Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 767/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

767 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Τ.Λ..

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18-2-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/18-2-2019) έφεση των εναγομένων, που ηττήθηκαν μερικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 4668/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών και ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρα 647 και επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τον ν.4335/2015 και 614 του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει), και δέχθηκε εν μέρει τη στρεφόμενη κατ’αυτών από 24-11-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../27-11-2017) αγωγή του ενάγοντος, περί καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων και απόδοσης του μισθίου, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), και μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 εδ.α΄αυτού από  το άρθρο 35 παρ.2 περ.Α στοιχ.β του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 κατ’άρθρο 45 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την  αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ, για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο παράβολο (υπ’αριθμ. …………… e-παράβολο και από 18-2-2017 αποδεικτικό εξόφλησής του της Εθνικής Τράπεζας). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Το ενάγον άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24-11-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./27-11-2017) αγωγή του, στην οποία εξέθετε ότι, δυνάμει της από 2-5-2003 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού, εκμίσθωσε στους εναγομένους για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών το ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο (διαμέρισμα), που βρίσκεται στην …….. στον Πειραιά, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως κατοικία, έναντι του προβλεπόμενου μισθώματος, καταβλητέου εντός της πρώτης ημέρας κάθε ημερολογιακού μήνα και αναπροσαρμοζόμενου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, ότι δυνάμει του από 23-3-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού και ενώ οι εναγόμενοι εξακολουθούσαν να παραμένουν στη χρήση του μισθίου, παρατάθηκε η διάρκεια της μίσθωσης μέχρι τις 31-12-2012, ενώ υπήρξε ρητή πρόβλεψη και για το ύψος του οφειλόμενου μισθώματος για το 2010, και ότι έκτοτε οι εναγόμενοι εξακολουθούσαν μέχρι και τον χρόνο άσκησης της αγωγής να χρησιμοποιούν το μίσθιο, έχοντας καταστεί υπερήμεροι ως προς την καταβολή του μισθώματος των ετών 2011 έως και Νοεμβρίου 2017, και δεν του έχουν καταβάλει και τη συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή της εγγύησης. Ακολούθως, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν τη χρήση του μισθίου και να του καταβάλουν εις ολόκληρον, το ποσό των 138.487,96 ευρώ, ως μισθώματα, με τον νόμιμο τόκο από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, και τη συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή της εγγύησης, ύψους 1.297,52 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επικουρικά να του αποδώσουν τη χρήση του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης και να του καταβάλουν εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό, ως αποζημίωση χρήσεως, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επικουρικότερα να του αποδώσουν τη χρήση του μισθίου, λόγω ακυρότητας της μίσθωσης, και να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ίδιο ποσό, κατά το οποίο αυτοί κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι, άνευ νομίμου αιτίας, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 5.036,28 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα που επρόκειτο να καταστούν απαιτητά μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, ως μισθώματα, άλλως, ως αποζημίωση χρήσης και, επικουρικότερα, ως όφελος το οποίο επρόκειτο να αποκομίσουν οι εναγόμενοι σε βάρος της περιουσίας του άνευ νομίμου αιτίας, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και, επικουρικά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθούν επίσης οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 48.800 ευρώ, το οποίο έχουν ρητά αναγνωρίσει ότι του οφείλουν με το προαναφερθέν από 23-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, νομιμοτόκως, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία,  αφού απορρίφθηκε ως αόριστο, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας, ως προς το ποσό των 48.800 ευρώ, και ως μη νόμιμα, τα αιτήματα : α/περί αποδόσεως της χρήσης του μισθίου λόγω δυστροπίας και καταβολής μισθωμάτων μετά την 31η-12-2012, κατά την κύρια βάση τους, περί τοκοδοσίας του ποσού των 5.036,28 ευρώ, και ειδικότερα κάθε επιμέρους ποσού, από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, κατά την κύρια βάση του, καθώς και η ένσταση συμψηφισμού, παραγραφής, καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και μερικής εξόφλησης, που πρότειναν οι εναγόμενοι, έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι τελευταίοι  να αποδώσουν στο ενάγον τη χρήση του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης, και να του καταβάλουν : 1/ εις ολόκληρον, το ποσό των 46.137,18 ευρώ και 2/ ο καθένας από αυτούς, το ποσό των 18.112,56 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1-3-2011 έως 31-12-2012, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους μίσθωμα, από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση, 3/ο καθένας από αυτούς το ποσό των 52.690,32 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που καθορίστηκε στο ποσό των 5.700 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με τους λόγους της έφεσής τους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και επικουρικά τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, και να καταδικαστεί το ενάγον στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Kατά τη διάταξη του άρθρου 262 §. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν (ΑΠ 1070/2017, ΑΠ 575/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ειδικώς δε όσον αφορά την ένσταση συμψηφισμού, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 του ΑΚ συνάγεται ότι, για να είναι αυτή ορισμένη, θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαιτήσεως γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 84/2019, ΑΠ 438/2012, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 391/2014 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.629).

Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως αόριστη την προταθείσα από τους εναγόμενους ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης του πρώτου από αυτούς σε βάρος του εφεσίβλητου, λόγω των δαπανών που αυτός φέρεται ότι είχε υποβληθεί για την αποκατάσταση των φθορών του μισθίου μετά τον σεισμό του έτους 1999, ως διευθύνων σύμβουλος της τότε μισθώτριας εταιρείας «……………», με την αιτιολογία ότι δεν περιείχε με πληρότητα τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο παραγωγικά της γεγονότα, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, εφόσον πράγματι δεν εξειδικεύονται οι επιμέρους φθορές και αναλυτικά, κατ’είδος και ύψος, οι σχετικές δαπάνες που ήταν αναγκαίες, αλλά ούτε και τα στοιχεία που συνδέουν την ανταπαίτηση αυτή προς το πρόσωπο των εκκαλούντων, εφόσον οι δαπάνες έγιναν, κατά τα εκτιθέμενα, από τρίτο πρόσωπο, δεδομένου ότι δεν επιτρέπονται ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου κατ’άρθρο 262 § 2 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της άνω προταθείσας ενστάσεώς τους, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τον συν­δυασμό των διατάξεων των άρθρων 574-576 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το μίσθιο κα­τάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Αν, όμως, κατά τον χρόνο της παράδοσής του στον μισθωτή, το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολι­κά τη συμφωνημένη χρήση ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει το μίσθωμα, αν η χρή­ση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά, και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή, ή να ζητήσει μείωση του μισθώματος, σε περίπτωση μερικής παρακώλυσης, ανάλο­γη με τον βαθμό της ελάττωσης της χρήσης, έστω και αν δεν υπάρχει ολική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον, εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβα­σης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμα του και να αναι­ρείται και η γενόμενη παράδοση της χρή­σης [ΑΠ 1011/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 399/2004, ΧΡΙΔ 2005.47, ΕφΛαρ 16/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.243, ΕφΔωδ (Μον) 153/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Αν όμως ο μισθωτής, παρά την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, έκανε χρήση του μισθίου, έχει υποχρέωση να καταβάλει το μίσθωμα που οφείλεται σε αντάλλαγμα της χρήσης που έγινε (ΑΠ 27/2014 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 399/2014 ό.π).  Τόσο δε στην περίπτωση της ολικής, όσο και της μερικής παρακώλυσης, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει ή να καταβάλει μειωμένο μίσθωμα, προβάλλοντας το σχετικό δικαίωμά του όχι μόνο αυτοτελώς με αγωγή ή ανταγωγή αλλά και κατ’ ένσταση, προς απόκρουση αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή των μισθωμάτων (ΑΠ 1011/2018, ΑΠ 27/2014, ΑΠ 399/2004, ό.π)..

Τέλος,  από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269, 527 και 262 § 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα (και, επομένως, παραδεκτή) ένσταση, πρέπει να έχουν αναφερθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά, που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια, εάν δε έχουν προταθεί αορίστως στην πρώτη συζήτηση να επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο εφετείο σαφώς και με πληρότητα, οπότε θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση, εκτός εάν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 269 σε συνδυασμό με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 728/2016, ΑΠ 488/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 40/2015, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.282, ΕφΠατρ 471/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.294), ουσιαστικά δε από το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, εφόσον σε αυτό, με τον ν.4335/2015, ενσωματώθηκε το προαναφερθέν άρθρο 269, και συγκεκριμένα  αν : 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, και….. 6) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Απαιτείται, επίσης, επίκληση του λόγου της βραδείας προβολής  (ΑΠ 447/2019, Αρμ 2019.554, ΑΠ 97/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν, όμως, πρόκειται για ισχυρισμό που αποδεικνύεται με έγγραφο ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, για το παραδεκτό της βραδείας αυτής προβολής δεν είναι αναγκαία η πανηγυρική επίκληση στο δικόγραφο της έφεσης του κειμένου της διάταξης του άρθρου- 269 παρ.2 γ του ΚΠολΔ και ήδη-527 αρ.6 του ΚΠολΔ, αλλά αρκεί η επίκληση του γεγονότος ότι οι προσβαλλόμενες ενστάσεις αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα έγγραφα (ΑΠ 1735/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 98/2015 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες, με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, δηλώνουν ότι ασκούν το δικαίωμά τους για μείωση αλλά και μη καταβολή του μισθώματος, συνεπεία της ύπαρξης των ειδικότερα μνημονευόμενων πραγματικών ελαττωμάτων (φθορών στην τοιχοποιϊα) που διαπίστωσε αρχιτέκτων μηχανικός στην από 11-4-2018 τεχνική έκθεσή του, και εμποδίζουν τη συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Ο ισχυρισμός αυτός, προβληθείς το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης, καθώς δεν είχε προταθεί ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με καταχώρισή του στα πρακτικά (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 145/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 161/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.633) πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος διότι δεν προσδιορίζεται χρονικά η εμφάνιση των πραγματικών ελαττωμάτων, ώστε να διαπιστωθεί αν η ύπαρξή τους συμπίπτει χρονικά, εν όλω ή εν μέρει, με την υποχρέωση καταβολής των ένδικων μισθωμάτων, που υπήρχε μέχρι τις 31-12-2012, καταληκτική ημερομηνία της μίσθωσης, κατά τα συμφωνηθέντα, καθόσον έκτοτε οφείλετο αποζημίωση χρήσεως, στην οποία δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη του άρθρου 576 του ΑΚ. Επιπροσθέτως, προτείνεται και απαραδέκτως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, για τον λόγο ότι αποδεικνύεται εν μέρει με έγγραφο, καθώς από την προαναφερθείσα τεχνική έκθεση δεν προκύπτει ο χρόνος εμφάνισης των επικαλούμενων φθορών, αλλά  αποτυπώνεται μόνον η υπάρχουσα κατάσταση κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως, παραδεκτώς προταθέντα, ισχυρισμό τους περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων, και πλέον συγκεκριμένα, του ποσού των 48.800 ευρώ και των μισθωμάτων της χρονικής περιόδου 1-1-2011 έως 31-12-2012, αφού από τη γέννησή τους και μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 24-11-2017 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Σύμφωνα, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 περ. γ΄του νδ 496/1974, τα χρέη προς το ν.π.δ.δ από σύμβαση υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, αρχόμενη από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν. Επομένως, αμφότερα τα άνω χρέη, ως προερχόμενα από σύμβαση, αναγνώρισης χρέους και μίσθωσης, αντίστοιχα, υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, ο χρόνος της οποίας δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Συνεπώς, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει, ο παραπάνω λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, προκειμένου να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, ό.π,  ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124).

Οι εκκαλούντες προέβαλαν και πρωτοδίκως ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενοι ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί διότι : α/ το μίσθιο έχει εκτεταμένες φθορές εσωτερικά αλλά και εξωτερικά, που παρεμποδίζουν τη χρήση του και το καθιστούν ακατάλληλο, το δε ενάγον, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, αρνήθηκε να τις αποκαταστήσει, β/ το ενάγον αποφάσισε την αύξηση του μισθώματος κατά την περίοδο της εντονότατης οικονομικής κρίσης, καθορίζοντας το μίσθωμα αρχικά, για το έτος 2010, στο ποσό των 1.500 ευρώ, και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, στο ποσό των 1.678,76 ευρώ, τη στιγμή που διαμερίσματα ανάλογου εμβαδού και αντίστοιχης παλαιότητας εκμισθώνονται περί τα 800 ευρώ μηνιαίως, ενώ το ενάγον συμφώνησε με τον μισθωτή του διαμερίσματος του γ΄ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, ίδιας επιφάνειας και χαρακτηριστικών με το μίσθιο, μίσθωμα ύψους 930 ευρώ, γ/ ενώ επιτεύχθηκε συμφωνία με το αντίδικό τους περί μηνιαίου μισθώματος ύψους 1.050 ευρώ με ταυτόχρονο διακανονισμό για την καταβολή των προγενέστερων οφειλών τους, αυτό δεν τήρησε τελικώς τη συμφωνία και υπαναχώρησε αδικαιολόγητα, απαιτώντας την εφάπαξ καταβολή ποσού 60.000 ευρώ, ως προϋπόθεση για την εξέταση του αιτήματός τους για αναδρομική μείωση του μισθώματος. Τα παραπάνω, υπό στοιχ. α) και β) πραγματικά περιστατικά, όμως, και αληθή υποτιθέμενα, δεν εμπίπτουν στην έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος, σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη καθώς δεν συνιστούν συμπεριφορά εκ μέρους του ενάγοντος αποκλίνουσα από εκείνη του χρηστού και συνετού ανθρώπου και τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας ούτε δημιουργούν την εντύπωση έντονης αδικίας σε βάρος των εναγομένων, ειδικώς αν ληφθεί υπόψη ότι ο καθορισμός του μισθώματος κατά τα έτη 2010-2012 συμφωνήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα, με ιδιωτικό συμφωνητικό στις 23-3-2011, ως προϊόν της ελεύθερης βούλησης των συμβαλλομένων, την οποία άλλωστε αυτοί δεν προσέβαλαν μέχρι σήμερα, ενώ η τυχόν ύπαρξη των επικαλούμενων φθορών, τους παρείχε το δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Αντιθέτως, ως προς τα υπό στοιχ. γ΄ πραγματικά περιστατικά ο συγκεκριμένος λόγος είναι νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί και κατ’ουσίαν.

Πλέον αυτών, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεσή του με καταβολή (άρθρο 416 AΚ), αρκεί ν’ αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη ν’ αποδείξει και ότι η γενόμενη καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί αυτό εξυπακούεται, αφού περί αυτού μόνον είναι η διαφορά. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται με αντένσταση να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά όχι το επίδικο αλλά άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υποχρεούται, ο μεν δανειστής ν’ αποδείξει, επί τη αρνήσει του οφειλέτη, την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα (ΑΠ 1226/2018, ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 315/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), o δε οφειλέτης να αποκρούσει την αντένσταση, προβάλλοντας κατ’ επανένσταση  και αποδεικνύοντας ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη, βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ, το αργότερο κατά τον χρόνο της καταβολής (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 315/2017 ό.π).

Από την εκτίμηση της ένορκης ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως, …………, και την χωρίς όρκο εξέταση της πρώτης εναγομένης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες που έχουν ενσωματωθεί στην από 11-4-2018 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονος μηχανικού ……………, και την από Απριλίου 2018 έκθεση της μηχανικού …………., των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § § 1 περ. γ΄, 2, 448 § § 2 και 3, 457 § 4 του ΚΠολΔ), πλην εκείνων, που έχουν ενσωματωθεί σε φωτοαντίγραφο στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων των εκκαλούντων, και δεν κατατείνουν σε απόδειξη ισχυρισμού που προτάθηκε με τις προτάσεις, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες από 10-11-2020 υπεύθυνες δηλώσεις της ………. και …………, που ως και εκ της ημεροχρονολογίας τους συντάχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και, επομένως, αποτελούν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 6/2019 ΑΠ 524/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει του από 2-5-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, το ενάγον εκμίσθωσε στους εναγομένους το οροφοδιαμέρισμα του δ΄ορόφου πολυκατοικίας κείμενης επί της ………….. στον Πειραιά, επιφάνειας 159 τμ, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, με αφετηρία την 1-1-2003, για να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία αυτών και της οικογένειάς τους, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 1.030 ευρώ, καταβλητέου την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, και αναπροσαρμοζόμενου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης οι εναγόμενοι κατέθεσαν ως εγγύηση το ποσό των 2.060 ευρώ, με τη ρητή συμφωνία το ποσό αυτής, αποτελούμενο από το άθροισμα δύο μηνιαίων μισθωμάτων, να αναπροσαρμόζεται σε κάθε αύξηση του μισθώματος. Παρά την παραμονή των εναγομένων στη χρήση του μισθίου και μετά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, αυτή δεν λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, κατ’άρθρο 611 του ΑΚ, αφού επί εκμίσθωσης ακινήτων που ανήκουν σε νπδδ, όπως εν προκειμένω το ενάγον, δεν χωρεί σιωπηρή αναμίσθωση και απαιτείται η τήρηση του έγγραφου τύπου ως συστατικού αυτής (άρθρα 44 § 2 και 47 § 2 του νδ 715/1979). Άλλωστε, η σιωπηρή αναμίσθωση απαγορεύθηκε και με ρητό συμβατικό όρο (13). Έτσι, έγκυρη αναμίσθωση συνομολογήθηκε με το νεώτερο από 23-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, δια του οποίου οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν την παραμονή των εναγομένων στο μίσθιο για τρία (3) έτη, με αφετηρία την 1-1-2010 και καταληκτική ημερομηνία τις 31-12-2012, έναντι του μηνιαίου μισθώματος των 1.500 ευρώ, για το πρώτο μισθωτικό έτος, που θα αναπροσαρμοζόταν κάθε έτος, σε ποσοστό 100 % του Δείκτη Τιμών καταναλωτή, πλέον δύο μονάδων. Επιπλέον, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν ότι οφείλουν εις ολόκληρον ο καθένας στο ενάγον, από μισθώματα του ανωτέρω διαμερίσματος και αποθηκών που είχε μισθώσει ο δεύτερος από αυτούς, και κοινόχρηστα, έως τις 28-2-2011, το ποσό των 48.800 ευρώ και συμφωνήθηκε η καταβολή του ποσού των 4.000 ευρώ μηνιαίως για την τμηματική εξόφλησή του. Μετά την παρέλευση της συμβατικής διάρκειάς της, η μίσθωση έληξε, χωρίς η παραμονή των εναγομένων να την καταστήσει αορίστου χρόνου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Το μηνιαίο μίσθωμα, ύψους αρχικά 1.500 ευρώ, διαμορφώθηκε στη συνέχεια κατά το δεύτερο έτος, δηλαδή το έτος 2011, στο ποσό των 1.608 ευρώ και το επόμενο έτος στο ποσό των 1.678,76 ευρώ, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη. Μετά την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, οι εναγόμενοι εξακολουθούσαν να παραμένουν στη χρήση του μισθίου, παρακρατώντας αυτό παράνομα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 601 του ΑΚ, δηλαδή χωρίς δικαίωμα από τον νόμο, τη σύμβαση ή δικαστική απόφαση  [ΑΠ 199/2017, ΕφΔωδ (Μον) 172/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], οφείλοντας έκτοτε το συμφωνηθέν μίσθωμα, ως αποζημίωση χρήσης.

Με βάση, περαιτέρω, τα προσκομιζόμενα από τους εκκαλούντες γραμμάτια είσπραξης, αποδείχθηκε ότι αυτοί προέβησαν στις ακόλουθες καταβολές προς το ενάγον : ποσού 1.000 ευρώ στις 6-7-2011, ποσού 800 ευρώ στις 21-3-2012, ποσού 450 ευρώ στις 4-6-2013, ποσού 450 ευρώ στις 10-6-2013, ποσού 500 ευρώ στις 13-12-2013, ποσού 1.000 ευρώ στις 2-4-2014, ποσού 1.000 ευρώ στις 4-4-2014, ποσού 500 ευρώ στις 31-7-2014, ποσού 500 ευρώ στις 8-10-2014, ποσού 500 ευρώ στις 5-12-2014, ποσού 500 ευρώ στις 23-12-2014, ποσού 500 ευρώ στις 27-2-2015, ποσού 500 ευρώ στις 27-5-2015, ποσού 500 ευρώ στις 2-10-2015, ποσού 500 ευρώ στις 4-1-2016, ποσού 500 ευρώ στις 31-3-2016, ποσού 500 ευρώ την 1-4-2016, ποσού 500 ευρώ στις 24-5-2016, ποσού 500 ευρώ στις 4-7-2016, ποσού 500 ευρώ στις 28-7-2016, ποσού 500 ευρώ στις 23-9-2016, ποσού 500 ευρώ στις 23-12-2016, ποσού 500 ευρώ στις 27-12-2016, ποσού 1.000 ευρώ στις 11-1-2017, ποσού 500 ευρώ στις 30-1-2017, ποσού 500 ευρώ στις 2-6-2017,  ποσού 100 ευρώ στις 12-6-2017,  ποσού 600 ευρώ στις 3-10-2017,ποσού 650 ευρώ στις 19-12-2017, ποσού 1.050 ευρώ στις 15.1-2018 και ποσού 562,82 ευρώ στις 30-1-2018, και συνολικά 17.663,82 ευρώ, εκ των οποίων το ενάγον πρωτοδίκως είχε αποδεχθεί ότι καταβλήθηκαν 2.662,82 ευρώ, που καταλογίστηκαν στο μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2011 και μέρος του μισθώματος Φεβρουαρίου 2011, ύψους 1.054,82 ευρώ, απομένοντας υπολοίπου 553,18 (1.608 – 1.054,82) ευρώ. Σημειώνεται ότι σε κάποιες ημεροχρονολογίες, οι εκκαλούντες επικαλούνται δύο καταβολές του ίδιου ποσού, πλην όμως τα παραστατικά που προσκομίζουν προς απόδειξή τους, αφορούν στην πραγματικότητα στην ίδια και όχι διαφορετική καταβολή. Ενδεικτικά, οι εκκαλούντες επικαλούνται δύο διαφορετικές καταβολές  : 1/ ποσού 500 ευρώ κάθε φορά, στις 30-1-2017, πλην όμως το μεν υπ’αριθμ. ……… γραμμάτιο είσπραξης αφορά την έκδοση του νόμιμου παραστατικού εκ μέρους του ενάγοντος, ενώ το αντίγραφο της ηλεκτρονικής μεταφοράς του ίδιου ποσού, την ίδια ημερομηνία, ηλεκτρονικά μέσω της Τράπεζας Πειραιώς, με κωδικό συναλλαγής …………, αφορά στον τρόπο καταβολής του ίδιου ποσού, 2/ ποσού 650 ευρώ στις 19-12-2017, που έγινε με κατάθεση σε λογαριασμό του ενάγοντος στην Εθνική Τράπεζα, εκδοθείσας συναφώς της υπ’αριθμ. ………/19-12-2017 απόδειξης είσπραξής του. Το τελευταίο αρνείται τις καταβολές αυτές, ουδόλως όμως αξιολογεί ούτε παρέχει κάποια δικαιολογία, για τα προσκομιζόμενα παραστατικά (γραμμάτια είσπραξης εκδοθέντα από το ίδιο και παραστατικά τραπεζών), από τα οποία αυτές αποδεικνύονται. Συνεπώς, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, εξυπακούεται ότι οι καταβολές αυτές αφορούν στα επίδικα χρέη, εφόσον δεν προτάθηκε εκ μέρους του ενάγοντος ισχυρισμός περί ύπαρξης και άλλων χρεών, στα οποία έπρεπε αυτές να καταλογιστούν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τη σχετική ένσταση, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι οι εναγόμενοι με την- μη προσκομιζόμενη από τους διαδίκους- από 23-1-2018 επιστολή των πρώτων προς το ενάγον, ενώ γνώριζαν και έκαναν μνεία της προγενέστερης αγωγής του κατ’αυτών-έχοντας ήδη παραιτηθεί από το δικόγραφό της-απευθυνόμενης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να του καταβάλουν, μεταξύ άλλων, ως μισθώματα μέχρι τις 31-12-2016, το ποσό των 120.021,60 ευρώ,  στη συνέχεια, αναγνωρίζουν την ύπαρξη οφειλής εκ μέρους τους, αναγνώριση που εξομοιώνεται με εξώδικη ομολογία, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Η δήλωσή τους αυτή περί αναγνώρισης χρέους έχει γενικό περιεχόμενο και δεν αφορούσε συγκεκριμένο ποσό. Άλλωστε αντίστοιχο είναι και το περιεχόμενο της προγενέστερης από 23-1-2017 επιστολής των εναγομένων προς το ενάγον, όπου και πάλι γίνεται αναφορά στην ασκηθείσα αγωγή και αναγνωρίζεται εκ μέρους τους η ύπαρξη οφειλής με γενικό τρόπο και όχι συγκεκριμένα. Στην ίδια επιστολή, ωστόσο, μνημονεύεται ότι επισυνάπτονται ενδεικτικά δέκα (10) αποδείξεις καταβολής σε τραπεζικά ιδρύματα διαφόρων χρηματικών ποσών έναντι της οφειλής τους, το συνολικό ύψος των οποίων επίσης δεν προσδιορίζεται, γεγονός που επιτρέπει την παραπάνω παραδοχή, ότι δηλαδή σε αμφότερες αυτές τις επιστολές, οι εναγόμενοι αποδέχονται κατά τρόπο γενικό ότι οφείλουν χρήματα στο ενάγον. Επομένως, πρέπει, γενομένου δεκτού του ισχυρισμού των εναγομένων περί μερικής εξόφλησης, που είχε προταθεί παραδεκτά και πρωτοδίκως, και επαναφέρουν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, το παραπάνω ποσό, ελλείψει συμφωνίας των μερών, με βάση την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, να καταλογιστεί στο αρχαιότερο χρέος, ήτοι την αναγνωρισθείσα οφειλή των 48.800 ευρώ, απομένοντος υπόλοιπο 31.136,18 (48.800 – 17.663,82) ευρώ, στο οποίο έχουν συνυπολογιστεί και οι αποδεκτές από το εφεσίβλητο καταβολές των 2.662,82 ευρώ, ενώ απαραδέκτως, με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών τους  επικαλούνται το πρώτον επιπλέον καταβολές, που φθάνουν, μαζί με τις ήδη αναφερόμενες, στο ποσό των 29.430 ευρώ. Έτσι, το συνολικό ποσό της οφειλής τους έναντι του ενάγοντος, πλέον του αναγνωρισθέντος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις γενόμενες καταβολές, και αφορά μισθώματα Μαρτίου 2011 έως και Δεκεμβρίου 2012 [16.080 (1.608 Χ 10) + 20.145,12 (1.678,76 Χ 12)], αποζημίωση χρήσης για τους μήνες Ιανουάριο 2013 έως και Φεβρουάριο 2018, 104.083,12 (1.676,78 Χ 62) ευρώ, και αναπροσαρμογή εγγύησης, 1.297,52 [(1.678,76 Χ 2) 3.357,52 – 2.060] ευρώ, ανέρχεται σε 141.605,76 (16.080 + 20.145,12 + 104.083,12 + 1.297,52) ευρώ. Όσον αφορά δε τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος Μαρτίου 2011 έως και Δεκεμβρίου 2012, οι εναγόμενοι κατέστησαν υπερήμεροι με μόνη την άπρακτη πάροδο της δήλης ημέρας καταβολής τους, δηλαδή από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, ενώ για τα λοιπά χρέη, ήτοι το αναγνωρισθέν και την αποζημίωση χρήσεως και αναπροσαρμογή εγγύησης, η υπερημερία τους επήλθε από της επιδόσεως της αγωγής.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι εναγόμενοι καθυστερούσαν και στο παρελθόν την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, και το ενάγον τους είχε διευκολύνει για την τμηματική εξόφλησή τους, ικανοποιώντας σχετικό αίτημά τους, πριν ακόμα ενσκύψει η οικονομική κρίση, συνεπεία της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς τους, μειώθηκε σημαντικά το οικογενειακό τους εισόδημα. Είναι δε αληθές ότι οι ίδιοι, από το έτος 2012, με την από 10-10-2012 αίτησή τους, επικαλούμενοι την οικονομική κρίση, ζήτησαν από το ενάγον μείωση του μισθώματος για το επίδικο, στο ποσό των 930 ευρώ, που ήταν αντίστοιχο με εκείνο που καταβαλλόταν για άλλα οροφοδιαμερίσματα του ίδιου κτιρίου, αλλά και για την αποθήκη που μίσθωναν, στο ποσό των 500 ευρώ, καθώς και διακανονισμό της οφειλής τους. Το ενάγον απαντώντας άμεσα, δεν αρνήθηκε την πρόταση αυτή, αλλά έθεσε ως προϋπόθεση την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ λόγω της επί μακρόν ήδη από παλαιότερα  καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος εν γένει.  Έκτοτε και μέχρι το έτος 2016, που το ενάγον άσκησε σε βάρος τους δύο αγωγές, μία απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και μία στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, ζητώντας την απόδοση του επίδικου μισθίου και των αποθηκών, αντίστοιχα, καθώς και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων και άλλων συναφών χρεών των εναγομένων, οι τελευταίοι δεν επανήλθαν στο θέμα αυτό και προέβαιναν ατάκτως σε μερικές καταβολές, με την ανοχή του ενάγοντος, διογκούμενης συνεχώς της οφειλής τους έναντι αυτού. Αφού παρήλθε χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, χωρίς οι εναγόμενοι να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, με την από 10-10-2016 επιστολή τους προς το ενάγον υπέβαλαν εκ νέου το αίτημα για αναδρομική μείωση του μισθώματος, στο ποσό του μισθώματος που καταβαλλόταν για το ίσης επιφάνειας διαμέρισμα του προηγούμενου ορόφου, αίτημα το οποίο επανέλαβαν και στην από 24-1-2017 νεώτερη επιστολή τους. Σχετική συμφωνία, όμως, ουδέποτε έλαβε χώρα και από τις επιστολές που τα διάδικα μέρη αντάλλαξαν αποδεικνύεται ότι η άρνηση του ενάγοντος να αποδεχθεί τις προτάσεις των εναγομένων ήταν η μέχρι τότε σημαντική αύξηση της οφειλής τους, την εξόφληση σημαντικού μέρους της οποίας αυτό έθετε ως προϋπόθεση. Η έλλειψη τέτοιας συμφωνίας προκύπτει και από το περιεχόμενο της από 8-3-2018 επιστολής των εναγομένων προς το ενάγον, στο κείμενο της οποίας μνημονεύεται ότι το τελευταίο, παρά τις επανειλημμένες απαιτήσεις τους, αδιαφόρησε για τον ανακαθορισμό του μισθώματος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση, το ενάγον δεν άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά του για απόδοση του μισθίου και καταβολή των οφειλομένων, ενώ και η προγενέστερη άρνησή του για μείωση του μισθώματος ή ανταλλάγματος για τη χρήση του οροφοδιαμερίσματος που διέμεναν οι εναγόμενοι, είναι συνυφασμένη με το δικαίωμά του προς διαχείριση της περιουσίας του με όποιον τρόπο κρίνει κατάλληλο, η δε απαίτησή του για μερική τακτοποίηση των οφειλών των τελευταίων, ως ένδειξη καλής θελήσεως και σοβαρής προθέσεως να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αφ’ής στιγμής υπήρξαν για σημαντικό χρονικό διάστημα και σε μεγάλη έκταση ασυνεπείς στην τήρηση αυτών, κρίνεται ως εύλογη. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση με εν μέρει διαφορετική και συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης, περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ως προς το ανωτέρω σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η οφειλή των εκκαλούντων έναντι του ενάγοντος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 187.742,53 ευρώ αντί του ορθού των 172.738,94 (141.605,76 + 31.136,18) ευρώ έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου εφέσεως περί μερικής εξόφλησης, να εξαφανιστεί αυτή στο σύνολό της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα (ΕφΠειρ 711/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στο ενάγον : α/ εις ολόκληρον, το ποσό των 31.136,18 ευρώ, β/ εξ ημισείας το ποσό των 36.225,12 (16.080 + 20.145,12) ευρώ άλλως το ποσό των 18.112,56 ευρώ ο καθένας, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό μισθώματος, από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση, γ/ εξ ημισείας το ποσό των 105.380,65 (104.083,13 + 1.297,52) ευρώ άλλως το ποσό των 52.690,32 ευρώ ο καθένας, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της, λόγω της μερικής νίκης τους  (άρθρο 495 § 3  εδ. ε΄ του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1i α, 68 § 1,  69 παρ.1 και 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).               Σημειώνεται ότι δεν συντρέχει λόγος αναστολής της δίκης, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της (υπ’αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2020) αίτησης επίδειξης εγγράφων που κατέθεσαν οι εκκαλούντες στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, προκειμένου να τους χορηγηθούν αντίγραφα των γραμματίων είσπραξης ενοικίου στον μνημονευόμενο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας υπέρ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κεντρικής Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών, καθώς και έγγραφη βεβαίωση περί του ύψους του μισθώματος του μισθίου μετά την αποχώρησή τους, πρωτίστως διότι τα παραπάνω έγγραφα, πλην της βεβαίωσης, χορηγήθηκαν ήδη στους εκκαλούντες, με προσωρινή διαταγή.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 18-2-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/18-2-2019) έφεση των εναγομένων κατά της υπ’αριθμ. 4668/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέβαλαν κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 24-11-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../27-11-2017) αγωγή του εφεσίβλητου.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στο ενάγον : α/ εις ολόκληρον, το ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων εκατόν τριάντα έξι ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (31.136,18 ευρώ), β/ το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν δώδεκα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (18.112,56) ο καθένας, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό μισθώματος, κατά την αναλογία που βαρύνει έκαστο, από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση, γ/ το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (52.690,32) ο καθένας, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21-12-2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ