ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 765 /2020
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4428/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 27.10.2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/29.10.2014 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, (άρθρο518 παρ.2 ΚΠολΔ) ενόψει του ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τη δικογραφία προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο και δη το με κωδικό ………. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 11.12.2018 απόδειξη πληρωμής της Alpha Bank (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την από 27.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/29.10.2014 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου αναγνωριστική της κυριότητάς της αγωγή, επί ενός ακινήτου ιδιοκτησίας της, την οποία αμφισβήτησε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών. Οτι κατά της με αριθμό 132/2006 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου εκείνου, που έκανε δεκτή την αγωγή της άσκησε έφεση ο εκκαλών, υποβάλλοντας μεταξύ άλλων και αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Οτι επί της έφεσης εκδόθηκε η με αριθμό 3755/2008 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Οτι ο διορισθείς πραγματογνώμονας αφού ορκίστηκε νομίμως, συνέταξε τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία κατέθεσε στην Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλην όμως λόγω της παραίτησης του εναγομένου από το δικόγραφο της έφεσης, δεν εκκαθαρίστηκε η δικαστική δαπάνη των αντιδίκων. Ζήτησε επομένως η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ως ηττηθείς διάδικος, στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης για την αμοιβή του πραγματογνώμονα ποσού 5.500 ευρώ, την οποία κατέβαλε η ίδια ήδη από την 2.11.2009, νομιμοτόκως από την επομένη της εξόφλησης της αμοιβής αυτής στον πραγματογνώμονα, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησσομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Η αγωγή δικάστηκε στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας, αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 54/20017 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ ύλη για την εκδίκασή της και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ώστε να δικαστεί κατά τη διαδικασία των διαφορών από αμοιβή. Με την από 16.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2017 κλήση της η ενάγουσα επανέφερε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την προσήκουσα διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε την με αριθμό 4424/2018 οριστική απόφασή του με την οποία, απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθείσες τις ενστάσεις του εναγομένου, επειδή αυτές δεν προτάθηκαν προφορικά στο ακροατήριο αλλά με τις προτάσεις του και έκανε δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καταδικάζοντάς τον επιπλέον στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και την λανθασμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της αγωγής της ενάγουσας και την καταδίκη της στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.
Ως «πράγματα», κατά την πολιτική δίκη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, που αφορούν σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς. Δεν αποτελούν όμως “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης αυτής οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο, ισχυρισμοί (ολΑΠ 3/1997, ΑΠ 131/2015, 8/2015). Ετσι, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε ισχυρισμό απαράδεκτο. Περαιτέρω από τα άρθρα 591 παρ.1β, 679 παρ1α και 115 παρ 3 ΚΠολΔ , όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος της του ν.4335/2015 προκύπτει ότι στις διαφορές που δικάζονται κατά τη διαδικασία των αμοιβών, όπως η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. Από την δεύτερη των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών) είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ολ ΑΠ 2/2005, ΑΠ 243/2015, 220/2014, 9/2014, 450/2013, 341/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 και 281 ΚΠολΔ, συνάγεται οτι, σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης απο το αναρμόδιο στο αρμόδιο Δικαστήριο, πρώτη συζήτηση κατά την οποία ο εναγόμενος οφείλει να προβάλει προφορικά στο ακροατήριο τους ισχυρισμούς του, είναι το Δικαστήριο της παραπομπής, ήτοι το αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης Δικαστήριο. Η δυνατότητα δε εισαγωγής της υπόθεσης σε αυτό με κλήση, δεν έχει την έννοια οτι συνεχίζεται η ενώπιον του αναρμόδιου Δικαστηρίου δίκη, αλλά απλώς οτι δεν απαιτείται η εκ νέου άσκηση της αγωγής, (ΕφΑθ1051/2000 και ΕφΘεσ.1022/1992 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην κρινόμενη περίπτωση ο εναγόμενος κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικών του Δικαστηρίου εκείνου, δεν πρότεινε προφορικά, έστω και συνοπτικά τις ενστάσεις του, και δη την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας (άρθρο 300ΑΚ) με αποτέλεσμα να καθίσταται απαράδεκτη η προβολή της με τις προτάσεις του. Για το παραδεκτό δε της προβολής της ένστασης αυτής, δεν αρκεί η νόμιμη πρότασή της με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγομένου, που περιλήφθηκε στα πρακτικά της με αριθμό 54/20017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς αυτή έγινε ενώπιον καθ ύλη αναρμόδιου Δικαστηρίου. Ορθώς επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως απαραδέκτως προβληθείσα. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, που εκτιμώνται οτι περιλαμβάνονται στον ίδιο λόγο έφεσης περί παραδεκτής προβολής του εν λόγω ισχυρισμού για πρώτη φορά στο Εφετείο και όχι και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εκ δικαιολογημένης αιτίας, συνισταμένης στην παράλειψη του δικαστή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, να ασκήσει το κατ’ άρθρο 236 KΠολΔ καθοδηγητικό του καθήκον, ως προς την παραδεκτή προβολή εκ μέρους του εκκαλούντος του σχετικού ισχυρισμού, είναι προεχόντως απαράδεκτες, διότι η υποχρέωση του δικαστή ν’ ασκήσει το καθοδηγητικό του διαδίκου καθήκον του, ανεξαρτήτως των δικονομικών συνεπειών της παραλείψεώς της, προϋποθέτει την προβολή του σχετικού ισχυρισμού και σκοπό έχει την κάλυψη μόνο της πραγματικής (ποσοτικής ή ποιοτικής) αοριστίας αυτού και δεν φθάνει μέχρι την πρόσκληση προβολής το πρώτον κάποιου ισχυρισμού. Σημειώνεται δε οτι όπως προκύπτει από τα πρακτικά συζήτησης της εκκαλουμένης απόφασης ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έδωσε το λόγο στους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι δήλωσαν την παράστασή τους και ευχερώς μπορούσαν να προτείνουν τις ενστάσεις τους και να προβούν σε δηλώσεις, εφόσον τα επιιθυμούσαν. Απορριπτέος επομένως τυγχάνει ο σχετικός (δεύτερος) λόγος έφεσης και ως προς το σκέλος του αυτό. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί οτι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 Κπολ.Δ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω καθώς η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε μετά την 1.1.2016 και την κατάργηση με τον ίδιο νόμο της δυνατότητας των διαδίκων στις υποθέσεις που δικάζονται με την διαδικασία των εργατικών διαφορών και των διαφορών από αμοιβές, να προτείνουν πρόσθετους λόγους έφεσης με τις προτάσεις τους, και την υποχρέωσή τους πλέον να τους ασκούν με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρο 591 παρ.1 ζΚΠολΔ) οι αυτοτελείς ισχυρισμοί τους πρέπει να προτείνονται με το δικόγραφο της έφεσης, άλλως είναι απαράδεκτοι, εκτός αν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, και επειδή ο εκκαλών δεν επανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της εφεσίβλητης με το δικόγραφο της έφεσής του, αλλά με τις προτάσεις του, (δια επαναφοράς των πρωτόδικων προτάσεών του), ο σχετικός του ισχυρισμός είναι απαράδεκτος και εντεύθεν απορριπτέος. Αντιθέτως ερευνητείοι τυγχάνου οι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί του, περί αοριστίας της αγωγής και δεδικασμένου, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα.
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 189 παρ. 1, 191, 192, 294, 295 παρ. 1, 297, 299 KΠολΔ, όπως τα άρθρα 94 παρ. 1, 190, 192, 294 και 297 ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον η ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων – εκκαλών μπορεί με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδρίασης του εφετείου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον εφεσίβλητο, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του, εφόσον δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εφεσίβλητος προβάλλει αντιρρήσεις κατά της παραίτησης και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή και η έφεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκαν και η δίκη καταργείται, χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της. Στην περίπτωση αυτή η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έξοδα της αμοιβής του πραγματογνώμονα που ορίστηκε με δικαστική απόφαση, γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ.του KΠολΔ από το Μονομελές Πρωτοδικείο ή από το Ειρηνοδικείο, για τις δίκες που διεξάγονται σ` αυτό. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα εκ μέρους του αντιδίκου του παραιτούμενου διαδίκου (ΑΠ 990/2018, ΑΠ 1890/2017, ΑΠ 1158/2017). Στην περίπτωση, όμως, που η απόφαση δεν περιέχει διάταξη περί δικαστικών εξόδων, μπορεί να υποβληθεί αυτοτελής αίτηση περί τούτων στο Μονομελές Πρωτοδικείο ή στο Ειρηνοδικείο, για τις δίκες που διεξάγονται σ` αυτό, κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ.του KΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 192 KΠολΔ . Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,8, 10-15 του ΒΔ/ τος της 25-3- 1836, που αναφέρεται στα δικαιώματα των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων κλπ στις πολιτικές δίκες, 16 παρ. 11, 189 παρ.1, 677 παρ.3, 678 παρ. 3, 173 παρ.3 KΠολΔ, 677 παρ.6 KΠολΔ, προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας που διορίσθηκε σε πολιτική δίκη με δικαστική απόφαση δικαιούται αμοιβής, στην καταβολή της οποίας υποχρεούται ο διάδικος, που γνωστοποίησε στον πραγματογνώμονα το διορισμό του και τον προσκάλεσε σε ορκωμοσία και διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Εξάλλου αν για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, η αμοιβή και τα έξοδα του πραγματογνώμονα προσδιορίζονται από το δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση, ανάλογα με την απασχόληση του και τις ειδικές γνώσεις που απαιτήθηκαν. Αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω ΒΔ/τος και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ/τος 696/1974 ή άλλου νομοθετήματος με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αμοιβής μηχανικών για σύνταξη μελετών κλπ. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς το αίτημα της ενάγουσας είναι η καταδίκη του εναγομένου, ως παραιτηθέντος -ηττηθέντος διαδίκου στην απόδοση της δικαστικής δαπάνης της, συνιστάμενη στην απόδοση της αμοιβής του πραγματογνώμονα που η ίδια έχει καταβάλλει, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο αυτής η παράθεση πίνακα για τις εργασίες και τα έξοδα του πραγματογνώμονα.
Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα με αριθμό 54/20017 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, ως δικαστικών τεκμηρίων και όλων των εγγραφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα κοινής πείρας,αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου την από 22.12.2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγή της κατά του εναγομένου, με την οποία ισχυρίστηκε οτι δυνάμει του με αριθμό …./22.2.1973 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος . …………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, κατέστη κυρία ενός ακινήτου στη θέση «……» της νήσου …., έκτασης 401,12 τ.μ., τμήμα του οποίου έκτασης 99 τ.μ., αξίας 2.850 ευρώ κατέλαβε αυθαίρετα τον Ιούνιο του 2005 ο εναγόμενος κύριος του ανατολικά-νοτιοανατολικά όμορου ακινήτου. Με την αγωγή της αυτή η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί η ίδια κυρία του καταληφθέντος τμήματος του ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της το αποδώσει. Επί της αγωγής αυτής, που δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 132/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, που αφού απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας που πρότεινε ο εναγόμενος έκανε δεκτή την αγωγή. Σημειώνεται, οτι της άσκησης της αγωγής, είχε προηγηθεί η άσκηση αίτησης περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων από την ενάγουσα, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο αφού δίκασε κατά διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την αίτηση με την με αριθμό 205/2005 απόφασή του, αναγνωρίζοντας την αιτούσα προσωρινη νομέα του επίδικου τμήματος και υποχρεώνοντας τον καθού η αίτηση, στην απόδοσή του. Κατά της με αριθμό 132/2006 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, ο εναγόμενος άσκησε την από 19.10.2006 και με αριθμό κατάθεσης …../2006 έφεσή του, με την οποία ισχυρίστηκε όπως και πρωτοδίκως, οτι ο ίδιος είναι κύριος της επίδικης λωρίδας γης, οτι αυτή δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης αλλά στους δικούς του και ζήτησε να διατάξει το Δικαστήριο τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Επί της έφεσης που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδικων, εκδόθηκε η με αριθμό 3755/2008 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με ην οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και διορίστηκε πραγματογνώμονας ο ………….., αγρονόμος-τοπογράφος μηχανικός ΕΜΠ, Ταγματάρχης της Τρίτης Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, προκειμένου να συντάξει έκθεση με την οποία έπρεπε να γνωμοδοτήσει εάν το επίδικο τμήμα περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει στους επικαλούμενους τίτλους κυριότητας της ενάγουσας ή στους τίτλους του εναγομένου καθώς και σε αυτούς των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, εφαρμόζοντάς τους επί του εδάφους. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο ως άνω πραγματογνώμονας, αφού ορκίστηκε νομίμως, μετά από κλήση της ενάγουσας, συνέταξε τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης η οποία επιγράφεται ως – τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων και διαγραμμάτων με ταυτόχρονη ηλεκτρονική φωτοερμηνεία-και την κατέθεσε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 24.6.2009, με αριθμό ……/2009. Η αμοιβή του για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης ανήλθε στο ποσό των 5.500 ευρώ, αναλυόμενη στην μεταγενέστερη με ημερομηνία 24.1.2018 περιγραφή και κοστολόγηση των τοπογραφικών εργασιών. Κατά το εκτιθέμενα στο έγγραφο αυτό κοστολογείται η ορκιση-συλλογή στοιχείων και προμελέτη στο ποσό των 1.500 ευρώ, που περιλαμβάνει μετάβαση στο Πρωτοδικείο Αθηνών για ορκιση, μελέτη εγγράφων ήτοι τίτλων, δικογράφων, έκθεση του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου, μετάβαση στη ΓΥΣ, παραλαβή τοπογραφικού διαγράμματος και αεροφωτογραφίας 1984 και σάρωση αυτών, μετάβαση στον ΟΚΧΕ, παραλαβή αεροφωτογραφίας 1995 και ηλεκτρονική σάρωση αυτής και των τοπογραφικών διαγραμμάτων των διαδίκων. Οι τοπογραφικές εργασίες υπαίθρου που περιλαμβάνουν την μετάβασή του στην ……. και επιστροφή, την τοπογραφική απορτύπωση με ένταξη στο κρατικό δίκτυο συντεταγμένων με χρήση total station TopCon και αποτύπωση των μετρήσεων σε σχεδιαστικό πρόγραμμα Autocad, κοστολογήθηκαν με το ποσό των 2.000 ευρώ. Οι ενέργειες περαιτέρω για την εισαγωγή στο σχεδιαστικό αρχείο και τη γεωαναφορά του τοπογραφικού διαγράμματος της ΓΥΣ, των αεροφωτογραφιών ετών 1984 και 1995, της δορυφορικής εικόνας Google earth έτους 2007 και των τοπογραφικών διαγραμμάτων των διαδίκων, για τις ψηφιοποιήσεις, τις εμβαδομετρήσεις και η σύνταξη τριών τοπογραφικών διαγραμμάτων φωτοερμηνείας και η εξαγωγή συμπερασμάτων κοστολογήθηκαν με το ποσό των 1.000 ευρω και η σύνταξη της τεχνικής έκθεσης στο ποσό των 1.000 ευρώ. Η ως άνω αμοιβή του καταβλήθηκε από την ενάγουσατην 2.11.2009, όπως προκύπτει από την σχετική απόδειξη του εν λόγω πραγματογνώμονα, ο οποίος δεν υποχρεούται στην έκδοση διάτρητης απόδειξης καθώς δεν είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Παράλληλα η ενάγουσα με την από 26.6.2009 και με αριθμό κατάθεσης …../2009 κλήση της, επανέφερε την έφεση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 6.5.2011 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 28.3.2014. Εντωμεταξύ μετά την αναβολή και πριν τη συζήτηση της έφεσης, ο εναγόμενος με την από 29.1.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 δήλωσή του στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παραιτήθηκε από την έφεσή του. Την ως άνω δήλωση επέδωσε στην ενάγουσα την 30.1.2013. Κατά την ορισθείσα δε ημερομηνία συζήτησης της έφεσης, ήτοι την 28.3.2014 επανέλαβε τη δήλωση παραίτησής του, ενώ η ενάγουσα επέμεινε στη συζήτηση της υπόθεσης προκειμένου να εκδοθεί απόφαση που να επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του εναγομένου. Η με αριθμό 4632/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, θεώρησε την έφεση ως μη ασκηθείσα, ενώ αποφάνθηκε οτι δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της καταργούμενης δίκης και θέμα επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του παραιτούμενου, η εκκαθάριση των οποίων λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία των αμοιβών από το αρμόδιο Δικαστήριο. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται οτι η ως άνω αμοιβή είναι υπερβολική, επειδή επρόκειτο περί μιας απλής παραβολής των τίτλων των διαδίκων και επιπλέον δεν απαιτούνταν η μετάβαση του πραγματογνώμονα στην …… για την διεξαγωγή της. Οι ως άνω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι επειδή, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην πραγματογνωμοσύνη, είχε προηγηθεί η σύνταξη της από 5.5.2009 έκθεσης του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου ……………, ο οποίος είχε καταλήξει στο αντίθετο από τον πραγματογνώμονα συμπέρασμα, ήτοι οτι το επίδικο περιλαμβανόταν στους τίτλους ιδιοκτησίας του εναγομένου και επομένως επρόκειτο περί εριδόμενου ζητήματος, που έπρεπε να εξεταστεί ενδελεχώς, ενώ ο πραγματογνώμονας ήταν υποχρεωμένος από την απόφαση του Δικαστηρίου να μεταβεί στη νήσο της ……….. καθώς έπρεπε να κάνει εφαρμογή των προσκομισθέντων τίτλων στο έδαφος. Επιπλέον από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται οτι ο εναγόμενος είναι εκείνος ο οποίος αιτήθηκε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς επίλυση της διαφοράς του με την ενάγουσα και άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που δικαίωνε την ενάγουσα και επομένως η αντιδικία συνεχίστηκε και από τον ίδιο και δεν οφείλεται σε αναιτιολόγητη συμπεριφορά της ενάγουσας, όπως διατείνεται. Συνεπώς, λαμαβανομένου υπόψη του γεγονότος οτι η ενάγουσα κατέβαλε την αμοιβή του πραγματογνώμονα, χωρίς να έχει αιτηθεί η ίδια την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, σε χρόνο σημαντικά προγενέστερο της παραίτησης του εναγομένου από την έφεσή του το έτος 2013, δεν μπορεί να της καταλογιστεί ούτε οτι τα έξοδα αυτά έγιναν από υπερβολική πρόνοιά της, αφού ήταν διαταγή του Δικαστηρίου που εκδόθηκε χωρίς δικό της αίτημα, ούτε οτι ενήργησε προς το σκοπό βλάβης του εναγομένου.
Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των εργασιών προς διεκπεραίωση της πραγματογνωμοσύνης, την μετάβαση στη Νήσο ……, την εμπειρία του πραγματογνωμονα που φέρει το βαθμό του ταγματάρχη, την αναγκαιότητα, κατά την εκπόνηση της πραγματογνωμοσύνης του, της αντίκρουσης της έκθεσης του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου, το Δικαστήριο κρίνει οτι η αμοιβή αυτού που ανέρχεται στο ποσό των 5.500 ευρω ανταποκρίνεται στην εργασία του και δεν είναι υπερβολική, όπως διατείνεται ο εναγόμενος. Τέλος, σημειώνεται οτι δεν δημιουργείται δεδικασμένο, για την κρινόμενη υπόθεση, προυπόθεση που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, από την απόρριψη αγωγής της ενάγουσας κατά του εναγομένου δυνάμει της με αριθμό 5154/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η από 17.9.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./21.9.2010 αγωγή της ενάγουσας, την οποία προσκομίζει ο εναγόμενος, καθώς η αγωγή αυτή αφορούσε αποζημίωση της ενάγουσας βασιζόμενη στην ιστορούμενη εκεί αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου λόγω της διαφορετικής νομικής θεμελίωσης των δυο αγωγών. Ορθώς επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με εν μέρει ελλειπείς αιτιολογίες, που συμπληρώνονται με τις περιλαμβανόμενες στην παρούσα απόφαση, έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της καταβάλλει το ποσό των 5.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσία.
ΔΙΑΤΤΑΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου Δημοσίου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21/12/2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών