Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 769/2020

Αριθμός  769/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα T.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2430/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική  διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-10-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας των εξήντα ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης στον εναγόμενο-εκκαλούντα ως αγνώστου διαμονής  στις 23-7-2019,  σε συνδυασμό με την αναστολή της προθεσμίας για άσκηση των ενδίκων μέσων, κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου,  που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ  (άρθρα 147  παρ. 2, 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 150 ευρώ (βλ. e-παράβολο  ……………./ 2019).Επομένως,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 1-7-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../1999 αγωγή του ο αρχικός ενάγων, …………..,  ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το ποσό των 80.000.000 δραχμών, που του είχε μεταβιβάσει κατά κυριότητα βάσει διαδοχικών μεταξύ τους συμβάσεων δανείου, που καταρτίστηκαν κατά το χρονικό διάστημα, από 27-6-1995 έως 4-11-1996, το οποίο  μέχρι σήμερα δεν του έχει αποδώσει, ενώ περαιτέρω  ζήτησε να διαταχθεί και η συντηρητική κατάσχεση των 16.000 μετοχών του εναγομένου στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “……………….”, αξίας εκάστη 5.000 δρχ. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικώς  η υπ’ αριθ. 6094/2000 εν μέρει μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτό, αφού απέρριψε τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της αγωγής αίτηση περί συντηρητικής κατάσχεσης των μετοχών του εναγομένου ως αόριστη, ακολούθως ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε αποδείξεις, υποχρεώνοντας  τον ενάγοντα να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (και με μάρτυρες) τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο διατακτικό της, αμφισβητούμενα από τον εναγόμενο, θεμελιωτικά της αγωγής περιστατικά, ενώ όρισε  ότι η εξέταση των μαρτύρων των διαδίκων θα διεξαγόταν ενώπιον της ορισθείσας Εισηγήτριας Δικαστή ή εντεταλμένων Δικαστών μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από τη νόμιμη κοινοποίηση της απόφασης. Στις  6-10-2000 ο ενάγων, …………., απεβίωσε στο Φάληρο Αττικής και δυνάμει της από 30-3-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει των υπ’ αριθ. 4702/2000 και 1861/2000  πρακτικών  δημοσίευσης  και  απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κληρονομήθηκε αποκλειστικά από τα δύο τέκνα του, ………. και …………… Οι τελευταίοι επέδωσαν στον εναγόμενο στις 27-5-2015  την ως άνω μη οριστική απόφαση για την εκκίνηση της προθεσμίας διεξαγωγής των αποδείξεων, υπεισερχόμενοι νομίμως με δήλωση τους στη δικονομική θέση του καθολικού δικαιοπάροχού τους, ακολούθως δε, ζήτησαν και ορίστηκε αρμοδίως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ημέρα διεξαγωγής η 16η  Σεπτεμβρίου, κατά την οποία, ωστόσο, αυτή ματαιώθηκε λόγω των Βουλευτικών Εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, με συνέπεια  η ταχθείσα κατά τα ανωτέρω προθεσμία για την διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων να παρέλθει άπρακτη. Στη συνέχεια, οι ίδιοι με αίτηση τους ζήτησαν την παράταση της προθεσμίας για διεξαγωγή των αποδείξεων, η οποία, όμως, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την η υπ’ αριθ. 2656/2016 απόφαση του ως απαράδεκτη. Κατόπιν τούτου, με την από 2-4-2018 κλήση  των ως άνω διαδόχων του αρχικού ενάγοντος, η υπόθεση εισήχθη προς οριστική κρίση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε  επαρκείς προς μόρφωση της κρίσης του τις λοιπές προσκομισθείσες ενώπιον του  αποδείξεις και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη του το γεγονός, ότι οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους δεν αιτούνταν τη χορήγηση νέας προθεσμίας προς εξέταση μαρτύρων, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον  εναγόμενο  να καταβάλει το αιτούμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη   ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεση, για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να απορριφθεί η σε βάρος του αγωγή.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι, πλήν άλλων, και η συμφωνία των ενδιαφερομένων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας ή αβεβαιότητος ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Και φιλονικία μεν (έρις) υπάρχει όταν καθένας από τους συμβαλλομένους αμφισβητεί τη νομική ή πραγματική βασιμότητα των απαιτήσεων του άλλου, άσχετα αν έχει πράγματι αμφιβολία περί αυτών, ή πράττει τούτο από απλή κακοβουλία. Αβεβαιότητα δε, όταν ουδείς εκ  των συμβαλλομένων  είναι βέβαιος για τις δικές του απαιτήσεις, ήτοι αν γεννήθηκε η έννομη σχέση, αν υπάρχει, μεταξύ ποίων προσώπων ή σε ποια έκταση. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων θεωρούνται κατά την κοινή αντίληψη και μπορεί να είναι νομικής ή πραγματικής φύσεως. Αρκεί το ένα συμβαλλόμενο μέρος να προβαίνει σε μια θυσία, γιατί σε αντίστοιχη θυσία προβαίνει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η υποχώρηση μπορεί να συνίσταται και στην παραίτηση του συμβαλλόμενου από τα ένδικα μέσα κατά οριστικής ή και τελεσίδικης απόφασης (ΑΠ 1257/2017, ΑΠ 313/2013). Η υποχώρηση στην οποία προβαίνει το ένα μέρος δεν είναι απαραίτητο να είναι ισάξια προς την υποχώρηση του άλλου μέρους. Αν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότητα ή η υπάρχουσα λύεται με υποχώρηση μόνο του ενός εκ των μερών, τότε δεν πρόκειται για συμβιβασμό, αλλά για άλλου είδους σύμβαση. Για τη σύναψη της συμβάσεως συμβιβασμού απαιτείται πρόταση παρ` ενός των συμβαλλομένων μερών με περιεχόμενο την, δι` αμοιβαίων υποχωρήσεων, διάλυση της έριδος ή αβεβαιότητος και αποδοχή αυτής από το έτερο μέρος. Η σύμβαση συμβιβασμού είναι υποχρεωτική για τους συμβαλλομένους, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκαν με το συμβιβασμό και αν κάποιο από τα μέρη τις προβάλλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της συνάψεως συμβιβασμού. Δηλαδή με το συμβιβασμό τερματίζεται οριστικώς η διαφορά και δεν μπορεί πλέον να λυθεί με διαφορετικό τρόπο η έννομη σχέση που ρυθμίστηκε με αυτόν, το δε δικαστήριο, αν προταθεί η ένσταση του συμβιβασμού, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της αποφάσεώς του, σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού (ΑΠ 1005/2019, 1738/2017, ΑΠ 1527/2017, ΑΠ 669/2016).

IV.Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος το Σεπτέμβριο του έτους 1993 συνέστησε την εταιρεία με την επωνυμία “………………..”, με έδρα τη ……. Αττικής, και κύριο αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία αλιευμάτων. Το έτος 1995 ο αρχικώς ενάγων, θείος του εναγομένου και  γνωστός εφοπλιστής, που ήθελε  να δραστηριοποιηθεί και στον χώρο στην ιχθυοτροφίας, αποφάσισε να συστήσει προς τούτο μία ανώνυμη εταιρία, στην οποία πρότεινε  στον εναγόμενο να συμμετάσχει, λόγω της εμπειρίας του, ως μέτοχος. Μετά από σχετικές επαφές και συνομιλίες τα διάδικα μέρη συνέπραξαν στην κατάρτιση της υπ’ αριθ. …./27-6-1995 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιά ……………., με την οποία  συστήθηκε νόμιμα μεταξύ τους η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “………….” και τον διακριτικό τίτλο “………….”, με έδρα τον Πειραιά. Το μετοχικό κεφάλαιο αυτής αρχικά ορίσθηκε στο ποσό των 100.000.000 δραχμών, για το οποίο εκδόθηκαν 20.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας 5.000 δραχμών εκάστη, εκ του οποίου  ο αρχικώς ενάγων κατέβαλε 75.000.000 δρχ., και ανέλαβε 15.000 μετοχές, και ο εναγόμενος 25.000.000 δραχμές και ανέλαβε 5.000 μετοχές. Παράλληλα, ο αρχικώς ενάγων διορίστηκε στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας ως Πρόεδρος, ο εναγόμενος, ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος,  ενώ, ομοίως, Διευθύνων Σύμβουλος αυτής ορίστηκε και ο υιός του αρχικώς ενάγοντος, ………….. (νυν πρώτος εφεσίβλητος). Στις 16-4-1996 η έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας αποφάσισε ομόφωνα την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου από 100.000.000 δρχ. σε 235.000.000 δρχ., για την οποία  ο μεν αρχικώς ενάγων κατέβαλε το ποσό των 101.250.000 δρχ., λαμβάνοντας 20.250 μετοχές, ο δε εναγόμενος το ποσό των 33.750.000 δρχ., λαμβάνοντας 6.750 μετοχές, ενώ στη συνέχεια, με συναίνεση του εναγομένου αποφασίσθηκε και έγινε αναδιανομή των μετοχών και από τις 47.000 μετοχές, αξίας 5.000 δρχ. η καθεμία και συνολικής αξίας 235.000.000 δρχ., που είχαν ήδη αναληφθεί από τους μετόχους (αρχικώς ενάγοντα και εναγόμενο), οι 37.600 μετοχές, συνολικής αξίας 188.000.000 δρχ. περιήλθαν στον ίδιο τον αρχικώς ενάγοντα και οι υπόλοιπες 9.400 μετοχές, συνολικής αξίας 47.000.000 δρχ. στον εναγόμενο. Λίγο αργότερα,  με την από 4-11-1996 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας αποφασίσθηκε νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της από 235.000.000 δρχ. σε 400.000.000 δρχ., ενώ εκδόθηκαν και 33.000 νέες μετοχές, ονομαστικής αξίας 5.000 δραχμές έκαστη, τις οποίες ανέλαβαν οι δύο μέτοχοι (αρχικώς ενάγων και εναγόμενος) καταβάλλοντας ο μεν αρχικώς ενάγων το ποσό των 132.000.000 δρχ. , λαμβάνοντας  26.400 μετοχές, και ο εναγόμενος το ποσό των 33.000.000 δρχ., λαμβάνοντας  6.600 μετοχές, ο οποίος έκτοτε κατείχε συνολικά  16.000 μετοχές (9.400 + 6.600), αξίας 80.000.000 δρχ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μέρος της ως άνω συμμετοχής του εναγόμενου στο  εταιρικό κεφάλαιο προήλθε   από δανεισμό, ποσού 30.000.000 δραχμών από τον   …………….., για τον οποίο καταρτίστηκε το από 26-9-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με τους όρους του οποίου αυτός (εναγόμενος δανειολήπτης) όφειλε να το αποπληρώσει εφάπαξ έως τον Σεπτέμβριο του έτους 1998, εντόκως με επιτόκιο 15% ετησίως, ενώ προς διασφάλιση του δανειστή συμφωνήθηκε περαιτέρω η σύσταση ενεχύρου επι των μετοχών του εναγόμενου στην εν λόγω εταιρία,  αντίστοιχης με τη δανειακή σύμβαση  διάρκειας. Η κατά τα ανωτέρω συνεργασία των αρχικών διάδικων στην αρχή έβαινε ομαλά, στην πορεία όμως,  οι σχέσεις τους είχαν άσχημη εξέλιξη,  με  αποτέλεσμα ο εναγόμενος να  απομακρυνθεί  από το Διοικητικό Συμβούλιο με τη μομφή ότι προέβη σε  οικονομικές ατασθαλίες σε βάρος της εταιρείας. Κατόπιν τούτου αυτός άσκησε σε βάρος του αρχικώς ενάγοντος, ………….,  την από  1-7-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/1999 αγωγή, με την οποία  ζητούσε  να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το ποσό των  60.000.000 δραχμών, ως οφειλόμενη αμοιβή κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, για την παροχή των υπηρεσιών του, αναφορικά με την σύσταση της μεταξύ τους εταιρίας, ενώ και ο ………….. λίγο αργότερα άσκησε σε βάρος του (εναγομένου) την ως άνω αγωγή, για την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2001, ο νυν πρώτος  εφεσίβλητος, ………., που εν τω μεταξύ μετά τον θάνατο του πατέρα του είχε αναλάβει τη διοίκηση της εταιρίας, ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι δέχθηκε συμφέρουσα πρόταση από  υποψήφιους αγοραστές για όλο το μετοχικό κεφάλαιο της «……….», και του παρουσίασε την προοπτική της μεταβίβασης της εταιρίας, οι εργασίες της οποίας τότε δεν πήγαιναν καλά, ως  ευκαιρία να λήξουν οριστικά και οι μεταξύ τους δικαστικές διενέξεις. Για το λόγο αυτό ο εναγόμενος, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου, συναντήθηκε καθ’υπόδειξη του ………, με έναν εκ των υποψήφιων αγοραστών, τον ………….., ο οποίος τον ενημέρωσε, ότι μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις με τους νυν εφεσιβλήτους, και λόγω της αρνητικής οικονομικής πορείας της εταιρείας, κατέληξαν στην μεταβίβαση ολόκληρου του μετοχικού πακέτου της με τίμημα εκάστης μετοχής, αντί ποσού  2.187,5 δρχ. Ο εναγόμενος, παρότι θεώρησε το προτεινόμενο τίμημα χαμηλό, πείστηκε τελικώς και συμφώνησε στη μεταβίβαση των μετοχών του. Ακολούθως δε, στις 15-6-2001υπέγραψε,κατ’απαίτηση των νυν εφεσιβλήτων και παρουσία του ………….., μία εξοφλητική απόδειξη, που είχαν συντάξει αυτοί και του παρέδωσε ο τελευταίος, στην οποία αναγραφόταν επί λέξει ότι: «Σήμερα 14.6.2001 ο υπογεγραμμένος ………., έλαβα το ποσό των 35.000.000 δρχ. από τους ………. και ………., ποσό που θεωρώ εύλογο και δίκαιο ότι ανταποκρίνεται στην αξία συμμετοχής μου στο μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………….” και με το διακριτικό τίτλο “…………” και κατόπιν αυτού δίνω γενική και ειδική πληρεξουσιότητα, υπογράφοντας ανέκκλητο πληρεξούσιο μεταβιβάσεως των μετοχών μου σε οποιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ταυτόχρονα αναγνωρίζω, ότι οι μετοχές μου νόμιμα βρίσκονταν στην κατοχή και στην νομή των ………… και …………. Δηλώνω ακόμη, ότι αναγνωρίζω όλες τις μέχρι σήμερα αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων και τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς επίσης και όλους τους μέχρι σήμερα ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης της ως άνω εταιρίας, ενώ δηλώνω, ότι παραιτούμαι από την υπ’ αριθμ. 4322/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς επίσης και από την τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών σε περίπτωση που τυχόν ήθελε απορρίψει την έφεση της ως άνω εταιρείας εναντίον μου και κάνει δεκτή την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση. Πέραν της ως άνω απόφασης δεν διατηρώ καμία απαίτηση ή αξίωση κατά της άνω αναφερόμενη εταιρίας, κατά των ……….. και ……….. προσωπικά αλλά και κατά, οιουδήποτε άλλου τρίτου προσώπου συμμετέχοντος ή μη στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και από οποιαδήποτε αιτία. Δηλώνω ρητά και κατηγορηματικά, ότι όλες οι επιταγές της ως άνω εταιρείας, που βρέθηκαν στα χέρια μου έχουν απωλεσθεί και εν πάση περιπτώσει δεν διατηρώ καμία απαίτηση ή αξίωση από το τίμημα κάποιας επιταγής, ενώ η εταιρεία “………….” δεν πρόκειται να έχει καμία απολύτως διένεξη ή δικαστική διαμάχη με οποιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με την είσπραξη οποιασδήποτε από τις επιταγές που βρέθηκαν στα χέρια μου μετά από την αποχώρηση μου από την ως άνω εταιρεία. Κατόπιν όλων αυτών δηλώνω προς τον ………. και ……….., ότι εξοφλούμαι πλήρως από τη συμμετοχή μου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας και δεν έχω καμία απολύτως αξίωση ή απαίτηση κατά οιουδήποτε προσώπου, συμπεριλαμβανομένης και της εταιρείας για το διάστημα της ανάμειξης μου στη Διοίκηση της «…….. ..», που πηγάζει από οποιαδήποτε έννομη σχέση ή σύμβαση ή συνεργασία, που είχα είτε με την εταιρεία είτε με το θανόντα θείο μου ………… είτε με τους σημερινούς κύριους μετόχους της εταιρίας …………. και ……….». Στη συνέχεια δε, αφού  υπέγραψε και το υπ’ αριθ. ………/2001 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., με το οποίο δήλωνε, ότι διορίζει ειδικό πληρεξούσιο και αντιπρόσωπο του τον ………….. προκειμένου να πωλεί, παραχωρεί και μεταβιβάζει τις 16.000 μετοχές του με οποιοδήποτε τίμημα, εισέπραξε και το καταβληθέν από τους εφεσιβλήτους ποσό των 35.000.000 δραχμών. Μετά την υπογραφή των ανωτέρω εγγράφων από τον εναγόμενο του παραδόθηκε από τον …………… η  φέρουσα ημερομηνία 15-6-2001 έγγραφη δήλωση των εφεσίβλητων, με το εξής περιεχόμενο:  “Προς κ. ……….., κ. ……… Οι υπογεγραμμένοι …….. και ………… δηλώνουμε ότι εφόσον υπογράψατε την από 14.06.2001 δήλωση, τότε και εμείς με τη σειρά μας δεν έχουμε καμία απαίτηση ή αξίωση σε βάρος σας, η οποία να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία πηγάζουσα από έννομη σχέση σύμβαση ή συνεργασία που είχαμε εμείς μαζί σας ή ο θανών πατέρας μας . …… σχετικά με τη συμμετοχή όλων μας στο μετοχικό κεφάλαιο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας με την επωνυμία “…………..”. Κατόπιν αυτών επιλύονται οριστικά και αμετάκλητα όλες οι μεταξύ μας δικαστικές εκκρεμότητες αστικές και ποινικές και θα συνεργαστούμε από κοινού στο μέλλον για την ενώπιον των Δικαστηρίων λύση των μεταξύ μας προβλημάτων”. Περαιτέρω, στις 19.6.2001 υπογράφηκε μεταξύ των νυν εφεσιβλήτων ως πωλητών και των: α) ………, β) ……….., γ) ………. και δ) ……….. ως αγοραστών, το ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης όλων των μετοχών της εταιρίας, στο οποίο ανεγράφη (όρος 2) ότι: “Οι δύο πρώτοι συμβαλλόμενοι (ενν. οι ………… και …………..) μεταβιβάζουν στους ετέρους συμβαλλόμενους όλες τις μετοχές που τους ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα και αντιστοιχούν σε ποσοστό 83% επί του συνόλου ενώ παραδίδουν μετά την καταβολή προς τον ………….. του ποσού των 35.000.000 δρχ. και την υπογραφή πληρεξουσίου από αυτόν για τη μεταβίβαση των μετοχών του, όλες τις μετοχές του …………., των οποίων έχουν την νομή και κατοχή και αντιστοιχούν σε ποσοστό 17% επί του συνόλου, δηλ. ουσιαστικά παραδίδουν αυτοί στους ετέρους συμβαλλομένους το 100% των μετοχών…. αντί συνολικού τιμήματος 380.000.000 δρχ., το οποίο θα καταβληθεί αυθημερόν ολοσχερώς….». Συμφωνήθηκε, δηλαδή, η τιμή πώλησης εκάστης μετοχής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ………….., στο ποσό των (380.000.000δρχ : 90.000 μετοχές) = 4.222,22 δρχ., ανά μετοχή και όχι σε εκείνο των 2.185,5 δρχ., με το οποίο ο τελευταίος συμφώνησε και μεταβίβασε τις δικές του μετοχές. Αυτός, όταν πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί  άσκησε σε βάρος των νυν εφεσιβλήτων την με αριθμό έκθεσης …………/2006  αγωγή  αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος ότι τον εξαπάτησαν, και  ζητούσε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν τη διαφορά των 95.540,77 ευρώ πλέον χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 90.000 ευρώ. Οι τελευταίοι προέβαλαν τότε τον ισχυρισμό ότι ο ………… ουδεμία πραγματική συμμετοχή είχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, το οποίο είχε καταβάλει  εξ ολοκλήρου ο πατέρας τους, ……………, και ότι για τον λόγο αυτό το ποσό των 35.000.000 δραχμών, που έλαβε για την μεταβίβαση των μετοχών του, δεν του δόθηκε ως τίμημα αλλά ως αντάλλαγμα στα πλαίσια του επελθόντος συμβιβασμού τους για τον τερματισμό των μεταξύ τους διενέξεων. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε δεκτός από το Δικαστήριο, που έκρινε ότι η συμφωνία για το τίμημα των μετοχών αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης   διαπραγμάτευσης για την αξία τους και δεν συνεχόταν με την ύπαρξη  του επικαλούμενου συμβιβασμού, με την έννοια του ανταλλάγματος για την ρύθμιση των υφισταμένων μεταξύ τους διαφορών,  και ακολούθως εξέδωσε τη με αριθμό 7261/2008 απόφαση του, με την οποία έκανε  μερικώς δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν το ποσό των 95,540,77 ευρώ ως αποζημίωση, πλέον 5.000 ευρώ για χρηματική αποζημίωση λόγω   ηθικής βλάβης. Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε με την με αριθμό 6296/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η οποία και κατέστη αμετάκλητη  με τη με αριθμό 555/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, και ειδικότερα, ως προς το ερευνώμενο εν προκειμένω ζήτημα της οφειλής εκ δανείου του εναγόμενου αποδείχθηκε ότι αυτός στις 26-9-1996 πράγματι έλαβε δάνειο, ποσού 30.000.000 δραχμών από τον …………, που όφειλε να το αποδώσει έως τον Σεπτέμβριο του έτους 1998, και συνεχίζει παρόλα αυτά να το οφείλει, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε και τα υπόλοιπα χρηματικά ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή, καθόσον ουδέν αποδεικτικό στοιχείο περί τούτου προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα δε, αναφορικά με το  από 19-6-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης όλων των μετοχών της εταιρίας «………..», που υπογράφουν οι νυν εφεσίβλητοι, όπου αναφέρεται διηγηματικώς και δίχως να αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης, ότι ο ……….. κατέβαλε για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου το ποσό  των 80.000.000 δραχμών (δηλαδή το αιτούμενο με την αγωγή ποσό),με χρήματα που έλαβε εξ ολοκλήρου ως δάνειο  από τον ………., αυτό δεν αποτελεί επ’ουδενί  εξώδικη ομολογία εκ μέρους του νυν εκκαλούντος για την κατάρτιση του επίδικου δανείου, όπως αβασίμως επικαλούνται οι εφεσίβλητοι,  καθόσον η σχετική δήλωση δεν  προέρχεται από τον ίδιο, ούτε καλύπτεται από την χορηγηθείσα εκ μέρους του, κατά τα ανωτέρω, και μνημονευόμενη σε αυτό πληρεξουσιότητα προς τον  ………… για την μεταβίβαση των μετοχών του. Ωστόσο, η επίδικη αξίωση για επιστροφή του ανωτέρω ποσού των 30.000.000 δραχμών, περιλαμβάνεται ως εκ της γενεσιουργού της αιτίας αλλά και του περιεχομένου αυτής στον συναφθέντα μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμό για εξωδικαστική επίλυση του συνόλου των δικαστικών τους διενέξεων, όπως το περιεχόμενο αυτού αναπτύσσεται στις ως άνω από 14-6-2001 και 15-6-2001 εκατέρωθεν δηλώσεις τους, και πλέον συγκεκριμένα (ως προς αυτήν)  στην από 15-6-2001 δήλωση των εφεσιβλήτων, όπου ορίζεται ρητά  και ανεπιφύλακτα (και δίχως κάποια εξαίρεση) ότι αυτοί  ουδεμία αξίωση διατηρούν σε βάρος του ………..,  που να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, πηγάζουσα από έννομη σχέση ή σύμβαση ή συνεργασία, που είχαν μεταξύ τους ή με τον θανόντα πατέρα τους σχετικά με τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο και το διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας «…………..», ενώ συμφωνούν  και για οριστική και αμετάκλητη επίλυση όλων των μεταξύ τους δικαστικών εκκρεμοτήτων, αστικών και ποινικών. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε πρόθεση των μερών με τις εκατέρωθεν δηλώσεις παραιτήσεως από τις γεγεννημένες μεταξύ τους αξιώσεις ήταν να απαγκιστρωθούν από όλα τα ζητήματα που είχαν ανακύψει από την μεταξύ τους επαγγελματική συνεργασία και τη συμμετοχή τους στην εταιρία, ενόψει και της μεταβίβασης των μετοχών αυτής σε τρίτους, και ως εκ τούτου,  εάν οι εφεσίβλητοι επιθυμούσαν για οποιοδήποτε λόγο να εξαιρεθεί της γενικότερης συμβιβαστικής συμφωνίας η ως άνω αξίωση τους,  η οποία κατά τον χρόνο εκείνο ήταν ήδη επίδικη, θα το ανέφεραν ρητώς. Οι ως άνω παραδοχές εξάλλου, δεν έρχονται σε αντίθεση με τα όσα έγιναν αμετακλήτως δεκτά με τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις που έκριναν επι της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2006 αγωγής του ……….,  ούτε άλλωστε και η προβολή ενώπιον του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου του ισχυρισμού του εναγομένου περί συμφωνίας συμβιβασμού στην επίδικη περίπτωση, τον οποίο αυτός παραδεκτά επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, αποτελεί αντιφατική εκ μέρους του δικονομική συμπεριφορά, όπως διατείνονται οι εφεσίβλητοι, σε σχέση με τα όσα είχε υποστηρίξει στην εκδίκαση της δικής του ως άνω αγωγής, αρνούμενος (τότε) ,ότι η με αυτήν ασκούμενη αξίωση του υπάγεται στην εν λόγω συμφωνία συμβιβασμού, διότι αυτός αγνοούσε κατά τον χρόνο υπογραφής των σχετικών δηλώσεων τα γενεσιουργά αυτής γεγονότα (παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών). Κατόπιν τούτου, η σχετική ανατρεπτική ένσταση του εναγομένου περί σύναψης συμβιβασμού, τυγχάνει βάσιμη κατ’ουσίαν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά, και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του τρίτου λόγου της έφεσης. Μετά ταύτα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση,  το Δικαστήριο δε τούτο, αφού  κρατήσει και  δικάσει την αγωγή,  πρέπει να την απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος,  τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου-εκκαλούντος αμφοτέρων  των βαθμών  δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων- εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 παρ, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ, που αυτός προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η  απόδοση του σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους .

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2430/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2430/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του  με αριθμό ………../ 2019 παραβόλου, ποσού 150 ευρώ, στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

-ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  12229/1999 αγωγή,

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή .

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων-εφεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου-εκκαλούντοςκαι για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 10η Δεκεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ