Αριθμός 1/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ (η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν 4335/2015) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που, καθορίζονται από την έφεση και τους προσθετούς λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 907/2014). Μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. …/2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 243/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του πρώτου και ήδη εκκαλούντος και δεύτερης των εναγομένων και αντιμωλία της τρίτης εναγόμενης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 12-1-2018 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 20-2-2018, δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον εκκαλούντα (……….), περαιτέρω δε, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η με ειδικό αριθμό καταθ. …./2015 αγωγή κατά την τακτική διαδικασία ως προς την βασιμότητα αυτής, δοθέντος ότι έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του δικογραφου της εφέσεως (βλ υπο κωδικό ……../ 2018 e-παράβολo δημοσίου και από 20-2-2018 πληρωμή της Τραπεζας Πειραιώς).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ιστορούσε ότι διατηρούσε από το έτος 1989 πρακτορείο ΠΡΟΠΟ την εκμετάλλευση του οποίου είχε παραχωρήσει αρχικά στον ………….. ο οποίος αποχώρησε στις 26-3-2007, ακολούθως στην τρίτη εναγόμενη με την οποία είχε συστήσει αφανή εταιρία, η οποία αποχώρησε τον Φεβρουαριο 2010 και τέλος, στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ανέλαβε την εξόφληση του συνόλου των εκ του πρακτορείου οφειλών προς παρέχοντας σ΄αυτόν (πρώτο εναγόμενο) και στην θυγατέρα του δεύτερη εναγόμενη ειδική πληρεξουσιότητα για την διεκπεραίωση των εκ του πρακτορείου υποχρεώσεων της. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος δεν προέβη εν γνώσει του στην εξόφληση των οφειλών αυτών παρά τις επανειλημμένες υποσχεσεις του και μολονότι επιβλήθηκε και αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου σε βάρος της ενάγουσας ύψους 43.075,55 ευρώ και έκτοτε παρακρατούνταν μέρος του μισθού που ελάμβανε από την εργασία της καθώς απασχολούνταν ως εργατοτεχνίτρια σε καπνοβιομηχανία. Η επιζήμια αυτή συμπεριφορά υποχρέωσε την ενάγουσα να ζητήσει την ανάκληση της χορηγηθείσας σ΄αυτήν αδείας λειτουργίας του πρακτορείου από την εταιρία «ΟΠΑΠ ΑΕ» η οποία προέβη άμεσα στην ικανοποίηση του αιτήματος της. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ΄αυτήν τις οφειλές προς το Δημόσιο που δημιουργήθηκαν από την λειτουργία του πρακτορείου από 27-3-2007 μέχρι 4-4-2011 και συγκεκριμένα α) ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων (να καταβάλουν) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 6676,51 ευρω συμπεριλαμβανομένων τόκων, τελών και προσαυξήσεων για οφειλές οικονομικού έτους 2008, το ποσό των 34.002,92 ευρώ συμπεριλαμβανομένων τόκων, τελών και προσαυξήσεων για οφειλές οικονομικού έτους 2009, το ποσό των 319,16 ευρώ για πρόστιμο οικονομικού έτους 2008, το ποσό των 319,16 ευρώ για πρόστιμο οικονομικού έτους 2009, το ποσό των 868,65 ευρώ για πρόστιμο οικονομικού έτους 2010 και συνολικά το ποσό των 42.186,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Το ποσό αυτό για το πέραν του ποσού των 3000 ευρώ μετατράπηκε νομότυπα συμμέτρως σε αναγνωριστικό. β) ο πρώτος και η δεύτερη εναγόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 20.039,42 ευρώ για οφειλές οικονομικού έτους 2011 συμπεριλαμβανομένων τόκων, τελών και προσαυξήσεων, το ποσο των 661,94 ευρώ για οφειλές και ειδική εισφορά οικονομικού έτους 2013, το ποσο των 868,65 ευρώ για πρόστιμο οικονομικού έτους 2011, το ποσο των 60 ευρώ για πρόστιμο εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 και το ποσο των 2.977,25 ευρώ για οφειλές στον ΟΠΑΠ και συνολικά το ποσο των 24.607,26 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Το ποσό αυτό για το πέραν του ποσού των 3000 ευρώ μετατράπηκε νομότυπα συμμέτρως σε αναγνωριστικό. γ) άπαντες οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων , με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Το ποσό αυτό για το πέραν του ποσού των 3000 ευρώ μετατράπηκε νομότυπα σε αναγνωριστικό Ζήτησε, επίσης, την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα αυτής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή αρμόδια και παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του καθ΄υλην και κατά τόπο αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας. Έχει ήδη απορριφθεί με την εκκαλουμένη απόφαση ως αόριστη ως προς το πρόστιμο οικονομικού έτους 2008 ύψους 319,16 ευρώ, ως προς το πρόστιμο οικονομικού έτους 2009 ύψους 319,16 ευρώ, ως προς το πρόστιμο οικονομικου έτους 2010 ύψους 868,65 ευρώ, ως προς το πρόστιμο οικονομικού έτους 2011 ύψους 868,65 ευρώ, καθώς και ως προς το αίτημα επιδίκασης τόκων από τον χρόνο που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ως προς την οφειλή από εισόδημα και ειδική εισφορά του ν 3986/2011 οικονομικού έτους 2013 ύψους 661,94 ευρώ. Ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να επανεξετάσει τα αιτήματα αυτά. Ως προς τα λοιπά αιτήματα η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς αναφέρονται σ΄ αυτήν αναλυτικά τα επιμέρους αιτούμενα ποσά, καθώς επισης και ο χρόνος και η αιτία γέννησης αυτών, ενώ επισημαίνεται στην αγωγή ότι οι οφειλές αυτές προκλήθηκαν από την λειτουργία του πρακτορείου και μόνον απορριπτομένου αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος και σχετικού λόγου της εφέσεως ως αβάσιμου κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, η αγωγή θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 390 ΠΚ, 914, 932, 297, 298, 299, 361 ΑΚ και συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την υπ΄αριθμόν ………/29-5-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου …………, η οποία δόθηκε ύστερα από νομότυπη με εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα έχοντας εφοδιαστεί με την από 31-1-1989 άδεια λειτουργίας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στον Πειραιά με αριθμο πρακτορείου ……, ανέθεσε τέλη Νοεμβρίου 2001 την εκμετάλλευση του πρακτορείου αυτού στον ………. και προς τούτο παρείχε σ΄αυτόν ειδική πληρεξουσιότητα να ενεργεί για λογαριασμό της και αντ΄αυτής ενώπιον κάθε αρχής, οργανισμού, φυσικού και νομικού προσώπου δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……../29-11-2001 πληρεξουσιου της συμβολαιογράφου Μεγάρων, …….. Στις 26-3-2007 αποχώρησε ο …………από το πρακτορείο και η ενάγουσα συνέστησε με την τρίτη εναγόμενη, ………… με ιδιωτικό συμφωνητικό αφανή εταιρία με αντικείμενο την λειτουργία και εκμετάλλευση του εν λόγω πρακτορείου χρονικής διάρκειας από 1-5-2007 μέχρι 1-5-2013με εμφανή εταίρο την ενάγουσα και αφανή την τρίτη εναγόμενη, η οποία ανέλαβε την καταβολή εντός έτους του συνόλου των μέχρι τότε οφειλών του πρακτορείου, την κάλυψη κάθε ζημίας αλλά και των εξόδων του πρακτορείου μεταξύ των οποίων το μίσθωμα, οι λογαριασμοί ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, η ασφαλιστική εισφορά στο Ταμείο Εμπόρων, οι οφειλές προς τον ΟΠΑΠ, καθώς και την κάλυψη κάθε είδους οφειλών και εξόδων του πρακτορείου, αλλά και την καταβολή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ενάγουσας από την λειτουργία του πρακτορείου. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα παρείχε σ΄αυτην ειδική πληρεξουσιότητα να ενεργεί για λογαριασμό της και αντ΄αυτής ενώπιον κάθε αρχής, οργανισμού, φυσικού και νομικού προσώπου δυνάμει του υπ΄αριθμόν …../27-3-2007 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Μεγάρων, …………….
Στα πλαίσια εκμετάλλευσης του πρακτορείου αυτού η τρίτη εναγόμενη συνέστησε με τον πρώτο εναγόμενο (………) αφανή εταιρία εκ της οποίας η τρίτη εναγόμενη αποχώρησε στις 3-2-2010 συνταχθέντος του από 3-2-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αποχώρησης συνεταίρου στο οποίο αναφέρθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος αναλάμβανε την υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος από την μέχρι τότε εκμετάλλευση του πρακτορείου φόρου, καθώς και την εξόφληση κάθε οφειλής που θα προέκυπτε κατά το χρονικό διάστημα που η αφανής εταιρία ήταν ενεργός. Ενόψει της εξέλιξης αυτής και αφού ο πρώτος εναγόμενος υποσχέθηκε στην ενάγουσα την κάλυψη κάθε οφειλής εκ της λειτουργίας του πρακτορείου η ενάγουσα ανακάλεσε με την υπ΄αριθμόν ……/24-2-2010 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. την προαναφερόμενη ειδική πληρεξουσιότητα προς την τρίτη εναγόμενη και χορήγησε ειδική πληρεξουσιότητα στον πρώτο ενάγομενο και στην θυγατέρα του, …….. (δεύτερη εναγόμενη) με το υπ΄αριθμόν ……../24-2-2010 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά, .. …, ώστε καθένας χωριστά να ενεργεί για λογαριασμό της και αντ΄αυτής ενώπιον κάθε αρχής, οργανισμού, φυσικού και νομικού προσώπου. Ταυτόχρονα δε συνήψε ατύπως με τον ενάγοντα αφανή εταιρία και ανέθεσε σ΄αυτόν την εκμετάλλευση του πρακτορείου. Βάσει της ανωτέρω πληρεξουσιότητας ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε ρύθμιση των εκ του πρακτορείου και προς το Δημόσιο οφειλών της ενάγουσας την οποία, όμως, εν αγνοία της ενάγουσας, έπαυσε να τηρεί από τον Ιανουάριο του 2011, με συνέπεια την ακύρωση αυτής ενώ είχε ήδη επισπευσθεί και αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της τελευταίας (ενάγουσας) από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου (Γ ΔΟΥ Πειραιά) με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου για ποσό 43.075,55 ευρώ με την με αριθμό πρωτ. ……../2010 και αριθμό ειδ. Βιβλ. ……./2010 έκθεση κατάσχεσης δυνάμει της οποίας κατασχέθηκε και έκτοτε παρακρατείται μηνιαίως ποσό 450, 92 ευρώ εκ του μισθού που ελάμβανε η ενάγουσα ως εργατοτεχνίτρια από την εταιρεία «……….» ανερχομένου μετά των κρατήσεων στο ποσό των 2690 ευρώ. Η ζημιογόνος αυτή ασυνέπεια υποχρέωσε την ενάγουσα να ζητήσει με την από 4-3-2011 αίτηση της την διακοπή της λειτουργίας του πρακτορείου από την εταιρεία «ΟΠΑΠ ΑΕ», η οποία με την υπ΄αριθμόν ../19-4-2011 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ανακάλεσε την επ΄ονόματί της ενάγουσας εκδοθείσα άδεια λειτουργίας του ανωτέρω με αριθμό 20130 πρακτορείου ΠΡΟΠΟ. Επιπρόσθετα, η ενάγουσα ανακάλεσε με την υπ΄αριθμόν ……/16-3-2011 πράξη ανάκλησης ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………, κάθε εντολή και πληρεξουσιότητα προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα που η ενάγουσα είχε αποξενωθεί από την εκμετάλλευση του Πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ λόγω ανάθεσης αυτής στα ανωτέρω πρόσωπα επιβλήθηκε σ΄αυτήν φόρος για τα εισοδήματα εκ του πρακτορείου, ο οποίος λόγω του ότι δεν πληρώθηκε εμπρόθεσμα από τον εκάστοτε βάσει των συμφωνηθέντων υπόχρεο επιβαρύνθηκε και με προσαυξήσεις. Ειδικότερα, για τα έσοδα του πρακτορείου κατά το έτος 2007 (οικονομικό έτος 2008) επιβλήθηκε στην ενάγουσα φόρος 5656,19 ευρω, ο οποίος μετά των προσαυξήσεων 1020,32 ευρώ λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής ανήλθε στο ποσό των 6676,51 ευρώ (βλ υπ΄αριθμόν πρωτ ………/2010 πίνακα χρεών της Γ ΔΟΥ Πειραιά).Για τα έσοδα του πρακτορείου κατά το έτος 2008 (οικονομικό έτος 2009) επιβλήθηκε στην ενάγουσα φόρος 24.927,13 ευρώ ο οποίος μετά των προσαυξήσεων 3974,88 ευρώ λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής ανήλθε στο ποσο των 28902,01 ευρώ (βλ με ημερομηνία 9-3-2011 πίνακα χρεών του Δικαστικού Τμήματος της Γ ΔΟΥ Πειραιά). Επιπρόσθετα, η ενάγουσα επιβαρύνθηκε και με πρόστιμο 60 ευρώ καθώς ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε υποβάλει στην αρμόδια ΔΟΥ την φορολογική δήλωση οικονομικού έτους 2010 της ενάγουσας μολονότι είχε αναλάβει την υποχρέωση να συμπληρώνει την φορολογική δήλωση της ενάγουσας με τα ποσό του εισοδήματος από την εκμετάλλευση του πρακτορείου και εν συνεχεία να την υποβάλει στην αρμόδια ΔΟΥ με συνέπεια να υποχρεωθεί η ενάγουσα να υποβάλλει την φορολογική αυτή δήλωση την επόμενη χρονιά και να της επιβληθεί πρόστιμο 60 ευρώ λόγω εκπρόθεσμης υποβολής αυτής. Τέλος, η ενάγουσα επιβαρύνθηκε και με το ποσό των 2977,25 ευρώ το οποίο κατέβαλε στην εταιρία «ΟΠΑΠ ΑΕ» ως οφειλή πράκτορα για το οποίο υποχρέωση καταβολής βάσει των συμφωνηθέντων υπείχε ο πρώτος εναγόμενος απορριπτομένου του ισχυρισμού αυτού ότι το ποσό αυτό κατεβληθη λόγω ανάκλησης της αδείας λειτουργίας αυτού ως αβάσιμου κατ΄ουσίαν καθόσον εκ της προσκομισθείσας απόδειξης είσπραξης της εταιρίας «ΟΠΑΠ ΑΕ» αποδεικνύεται ότι το ποσό αυτό αποτελεί οφειλή της ενάγουσας ως πράκτορα βάσει των εκκαθαριστικών του 2011. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι καταλογίσθηκε σε βάρος της ενάγουσα φόρος από την λειτουργία του πρακτορείου κατά το έτος 2010 (οικονομικό έτος 2011) ύψους 14870 ευρώ ο οποίος πλέον προσαυξήσεων 5168,64 ευρώ ανήλθε σε 20.039,42 ευρώ, όπως εκτίθεται στην αγωγή. Ως εκ τούτου το κονδύλιο αυτό πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν. Συνακόλουθα, η ενάγουσα επιβαρύνθηκε συνολικά με το ποσό των (6676,51 + 24927,13 + 60 + 2977,25= 34640,65 ευρώ το οποίο υποχρεούται να καταβάλει ο πρώτος εναγόμενος απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι δεν υπέχει υποχρέωση εξόφλησης των οφειλών των ετών 2008 και 2009 λόγω του ότι ανέλαβε την εκμετάλλευση του πρακτορείου τον Φεβρουάριο του 2010 καθόσον εκ του με ημερομηνία 3-2-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αποχώρησης συνεταίρου προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την εξόφληση κάθε οφειλής του πρακτορείου από την αποχώρηση του …….. και εντεύθεν, ενώ προκειμένου να ανατεθεί σ΄αυτόν η εκμετάλλευση του πρακτορείου από την ενάγουσα ανέλαβε την εξόφληση κάθε οφειλής του πρακτορείου, γεγονός που συνομολογείται και με το δικόγραφο των προτάσεων αυτού (βλ σελίδα 4 και σελίδα 5 των προτάσεων). Περαιτέρω ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου ότι τα ανωτέρω ποσά αποτελούν το σύνολο του φόρου που καταλογίσθηκε στην ενάγουσα και ως εκ τούτου περιλαμβάνουν και τον φόρο που αναλογεί στα εισοδήματα που ελάμβανε η ενάγουσα από την εργασία της στην εταιρία «………» για τον οποίο ουδεμία υποχρέωση υπέχει ο ίδιος, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον αφενός μεν στο δικόγραφο της αγωγής διευκρινίζεται ότι ο φόρος αυτός αφορά στα εισοδήματα εκ της λειτουργίας του πρακτορείου και μόνον, αφετέρου δε, εκ του με αριθμό πρωτ ………../2010 πίνακα χρεών της Γ΄ΔΟΥ Πειραιά προκύπτει ότι τα ανωτέρω ποσά δεν αποτελούν τον συνολικό φόρο που καταλογίσθηκε στην ενάγουσα αφού ο συνολικός φόρος που καταλογίσθηκε σ΄αυτήν για τα εισοδήματα του έτους 2007 (οικονομικό έτος 2008) ανερχόταν σε 8.373,69 ευρώ εκ του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 2717,50 ευρώ καθώς επίσης και ότι ο συνολικός φόρος που καταλογίσθηκε στην ενάγουσα για τα εισοδήματα του έτους 2008 (οικονομικό έτος 2009) ανερχόταν σε 26.273,28 ευρώ εκ του οποίου η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 1346,15 ευρώ. Επιπρόσθετα, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση που συνήψε με την ενάγουσα είναι άκυρη καθόσον ο κύριος σκοπός για τον οποίο καταρτίσθηκε ήταν η πώληση του πρακτορείου ΟΠΑΠ με την μεταβίβαση της ως άνω αδείας λειτουργίας αυτού σ΄ αυτόν, η οποία (μεταβίβαση) όμως απαγορεύεται, από τον Κανονισμό Λειτουργίας Πρακτορείων (άρθρο 3 παρ 33 του υπ΄αριθμόν 25148/1999 Κανονισμού Λειτουργίας Πρακτορείων (ΦΕΚ 2004/11-11-1999, τεύχος δεύτερο) με συνέπεια να καθίσταται άκυρη και η μεταξύ τους συναφθείσα εταιρική σύμβαση. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι ερείδεται σε ανύπαρκτη αιτία αφού σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 33 του άρθρου 3 του ανωτέρω Κανονισμού επιτρέπεται η μεταβίβαση της άδειας λειτουργίας πρακτορείου ΠΡΟΠΟ σε τρίτο με την έγκριση του ΟΠΑΠ, δεν στηρίζεται στο νόμο καθόσον η ακυρότητα μελλοντικής σύμβασης δεν δύναται να επηρεάσει άνευ ετέρου τα αποτελέσματα ήδη καταρτισθείσας έγκυρης σύμβασης. Απορριπτέος, επίσης, κρίνεται και αβάσιμος κατ΄ουσίαν και ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου ότι κατέβαλε στην ενάγουσα για την εξόφληση του φόρου που επιβλήθηκε από τη λειτουργία του πρακτορείου κατά το έτος 2007 το ποσό των 9.000 ευρώ καθόσον εκ των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται βέβαια ότι κατέβαλε το ποσό αυτό στον ……… προκειμένου να εξοφληθεί ο φόρος που καταλογίσθηκε από την λειτουργία του πρακτορείου για το έτος 2007, ωστόσο από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι το ποσό αυτό παραδόθηκε από τον ………. στην ενάγουσα ή κατεβλήθη στο Δημόσιο Ταμείο προς εξόφληση της συγκεκριμένης οφειλής. Ως εκ τούτου δεν δύναται να εκτιμηθεί η καταβολή αυτή ως εξόφληση αφού η καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε άλλον πλην του δανειστή δεν αποτελεί, άνευ ετέρου, προσήκουσα παροχή και δεν συνεπάγεται την απόσβεση του χρέους (άρθρα 416, 417,418 ΑΚ).
Τέλος, αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος εν γνώσει του παρέλειψε να εξοφλήσει τις ανωτέρω οφειλές που βεβαιώθηκαν σε βάρος της ενάγουσας μολονότι είχε υποσχεθεί σ΄αυτήν ότι θα το πράξει προκειμένου να δεχθεί να του αναθέσει την εκμετάλλευση του πρακτορείου και να παράσχει σ΄αυτόν και στην θυγατέρα του (δεύτερη εναγόμενη) ειδική πληρεξουσιότητα ώστε να ενεργούν αντ΄αυτής και για λογαριασμό αυτής, ζημιώθηκε η περιουσία της ενάγουσας και ωφελήθηκε η δική του καθώς αποκόμιζε τα έσοδα εκ του πρακτορείου χωρίς την καταβολή του αναλογούντος σ΄αυτά φόρου, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η ενάγουσα έχει ήδη τιμωρηθεί με φυλάκιση με την υπ΄αριθμόν 12407/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατά το χρονικό διάστημα από 30-3-2008 έως 30-4-2010. Συνακόλουθα, εκ της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη καθώς ένιωσε θλίψη, στεναχώρια, αγωνία, ψυχικό πόνο, βίωσε άγχος για την εξεύρεση του οφειλόμενου ποσού και περιήλθε σε κατάσταση στέρησης μέρους του μισθού της άνευ υπαιτιότητας δικής της, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνεται επιβεβλημένη η επιδίκαση σ΄αυτήν χρηματικής ικανοποίησης όχι μικρότερης του ποσού που επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ύψους 1000 ευρώ.
Κρίνεται δε, απορριπτέα η ένσταση παραγραφής που προέβαλε ο εκκαλών, έστω ατελώς, με το δικόγραφο της εφέσεως καθόσον εκ των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι μέχρις υποβολής αιτήσεως στην εταιρεία «ΟΠΑΠ Α.Ε» για ανάκληση της αδείας λειτουργίας του πρακτορείου από μέρους της ενάγουσας (4-3-2011), η τελευταία είχε την πεποίθηση ότι ο πρώτος εναγόμενος εξοφλούσε σταδιακά το σύνολο των οφειλών εκ της λειτουργίας του πρακτορείου και ως εκ τούτου ουδεμία ζημία θα προκαλούνταν στην περιουσία της. Μόλις δε, έλαβε γνώση της ενσυνείδητης ζημιογόνας συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου αιτήθηκε την διακοπή της λειτουργίας του πρακτορείου με την ανάκληση της αδείας λειτουργίας του προς αποφυγή περαιτέρω ζημιάς σε βάρος της. Εξάλλου, δεν κρίνεται λογικό να γνωρίζει η ενάγουσα σε προγενέστερο χρόνο την ηθελημένη ζημιογόνα συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου και να επιτρέπει σ΄αυτόν να πολλαπλασιάζει την ζημία της. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η αγωγή επιδόθηκε για τον πρώτο εναγόμενο στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά στις 22-2-2017 (βλ υπ΄αριθμον ……../2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………….) και δημοσίευθηκε στις 24-2-2017 και 25-2-2017 στις εφημερίδες «…….» και «……….» αντίστοιχα, κρίνεται ότι μέχρις ασκήσεως αυτής δεν συμπληρώθηκε η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ πενταετία αφότου η ενάγουσα έμαθε την ζημία που υπέστη και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Συνεπώς, πρέπει ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν.
Περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος προέβαλε δια του δικογράφου των Προτάσεων την ένσταση συμψηφισμού ποσού 110.000 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται ότι είχε εισπράξει η ενάγουσα ως τίμημα για την πώληση του πρακτορείου σ΄αυτόν, η οποία (πώληση) καθίσταται πλέον αδύνατη λόγω ανάκλησης της αδείας λειτουργίας αυτού, καθώς επίσης και την ένσταση συμψηφισμού ποσού 200.000 ευρώ το οποίο είχε υποσχεθεί η ενάγουσα να καταβάλει σε περίπτωση εκδίωξης του αφανούς εταίρου από το πρακτορείο. Η ένσταση αυτή τόσο ως προς το ποσό των 110.000 ευρώ όσο και ως προς το ποσό των 200.000 ευρώ είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη καθώς δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο (αρθρο 440 ΑΚ), το οποίο στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση αφού ο πρώτος εναγόμενος εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία της ενάγουσας αφήνοντας απλήρωτα χρέη προς το δημόσιο και παραλείποντας την υποβολή φορολογικής δήλωσης της ενάγουσας μολονότι υπείχε υποχρέωση βάσει των μεταξύ τους συμφωνηθέντων διενέργειας των σχετικών πράξεων.
Τέλος, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι υφίσταται ευθύνη και της ενάγουσας λόγω πταίσματος αυτής διότι ενώ είχε την υποχρέωση να υποβάλει η ίδια την φορολογική δήλωσή, δεν έλεγξε, στη συνέχεια, αν υπεβλήθη ή όχι και μόλις αντιλήφθηκε την παράλειψη αυτή αιτήθηκε την ανάκληση της χορηγηθείσας σ΄αυτήν αδειας λειτουργίας του πρακτορείου με συνέπεια να υποστεί η μεταξύ τους συσταθείσα αφανής εταιρεία ζημία ύψους 110.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η παράλειψη άσκησης ελέγχου ως προς την εκτέλεση συμβατικής υποχρέωσης δεν στοιχειοθετεί συντρέχον πταίσμα του αντισυμβαλλόμενου. Κατ΄ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (34640,65 + 1000 =) 35640,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως εκ του οποίου πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (1493,65 +1469,41 +1000 =) 3963,06 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως
Μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του πρώτου εναγόμενου λόγω της μερικής ήττας αυτού (άρθρα 183, 191παρ 2 και 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, ενόψει της παραδοχής της εφέσης και της μερικής ευδοκίμησης της αγωγής και της ως εκ τούτου μερικής ήττας (και αντίστοιχης νίκης) του εκκαλούντος, να επιστραφεί σ΄αυτόν το κατατεθέν παράβολο (αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 243/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με ειδικό αριθμό καταθ. …../2015 αγωγή ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων και εξακοσίων σαράντα ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (35640,64 ευρω) με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως εκ του οποίου
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων και ενιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και έξ λεπτών (3963,06 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα – πρώτο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας της ενάγουσας το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ