Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 766/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

766/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη  από 24-10-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ,,,,,,,,,,,/25-10-2019) έφεση των ανακοπτόντων, που ηττήθηκαν μερικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 643/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην του καθ’ού η ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δεχόμενη εν μέρει την από 25-8-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../26-8-2016) ανακοπή τους, περί ακυρώσεως διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § § 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δοθέντος ότι, αναφορικά με την πρώτη και τρίτη εκκαλούσα, ασκήθηκε εντός διετίας από τη δημοσίευση της απόφασης, εφόσον δεν αποδεικνύεται επίδοσή της από ή προς αυτές, ενώ, αναφορικά με τον δεύτερο, εντός μηνός από την επίδοσή του προς αυτόν, που έλαβε χώρα στις 25-9-2019 (σχετ. η κατ’άρθρο 139 § 3 του ΚΠολΔ επισημείωση επί αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …………. e-παράβολο και από 25-10-2019 αποδεικτικό πληρωμής της Attica Bank). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, σημειούμενου ότι εν προκειμένω, η έφεση δεν λειτουργεί, κατ’άρθρο 528 του ΚΠολΔ, καθ’ υποκατάσταση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και χωρίς έρευνα των λόγων της, διότι δεν ασκήθηκε από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως καθ’ού.

Με την ανακοπή τους και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους αυτής, οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της υπ’αριθμ. ……/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της κάτωθι α΄απογράφου εκτελεστού αυτής από 27-7-2016 επιταγής προς εκτέλεση, με τις οποίες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον καθ’ού, το ποσό των 37.296 ευρώ για κεφάλαιο, πλέον τόκων από την έκτη ημέρα κάθε μήνα, στον οποίο αφορούσαν τα επιμέρους μισθώματα και μέχρι τη σύνταξη της άνω επιταγής, των 2,50 ευρώ για έξοδα αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, των 760 ευρώ για δικαστικά έξοδα, των 760 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και των 179,80 ευρώ για την επίδοση της διαταγής πληρωμής.

Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση (άρθρο 933 του ΚΠολΔ), ως προς τα επιμέρους ποσά των 2.072 και των 235,80 ευρώ, που αφορούσαν σε κεφάλαιο και τόκους, αντίστοιχα, και επιβλήθηκε σε βάρος του καθ’ού μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των εκατό (100) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής εναντιώνονται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τους αναφερόμενους στην έφεσή τους λόγους, αναγόμενους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς τον σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία, άλλωστε, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα [ΕφΔωδ 303/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 1083/2006 ΑΧΑΝΟΜ 2007.401, ΕφΠατρ 445/2005, ΑΧΑΝΟΜ 2006.364, ΕφΔωδ 101/2004 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2838/2002, ΕλλΔνη 2002.1460, ΕφΔυτΜακ (Μον) 73/2015 Αρμ 2016.98]. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή της ανακρίβειας των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή [ΕφΑθ (Μον) 105/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμα επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής [ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 2000.81, ΕφΔωδ 303/2019, ό.π, ΕφΛαμ 159/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 1083/2006, ΕφΠατρ 445/2005, ΕφΔυτΜακ (Μον) 73/2015, ό.π].

Με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, ισχυρισμό περί ακυρότητας της προσβαλλομένης επιταγής, συνεπεία της αοριστίας της, συνιστάμενη στο ότι σε αυτήν δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια η απαίτηση, που επιτάσσονται να καταβάλλουν στον καθ’ού, ώστε να είναι εφικτή η άμυνά τους, και συγκεκριμένα, μνημονεύεται σε αυτήν ως κεφάλαιο, το ποσό των 37.296 ευρώ, και ότι αφορά χρονικό διάστημα 18 μηνών, χωρίς να προσδιορίζεται από ποία αιτία αυτό προέρχεται, εάν αφορά μισθώματα και ποίου χρονικού διαστήματος, και για τόκους, το ποσό των 3.695,72 ευρώ, χωρίς να εξειδικεύεται σε ποιό μισθωτικό μήνα αφορούν, για ποιό χρονικό διάστημα υπολογίζει τους τόκους και με ποιο τρόπο και πώς προκύπτει ο εκάστοτε μισθωτικός μήνας, με αποτέλεσμα από την αοριστία αυτή να τους προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, συνιστάμενη στην έλλειψη δυνατότητάς τους να αμυνθούν. Ότι επιπλέον στην εν λόγω επιταγή το καθ’ού παραλείπει να διορίσει αντίκλητο.

Ο λόγος αυτός τυγχάνει μη νόμιμος στο σύνολό του, και πρέπει να απορριφθεί, ως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Συγκεκριμένα, ως προς μεν το δεύτερο σκέλος του, διότι η ίδια η διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ ορίζει ότι σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου με την επιταγή, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που την υπέγραψε και ως προς το πρώτο σκέλος του, διότι κατά τα εκτιθέμενα από τους ίδιους τους ανακόπτοντες, προσδιορίζεται η αιτία κάθε κονδυλίου, και από το κείμενο του τίτλου δηλαδή της συμπροσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι το κεφάλαιο αφορά σε μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου 2015 έως και Ιουνίου 2016 και ότι οφείλονται τόκοι, για κάθε επιμέρους ποσό μισθώματος, από την έκτη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, και ο υπολογισμός τους έγινε μέχρι τη σύνταξη της επιταγής. Συνεπώς, η επιταγή περιέχει με πληρότητα όλα τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν στην παραπάνω σκέψη, καθώς γίνεται σε αυτήν ο απαιτούμενος διαχωρισμός κεφαλαίου και τόκων, ενώ η ακριβής αιτία της απαίτησης και η χρονική αφετηρία οφειλής τόκων προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, ώστε ο υπολογισμός τους να είναι ευχερής με απλές μαθηματικές πράξεις, εφόσον προκύπτει το διάστημα που αφορούν, το ποσό του κεφαλαίου επί του οποίου υπολογίζονται και το ποσοστό τους, που είναι προκαθορισμένο ανά χρονική περίοδο.

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους περί μη δεσμεύσεως του δεύτερου και της τρίτης από αυτούς, ως εγγυητών, από τη συναφθείσα, με το από 20-12-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμβαση εγγυήσεως, για την καταβολή των επιδικασθέντων μισθωμάτων, διότι τούτο δεν μνημονεύεται ρητά στο κείμενό της όπου γίνεται αναφορά αορίστως στην τήρηση των όρων της, ενώ δεν θα μπορούσαν να αναλάβουν υποχρέωση για την εκπλήρωση μη συγκεκριμένης εξ αρχής παροχής, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 848 του ΑΚ η εγγύηση μπορεί να δοθεί και για μελλοντική οφειλή, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ο χρόνος της παροχής και το ποσό της, και αυτή γίνεται ενεργός, αφ’ότου γεννηθεί η οφειλή. Εξάλλου, η εγγύηση μπορεί να αφορά όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη προς τον δανειστή που θα προκύψουν από ορισμένη σχέση. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση ορθά τον νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522 και 535 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά παραδοχή βασίμου λόγου εφέσεως, υποχρεούται να ερευνήσει τις βάσεις της αγωγής, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως (ΑΠ 13/2010, Νοβ 2010.1440, ΕφΘρ (Μον) 321/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ή τους λόγους της ανακοπής (ΑΠ 13/2010, ό.π), που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή ή η ανακοπή (ΑΠ 1011/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1464/2012, ΕΠΟΛΔ 2013.560, ΑΠ 1556/2012, ΕΔΠΟΛ 2013.559, ΑΠ 13/2010, ό.π, ΕφΠατρ (Μον) 135/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και κάθε λόγος αυτής (ανακοπής) αποτελεί ιδιαίτερη βάση (ΑΠ 1248/2010, ΕΔΠΟΛ 2010.742, ΕφΠατρ 122/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.219). Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτήν, αλλά εκτείνεται, και στις βάσεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, καθ’ όσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 1248/2010, ό.π). Έτσι, ειδικώς επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης, ενώ η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο και μεταβιβάζεται στο Εφετείο μόνο όταν υπάρξει ιδιαίτερος λόγος έφεσης, ως προς το κεφάλαιο αυτό (ΑΠ 1464/2012, ΕΠΟΛΔ 2013/560), όταν η απόφαση που δέχεται έναν από τους περισσότερους λόγους ανακοπής εξαφανισθεί, μετά από άσκηση έφεσης από τον καθού η ανακοπή (που πλήττει βέβαια την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη διάταξη της για την παραδοχή αυτού του λόγου ανακοπής) το Εφετείο που κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν εξετάζει και τους λόγους που δεν ερευνήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο (ΑΠ 1464/2012, ό.π, ΑΠ 1556/2012, ΕΔΠΟΛ 2013.559).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της ανακοπής τους, καθ’ό μέρος με αυτήν ζητούσαν την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, ως εκπρόθεσμης, ενώ αυτή είχε ασκηθεί εντός της οριζόμενης από τον νόμο δεκαπενθήμερης προθεσμίας.  Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθμ. ……………./29-7-2016 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Νάξου, …………., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το α΄ εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλομένης υπ’αριθμ. ……../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 29-7-2016, και η άσκηση της ανακοπής τους ολοκληρώθηκε δια της επιδόσεώς της στον καθ’ού στις 26-8-2016 (σχετ. η υπ’αριθμ. ……..΄/26-8-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………………), δηλαδή πριν παρέλθει η προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών που ορίζει η διάταξη του άρθρου 632 § 1 του ΚΠολΔ, εφόσον σε αυτήν δεν συνυπολογίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 § 2 του ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα 1-31 Αυγούστου.

Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την ανακοπή, κατά το παραπάνω σκέλος της, ως απαράδεκτη, συνεπεία της εκπρόθεσμης άσκησής της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ο παραπάνω  λόγος της έφεσης, ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο σκέλος της, και να ερευνηθούν οι λόγοι της ανακοπής, που δεν ερευνήθηκαν, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 336, 380 και 288 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί των εμπορικών μισθώσεων, εάν μετά την παράδοση του μισθίου στον μισθωτή, αυτό υποστεί ολική ή μερική καταστροφή, από γεγονός που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου από τους συμβαλλόμενους, ο εκμισθωτής ελευθερώνεται από την υποχρέωσή του να διατηρεί τούτο κατάλληλο καθ’όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εφόσον πρόκειται για επιγενόμενη αδυναμία παροχής του εκμισθωτή, σύμφωνα με τα άρθρα 336 και 380 του ΑΚ, και λύεται η σύμβαση αυτοδικαίως, μη υποχρεούμενος αυτός στην ανακατασκευή του μισθίου. Εάν όμως η καταστροφή είναι μερική, που δύναται να επανορθωθεί χωρίς ριζική επισκευή αυτού και υπέρογκες δαπάνες, ο εκμισθωτής, σύμφωνα προς την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές, υποχρεούται σε επισκευή του μισθίου. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο μισθωτής προσφέρεται στην καταβολή προς τούτο της απαιτούμενης δαπάνης. Στην περίπτωση που λύεται η μίσθωση λόγω καταστροφής του μισθίου όχι από υπαιτιότητα των συμβαλλομένων, ο μισθωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση πληρωμής του μισθώματος, αν δε τυχόν το είχε προκαταβάλει έχει αξίωση αναζήτησή για το μετά τη λύση χρονικό διάστημα, κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΕφΑθ 1022/2002, ΕλλΔνη 2002.1487, ΕφΑθ 3198/2000, ΑΡΧΝ 2001.113).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει σύμβασης μισθώσεως που καταρτίστηκε το έτος 2008, η …………. εκμίσθωσε στην εταιρία με την επωνυμία «……….» το ειδικότερα περιγραφόμενο επί μέρους τμήμα ακινήτου, που βρίσκεται στον ………. ., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τη λειτουργία σε αυτό επιχείρησης καφετέριας-σνακ μπαρ, ότι στη θέση της αρχικής εκμισθώτριας, μετά τον θάνατό της, υπεισήλθε ο καθ’ού, ενώ, κατόπιν τροποποίησής της, δυνάμει του από 20-12-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, στη θέση της μισθώτριας υπεισήλθε η πρώτη των ανακοπτόντων, που είναι ιδίων συμφερόντων με την αρχική μισθώτρια, και παράλληλα συμβλήθηκαν στη μίσθωση, ως εγγυητές, εγγυώμενοι την πιστή τήρηση των όρων της, ο δεύτερος και η τρίτη από αυτούς. Ότι κατόπιν προτροπής του καθ’ού, ο οποίος τυγχάνει ασφαλιστής, η μισθώτρια συνήψε με την εταιρία «………….» σύμβαση ασφαλίσεως για την κάλυψη μεταξύ άλλων, της ζημίας από πυρκαϊά, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ για το οικοδόμημα αυτό καθεαυτό και το ίδιο ποσό για τον εξοπλισμό του. Ότι στις 31-12-2014 άγνωστος δράστης προκάλεσε πυρκαϊα στο ασφαλισμένο μίσθιο, με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του (κτιρίου και εξοπλισμού) και ότι, σύμφωνα με σχετική συμβατική της υποχρέωση, η πρώτη ανακόπτουσα επανέφερε το κτίριο στην προτέρα κατάσταση, ως επί το πλείστον με δικές της δαπάνες, ύψους 100.269 ευρώ συνολικά, όπως ειδικότερα αναλύονται, μετά την (μερική) αδράνεια του καθ’ού να το πράξει, αν και αρχικά ανέλαβε την ανακατασκευή του, ως ιδιοκτήτης και δικαιούχος του ασφαλίσματος, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καταβάλλοντας τελικά μόνον το ποσό των 30.000 ευρώ, με το οποίο καλύπτετο μέρος μόνο της σχετικής δαπάνης αναφορικά με το κτίριο. Ότι, παράλληλα, υποβλήθηκε και σε δαπάνες επανεξοπλισμού του μισθίου. Ακολούθως, ισχυρίστηκαν, κατ’εκτίμηση, ότι η πρώτη και παρεπομένως και οι λοιποί ανακόπτοντες δεν υποχρεούνται στην καταβολή του μισθώματος, για μεν το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του έτους 2015, διότι δεν είχε ανακατασκευαστεί το κτίριο, ώστε να καταστεί δυνατή η επαναλειτουργία της επιχείρησης της πρώτης,  μετά δε τον Αύγουστο του έτους 2016, εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει. Ο λόγος αυτός της ανακοπής που αφορά σε αμφότερες τις προσβαλλόμενες πράξεις (διαταγή πληρωμής, επιταγή προς πληρωμή), είναι νόμιμος, ως προς το πρώτο σκέλος του, ήτοι για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τις αρχές Αυγούστου 2015 και δη τις 3-8-2015, οπότε και επαναλειτούργησε, κατά τα εκτιθέμενα, η επιχείρηση της πρώτης ανακόπτουσας, κατ’άρθρο 361 του ΑΚ,  εφόσον, παρά την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου, δεν έληξε η ένδικη μίσθωση αλλά με συμφωνία των συμβαλλομένων συνεχίστηκε, με τον καθ’ού να φέρεται ότι ανέλαβε με δικές του δαπάνες τις εργασίες ανακατασκευής, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το χρονικό αυτό σημείο, ενώ για το μεταγενέστερο διάστημα δεν υφίσταται νόμιμος δικαιολογητικός λόγος για την άρνηση καταβολής των μισθωμάτων, και η τυχόν ύπαρξη ανταπαίτησης της πρώτης ανακόπτουσας από δαπάνες στις οποίες προέβη για το μίσθιο, δυνάμενης να προταθεί σε συμψηφισμό με τα οφειλόμενα μισθώματα, ή και η οικονομική δυσχέρεια στην οποία είχε περιέλθει, δεν ασκούν έννομη επιρροή. Συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο, καθ’ό μέρος αφορά την πληττόμενη επιταγή προς πληρωμή κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2015, ως αόριστο, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, δεκτού γενομένου του συναφούς δεύτερου λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς την αντίστοιχη διάταξή της, και να ερευνηθεί ο συγκεκριμένος λόγος κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του δεύτερου των καθ’ών ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες φωτοτυπίες -τεσσάρων συνολικά-φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 5-3-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, η …………, ως επικαρπώτρια εφ’όρου ζωής, ενός οικοπέδου μετά της επ’αυτής διώροφης οικοδομής, την οποία η ίδια ανήγειρε, αποτελούμενης από υπόγειο, επιφάνειας 149,50 τμ, ισόγειο της ίδιας επιφάνειας και α΄όροφο, επιφάνειας 49,50 τμ και πέργκολας, την ψιλή κυριότητα του οποίου είχε ήδη μεταβιβάσει, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………../2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …………, στον υιό της και ήδη καθ’ού, ……………, εκμίσθωσε στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», τμήμα του παραπάνω κτίσματος και συγκεκριμένα το ισόγειο, το τμήμα της πέργκολας και τμήμα του υπογείου και δη το διαμέρισμα στο εμπρόσθιο τμήμα του, επιφάνειας 40 τμ, για δώδεκα έτη, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως καφετέρια, αναψυκτήριο, εστιατόριο ή internet cafe, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 2.000 ευρώ για το πρώτο μισθωτικό έτος, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, καταβλητέου εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και αναπροσαρμοζόμενου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. Σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο (όρος 5.2), η εκμισθώτρια, καθ’όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, δεν θα είχε καμία απολύτως υποχρέωση συντήρησης, αντικατάστασης ή επισκευής ζημιών και βλαβών του μισθίου, των εγκαταστάσεων και του τυχόν εξοπλισμού του, ακόμη και αναγκαίων, από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχονταν, για τις οποίες αποκλειστικά υπεύθυνη θα ήταν η μισθώτρια, με δικές της δαπάνες, ενώ η ίδια θα έφερε τον κίνδυνο από οποιαδήποτε αιτία, όπως ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, σε περίπτωση πυρκαγιάς, εργατικών ατυχημάτων που θα προκαλούνταν από τις οικοδομικές εργασίες και όλα ανεξαιρέτως τα τυχηρά και την ανωτέρα βία. Διαρκούσης της μίσθωσης, στις 6-9-2011 απεβίωσε η εκμισθώτρια και στη θέση της υπεισήλθε  ο καθ’ού (άρθρο 614 του ΑΚ, Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος ΙΙΙ, σελ. 364, αρ. 25), αφού με τη λήξη του δικαιώματος της επικαρπίας παραχωρήθηκε σε αυτόν, ως ψιλό κύριο η εξουσία του δικαιώματος της κυριότητας. Στη συνέχεια, με το από 28-2-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο καθ’ού και η μισθώτρια τροποποίησαν την αρχική σύμβαση, ορίζοντας ότι το μίσθωμα θα παραμείνει σταθερό από τις 19-4-2012 έως τις 19-9-2016, στο ποσό των 2.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, καθώς και ότι οι εργασίες που επρόκειτο να γίνουν για την αναμόρφωση του μισθίου θα παραμείνουν μετά τη λήξη της μίσθωσης, προς όφελός του. Το εν λόγω συμφωνητικό συνυπέγραψαν ο δεύτερος και τρίτη ανακόπτουσα, ως εγγυητές, εγγυώμενοι την πιστή τήρηση των όρων της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας και παραιτούμενοι της ένστασης διζήσεως. Στις 20-12-2013 υπεγράφη τελικώς και νέα έγγραφη τροποποίηση, την οποία συνυπέγραψε και η πρώτη ανακόπτουσα. Με αυτήν συμφωνήθηκε να υπεισέλθει με ειδική διαδοχή, στη θέση της αρχικής μισθώτριας, η πρώτη των ανακοπτόντων, διατηρούμενων κατά τα λοιπά όλων των όρων της αρχικής σύμβασης, όπως αυτή είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί. Στη συνέχεια, στις 27-2-2014 καταρτίστηκε σύμβαση ασφαλίσεως μεταξύ της αρχικής μισθώτριας, η οποία όπως προεκτέθηκε, έφερε την ευθύνη και τις δαπάνες επισκευής του κτιρίου, από οποιαδήποτε αιτία, και της ασφαλιστικής εταιρείας «………..», η τελευταία ανέλαβε για ένα κατ’αρχήν έτος, ήτοι μέχρι τις 26-2-2015, την ασφαλιστική κάλυψη του μισθίου, σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών στην οικοδομή, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ και στον εξοπλισμό της ασκούμενης σε αυτό επιχείρησης, μέχρι του ίδιου ποσού, έναντι των προβλεπόμενων ασφαλίστρων, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους της, που προέβλεπαν μεταξύ άλλων, ως ασφαλιστικό κίνδυνο, και την πυρκαγιά. Στις 31-12-2014 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον χώρο του μισθίου, με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του εξωτερικού του χώρου αλλά και του εξοπλισμού του. Σύμφωνα με την Πυροσβεστική Υπηρεσία ……., που προέβη σε αυτοψία, η πυρκαϊά προήλθε από εμπρησμό από πρόθεση αλλά δεν ανευρέθησαν οι δράστες και μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης τέθηκε στις 2-7-2015 στο αρχείο αγνώστων δραστών. Μετά το συμβάν, η μισθώτρια απευθύνθηκε στην προαναφερθείσα ασφαλιστική εταιρία, ώστε να καταβληθεί το ασφάλισμα, συνεπεία επέλευσης προβλεφθέντος ασφαλιστικού κινδύνου πλην όμως το ζήτημα αυτό δεν έχει διευθετηθεί μέχρι σήμερα και έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διένεξης μεταξύ τους. Αντιθέτως, η ασφαλιστική εταιρία, θεωρώντας ως δικαιούχο του ασφαλίσματος τον καθ’ού του κατέβαλε το ποσό των 30.000 ευρώ στις 13-7-2015, με το οποίο ο ίδιος κάλυψε μέρος των απαιτούμενων εργασιών ανακατασκευής. Το συνολικό κόστος αυτών, που κατά τους ανακόπτοντες έφθασε στο ύψος των 100.269 ευρώ δεν αποδεικνύεται από επίσημα παραστατικά, την μη έκδοση των οποίων η πρώτη ανακόπτουσα δικαιολογεί με την μη πλήρη εξόφλησή τους.

Επιπλέον, ενώ, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, θα έπρεπε να επέλθει λύση της μίσθωσης, τα συμβαλλόμενα μέρη, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ), συμφώνησαν προφορικά τη συνέχιση και όχι τη λύση της μίσθωσης, με τους ίδιους όρους, μεταξύ των οποίων και η ευθύνη της μισθώτριας όχι απλώς να επισκευάσει πλέον αλλά να ανακατασκευάσει ουσιαστικά το μίσθιο, ώστε να μπορέσει να ασκήσει σε αυτό την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Μεταγενέστερη συμφωνία περί ανάληψης από τον εκμισθωτή της υποχρέωσης να προβεί στην ανακατασκευή του κτιρίου δεν αποδείχθηκε και η εκτέλεση κάποιων εργασιών έγινε σε ένδειξη καλής θέλησης εκ μέρους του, για τον λόγο ότι εισέπραξε ο ίδιος μέρος του ασφαλίσματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο από 5-10-2015 εξώδικό του προς την πρώτη ανακόπτουσα αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε υποχρέωσή του για την επισκευή του ακινήτου, ενώ και στο από 11-1-2016 εξώδικο των ανακοπτόντων και της αρχικής μισθώτριας προς αυτόν ουδεμία αναφορά γίνεται σε τέτοια συμφωνία, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν έτσι είχαν τα πράγματα. Ούτε εξάλλου υπήρξε νεώτερη ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων, περί του εάν θα έπρεπε, συνεχιζόμενης της σύμβασης μισθώσεως, να εξακολουθεί αδιάλειπτα και η υποχρέωση για την καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος, ανεξαρτήτως του χρόνου ανακατασκευής του κτιρίου, παρ’ότι όπως είναι ευνόητο αυτή θα είχε κάποια διάρκεια. Ήδη, ωστόσο, πριν την πυρκαϊά στις 20-12-2014 η πρώτη ανακόπτουσα είχε καταβάλει στον καθ’ού το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2015, μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου, ήτοι το ποσό των 2.072 [2.000 + 72 (2.000 Χ 3,6 %)] ευρώ, όπως έγινε δεκτό και πρωτοδίκως και δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο. Προς κάλυψη του κενού αυτού, προκύπτει, από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η αληθινή βούληση των συμβληθέντων, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, με βάση τις αρχές της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, ήταν η υποχρέωση της μισθώτριας για καταβολή του μισθώματος να επανενεργοποιηθεί μετά την ανακατασκευή του κτιρίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχε ολιγωρία της και υπαίτια καθυστέρησή της και ότι αυτή θα ελάμβανε χώρα εντός εύλογου χρόνου. Η ακριβής διάρκεια  της ανακατασκευής δεν αποδείχθηκε. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 24-4-2015 υποβλήθηκε αίτηση για λήψη αδείας για τη λειτουργία της επιχείρησης της πρώτης ανακόπτουσας στο μίσθιο, η οποία εκδόθηκε τελικά στις 3-8-2015, οπότε και άρχισε πράγματι να λειτουργεί- ολοκληρωθείσας και της μεταβίβασης της επιχείρησης από την αρχική μισθώτρια σε αυτήν- γεγονός από το οποίο συμπεραίνεται η ολοκλήρωση και των εργασιών εξοπλισμού του, καθώς και ότι προσκομίζονται από τους ανακόπτοντες χειρόγραφες, πρόχειρες αποδείξεις τεχνιτών που απασχολήθηκαν στο έργο της ανακατασκευής και ειδικότερα σε εργασίες ηλεκτρολογικές, υδραυλικές, κατασκευής γυψοσανίδων, με ημερομηνίες από τις 26-6-2015 έως τις 24-8-2015, το είδος και τον όγκο του έργου, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι το εύλογο χρονικό διάστημα, που απαιτείτο για την ανακατασκευή του κτιρίου ήταν εκείνο των πέντε μηνών, δηλαδή μέχρι και το μήνα Μαϊο του έτους 2015,  κατά το οποίο η μισθώτρια δεν βαρύνετο με την υποχρέωση καταβολής μισθώματος και δεν κατέστη, επομένως, υπερήμερη. Συνεπώς, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης και του πρώτου λόγου της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής αλλά και της επιταγής προς πληρωμή, η οποία έχει ήδη ακυρωθεί, ως προς το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2015 και τους αναλογούντες τόκους, πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και κατά το μέρος που αφορά την προσβαλλομένη επιταγή, να ακυρωθούν οι παραπάνω προσβαλλόμενες πράξεις,  για το ποσό του μισθώματος πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6 %), που αντιστοιχεί στο χρονικό αυτό διάστημα, ήτοι συνολικά,  για το ποσό των των 10.360 (2.072 Χ 5) ευρώ, η διαταγή πληρωμής και το ποσό των 8.288 (2.072 Χ 4) ευρώ, η επιταγή προς πληρωμή, για κεφάλαιο (μισθώματα του παραπάνω χρονικού διαστήματος), και αναλογούντες επ’αυτού τόκους. Η πρώτη ανακόπτουσα, ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε είχε ήδη καταβάλει  αχρεωστήτως το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2015, και διατηρεί έναντι του καθ’ού αξίωση αποδόσεώς του. Επομένως, δια της προτάσεως του σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους των ανακοπτόντων (άρθρα 440, 441 του ΑΚ), με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, που τυγχάνει και κατ’ουσίαν βάσιμος, επήλθε αμοιβαία απόσβεση της εν λόγω (αντ)απαίτησής τους με την απαίτηση του καθ’ού για την καταβολή του μισθώματος του μηνός Ιουνίου 2015, αφ’ής στιγμής αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι στις 6-6-2015, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση-ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, κατά το παραπάνω ποσό, αφού οι προαναφερθείσες αμοιβαίες απαιτήσεις συνυπήρξαν πριν από την έκδοσή της [ΕφΘεσ (Μον) 744/2017, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2018.281], αλλά και της προσβαλλομένης επιταγής.

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή, διότι ο καθ’ού άσκησε καταχρηστικά το σχετικό δικαίωμά του, καθώς : α/ απέκρυψε από τον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής Δικαστή την ύπαρξη της από 11-1-2016 εξώδικης δήλωσής τους, με την οποία γνωστοποιούσαν στον καθ’ού ήδη από τις 17-2-2016 την ολική καταστροφή της επιχείρησης της πρώτης ανακόπτουσας από εμπρησμό και της επαναλειτουργίας της μόλις στις 3-8-2015, και τους λόγους για τους οποίους δεν επρόκειτο να καταβάλουν τα οφειλόμενα μισθώματα, β/ ο ίδιος παρεμπόδισε και δεν έπραξε ό,τι ήταν αναγκαίο για την είσπραξη του ασφαλίσματος εκ μέρους της αρχικής μισθώτριας από την ασφαλιστική εταιρία, «…………..», με σκοπό να καρπωθεί αυτός το σχετικό ποσό ως ιδιοκτήτης του μισθίου, ενώ παράλληλα, δεν ζητά την απόδοση του μισθίου, παρ’ότι θεωρεί την πρώτη ανακόπτουσα υπερήμερη, ως προς την καταβολή των μισθωμάτων, και γ/ ενήργησε με σκοπό να τους εξοντώσει οικονομικά, αφού μάλιστα αδράνησε επί εξάμηνο μετά την αποστολή του εξωδίκου, έχοντας δημιουργήσει σε αυτούς την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει στην έκδοση διαταγής πληρωμής και δεν θα κινούσε σε βάρος τους τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με αυτό το περιεχόμενο, ο συγκεκριμένος λόγος της ανακοπής, που προβάλλεται λυσιτελώς, μόνον για τα οφειλόμενα μισθώματα από τον Ιούλιο του έτους 2016 και εντεύθεν, ελέγχεται επίσης ως μη νόμιμος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν εμπίπτουν στην έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος. Συγκεκριμένα, οι διαφορές μεταξύ της μισθώτριας και ασφαλισμένης εταιρίας με την ασφαλιστική εταιρεία «……………», δεν ασκούν επιρροή στην ένδικη μίσθωση, ούτε γίνεται επίκληση οποιασδήποτε ενέργειας εκ μέρους του καθ’ού, που υποδηλώνει ότι αυτός σκοπίμως παρεμπόδισε την είσπραξη του ασφαλίσματος, με δεδομένο μάλιστα ότι, κατά τα εκτιθέμενα, ήδη, με οριστική δικαστική απόφαση έχει κριθεί ότι δικαιούχος είναι ο ιδιοκτήτης του κτιρίου και όχι η μισθώτρια, ενώ ούτε για αδράνεια του καθ’ού μπορεί να γίνει λόγος, λόγω του χρόνου που μεσολάβησε από την αποστολή του προαναφερθέντος εξωδίκου των ανακοπτόντων προς αυτόν και μέχρι την υποβολή της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής στις 16-6-2015.

Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, και απορριπτομένου του ισχυρισμού του καθ’ού περί δεδικασμένου, απορρέοντος από την υπ’αριθμ. 4574/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 2-5-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2017) ανακοπής των νυν ανακοπτόντων κατά του καθ’ού με αίτημα την ακύρωση της υπ’αριθμ. …../2017 διαταγής απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων του Δικαστή του άνω Δικαστηρίου, προεχόντως διότι δεν αποδεικνύεται ότι αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη, θα πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου και δεύτερου λόγου της ανακοπής, να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και η επιταγή, η μεν πρώτη για το ποσό των 10.360 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα Ιανουαρίου έως και Μαϊου 2015, και η δεύτερη για το ποσό των 8.288 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα Φεβρουαρίου έως και Μαϊου του ίδιου έτους, αμφότερες δε, ως προς το επιπλέον ποσό των 2.072 ευρώ, που αφορά το μίσθωμα μηνός Ιουνίου 2015, και για τους αναλογούντες επ’αυτών τόκους. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου, που κατέθεσαν κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης τους, και να επιβληθεί σε βάρος του καθ’ού μέρος των δικαστικών εξόδων τους αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, λόγω της νίκης τους και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 24-10-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./25-10-2019) έφεση των ανακοπτόντων, κατά της υπ’αριθμ. 643/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκησή της.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-8-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………/26-8-2016) ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ’αριθμ. ………../2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα δύο (12.432) ευρώ, και την από 27-7-2016 επιταγή προς πληρωμή, για το ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα (10.360) ευρώ, και τους αναλογούντες επ’αυτών τόκους.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος του καθ’ού μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις    21 -12-2020.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ