Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 781/2020

Αριθμός  781/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  από 5-9-2016  και με αριθμό κατάθεσης ………/2016 έφεση της ενάγουσας κατά της 4488/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων   κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί με τις νόμιμες διατυπώσεις  και είναι εμπρόθεσμη [ΚΠολΔικ 495, 511,513, 516,  517, 518]. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή  και να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της με την ίδια ως άνω διαδικασία [ΚΠολΔικ 533 παρ.1], εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) κατατέθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο [βλ. το ………../5-9-2016 διπλότυπο είσπραξης της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών].

Η ενάγουσα, στην από 27-2-2014  και με αριθμό κατάθεσης ………/2014  αγωγή της,  εξέθετε ότι : διατηρεί επιχείρηση πρατηρίου και διανομής σιγαρέτων και καπνικών προϊόντων σε καταστήματα της Θεσσαλονίκης. Δυνάμει του από 6-7-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίστηκε στον Πειραιά με την εναγομένη εταιρία παραγωγής, εισαγωγής  και εμπορίας προϊόντων καπνού,   ανέλαβε τη διανομή των προϊόντων της τελευταίας [εναγομένης] σε λιανοπωλητές της Θεσσαλονίκης, με εμπορικό κέρδος  3,30%  επί της εκάστοτε αποφορολογημένης  τιμής πώλησης κάθε επί μέρους καπνικού είδους προς αυτήν [ενάγουσα]. Ακόμη, ανέλαβε την υποχρέωση:  να παραγγέλλει  τις αναφερόμενες κάθε φορά ελάχιστες ποσότητες εμπορευμάτων,  να ακολουθεί τις οδηγίες, υποδείξεις και προδιαγραφές  της εναγομένης, να εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες  αποθήκευσης και συντήρησης των εμπορευμάτων, να μεριμνά για την εκτέλεση χρονοδιαγράμματος παραδόσεων και την ύπαρξη των αναγκαίων αποθεμάτων για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά,  να αποστέλλει σε τακτά χρονικά διαστήματα αναλυτικά στοιχεία για το πελατολόγιο της, να γνωστοποιεί τον αριθμό των προσώπων που απασχολεί και να ασφαλίζει τα εμπορεύματα.   Αν  και  τήρησε όλους τους συμφωνηθέντες όρους, η εναγόμενη, με την από 23-11-2012 επιστολή της, της γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του συστήματος διανομής των προϊόντων της στις περιοχές της Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και Πάτρας  με την καθιέρωση και στις περιοχές αυτές συστήματος αποκλειστικής διανομής, καθώς και ότι  στο πλαίσιο του νέου αυτού συστήματος  η διανομή των προϊόντων  της θα γινόταν μέσω μικρού αριθμού  αποκλειστικών διανομέων, καθένας από τους οποίους  θα αναλάμβανε  την ευθύνη  για συγκεκριμένη ευρύτερη περιοχή.  Στη συνέχεια, με το από 26-11-12  έγγραφό της,  κατήγγειλε τη σύμβαση με ισχύ της καταγγελίας την  31-5-13.  Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει νομιμοτόκως: ως αποζημίωση α) πελατείας, με ανάλογη εφαρμογή  των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 παρ. 1 του π.δ. 219/1991, το ποσό των 264.854,52  ευρώ, σύμφωνα με τους αναλυτικά αναφερόμενους υπολογισμούς της,  β) για διαφυγόντα κέρδη του επομένου από τη λήξη της ένδικης σύμβασης εξαμήνου, το ποσό, κατά τους εκτιθέμενους υπολογισμούς,  των 168.923,81 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις προμήθειες που θα εισέπραττε αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά της εναγομένης, καθόσον η εκ μέρους της καταγγελία της εμπορικής συνεργασίας τους είναι, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, καταχρηστική και θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18α του Ν. 146/1914, 281, 288, 298, 914 ΑΚ.  Ακόμη να υποχρεωθεί να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε, με την εκκαλούμενη απόφαση την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα   για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, που αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας  προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, θεμελιούμενη στην συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και στην υπό του άρθρου 361 AK προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές τού αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντιστρόφως ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (Ολ ΑΠ 16/2013, ΑΠ 191/2016, 852/2015,165/2015 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση, αντιδιαστέλλεται, ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενη σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ στα πλαίσια της λειτουργίας της συμβάσεως αποκλειστικής διαθέσεως (διανομής) ο ένας εκ των συμβαλλομένων (ο διανομέας) ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Πλην, παρά την διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, και επί της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής  δύνανται να εφαρμοσθούν, αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τόσο οι διατάξεις του προμνημονευθέντος Π.Δ/τος, εφ’ όσον εναρμονίζονται προς την φύση και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αυτής συμβατικής μορφής, όσον και εκείνες  περί εντολής του ΑΚ (ΑΠ 812/1991), υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 4 παρ. ι του Συντάγματος θεμελιώδους αρχής της ισότητας (πρβλ. Ολ. ΑΠ 72/1987) και της αρχής της καλής πίστεως που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ, ιδίως: α) εάν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργανώσεως του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό εντάξεως στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπ’ όψη του όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας, β) εάν αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου, όπως ο αντιπρόσωπος, γ) εάν αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενο του, δ) εάν το πελατολόγιο του, κατά τη σύμβαση είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της συμβάσεως διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και ε) εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέα και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου. Όμως, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π. δ/τος “περί εμπορικών αντιπροσώπων” δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα αναλήψεως υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού και προωθήσεως διαρκώς και αποκλειστικώς των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ  1325/2019 ΑΠ 1057/2018, ΑΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013 δημ/ση ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, το άρθρο 18α του Ν. 146/1914. που προστέθηκε με το άρθρο  29 του Ν 3784/2009 (αναθεώρηση διατάξεων του Ν. 703/1977 περί ανταγωνισμού και άλλες διατάξεις. ΦΕΚ Α’ 137), ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται κυρίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων». Βάσει των παραπάνω, γίνεται δεκτό, ότι δεν απαγορεύεται η οικονομική εξάρτηση, αλλά. μόνο, η καταχρηστική εκμετάλλευση της. Για την υπαγωγή στην απαγόρευση του άνω άρθρου 18α Ν. 146/10944. με την έννοια της αιφνίδιας και αδικαιολόγητης διακοπής μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων, θα πρέπει: 1) να υπάρχει σχέση οικονομικής εξάρτησης μιας επιχείρησης από άλλη ή άλλες επιχειρήσεις, από τις οποίες προμηθεύεται ή τις οποίες προμηθεύει ακόμη και με ένα ορισμένο είδος προϊόντων, η εξάρτηση δε αυτή μπορεί να προκύπτει από το γεγονός, ότι ο έμπορος, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε, έχει προσαρμόσει την επιχείρηση του στις ανάγκες διαθέσεως και προωθήσεως των προϊόντων του προμηθευτή, ώστε δεν θα μπορούσε να στραφεί σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες. 2) η επιχείρηση αυτή να μην διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, με την έννοια, ότι δεν προσφέρονται καθόλου τέτοιες λύσεις, ή οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα, δηλαδή δεν μπορεί να προμηθεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από άλλη πηγή, ή να προμηθεύει τα προϊόντα της σε άλλες επιχειρήσεις ή αν μπορεί, όχι με τους ίδιους αλλά με δυσμενέστερους όρους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εξαρτώμενης επιχείρησης σε δυσμενή, έναντι των ανταγωνιστών της θέση, αφού μειώνεται, έτσι, σημαντικά η ικανότητα της να αντεπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί να την οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία να συνεχίσει τη λειτουργία της και 3) η επιχείρηση, από την οποία εξαρτώνται οι άλλες, να προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω εξάρτησης, δηλαδή να εκμεταλλεύεται την ισχύ, που της δίνει η αδυναμία της εξαρτώμενης ή των εξαρτώμενων επιχειρήσεων, να διαθέτουν άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, με μέσα και πρακτικές, όπως στο εν λόγω άρθρο αναφέρονται που έχουν ως αποτέλεσμα να βλάψουν την ανταγωνιστικότητα των τελευταίων .  Υπό την έννοια αυτή η παράβαση του άρθρου 2α του ν. 703/1977, συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, συμπεριφορά, οπότε με τη συνδρομή και των λοιπών όρων του άρθρου αυτού παρέχεται, σε όποιον ζημιώθηκε, αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [ΑΠ 246/2019,  419/2018, ΑΠ 650/2016, ΑΠ 533/2016, ΕΑ 374/2019, ΕφΘεσ/κης 2520/2019 δημ/ση ΝΟΜΟΣ].Τέλος, η σύμβαση διανομής, ως ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, μπορεί να λυθεί με καταγγελία, κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής του ΑΚ, που, κατά ρητή επιταγή του άρθρ. 91 ΕμπΝ, εφαρμόζονται στη σύμβαση παραγγελίας, η οποία ομοιάζει, ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της, με τη σύμβαση διανομής. Μεταξύ των διατάξεων περί εντολής, που εφαρμόζονται είναι και αυτή του άρθρου 724 ΑΚ, κατά την οποία ο εντολέας έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από προθεσμία. Εξάλλου, παράνομη συμπεριφορά, που κατά την ΑΚ 914 δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά (και) κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτού (δικαιώματος). Συνεπώς, αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση θεμελιώνει και η, κατά προφανή υπέρβαση των άνω αξιολογικών ορίων, υπαίτια και ζημιογόνος άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας μιας διαρκούς ενοχικής σχέσης. Η καταγγελία, πάντως, αυτή δεν ενέχει πρόδηλη υπέρβαση των ειρημένων ορίων, όταν η συνέπειά της, δηλαδή η λύση της σύμβασης, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον συμβαλλόμενο  συναλλακτικές δυνατότητες του καταγγείλαντος και δεν είναι άσχετη προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του. Ακόμη, το δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς σύμβασης δεν το αναγνωρίζει ο νόμος ως κύρωση για την τυχόν αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του, και άρα η τυχόν, προηγηθείσα της καταγγελίας, επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγείλαντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του,  δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη, ενόψει μάλιστα και του ότι η συμπεριφορά αυτή εντασσόμενη ουσιαστικώς στο πλαίσιο της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής, επιβάλλεται από το νόμο κατ` άρθρο 288 ΑΚ (ΟλΑΠ 12 και  ΑΠ 13/2004, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 1325/2019,  ΑΠ ΑΠ 804/2015, AΠ 683/2010 , ΑΠ 1933/2009 δημ/ση   ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, στην κρινόμενη  αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο,   μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε έγγραφη σύμβαση απλής διανομής προϊόντων καπνού. Η σύμβαση καταγγέλθηκε εγγράφως στις 26-11-2012, ενώ παρασχέθηκε στην ενάγουσα το δικαίωμα για έξι μήνες ήτοι έως 31-5-2013 να προμηθεύεται προϊόντα της εναγομένης.  Σύμφωνα, όμως,   με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη  η αγωγή,  ως προς το  αίτημα καταβολής αποζημίωσης πελατείας, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του Π.Δ. 219/1991, δεν είναι  νόμιμη, καθ’ όσον, δεν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις αναλογικής εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Τούτο διότι, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, η συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση, δεν ομοιάζει κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ούτε αποτελεί σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ώστε να επιβάλλεται και γι’ αυτή η αναλογική εφαρμογή  των ως άνω διατάξεων του Π.Δ. 219/1991, καθόσον οι διαλαμβανόμενοι στο δικόγραφο της αγωγής  συμβατικοί όροι δεν καθιστούν την ενάγουσα αποκλειστική διανομέα, ενεργούσα ως τμήμα αναπόσπαστο και αποφασιστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της εμπορικής οργάνωσης της εναγομένης παραγωγού- προμηθεύτριας καπνικών ειδών. Ειδικότερα η συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση εμπορικής συνεργασίας δεν είναι εκείνη της αποκλειστικής διανομής, καθόσον ελλείπει το ουσιώδες στοιχείο της αποκλειστικότητας, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της συμβάσεως της αποκλειστικής διανομής, ήτοι, ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή. Όμως, στην υπό κρίση περίπτωση, κατά τα ρητώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα διακινούσε  στην περιοχή  της Θεσσαλονίκης   εμπορεύματα της εναγομένης, ενώ, επίσης, στην  ίδια περιοχή  διέθετε προς μεταπώληση και ανταγωνιστικά προς τα επίδικα συμβατικά προϊόντα άλλων παραγωγών-προμηθευτών της, ήτοι, δεν είχε αναλάβει συμβατική υποχρέωση, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, να μην ασκεί ανταγωνιστικές πράξεις, διαθέτοντας στους πελάτες του δικτύου της αποκλειστικά και μόνο τα συμβατικά προϊόντα της εναγομένης.  Τα  διαλαμβανόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο πραγματικά περιστατικά (δημιουργία αποθεμάτων, αποστολή πελατολογίου, συγκεκριμένη  διαφημιστική και πιστωτική πολιτική της εναγομένης, τήρηση δασμολογικής και φορολογικής νομοθεσίας), κυρίως σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ελλείπει το στοιχείο της αποκλειστικότητας για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την προαναφερόμενη  έννοια,  δεν συνιστούν συμβατικές υποχρεώσεις επαρκείς, ώστε να καταστήσουν τον διανομέα αποκλειστικό, αναπόσπαστο και αποφασιστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του παραγωγού και  να επιβάλλεται η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 219/1991 περί τακτικής καταγγελίας και αποζημιώσεως πελατείας. Περαιτέρω η αγωγή δεν είναι νόμιμη  ούτε ως προς αίτημα καταβολής διαφυγόντων κερδών και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 146/2014,  281, 288, 298β, 914 και 932  και τούτο γιατί: η ενάγουσα ενεργούσε ως απλή και όχι αποκλειστική διανομέας των προϊόντων της εναγομένης με αναγκαία συνέπεια να ελλείπει το θεμελιώδες στοιχείο του άρθρου 18 α του Ν. 146/1914, που αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση εφαρμογής του, δηλαδή το στοιχείο της οικονομικής εξάρτησης της ενάγουσας από την εναγομένη, αφού η πρώτη [ενάγουσα], σύμφωνα με όσα εκτίθενται σε αυτή [αγωγή], δεν είχε αναλάβει συμβατική υποχρέωση να μην ασκεί, όσο ήταν σε ισχύ η σύμβαση,  ανταγωνιστικές πράξεις  και να διαθέτει στους πελάτες του δικτύου της αποκλειστικά τα προϊόντα της εναγομένης, αφού  εκτίθεται, όπως προαναφέρεται, ότι διέθετε προς μεταπώληση και ανταγωνιστικά προς τα επίδικα συμβατικά προϊόντα άλλων παραγωγών-προμηθευτών της. Τέλος, ως  προς τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, η ενάγουσα  εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή  ότι η καταγγελία της ένδικης  αορίστου χρόνου σύμβασης  πραγματοποιήθηκε με την τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του π.δ.  219/1991 εξάμηνης προθεσμίας, παρότι δεν είχε προς τούτο υποχρέωση. Αυτό  το  χρονικό διάστημα είναι εύλογο, κατά τα  οριζόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για να μην αιφνιδιαστεί η ενάγουσα και να προσαρμόσει τις ανάγκες της επιχείρησής της  στα νέα δεδομένα της αγοράς. Επομένως, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή  πραγματικά  περιστατικά, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος καταγγελίας  της ένδικης σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης δεν είναι υπαίτια και παράνομη και δεν αντίκειται στο  άρθρο 281 ΑΚ, που απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή  υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται αδικοπραξία και συνακόλουθα, αξίωση  αποζημίωσης  και  χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση τα παραπάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως νομικά αβάσιμη, ορθά εκτίμησε το δικόγραφο της αγωγής και  ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, οι δε λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η εκκαλούσα να καταδικαστεί, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης μετά από αίτημα της  τελευταίας  [ΚΠολΔικ 176, 183, 191 παρ.2] και  να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία  τους   διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 5-9-2016 (Α.Κ. ……../2016) έφεση κατά της 4488/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή,  κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 28η Νοεμβρίου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ