Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 746/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

746/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, ……………, και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη  Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται  από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην, όπως, εντός των  ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την  έφεση τις συνέπειες, που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των  αποδείξεων,  ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. (ΑΠ 884/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 Ελ.Δ.46,110, Εφ.Αθ. 2142/2011, Εφ.Αθ. 933/2011, Εφ.Αθ. 6514/2009, Εφ.Θεσ. 431/2009, Εφ.Δωδ. 136/2009, Εφ.Πατρ. 150/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων, κατά της υπ΄αρ. 6382/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί αγωγής της ενάγουσας – ήδη εφεσίβλητης, (που αφορούσε διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας), κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγόμενων- ήδη εκκαλούντων, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. ΄Εχει δε ασκηθεί νομότυπα και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης στους εναγόμενους, έλαβε χώρα στις 17-3-2014 (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …….. εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 11-4-2014, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης. Επίσης, έχουν καταβληθεί τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της έφεσης, παράβολα, εκ μέρους των εκκαλούντων, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση της γραμματέα κάτωθεν του δικογράφου της έφεσης. Εφόσον δε οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, που έκανε δεκτή την αγωγή της αντιδίκου τους ως ουσιαστικά βάσιμη, (θεωρώντας ομολογημένα τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, λόγω της ερημοδικίας τους),  η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνει τυπικά, αλλά και κατ΄ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της. Ακολούθως δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, (όπως τα σχετικά άρθρα ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα, που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 του ίδιου νόμου).

Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 942 ΑΚ προκύπτει ότι, για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη να έγινε με σκοπό βλάβης του δανειστή, η οποία, πρόθεση, θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (ο οφειλέτης) γνωρίζει ότι, με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, γ) βλάβη του δανειστή, δηλαδή αντικειμενική αδυναμία αυτού προς ικανοποίηση της απαίτησής του από την υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη, δ) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 858/2002 ΕλλΔνη 2003. 1326 ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 39. 843). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του ΑΚ, προκύπτει ότι η με αυτές θεσπιζόμενη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται κατά τόσο μέρος μόνον, καθόσον ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του, η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά (Ολ.ΑΠ 15/2012 ΧριΔ 2013.106, ΑΠ 846/2011, ΑΠ 1677/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.11/2012 Πειρ.Νομ 2012.164, Εφ.Λαρ. 27/2012 Δικογραφία 2012. 155, Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη Ειδικό Ενοχικό III, 1992 παρ. 411 επ. ). Τέλος, επί αγωγής με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ενάγων είναι εκείνος που έχει την ιδιότητα του δανειστή, κατά το χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, έστω κι αν η απαίτησή του τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, απαιτείται δηλ. μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης, να έχουν συντελεστεί τα παραγωγικά γεγονότα της απαίτησης κι αυτή πρέπει να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής (Ολ.ΑΠ  709/1974, ΝοΒ 23.300, ΑΠ  602/2005, ΑΠ 1482/2004, Eφ.Δυτ.Μακ. 28/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς  να είναι απαραίτητο να έχει βεβαιωθεί δικαστικά η απαίτηση, ούτε να έχει εξοπλισθεί με τίτλο εκτελεστό (Ολ.ΑΠ 709/1974, ο.π, Eφ.Δυτ.Μακ. 28/2016, ο.π, Εφ.Αθ. 5546/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρία εξέθετε στην από 7-8-2009 (με αρ. καταθ. ……….) αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι, στις  31-5-2007, συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο, σύμβαση παροχής πίστωσης, για την εξυπηρέτηση της οποίας ανοίχθηκε αλληλόχρεος λογαριασμός. Ότι, λόγω μη τήρησης των όρων της ως άνω σύμβασης, από τον πρώτο εναγόμενο, αυτή καταγγέλθηκε από την ενάγουσα. Ότι, κατά το κλείσιμο του εν λόγω λογαριασμού στις 18-5-2009, τα χρεωπιστωτικά κονδύλια του οποίου αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του πρώτου εναγόμενου, ανήλθε στο ποσό των 55.916,09 ευρώ, για το οποίο, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε κατ΄αυτού, η υπ΄αρ. …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι, ο παραπάνω οφειλέτης της, στις 3-6-2008, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς, στο δεύτερο εναγόμενο, πατέρα του, με το υπ΄αρ. ……….. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γ.Π, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο ……., ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας ενός ακινήτου και ειδικότερα του με αρ.1 διαμερίσματος του Β΄ ορόφου πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου, που βρίσκεται στον ……. Αττικής, επί της οδού ……… όπως περιγράφεται περαιτέρω στην αγωγή, η αντικειμενική αξία του οποίου (ως άνω ποσοστού) ανέρχεται σε 21.498,75 ευρώ, ενώ η εμπορική του σε 60.000 ευρώ.  Ότι η απαλλοτρίωση αυτή έγινε με πρόθεση βλάβης της περιουσίας της, από τον πρώτο εναγόμενο, επιδιώκοντας έτσι  να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της, αφού η εναπομείνασα ακίνητη περιουσία του (πρώτου εναγόμενου) δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της αξίωσής της αυτής, καθώς είναι βεβαρημένη με προσημειώσεις και κατασχέσεις, ενώ το αναφερόμενο ως άνω απαλλοτριωθέν ακίνητο ήταν το μόνο ελεύθερο βαρών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα, να διαταχθεί η διάρρηξη της ως άνω χαριστικής απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ως καταδολιευτικής, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939,942,943, 496 επ.,1033 ΑΚ, 992, 76,176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν απαιτείτο η εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων κατ΄άρθρο 220 ΚΠολΔ, όπως απαιτείται πλέον από τη διάταξη του ως άνω άρθρου, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 21 του Ν.3994/2011.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων ………, ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Δυνάµει της υπ’αρ. ………. σύμβασης πίστωσης και της από 31-5-2007 πρόσθετης πράξης αυτής, η ενάγουσα ανώνυµη τραπεζική εταιρία χορήγησε στον πρώτο εναγόμενο, πίστωση µέχρι του ποσού των 53.000 ευρώ, µε κυµαινόµενο επιτόκιο, κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα με τους όρους της ως άνω σύμβασης, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο υπ΄αρ. ………. (αλληλόχρεος) λογαριασµός. Εξαιτίας, όμως, της µη τήρησης των όρων της σύµβασης, από τον πιστούχο –πρώτο εναγόμενο, η ενάγουσα τράπεζα προέβη στο κλείσιµο του παραπάνω λογαριασµού στις 18-5-2009, ο οποίος παρουσίαζε τότε χρεωστικό, εις βάρος του πιστούχου, υπόλοιπο, ύψους 55.916,09 ευρώ, ενώ, µε την από 18-5-2009 εξώδικη καταγγελία της, που επέδωσε νοµότυπα στον εν λόγω οφειλέτη της (όπως προκύπτει από  την υπ’αρ. ……… έκθεση επίδοσης της  δικαστικής επιµελήτριας Αθηνών ………..), κατήγγειλε τη σύμβαση και γνωστοποίησε σ’αυτόν το οριστικό κλείσιµο της ως άνω πίστωσης. Στη συνέχεια, η ενάγουσα, με την από  15-7-2009 αίτησή της, αιτήθηκε και επέτυχε την έκδοση της υπ’ αρ. ……… διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία ο πρώτος εναγόμενος, τότε καθ΄ού, υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 55.916,09 ευρώ, εντόκως, µε το συµβατικό επιτόκιο από 30-9-2008 έως 17-5-2009 και µε το επιτόκιο υπερηµερίας από 18-5-2009, των τόκων κεφαλαιοποιουµένων και ανατοκιζοµένων, έκτοτε, ανά εξάµηνο, µέχρι την εξόφληση, καθώς και δικαστική δαπάνη, ύψους 1.600 ευρώ.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ο πρώτος εναγόμενος, µεταβίβασε, στο δεύτερο εναγόμενο ……….. -πατέρα του, δυνάµει του υπ’αρ. ……….. συµβολαίου δωρεάς εν ζωή του συµβολαιογράφου Πειραιώς Γ.Π, που καταχωρήθηκε νόµιµα στο Κτηµατολογικό Γραφείο ……. και ειδικότερα στα κτηματολογικά βιβλία του δήμου ……., µε αρ. ………, ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί του υπ’ αρ. 1 διαµερίσµατος, επιφάνειας 100 τµ., που έχει εγγραφεί στα ως άνω κτηµατολογικά βιβλία του ίδιου Κτηματολογικού Γραφείου (…..) με Κ.Α.Ε.Κ ……… Το ως άνω διαμέρισμα βρίσκεται στον Β’ υπέρ το ισόγειο όροφο πολυκατοικίας, με ποσοστό ιδιοκτησίας επί όλου του οικοπέδου 74/1000, και συνορεύει βόρεια με διάδρομο ορόφου, φωταγωγό και ακάλυπτο χώρο, νότια με κλιμακοστάσιο και με αρ. 4 διαμέρισμα και δυτικά με φωταγωγό και γειτονικό ακίνητο. Η πολυκατοικία δε, στην οποία βρίσκεται το εν λόγω διαμέρισμα, είναι κτισμένη σε οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιφέρεια του δήμου ……, τέως δήμου Πειραιώς, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, επί της οδού ……. και εμφαίνεται, με τα στοιχεία (Β.Γ.Ε.Ζ.Β), στο από 15-4-1982 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού Η.Κ., που προσαρτάται στην υπ’ αρ. …….. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς Β.Π., έχει έκταση 459 τ.μ, και συνορεύει βόρεια, επί πλευράς μέτρων 22, με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια, επί προσώπου μέτρων 17, με την οδό ……..,ανατολικά, επί πλευράς μέτρων 33,50, με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά επί πλευράς μέτρων 20,50, με ιδιοκτησία ………

Προέκυψε δε ότι, ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην επίμαχη μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου του προαναφερθέντος διαμερίσματος, με σκοπό βλάβης της ενάγουσας, καθώς, ενώ γνώριζε την οφειλή του προς αυτήν κι ότι μετά την αποστέρησή του από το εν λόγω περιουσιακό  στοιχείο, η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της, εντούτοις προχώρησε στην ως άνω απαλλοτρίωση, έτσι ώστε να καταστήσει ανέφικτη την ικανοποίηση της αξίωσης της ενάγουσας. Ειδικότερα, πέραν του ως άνω ποσοστού κυριότητας του εν λόγω διαμερίσματος, ο πρώτος εναγόμενος είναι κύριος του υπό στοιχ. Δ-1 διαμερίσματος του Δ’ υπέρ το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 60,88 τ.μ. που βρίσκεται σε πολυκατοικία στο …. Αττικής (επί της οδού …….), καθώς επίσης και  των υπό στοιχ. Υ-1 αποθήκης του υπογείου και  υπό στοιχ. Ρ-3 ανοικτής θέσης στάθμευσης της ίδιας πολυκατοικίας. Επί των ακινήτων αυτών, όμως, υφίστανται βάρη, ήδη κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης, και συγκεκριμένα προσημείωση υποθήκης υπέρ της ……. Τράπεζας, ποσού 244.800 ευρώ και αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 9,972,48 ευρώ. Η αξία δε του ως άνω διαμερίσματος στο ….., την οποία ο ίδιος ο μάρτυρας των εναγόμενων – εκκαλούντων (αδερφός του πρώτου και γιος του δεύτερου εξ αυτών), υπολογίζει σε 200.000 ευρώ, είναι μικρότερη από το ύψος των ως άνω βαρών, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί για την ικανοποίηση και της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας. Μάλιστα, με το ίδιο, σε γενικές γραμμές, σκεπτικό, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αρ. 6194/2009 απόφασή του (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, επέτρεψε στην τελευταία, προς εξασφάλιση της εν λόγω απαίτησης, ενόψει της ένδικης αγωγής που είχε ήδη ασκηθεί, να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο ¼ εξ αδιαιρέτου του επίδικου διαμερίσματος. Ο δε πρώτος εναγόμενος δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε εξόφληση του παραπάνω χρέους του προς την ενάγουσα.

Οι εναγόμενοι- εκκαλούντες υποστηρίζουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ισχυρισμό που επιβεβαιώνει ο ως άνω μάρτυράς τους, ότι η επίμαχη μεταβίβαση δεν έγινε με σκοπό βλάβης της ενάγουσας, ώστε να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της κατά του πρώτου εξ αυτών, αλλά για την εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους και λόγω ηθικής υποχρέωσης του τελευταίου προς τον δεύτερο εναγόμενο – πατέρα του, ο οποίος είχε λάβει δάνειο 25.000 ευρώ από την τράπεζα ‘’……A.E’’, για να βοηθήσει οικονομικά τον πρώτο εναγόμενο- γιο του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός και συνεπώς κι ο σχετικός λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,  διότι  ακόμη κι αν δεχθούμε ως αληθές ότι, η σύναψη του δανείου έγινε από το δεύτερο εναγόμενο για να βοηθήσει τον πρώτο, αυτό ελήφθη κατά τους ισχυρισμούς των ίδιων των εναγόμενων, αλλά και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, τον Ιούλιο του 2008, ήτοι μεταγενέστερα της επίδικης μεταβίβασης, οπότε δεν τίθεται θέμα ληξιπρόθεσμου χρέους του πρώτου εναγόμενου προς τον δεύτερο. Εξάλλου, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, εφόσον η επίμαχη δικαιοπραξία είναι χαριστική, δεν απαιτείται η γνώση του τρίτου κι εν προκειμένω του δεύτερου εναγόμενου, ότι αυτή γίνεται από το μεταβιβάζοντα πρώτο εναγόμενο προς βλάβη της δανείστριας του -ενάγουσας (άρθρο 942 ΑΚ), η οποία (γνώση), σε κάθε περίπτωση, θα τεκμαίρονταν, λόγω της συγγενικής σχέσης του με τον πρώτο εναγόμενο- γιό του, καθώς, δεν έχει παρέλθει έτος από την απαλλοτριωτική δικαιοπραξία έως την έγερση της αγωγής (άρθρο 941 εδ. β,α Α.Κ).

Ακόμη, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες ισχυρίζονται με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ότι η εμφανής υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγόμενου, κατά το χρόνο μεταβίβασης του επίδικου διαμερίσματος, επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας και ότι, επομένως, η τελευταία καταχρηστικώς προέβη στην άσκηση της ένδικης αγωγής περί διάρρηξης της μεταβίβασης αυτής, ως καταδολιευτικής. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού, υποστηρίζουν ότι η εμπορική αξία του προαναφερθέντος, πλην του επίδικου, διαμερίσματος κυριότητας του πρώτου εναγόμενου, το εμβαδό του οποίου, μαζί με τον ημιυπαίθριο χώρο, ανέρχεται, όπως αναφέρουν, σε 76 τ.μ (και όχι 66,80 τ.μ), μαζί με τους συνοδεύοντες αυτό χώρο στάθμευσης και αποθήκη, ανέρχεται σε 270.000- 280.000 ευρώ (ενώ η αντικειμενική του αξία είναι 85.000 ευρώ). Πέραν, όμως, του ότι, η αξία αυτή, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται υπερβολική, ο ίδιος δε ο μάρτυρας των εναγόμενων, όπως προαναφέρθηκε, την υπολογίζει σε 200.000 ευρώ, σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν τη θεωρήσουμε ως πραγματική, αφαιρουμένου του ποσού των προαναφερθέντων βαρών, με τα οποία  βαρύνεται η εν λόγω ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου, η εναπομείνασα αξία της δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση της αξίωσης της ενάγουσας, ούτε κατά το ποσό του κεφαλαίου της, χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι και τα έξοδα. Το γεγονός δε, που επίσης επικαλούνται οι εναγόμενοι, για να ενισχύσουν τους ως άνω ισχυρισμούς τους, ότι δηλ. η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την πρώην επωνυμία ‘…… ΤΡΑΠΕΖΑ’’, προέβη στις 4-2-2010 σε δεύτερη εγγραφή υποθήκης στο ως άνω διαμέρισμα στο ……., για ποσό 49.000 ευρώ, δεν αποδεικνύει βέβαια ότι η ενάγουσα θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από το περιουσιακό αυτό στοιχείο, αφού η παραπάνω τράπεζα, όταν προέβη στη δεύτερη αυτή εγγραφή προσημείωσης στο εν λόγω ακίνητο, είχε ήδη λάβει χώρα η μεταβιβαστική δικαιοπραξία του επίδικου ακινήτου, οπότε δεν ανήκε πλέον στον πρώτο εναγόμενο, αλλά και η διαταγή εγγραφής προσημείωσης υπέρ της ενάγουσας, με την προαναφερθείσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. ΄Αλλωστε, αν, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, το προαναφερθέν έτερο ακίνητο, που είχε στην ιδιοκτησία του ο πρώτος εναγόμενος, επαρκούσε για την ικανοποίηση κι άλλης απαίτησης, θα μπορούσε να μεταβιβάσει αυτό στο δεύτερο εναγόμενο – πατέρα του, προς εξασφάλισή του, και όχι το μοναδικό ελεύθερο βαρών περιουσιακό του στοιχείο – επίδικο, ενώ μάλιστα γνώριζε ότι εκκρεμούν οικονομικές υποχρεώσεις του προς την ενάγουσα. Συνεπώς, οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγόμενων – εκκαλούντων, που προβάλλουν με τον δεύτερο, και τελευταίο, λόγο της έφεσής τους, είναι, επίσης, απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να γίνει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί η διάρρηξη της εν λόγω απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας (δωρεάς) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Ακολούθως, πρέπει, λόγω της ήττας των εναγόμενων – εκκαλούνων, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που οι τελευταίοι κατέβαλαν, στο Δημόσιο Ταμείο, (άρθρο 495 παρ 3 εδ ε ΚΠολΔ), αφετέρου δε, να επιβληθούν εις βάρος τους, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 6382/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 7-8-2009 (υπ’αρ. κατάθεσης ……..) αγωγή.

Δέχεται αυτήν.

Απαγγέλει τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας (δωρεάς) που έλαβε χώρα δυνάμει του υπ΄αρ. ……. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γ.Π., που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο ……, στα κτηματολογικά βιβλία του δήμου …… με αρ. καταχώρησης …….., με το οποίο μεταβιβάστηκε, από τον πρώτο εναγόμενο στο δεύτερο εναγόμενο, ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, της πλήρους κυριότητας του ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας), που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο, που κατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγόμενων – εκκαλούντων, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις  15 Νοεμβρίου 2018 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων  και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΠPOEΔPOΣ                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ