ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Aριθμος απόφασης 764/2020
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1386/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 239 παρ. 4 του ν. 4364/2016), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 13.1.2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2014 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, (άρθρο518 παρ.1 ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο και δη το με κωδικό …………. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 5.11.2018 απόδειξη πληρωμής της Alpha Bank (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η εν λόγω υπόθεση δεν αφορά στα ασφαλιστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 682 του ΚΠολΔ, όπως είναι τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 704-738 του ΚΠολΔ, ούτε στα ρυθμιστικά κατάστασης εξομοιούμενα με αυτά. Αλλά, κατά το άρθρο 239 παρ. 4 του ν. 4364/2016, στις σχετικές διαφορές το δικαστήριο, για την ταχύτερη εκδίκασή τους, δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και, χωρίς να διατάσσει με την απόφασή του τέτοια μέτρα, τέμνει οριστικά τις διαφορές αυτές, αφού με την οριστική του κρίση επί των υποθέσεων, οι οποίες αφορούν στη διαδικασία εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αποφαίνεται επί των αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών. Κατά συνέπεια, η παραπομπή για την εκδίκαση των διαφορών αυτών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν νοείται και σε εκείνες τις διατάξεις που προσιδιάζουν αποκλειστικώς στα ως άνω ασφαλιστικά μέτρα, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ, η οποία δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατά της τελευταίας ένδικα μέσα. Ως εκ τούτου, για τις αποφάσεις, που εκδίδονται επί των αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών, όπως η εκκαλούμενη, δεν ισχύει η απαγόρευση από το άρθρο 699 του ΚΠολΔ της άσκησης ένδικων μέσων, αλλά υπόκεινται αυτές στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (πρβλ. ΟλΑΠ 2122/2002 ΕλλΔνη 2002 1016, ΑΠ 332/2010 ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΠειρΜον 362/2019, ΕφΠειρΜον 328/2019,ΕφΠειρΜον 483/2018 άπασες εις ιστοσελ. ΕφΠειρ).
Με την ανωτέρω αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι είναι ασφαλιστική εταιρία, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, αφού, με την υπ’ αριθ. 7/2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, με αποτέλεσμα, στις 29-3-2011, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα. Ότι, δυνάμει, αρχικώς, της από 12-12-2002 σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τις από 1.7.2003 και 11.1.2010 συμβάσεις ασφαλιστικού συμβούλου, αορίστου χρόνου, οι οποίες (συμβάσεις) είχαν καταρτισθεί μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της εναγομένης, η τελευταία ανέλαβε, έναντι προμήθειας, τη διενέργεια πράξεων διαμεσολαβήσεως στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας), κατά τους αναφερόμενους όρους της σύμβασης αυτής. Ότι με τον όρο 8 της ανωτέρω σύμβασης, η ενάγουσα είχε αναθέσει, μεταξύ άλλων, στην εναγομένη την είσπραξη των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους της, για λογαριασμό της, και είχε ορισθεί ότι, κάθε δίμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής, η εναγομένη θα είχε την υποχρέωση να αποδίδει λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει το πλεόνασμα. Επίσης, ότι σ’ εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως, η εναγόμενη μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, για λογαριασμό της (ενάγουσας), με τρίτους ασφαλισμένους και προέβη στην είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων, πλην, όμως, από τη δραστηριότητα αυτή, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης προς αυτήν (ενάγουσα), που οφείλεται στο γεγονός ότι η εναγομένη, ενεργώντας αντισυμβατικώς και παρανόμως, δεν απέδιδε στην ενάγουσα, για έκαστο μήνα χρέωσης, το σύνολο των χρηματικών ποσών που αφορούν στα ολικά ασφάλιστρα και στις προμήθειες για τα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, μετά την αφαίρεση των προμηθειών που αναλογούσαν στα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, τις καταβληθείσες για λογαριασμό της (ενάγουσας) ασφαλιστικές αποζημιώσεις και τα ολικά ασφάλιστρα για τα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια. Επιπλέον ότι, μετά από τελική εκκαθάριση, η οποία διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα της ενάγουσας, προέκυψε εις βάρος της εναγομένης, κατά τα ως άνω, χρεωστικό υπόλοιπο συνολικού ποσού 131.873,93 ευρώ, το οποίο διαμορφώθηκε στο σχετικώς τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό και αφορά στο χρονικό διάστημα από 28.5.2010 έως και 29.3.2011, όπως τα σχετικά στοιχεία αποτυπώνονται στις λογιστικές καταστάσεις του ανωτέρω λογαριασμού για το ως άνω χρονικό διάστημα, οι οποίες, ενσωματώνονται στο δικόγραφο της αγωγής, ποσό που κατά τους ισχυρισμούς της, ιδιοποιήθηκε, παρανόμως και υπαιτίως η εναγομένη. Επίσης, βάσει της ως άνω αγωγής, η ενάγουσα, επικαλούμενη, σωρευτικώς, αφενός μεν την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, λόγω παράβασης των όρων της ανωτέρω συμβάσεως, και αφετέρου την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, λόγω της ως άνω αναφερθείσας υπεξαίρεσης,καθώς και, επικουρικώς,τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε,κατόπιν παραδεκτής μετατροπής, του καταψηφιστικού αιτήματος της σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 131.873,93 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 30.5.2011, άλλως απί την 1.10.2012, οπότε της επέδωσε εξώδικη όχληση, άλλως από την επίδοση της αγωγής να απαγγελθεί σε βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών και να καταδικστεί στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με την εκκαλούμενη απόφαση η προαναφερθείσα αγωγή, αφού κρίθηκε ορισμένη, έγινε δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 131.873,93 ευρω, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ενώ απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ως προς το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής), απαγγέλθηκε σε βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση τριών μηνών και η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, ποσού 200 ευρώ. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 Α.Κ., 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρξει (ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982). Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβληθέντων μία διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1795/2007). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και, συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δύο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1524/1991 ΕλΔ 34,313). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1472/2004). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Εξ άλλου, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία διώκεται η πληρωμή του καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού μετά το κλείσιμό του, πρέπει να αναφέρει, αν η αγωγή δεν στηρίζεται σε σύμβαση αναγνωρίσεως του καταλοίπου, εκτός από την κατάρτιση της σύμβασης, και καθένα από τα κονδύλια του λογαριασμού χωριστά με τα στοιχεία του, ήτοι πρέπει να αναφέρει με πληρότητα όχι μόνον όλες τις πιστοχρεώσεις κατά χρόνο και ποσό αλλά και όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη σχετική απαίτηση ή συνιστούν τη σχετική καταβολή. Αντιθέτως, την ύπαρξη και άλλων, μη αναφερομένων στην αγωγή, απαιτήσεων ή καταβολών, που μειώνουν ή μηδενίζουν το κατάλοιπο πρέπει να επικαλεσθεί προς απόκρουση της αγωγής ο εναγόμενος (ΑΠ 1281/2017 ό.π., ΑΠ 1022/2008). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, όταν, λόγω της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του με τμηματικές καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986, Nomoς), σε τέτοια δε περίπτωση ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του εμπορικού νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008,207).
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής της, η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής, για τον λόγο ότι στο δικόγραφό της δεν αναγράφονταν: α) οι καταθέσεις που πραγματοποίησε η εκκαλούσα κατά τα έτη 2010 και 2011, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει το πραγματικό υπόλοιπο του λογαριασμού και β) οι πιστώσεις από πληρωμές ζημιών που η εκκαλούσα κάλυψε καθώς από την ύπαρξή τους προκύπτει η τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων, το εκάστοτε υπόλοιπο, χρεωστικό ή πιστωτικό, του οποίου δεν αναφέρεται Για την πληρότητα, ωστόσο, της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου, για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειας του ασφαλιστικού συμβούλου, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΑθ 3785/2009 ΔΕΕ 2010.201). Έτσι, η κρινόμενη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού σαφώς αναφέρονται σε αυτήν όλα τα παραπάνω στοιχεία, με την ενσωμάτωση στο δικόγραφό της αναλυτικής συγκεντρωτικής κατάστασης ασφαλίστρων. Από την κατάσταση αυτή προκύπτουν τα καταρτισθέντα από την εναγομένη ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα ασφάλιστρα, το ποσό της προμήθειας αυτής αναφερόμενων και των πιστώσεων από τα ακυρωθέντα συμβόλαια και αφαιρουμένου επιπλέον από το αρχικό υπόλοιπο των 139.881,75 ποσού 8.007,82 ευρώ λόγω εξόφλησης συμβολαίων. Την ύπαρξη δε και άλλων, μη αναφερομένων στην αγωγή, απαιτήσεων ή καταβολών, που μειώνουν ή μηδενίζουν το κατάλοιπο πρέπει να επικαλεσθεί προς απόκρουση της αγωγής η εναγομένη. Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα τήρησης μεταξύ των διαδίκων αλληλόχρεου λογαριασμού, και συνεπώς, αοριστίας της αγωγής, για το λόγο ότι δεν περιέχει τα στοιχεία του, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα, δεν υπήρχε δυνατότητα ώστε από τις μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές να μπορούν να προκύψουν οφειλές και για τα δύο μέρη, κατά τρόπο που να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιό από αυτά θα είναι οφειλέτης και ποιό δανειστής (ΕφΘεσ 555/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011.548). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας την ένσταση αοριστίας της εναγομένης, ορθά έκρινε, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, με τις οποίες συμπληρώνεται η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης, κατά το οικείο σκέλος τους, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι.
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της με αριθμό ……/4.5.2018 ενορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάργας …………… και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επιαλούνται οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορά είτε για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 12-12-2002 σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη ευρισκόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την υπ’αριθμ. 7/29-3-2011 απόφασή της, εκπροσωπούμενη από τους ορισθέντες με σχετικές αποφάσεις της ως άνω Επιτροπής, ασφαλιστικούς εκκαθαριστές της- αρχικά, τον …….. στη συνέχεια την ………… και ήδη, μετά τη λήξη της θητείας της τελευταίας, τη ……….. ως επόπτρια ασφαλιστικής εκκαθάρισης, – ανέθεσε στην εναγομένη, τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους, για λογαριασμό της. Συγκεκριμένα, η εναγομένη, θα δεχόταν αιτήσεις-προτάσεις τρίτων που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, στους ασκούμενους από την ενάγουσα κλάδους, σύμφωνα με τους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα, τις ειδικές εντολές και οδηγίες αυτής, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τις διατάξεις των οικείων νόμων, διατηρώντας το δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Επίσης, είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, εκδοθέντων από την ενάγουσα, έχοντας την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, τα οποία θεωρούνταν ως παρακαταθήκη, του ιδίου ευθυνόμενου ως θεματοφύλακα. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Αυτή, κάθε δίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα, το αργότερα έως το τέλος του μήνα αυτού, άλλως θα υπολογιζόνταν επ’αυτού νόμιμος τόκος υπερημερίας και θα στοιχειοθετείτο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης από την ενάγουσα. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, όφειλε να αποστείλει προς την εταιρεία για ακύρωση, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί ασφάλιστρα, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 9. Η ακύρωση μπορούσε να γίνει μόνο από την εταιρεία, η οποία και ειδοποιούσε σχετικά την εναγομένη. Αν η ίδια δεν τηρούσε την προβλεπόμενη διαδικασία, θα υποχρεούτο στην απόδοση ασφαλίστρων. Τέλος, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους, είχε υποχρέωση να υποβάλλει στην εταιρεία αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήπτε με την ενάγουσα, εκτός από τα προβλεπόμενα εμπορικά βιβλία, είχε υποχρέωση να τηρεί βιβλίο καταχώρησής τους. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, δεν μπορούσε να προβαίνει σε επιστροφές ασφαλίστρων χωρίς τη γραπτή εξουσιοδότηση της ενάγουσας. Η τελευταία, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της και για την τήρηση των υποχρεώσεών της, είχε την υποχρέωση να της παρέχει προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν σε ασφαλιστικές συμβάσεις που θα γίνονταν με τη διαμεσολάβησή της, καταβαλλόμενη μετά την απόδοση των ασφαλίστρων και δεν αναγνωριζόταν στην ίδια καμία άλλη πρόσθετη απαίτηση. Το ποσοστό αυτής, ανά κλάδο, οριζόταν σε σχετικό πίνακα, που ενσωματωνόταν στη σύμβαση. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι η εναγόμενη, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, είχε την υποχρέωση να αποστέλλει συστημένη επιστολή στην ενάγουσα, σχετικά με τις εγγραφές της στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματά της, άλλως θα θεωρείτο ότι αποδέχεται την ορθότητά τους (όρος 22). Ειδική, επίσης, αναφορά έγινε στην καταγγελία και στις περιπτώσεις που το σχετικό δικαίωμα αναγνωριζόταν είτε στην ενάγουσα είτε στα συμβαλλόμενα μέρη, με ρητή πρόβλεψη ότι η εναγόμενη υποχρεούτο, μεταξύ άλλων, να της αποδώσει το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως αυτό αποτυπωνόταν στα εμπορικά της βιβλία, καθιστάμενη έκτοτε υπερήμερη. Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε την 1.7.2003 και την 11.1.2010 με αύξηση των ποσοστών της προμήθειας της εναγομένης, την προσθήκη ασφαλιστικών κλάδων και με διεύθυνση του πιστωτικού διαστήματος από τρίμηνο σε τετράμηνο από την 1.2.2010 και λειτούργησε μέχρι τις 29.3.2011 καθώς την άνω ημερομηνία, όπως προαναφέρθηκε δυνάμει της με αριθμό 7/2011 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α) (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 11292/21.09.2009) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της ενάγουσας και ετέθη σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Για τη λογιστική δε παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών η ενάγουσα τηρούσε μηχανογραφημένο δοσοληπτικό λογαριασμό, ο οποίος εμφανίζει τελικό χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της εναγομένης ύψους 131.873,93 ευρώ €, όπως αυτό αποτυπώνεται στην προσκομιζόμενη και ενσωματωμένη στην αγωγή αναλυτική κατάσταση των συμβολαίων που κατάρτισε η εναγομένη, στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους της εναγομένης παραγωγή συμβολαίων, οι αριθμοί αυτών, τα ονόματα των ασφαλισμένων,τα ασφάλιστρα, μικτά και καθαρά, το ποσό της προμήθειας της εναγομένης ανά συμβόλαιο, τα ακυρωθέντα συμβόλαια και το υπόλοιπο. Η κατάσταση αυτή αφορά παραγωγή του διαστήματος 28 Μαίου 2010 – 29.2.2011, ουσιαστικά δε Ιουνίου 2010 καθώς η ισχύς του πρώτου αναγραφόμενου στην αγωγή συμβολαίου αρχίζει από την 1.6.2010 αν και καταρτίστηκε την 28.5.2010. Η εκκαλούσα παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα με αριθμό 1386/2018 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προέβαλε ένσταση μερικής εξόφλησης, ισχυριζόμενη οτι κατά το έτος 2010 κατέβαλε το ποσό των 131.799,47 ευρώ έναντι της οφειλής, το ποσό των 7.600 ευρώ για πληρωθείσες ζημίες και το ποσό των 20.000 ευρώ για μη ακυρωθέντα συμβόλαια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό της περί της καταβολής του ποσού των 131.799,47 ευρώ για το έτος 2010 και ως αβάσιμη για τα λοιπά ποσά. Με τον πρώτο λόγω της έφεσής της, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, η εκκαλούσα παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τον ισχυρισμό της περί μερικής εξόφλησης, σε οτι αφορά το πρώτο ποσό, ισχυριζόμενη όμως οτι οι καταβολές της κατά το έτος 2010 ανήλθαν στο ποσό των 214.428,39 ευρώ και το έτος 2011 στο ποσό των 42.642 ευρώ, ισχυρισμό, τον οποίο είχε προτείνει και με το σημείωμά της στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ο οποίος παραδέκτως προβάλλεται κατ άρθρο 527 ΚΠολΔ ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, για το επιπλέον του ποσού των 131.799,47 ευρώ, καθώς η εναγομένη επικαλείται την έγγραφη απόδειξή του, από την ανάλυση του δοσοληπτικού λογαριασμού της που τηρούσε η ενάγουσα, έγγραφο που προσκομίζεται και από τους δυο διαδίκους, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσής της παραπονείται για την απόρριψη των άλλων δυο κονδυλίων. Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί εξόφλησης είναι ορισμένος και νόμιμος βασιζόμενος στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Πιθανολογήθηκε σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό οτι η παραγωγή ασφαλίστρων της εναγομένης του μηνός Ιουνίου 2010 ήταν 24.198,31 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), οι πληρωμές στις οποίες προέβη η εναγομένη ήταν 10.400 ευρώ με τραπεζική κατάθεση την 29.6.2010 με υπόλοιπο για τον μήνα αυτό ποσού 13.798,31 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Ιουλίου 2010 ήταν 27.268,04,31 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), οι πληρωμές στις οποίες προέβη ήταν 16.900 ευρώ με τραπεζική κατάθεση την 30.7.2010 και υπόλοιπο για τον μήνα αυτό ποσού 10.368,04 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Αυγούστου 2010 ήταν 24.690,66 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), οι πληρωμές στις οποίες προέβη ήταν 36.190 ευρώ, με τραπεζικές καταθέσεις την 13 και 30.8 ποσών 20.000 και 16.190 αντίστοιχα με αποτέλεσμα να έχει εξοφληθεί η παραγωγή του μηνός αυτού και η εναγομένη να έχει καταβάλει επιπλέον το ποσό των 11.499,34 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Σεπτεμβρίου 2010 ήταν 23.437,94 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), ενώ δεν υπήρξαν καταβολές με αποτέλεσμα να παραμείνει υπόλοιπο μηνός Σεπτεμβρίου ποσού 23.437,94 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Οκτωβρίου 2010 ήταν 17.379,55 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), ενώ οι πληρωμές στις οποίες προέβη ήταν 33.206 ευρώ με αποτέλεσμα να έχει εξοφληθεί η οφειλή της για τον μήνα αυτό και να έχει καταβληθεί το επιπλέον ποσό των 15.826,45 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Νοεμβρίου 2010 ήταν 18.739,64 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), οι πληρωμές στις οποίες προέβη ήταν 19.000 ευρώ με αποτέλεσμα να εξοφληθεί η παραγωγή του μήνα αυτού και η εναγομένη να έχει καταβάλει επιπλέον το ποσό των 260,36 ευρώ. Η παραγωγή ασφαλίστρων του μηνός Δεκεμβρίου 2010 ήταν 13.060,75 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), οι πληρωμές στις οποίες προέβη ήταν 15.455,39 ευρώ με αποτέλεσμα να εξοφληθεί η παραγωγή του μήνα αυτού και η εναγομένη να έχει καταβάλει επιπλέον το ποσό των 2.394,64 Η παραγωγή του μηνός Ιανουαρίου 2011 ήταν 8.090,70 ευρώ, (μετά την αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των φόρων), ενώ οι πληρωμές στις οποίες προέβη η εναγομένη ήταν 18.000 ευρώ με αποτέλεσμα να εξοφληθεί η παραγωγή του μήνα αυτού, και η εναγομένη να έχει καταβάλει επιπλέον το ποσό των 9.903,30 ευρώ ενώ για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, υπήρξαν μόνο ακυρώσεις συμβολαίων και η εναγομένη δεν είχε υποχρέωση απόδοσης ασφαλίστρων, πλην όμως κατέβαλε το ποσό των των 24.642 ευρώ. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που προκύπτουν από τον λογαριασμό πρακτορείων και συνεργατών της ενάγουσας, τον οποίο προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι και στον οποίο περιλαμβάνονται οι πραγματοποιηθείσες απο την εναγομένη καταβολές, χωρίς να αμφισβητούνται αυτές ειδικά από κάποιον από τους διαδίκους, προκύπτει οτι το συνολικό ποσό ασφαλίστρων προς απόδοση ανήλθε για το χρονικό διάστημα Ιουνίου –Δεκεμβρίου 2010 σε ποσό 148.774,89 ευρώ,και για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου 2011 έως Μάρτιο 2011 σε ποσό 8.090,70 ευρώ, και συνολικά για όλο το επίδικο διάστημα στο ποσό των 156.865,59 ευρώ ενώ από τα εκδοθέντα από την ενάγουσα έγγραφα προκύπτει οτι οι καταβολές της εναγομένης που πραγματοποιήθηκαν για το χρονικό διάστημα Ιουνίου –Δεκεμβρίου 2010 ανήλθαν στο ποσό των 131.151,39 ευρώ. και για το διάστημα από Ιανουάριο 2011 έως και Μάρτιο 2011 στο ποσό των 42.642 ευρώ και συνολικά για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 173.793,39 ευρώ. Από τον ίδιο δοσοληπτικό λογαριασμό η εναγομένη φέρεται να παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο συνολικού ποσού 47.595,29 ευρώ, αποτελούμενο από οφειλή ποσού 13.798,31 για την παραγωγή μηνός Ιουνίου 2010, ποσού 10.368 ευρώ για την παραγωγή μηνός Ιουλίου 2010 και ποσού 23.437,94 ευρώ από την παραγωγή μηνός Σεπτεμβρίου 2010. Περαιτέρω, στον λογαριασμό αυτό είναι καταχωρημένες οι καταβολές που πραγματοποίησε η εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οι οποίες υπερκάλυπταν το μηνιαίο ποσό που όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα, όπως αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω ανά μήνα, χωρίς όμως να καταλογιστούν στο επίδικο ποσό της οφειλής της. Η ενάγουσα εφεσίβλητη με το σημείωμά της πρωτοδίκως και με τις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ισχυρίζεται ότι τα καταβληθέντα ποσά καταλογίστηκαν σε προγενέστερα χρέη της εναγόμενης εφεσίβλητης (ΑΚ 422), χωρίς όμως να προσδιορίζει ορισμένως, ποια είναι αυτά τα χρέη, ποιο χρονικό διάστημα αφορούσαν, από ποια αιτία (αν δηλαδή αφορούσαν εισπραχθέντα ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων της εναγόμενης και ποιας περιόδου) και ποιου χρηματικού ύψους. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας εφεσίβλητης περί καταλογισμού των καταβολών σε προγενέστερα χρέη της εναγόμενης εκκαλούσας (ΑΚ 422) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Σημειώνεται δε οτι η εναγομένη αμφισβητεί την ύπαρξη οφειλής της για προγενέστερο χρονικό διάστημα, οτι η αγωγή δεν περιέχει βάση αναγνώρισης της οφειλής της εναγομένης, ούτε η ενάγουσα ζητεί την καταβολή του υπολοίπου του λογαριασμού της εναγομένης όπως αυτό δημιουργήθηκε καθ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, για την εξέταση του οποιου θα έπρεπε να αναφέρει στην αγωγή της στοιχεία όλων των ετών, αλλά την οφειλή της εναγομένης από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Ιουνίου 2010-Μαρτίου 2011. Τέλος, σημειώνεται, οτι η μάρτυρας της ενάγουσας κατά την εξέτασή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στα με αριθμό 1386/2018 πρακτικά αυτού, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της εναγομένης, καταθέτοντας οτι τα ασφαλιστρα από τον Ιούλιο του 2010 έχουν καταβληθεί, χωρίς το Δικαστήριο να βασίζει την κρίση του περί εξόφλησης της επίδικης οφειλής στην κατάθεση αυτή, στην οποία διηγηματικά αναφέρεται, αλλά στο έγγραφο που ανωτέρω αναφέρθηκε. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά πιθανολογήθηκε οτι δεν υφίσταται οφειλή της εναγομένης προς την ενάγουσα για το επίδικο χρονικό διάστημα και η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 131.873,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένης της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση έσφαλε. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η από 13.1.2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2014 αγωγή της ενάγουσας, να δικαστεί κατ ουσία και να απορριφθεί αυτή ως ουσία αβάσιμη. Συνακόλουθα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα-εναγομένη (άρθρ 495 Γ ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’αριθ. 1386/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 13.1.2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2014 αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου, που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης και αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 21/12/2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών