ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 784/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 226 § 2 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση, στο αντίγραφο της έφεσης, της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα (60) ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΑθ 6312/2010, ΕλλΔνη 2010. 211, ΕφΠειρ 145/2009, ΕλλΔνη 2012. 219). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 524 §§ 1, 3, 591§ 1 και 271 § 2 Κ.Πολ.Δ., το τελευταίο από τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ έφεση δίκη και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 593 παρ.3δ, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθ. τέταρτο του ν. 4335/2015), συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσης του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται (βλ. Καλλιόπη Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, έκδοση 2017, σελ. 72-74, ιδίως ότι το άρθρο 524 παρ.3 εδ.α’ ΚΠολΔ υπερισχύει ως ειδικότερο του άρθρου 595 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ). Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007, ΑΠ 441/2006 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2896/2007, ΕφΑΔΠολΔ 2008, σελ. 822, ΕφΑθ 4422/2003 ΕλΔνη 2004, σελ. 592, ΕφΑθ 1535/2001 ΑρχΝ 2001, σελ. 563, ΕφΠειρ 145/2009, ΕλλΔνη 2010, σελ. 211, Κ. Παναγόπουλος, σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, άρθρο 524, σελ. 230, παρ.31). Ειδικότερα, κατ` εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθ. 110 § 2 και 111 Κ.Πολ.Δ.), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 Κ.Πολ.Δ., με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλ` απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλΔ 1995.346, ΑΠ 1207/1985 ΝοΒ 1986, σελ. 516, Μαργαρίτη σε ΕρμΚ.Πολ.Δ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 518 αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαία αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της έφεσης με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλειά του για μη κλήτευση του εφεσίβλητου και μη παράσταση του ίδιου στη συζήτηση υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης, που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και, επομένως, η συζήτηση της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (ΑΠ 658/1974 ΝοΒ 1975.273, Μακρίδου στην ΕρμΚ.Πολ.Δ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα έκδ. 2000, άρθρο 272 αριθ.1, Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δ. άρθ. 531 αριθ. 3, ΜονΕφΠειρ 28/2016 στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η από 1.10.2019 έφεση του ………. κατά της ……………., προς εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της 2820/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε την 9.8.2019, αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και δέχθηκε εν μέρει την από 12.1.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ ……/2017) αγωγή της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος. Η ένδικη έφεση αρμοδίως φερόμενη ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ για να συζητηθεί με την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.10.2019 με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019 και στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 14.10.2019 επιμελεία της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος, ………., με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019, οπότε προσδιορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την ως άνω δικάσιμο, ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απών, η δε εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ………. κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών κλητεύθηκε από την εφεσίβλητη προς συζήτηση της εφέσεώς του κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ούτε ότι αυτός επίσπευσε τη συζήτησή της με κλήση της εφεσίβλητης (στο αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση εφέσεως που προσκομίζει η εφεσίβλητη δεν υπάρχει επισημείωση δικαστικού επιμελητή περί επιδόσεώς του σε αυτή, ούτε προσκομίζεται από την εφεσίβλητη αποδεικτικό επίδοσης κλήσης προς τον εκκαλούντα για τη συζήτηση του ως άνω ένδικου μέσου). Η εφεσίβλητη, στην προσθήκη των προτάσεών της αρκείται να αναφέρει ότι «Κατά την συζήτηση της κρινομένης εφέσεως, ο εκκαλών-εναγόμενος ούτε ενεφανίσθη, ούτε και εκπροσωπήθη υπό Πληρεξουσίου Δικηγόρου προς υποστήριξη των λόγων της εφέσεώς του, κατά την γνώριμον και συνήθη αδιάφορο τακτική του, αν και ο ίδιος είχε ασκήσει το δικόγραφο της έφεσης και είχε προσδιορίσει τούτο προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας…». Ωστόσο, η άσκηση της εφέσεως και ο προσδιορισμός της ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου σε συγκεκριμένη δικάσιμο δεν αρκεί για να συζητηθεί νόμιμα κι εφόσον ο μεν εκκαλών δεν παρίσταται, η δε εφεσίβλητη δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει ότι ένας εκ των δύο διαδίκων επίσπευσε τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως για την παραπάνω δικάσιμο, πρέπει, κατά τα στη μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 1.10.2019 έφεσης κατά της 2820/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.12.2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ