Αριθμός 8 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 17.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./17.12.2018 έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγουσών και ήδη εκκαλουσών ανωνύμων εταιριών κατά της με αριθμό 3128/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614επ. 591 του ΚΠολΔ) επί της με αριθμό κατάθεσης ………./17.5.2016 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………../2018 ποσού 100 ευρώ που ορίζει το άρθρο 495 αρ. 3 του ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας που ισχύει πλέον και επί των μισθωτικών διαφορών (495 επ., 511 επ. και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ) δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στις 17.12.2018 ενώ η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στις 6.12.2018 όπως αποδεικνύεται από τη σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή τους οι ενάγουσες ήδη εκκαλούσες ανώνυμες εταιρίες εξέθεταν ότι κατόπιν διενεργηθέντος πλειοδοτικού διαγωνισμού του εφεσιβλήτου ΝΠΔΔ του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το ΕΦΚΑ, ανακηρύχθηκε πλειοδότρια η δεύτερη εκκαλούσα και ότι ακολούθως δυνάμει του από 09-12-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού αυτή μίσθωσε το ευρισκόμενο στον Πειραιά επί της ……. αρ…….. υπό στοιχεία Κ-1 ισόγειο κατάστημα εμβαδού 328,50τμ πλέον παταριού 25τμ για χρονικό διάστημα 12 ετών ήτοι από 09-12-2013 έως 08-12-2015 έναντι μηνιαίου μισθώματος ανερχόμενου για το πρώτο μισθωτικό έτος στο ποσό των 10.200€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% και καταβλητέου την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός και στη συνέχεια αναπροσαρμοζόμενο κατά τη μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή πλέον 2 μονάδες, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της εμπορίας της ήτοι ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ότι βάσει σχετικής πρόβλεψης στο ως άνω μισθωτήριο συμβόλαιο και με την από 07-11-2013 συναίνεση του εφεσιβλήτου η δεύτερη εκκαλούσα δυνάμει του από 09-12-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού υπεκμίσθωσε με παρόμοιους όρους το ανωτέρω ακίνητο στην πρώτη εκκαλούσα, που ιδρύθηκε με το με αριθμό ………./15-10-2013 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. έναντι μηνιαίου μισθώματος ανερχόμενου στο ποσό των 10.250€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, προκείμενου η τελευταία να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ότι από 19-01-2014 η πρώτη εκκαλούσα λειτουργεί στο μίσθιο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος με το διακριτικό τίτλο «………..» και ότι για τη διαμόρφωσή του κατάλληλου προς χρήση δαπάνησε συνολικά το ποσό των 132.700€. Ότι το χρονικό διάστημα 2014-2106 ο κύκλος εργασιών της τελευταίας εξελίχθηκε σταθερά ζημιογόνα σημειώνοντας θεαματική απόκλιση από τον οικονομικό προγραμματισμό και τον επιχειρηματικό σχεδιασμό των εκκαλουσών το 2013, οπότε καταρτίστηκαν και οι ανωτέρω συμβάσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης. Ότι ο μειωμένος κύκλος εργασιών της πρώτης εκκαλούσας οφείλεται πέραν των δυσμενών συνεπειών της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα από το 2009 και μετά και στις απρόβλεπτες σε έκταση και χρονική διάρκεια συνέπειες της πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα πολιτικής αστάθειας (3 εκλογικές αναμετρήσεις εντός του 2015), στην επιδεινωθείσα το 2015 οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα με την επιβολή περιορισμού κεφαλαίων (capital controls) στις τραπεζικές συναλλαγές και την υπογραφή τρίτου μνημονίου καθώς και στη διόγκωση της προσφυγικής κρίσης που έπληξε ιδιαιτέρως στον Πειραιά, που είχαν ως συνέπεια τη μείωση της καταναλωτικής κίνησης, τη διακοπή λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων στην περιοχή και τη μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων της περιοχής που βρίσκεται το ένδικο μίσθιο δοθέντος πολλά από αυτά παραμένουν ξενοίκιαστα. Ότι δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών της πρώτης εκκαλούσας από την έναρξη της λειτουργίας της έχει μειωθεί σε ποσοστό 35% θα πρέπει και το μηνιαίο μίσθωμα που καταβάλει η δεύτερη ενάγουσα στο εναγόμενο (ήδη εφεσίβλητο) να μειωθεί στο ποσό των 6.630€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, γεγονός που το τελευταίο αρνείται να πράξει. Ότι η δεύτερη εκκαλούσα συμμετείχε στον ανωτέρω πλειοδοτικό διαγωνισμό διότι οι μέτοχοί της δεν πρόλαβαν να συστήσουν εγκαίρως νέα εταιρεία για να συμμετάσχει αυτόν, αν και εξ αρχής επιθυμούσαν φορέας της νέας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας να είναι μια νέα εταιρεία και όχι η δεύτερη εκκαλούσα. Ότι μετά την κατακύρωση σε αυτούς του ανωτέρω διαγωνισμού έσπευσαν να συστήσουν την πρώτη εκκαλούσα και να λάβουν συναίνεση από το εφεσίβλητο για την υπομίσθωση του μισθίου σε αυτή από τη δεύτερη εκκαλούσα. Ότι μίσθωση και υπομίσθωση συνήφθησαν την ίδια ημέρα με σχεδόν τους ίδιους όρους και ότι στην πραγματικότητα στο διαγωνισμό συμμετείχε η δεύτερη εκκαλούσα για λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας ήτοι η δεύτερη εκκαλούσα λειτούργησε ως παρένθετο πρόσωπο της πρώτης. Ότι για τους λόγους αυτούς μίσθωση και υπομίσθωση συγχωνεύονται μια ενιαία σύμβαση μίσθωσης που έλαβε χώρα σε δύο στάδια και ότι ακολούθως οι όροι και οι προϋποθέσεις της αιτούμενης μείωσης του μισθώματος θα πρέπει να κριθούν στο πρόσωπο της πρώτης εκκαλούσας ουσιαστικής μισθώτριας αιρομένης της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εκκαλούσας. Ότι επικουρικά η μισθωτική σχέση έχει μεταβιβασθεί σιωπηρά από τη δεύτερη εκκαλούσα στην πρώτη εκκαλούσα με ένα συνδυασμό εκχωρήσεως και αναδοχής χρέους με τη συναίνεση του εφεσιβλήτου. Με βάση το παραπάνω ιστορικό αιτήθηκαν : Α] να αναπροσαρμοσθεί με βάση τα άρθρα 288 και 388 ΑΚ από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, το ισχύον μηνιαίο μίσθωμα του περιγραφόμενου στην αγωγή καταστήματος, που καταβάλει η δεύτερη εκκαλούσα στο εφεσίβλητο εκ ποσού 10.281€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% στο ποσό των 6.630€ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου 3,6%, ώστε να αρθεί η δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και να περιοριστεί αυτό στο επίπεδο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης και Β] επικουρικά είτε με την άρση της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εκκαλούσας, είτε γενομένης δεκτής της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης από την δεύτερη στην πρώτη εκκαλούσα, να αναπροσαρμοσθεί με βάση τα άρθρα 288 και 388 ΑΚ από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, το ισχύον μηνιαίο μίσθωμα του περιγραφόμενου στην αγωγή καταστήματος, που καταβάλει η πρώτη εκκαλούσα διαμέσου της δεύτερης στο εφεσίβλητο εκ ποσού 10.281€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% στο ποσό των 6.630€ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου 3,6%, ώστε να αρθεί η δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και να περιοριστεί αυτό στο επίπεδο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εαυτό καθ’ύλην και κατά τόπον προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14§1 β’, 16 περ.1, 29§1, 614, 591 ΚΠολΔ, απέρριψε ως απαράδεκτη την επικουρική βάση της αγωγής κρίνοντας ότι δε συντρέχει ως προς την πρώτη εκκαλούσα η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης και αφού την έκρινε ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της με έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά την απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή.
Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 727/2017, 781/2017, 845/2011, 279/2010 ). Εξάλλου κατά το άρθρο 520 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι και να αναφέρονται σε συγκεκριμένες νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες που αποδίδονται από τον εκκαλούντα στην προσβαλλομένη με την έφεση οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 579/2018 δημ. νόμος). Έχει γίνει βέβαια δεκτό ότι εάν με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Ειδικότερα έχει νομολογηθεί ότι εάν με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και σαφώς ο εκκαλών αναφέρει “ότι η εκκαλουμένη έσφαλε στην ορθή κρίση της”, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 1284/2019 δημ. νόμος). Να σημειωθεί κατόπιν των ανωτέρω ότι με το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως δεν προτείνεται με οποιοδήποτε τρόπο λόγος εφέσεως που να αφορά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεδομένου ότι η αγωγή κρίθηκε ότι είχε έρεισμα ως προς την κύρια βάση της στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και στη συνέχεια απορρίφθηκε κατ’ουσίαν. Αντιθέτως με τους δύο λόγους εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται αποκλειστικά και μόνο για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς κρίθηκε ότι η κύρια βάση της αγωγής δεν είχε νομικό έρεισμα στο άρθρο 388 ΑΚ και διότι απορρίφθηκε η επικουρική βάση της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω της έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης της πρώτης εκκαλούσας.
Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του π.δ/τος 34/1995 ”Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων”, εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της συμβάσεως, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι α) η μεταβολή των περιστατικών στα οποία κυρίως, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη από την κατάρτιση της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, αν ληφθεί υπόψη και η αντιπαροχή, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Επομένως, για να είναι ορισμένος και νόμιμος ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην παραπάνω διάταξη, είτε αυτός προβάλλεται με αγωγή, είτε με ανταγωγή, είτε με ένσταση για να αποκρουστεί η αγωγή εκτέλεσης της συμβάσεως, πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, τα περιστατικά στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη μισθωτική σύμβαση πρέπει, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, κατ` άρθρ. 216 παρ. 1 και 118 αριθμ. 4 ΚΠολΔ, να εκτίθενται με ακρίβεια σ` αυτό και να γίνεται μνεία ότι η σύμβαση στηρίχθηκε στα περιστατικά αυτά, αλλιώς η αγωγή θα είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Τέτοια περιστατικά είναι εκείνα, τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά, εξαιτίας των οποίων επέρχεται πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ώστε ο μεν οφειλέτης, εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απρόοπτα, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ, αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Έτσι, γενικής φύσης περιστατικά και ιδίως τυχαία που συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση (ή μείωση) της αξίας του ακινήτου λόγω αύξησης (ή μείωσης) της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, η αύξηση του κόστους ζωής κ.λπ., ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν. Αντίθετα, απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του υπόψη άρθρου δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβαλλόμενων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη συμβάσεως που πρόκειται να εκτελεστεί στο μέλλον (ΑΠ 1145/2019, ΑΠ 155/2018, ΑΠ 841/2017, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1592/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο δεν είχε νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ αφού στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτέθηκαν όπως απαιτείται, κατά την προηγούμενη νομική σκέψη, συγκεκριμένα περιστατικά που αποτέλεσαν ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, θεμέλιο για τη σύναψη της μισθώσεως με το ανωτέρω περιεχόμενο και ειδικότερα της συμφωνίας αυτών για το ύψος του μισθώματος. Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα μετά την κατάρτιση της συμβάσεως και στην συνεχιζόμενη επιδείνωση αυτών μετά το έτος 2013, λόγω των παραγόντων που εκτίθενται στην αγωγή, καθώς και τα στοιχεία που αφορούν αυξομείωση των εισπράξεων της επιχείρησης της υπομισθώτριας και των κερδών αυτής τα capital controls κατά το έτος 2016, οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, η αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών σε συνδυασμό με την έξαρση του προσφυγικού ζητήματος που αφορά την περιοχή του Πειραιά ως λιμάνι άφιξης από τα νησιά, ακόμη και εάν χαρακτηριστούν ως περιστατικά έκτακτα και απρόβλεπτα, ενόψει του ότι φέρονται να είναι απόρροια της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης της χώρας από το έτος 2010 και μετά, της οποίας η έκταση, το βάθος και η εξελισσόμενη διάρκειά της είναι έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και μπορεί να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δεν αρκούν μόνα τους για να στοιχειοθετηθεί, περίπτωση εφαρμογής του υπόψη άρθρου (388 ΑΚ), για την οποία θα έπρεπε να παρατίθενται στην αγωγή με την δέουσα πληρότητα και εξειδίκευση συγκεκριμένα περιστατικά που να καταδεικνύουν ότι οι μεταβληθείσες αυτές, κατά τρόπο έκτακτο και απρόβλεπτο για τα συμβαλλόμενα μέρη συνθήκες, αποτέλεσαν στην συγκεκριμένη περίπτωση το θεμέλιο για την κατάρτιση της περί μισθώματος συμφωνίας, όπως ιδίως ποιο ήταν το αναμενόμενο κέρδος από τη συγκεκριμένη σύμβαση κατά την κατάρτισή της, ποια ήταν τότε η οικονομική κατάσταση των μερών και η εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και οι υποχρεώσεις τους προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση κλπ. Μόνον έτσι θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες που αφορούν την ένδικη σύμβαση, εάν στην κρινόμενη περίπτωση, τα περιστατικά που φέρονται να μεταβλήθηκαν είναι εκείνα στα οποία οι διάδικοι ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κυρίως στήριξαν την συμφωνία τους για το ύψος του μισθώματος και εάν οι συνέπειες από την επικαλούμενη απρόοπτη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας έγιναν δυσβάστακτες για τη συμβαλλόμενη μισθώτρια που είναι μία εκ των συμβληθέντων μερών, υπερβαίνοντας τον κίνδυνο, που τούτη ανέλαβε κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, όπως κάθε συμβαλλόμενος που αποφασίζει σύναψη συμβάσεως που πρόκειται να εκτελεστεί στο μέλλον. Μη παραθέτοντας οι ενάγουσες τέτοια περιστατικά στην αγωγή της, καθώς και παραθέτοντας ελλιπώς και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση μερικώς κάποια από αυτά, κατέστησαν την αγωγή τους κατά την συγκεκριμένη βάση αυτής ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης καθόσον το δικαστήριο δεν δύναται δυνάμει των εκτιθεμένων σε αυτήν περιστατικών να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της συγκεκριμένης βάσεως η δε εναγόμενη δεν δύναται να αμυνθεί δεόντως. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την αγωγή κατά την βάση τούτη (388 ΑΚ) βάση δεν έσφαλε, αντιθέτως ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συνεπώς, ο σχετικός με την απόρριψη της αγωγής ως προς την βάση της εκ του άρθρου 388 ΑΚ λόγω της νομικής αοριστίας τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Να σημειωθεί ότι τα περιστατικά που εκτίθονταν στην αγωγή περί μείωσης του τζίρου, μείωσης της μισθωτικής τιμής ζώνης λόγω της σημαντικής μείωσης των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων εκείνο το διάστημα με αποτέλεσμα να παραμένουν ανοίκιαστα καταστήματα της περιοχής και η αναλογία του μεγέθους του κύκλου εργασιών προς το μίσθωμα είχαν νομικό έρεισμα στο άρθρο 288 του ΑΚ, όπως κρίθηκε κα πρωτοδίκως. Ωστόσο το κεφάλαιο της εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού δεν μεταβιβάστηκε στο παρόν δικαστήριο καθώς, όπως προαναφέρθηκε δεν υποβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 44 ΠΔ 34/1995, εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις, συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης από το μισθωτή προς τρίτο, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 12 του ίδιου ΠΔ 34/1995 περιπτώσεων, γίνεται μόνο με το συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους, ύστερα από συναίνεση του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσης, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή και, συνεπώς, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση έναντι του εκμισθωτή. (ΑΠ 1175/2019 δημ. νόμος). Η μεταβιβαστική σύμβαση μπορεί να είναι και άτυπη, το ίδιο δε και η συναίνεση του αντισυμβαλλομένου, η οποία συνήθως είναι ρητή δεν αποκλείεται όμως και σιωπηρή, όπως όταν μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας μεταβίβασης μεταξύ εκμισθωτή και τρίτου ή μισθωτή και τρίτου, ο μισθωτής πληρώνει τα μισθώματα στο διάδοχο του εκμισθωτή ή αντίστοιχα ο εκμισθωτής τα εισπράττει από το διάδοχο του μισθωτή χωρίς επιφύλαξη ή διαμαρτυρία (ΑΠ 33/2014 δημ. νόμος). Με την τοιαύτη δε μεταβίβαση υπεισέρχεται στη συμβατική θέση του μισθωτή ο τρίτος προς τον οποίο η μεταβίβαση, ο οποίος επομένως συνεχίζει την αρχική μίσθωση (ΑΠ 640/2016, ΑΠ 734/1998). Τα παραπάνω ισχύουν και επί εμπορικών μισθώσεων (ΑΠ 479/2001, ΑΠ 734/1998). Η έτσι μεταβιβαζόμενη ενοχική σχέση δεν είναι νέα, αλλά συνέχεια της παλαιάς, η οποία δεν μεταβάλλεται κατά περιεχόμενο, παρά μόνο αν τροποποιηθεί με κοινή συμφωνία όλων των συμβαλλομένων (ΑΠ 734/1998). Βασικό αποτέλεσμα της κατά τα ανωτέρω μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως είναι ότι, από και με τη σύναψη ή την έγκριση της συμβάσεως μεταβιβάσεως, όπου αυτή απαιτείται, αποκόπτεται από τη μισθωτική σχέση ο παλαιός μισθωτής και στη θέση του υπεισέρχεται ο ειδικός διάδοχός του νέος μισθωτής. Ο ειδικός διάδοχος νέος μισθωτής δεν υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικαιοδόχου του μισθωτή που προϋπήρχαν της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσης.(ΑΠ 329/2019 δημ. νόμος). Εξάλλου, δικαιοπραξία με παρένθετο πρόσωπο υπάρχει όταν επιθυμεί κάποιος να καταρτίσει ορισμένη δικαιοπραξία χωρίς να εμφανισθεί ο ίδιος και κάνει αυτό με άλλο πρόσωπο, το οποίο ενεργεί στο δικό του όνομα (δηλαδή όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος), αλλά για λογαριασμό εκείνου που δεν εμφανίσθηκε. Η μεταξύ τρίτου και παρένθετου προσώπου καταρτισθείσα δικαιοπραξία είναι σοβαρή και όχι εικονική, έστω και αν ο τρίτος γνωρίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενός του ενεργεί ως παρένθετο πρόσωπο. Τα αποτελέσματα από τη δικαιοπραξία επέρχονται, όπως και στην έμμεση αντιπροσώπευση, στο πρόσωπο του εμφανισθέντος (αχυρανθρώπου), αυτός δε υποχρεούται ενοχικά να μεταβιβάσει αυτά που απέκτησε στο μη εμφανισθέντα, για λογαριασμό του οποίου ενήργησε. Ο τρίτος δεν μπορεί να στραφεί κατά του μη εμφανισθέντα, εκτός των περιπτώσεων των άρθ. 72 και 982 ΚΠολΔ. Αν ο τρίτος έχει κατά του κρυπτόμενου εντολέα αγωγή από τα άρθ. 904 ή 914 ΑΚ, θα κριθεί από το κατά πόσον συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι όροι των διατάξεων αυτών (βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπονλον ΑΚ, άρθ. 138 – 139 αριθ. 16 και εκεί παραπομπές). Τέλος σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί, μόνο όταν μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών) επιβάλλεται μια άλλη νομική επιλογή (Αθ. Λιακόπουλος). Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σ. 11 επ., Λ. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σ. 41). Η αποκλίνουσα αυτή επιλογή, προκειμένου να μην ανατραπεί ο θεσμός της νομικής προσωπικότητας, είναι η εξαίρεση και είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή ιδιαιτέρων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων. Ενόψει των ανωτέρω, σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει (ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30,129, ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30,108): α) η χρήση του νομικού προσώπου ως παρενθέτου. Σκοπός εν προκειμένω είναι ο αποκλεισμός της καταστρατηγήσεως του νόμου και η προστασία του αντισυμβαλλομένου του παρενθέτου. Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση, πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης καταστάσεως, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990,483, ΑΠ 623/1970 ΝοΒ 19,309), β) η ύπαρξη κυρίου μετόχου, κριτήριο, ωστόσο, που δεν είναι από μόνο του αρκετό για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας (ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 35 1263, ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔνη 40,406) και γ) η κατάχρηση θεσμού, δηλαδή η περίπτωση, όπου η επιμονή στην αρχή του χωρισμού θα κατέληγε σε αποτελέσματα δύσκολα αποδεκτά από το δίκαιο (Εφ.Πειρ. 403/2002 όπ.π.). Με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ειδικότερα διότι απορρίφθηκε η επικουρική βάση της αγωγής λόγω έλλειψης της συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης της πρώτης εκκαλούσας στην οποία βάση εξέθεταν ότι η δεύτερη εκκαλούσα συμβαλλόμενη στη μισθωτική σχέση ουσιαστικά λειτουργούσε ως παρένθετο πρόσωπο της πρώτης και ότι σε κάθε περίπτωση η μισθωτική σχέση είχε μεταβιβαστεί από τη δεύτερη εκκαλούσα στην πρώτη. Ο λόγος αυτός εφέσεως έχει πολλές εσφαλμένες προϋποθέσεις και είναι για το λόγο αυτό απορριπτέος. Ειδικότερα οι εκκαλούσες πρωτίστως δεν επικαλούνται ότι η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης έγινε με τη συναίνεση της εφεσίβλητης, που αποτελεί βασικό στοιχείο της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη και δεν μπορεί να συναχθεί τέτοια συναίνεση (ενόψει και της άρνησης του εφεσιβλήτου της ιστορικής βάσης της αγωγής κατά το μέρος αυτό) ούτε από το γεγονός ότι μίσθωση και υπομίσθωση καταρτίστηκαν την ίδια ημέρα, ούτε από το γεγονός ότι οι εγγυητικές επιστολές εκδόθησαν υπέρ της υπομισθώτριας πρώτης εκκαλούσας που ουσιαστικά εγγυήθηκε υπέρ της δεύτερης εκκαλούσας. Επιπλέον πέραν του ότι δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει νομικό πρόσωπο ως παρένθετο νομικού προσώπου που δεν έχει ακόμη συσταθεί, η άρση της νομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προϋποθέτει μεθοδεύσεις φυσικού/ών προσώπου/ων που συνήθως επικαλείται ο αντισυμβαλλόμενος του και τις οποίες το δίκαιο ονομάζει καταχρήσεις και επιτρέπει όλως εξαιρετικώς την άρση του πέπλου της νομικής προσωπικότητας για να αποδοκιμαστούν αυτές οι καταχρήσεις και όχι για να διορθώσει ελλείψεις διαδικαστικών προϋποθέσεων όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κρίνοντας τα ίδιο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και επομένως τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στο σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης, αφού σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει κατ` ακολουθίαν να απορριφθεί και η ίδια η έφεση στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 17.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../17.12.2018 έφεση κατά της με αριθμό 3128/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό κατάθεσης ………../17.5.2016 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση, και
Απορρίπτει αυτή κατ` ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου της εφέσεως με κωδικό ………../2018 ποσού 100 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ