Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 757/2020

Αριθμός  757/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών), Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 11-6-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 326/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στις εναγόμενες, ήδη εκκαλούσες, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 17-5-2018 (βλ. το προσκομιζόμενο από τις εκκαλούσες ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………….. και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, για επίδοση προς αυτές) και η έφεση ασκήθηκε την 13-6-2018 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τις εκκαλούσες, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, (ενιαίο) παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………./2018, ποσού: 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και την από 13-6-2018 είσπραξη της ALPHABANK μέσω ONLINE).

Κατά το άρθρο 939 του ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 708/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ΝΟΜΟΣ). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 ο.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 του  ΑΚ, προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο, που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη, και αυτή να έχει καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 708/2017 ο.π., ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 928/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 278/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 602/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακεδ 28/2016 ΝΟΜΟΣ), β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου. Ο όρος «απαλλοτρίωση» χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 του ΑΚ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρει μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκεινται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 του ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον (ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 778/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ο.π., ΑΠ 1475/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1800/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ο.π., ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124, ΕφΑθ 730/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 507/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 273/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1028/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 760/2006 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλλΔνη 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔνη 40.123, ΕφΑθ 730/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 507/2009 ο.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλλΔνη 46.563), γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 621/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ο.π.), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ο.π., ΑΠ 1798/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔνη 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔνη 1999.124), δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως μπορεί να ανατραπεί αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2003 ο.π., ΑΠ 1382/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 708/2017 ο.π., ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 339/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ο.π., ΑΠ 417/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1284/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 846/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1475/2010 ο.π., ΑΠ 1677/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ο.π., ΑΠ 207/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1189/2003 ΕλλΔνη 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλλΔνη 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης, που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ο.π.). Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 ο.π., ΑΠ 1567/2008 ο.π.), ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 ο.π., ΑΠ 708/2017 ο.π., ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 661/2015 ο.π., ΑΠ 1677/2008 ο.π., ΑΠ 1881/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1112/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 862/1998 ο.π., Καυκάς: ΕνοχΔ, άρθρα 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα εκ των στοιχείων της βάσεως της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ΄ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 708/2017 ο.π., ΑΠ 661/2015 ο.π., ΑΠ 1902/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2001 ο.π., ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 39.843). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 του ΑΚ, ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση, καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ο.π., ΕφΔωδ 11/2006 ο.π.). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία, που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 621/2016 ο.π.). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει, για το κατ΄ άρθρο 216 του ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται σ΄ αυτήν (ΟλΑΠ 15/2012 ο.π., ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 1677/2008 ο.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη (τέτοιος είναι και ο εγγυητής), για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, κατά τους όρους των άρθρων 940 επ. του ΑΚ, πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρει και την απαίτηση, που έχει αυτός (ο ενάγων δανειστής) κατά του εναγόμενου οφειλέτη, με προσδιορισμό του ποσού αυτής, αλλά και της αιτίας από την οποία αυτή προήλθε (από το νόμο, από σύμβαση, αδικοπραξία κλπ) (ΑΠ 1116/2018 ο.π., ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 1339/2012 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αν η εν λόγω απαίτηση αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που κλείστηκε, πρέπει στην αγωγή να γίνεται παράθεση όλων των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει αυτό το κατάλοιπο. Η παράθεση αυτή δεν είναι αναγκαία, όταν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη ή τον εγγυητή (ΑΠ 1116/2018 ο.π.). Δεν είναι, επίσης, αναγκαία η παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, αν για την ύπαρξη και το ύψος της από το κατάλοιπο απαίτησης υφίσταται δεδικασμένο (άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι το τελευταίο αποκλείει την αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους της εν λόγω απαίτησης. Τέτοιο δεδικασμένο, που αποκλείει αυτή την αμφισβήτηση, προέρχεται και από τη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, για απαίτηση του τελευταίου από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, είτε με την τελεσίδικη, κατά παραδοχή ανακοπής κατ` αυτής, ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω ανυπαρξίας της απαίτησης, είτε, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μέσα στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της, που ορίζεται στο άρθρο 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την άπρακτη πάροδο των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τη νέα επίδοση αυτής στον οφειλέτη, τη μη άσκηση δηλαδή από αυτόν ανακοπής μέσα στην εν λόγω προθεσμία (πρβλ. ΟλΑΠ 6/1996, ΑΠ 1116/2018 ο.π., άρθρο 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του ΑΚ, προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνεται και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ο.π., ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 36/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1284/2011 ο.π., ΑΠ 846/2011 ο.π., ΑΠ 1701/2008 ο.π., ΑΠ 1677/2008 ο.π., ΑΠ 2200/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1652/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 184/2016 ο.π.). Σε περίπτωση όμως, που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη περισσοτέρων απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων, εφόσον κατά τα αναφερόμενα σ΄ αυτή η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του ενάγοντος δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία όλων των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ώστε να είναι αναγκαία η διάρρηξη όλων των απαλλοτριώσεων, δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής, η αναφορά της αξίας καθενός (ΟλΑΠ 15/2012 ο.π.). Αν, δηλαδή, η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αρκεί η αναφορά της συνολικής αυτής αξίας και δεν απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας καθενός από αυτά (ΑΠ 1623/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2017 ο.π., ΑΠ 1127/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2001 ο.π., ΕφΠειρ 344/2011 ΝΟΜΟΣ). Για την περίπτωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1001/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 357/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2120/2014 ΝΟΜΟΣ). Αίτημα δε της αγωγής διάρρηξης είναι πλέον η απαγγελία της διάρρηξης (ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕφΑθ 518/2000 ΕλλΔνη 2000.1413, ΕφΑθ 5639/1998 ΕλλΔνη 1999.1159). Περαιτέρω, η αγωγή διάρρηξης είναι διαπλαστική και η καταγόμενη με αυτήν, προς δικαστική διάγνωση, αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως, υπαγόμενη ως εκ τούτου στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΑθ 5546/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 582/2000 ΔΕΕ 2000.878, ΕφΑθ 5109/1999 ΕλλΔνη 2000.1412, ΕφΑθ 940/1999 ΕλλΔνη 1999.1160,1183, ΕφΠειρ 925/1998 ΠειρΝομολ 1998.466). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 τουΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 513 του ΑΚ, σε περίπτωση που στην εν λόγω αγωγή η ως άνω απαίτηση αφορά σε τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη αυτή πρέπει να περιέχει τον χρόνο καταρτίσεως της οικείας συμβάσεως, τα πωληθέντα και παραδοθέντα είδη και τις επιμέρους τιμές μονάδος κάθε πωληθέντος είδους, γιατί μόνο έτσι καθίσταται εφικτό στον μεν εναγόμενο να απαντήσει σ΄ αυτήν, στο δε Δικαστήριο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο να προσδιορίσει το αντικείμενο της απόδειξης (πρβλΕφΑθ 4126/2001 ΕλλΔνη 2002.845, ΕφΑθ 731/1997 ΕλλΔνη 1997.1597, ΕφΘεσ 3143/1991 Αρμ 1992.705). Η παράλειψη μνείας στο δικόγραφο της αγωγής των παραπάνω στοιχείων καθιστά αυτήν αόριστη και η αοριστία της, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλο έγγραφο της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί ανάγεται στην προδικασία (πρβλ ΑΠ 438/2001 ΕλλΔνη 2002.382, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325). Σημειωτέον ότι στη σύμβαση πώλησης, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός όταν ο πελάτης εμπόρου αγοράζει εμπορεύματα με πίστωση του τιμήματος (ολική ή μερική) και καταβάλλει, σε εξόφληση του τιμήματος που πιστώθηκε, διάφορα χρηματικά ποσά, διότι, στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν περισσότερες πωλήσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με πίστωση του τιμήματος, το οποίο είναι καταβλητέο τμηματικά (ΕφΛαρ 576/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 860/2000 Αρμ 56.1029).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση αυτής, η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι διατηρεί φαρμακαποθήκη και δραστηριοποιείται με την εμπορία και διανομή φαρμάκων, καλλυντικών και παραφαρμακευτικών ειδών, εξέθετε ότι στο πλαίσιο πολυετούς συνεργασίας της με την πρώτη των εναγομένων, που διατηρούσε φαρμακείο στον Πειραιά, (το οποίο κατά τη σύνταξη της αγωγής είχε οριστικά κλείσει), πώλησε σ΄ αυτήν, με διαδοχικές συμβάσεις, με πίστωση, φαρμακευτικά προϊόντα προς εξυπηρέτηση των αναγκών του φαρμακείου της. Ότι σε κάθε τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, που εξέδιδε η ίδια (ενάγουσα) -και πέραν της καρτέλας πελάτη που διατηρούσε για τις ως άνω συναλλαγές-, ανέγραφε το προηγούμενο υπόλοιπο της οφειλής και το νέο διαμορφωθέν, ενώ η πρώτη των εναγομένων, παράλληλα με τις αγορές της, προέβαινε και σε έναντι εξόφληση προηγούμενων οφειλών της. Ότι η τελευταία πώληση προς την πρώτη των εναγομένων έλαβε χώρα την 30-4-2013, ότε και το υπόλοιπο της οφειλής της προς αυτήν (ενάγουσα) ανερχόταν στο ποσό των 42.336,10 ευρώ. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας) προς εκπλήρωση των απαιτήσεών της εκ μέρους της πρώτης των εναγομένων, εκείνη ουδέν κατέβαλε. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι την 20-6-2011, η πρώτη των εναγομένων, που σαφώς γνώριζε την ιδιότητά της ως οφειλέτιδας και το ύψος της ευθύνης της προς αυτήν (ενάγουσα) και το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε γεννηθεί η ως άνω απαίτηση της (ενάγουσας) σε βάρος της, ανερχόμενη, κατά τον ως άνω χρόνο, στο ποσό των 18.547,56 ευρώ, το οποίο ήδη όφειλε από την 31-5-2011, ενεργώντας με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση αυτής, λόγω ελλείψεως άλλης εμφανούς περιουσίας της, μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγομένων (μητέρα της), δυνάμει του σ΄ αυτήν (αγωγή) αναφερομένου συμβολαίου δωρεάς εν ζωή, νομίμως μεταγεγραμμένου, τα εμπράγματα δικαιώματα που διατηρούσε (ήτοι ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας και το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό πλήρους κυριότητας) επί των αναλυτικά περιγραφομένων κατά θέση, έκταση και όρια τριών οριζοντίων ιδιοκτησιών (αποθήκης, καταστήματος και διαμερίσματος), λόγω δωρεάς, συνολικής αντικειμενικής αξίας αυτών, κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως 195.551,50 ευρώ και κατά τον χρόνο σύνταξης αυτής (αγωγής, ήτοι, την 13-6-2016) 129.669,64 ευρώ και συγκεκριμένα: α) η αποθήκη 1.239,60 ευρώ, β) το κατάστημα 21.493,84 ευρώ και γ) το διαμέρισμα 106.936,20 ευρώ, ενώ η, κατά τον ίδιο χρόνο (σύνταξη αγωγής), εμπορική-πραγματική τους αξία ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 80.000 ευρώ. Ότι η δεύτερη των εναγομένων γνώριζε τόσο την ύπαρξη της απαιτήσεώς της (ενάγουσας) όσο και τον σκοπό βλάβης της, που επιδίωκε η πρώτη από αυτές (εναγομένων), γνώση που εξάλλου δεν απαιτείται ενόψει της χαριστικής αιτίας (δωρεάς) της απαλλοτρίωσης και της μεταξύ τους συγγένειας πρώτου βαθμού. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να διαρρηχθεί η καταρτισθείσα, με το ως άνω συμβόλαιο, απαλλοτριωτική δικαιοπραξία υπέρ αυτής και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 326/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 16-1-2018, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγομένων, και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής και αφού επίσης, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι η απαίτηση της ενάγουσας, ύψους 42.336,10 ευρώ, τόσο κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων όσο και κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και ότι αρκεί η διάρρηξη ενός εκ των τριών απαλλοτριωθέντων ακινήτων και δη της οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαµερίσµατος του τετάρτου ορόφου επί της Ακτής ……, αρ. ….., εµφαινόµενο υπό τα στοιχεία Δ-4, αξίας του δικαιώµατος ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου καθώς και του δικαιώµατος πλήρους κυριότητας κατά το έτερο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου συνολικά 80.000 ευρώ, κατά την κρίση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στο µέτρο που καλύπτεται η ένδικη απαίτηση, δέχθηκε εν μέρει αυτή (αγωγή) και ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως κατά ποσοστό 42.336,10/80.000 (ή 529/1000) υπέρ της ενάγουσας, που συντελέστηκε µε το υπ΄ αρ. …./20-11-2011 συµβόλαιο δωρεάς της Συµβολαιογράφου Πειραιώς, ………, αναφορικά µε το δικαίωµα ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου καθώς και το δικαίωµα πλήρους κυριότητας του έτερου ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστού επί ενός ακινήτου, ήτοι µίας οριζόντιας και αυτοτελούς ιδιοκτησίας (διαµερίσµατος τετάρτου ορόφου), εµβαδού 82 τ.µ., µε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 43/1000 εξ αδιαιρέτου, κτισμένης επί πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού ………, αριθμ. …., στη θέση «….» του Δήμου Πειραιώς Ν. Ατικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του ως άνω Δήμου και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγοµένων, όρισε δε το ύψος αυτών στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι εν μέρει ηττηθείσες εναγόμενες και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, κατ΄ εκτίμηση αυτής (έφεσης), να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή δεν περιέχει τα αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία που απαιτούνται από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται ο ακριβής προσδιορισμός της απαίτησης της ενάγουσας. Ειδικότερα, η αγωγή είναι αόριστη για το λόγο ότι, ενώ η ενάγουσα επικαλείται ότι η απαίτησή της προέρχεται από υπόλοιπο τιμήματος πωληθέντων φαρμακευτικών προϊόντων, στο πλαίσιο των εν γένει συναλλαγών της με την πρώτη των εναγομένων, δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής της, αν και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που εκτέθηκαν όφειλε, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρονται στην αγωγή, σε σχέση με τις διαδοχικές πωλήσεις από τις οποίες προήλθε η απαίτηση αυτή, για τις οποίες εκδόθηκαν τα σχετικά τιμολόγια-δελτία αποστολής, οι χρόνοι καταρτίσεως των επιμέρους συμβάσεων, ούτε παραθέτει τα κονδύλια αυτά (κάθε τίμημα), ούτε προσδιορίζει το είδος κάθε προϊόντος που πουλήθηκε και παραδόθηκε, την ποσότητα των προϊόντων, την τιμή μονάδος κάθε πωλούμενου προϊόντος και το είδος της μονάδας, ούτε έχουν ενσωματωθεί στην αγωγή αντίγραφα των αντίστοιχων τιμολογίων-δελτίων αποστολής. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, (αλλά απλός δοσοληπτικός λογαριασμός μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων), αφού ρητά αναφέρεται στην αγωγή ότι η πρώτη των εναγομένων έφερε την ιδιότητα της αγοράστριας που παρήγγειλε και αγόραζε προϊόντα και εντεύθεν της οφειλέτιδας του καταβλητέου τιμήματος που καταχωρούνταν στο λογαριασμό, η δε ενάγουσα έφερε την ιδιότητα της πωλήτριας και εντεύθεν δανείστριας του τιμήματος, δηλαδή μόνη οφειλέτρια σε βάρος της οποίας γίνονταν οι χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό (καρτέλα πελάτη) ήταν η πρώτη των εναγομένων και όχι η ενάγουσα, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται, ούτε συνάγεται κατ’ εκτίμηση από το περιεχόμενο της αγωγής, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων και αποστολών και από τις δύο πλευρές, αντίθετα η ενάγουσα ήταν πάντα πιστώτρια και ποτέ οφειλέτιδα, η δε πρώτη των εναγομένων πάντα οφειλέτιδα και ποτέ πιστώτρια (πρβλ. ΕφΑθ 4058/2012 ΔΕΕ 2013.149). Περαιτέρω, ούτε επικαλείται (η ενάγουσα) ότι η εναγομένη αναγνώρισε, με κάποιο νόμιμο τρόπο, το επικαλούμενο υπόλοιπο, ούτε ότι αυτό της έχει επιδικασθεί τελεσιδίκως. Επιπροσθέτως, με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή είναι αόριστη και ως προς τον προσδιορισμό της αξίας των τριών απαλλοτριωθέντων ακινήτων, δεδομένου ότι η ενάγουσα παραλείπει να προσδιορίσει την, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αγοραία (εμπορική) αξία καθενός απ΄ αυτά ξεχωριστά, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι η, κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, εμπορική-πραγματική τους αξία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 80.000 ευρώ. Εφόσον όμως, υπό τα εκτιθέμενα, η συνολική κατά της πρώτης των εναγομένων απαίτησή της ανέρχεται στο ποσό των 42.336,10 ευρώ, όφειλε, σύμφωνα και με την προπαρατιθέμενη νομική σκέψη, να προσδιορίσει επακριβώς την αγοραία (εμπορική) αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων (κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής), διότι η διάρρηξη επέρχεται μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, η δε εξεύρεση του μέρους αυτού εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαίτησής του προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, που απαλλοτριώθηκε. Η αναφορά της αξίας αυτών κατά τον χρόνο σύνταξης αυτής (αγωγής, ήτοι, την 13-6-2016)  στο ποσό των 129.669,64 ευρώ και συγκεκριμένα: α) της αποθήκης 1.239,60 ευρώ, β) του καταστήματος 21.493,84 ευρώ και γ) του διαμερίσματος 106.936,20 ευρώ, δεν μπορεί ούτε κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου να καλύψει την έλλειψη αυτή, αφού η ίδια η ενάγουσα αναφέρει ότι το αναγραφόμενο ποσό δεν αντιστοιχεί στην πραγματική εμπορική αξία των ακινήτων, η οποία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 80.000 ευρώ. Η ως άνω αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου. Συνακόλουθα, αφού ελλείπουν τα ως άνω κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία, η ένδικη αγωγή είναι αόριστη, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και εντεύθεν έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά τα ως άνω και ακολούθως και ως εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος της εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για πλημμελή εφαρμογή του νόμου ως προς το ορισμένο της αγωγής, πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση του πρώτου λόγου αυτής. Εξάλλου η ως άνω αοριστία θα ερευνάτο και αυτεπαγγέλτως, ήτοι και χωρίς ειδικό παράνομο εκ μέρους των εκκαλουσών ως προς την ως άνω αοριστία, εφόσον με την ένδικη έφεση των εναγομένων, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ζητείται η απόρριψη της αγωγής (άρθρο 522 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ.). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η από 11-6-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση των εναγομένων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), να δικασθεί εκ νέου η από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) αγωγή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της νίκης των εκκαλουσών, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως), με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………./2018, ποσού: 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και την από 13-6-2018 είσπραξη της ALPHABANK μέσω ONLINE, στις εκκαλούσες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες  αφ΄ αυτών, κυρίως όμως, κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει  στην κρινομένη  υπόθεση (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 11-6-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 326/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 13-6-2016 (αρ. καταθ. …./2016) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ……../2018, ποσού: 150 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  5η Νοεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών Δικηγόρους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ