Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 748/2018

Εφεση-Αντέφεση και εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου περί περιορισμού της ευθύνης  με τη σύσταση κεφαλαίου.

Αριθμός  748/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  ………, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  φέρονται, κατά χρονολογική σειρά, προς κρίση   1) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου …….. έφεση  του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των εναγομένων  και  2) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ………. αντέφεση της πρώτης των εναγομένων ναυτικής εταιρίας, στρεφόμενες  κατά της 1622/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε στις 18-3-2014, αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία και με την οποία συνεκδικάστηκαν η από 18-12-2009 αγωγή του ενάγοντος-εναγόμενου-εκκαλούντος-αντεφεσίβλητου και η από 31-3-2011 αγωγή της πρώτης εναγομένης- ενάγουσας-εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας.

Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ούτε εξάλλου οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο. Όσον αφορά το παραδεκτό και εμπρόθεσμο της αντέφεσης λεκτέα τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, ακόμη και αν αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή η άσκησή της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά μόνον κατά τα διαγραφόμενα από την έφεση όρια. Κεφάλαιο,  κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την ταυτόσημη έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, είναι κάθε οριστική διάταξη της πρωτόδικης και εκκαλούμενης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 132/2004), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα, είτε ως προς την ιστορική βάση, είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν. Αντίθετα πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Ως αίτηση πάντως αυτοτελής δεν νοείται οπωσδήποτε το αίτημα της διαδικαστικής πράξης, δηλαδή δεν πρόκειται για ισοδύναμους όρους, αλλά χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής η αίτηση που εισάγει για κρίση στο δικαστήριο ένα αυτοτελές και αμφισβητούμενο δικαίωμα. Στη συνέχεια, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που εφεσιβλήθηκαν, είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της, παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 270/2018, 249/2016, 978/2014 684/2013  δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη  περίπτωση το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 18-9-2009 αγωγή στην οποία ιστορούσε ότι το ατύχημα που συνέβη στις 4-11-1996 στη θαλάσσια περιοχή της ……., βόρεια  της νήσου …., κατά το οποίο και μετά τον εμβολισμό  της πυραυλακάτου «ΤΠΚ Κ…» του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού  από το υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο «Σ…» και τη βύθιση αυτής, απώλεσαν τη ζωή τους τέσσερα μέλη του πληρώματός της, οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά των πέμπτου και έκτου  των εναγομένων, πλοιάρχου και υπάρχου αντίστοιχα του   επιβατηγού πλοίου που ανήκε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, ενώ οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων ασκούσαν τον εφοπλισμό αυτού και η τέταρτη είχε τη διαχείρισή του. Ότι με τελεσίδικες αποφάσεις των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν μετά από αντίστοιχες αγωγές των οικείων  των αποβιωσάντων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού, υποχρεώθηκε το ίδιο το ενάγον να καταβάλει σ’ αυτούς  ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από το θάνατο των συγγενών τους, το συνολικό ποσό του 1.468.321,24 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της κάθε εναντίον του αγωγής, ποσό κατά το οποίο το ίδιο βαρυνόταν, σύμφωνα με τις άνω αποφάσεις να καταβάλει από το συνολικό ποσό των 2.144.739,545 ευρώ που έκριναν (οι αποφάσεις) ότι δικαιούνται για την αιτία αυτή οι ενάγοντες, μετά την αφαίρεση  676.418,295 ευρώ που κατέβαλε για την ίδια αιτία στους τελευταίους η εδώ πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία, κατόπιν συμβιβασμού και μετά τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης της. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενο δικαίωμα αναγωγής κατά των εναγομένων υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, ισχυριζόμενο ότι το πλοίο τους ήταν αποκλειστικά υπαίτιο και επικουρικά συνυπαίτιο σε ποσοστό 95% για την πρόκληση της προαναφερόμενης σύγκρουσης και του θανάτου των μελών του πληρώματος του πολεμικού πλοίου, ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν το άνω ποσό άλλως το αντίστοιχο του εν λόγω ποσοστού συνυπαιτιότητας αυτών (από 1.361.084,27 ευρώ).

Η πρώτη εναγόμενη στην αμέσως προηγουμένως αναφερόμενη αγωγή ναυτική εταιρία με την επωνυμία «………», άσκησε ενώπιον του ίδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 31-3-2011 αγωγή,  με την οποία επικαλούμενη το αυτό ένδικο ατύχημα οφειλόμενο, όπως ισχυρίστηκε  στην αμελή συμπεριφορά των μελών του πληρώματος του πολεμικού πλοίου,  ιστορεί ότι συνέστησε κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης της για τις αξιώσεις των οικείων των  αποβιωσάντων μελών αυτού και ότι, κατόπιν συμβιβασμού, εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς αυτούς καταβάλλοντας για τις ένδικες αξιώσεις τους  το συνολικό ποσό του 1.115.657,98 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη περαιτέρω συνυπαιτιότητα σε ποσοστό 95%  του πολεμικού πλοίου που ανήκε στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του, να της καταβάλει ως εξ αναγωγής δικαιούχου, (1.115.657,98 x 95% =) 1.059.875 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη που η ίδια εξόφλησε τους αναγγελθέντες δανειστές, οικείους των θυμάτων.

Το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθώς, όπως έκρινε, δεν εκτίθεται στο δικόγραφό της αν η από μέρους της  πρώτης εναγομένης σύσταση κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης της για τις απαιτήσεις από το ένδικο ατύχημα   ήταν έγκυρη ή μη, περιστατικό αναγκαίο καθώς η έγκυρη σύσταση κεφαλαίου αποστερεί οριστικά από τους δανειστές το δικαίωμα να στραφούν ατομικά κατά της εναγομένης αλλά και κατά των υπολοίπων εναγομένων για λογαριασμό των οποίων θεωρείται ότι έχει συσταθεί το εν λόγω κεφάλαιο, συνεπώς και το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, έχοντας αξίωση σε βάρος των εναγομένων ως (συν)υπόχρεο στην καταβολή  αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων του ένδικου ατυχήματος, δεν θα μπορούσε ως δανειστής αυτών (των εναγομένων) να στραφεί  εναντίον τους και συνακόλουθα  η υπό κρίση αγωγή του θα ήταν απαράδεκτη. Αυτό διότι σύμφωνα με την εφαρμοστέα Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου ο περιορισμός της ευθύνης με τη σύσταση κεφαλαίου ισχύει και έναντι του Δημοσίου όταν αυτό είναι φορέας ναυτικής απαίτησης που υπόκειται σε περιορισμό, όπως είναι οι απαιτήσεις από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες ακόμη και αν είναι αντικείμενο αναγωγής, επηρεάζει δε (η σύσταση κεφαλαίου) και τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν στο συσταθέν κεφάλαιο, όπως το ενάγον στο οποίο επιδόθηκαν οι αγωγές αποζημίωσης σε χρόνο προγενέστερο της τυχόν διενεργηθείσας διανομής κατά τον οποίο το ενάγον Δημόσιο μπορούσε να ζητήσει να διατηρηθεί επαρκές ποσό προσωρινά εκτός διανομής προκειμένου σε μεταγενέστερο χρόνο να (μπορεί να) ικανοποιηθεί για τις ένδικες εξ αναγωγής απαιτήσεις του από το συσταθέν κεφάλαιο. Ενόψει των προαναφερόμενων ελλείψεων η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προελέχθη, ως αόριστη, ενώ, κατόπιν αποδοχής σχετικής ένστασής του (Ελληνικού Δημοσίου) που προέβαλε ως εναγόμενο πλέον, απέρριψε την αγωγή της πρώτης εναγομένης κατ’ αυτού, δεχόμενο ειδικότερα ότι η σχετική αξίωση της ενάγουσας εταιρίας έπρεπε να έχει ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 237 παρ.2 β ΚΙΝΔ προθεσμίας του ενός έτους, αρχόμενης από τη λήξη του έτους (1999) εντός του οποίου καταβλήθηκε η αποζημίωση στους δικαιούχους από την ενάγουσα και σε κάθε περίπτωση εντός πενταετίας αρχόμενης από τη λήξη του οικονομικού έτους 1999 εντός του οποίου γεννήθηκε η αγωγική αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Ότι ενόψει της παραγραφής της εν λόγω αξίωσης η ενάγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να ασκήσει την ένδικο αγωγή την οποία και απέρριψε ως απαράδεκτη.

Με την κρινόμενη έφεσή του το εκκαλούν  Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του επικαλούμενο όπως εκτιμάται το εφετήριο δικόγραφο  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών διατάξεων. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της έφεσής του  ισχυρίζεται ότι  εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε την Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου καθώς η ένδικη αξίωσή του εδράζεται στα άρθρα 927 Α.Κ. και 236, 237, 239, 106 ΚΙΝΔ ως συνοφειλέτης εκ του νόμου και όχι με βάση την ένδικη αδικοπραξία (στηρίζει ωστόσο την αγωγή ως προς τα μέλη του πληρώματος πλοίαρχο και ύπαρχο στις διατάξεις περί αδικοπραξίας 914, 297,298, 481 και 926 Α.Κ.)  και περαιτέρω  ότι με αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε  ότι η μεν αγωγή του διεπόταν από την εν λόγω Σύμβαση η δε αγωγή της πρώτης εναγομένης ως, ομοίως, εξ αναγωγής δικαιούχος, στηριζόταν στο άρθρο 237 παρ. 2  ΚΙΝΔ. Τέλος με τον δεύτερο λόγο παραπονείται για την απόρριψή της αγωγής του ως αόριστης δεδομένου ότι είχε, κατά τους ισχυρισμούς του, τα κατά νόμο στοιχεία.

Η αντεκκαλούσα εταιρία με την υπό κρίση αντέφεσή της, επικαλούμενη, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο το εφετήριο δικόγραφο, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου,  παραπονείται για την εφαρμογή στην δική της αγωγή των διατάξεων  του ΚΙΝΔ αφού, όπως ισχυρίζεται η ένδικη αξίωσή της στηρίζεται στις διατάξεις του Α.Κ. και επομένως υπάγεται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 249 Α.Κ. παραγραφή.

Αμφότεροι επομένως οι εκκαλούντες διάδικοι πλήττουν την εκκαλουμένη επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, από μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του νομοθετικού καθεστώτος  με το οποίο εκδίκασε τις ένδικες αξιώσεις τους οι οποίες  πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία-το ένδικο ναυτικό ατύχημα, και συνεπώς με βάση όσα αναλύονται στις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις η αντέφεση, η οποία έχει ασκηθεί μετά την συμπλήρωση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση έφεσης κατά της εκκαλουμένης, πλήττουσα κεφάλαια συναφή και αναγκαίως συνεχόμενα με τα εκκληθέντα με την έφεση, παραδεκτά ασκήθηκε, δεδομένου ότι επιδόθηκε στον αντεφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης (άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ, σχετ. η 3150γ/26-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Θεοχάρη Καραγιάννη)  και θα πρέπει, μετά την κατάφαση του τυπικά παραδεκτού της και αφού συνεκδικαστούν με την έφεση, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ), να ερευνηθούν περαιτέρω αμφότερες, για να κριθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους.

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 ΚΙΝΔ και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων, που έγινε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ), αν δεν συντρέχει η εφαρμογή άλλου δικαίου, κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1911, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση εξαρτάται από το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε πλοίου.Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΙΝΔ, α) αν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός των πλοίων, οι εντεύθεν ζημίες βαρύνουν το υπαίτιο πλοίο, β) αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και γ) αν δεν μπορεί να καθοριστεί η αναλογία ή σε περίπτωση ισότητας υπαιτιότητας τότε η ευθύνη μερίζεται κατ` ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή, όμοια με εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 της Συμβάσεως των Βρυξελών, που κυρώθηκε με το νόμο ΓΩΠΣΤ/1911, αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, την οποία καθιερώνει το άρθρο 300 ΑΚ. Για τις προξενούμενες από τη σύγκρουση πλοίου ζημίες ευθύνονται οι πλοιοκτήτες των υπαίτιων πλοίων, κατά την προεκτεθείσα αναλογία και όχι σε ολόκληρον,  για τις περιπτώσεις ζημιών που προξενήθηκαν στα συγκρουσθέντα πλοία, στα φορτία αυτών αλλά και στους επιβάτες αυτών (Δ. Καμβύσης Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, εκδ. 1982 σελ. 619).Συνεπώς, οι τρίτοι δικαιούνται να στραφούν χωριστά κατά κάθε εμπλακέντος πλοίου για την αναλογούσα σ` αυτό αποκατάσταση της  ζημίας που υπέστησαν συνεπεία της σύγκρουσης, κατά το βαθμό της υπαιτιότητάς του. (ΕΠ 573/2004 ΕΝΔ 32. 204, 274/1999 ΕΝΔ 27. 18).  Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του ιδίου Κώδικα (ΚΙΝΔ), η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των συγκρουσθέντων πλοίων  είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του, παράλληλα και  πραγματικά υπαίτιου  προσώπου (όπως π.χ.  του πλοιάρχου πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικά, κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Δηλαδή, τα μεν υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά κατά τις τελευταίες αυτές (γενικές περί αδικοπραξιών) διατάξεις του ΑΚ, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ. β` ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (ΕΠ 226/1995 Νομ. Ναυτ. Τμ. Εφ. Πειρ. 1994 – 1995 σ. 465, 807/1992 ΕΝΔ 21. 16, Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 236, σ. 625). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζομένη κυρίως από τις, ειδικές,  διατάξεις των άρθρων 236 επόμ. ΚΙΝΔ  και συμπληρωματικά από τις, γενικές, διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επόμ. ΑΚ (ΕφΔωδ 201/1999 ΕΝΔ 27. 397, ΕΠ 1373/1984 ΕΝΔ 13. 285, 688/1982 ΕΝΔ 10.517). Τα ανωτέρω ισχύουν, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 241 ΚΙΝΔ, ακόμα και όταν με την εκτέλεση ή την παράλειψη εκτέλεσης ελιγμού ή λόγω μη τήρησης των κανονισμών (π.χ. αποφυγής σύγκρουσης) προξενήθηκαν ζημίες από πλοίο σε άλλο πλοίο ή στα επιβαίνοντα πρόσωπα ή τα μεταφερόμενα πράγματα, έστω και αν δεν επήλθε πρόσκρουση.

ΙΙ. Από την 1-1-1991 τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση «για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 19-11-1976 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1923/1991, αποτελούσα έκτοτε αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουσα κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου σύμφωνα με το  άρθρο 28 παρ. Ι του ισχύοντος Συντάγματος (ΑΠ 869/1999 ΕΝΔ 1999, 391 που επικύρωσε την ΕφΠειρ 169/1998 ΕΕμπΔ Ι 999, Ι 19). Σύμφωνα με το άρθρο 15 αυτής, η Σύμβαση του Λονδίνου εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, που πρόσωπο δικαιούμενο σε περιορισμό της ευθύνης του, επιδιώκει τον περιορισμό αυτό σε δικαστήριο κράτους – μέλους ή επιδιώκει την αποδέσμευση περιουσιακών του στοιχείων, που είχαν δεσμευτεί στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας κράτους-μέλους. Από τη διατύπωση της άνω διάταξης προκύπτει ότι οι κανόνες της Σύμβασης εφαρμόζονται ως lex fοri από το δικαστήριο κράτους – μέλους στο οποίο επιδιώκεται ο περιορισμός της ευθύνης και μάλιστα ανεξάρτητα από τη lex causae της υποκείμενης σε περιορισμό απαίτησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης δεν χρησιμοποίησε τη δυνατότητα, που παρέχει στο κράτος – μέλος το άρθρο 15 παρ. 1 εδ. β` και 15 παρ. 23, ώστε να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές. Ήτοι: (α) τα κατά το άρθρο 1 πρόσωπα (πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, κύριο ή διαχειριστή θαλασσοπλοούντος πλοίου), που κατά τον χρόνο της επίκλησης της σύμβασης δεν έχουν τη συνήθη διαμονή ή τον κύριο τόπο δραστηριότητάς τους σε κράτος μέλος ή το πλοίο, για το οποίο ασκείται το δικαίωμα περιορισμού, δεν φέρει τη σημαία κράτους – μέλους, (β) πλοία που προορίζονται για εσωτερική ναυσιπλοΐα ή έχουν χωρητικότητα κάτω των 300 κόρων και (γ) απαιτήσεις που εγείρονται για περιπτώσεις, στις οποίες δεν εμπλέκονται με κανένα τρόπο συμφέροντα προσώπων, που είναι υπήκοοι άλλων κρατών – μελών. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις, που αναφέρονται στο αρ. 15 παρ. 4 και 5, η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης γίνεται jure conventionis. Έτσι, το πεδίο εφαρμογής αυτής ορίζεται αποκλειστικά από το άρθρο 15 παρ. 1 εδ. α`. Επομένως, όταν γίνεται επίκληση του περιορισμού της ευθύνης από πρόσωπα, που δικαιούνται σε αυτήν σύμφωνα με το άρθρο  1, μεταξύ των οποίων και ο πλοιοκτήτης, εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης, ανεξάρτητα αν τα πρόσωπα, που επικαλούνται τον περιορισμό είναι Έλληνες ή αλλοδαποί υπήκοοι ή αν το πλοίο φέρει Ελληνική ή ξένη σημαία (βλ. Θανάση Λιακόπουλου, Ο περιορισμός τις ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά την Σύμβαση του Λονδίνου, ΔΕΕ 1997,651, Πασσιά, Το νέο δίκαιο του περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη, ΠειρΝ 1992, 288 – 285).

Η Σύμβαση ακολουθεί το Αγγλικό σύστημα του περιορισμού της ευθύνης, σε ορισμένο ποσό και τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να περιορίσουν την αρχικά απεριόριστη ευθύνη τους στα ποσά των άρθρων 6 και 7 είτε να συστήσουν για τα ποσά αυτά κεφάλαιο της ευθύνης (αρ. 11). Το κεφάλαιο συνιστάται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, στο οποίο έχει ασκηθεί αγωγή για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό (αρ. 11 παρ. 2). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην ίδια τη Σύμβαση περιέχονται με λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία αντικειμενικού προσδιορισμού του ποσού του κεφαλαίου που προτίθεται να συστήσει ο δικαιούμενος, ώστε το ύψος αυτού να προκύπτει ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου για τον προσωρινό ή, τον οριστικό προσδιορισμό του

Σύμφωνα δε με το άρθρο  14 της Σύμβασης για τη σύσταση και τη διανομή του κεφαλαίου καθώς και τη σχετική διαδικασία εφαρμόζεται η lex fοri του κράτους – μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο. Στην Ελλάδα τέτοιες ειδικές διατάξεις έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση π.χ. της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1969 για την αστική ευθύνη από ρύπανση πετρελαίου (π.δ. 666/1982), δεν υπάρχει όμως τέτοια ειδική ρύθμιση για τη σύμβαση του Λονδίνου. Το κενό αυτό είναι συστηματικά συνεπέστερο να πληρωθεί με την εφαρμογή των ΚΙΝΔ 90-104, στο μέτρο που αυτές προσαρμόζονται στο σύστημα περιορισμού της ευθύνης που ακολουθεί η Σύμβαση. Και τούτο διότι οι διατάξεις της Σύμβασης συμπληρώνουν ή τροποποιούν το σύστημα ευθύνης του ΚΙΝΔ (βλ. Θ. Λιακόπουλο, ό.π., 659, παρατ. Δ. Σταματιάδη, σχόλιο στην ΜονΠρΠειρ 4752/1997 ΕΕΔ 1999, 288 ιδίως σελ. 296, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2003, τ. Ι, 480 – 482). Η σύσταση του κεφαλαίου έχει ως συνέπεια την αναστολή των κάθε είδους διώξεων από τους δανειστές για τους οποίους συνεστήθη. Συνεπώς, ο δανειστής από το συγκεκριμένο ζημιογόνο περιστατικό δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο (αρ. 13 παρ. 7 της Σύμβασης).

Ανακεφαλαιώνοντας τα όσα προεκτίθενται και σύμφωνα αφενός με το άρθρο 15  της Σύμβασης (παρ. 1), το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη ως προς την έκταση εφαρμογής του συστήματος περιορισμού της ευθύνης που θεσπίζεται με τη σύμβαση και σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο  οι διεθνείς συμβάσεις υπερισχύουν της εσωτερικής νομοθεσίας, όταν μεταξύ τους εντοπίζεται σύγκρουση κατά τη ρύθμιση του ίδιου θέματος, συνάγεται ότι η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου  έχει εφαρμογή και μάλιστα ανεξάρτητα: α) από το δίκαιο που ρυθμίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο της απαίτησης που υπόκειται σε περιορισμό, β) από το εάν το πρόσωπο που ασκεί το δικαίωμα περιορισμού έχει κατοικία ή επιχειρηματική εγκατάσταση σε συμβαλλόμενο Κράτος ή γ) αν το πλοίο που σχετίζεται με τον περιορισμό φέρει ή όχι τη σημαία συμβαλλόμενου Κράτους. Συνέπεια αυτού είναι ότι σε όσες περιπτώσεις εφαρμόζεται η Σύμβαση του Λονδίνου, δεν εφαρμόζονται πλέον οι αντίστοιχες διατάξεις του ΚΙΝΔ, ενώ η διάταξη του άρθρου 77 παρ. 6α του ν. 1892/1990. που ορίζει ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η έκταση περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη ρυθμίζονται από το δίκαιο της Πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο καταργήθηκε σιωπηρώς (ΑΠ 388/2004 ΕΝΔ 32.340, ΕΠ 169/1998 ΕΝΔ 26.284. ΕΠ 1021/1998, ΕΠ 1003/2000). Τέλος, επισημαίνεται ότι η σύσταση του κεφαλαίου, έχει σοβαρές συνέπειες, αφού συνεπάγεται απαγόρευση και, ενδεχομένως, άρση των ατομικών διώξεων του οφειλέτη από τον οποίο ή για τον οποίο συστήθηκε το κεφάλαιο προς περιορισμό της ευθύνης Αυτό συμβαίνει διότι η σύσταση του κεφαλαίου από έναν οφειλέτη που δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του, ισχύει για όλους τους οφειλέτες απαιτήσεων που προκύπτουν από το ίδιο περιστατικό (συμβάν), εφόσον και αυτοί έχουν το δικαίωμα να περιορίσουν την ευθύνη τους (ΑΠ 2263/2013, 1189/2007, 388/2004, ΕΠ 37/2012, 382/2005, 149/2005,335/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και  εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενο ότι  η ένδικη αξίωση της ενάγουσας κυρίας του πλοίου «Σ…» με την οποία ζητά,  ως εξ αναγωγής δικαιούχος, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ως κυρίου του (έτερου) συνυπαίτιου, πολεμικού,   πλοίου «ΤΠΚ Κ..»,  για την προκληθείσα ένδικη μεταξύ των πλοίων τους σύγκρουση, να της καταβάλει το αντίστοιχο με το ποσοστό συνυπαιτιότητας αυτού, ποσό που η ίδια κατέβαλε ως αποζημίωση στους οικείους των φονευθέντων  μελών του πληρώματος του πολεμικού πλοίου, διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του ΚΙΝΔ άρθρα 235 επ. και όχι τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ως βάσιμη κατά το νόμο αλλά και ουσιαστικά, ένσταση παραγραφής που παραδεκτά πρότεινε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κυρίως με βάση τις διατάξεις του ΚΙΝΔ και επικουρικά του ν. 2362/1995 περί Δημόσιου Λογιστικού, δέχθηκε ότι η εν λόγω αξίωση της ενάγουσας είχε υποπέσει σε παραγραφή καθώς σύμφωνα με την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 237 παρ.2 εδ. β ΚΙΝΔ που καθορίζει ετήσια προθεσμία άσκησης του εξ αναγωγής δικαιώματος του καταβάλλοντος την αποζημίωση, αρχόμενη από τη  λήξη του έτους εντός του οποίου έγινε η καταβολή, στην προκειμένη περίπτωση όπου η καταβολή έγινε την 15-7- 1999, η ετήσια προθεσμία προς άσκησή της άρχισε την 1-1-2000 και συμπληρώθηκε την 31-12-2000. Δεδομένου δε ότι η άσκηση της αγωγής της έγινε την 4-4-2011 είχε ήδη κατά το χρόνο αυτό συμπληρωθεί η προθεσμία για την άσκησή της, ενώ το είδος της ζημίας (περιουσιακής ή ηθικής) δεν οδηγεί σε άλλο αποτέλεσμα αφού η διάταξη του άρθρου 237 παρ.2 α ΚΙΝΔ δεν προβαίνει σε σχετική διάκριση. Τέλος να σημειωθεί ότι η εξ αδικοπραξίας απαίτηση παραγράφεται σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 937 Α.Κ. που διέπει αυτές  και όχι η γενική του άρθρου 249 Α.Κ., μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Ενόψει όλων των ανωτέρω όσα αντίθετα υποστηρίζει με την αντέφεσή της η ενάγουσα εταιρία είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Περαιτέρω με βάση τις ίδιες υπό στοιχεία Ι και ΙΙ σκέψεις απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα είναι όσα ισχυρίζεται με τους λόγους της έφεσής του και το Ελληνικό Δημόσιο καθώς η ένδικη αξίωσή του ως εξ αναγωγής δικαιούχος, εναντίον της ενάγουσας  εδράζεται στο άρθρο 237 παρ.1 ΚΙΝΔ, και επομένως διέπεται ως προς τη θεμελίωσή του  και την προθεσμία άσκησής του από τις ειδικές διατάξεις του ΚΙΝΔ,  πλην όμως η ικανοποίηση αυτής διέπεται από τις διατάξεις της υπερισχύουσας έναντι του ΚΙΝΔ Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου αφού όπως και το ίδιο ιστορεί η εναγόμενη κυρία του πλοίου εταιρία προέβη σε περιορισμό της ευθύνης της με τη σύσταση κεφαλαίου σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, περί της πορείας του οποίου ωστόσο ουδέν εκθέτει στο αγωγικό δικόγραφο. Ειδικότερα ενώ περιγράφει την από μέρους της πρώτης εναγομένης υποβολή της  δήλωσης περιορισμού στον αρμόδιο Γραμματέα και την πορεία της έως την μεταρρύθμιση του πίνακα διανομής του κεφαλαίου με δικαστική απόφαση, αναφέρεται στη συνέχεια σε καταβολή ποσών από την εναγομένη στους δικαιούχους οικείους των θυμάτων της σύγκρουσης με βάση μεταξύ τους συμβιβασμό χωρίς να μνημονεύει την τύχη του συσταθέντος κεφαλαίου κα την από μέρους της εναγόμενης, τυχόν παραίτησή της ή υποκατάστασή της στα δικαιώματα όσων αναγγέλθηκαν. Αν από το συσταθέν κεφάλαιο  έγινε η εν λόγω καταβολή με διανομή αυτού και υφίσταται υπόλοιπο ή η ίδια κατέβαλε πριν τη διανομή του και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα των αναγγελθέντων δανειστών όπως δικαιούται με βάση το άρθρο 12 παρ. 2 της Σύμβασης.  Τα περιστατικά αυτά περί της έγκυρης σύστασης κεφαλαίου και της τυχόν ή μη διανομής του, επηρεάζουν, όπως προεκτίθεται, τα  εναντίον της δικαιώματα και αξιώσεις των  δανειστών της, μεταξύ των οποίων και το ενάγον και επομένως και το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής του. Αυτό διότι οι τελευταίοι στερούνται των ατομικών διώξεων για τις δικές τους απαιτήσεις όχι μόνο έναντι της εναγόμενης κυρίας του πλοίου αλλά και έναντι των λοιπών εναγομένων για λογαριασμό των οποίων θεωρείται συσταθέν το κεφάλαιο (άρθρο 9 της Σύμβασης). Στους δανειστές δε συμπεριλαμβάνεται το Ελληνικό Δημόσιο αφού ισχύει και ως προς αυτό ο περιορισμός της ευθύνης της εναγομένης δεδομένου ότι η αξίωσή του υπόκειται σε περιορισμό  αφού προέρχεται από αποζημίωση για απώλεια ζωής, ενώ ο περιορισμός ισχύει και έναντι όσων δανειστών δεν αναγγέλθηκαν στη σύσταση του κεφαλαίου όπως το ίδιο.

Ενόψει αυτών ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου ως αόριστη εφαρμόζοντας, σύμφωνα με τις παραπάνω διακρίσεις  τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου και όσα αντίθετα υποστηρίζει με την έφεσή του το  ενάγον είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα θα πρέπει να απορριφθούν οι, έφεση και αντέφεση, ως ουσιαστικά αβάσιμες και να συμψηφιστούν τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ενώνει και Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, την  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ………. έφεση  του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των εναγομένων  και  2) την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……… αντέφεση της πρώτης των εναγομένων ναυτικής εταιρίας, στρεφόμενες  κατά της 1622/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την ίδια διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και την αντέφεση.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την    και δημοσιεύθηκε στις    13 Δεκεμβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, την δικαστική αντιπρόσωπο ΝΣΚ του  υπό στοιχ Α εκκαλούντος-υπό στοιχ Β  αντεφεσίβλητου και την πληρεξούσια δικηγόρο των  υπό στοιχ. Α εφεσιβλήτων  και της υπό στοιχ. Β αντεκκαλούσας.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ