Αριθμός 782/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 27-11-2017 και με αριθμό κατάθεσης ………../2017 έφεση του εναγομένου κατά της 4475/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη [ΚΠολΔικ 495, 511, 513, 516, 517, 518]. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με την ίδια ως άνω διαδικασία [ΚΠολΔικ 533 παρ.1], χωρίς να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου έφεσης κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ, γιατί το εκκαλούν είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο, κατά το άρθρο 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998, απαλλάσσεται, όπως και το Ελληνικό Δημόσιο κατά το άρθρο 19 του Ν. Δ της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου» της σχετικής υποχρέωσης.
Η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της κατά των ΝΠΠΔ με την επωνυμία α) Ι.Κ.Α. ΕΤΕΜ, β) Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας – ΕΟΠΥΥ και γ) Δεύτερης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου ισχυρίσθηκε ότι: με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου και έχουν αντικείμενο μικρότερο των 2.500 ευρώ, πώλησε και παρέδωσε σε αυτό, κατά το χρονικό διάστημα από 12-9-2011 έως 15-1-2015, τα αναλυτικά αναφερόμενα εμπορεύματα ιατρικού εξοπλισμού, συνολικής αξίας 88.345,20 ευρώ. Για τις πωλήσεις αυτές εκδόθηκαν τα σχετικά τιμολόγια-δελτία αποστολής, καθένα από τα οποία συμφωνήθηκε να πληρωθεί μετά την πάροδο 60 ημερών από την έκδοσή του. Μολονότι δε τα εμπορεύματα παραλήφθηκαν από το πρώτο εναγόμενο, εντούτοις δεν της έχει καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό, και μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής λόγω των αναφερόμενων καταβολών μετά την άσκησή της αγωγής, ζητεί να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο, καθολικοί διάδοχοι του οποίου έχουν καταστεί το δεύτερο και το τρίτο από τους εναγομένους, να της καταβάλουν, προεχόντως με βάση τις συμβάσεις πώλησης, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το ποσό των 37.830,55 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης έκαστου αντίστοιχου τιμολογίου, αλλιώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς το πρώτο και δεύτερο από τα εναγόμενα ΝΠΔΔ, γιατί δεν νομιμοποιούνται παθητικά και τη δέχθηκε ως προς το τρίτο [εναγόμενο]. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το [τρίτο] εναγόμενο, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 178/2010, ΕφΑιγ. 41/2020, ΕφΠειρ 85/2015, ΜΕφΠειρ 28/2015 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν – εναγόμενο είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως και επαναφέρει το σχετικό ισχυρισμό με τον πρώτο λόγο της έφεσης, χωρίς να αμφισβητεί τις διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, το τίμημα αυτών και την παραλαβή των εμπορευμάτων, ότι: <<Μέχρι σήμερα μέρος του οφειλόμενου ποσού έχει ήδη καταβληθεί στην ενάγουσα, όπως σαφώς προκύπτει από το με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ενάγουσας προς την Οικονομική Υπηρεσία της 2ης ΥΠΕ. Ειδικότερα, από την ανωτέρω αλληλογραφία προκύπτει ότι η υπάλληλος του Λογιστηρίου της ενάγουσας αποδέχεται και ομολογεί ότι το ποσό αξίας 24.757,22 ευρώ έχει καταβληθεί ήδη στην ενάγουσα, ενώ ένα ακόμη ποσό 29.516,31 ευρώ έχει ήδη ενταλματοποιηθεί από της αρμόδιες Υπηρεσίες της 2ης ΥΠΕ, η οποία θα καταθέσει τα χρήματα σε λογαριασμό που διατηρεί η ενάγουσα στην τράπεζα…..με δεδομένα όλα τα παραπάνω η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, αφού το μεγαλύτερο μέρος της υπό συζήτηση απαίτησης έχει ήδη εξοφληθεί ή πρόκειται να εξοφληθεί άμεσα>>. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση εξόφλησης είναι αόριστη, γιατί δεν αναφέρεται ο χρόνος καταβολής, ποια επακριβώς απαίτηση της ενάγουσας εξοφλήθηκε με την επικαλούμενη καταβολή, αφού υπάρχουν οφειλές από περισσότερα του ενός τιμολόγια και το ακριβές μέσο με το οποίο αυτή έλαβε χώρα η καταβολή με την επίκληση και των σχετικών παραστατικών. Η έκδοση του εντάλματος πληρωμής από μόνη της χωρίς την πληρωμή αυτού [εντάλματος] δεν αποτελεί εξόφληση, ενόψει και του ότι αντιφατικά εκθέτει ότι η απαίτηση <<έχει εξοφληθεί ή πρόκειται να εξοφληθεί άμεσα>>, συνομολογώντας, έτσι, την ύπαρξη ανεξόφλητης απαίτησης της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αλλά ορθά, κατά το αποτέλεσμα, έκρινε, παρά το γεγονός ότι δεν διέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του ειδικές αιτιολογίες, στην συμπλήρωση των οποίων, επιτρεπτώς, προβαίνει αυτό το Δικαστήριο (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεδομένης της ορθότητας του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης. Γι’ αυτό, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ. ΑΠ 7/2002 δημ/ση ΝΟΜΟΣ), μόνη δε η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ` ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος δε θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής, είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΑιγ 41/2020 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν – εναγόμενο είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως και επαναφέρει το σχετικό ισχυρισμό με το δεύτερο λόγο της έφεσης ότι <<η αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά, καθώς τελούσε σε γνώση [η ενάγουσα] ότι η Υπηρεσία μας είχε ή επρόκειτο να εξοφλήσει το επίδικο ποσό, αφού αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι είχε μεσολαβήσει επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων οικονομικών τμημάτων της εφεσίβλητης και της Υπηρεσίας μας και τα δυο μέρη είχαμε έρθει σε σχετική συνεννόηση, η οποία οδήγησε σε ενταλματοποίηση ενός ακόμη μέρους του οφειλόμενου ποσού, μέχρι και την πλήρη εξόφλησή του, στην οποία [συνεννόηση η πλευρά της ενάγουσας δεν είχε προβάλλει καμία αντίρρηση. Εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η παρούσα αγωγή ασκήθηκε [καταχρηστικά] διότι η εφεσίβλητη απέβλεπε να καρπωθεί τόκους υπερημερίας, αφού είναι πρόδηλο ότι το μεγαλύτερο μέρος της αξίωσής της είχε εξοφληθεί ή επρόκειτο να εξοφληθεί>>. Με αυτό το περιεχόμενο η εν λόγω ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν εμπίπτουν στο πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της ενάγουσας να ζητήσει το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων, αφού η επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αφενός ταυτίζεται με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης της ένδικης οφειλής της και αφετέρου με το γεγονός ότι η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα προς ικανοποίηση της ένδικης απαίτησής της, που βέβαια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, πολύ περισσότερο αφού δεν συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, ενώ, σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται επίκληση αντιφατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, τέτοιας που να της είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι θα απείχε από την δικαστική επιδίωξη ικανοποίησης της κατ’ αυτού (εναγομένου) αξίωσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αλλά ορθά, κατά το αποτέλεσμα, έκρινε, παρά το γεγονός ότι δεν διέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του ειδικές αιτιολογίες, στην συμπλήρωση των οποίων, επιτρεπτώς, προβαίνει αυτό το Δικαστήριο (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεδομένης της ορθότητας του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης. Γι’ αυτό, ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, περί λογιστικού των ΝΠΔΔ, η οποία είναι ανάλογη με το άρθρο 21 του ΒΔ της 26.6-10.7.1944, περί του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση ή σε ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ, προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της καταψηφιστικής αγωγής, αλλά και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό (ΑΕΔ 7/2011 Αρμ 2011. 816) η επίδοση, της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας, χωρίς προς τούτο να αρκεί η καθ` οιονδήποτε άλλο τρόπο όχληση ή η παρέλευση δήλης ημέρας, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά ή προκύπτει από ειδικό νόμο (ΟλΑΠ 10/2008, ΟλΑΠ 7/2000 και ΑΠ 157/2011 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Ειδικό νόμο σε σχέση με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 ως προς τη δημιουργία υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ και του οφειλόμενου ποσοστού τόκου, αποτελεί το π.δ. 166/2003 που άρχισε να ισχύει από 5.6.2003 (ΦΕΚ Α` 138), με το οποίο έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, δηλαδή σε συναλλαγές που, κατά τις οριζόμενες στα άρθρα 2, 3 αυτού έννοιες, γίνονται μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, ως δημόσια δε αρχή νοείται κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως αυτές ορίζονται π.δ. για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών οι οποίες συναλλαγές συνεπάγονται παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Στο άρθρο 4 του ως άνω π.δ. ορίζεται ότι: «1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α) Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β) Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ) Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, δ) Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. Ια του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις ορίζεται αποκλειστικά σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον: α)έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β)δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην- σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδά είσπραξης της αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή, στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας». Από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι για τις οφειλές νοσηλευτικού ιδρύματος, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, από εμπορική συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, σε εκτέλεση σύμβασης που καταρτίστηκε μετά την 05-6-2003, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του π.δ. 166/2003 και πριν από την ισχύ του ν. 4152/2013 (16-03-2013) που κατάργησε το άρθρο 4-παρ. 2 του π.δ. 166/2003 (άρθρο 1 παρ. Ζ, υποπαρ. Ζ.14 του ν. 4152/2013), το νοσηλευτικό ίδρυμα καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών η υπηρεσιών, και όχι από την επίδοση της αγωγής, το οφειλόμενο δε ποσοστό τόκου ορίζεται στο ίδιο π.δ. (ΟΛΑΠ 10/2013, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 323/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα ειδικότερες διατάξεις, που εφαρμόζονται για τις συμβάσεις που καταρτίζονται από την έναρξη ισχύος του και εντεύθεν (16-03-2013) αποτελούν και εκείνες του ν. 4152/2013. Ειδικότερα ως προς την τοκοφορία και τα έξοδα ορίζεται: «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.5.: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ (Άρθρο 4 Οδηγίας 2011/7)1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουάριου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α` της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για: α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φάσης, με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων, β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α`247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α` 141), όπως ισχύει, που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν, καθώς και ο ΕΟΠΥΥ (άρθρο 18 του ν. 3918/2011). 5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α` σημείο δ` δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.. 6. Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. 7. Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή. […] Στην προκείμενη περίπτωση και σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό α) των 2.018,99 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου πώλησης, με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 και β) το ποσό των 35.811,56 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου πώλησης, με το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται στην υποπαράγραφο Ζ.5 της παραγράφου Ζ του πρώτου άρθρου του Ν. 4152/2013, μέχρι την εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974, 4 του π.δ/τος 166/2003 και του άρθρου πρώτου παράγραφος Ζ υποπαράγραφος Ζ. 5 της παραγράφου Ζ του πρώτου άρθρου του Ν. 4152/2013. Επομένως, ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα , είναι αβάσιμος.
Με βάση τα παραπάνω και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, μετά από αίτημά της, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας [ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ. 2].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της 4475/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ