ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 758/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 13.1.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3823/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614παρ.3, 621επ ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα . Πρέπει επομένως να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 522, 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η εκκαλουμένη απέρριψε την από 10.12.2018 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με την οποία η τελευταία, επικαλούμενη ότι παρείχε στον εναγόμενο ΟΤΑ και σε εποπτευόμενα από αυτό νομικά πρόσωπα τις υπηρεσίες της, με αλλεπάλληλες συμβάσεις έργου, κατά τα αναφερόμενα σε αυτή έτη, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το χρόνο προσλήψεώς της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες της στην ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και με τις αντίστοιχες αποδοχές και μετά την ημερομηνία λήξεως των συμβάσεών της, περαιτέρω δε να απειληθεί χρηματική ποινή 80 ευρώ σε βάρος του εναγομένου για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεώς του με την απόφαση που θα εκδοθεί. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής της.
ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού, και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι’ αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την προβλεπομένη στο άρθ. 681 του ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως διότι με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο από τον μισθωτό, ενώ με τη σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών κλπ (ΑΠ 58/2015, ΑΠ 1022/2015, ΑΠ 2202/2014, ΑΠ 1080/2014). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 217/2017, ΑΠ 104/2016, ΑΠ 509/2016). Εάν όμως η σύμβαση φέρει τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και καταγγελθεί από τον εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, χωρίς η καταγγελία να λάβει χώρα εγγράφως και χωρίς να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, η καταγγελία είναι άκυρη κατά τα άρθρα 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, με συνέπεια να μην επιφέρει τη λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των μερών συμβατικής σχέσης ως σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ως σύμβασης έργου, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τα άρθρα 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και, εφόσον στη συνέχεια ήθελαν προκύψει και από την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση. Η δυνατότητα δε του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης εργασίας ορισμένης ή αόριστης διάρκειας ή σύμβασης έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ και γενικότερα των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 18/2006). Με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994 ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 περ. ε του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, διαφέρουσες αυτών ως προς τη διάρκεια του χρόνου των συμβάσεων εργασίας (πέντε μήνες για την κάλυψη εποχιακών ή περιοδικών αναγκών, ένα έτος για τη κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, δυνάμενες να ανανεωθούν για τρεις μήνες και ένα έτος αντίστοιχα) περιείχαν και οι διατάξεις των άρθρων 65 (σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 64) και 72 παρ. 1 και 73 του Π.Δ/τος 410/1988, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ.3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά την κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ.1 του Ν. 2527/1997 (ΦΕΚ Α 206), με τον οποίο τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του Ν. 2190/1994, ορίσθηκε ότι για τη σύναψη σύμβαση μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 κ.ε. του Αστικού Κώδικα ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται η προηγουμένη έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των προσώπων που θα απασχοληθούν, το συγκεκριμένο έργο που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή μερική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος εκτέλεσης του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεσθεί από τους υπαλλήλους του, ότι με τη σύμβαση μίσθωσης έργου καθορίζονται οι τυχόν αναγκαίοι όροι και λεπτομέρειες σχετικώς με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αναδόχου και ότι σύμβαση μίσθωσης έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ’ ολοκληρίαν άκυρη, ενώ με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου (αναριθμηθείσα σε παρ. 9 με το Ν. 3812/2009) ορίσθηκε ότι για συμβάσεις μίσθωσης έργου από τους ΟΤΑ πρώτου και δευτέρου βαθμού και τα νομικά πρόσωπα, την απόφαση της παρ. 1 εκδίδει ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Περιφέρειας ή το υπ’ αυτού εξουσιοδοτημένο όργανο. Με τις παρ. 2, 3 και 4 του ιδίου άρθρου 6 του Ν. 2527/1997, όπως αυτές ίσχυαν ως εκ του κρίσιμου χρόνου στις 10.10.2007, 14.10.2008 και 30.9.2009 (χρονολογίες κατάρτισης των διαδοχικών συμβάσεων έργου μεταξύ των διαδίκων), πριν την αντικατάσταση της πρώτης από τις πιο πάνω παραγράφους και την αναρίθμηση όλων με το άρθρο 10 του Ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α 234/28.12.2009) ορίσθηκε ότι για την έκδοση της κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφασης, καθώς και για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται κατά τις ισχύουσες διατάξεις, για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή του νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του δημοσίου τομέα ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία (παρ. 2, αναριθμηθείσα σε παρ. 5 με το Ν. 3812/2009, και παράλληλη τροποποίησή της με την ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στο ΑΣΕΠ), ότι ανανέωση ή παράταση της σύμβασης έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη, ότι παράταση του χρόνου παράδοσης του έργου επιτρέπεται χωρίς οποιαδήποτε αύξηση της αμοιβής του αναδόχου, ότι απασχόληση του αναδόχου σε έργα ή εργασίες άσχετες με εκείνες που περιγράφονται στη σύμβαση απαγορεύονται και συνεπάγονται τον καταλογισμό ολικώς ή μερικώς της αμοιβής του αναδόχου σε βάρος του υπευθύνου υπηρεσιακού οργάνου και ότι ρήτρα καταβολής της εργολαβικής αμοιβής τμηματικώς κατά μήνα ή άλλο χρονικό όριο χωρίς συνάρτηση με την πρόοδο του έργου είναι αυτοδικαίως άκυρη (παρ. 3, αναριθμηθείσα σε παρ. 6 με το Ν. 3812/2009) και ότι προϊστάμενοι υπηρεσιών ή άλλα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων παραπέμπονται υποχρεωτικώς στην αρμόδια πειθαρχική διαδικασία κατά τις οικείες διατάξεις και διώκονται αυτεπαγγέλτως ή κατ’ έγκληση οποιουδήποτε πολίτη για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα (παρ. 4, αναριθμηθείσα σε παρ. 7 με το Ν. 3812/2009). Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και του Ν. 2527/1997 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες για πρώτη φορά με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (Ν.2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19, 20/2007). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10 Ιουλίου 2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C – 212/2004). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ειδικότερα με το Π.Δ/μα 164/2004 “Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα” (ΦΕΚ Α 134) που άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 θεσπίσθηκαν νομοθετικά μέτρα που λήφθηκαν για το απασχολούμενο προσωπικό στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του Ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, καθώς και για το προσωπικό δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας (άρθ. 2 παρ.1 και 3 στοιχ. γ αυτού), με σκοπό την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των ρυθμίσεων της ως άνω με αριθμό 1999/70 Οδηγίας. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ.1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΕ της 23.4.2009 υποθέσεις C – 378 έως C – 380). Ειδικότερα με το άρθρο 5 παρ.1 του ως άνω Π.Δ/τος ορίσθηκε ότι απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ιδίου εργοδότη και του ιδίου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, ενώ με το άρθρο 5 παρ.2 του ιδίου Δ/τος ορίσθηκε ότι η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. Με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επομένου άρθρου (που δεν αφορά την ένδικη υπόθεση). Με το άρθρο 6 παρ. 1 του ιδίου Π.Δ/τος ορίσθηκε επίσης ότι συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ιδίου εργοδότη και του ιδίου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή του προηγουμένου άρθρου, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. Τέλος, με το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος, ορίσθηκε ότι οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη (παρ. 1) και ότι σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά και ότι δεν αναζητούνται τυχόν καταβληθέντα, ο δε εργαζόμενος έχει δικαίωμα για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση τα ποσά τα οποία δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, εάν δε οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου προβλέφθηκαν ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος του παραβαίνοντος τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω διατάγματος, ενώ με το τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παρ. 2 ορίσθηκε ότι τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. Ενόψει όμως του γεγονότος, ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου που συνάπτονταν με το Δημόσιο, κατά παράβαση του Ν. 2190/1994, του Π.Δ/τος 410/1988 και του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997, δεν μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, υπό το κράτος της ισχύος του άρθ. 103 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18-4-2001), οπότε προστέθηκαν οι περί τούτου παράγραφοι 7 και 8, έχοντας υποχρεωτικά, κατά τις ως άνω συνταγματικές και άλλες διατάξεις, καταρτισθεί ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 19/2007), και του γεγονότος ότι το ως άνω Π.Δ/μα 164/2004 άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004, ήτοι μετά το πέρας της περιόδου προσαρμογής της εσωτερικής νομοθεσίας προς τις ρυθμίσεις της άνω Οδηγίας 1999/70 (10 Ιουλίου 2002), περιελήφθησαν σε αυτό, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την επιβαλλομένη προσαρμογή στην παραπάνω Οδηγία και για τον ενδιάμεσο χρόνο και προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή του ήδη απασχολουμένου με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω Π. Δ/τος, η οποία ως εκ του μεταβατικού της χαρακτήρα τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και φορέων του δημοσίου τομέα κρίθηκε συνταγματικά ανεκτή (ΟλΑΠ 16/2017), ορίσθηκε στην παρ.1 ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α’ να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Με τις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι για τη διαπίστωση της συνδρομής των, κατά την προηγουμένη παράγραφο, προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που προσομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (παρ. 2) και ότι οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σ’ αυτό των σχετικών κρίσεων (παρ. 3). Με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου συμπεριλήφθηκαν στη ρύθμιση της παρ.1 και οι συμβάσεις οι οποίες είχαν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές. Τέλος, με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι κατ’ εξαίρεση και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες για άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δέκα οκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιαμέσων χρονικών μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσυνδέει τη διάρκεια του χρόνου διακοπής μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου για την αναγνώριση της σχέσης αυτής ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου 11 μόνο για την κατηγορία απασχολουμένων μισθωτών με αναπηρία άνω του 50%, συνάγεται εξ αντιδιαστολής, σε συνδυασμό με τη ρύθμιση της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, που ρητώς παραπέμπει στη ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 1 του Π.Δ/τος, ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της ως άνω μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 επί διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου απασχολουμένου σε δημόσιο φορέα μισθωτού, όταν τα μεταξύ αυτών διαστήματα διακοπής υπερβαίνουν το διάστημα των τριών μηνών (ΑΠ 788/2017, ΑΠ 280/2015, ΑΠ 244/2015, ΑΠ 696/2013), είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι συντρέχουν οι λοιπές προβλεπόμενες για την εφαρμογή της στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις. Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη, εξάλλου, ότι μεσολαβεί για την αναγνώριση της σχέσης εργασίας ως αόριστου χρόνου διοικητική διαδικασία, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του υπαγορευόμενου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού τους έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν στη σχετική σύμβαση ή σχέση τον χαρακτήρα σύμβασης ή σχέσης εργασίας αόριστου χρόνου (σχετ. ΟλΑΠ 16/2017). Ανεξάρτητα, όμως, από την Οδηγία αυτή και των προς εφαρμογή αυτής ρυθμίσεων του πιο πάνω με αριθ. 164/2004 Π.Δ/τος, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920. Με τη διάταξη αυτή, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, ορίζεται ότι “είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον… Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Στην περίπτωση αυτή, ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 907/2017, ΑΠ 509/2016, ΑΠ 1664/2007). Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου [ή συμβάσεων μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου που υποκρύπτουν εξαρτημένη εργασία], ανεξάρτητα αν αυτές έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ενώ κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης με αριθμό 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 13/2017, ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εκ των οποίων η πρώτη καταρτίσθηκε με το Δημόσιο κ.λ.π. πριν από την έναρξη ισχύος α) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (10.7.2002), β) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18 Απριλίου 2001 (ΦΕΚ Α` 85/2001) και απαγορεύουν κατά τα προλεχθέντα την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και γ) των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ/τος 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (ή που ήσαν ενεργείς μέχρι τρεις μήνες πριν την έναρξη ισχύος του), και οι οποίες (συμβάσεις) συνεχίσθηκαν δε και είναι ενεργείς κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος των διατάξεων αυτών και εφεξής, καλύπτουν δε κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα απασχόλησης. Και τούτο διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας (αυτές δηλαδή που είχαν καταρτισθεί πριν τα προαναφερόμενα χρονικά σημεία) είχαν προσλάβει ήδη από τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλαδή και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο (χαρακτήρα) διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 13/2017). Επομένως είναι νομικά αδιάφορο το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν παραλλήλως και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, λόγω έλλειψης κάποιας από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η σχετική ρύθμιση, ή ότι η παροχή της εργασίας από τον μισθωτό δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συνεχίσθηκε να παρέχεται στον φορέα, από κάποιο χρονικό σημείο και εφεξής, με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου κατά παράβαση του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997. Αντιθέτως, εάν η πρώτη από τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καταρτίσθηκε μετά τις 18 Απριλίου 2001, οπότε τέθηκαν σε ισχύ οι πιο πάνω Συνταγματικές διατάξεις και παράλληλα δεν συντρέχει κάποια ή κάποιες από τις πιο πάνω προϋποθέσεις της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920, δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ’ επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 598/2019 “Νόμος”).
ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση την ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, τα οποία προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, της υπ΄αριθ. ……/2020 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νίκαιας που με επίκληση προσκομίζει η εκκαλούσα, παραδεκτώς, το πρώτον στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (αρθ. 529 παρ. 1α΄ΚΠολΔ), και της οποίας προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσίβλητου (βλ. …/2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……………), καθώς και όλων των νομίμως, μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα είναι γυμνάστρια -καθηγήτρια φυσικής αγωγής και παρέχει, από την 1.11. 1994, τις υπηρεσίες της στον ……… του Δήμου ….., που είναι φορέας υπαγόμενος στον διοικητικό και οικονομικό έλεγχο και εποπτεία του εναγομένου, με διαδοχικές συμβάσεις άλλοτε έργου και άλλοτε εργασίας ορισμένου χρόνου, εργαζόμενη ως γυμνάστρια σε αθλητικά προγράμματα του εναγομένου, παρεχόμενα μέσω του ανωτέρω Οργανισμού σε σχολεία και δημοτικά αθλητικά κέντρα, με αντικείμενο κυρίως τη χειροσφαίριση και το βόλεϊ. Ειδικότερα, κατά τα έτη 1994-95, 1995-96, 1996-97 και 1997-98, παρείχε αδιαλείπτως στον εναγόμενο τις εν λόγω υπηρεσίες έχοντας εργασθεί 245, 272, 230 και 240, αντιστοίχως, ενώ στις 18.11.1999 συνήψε εγγράφως σύμβαση έργου με λήξη την 31.12.1999 και αντικείμενο την εκγύμναση ομάδων της Ακαδημίας Βόλεϊ. Η σύναψη παρόμοιων συμβάσεων συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι και το έτος 2003 και ειδικότερα συνήψε την από 2.1.2000 σύμβαση μίσθωσης έργου με αντικείμενο την εκμάθηση αθλημάτων των Ακαδημιών του Αθλητικού Οργανισμού Δήμου ……, έργο το οποίο συνέχισε να παρέχει και μετά τη λήξη, στις 29.6.2000, της ανωτέρω συμβάσεως, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2001, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. πρωτ. …../2003 βεβαίωση του ανωτέρω οργανισμού, σύμφωνα με την οποία, η εκκαλούσα κατά τη χρονική περίοδο 2000-2001 εργάσθηκε στην Ακαδημία Βόλεϊ του ανωτέρω οργανισμού επί 300 ώρες. Το έτος 2002 συνήψε την από 12.9.2002 σύμβαση μίσθωσης έργου με λήξη την 11.9.2003 και αντικείμενο το προαναφερόμενο έργο. Ακολούθως εντάχθηκε ως πτυχιούχος φυσικής αγωγής στα προγράμματα “Άθληση για Όλους” της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού εξακολουθώντας να παρέχει τις υπηρεσίες της μέσω των ανωτέρω προγραμμάτων στον εναγόμενο Δήμο, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου από 24.11.2003 έως 24.7.2004, από 21.2.2005 έως 21.7.2005, από 21.8.2005 έως 21.11.2005, από 2.5.2006 έως 30.6.2006, από 4.9.2006 έως 28.2.2007, από 27.11.2007 έως 28.7.2008 και από 18.11.2008 έως 17.7.2009. Τα επόμενα έτη συνέχισε να παρέχει τις προαναφερόμενες υπηρεσίες στον εναγόμενο Δήμο (βλ. την υπ’ αριθ.πρωτ. …../2016 βεβαίωση εργασίας που χορήγησε η δημοτική κοινωφελής επιχείρηση …………). Η τελευταία χρονικά σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνήψε με τον εναγόμενο δήμο φέρει ημερομηνία 14.10.2019 και λήγει την 13.6.2020. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου Δήμου εργαζόμενη από το έτος 1994 έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής , σε διάφορους φορείς που αυτός επόπτευε διοικητικά και οικονομικά, με επιμέρους διαδοχικές συμβάσεις που άλλοτε χαρακτηρίστηκαν έργου και άλλοτε εργασίας ορισμένου χρόνου , παρέχοντας κάθε φορά το ίδιο αντικείμενο υπηρεσιών, δηλαδή μαθήματα γυμναστικής και ιδίως βόλεϊ και χειροσφαίρισης. Σημειώνεται ότι η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 5 του Π.Δ/τος 164/2004 που περιορίζει το διάστημα διακοπής σε τρεις το πολύ μήνες, προκειμένου να χαρακτηρισθούν οι συμβάσεις εργασίας διαδοχικές, δεν αφορά την προκειμένη περίπτωση, όπου η αρχική σύμβαση (1994) και οι επόμενες αυτής τρείς διαδοχικές συμβάσεις μέχρι τις 19.7.2004 είχαν καταρτισθεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω Διατάγματος και έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε τα αντίθετα. Εξ άλλου είναι νομικά αδιάφορο το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν παραλλήλως και οι προϋποθέσεις της εφαρμογής της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 για το χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας των διαδίκων ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και ειδικότερα η προϋπόθεση διαστημάτων διακοπής μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων μικροτέρων του τριμήνου, με συνέπεια η αγωγή να μην ευρίσκει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, εφόσον η αγωγή επαρκώς ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 656 εδ. α΄, 671 ΑΚ, 947 ΚΠολΔ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Συνεπώς, η ενδικη σύμβαση εργασίας είχε προσλάβει ήδη πριν την 18.4.2001 (ισχύς αναθεωρημένου Συντάγματος), και δη από τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση (1.11.1994) και το αντικείμενο της, τον χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, διότι οι επιμέρους συμβάσεις έγιναν µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920, αποτελούν εξ αρχής µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λήγει αυτοδικαίως κατά την ηµεροµηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και µετά την εν λόγω ηµεροµηνία. Οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας της εκκαλούσας, ο χρόνος των οποίων καλύπτει όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001 (ισχύς αναθεωρημένου Συντάγματος), και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου δήμου, ο δε καθορισμός τους ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της εκκαλούσας, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου δήμου, να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας της και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εκκαλουμένη έσφαλε κατά την ερμηνεία κι εφαρμογή των ανωτέρω νομικών διατάξεων και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατ΄ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση κι η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη. Να αναγνωρισθεί δε ότι η σχέση εργασίας που συνδέει τους διαδίκους φέρει τον χαρακτήρα της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας με την απειλή χρηματικής ποινής 80 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής του να συμμορφωθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (183, 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται την έφεση τυπικώς και κατ΄ουσίαν.
-Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3823/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-Κρατεί και δικάζει την από 10.12.2018 αγωγή (ΓΑΚ /ΕΑΚ ………../18.12.2018).
-Δέχεται αυτή.
-Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 1.11.1994, με την ειδικότητα της καθηγήτριας φυσικής αγωγής.
-Υποχρεώνει τον εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας, ως καθηγήτριας φυσικής αγωγής, συνδεόμενης μαζί του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές της.
-Απειλεί χρηματική ποινή ογδόντα (80) ευρώ υπέρ της ενάγουσας και σε βάρος του εναγομένου για κάθε ημέρα που ο τελευταίος θα αρνείται να συμμορφωθεί με το διατακτικό της παρούσας απόφασης.
-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 18.12.2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ