Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 745/2018

Αριθμός    745/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από  τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα, με την από 9.5.2017 (……….) κλήση του καλούντος – εφεσιβλήτου, εισάγεται προς συζήτηση η από 27.9.2013 (υπ’αριθ. κατάθ. ………) έφεση της καθ’ης η κλήση – εκκαλούσας, κατά της υπ’αριθ. 4395/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Εργατικών Διαφορών), μετά την αναίρεση της υπ’αριθ. 361/2015 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της υπ’αριθ. 537/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Η κρινόμενη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο του λόγου της (495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1, 517, 518, 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης), που αφορά το αναιρεθέν μέρος της υπ’αριθ. 361/2015 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού.

Με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων, επικαλούμενος τη, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι την 29.2.2012 αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης, ζητεί, όπως παραδεκτά μετέτρεψε το αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, α) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 8.755,6 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 29.2.2012 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ως αποζημίωση του άρθρου 8 εδάφιο β ν. 3198/1955, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 5.523,9 ευρώ, για αποδοχές και επίδομα αδείας έτους 2012, με το νόμιμο τόκο από 29.2.2012 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, όπως και γ) το ποσό των 13.675 ευρώ ως αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας για τα έτη 2007 έως και 2011, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, ήτοι από 31Δεκεμβρίου κάθε έτους, άλλως από την επίδοση της αγωγής και όλα τα παραπάνω ποσά μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή στο σύνολό της την αγωγή. Στη συνέχεια, η εναγομένη άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαια που αφορούν τα κονδύλια υπό στοιχ. α και γ της αγωγής, (αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας άδειας, αντίστοιχα) και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και ν’απορριφθεί η αγωγή κατά τα ανωτέρω κεφάλαια, όπως εκτιμάται ορθώς το περιεχόμενό της. Επ’ αυτής, εξεδόθη η υπ’αριθ. 361/2015 ως άνω απόφαση, δυνάμει της οποίας η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, και αφού κρατήθηκε και δικάστηκε η αγωγή ως προς τα ανωτέρω α’ και γ’ αιτήματά της, που αντιστοιχούν στα εκκληθέντα κεφάλαια, απορρίφθηκε ως προς αυτά. Κατόπιν άσκησης της από 4.1.2016 αίτησης αναίρεσης του αναιρεσίοντος – ενάγοντος και ήδη καλούντος εφεσιβλήτου, εξεδόθη η υπ’αριθ. 537/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’αριθ. 361/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ως προς το κεφάλαιο που αφορά το υπό στοιχ. α’κονδύλιο της αγωγής, δηλαδή την αποζημίωση του άρθρου 8 ν. 3198/1955, παραπέμφθηκε δε ως προς το αναιρεθέν μέρος στο παρόν Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β ν. 3198/1955, ” περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 ν. 435/1976, σε συνδυασμό με αυτές του εδ. α του ίδιου άρθρου, οι μισθωτοί που παρέχουν εξαρτημένη εργασία με σύμβαση η σχέση αόριστης διάρκειας και υπάγονται στην ασφάλιση οποιοσδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση συντάξεως, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία εκ μέρους του εργοδότη τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητες καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη. Η διάταξη εξισορροπεί τα συμφέροντα εργοδότη και εργαζόμενου, διότι παρέχει υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα σε μειωμένη αποζημίωση (αντί της πλήρους, εάν την πρωτοβουλία της λύσης της σύμβασης εργασίας είχε ο εργοδότης, ή της απώλειας του σχετικού δικαιώματος, εάν την πρωτοβουλία είχε ο εργαζόμενος) και αποβλέπει, ταυτόχρονα, στην ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και στη δημιουργία κενών θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το σκοπό της διάταξης πρέπει να γίνει και η ερμηνεία της. Όπως από το γράμμα της διάταξης προκύπτει, βασική προϋπόθεση για τη λύση της σύμβασης με μειωμένη αποζημίωση, συνιστά η συμπλήρωση των όρων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος από τον οργανισμό στον οποίο ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος. Η συμπλήρωση των όρων αυτών ελέγχεται από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό, ο οποίος μετά ταύτα εκδίδει την απόφαση συνταξιοδότησης. Κατά συνέπεια, κρίσιμο στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου είναι η διαπίστωση ότι ο εργαζόμενος, μετά την αποχώρηση του και χωρίς να μετέλθει νέα απασχόληση σε άλλον εργοδότη, πέτυχε να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Το εάν έλαβε την πλήρη σύνταξη μόνο με τις πραγματικές ημέρες ασφάλισης ή εάν κατέστη εφικτό με τον συνυπολογισμό του πλασματικού χρόνου τον οποίο εδικαιούτο νομίμως να προσμετρήσει είναι αδιάφορο. Αρκεί το ότι κατά την αποχώρησή του είχε ήδη συμπληρώσει πραγματικά ή είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει πλασματικά τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, την οποία τελικώς πέτυχε να λάβει με την έκδοση της σχετικής πράξης του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού. Τέλος, λόγω του ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι πάντοτε αναιτιώδης, ο εργαζόμενος, όταν εκδηλώνει τη βούλησή του να αποχωρήσει, δεν είναι αναγκαίο να δηλώσει ότι το κάνει για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Η διευκρίνιση αυτή είναι αναγκαία μόνον όταν ζητήσει την καταβολή της μειωμένης αποζημίωσης, οπότε και θα πρέπει να αποδείξει στον εργοδότη ότι με τις ως άνω προϋποθέσεις πέτυχε τη χορήγηση πλήρους σύνταξης.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες κατά το λόγο γνώσεις και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός των μαρτύρων και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα έστω και αν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων εργαζόταν από το 1987 σε ναυτιλιακό πρακτορείο συμφερόντων του ……… που λειτουργούσε από το 1960. Όταν το 2002 η λειτουργούσα τότε εταιρεία διασπάστηκε, δημιουργήθηκε η εναγόμενη εταιρεία με το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας. Ο ενάγων ακολούθησε τον …….. στη νέα αυτή εταιρεία, από την οποία προσελήφθη την 1.7.2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλος ναυτιλιακού πρακτορείου. Την 29.2.2012 υπέβαλε στην εναγόμενη την ταυτόχρονη αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης, έχοντας συμπληρώσει 9.702 ημέρες πραγματικής ασφάλισης και αφού εξαγόρασε 1.098 ημέρες εργασίας, αναγνωρίζοντας πλασματικό χρόνο λόγω ανεργίας, διάρκειας 300 ημερών και στρατιωτικής θητείας διάρκειας 900 ημερών, όπως δέχτηκε και η εκδοθείσα υπ’ αριθ. ………. απόφαση του αρμόδιου διευθυντή ΙΚΑ με την οποία αναγνωρίστηκε ο πλασματικός χρόνος ασφάλισης και διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων συγκεντρώνει συνολικά 10.800 ημέρες ασφάλισης, για αυτό και απονεμήθηκε σε αυτόν πλήρης σύνταξη γήρατος, δεδομένου ότι παράλληλα είχε ηλικία 58 ετών, (γεννήθηκε στις 15.2.1954). Όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας για την ευδοκίμηση της εν λόγω αξίωσης του ενάγοντος δεν ήταν απαραίτητο να έχει συμπληρωθεί η προϋπόθεση της λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος με πραγματικό χρόνο ασφάλισης, αφού αυτό μπορούσε να επέλθει αμέσως μετά με την προσμέτρηση πλασματικού χρόνου, όπως και πράγματι συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης δεν ήταν απαραίτητο να δηλώσει ο ενάγων ότι αποχωρεί από την εργασία του προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, καθώς η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι πάντοτε αναιτιώδης και δεν είναι αναγκαίο να δηλώσει ότι αποχωρεί για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Η διευκρίνιση αυτή είναι αναγκαία μόνο όταν ζητήσει την καταβολή της μειωμένης αποζημίωσης, οπότε και θα πρέπει να αποδείξει στον εργοδότη ότι με τις ως Άνω προϋποθέσεις πέτυχε τη χορήγηση πλήρους σύνταξης. Άλλωστε, ως εργαζόμενος που αποχωρεί σε ηλικία 58 ετών, από μία θέση εργασίας την οποία κατείχε επί 25 έτη, όπως γνώριζε η εναγομένη, εύλογο είναι, ότι αποχωρεί για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Σχετικά, κατέθεσε και ο μάρτυρας της εναγομένης, ότι επρόκειτο για μία οικογενειακή επιχείρηση με φιλικό περιβάλλον και με κλίμα αλληλοκατανόησης και συνεννόησης, οπότε καθίσταται προφανής, η γνώση της εναγομένης, ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει ότι αποχωρεί προκειμένου να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε, ότι ο ενάγων πληρούσε τις προϋποθέσεις για να αποχωρήσει προκειμένου να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος και αναγνώρισε σχετικά την υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 8.755,56 € με το νόμιμο τόκο από 29.2.2012, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (1ος ) λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι ο ενάγων δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και δεν δήλωσε κατά την αποχώρησή του τον λόγο αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, (178 παρ 1, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση (ως προς τον 1ο λόγο αυτής, ήτοι το κεφάλαιο που αφορά την αναγνώριση της υποχρέωσης της εκκαλούσας-εναγομένης να καταβάλει στον εφεσίβλητο-ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (8.755,54 €) ως προς το λόγο αυτόν.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ