Αριθμός 760/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 29.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./2019 έφεση, κατά της με αριθμό 916/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614επ. του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τους εναγόμενους, που ηττήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 27.9.2019 σύμφωνα με τη βεβαίωση επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή ………., δεδομένου ότι το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στις 29.10.2019 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ). Συνεπώς η υπό κρίση έφεση, αρμοδίως φερόμενη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών και ειδικότερα των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 524 παρ. 1 και 2, 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί κατά την άσκησή της από τους εκκαλούντες, το απαιτούμενο παράβολο, ποσού 100 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α` του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016, με ισχύ από 23-01-2017) (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό ………/2019).
Με την από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης ……../20.7.2018 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι µε την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι η (µη διάδικος) µητέρα του είχε εκµισθώσει δυνάµει του µνηµονευόµενου από 5-3-2008 ιδιωτικού συµφωνητικού επαγγελµατικής µίσθωσης στην (µη διάδικο) εταιρία «………….», για χρονικό διάστηµα δώδεκα ετών (από 20-9-2008 και εφεξής), το περιγραφόµενο µίσθιο ακίνητο (κατάστηµα), που ευρίσκεται στη …… Κυκλάδων, αντί µηνιαίου µισθώµατος ποσού 2.000 ευρώ, πλέον χαρτοσήµου εκ 3,6% (ήτοι 2.072 ευρώ), καταβαλλόµενου εντός του πρώτου πενθηµέρου εκάστου µισθωτικού µηνός και αναπροσαρµοζόµενου ετησίως κατά τα ειδικότερα εκτιθέµενα, µε τη ρητή συµφωνία ότι για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σύµβαση µίσθωσης αρµόδια θα είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά. Ότι το 2004, µε την αναφερόµενη συµβολαιογραφική πράξη γονικής παροχής, το µίσθιο ακίνητο είχε µεταβιβασθεί σε αυτόν (εφεσίβλητο) από την αρχική ως άνω εκµισθώτρια µητέρα του, αιτία γονικής παροχής κατά ψιλή κυριότητα, µε παρακράτηση εφ’ όρου ζωής της του δικαιώµατος επικαρπίας, µετά δε τον επισυµβάντα εν έτει 2011 θάνατό της, ο ενάγων (µοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόµος της), υπεισήλθε αυτοδικαίως ως εκµισθωτής στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις της ανωτέρω µισθώσεως. Ότι δυνάµει των µνηµονευόµενων από 28-2-2013 και 20-12-2013 ιδιωτικών συµφωνητικών τροποποίησης µισθώσεως, που καταρτίσθηκαν µε εκµισθωτή τον ήδη εφεσίβλητο, συµφωνήθηκε αφενός ότι το µηνιαίο µίσθωµα θα παραµείνει σταθερό στο ποσό των 2.000 ευρώ (πλέον χαρτοσήµου), αφετέρου ότι στη θέση της ανωτέρω αρχικής µισθώτριας εταιρίας υπεισέρχεται ως ειδική διάδοχος ένεκα µεταβιβάσεως της µισθωτικής σχέσεως η πρώτη εκκαλούσα εταιρία-µισθώτρια, υπέρ της οποίας ο δεύτερος και η τρίτη των εκκαλούντων εγγυήθηκαν εγγράφως για την εκπλήρωση όλων των απορρεουσών εκ της µίσθωσης υποχρεώσεών της, ευθυνόµενοι εις ολόκληρον µε αυτήν ως πρωτοφειλέτες και παραιτούµενοι από την ένσταση διζήσεως. Ότι οι εναγόµενοι, µολονότι ποιούσαν ακώλυτη χρήση του ως άνω µισθίου έως την 9-3-2018 (οπότε αποβλήθηκαν από αυτό), µετά δε και τις γενόµενες από αυτούς καταβολές µισθωµάτων προς τον εφεσίβλητο (όπως αναλυτικά παρατίθενται στην αγωγή), εξακολουθούν να του οφείλουν για καθυστερούµενα µισθώµατα το συνολικό ποσό των 9.392 ευρώ, ως προς το οποίο κατέστησαν υπερήµεροι. Με βάση τα ανωτέρω αιτήθηκε ο εφεσίβλητος να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του καταβάλουν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 9.392 ευρώ για καθυστερούµενα µισθώµατα, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της δήλης ηµέρας καταβολής, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 7, 8,9,10,12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 1β, και 42 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την διαδικασία των άρθρων 614επ. του ΚΠολΔ (περιουσιακές, μισθωτικές διαφορές), την έκρινε ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε στο σύνολο της κατ’ουσίαν υποχρεώνοντας με προσωρινά εκτελεστή απόφαση τους εναγόμενους ήδη εκκαλούντες να καταβάλουν τον εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των 9.392 ευρώ εντόκως από τη δήλη μέρα και μέχρι την εξόφληση. Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής αποφάσεως παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ` ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή.
Με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (βλ. ΑΠ 523/2016, ΑΠ 1611/2008, ΑΠ 187/2006, ΕΠ 90/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί από το μισθωτή την καταβολή του μισθώματος (άρθρα 574 και 595 ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της: α) η ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως μισθώσεως πράγματος, ο χρόνος συνάψεως αυτής και η διάρκειά της, β) η ιδιότητα του ενάγοντος ως εκμισθωτή και του εναγομένου ως μισθωτή, γ) η περιγραφή του μισθίου και ο τόπος στον οποίο βρίσκεται, δ) το ύψος του καταβαλλομένου μισθώματος και ο χρόνος καταβολής του, ε) η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου, στ) η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος και ζ) αίτημα καταβολής συγκεκριμένου ποσού οφειλομένων μισθωμάτων (βλ. ΕΠ 108/2016, ΕΑ 445/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σχετ. Ζέππο, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο σελ. 175-178, Ραψομανίκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρθρ. 574 αρ. 1, 6-21 και αρθρ. 595-596 αρ. 1). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 612 παρ. 1, 1710 και 1846 του ΑΚ προκύπτει ότι η μισθωτική σχέση είναι κληρονομητή και κατά συνέπεια σε περίπτωση θανάτου του εκμισθωτή ή του μισθωτή, υπεισέρχονται στη μισθωτική σχέση και δη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως, οι κληρονόμοι τους (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου), μόλις γίνει η επαγωγή, η οποία (επαγωγή), κατά το άρθρο 1710 ΑΚ επέρχεται από το θάνατο του κληρονομουμένου και εφόσον οι κληρονόμοι αυτοί αποδεχθούν την κληρονομιά (άρθρα 1846, 1847, 1850, 1857, 1940 του ΑΚ), (βλ. ΑΠ 607/2011, ΑΠ 1254/2001, ΕΔ 23/2016, ΕΑ 2923/2009, ΕΠ 260/2001, ΕΑ 9855/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να χρειάζεται και η προηγούμενη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής, αφού πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσης και όχι κυριότητας (ΑΚ 1846 σε συνδ. 1192, 1198, βλ. ΑΠ 1254/2001, ΕΔ 23/2016, ΕΑ 2923/2009, ΕΠ 260/2001, ΕΑ 9855/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, X. Παπαδάκης Αγωγές Απόδοσης Μισθίου Γ’ έκδοση 2006 αριθμ. 1419- 1422) και χωρίς να απαιτείται η υπογραφή σχετικού μισθωτηρίου συμφωνητικού ώστε να νομιμοποιούνται αυτοί (κληρονόμοι) ενεργητικά ή παθητικά αντίστοιχα (βλ. και ΕΠ 345/ 2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των εμπορικών μισθώσεων, στις οποίες ομοίως ο θάνατος του μισθωτού δεν λύει τη μίσθωση, αλλά αυτή συνεχίζεται με τους κληρονόμους του, αδιαφόρως εάν αυτοί είναι εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου, είναι δε τούτο εύλογο διότι προκειμένου περί επαγγελματικής στέγης όπου είναι φυσικό να ασκείται επιχείρηση, της οποίας ουσιώδες στοιχείο είναι η στέγη, δεν μπορεί μετά λόγου να υποστηριχθεί ότι η προστασία των κληρονόμων κείται εκτός της προνοίας του νομοθέτη (βλ. ΑΠ 89/2007, ΑΠ 257/1986, ΕΘ 1516/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προκειμένου για αγωγή με αίτημα την καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων, πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται για το ορισμένο αυτής, όπως προαναφέρθηκε, και η ιδιότητα του ενάγοντος ως εκμισθωτή και του εναγομένου ως μισθωτή, δηλαδή η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων αντίστοιχα (βλ. και ΑΠ 401/2018, ΑΠ 311/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για αοριστία της αγωγής που κρίθηκε ορισμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόσον δεν προσδιορίζονταν τα απαιτούμενα για τη νομιμοποίηση του εφεσιβλήτου στοιχείο διότι δεν αναφερόταν ότι το συμβόλαιο γονικής παροχής του 2004 με το οποίο απέκτησε την ψιλή κυριότητα του μισθίου ο εφεσίβλητος-ενάγων, μεταγράφηκε καθώς και τον αριθμό μεταγραφής ενώ προσδιόριζε αορίστως τον τρόπο υπεισέλευσης του στην επίδικη μίσθωση μετά το θάνατο της μητρός του με την ιδιότητα του κληρονόμου. Όμως όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη η μισθωτική σχέση είναι κληρονομητή και κατά συνέπεια όταν απεβίωσε η μητέρα του εφεσιβλήτου εκμισθώτριας ο τελευταίος υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος με μόνη την αποδοχή της μόλις γίνει η επαγωγή, η οποία (επαγωγή), κατά το άρθρο 1710 ΑΚ επέρχεται από το θάνατο του κληρονομουμένου χωρίς να χρειάζεται και η προηγούμενη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής, αφού πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσης και όχι κυριότητας. Επομένως αλυσιτελώς οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε αφενός να γίνεται επίκληση μεταγραφής της γονικής παροχής αφενός με τον πρώτο λόγο έφεσης και αφετέρου μεταγραφή αποδοχής κληρονομίας με το δεύτερο λόγο έφεσης αφού πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσης και όχι κυριότητας με την άπρακτη παρέλευση του τετραμήνου της αποποίησης της κληρονομίας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ορισμένη την αγωγή ως προς το θέμα νομιμοποίησης του εφεσίβλητου ορθά τις νομικές διατάξεις ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Να σημειωθεί ότι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι είναι ο έβδομος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό τους ότι η δικαιοπάροχος του εφεσιβλήτου δεν είχε ούτε η ίδια αποκτήσει την κυριότητα του μισθίου διότι ουδέποτε μεταγράφηκε το διανεμητήριο συμβόλαιο που αποτελούσε τον τίτλο της, και ο δέκατος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αποκτήσει ούτε την ψιλή κυριότητα, διότι ουδεμία επίκληση μεταγραφής του συμβολαίου περί γονικής παροχής γινόταν στο δικόγραφο της αγωγής. Τούτο δε διότι το μίσθιο δεν απαιτείται να ανήκει κατά κυριότητα στον εκμισθωτή, εάν δε το μίσθιο δεν ανήκει κατά κυριότητα στον εκμισθωτή ή αν τρίτοι έχουν στο μίσθιο δικαιώματα εμπράγματα ή ενοχικά, που παρεμποδίζουν την παραχώρηση της χρήσης του στο μισθωτή ή παρέχουν δικαιώματα αφαίρεσης αυτής της χρήσης, η μίσθωση – ως ενοχική και υποσχετική σύμβαση – παραμένει έγκυρη, αλλά δημιουργείται ενδεχομένως ευθύνη του εκμισθωτή είτε λόγω αδυναμίας παροχής είτε λόγω νομικού ελαττώματος (βλ. σχ. Π. Κ. Κορνηλάκη «Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», 2000, σελ. 189 – 190) και επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδιάφορο νομικά το αν μεταγράφηκε είτε το προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο, είτε το συμβόλαιο περί γονικής παροχής.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 ΠΔ 34/1995) συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση. Επίσης έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν. Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αυθαίρετη κατασκευή στο μίσθιο που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία χρήσης του μισθίου όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής. Αν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία είναι πλήρης και περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ α ΑΚ ο μισθωτής έχει κατ’ επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Τα προαναφερόμενα δικαιώματα του μισθωτή για μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος ή για αποζημίωση μπορούν να ασκηθούν όχι μόνο με αγωγή, αλλά και με ανταγωγή ή κατ’ ένσταση, ακόμη και εξώδικα με μονομερή, άτυπη, απευθυντέα (στον εκμισθωτή) και αμετάκλητη δήλωση, που αναλώνει το δικαίωμα επιλογής του (βλ. ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 47, 84, ΑΠ 1269/2004 ΧρΙΔ 2005, 213, ΑΠ 1270/2004 ΕλλΔνη 48,832, ΑΠ 922/2004 ΕλλΔνη 46,1702, ΑΠ 1600/2002 ΕλλΔνη 44,766, ΜΕφΔωδ 54/2013 δημ. νόμος, Απ. Γεωργιάδη Ενοχ. Δικ. Ειδ. μέρος, έκδ. 2004, τόμος Ι, σελ 345 αρ. 10 και σελ 352 αρ. 35, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο στην ΕρμΑΚ άρθρα 577-578 αρ 15). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον 1ον το συμβόλαιο γονικής παροχής του 2004 με το οποίο μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο η ψιλή κυριότητα του μισθίου ήταν άκυρο διότι αφορούσε αυθαίρετο κτίσμα αφού τόσο η οικοδομή, όσο και η πέργκολα του μισθίου χτίστηκαν χωρίς οικοδομική άδεια και ότι για τον ίδιο λόγο 2ον ήταν άκυρη και η επίδικη μίσθωση. Αμφότεροι οι λόγοι εφέσεως ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης καθόσον είναι συγκεκριμένα τα δικαιώματα του μισθωτή στην περίπτωση ελαττώματος λόγω αυθαίρετης κατασκευής όπως προαναφέρθηκε πέραν του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες δεν ισχυρίστηκαν ότι στερήθηκαν τη χρήση του μισθίου λόγω της αυθαίρετης κατασκευής. Ακολούθως των ανωτέρω κρίνονται απορριπτέοι οι τρίτος τέταρτος και ο συναφείς όγδοος και ένατος λόγος εφέσεως. Να σημειωθεί ότι στο δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως ζητείται να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφου για να αποδειχθούν οι αμέσως προαναφερόμενοι λόγοι εφέσεως και ειδικότερα να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να καταθέσει στη γραμματεία του Εφετείου επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό …../11.5.2004 οικοδομικής άδειας του πολεοδομικού γραφείου …… Το εν λόγω αίτημα, υποβλήθηκε νόμιμα, καθόσον το αίτημα για επίδειξη εγγράφων μπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και μάλιστα το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΕφΛαρ 29/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.445, ΕφΔωδ 12/2011) όμως κρίνεται απορριπτέο διότι αφορά λόγους εφέσεως που έχουν ήδη απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι.
Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση μισθώσεως είχε λυθεί με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της με αριθμό …../2017 Διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων. Επί του λόγου αυτού εφέσεως πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Από τις διατάξεις των άρθρων 599 επομ. Α.Κ και αυτή του άρθρου 662Δ του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που έχει διαταχθεί η απόδοση του μισθίου με διαταγή απόδοσης του Δικαστή, η λύση της μίσθωσης επέρχεται από και με την εκτέλεση της διαταγής απόδοσης και όχι με την έκδοση αυτής, δεδομένου ότι έτσι πραγματοποιείται το περιεχόμενο της σχετικής αξίωσης που έχει ως αντικείμενο την απόδοση της χρήσης -κατοχής, μετά την οποία η σύμβαση είναι πλέον κενή περιεχομένου. Συνεπώς μέχρι την απόδοση του μισθίου υφίσταται η υποχρέωση του μεν εκμισθωτή να διατηρεί το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση, του δε μισθωτή να καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα (βλ. Χ. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης μισθίου, εκδ. 1990 παρ. 1103 και 1106). Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση από την επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε ότι : με το από 5-3-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματική; μισθώσεως, η δικαιοπάροχος του εφεσιβλήτου, τότε επικαρπώτρια αφού ήδη είχε μεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα στον εφεσίβλητο, είχε εκμισθώσει στη (μη διάδικο) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………», το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο (διώροφη οικοδομή με υπόγειο ισόγειο και πρώτο όροφο) που ευρίσκεται στον …. της ….., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τη μισθώτρια αποκλειστικά ως καφετέρια, αναψυκτήριο, εστιατόριο ή internet cafe για δώδεκα έτη δηλαδή από 20-9-2008 μέχρι την 19-9-2020, αντί μηνιαίου μισθώματος για το πρώτο μισθωτικό έτος ποσού 2.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6%). Μετά το θάνατο της εκμισθώτριας την 6-9-2011 ο εφεσίβλητος υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανωτέρω σύμβασης μισθώσεως και μάλιστα με το από 28-2-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μισθώσεως, που κατάρτισε με την αρχική προαναφερόμενη μισθώτρια συμφωνήθηκε ότι το μηνιαίο μίσθωμα θα παραμείνει σταθερό στο ποσό των 2.000 ευρώ (πλέον χαρτοσήμου) για το χρονικό διάστημα από 19-4-2012 έως 19-9-2016. Στη συνέχεια με νέα τροποποίηση στις 20-12-2013, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, μεταβιβάσθηκε η μισθωτική σχέση με το συνδυασμό σύμβασης εκχώρησης και αναδοχής χρέους και στη θέση της ανωτέρω αρχικής μισθώτριας εταιρίας υπεισήλθε ως ειδική διάδοχος-μισθώτρια η πρώτη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν εγγράφως για την εκπλήρωση όλων των απορρεουσών εκ της μίσθωσης υποχρεώσεών της, οι δεύτερος και τρίτη των εκκαλούντων ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με αυτήν (μισθώτρια) ως πρωτοφειλέτες και παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως. Λόγω δυστροπίας τους, καθώς δεν κατέβαλαν τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2016 και Ιανουαρίου-Μαρτίου 2017 ποσού 18.648 ευρώ, εξεδόθη, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του εφεσιβλήτου η με αριθμό …../2017 διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κοινοποιήθηκε μεν την 19.4.2017, αλλά εκτελέστηκε την 9-3-2018, δυνάμει της με αριθμό …../9-3-2018 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αιγαίου ……………. Επομένως αβασίμως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη μίσθωση λύθηκε την 19-4-2017 με την επίδοση της προαναφερόμενης διαταγής απόδοσης μισθίου. Κατά τη νομική σχέση που προηγήθηκε η μίσθωση παρέμενε ενεργός έως την 9-3-2018, οπότε έλαβε χώρα άμεση αναγκαστική εκτέλεση, ήτοι η διά δικαστικού επιμελητή βίαια αποβολή των εναγόμενων από το μίσθιο. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν οφειλόμενα μισθώματα μέχρι το Φεβρουάριο του 2018 ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στο σχετικό πέμπτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με τον έκτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν ζήτησε την προσκομιδή του πιστοποιητικού του άρθρου 106 §§ 1, 2 ΝΔ 118/1973, το οποίο δεν προσκόμισε η ενάγουσα/εφεσίβλητη ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Με το άρθρο 106 Ν. 118/1973 περί κώδικος φορολογίας κληρονομιών κ.λπ. ορίζεται ότι, κατόπιν σχετικής ενστάσεως υποβαλλόμενης σε κάθε στάση της δίκης ή και αυτεπαγγέλτως αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης επί της αγωγής κάθε ένδικου μέσου αν για το αντικείμενο αυτής υπάρχει υποχρέωσης καταβολής φόρου κληρονομιάς κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του οικονομικού εφόρου περί υποβολής της σχετικής κατά νόμο δηλώσεως φόρου κληρονομιάς ή περί εκδόσεως από τη φορολογική Αρχή πράξεως επιβολής φόρου. Η τελευταία όμως αυτή διάταξη, με την οποία καθιερώνεται αναστολή επισπευδομένης συζητήσεως μέχρι της εγχειρίσεως της σχετικής ως άνω δηλώσεως ή της εκδόσεως πράξεως περί οφειλής ή μη φόρου, εμπεριέχεται σε νόμο που επιδιώκει μόνον φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο αντικείμενο της διαφοράς και την έκβαση της δίκης και συνεπώς ούτε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ακολούθως δεν καθιερώνει απαράδεκτο της συζητήσεως, που να δημιουργεί λόγο εφέσεώς ή και αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 1331/1985, ΑΠ 619/2012, ΑΠ 1782/2007 δημ. νόμος). Πλέον τούτων, έχει κριθεί ότι το πιο πάνω πιστοποιητικό δεν απαιτείται, κατ’ άρθρο 7 εδ. β` του ΝΔ 118/1973, όταν το αντικείμενο της κληρονομιάς είναι οι επίδικες χρηματικές απαιτήσεις (ΑΠ 1393/2011), όπως αντίθετα απαιτείται επί εμπραγμάτων σχέσεων (ΕφΑθ 4920/2004, ΕφΑθ 1967/2000 δημ. νόμος). Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθ. 106 §§ 1 και 2 ΝΔ 118/1973 παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή, γιατί δεν προσκομίσθηκε πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου ότι υποβλήθηκε η κατά νόμο δήλωση φόρου κληρονομιάς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί η παραπάνω διάταξη του άρθρου 106 §§ 1 και 2 ΝΔ 118/1973 δεν καθιερώνει κατά τα προεκτεθέντα, απαράδεκτο της συζητήσεως, ενώ ο 11ος λόγος εφέσεως, πέραν του ότι αφορά την αιτιολογία της απόφασης ως προς το τέλος χαρτοσήμου και όχι διάταξη αυτής, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλομενος πέραν του ότι με την παρ. 4 του αρ. 3 του ν. 3522/2006 (ΦΕΚ Α 276/22.12.06) το τέλος χαρτοσήμου, που επιβαλλόταν στα μισθώματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά που είχαν αποκτηθεί από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 περιορίστηκε στο ενάμισι τοις εκατό (1,50%) και από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μετά καταργήθηκε.Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης, αφού σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει κατ` ακολουθίαν να απορριφθεί και η ίδια η έφεση στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 29.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/2019 έφεση, κατά της με αριθμό 916/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών επί της με αριθμό κατάθεσης ……../20.7.2018 αγωγής.
Δέχεται τυπικά την έφεση, και
Απορρίπτει αυτή κατ` ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου της εφέσεως με κωδικό ………/2019 στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ