Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 772/2020

Αριθμός    772 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 24-10-2019 (γεν.αρ.καταθ………./2019) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ΄αριθμ.2948/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 παρ.1,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (26-08-2019) σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον  για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες παράβολο εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Με την από 15-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……./2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε τα ακόλουθα : Ότι ο πρώτος εναγόμενος ήδη πρώτος εκκαλών είχε ασκήσει εναντίον του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 15-02-2018 (ΓΑΚ …./2018 – ΕΑΚ …../ 2018) αγωγή, με την οποία ζητούσε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 993.443,47 ευρώ, νομιμοτόκως, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και επικουρικά με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ότι προς υποστήριξη της αγωγής αυτής, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων είχε προσκομίσει και την υπ΄αριθμ……./15-05-2018 ένορκη βεβαίωση του δεύτερου εναγομένου ήδη δεύτερου εκκαλούντος υιού του. Ότι στην εν λόγω αγωγή περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω αναληθή κατά περιεχόμενο γεγονότα, της αναλήθειας των οποίων τελούσε σε γνώση ο πρώτος εναγόμενος και τα οποία πλήττουν την προσωπική και επαγγελματική τιμή και υπόληψή του και ειδικότερα: Ότι ο ενάγων και ο πρώτος εναγόμενος δημιούργησαν το έτος 1984 άτυπη κοινοπραξία με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ή 33,33% εκάστου, με την ειδικότερη συμφωνία συμμετοχής αποκλειστικά ως προς την επαγγελματική τους ιδιότητα, ότι ο στην ανωτέρω αγωγή εναγόμενος και νυν ενάγων τους παρακάλεσε να χρηματοδοτήσουν την εκλογική του εκστρατεία για τη θέση του Δημοτικού Συμβούλου στο Δήμο ……. στις δημοτικές εκλογές του 1998. Ότι ο εκεί εναγόμενος και νυν ενάγων στην εκλογική εκείνη αναμέτρηση εκλέχτηκε Δημοτικός Σύμβουλος και στη συνέχεια Αντιδήμαρχος και χωρίς να ενημερώσει τους υπόλοιπους δύο εταίρους δηλ. τον στην άνω αγωγή ενάγοντα και νυν εναγόμενο και τον …………, δημιούργησε δικό του τεχνικό γραφείο στο ……. Αττικής ώστε να φορολογείται από άλλη ΔΟΥ, την Ε΄ Πειραιά, όπου ήλπιζε να έχει προνομιακή αντιμετώπιση λόγω της ιδιότητάς του, ως Αντιδημάρχου, με αποτέλεσμα, με βάση όσα περιελήφθησαν στην αγωγή εκείνη, την αντισυμβατική ανεξαρτοποίησή του, με συνέπεια ο εκεί εναγόμενος και νυν ενάγων να δρα κατά το δοκούν. Επίσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, περιελήφθησαν και τα παρακάτω ψευδή κατά περιεχόμενο γεγονότα και ειδικότερα ότι, ενώ αναλάμβαναν δημόσια έργα υπογράφοντας μεμονωμένα ή ως κοινοπραξία, με δημάρχους κλπ συμφωνητικά εκτέλεσης των έργων και εκτελούσαν από κοινού, στη συνέχεια, ο εκεί εναγόμενος και νυν ενάγων, με διάφορες προφάσεις «υπέκλεπτε» έργα και ιδιωτικές μελέτες και κατασκευές από την άτυπη συσταθείσα κοινοπραξία, υπέγραφε τις μελέτες και αντί να διανέμονται τα κέρδη, εκείνος ελάμβανε το σύνολο των κερδών μόνο για τον εαυτό του, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, με καταστρατήγηση κάθε έννοιας της καλής πίστης που επιβάλλουν οι εμπορικές συναλλαγές και οι επιχειρηματικές συνεργασίες. Ότι βάσει των ανωτέρω, ο εκεί εναγόμενος και νυν ενάγων του οφείλει συνολικά το ποσό των 993.443,47 ευρώ το οποίο ο εκεί εναγόμενος και νυν ενάγων με δόλο και με σκοπό βλάβης του έχει καταχρασθεί και το οποίο όφειλε να του αποδώσει μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής εκείνης. Στη συνέχεια, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι συνταχθείσης, σχετικά και κατόπιν παρότρυνσης του πρώτου εναγομένου, της υπ΄αριθμ. ………/15-5-2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου (αποσπάσματα από την κατάθεση του οποίου παρατίθενται στην αγωγή), ο δεύτερος εναγόμενος, κατά πρώτον, βεβαίωσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ενόρκως και στο σύνολό τους, ως αληθή, τα ψευδή, κατά τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνέθεταν την αγωγή εκείνη, με σκοπό αφενός να πλήξει την τιμή και την υπόληψή του, αφετέρου, να παραπλανήσουν το επιληφθέν της αγωγής εκείνης Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να κάνει δεκτή την αγωγή εκείνη επιδικάζοντας το με την αγωγή αξιούμενο ποσό των 993.443,47 ευρώ, προς ζημία της περιουσίας του ενάγοντος. Περαιτέρω ο ενάγων αναφέρει ότι τόσο τα όσα εκτέθηκαν στην αγωγή εκείνη, όσο και όσα προς υποστήριξή της κατέθεσε ο δεύτερος εναγόμενος με παρότρυνση του πρώτου, είναι ψευδή, αναφέροντας συγχρόνως και την αλήθεια. Ότι σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της άμεσης συνέργειας στην απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου την οποία επιχείρησε να τελέσει ο πρώτος εναγόμενος ασκώντας την προαναφερόμενη αγωγή του, ενώ ο πρώτος εναγόμενος τέλεσε τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας στην συκοφαντική δυσφήμηση τις οποίες τέλεσε ως φυσικός αυτουργός ο δεύτερος εναγόμενος και της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου. Ότι αυτός (ενάγων) λόγω όλων των ανωτέρω έχει υποστεί περιουσιακή ζημία ύψους 15.000,00 ευρώ εξαιτίας σημαντικών δαπανών που έχει πραγματοποιήσει (όπως, αμοιβές και έξοδα δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφων, από το έτος 2014 και εφεξής), αναγόμενα σε έξοδα σύνταξης εξωδίκων απαντήσεων προς τον πρώτο εναγόμενο, παράστασης δικηγόρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (το έτος 2014) και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (το έτος 2018) και τη σύνταξη της κρινόμενης αγωγής, ζημία την οποία πρέπει να αποκαταστήσουν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον. Ότι λόγω της διάπραξης των ως ανω αξιόποινων πράξεων εκ μέρους των εναγομένων, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή), ο ίδιος (ενάγων) έχει υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί την επιδίκαση του ποσού των 185.000,00 ευρώ, των εναγομένων ευθυνομένων εις ολόκληρον και ως προς το κονδύλιο αυτό της αγωγής.

Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από το νομότυπο περιορισμό των αγωγικών αιτημάτων (άρθρ.294,295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων ζήτησε: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ (15.000,00 + 25.000,00) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 160.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2948/2019 απόφαση με την οποία, αφού : α) απορρίφθηκε αρχικώς ως αόριστο και κατόπιν ως μη νόμιμο το αγωγικό κονδύλιο ποσού 15.000,00 ευρώ που αφορούσε τη θετική ζημία του ενάγοντος λόγω δαπανών σε αμοιβές και έξοδα δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφων από το έτος 2014 κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας, β) απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η αγωγή κατά το σκέλος της με το οποίο επιχειρείται να στηριχθεί η αδικοπραξία στην εκ μέρους των εναγομένων τέλεση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος  γ) απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής για το ποσό των 160.000,00 ευρώ, εφόσον τράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό και δ) απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, κατόπιν κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,14,18,26παρ.1, 27 παρ.1, 42 παρ.1,46 παρ.1α και β, 224 παρ.1 και 386 παρ.1 του ΠΚ (Ν.4619/ 2019), 299, 330, 346, 914, 926 και 932 ΑΚ, 68,70,176,180 παρ.3,904 παρ.2α, 907 και 908 παρ.1 στοιχ.δ΄ ΚΠολΔ, έγινε δεκτή αυτή εν μέρει ως και κατ`ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη μέχρι του ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των πεντακοσίων τριάντα (530,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με την υπο κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις υπ΄αριθμ. … και …./27-09-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, ……… και ………. αντίστοιχα, ληφθείσες ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά ……… νομότυπα και εμπρόθεσμα κατόπιν κλήτευσης των εναγομένων, από την υπ΄αριθμ……./25-10-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγομένων ………. ληφθείσα ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ………… νομότυπα και εμπρόθεσμα κατόπιν κλήτευσης του ενάγοντος, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους  έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του Κ.Πολ.Δ.) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος ο οποίος είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και ο πρώτος των εναγομένων ήδη πρώτος των εκκαλούντων ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός, ξεκίνησαν την επαγγελματική τους συνεργασία από το έτος 1997 οπότε συνέστησαν δύο κοινοπραξίες και συγκεκριμένα: 1) Με το από 08-05-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό από κοινού με τον ……….. συνέστησαν κοινοπραξία με την επωνυμία «………….» με σκοπό την εκτέλεση του έργου «Διαμόρφωση χώρων πρασίνου στη Νεάπολη, μεταξύ των οδών Ε.Γκίνη, Ιμβρου, Επονιτών, Γούτη και Αρτέμιδος» που είχε ανατεθεί με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου ….., με κεφάλαιο 100.000 δραχμές και έδρα το Πέραμα Αττικής και 2) Με το από 13-10-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό, οι δύο αυτοί διάδικοι συνέστησαν κοινοπραξία με την επωνυμία «………..», με σκοπό την εκτέλεση του έργου «.. …………» με κεφάλαιο 100.000 δραχμές. Ως διάρκεια δε αμφοτέρων των εταιρειών αυτών συμφωνήθηκε η οριστική παραλαβή των έργων και η επιστροφή όλων των εγγυητικών επιστολών από το δήμο. Στις δύο ως ανω κοινοπραξίες, η συμμετοχή του πρώτου εναγομένου συμφωνήθηκε εγγράφως σε ποσοστό 3% χωρίς ποτέ να διατυπωθεί εκ μέρους του οποιαδήποτε αντίρρηση αναφορικά με το γεγονός αυτό. Οι ανωτέρω κοινοπραξίες λύθηκαν στις 15-12-2007 και 15-01-2006 αντίστοιχα, με κοινό συμφωνητικό λύσης που υπέγραψαν όλα τα κοινοπρακτούντα μέρη ανεπιφύλακτα περιλαμβανομένου του πρώτου εναγομένου.  Ο ενάγων, οι εναγόμενοι και άλλα τέσσερα φυσικά πρόσωπα συνέστησαν δυνάμει του υπ΄αριθμ……/ 16-11-2001 συμβολαιογραφικού εγγράφου της Συμβ/φου Παλαιού Φαλήρου ………. την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα το δήμο …………, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μελέτη και κατασκευή δημόσιων και ιδιωτικών έργων κλπ, ενώ το μετοχικό της κεφάλαιο ορίστηκε σε 60.000,00 ευρώ, με ημερομηνία έναρξης την 08-01-2002 και διάρκεια 50 ετών. Η εταιρεία αυτή έπαυσε τις δραστηριότητες της το έτος 2011 και το έτος 2016 προέβη σε διακοπή εργασιών προς την αρμόδια ΔΟΥ. Στο μεταξύ, δυνάμει του υπ΄αριθμ……../27-10-2005 συμβολαιογραφικού εγγράφου της Συμβ/φου Αθηνών ……….., ο ενάγων, ενεργώντας τόσο για τον εαυτό του ατομικά όσο και ως αντιπρόσωπος και αντίκλητος του …………… συνέστησαν κοινοπραξία με την επωνυμία «…………….», με έδρα το …….. Αττικής, στην οποία συμμετείχαν ο με ενάγων σε ποσοστό 100% στα έργα οικοδομικά και πρασίνου και ο ……….. σε ποσοστό 100% στα έργα οδοποιίας και η οποία είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων αυτών ότι θα συσταθεί εφόσον κηρυχθεί ανάδοχος από το Δήμο ……… Αττικής, για την εκτέλεση του έργου «……………», συνολικού προϋπολογισμού 2.082.009,18 ευρώ. Από κανένα δε πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η με κάποιο τρόπο συμμετοχή του πρώτου εναγομένου, έστω και υπό μορφή αφανούς εταίρου, στο παραπάνω επιχειρηματικό μόρφωμα, ούτε δε υπήρχε, τη στιγμή εκείνη, ενεργός κάποιου είδους άτυπη κοινοπραξία και δη με την επωνυμία «………….», η οποία να δύναται να αναλάβει το έργο αυτό, ενώ και οι άλλες δύο κοινοπραξίες στις οποίες ο πρώτος εναγόμενος μετείχε σε ποσοστό 3% είχαν συσταθεί μόνο για την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων, ενώ σε κανένα από τα ανωτέρω επιχειρηματικά μορφώματα των οποίων η συστατική πράξη έγινε εγγράφως, ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε ποσοστό 1/3, όπως ισχυρίστηκε με την από 15-02-2018 αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Η κατάθεση δε του μάρτυρα του ενάγοντος, ………… στο σημείο αυτό είναι χαρακτηριστικά ασαφής, αναφέροντας, εκτός άλλων, τα εξής : « Γνωρίζω πολύ καλά τον κ………. εδώ και δεκαετίες και πάντως πριν από το 1980 και όσα καταθέτω προέρχονται από άμεση προσωπική γνώση. Ο κ. ……. ως Αρχιτέκτονας – Πολιτικός Μηχανικός συνεργάστηκε τον κ. ……..α, από το 1981 και στη συνέχεια και με τον κ. ………., με τη συμφωνία να διανέμουν τα κέρδη από τα κοινά έργα που αναλάμβαναν κατά 1/3 στον καθένα. Με αυτή τη συμφωνία συνεργάστηκαν μέχρι το 1998, όταν ο κ. ……. έθεσε υποψηφιότητα για να εκλεγεί Δημοτικός Σύμβουλος Πειραιά. Από το 1998,δημιούργησαν την εταιρεία με την επωνυμία «…………», με έδρα το γραφείο του κ. ………… στο ……… και αναλάμβαναν από κοινού την εκπόνηση μελετών και κατασκευή ιδιωτικών κτηρίων καθώς και την κατασκευή Δημοσίων Έργων καθώς και την ανέγερση πολυκατοικιών και πώληση των διαμερισμάτων τους». Έτσι ο ίδιος μάρτυρας ουσιαστικά αναφέρει ότι η συνεργασία των τριών φυσικών προσώπων που ο ίδιος αναφέρει, με βάση την οποία ο καθένας μετείχε σε ποσοστό 1/3, τερματίστηκε το 1998, όταν όπως αναφέρει συστάθηκε η προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία, η οποία όμως συστάθηκε, κατά τα εκτιθέμενα, το Νοέμβριο του 2001, με αποτέλεσμα να ισχύουν εφεξής άλλοι όροι στην μεταξύ των προσώπων αυτών συνεργασία και όχι η συμμετοχή του 1/3 στα κέρδη αυτής, εφόσον το ποσοστό αυτό δεν υπάρχει ούτε στο καταστατικό της εταιρείας αυτής. Εξάλλου, ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος στην από 15-02-2018 αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά αναφέρει, έχοντας επίγνωση ότι οι εταιρικές υποθέσεις ρυθμίζονταν από το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας, ότι το έργο που είχε αναληφθεί με ανάθεση από το Δήμο Περάματος, θα έπρεπε να το αναλάβει και να το φέρει σε πέρας κυρίως η ανώνυμη εταιρεία ή (επικουρικά) η άτυπα συσταθείσα κοινοπραξία την ύπαρξη της οποίας επικαλείται ο πρώτος εναγόμενος, τόσο αμυνόμενος κατά της κρινόμενης αγωγής, όσο και επιτιθέμενος με την από 15-02-2018 αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Επίσης ούτε και ο μάρτυρας των εναγομένων ενισχύει τον ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου, κατά τον οποίο ο ενάγων μετά την εκλογή του ως Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο ………. δημιούργησε δικό του τεχνικό γραφείο στο ……… Αττικής επί της οδού ………. προκειμένου να έχει ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση στην Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά. Ο ίδιος δε ως άνω μάρτυρας δεν κάνει καμία αναφορά ως προς το θέμα της αναφερόμενης χρηματοδότησης του ενάγοντος από τον πρώτο εναγόμενο ή τον τρίτο συνεταίρο τους, προκειμένου ο ενάγων να μπορέσει να εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο ……… κατά τις δημοτικές εκλογές του 1998, ενώ κανένα σχετικό παραστατικό δεν προσκομίστηκε. Περαιτέρω, από κανένα πειστικό αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου: α) περί υποκλοπής των έργων και ιδιωτικών μελετών και κατασκευών από την άτυπη κοινοπραξία που, κατά τον πρώτο εναγόμενο, είχε συσταθεί, εφόσον η ύπαρξη τέτοιας κοινοπραξίας δεν αποδείχθηκε αδιαμφισβήτητα, κατά τον κρίσιμο χρόνο που, σε κάθε περίπτωση ασαφώς μόνο αναφέρεται από τον πρώτο εναγόμενο, β) ότι ο ενάγων υπέγραφε τις μελέτες και αντί να διανεμηθούν τα κέρδη, ελάμβανε εκείνος το σύνολο των κερδών για τον εαυτό του, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, καταστρατηγώντας κάθε έννοιας της καλής πίστης που επιβάλλουν οι εμπορικές συνήθειες και οι επιχειρηματικές συνεργασίες, αφου και πάλι οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν κάποιο συγκεκριμένο ενισχυτικό των ισχυρισμών τους αποδεικτικό στοιχείο (όπως π.χ. συμφωνητικά, ένορκες βεβαιώσεις εκπροσώπων του Δήμου, κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, φωτογραφίες κλπ), παρά μόνο την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …………, η οποία σε πολλά σημεία είναι ασαφής και γενικόλογη και σε άλλα (όπως λ.χ στα αναφερόμενα χρηματικά ποσά) αρκετά λεπτομερειακή. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος με την υπ΄αριθμ………/ 16-5-2014 αίτησή του προς το Δήμο …… για να λάβει αντίγραφα σειράς εγγράφων που αφορούν στο έργο «……..», που είχε αναλάβει η ανάδοχος κοινοπραξία «………..», εισέπραξε μεν αρνητική απάντηση από τη νομική υπηρεσία του Δήμου, πλην όμως με την υπ΄αριθμ………./ 05-06- 2014 απάντηση του Δήμου προς αυτόν (πρώτο εναγόμενο), ενημερώθηκε ότι το εν λόγω αίτημά του θα γινόταν δεκτό αν προσκόμιζε σχετική παραγγελία από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, κάτι που δεν έπραξε. Εξάλλου, εκτός των ανωτέρω, αυτό που ενισχύει ακόμη περισσότερο την εκδοχή ότι τα αναφερόμενα στην από 15-02-2018 αγωγή του πρώτου εναγομένου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά ήταν αναληθή, είναι και το ότι η πλευρά του τρίτου μέλους της ίδιας υποτιθέμενης κοινοπραξίας (…………., είτε ο ίδιος, είτε κληρονόμοι του, σε περίπτωση που ο ίδιος έχει αποβιώσει), όχι μόνο δεν μετέχει στις δύο αυτές δίκες με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά δεν προέκυψε ότι έχει εκφράσει κάποιο παράπονο κατά του ενάγοντος καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα, χωρίς να ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι η συμμετοχή του υπήρξε εικονική στην κοινοπραξία.

Ενόψει των ανωτέρω αποδείχθηκε η αναλήθεια των αναφερόμενων στην από 15-02-2018 αγωγή του πρώτου εναγομένου και κατ΄ακολουθία και η αναλήθεια των αναφερομένων από τον δεύτερο εναγόμενο ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ……….., συνταχθείσης σχετικά της υπ΄αριθμ………../15-5-2018 ένορκης κατάθεσής του. Συνεπώς όπως αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται το αδίκημα της απόπειρας (τριγωνικής) απάτης στο Δικαστήριο (άρθρ.42 παρ.1 και 386 παρ.1 εδ.β΄ ΠΚ) με αυτουργό τον πρώτο εναγόμενο, δυνάμενο να παραπλανηθεί  το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (εφόσον δεν είχε εκδοθεί ακόμη απόφαση επι της από 15-02-2018 αγωγής του πρώτου εναγομένου) και εν δυνάμει ζημιούμενο τον ενάγοντα, η περιουσία του οποίου θα ζημιωνόταν στην περίπτωση που το ως ανω Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή εκείνη εν μέρει ή στο σύνολό της. Αντίστοιχα, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρ.224 παρ.1 ΠΚ) και της άμεσης συνέργειας στην απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο που τέλεσε ο πρώτος εναγόμενος  (42 παρ.1, 46 παρ.1β και 386 παρ.1 εδ.β΄ ΠΚ), ενώ στις ανωτέρω ενέργειές του ωθήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος κατόπιν παροτρύνσεων και προτροπών του πρώτου εναγομένου-πατέρα του, ο οποίος έχει τελέσει και την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα που τέλεσε ο δεύτερος εναγόμενος- υιός του (άρθρ.46 παρ.1α και 224 παρ.1 ΠΚ).

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των εναγομένων προκλήθηκε στον ενάγοντα ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται αυτός ανάλογη χρηματική ικανοποίηση.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος. Αντίθετα, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ το οποίο από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίθηκε ως εύλογο και δίκαιο, αξιολογείται ως δυσανάλογα μεγάλο ως προς την ηθική βλάβη του ενάγοντος υπο τις προαναφερόμενες συνθήκες.

Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης εξαιτίας ηθικής βλάβης, το οποίο δικαιούται ο ενάγων, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες- εναγόμενοι με την ένδικη έφεσή τους, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή της έφεσής τους και σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.

Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση, να εκδικάσει την ένδικη αγωγή στην ουσία, να δεχθεί την αγωγή αυτή κατά ένα μέρος ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος πρέπει να επιβληθούν στους εναγόμενους μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν,κατ΄άρθ.495 παρ.3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.2948/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 15-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../ 2018) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν (αγωγή).

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλλει στους εναγόμενους μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του e-παραβόλου με αριθμό …………/2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσαν αυτοί, ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  22 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ