Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 719/2020

Αριθμός  719/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 20-9-2015 (με ΓΑΚ …./2015 και ΕΑΚ …../2015) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1555/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης υπ’αριθμ.843/2008, μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την  τακτική διαδικασία. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β και παρ.2, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι ουδείς από τους διαδίκους επικαλείται, ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ.518 παρ.2 ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται, ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012),  Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Όπως προκύπτει α)από το με αριθμ.πρωτ. ΔΥ/15-3-2016 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που εξέδωσε η Ληξίαρχος Ευδήλου Ικαρίας, β) από το με αριθμ.πρωτ. …../2016  πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Ικαρίας και γ) από το με αριθμ…../2016 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ικαρίας και το με αριθμ…../4-7-2016 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ο πρώτος εκ των, αρχικώς, εκκαλούντων, ……………… απεβίωσε στις 11-3-2016, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλιπε πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του, ……….. και τα τέκνα αυτού, . .  …………….., οι οποίοι, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δήλωση, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, αφού γνωστοποίησαν, νόμιμα, κατ’άρθρ.287 ΚΠολΔ, το γεγονός του θανάτου του αρχικώς πρώτου εκκαλούντος, δήλωσαν ότι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Επομένως, νομίμως επαναλαμβάνεται, κατ’άρθρ.290 ΚΠολΔ, ως προς τον ήδη, θανόντα, πρώτο εκκαλούντα, η βιαίως διακοπείσα δίκη, από τους κληρονόμους του, …..…..

Με την από 30-3-1995 αγωγή τους, με αριθμ.έκθ.κατάθ………/28-7-1995, οι αρχικοί ενάγοντες, …………. στρεφόμενοι κατά του εναγόμενου, ……………., ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 15-5-1971 ιδιόγραφης διαθήκης του θείου από την πατρική γραμμή των πέντε πρώτων και παππού των υπολοίπων, ομοίως, από την πατρική γραμμή, ……………, διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως, καθόσον, κατά τα απ’αυτούς ιστορούμενα, δεν γράφηκε ιδιοχείρως, ούτε υπογράφηκε από τον διαθέτη.

Με την από 25-9-2003 πρόσθετη παρέμβασή τους, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, ……….., ………., ενεργών ατομικά και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας του, ……… και ……….., επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον, τάχθηκαν υπέρ των εναγόντων με την ως άνω κύρια αγωγή και κατά του εναγόμενου και ζήτησαν την παραδοχή της κύριας αγωγής προς το σκοπό αναγνωρίσεως της ακυρότητας της από 15-5-1971 ιδιόγραφης διαθήκης του διαθέτη ……………

Κατά την, μετά από διαδοχικές αναβολές και ματαιώσεις,  ορισθείσα συζήτηση της 24-5-2006, ο εναγόμενος και ήδη, εφεσίβλητος, …………., με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες, από 19-4-2006 έγγραφες προτάσεις του, αφού παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 15-2-1996 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. …………./1996  αγωγής του, που είχε ασκήσει κατά των αντιδίκων του, καταργηθείσας της δίκης, ως προς την αγωγή του αυτή (ΑΠ 1611/1999  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής και της πρόσθετης παρέμβασης, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν αναγραφόταν ως κληρονόμος στην φερόμενη ως πλαστή, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, διαθήκη και ότι δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στη δημοσίευση και κήρυξη αυτής ως κυρίας και αιτήθηκε τον διορισμό πραγματογνώμονα-γραφολόγου, προκειμένου να διαπιστωθεί η γνησιότητα ή μη της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης, με τις προτάσεις, δε, αυτές, άσκησε, κατ’άρθρ.268 ΚΠολΔ, ανταγωγή, με την οποία, ιστορούσε ότι το έτος 1989, κατόπιν αιτήσεως του τέταρτου ενάγοντος-αντεναγόμενου, ……………, δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία η από 3-4-1971 ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω διαθέτη, …………., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, κληρονόμοι αυτού εγκαθίσταντο τα τέκνα του αδελφού του, …………, ήτοι, οι τέσσερεις πρώτοι ενάγοντες-αντεναγόμενοι και ο εναγόμενος-αντενάγων, καθώς και οι μεταποβιώσαντες αδελφοί αυτών, ……….. και ……….  κατ’ ίσα μερίδια, ήτοι κατά ποσοστό 1/7 ή 80/560 εξ αδιαιρέτου το καθένα.΄Οτι μετά το θάνατο του αδελφού των τεσσάρων πρώτων των εναγομένων, συζύγου της πέμπτης και πατέρα των υπολοίπων εναγομένων, …………, που συνέβη στην Αθήνα, την 20-2-1988, υπεισήλθαν  στη κληρονομία αυτού ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι η πέμπτη των εναγομένων σύζυγός του, κατά ποσοστό 1/4/ ή 4/16 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα ………., ……… . (των οποίων η πέμπτη των εναγομένων, μητέρα τους ασκεί τη γονική μέριμνα) …….. (6ος εναγόμενος) και ………. (7η εναγόμενη) κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου..΄Οτι κατά συνέπεια ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ……….. υπεισήλθαν και στο μερίδιο αυτού επί της κληρονομίας του προαποβιώσαντος θείου τους ………… και, ειδικότερα η πέμπτη των εναγομένων κατά ποσοσό 20/560 εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 15/560 εξ αδιαιρέτου οι υπ’αυτής εκπροσωπούμενοι ανήλικοι ……….. και ………., καθώς και οι έκτος και έβδομη των εναγομένων. ΄Οτι την, δυνάμει της εν λόγω, από 3-4-1971 ιδιόγραφης διαθήκης, επαχθείσα στον αντενάγοντα και στους εναγόμενους κληρονομία αποδέχθηκαν όλοι οι κληρονόμοι, δυνάμει των υπ’αριθμ…../1990, …./1990 και …./1990 πράξεων αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, οι οποίες νόμιμα μετεγράφησαν. ΄Οτι, στη συνέχεια, προέβησαν στην πώληση ενός κληρονομιαίου ακινήτου, που βρίσκεται στην ……. Αττικής, πλην, όμως, η ως άνω, από 3-4-1971 διαθήκη τυγχάνει πλαστή, ως μη γραφείσα, χρονολογηθείσα και υπογραφείσα από τον φερόμενο ως διαθέτη αυτής, ζητούσε, δε, με την ανταγωγή του αυτή, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης αυτής.

Κατά τη δικάσιμο της 24-5-2006, η συζήτηση της αγωγής, της πρόσθετης παρέμβασης και της με τις από 19-4-2006 προτάσεις ασκηθείσας ανταγωγής ματαιώθηκε και, στη συνέχεια, με την υπ’αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2006 κλήση των εναγόντων και την υπ’ αριθμ. έκθ. κατάθ. …./2006 κλήση των προσθέτως παρεμβαινόντων επαναφέρθηκαν προς συζήτηση η αγωγή και η πρόσθετη παρέμβαση, αντίστοιχα,  νέα, δε, ημερομηνία συζήτησης ορίστηκε η 25-5-2007. Κατά τη συζήτηση που έλαβε χώρα, στην ως άνω δικάσιμο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξέδωσε την ήδη, συνεκκαλούμενη, με αριθμ.843/2008 εν μέρει οριστική απόφασή του, με την οποία, κρίνοντας  επί της ως άνω αγωγής, της πρόσθετης παρέμβασης και  νέας ανταγωγής, που ασκήθηκε με τις από προτάσεις όμοιου περιεχομένου με την προηγηθείσα ανταγωγής, εκδόθηκε, αρχικά, η υπ’αριθμ. 843/2008 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι μ’αυτήν, κατά τα παρακάτω, κρίθηκε ως απορριπτέο, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη επί των ταχθέντων στους διαδίκους προς απόδειξη πραγματικών περιστατικών και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διορίσθηκε, δε, πραγματογνώμονας η γραφολόγος-χαρακτηρολόγος  ……….., η οποία θα έπρεπε να αποφανθεί για το εάν οι από 15-5-1971 και από 3-4-1971 ιδιόγραφες διαθήκες του ……………., γράφηκαν εξ ολοκλήρου με το χέρι του άνω διαθέτη, χρονολογήθηκαν και υπογράφηκαν από αυτόν.

Στη συνέχεια, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η εκκαλούμενη, υπ’αριθμ. 1555/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, αφού επαναλήφθηκε η βιαίως διακοπείσα δίκη, ως προς τον αρχικώς τέταρτο ενάγοντα, …………., που απεβίωσε, στις 20-6-2012, από τη σύζυγό του, ……., το γένος ……… και τα τέκνα του, ………. και …………., έγιναν δεκτές, αφ’ενός, μεν, η αγωγή και η πρόσθετη παρέμβαση και αναγνωρίστηκε ότι είναι άκυρη η από 15-5-1971 νομίμως δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία, ιδιόγραφη διαθήκη του …………, αφ’ετέρου, δε, η με τις προτάσεις ασκηθείσα ανταγωγή και αναγνωρίστηκε ότι είναι άκυρη και η από 3-4-1971 νομίμως δημοσιευθείσα, ιδιόγραφη διαθήκη του προαναφερόμενου διαθέτη.

Κατά των δύο ως άνω, εν μέρει οριστικής και οριστικής, αποφάσεων παραπονούνται οι ενάγοντες, με την υπό κρίση έφεση και ζητούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να μεταρρυθμιστεί ως προς το ευνοϊκότερο γι’αυτούς η εν μέρει οριστική, υπ’αριθμ. 843/2008 απόφαση, ως προς τις εφεσιβαλλόμενες οριστικές της διατάξεις, που αφορούν την απόρριψη των ενστάσεών τους επί της ασκηθείσας ανταγωγής του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου και να απορριφθεί η ανταγωγή του τελευταίου. Ζητούν, επίσης, να μεταρρυθμισθεί ως προς το ευνοϊκότερο η συνεκκαλούμενη, υπ’αριθμ. 1555/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς τα προσβαλλόμενα με την ένδικη έφεση κεφάλαια και να απορριφθεί η ανταγωγή του εφεσιβλήτου, επιπλέον, δε, να γίνει τελεσιδίκως δεκτή, στο σύνολό της, η από 30-3-1995 με αριθμ. έκθ. κατάθ……/1995 αγωγή και η από 25-9-2003 με αριθμ. έκθ. κατάθ. …./2003 πρόσθετη παρέμβαση κατά του εφεσιβλήτου και να απορριφθεί τελεσιδίκως η ανταγωγή του εφεσιβλήτου.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι με την από 15-9-2010 με αριθμ.κατάθ……../2010 κλήση τους, επανέφεραν προς μετ’απόδειξιν συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μόνο την από 30-3-1005 αγωγή τους και την από 25-9-2003 πρόσθετη παρέμβασή τους και, δεν επανέφεραν την με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου ασκηθείσα ανταγωγή του και ότι, συνεπώς, σύμφωνα με το συζητητικό σύστημα δεν μπορούσε να συζητηθεί και η ανταγωγή, διότι δεν είχε επαναφερθεί  προς συζήτηση, αλλά, ότι θα έπρεπε να εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση μόνο για την επαναφερθείσα προς συζήτηση αγωγή  και την πρόσθετη παρέμβαση και όχι για την ανταγωγή του εφεσιβλήτου. Ο ισχυρισμός αυτός και ο περί τούτου πρώτος λόγος της έφεσης κρίνεται απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, καθώς σε περίπτωση ανταγωγής κάθε κλήση για περαιτέρω συζήτηση είτε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, είτε και άλλου, στο οποίο παραπέμφθηκαν αγωγή και ανταγωγή εξαιτίας αναρμοδιότητας εκείνου στο οποίο αρχικώς είχαν εισαχθεί, αυτοδικαίως, ισχύει για την εκδίκαση από κοινού τόσο της αγωγής, όσο και της ανταγωγής, ακόμη και αν το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει ιδιαίτερη μνεία για την εκδίκαση  της ανταγωγής (βλ. Κ.Μπέη, “Η Διαλεκτική του Δικονομικού Δικαίου”, άρθρ. ΠολΔ 230, ΠολΠρωτΑθ2224/1992).

Επειδή, κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως που τους περιέχουν. Η διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ καλύπτει τους λεγόμενους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς (ενστάσεις, αντεστάσεις), που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις, όχι, όμως, τους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 2165/2007,  ΑΠ 729/2006, ΑΠ 1417/2000ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 433/1998, 1316), ούτε την άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 1033/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ανταγωγής, ένστασης κλπ (ΑΠ 1208/1994 ΕΕΝ 1995, 709). Οι ισχυρισμοί που επαναφέρονται θα πρέπει να έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη συζήτηση. Για τη νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών απαιτείται η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων που τους περιέχουν, καθώς και η προσκομιδή των τελευταίων σε επικυρωμένο αντίγραφο  (ΑΠ 1712/1991ΕλΔνη 1992, 1607, ΑΠ 560/1996  ΕλΔνη 1997, 99), εφόσον ο αντίδικος  αμφισβητεί ότι ο ισχυρισμός υποβλήθηκε κατά την προηγούμενη συζήτηση (ΑΠ 543/1996 ΕλΔνη1998, 1316).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος στην μετ’απόδειξιν συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανέφερε στις προτάσεις του ότι επανέφερε τις κατά την πρώτη συζήτηση προτάσεις του,  χωρίς να τις έχει ενσωματωμένες στις μετ’απόδειξιν προτάσεις του, ούτε με ρητή παραπομπή, δηλαδή με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, που να περιείχαν τους ισχυρισμούς του και την ανταγωγή του και ότι συνεπώς ήταν απαράδεκτη η επαναφορά των ισχυρισμών και της ανταγωγής του αντιδίκου τους, διότι δεν επαναφέρθηκαν προσηκόντως, κατά παράβαση του άρθρου 240 ΚΠολΔ.

Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ως  αβάσιμος να απορριφθεί, καθώς, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο αυτοτελή ισχυρισμό του αντεναγόμενου και ήδη εφεσιβλήτου, που, σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε κατά την πρώτη συζήτηση, καθώς, με τις από  19-4-2007 προτάσεις του εναγόμενου και ήδη, εφεσίβλητου προβλήθηκε, μόνον, άρνηση της αγωγής των εναγόντων και συγκεκριμένα άρνηση του περί πλαστότητας της από 15-5-1971 ιδιόγραφης διαθήκης αγωγικού ισχυρισμού, ούτε με το λόγο αυτό της έφεσης αποκρούεται συγκεκριμένος ισχυρισμός του εναγόμενου-εφεσίβλητου ως απαράδεκτος για το λόγο ότι δεν προτάθηκε στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ώστε ο προβάλλων τον ισχυρισμό να υπείχε την υποχρέωση να αποδείξει με την προσαγωγή των προτάσεων εκείνων ότι είχε προτείνει τον ισχυρισμό, εγκαίρως, προηγουμένως.

Επειδή η ανταγωγή, η οποία αποτελεί αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας, υπό τη μορφή διάγνωσης του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος και έτσι, διευρύνει τα όρια της δικαστικής διάγνωσης, δημιουργεί εκκρεμοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 221 ΚΠολΔ. Η εκκρεμοδικία αρχίζει από την κατάθεση του γι’αυτήν δικογράφου στο δικαστήριο, εφόσον ασκείται με αυτοτελές δικόγραφο. Αν όμως ασκείται με τις προτάσεις, η εκκρεμοδικία αρχίζει από το χρόνο κατάθεσής τους, καθόσον δεν χωρεί επίδοση των προτάσεων στον αντίδικο (Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ.Β΄, σελ.34).Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν αναφέρεται σε προσωρινό απαράδεκτο απλώς και μόνο της συζήτησης, αλλά απαγορεύεται και είναι απαράδεκτη νέα δίκη. Απαράδεκτη είναι η ίδια η αγωγή, και όχι απλώς η συζήτησή της. Απαράδεκτο αγωγής σημαίνει νομική αδυναμία του δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή και όχι απλώς προσωρινό κώλυμα διεξαγωγής της επ’ αυτής συζήτησης (βλ.σε περιοδικό Δίκη, Κώστα Μπέη, ερμ.άρθρ. 222 με παρατηρήσεις επί της ΑΠ 1543/2001). Περαιτέρω, η εκκρεμοδικία που δημιουργείται διαρκεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση  και αναβιώνει πάλι μόνο με την άσκηση της έφεσης και εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, διαρκεί δε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της έφεσης ή μέχρι να επέλθει κατάργηση της δίκης κατ` άλλον νόμιμο τρόπο, όπως με την παραίτηση από το δικόγραφο της έφεσης ή από το δικαίωμα κ.λ.π. (ΑΠ 88/2015, ΕφΠειρ 332/2015δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Λήξη της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρουν η ματαίωση της συζήτηση, η διακοπή της δίκης (ΑΠ 1144/1980, ΕΕΝ 1981/2639, Μητσόπουλος-Κεραμεύς, ΝοΒ 1970/1029) ή η μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου (Κεραμέας- Κονδύλης-Νίκας, υπό άρθρ. 222, σελ. 485).Ενόψει της φύσης της ένστασης εκκρεμοδικίας σε αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στο οποίο εισέρχεται μεταγενεστέρως η ίδια διαφορά. Η εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης εκκρεμοδικίας θεμελιώνει λόγο έφεσης (Βασ. Βαθρακοκοίλη, ό.π,  τόμ. Β΄, σελ.50 και 51).Στην προκείμενη περίπτωση, παρά τη ματαίωση της συζήτησης της κύριας αγωγής, κατά την δικάσιμο της 24-5-2006, η εκκρεμοδικία της με τις από 19-4-2006 ασκηθείσας ανταγωγής, που είχε δημιουργηθεί με την κατάθεση των ως άνω προτάσεων, διατηρήθηκε, ενόψει, δε, της εκκρεμοδικίας, που είχε δημιουργηθεί, έπρεπε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη συνεδρίαση της 25-5-2007, εξετάζοντας το ζήτημα αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά και αποφαινόμενο επί της σχετικής νόμιμης, κατ’άρθρ. 222 ΚΠολΔ, ένστασης περί ύπαρξης εκκρεμοδικίας, που πρότειναν οι αντεναγόμενοι, ζητώντας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να δεχθεί την ύπαρξη εκκρεμοδικίας από την πρώτη ανταγωγή και να απορρίψει ως απαράδεκτη τη δεύτερη, δηλαδή, την με τις από 19-4-2007 προτάσεις ασκηθείσα ανταγωγή, να δεχθεί την ύπαρξη εκκρεμοδικίας από την πρώτη ανταγωγή και να απορρίψει ως απαράδεκτη τη δεύτερη. Αντ’αυτού, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’αριθμ.843/2008 μη οριστική του απόφαση, απέρριψε την προταθείσα από τους αντεναγόμενους ένσταση εκκρεμοδικίας,  δεχόμενο ότι ” οι από 18-4-2006 προτάσεις του εναγόμενου-αντενάγοντος  με τις οποίες είχε ασκήσει ανταγωγή ομοίου περιεχομένου, δεν επαναφέρονται με τις παρούσες προτάσεις του” , εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ’ουσίαν βάσιμος,  ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του,  με το οποίο βάσιμα οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η δεύτερη ανταγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί ασκήθηκε σε εκκρεμοδικία, ενώ δηλαδή εκκρεμούσε η από 18-4-2006, διά των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή,  όπως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και η ένδικη έφεση, μετά, δε, ταύτα, να εξαφανιστεί κατ’άρθρ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκκαλουμένη, με αριθμ. 843/2008 και η συνεκκαλούμενη αυτής, με αριθμ. 1555/2015, οριστική απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτών, που αναφέρεται αντίστοιχα, στη νομική και ουσιαστική διερεύνηση της δεύτερης ανταγωγής, παρά το απαράδεκτο αυτής. Πρέπει, συνακόλουθα να διακρατηθεί η υπόθεση και να  απορριφθεί, ως απαράδεκτη η με τις από 19-4-2007 προτάσεις ασκηθείσα ανταγωγή. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του στην παρούσα δίκη(άρθρ.176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης, αφού έγινε δεκτή η έφεση των εκκαλούντων πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ` αυτούς του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσαν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους, όπως, ως προς τον ήδη, θανόντα, πρώτο εκκαλούντα, επαναλαμβάνεται η βιαίως διακοπείσα δίκη, από τους κληρονόμους του, …………….

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ` ουσίαν την από 20-9-2015 (με ΓΑΚ…./2015 και ΕΑΚ………/2015) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1555/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης υπ’αριθμ.843/2008, μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την  τακτική διαδικασία.

Εξαφανίζει τις συνεκκαλούμενες αποφάσεις, κατά το κεφάλαιο αυτών, που αναφέρεται στην με τις από 19-4-2007 προτάσεις ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανταγωγή. Διακρατεί την υπόθεση  και απορρίπτει ως απαράδεκτη, λόγω εκκρεμοδικίας, την  ως άνω ανταγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος του εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400€).Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 24η Σεπτεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ