους τόκους της συνολικής κατάθεσης, ποσού 217.138 ευρώ,  ήτοι  588,09 ευρώ στον ίδιο, 14,95 ευρώ στον υιό του και 10,67  ευρώ στην κόρη του. Αντιθέτως, στο ως άνω λογιστικό αρχείο-ημερολόγιο, που όπως αναφέρθηκε τηρείτο επιμελώς,  ουδεμία μνεία γίνεται  σε  κατάθεση ή επένδυση χρημάτων για λογαριασμό της εναγόμενης, όπως θα ήταν αναμενόμενο σε μία τέτοια περίπτωση, και εφόσον ευσταθούσε ο ισχυρισμός της τελευταίας περί  διαχείρισης των χρημάτων της από τον εναγόμενο, προκειμένου να  καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός των αντίστοιχων ποσών, που της αναλογούν από την χρηματική κατάθεση. Η εναγομένη ισχυρίζεται προς στοιχειοθέτηση της αξίωσης της για είσπραξη του ½ του συνολικού ποσού του υπόλοιπου του επίδικου λογαριασμού, ότι  αυτό προέρχεται από δικά της εισοδήματα, και συγκεκριμένα από χρήματα, που της είχαν δωρίσει οι γονείς της και τα διαχειριζόταν εξ αρχής ο εναγόμενος από κοινού με τα δικά του, αλλά και από χρήματα που κατά καιρούς κατέθετε κατ’εντολή του συζύγου της στον ως άνω λογαριασμό και μετά από συνεννόηση με τον αδερφό της, για να τα διαχειρίζεται επωφελώς για λογαριασμό τους. Ωστόσο, ουδέν συγκεκριμένο ποσό αναφέρει σχετικά, ούτε προκύπτει κάτι σχετικό από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της έγγραφα, τα οποία  αφορούν σε: εκκαθαριστικά σημειώματα της Δ ΔΟΥ Πειραιά, του συζύγου της,  κοινό διαζευκτικό λογαριασμό,  που τηρούσε με τον αποβιώσαντα αδερφό της στην ΕΤΕ (δίχως ωστόσο να προκύπτει η  κίνηση και το υπόλοιπο του), κίνηση  τραπεζικών λογαριασμών του συζύγου της, ………, στις τράπεζες Franklin Savings και Αtlantik Bank, δήλωση κινητών περιουσιακών στοιχείων έτους 1992, βεβαιώσεις τόκων εντόκων γραμματίων του Ελλ. Δημοσίου του  συζύγου της ετών 1994-1996, καταβολής πρόσθετης αξίας από εξαγορά αμοιβαίων κεφαλαίων της Άλφα εταιρίας διαχείρισης Αμοιβαίων κεφαλαίων ετών 2000-2001 με δικαιούχους την ίδια και τον σύζυγο της, εισοδήματος από τόκους καταθέσεων κοινών λογαριασμών έτους 2000  με τον σύζυγο της και τίτλων με λογιστική μορφή, πληρωμής μερίσματος της Αλφα επενδύσεων από μετοχές του συζύγου της έτους 2000 καθώς και αντίγραφα κοινών λογαριασμών με τον σύζυγο της, καθόσον τα ως άνω ποσά ουδόλως προέκυψε ότι εισφέρθησαν σε κάποιο λογαριασμό του αποβιώσαντος, ………, και ακολούθως κατέληξαν στον επίδικο. Περαιτέρω, τα όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυς της εναγομένης, υιός της, περί επανειλημμένως ενώπιον του εξεφρασθείσας βούλησης του ……. . να λάβει η εναγόμενη αδερφή του το ½ του εν λόγω ποσού, δηλαδή 100.000 ευρώ, ως προερχόμενα από δικές της καταθέσεις, καταρρίπτονται από τα όσα ανωτέρω λεπτομερώς  ο ίδιος κατέγραφε στο ημερολόγιο του κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ομοίως δε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ουδόλως, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος ορίζοντας αυτήν συνδικαιούχο είχε απέναντι της χαριστική διάθεση, όπως έπραξε με τα τέκνα του, ώστε μετά τον θάνατο του να δικαιούται το 1/3 του ποσού του.  Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι κύριο και μοναδικό του μέλημα ήταν η οικονομική εξασφάλιση των τέκνων του, στα οποία και ήθελε να περιέλθει άμεσα το σύνολο των προσωπικών του αποταμιεύσεων, που απάρτιζαν και τις καταθέσεις στον εν λόγω λογαριασμό, και όχι μετά την ενηλικίωση τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, έστω και με  εν μέρει διάφορη και ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται αντιστοίχως με την παρούσα, απορριπτομένων των σχετικών κύριων και πρόσθετων λόγων της έφεσης. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι η εναγόμενη ανέλαβε το συνολικό ποσό των 198.826,50 ευρώ αντί του ορθού ποσού των 197.499,10 ευρώ έσφαλε και κατά ουσιαστική παραδοχή της έφεσης, πρέπει  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι  η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα με την ως άνω ιδιότητα της το  ποσό των 197.499,10 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.  Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που η εκκαλούσα κατέβαλε κατά την άσκηση της έφεσης της, καθώς και να επιβληθούν μερικώς σε βάρος της κατά το λόγο της ήττας της τα έξοδα της εφεσιβλήτης-ενάγουσας, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά  τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των  διαδίκων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση και το με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και ουσιαστικά την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα  του παράβολου με αριθμό  …………. / 2019, ποσού 100 ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 1946/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 17-11-2015  (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2015) αγωγή .

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα ως ασκούσα αποκλειστικά τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της, ……… και …………, και για λογαριασμό των τελευταίων και δη κατ’ισομοιρία σε έκαστο, το ποσό των εκατό ενενήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (197.499,10 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μερικώς τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και των δύο βαθμών  δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, και τα ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   14 Δεκεμβρίου  2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ