Αριθμός 11/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 08-04-2019 (γεν.αριθμ.καταθ…../2019) έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της υπ΄αριθμ.5131/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,2 και 3,500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516παρ.1,517εδ.α ,518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016 και ισχύει από 23-1-2017 (βλ. άρθρο 45 του ως άνω νόμου), το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 20-06-2014 (γεν.αριθμ.καταθ…../2014) ανακοπή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ`αυτήν λόγους, την ακύρωση της υπ`αριθμ…../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ`ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 58.692,13 ευρώ νομιμοτόκως, πλέον δικαστικής δαπάνης και λοιπών εξόδων, το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο οριστικώς κλεισθέντος λογαριασμού ο οποίος εξυπηρετούσε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ`ης η ανακοπή ως δανείστριας και της ανακόπτουσας ως δανειολήπτριας.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφου απορρίφθηκαν οι λόγοι ανακοπής, απορρίφθηκε στο σύνολό της η ανακοπή, επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ……./2014 διαταγή πληρωμής και καταδικάστηκε η ανακόπτουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η ηττηθείσα ανακόπτουσα, με την υπό κρίση έφεσή της και τους κατ` ιδίαν λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου Κώδικα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 § 3 του πιο πάνω Κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τέτοια δε έγγραφα αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών. Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45, 90· ΑΠ 925/2002 ΕλλΔνη 38, 1794), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (ΕφΑθ 3791/2008, ΕφΑΔ 2009/216). Από τα παραπάνω παρέπεται ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ ου η ανακοπή πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το «απόσπασμα» των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο προκύπτει από το πλήρες αυτό απόσπασμα που επισυνάπτεται στην αίτηση, όπου εμφανίζεται όλη η κίνηση του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτή (αίτηση) και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων από τότε που άνοιξε ο λογαριασμός μέχρι το κλείσιμό του, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο «απόσπασμα», από το οποίο, με βάση τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας (ΑΠ 925/2002, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003, 1297, ΑΠ 758/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4424/2009 ΕλλΔνη 2011, 875, ΕφΛαρ 114/2007 Δικ/φία 2007, 241, ΕφΛαρ 361/2007 Δικ/φία2007, 330, ΕφΔωδ 201/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθής αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προσκομίζοντας αντίγραφα των μηνιαίων λογαριασμών καθώς και τα αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα των εμπορικών της βιβλίων, τα οποία στερούνται αποδεικτικής δύναμης, καθώς δεν αναγνωρίστηκε κάτι τέτοιο ρητώς στη σύμβαση δανείου, και για το λόγο αυτό ζητεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Επικουρικά δε ισχυρίζεται ότι αν ήθελε υποτεθεί ότι ο όρος, το περιεχόμενο του οποίου παραθέτει επι λέξει και το οποίο έχει ως εξής: «Η Τράπεζα δικαιούται να επιδιώξει την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση απόσπασμα από τα εμπορικά της βιβλία», θεωρηθεί δικονομική σύμβαση, είναι άκυρος διότι συνεπάγεται υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του οφειλέτη, και αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 444παρ.1, 448 παρ.1 ΚΠολΔ, 372 ΑΚ και 2παρ.6 και 7 παρ.2 περ.κζ Ν.2251/ 1994.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, σ`αυτή διαλαμβάνεται ότι με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν από την καθής «…. β) το από 19-02-2013 απόσπασμα – βεβαίωση οφειλής δανείου από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας γ) το από 19-02-2013 αντίγραφο του με αριθμό ……….. λογαριασμού του δανείου της καθής, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού του δανείου και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής ……Επειδή το συνολικό ποσό των 58.692,13 ευρώ όπως προκύπτει από το ως ανω αντίγραφο λογαριασμού δεν έχει εξοφληθεί μέχρι σήμερα. Επειδή η καθής υποχρεούται στην πληρωμή του παραπάνω ποσού, εντόκως από 20-02-2013 με το εκάστοτε ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας το οποίο σήμερα για το δάνειο αυτό ανέρχεται σε 4,570% ετησίως και τον ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως..», με επίκληση του όρου 10 της σύμβασης, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των συμβαλλόμενων ότι το πλήρες απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας από το οποίο θα προκύπτει η κίνηση του λογαριασμού και το ύψος του ληξιπροθέσμου και απαιτητού δανείου, αποτελεί πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τράπεζας. Συνακόλουθα, τα επισυναπτόμενα στην αίτηση πλήρη αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πιστοδότριας τράπεζας, κατά την έγκυρη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συμφωνία των συμβαλλομένων (όρος 10), αποτελούν πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας. Επομένως, η απαίτηση της Τράπεζας ήταν καθ’ όλα αποδεδειγμένη και εναπόκειται στην ανακόπτουσα να αμφισβητήσει την ακρίβεια των κονδυλίων πιστοχρεώσεων με, συγκεκριμένο και σαφή τρόπο. Σε κάθε δε περίπτωση ο χαρακτηρισμός του ως άνω όρου ως καταχρηστικού, σύμφωνα με τις παρ.6 και 7 εδ.κζ του άρθρου 2 του ν. 2251/ 1994 δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στην προκειμένη περίπτωση διότι από τη διατύπωση του ως άνω όρου προκύπτει ότι έναντι των αποσπασμάτων της Τράπεζας επιτρέπεται ανταπόδειξη, ώστε δεν τίθεται ζήτημα ανεπίτρεπτου περιορισμού των αποδεικτικών μέσων της ανακόπτουσας η οποία δεν αμφισβήτησε το επιδικασθεν με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατάλοιπο λογαριασμού ή έστω κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο από αυτά που συναθροίζονται σ΄αυτό και περιέχονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής η ανακοπή, που προσκομίστηκαν σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμα επισυναπτόμενα στην αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια, ο πρώτος αυτός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία ως προς τον λόγο αυτό της ανακοπής δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας –ανακόπτουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 753/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ Νόμος), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ.ΑΠ 959/ 2019, ΑΠ 368/ 2019, ΑΠ 917/2011, ΕφΑθ 105/2019 ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό. β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζοταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ Νόμος). Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης επιβαρύνθηκε με επιτόκια τα οποία υπερέβαιναν τα συμβατικώς συμφωνηθέντα και ειδικότερα ότι κατά το έτος 2006 το επιτόκιο θα έπρεπε να διαμορφωθεί σε 5,5% για το μήνα Δεκέμβριο, σε 5,25% για το μήνα Οκτώβριο, σε 5% για το μήνα Αύγουστο, σε 4,75% για το μήνα Ιούνιο και σε 4,5% για το μήνα Μάρτιο, ενώ αντιθέτως από τον αναλυτικό πίνακα επιτοκίων που προσκόμισε η καθής φαίνεται ότι το επιτόκιο ανήλθε σε 6,62% για το μήνα Δεκέμβριο, σε 6,37% για το μήνα Οκτώβριο, σε 6,12% για το μήνα Αύγουστο, σε 5,87% για τον μήνα Ιούνιο και σε 5,62% για το μήνα Μάρτιο. Ότι με τον όρο 15 της σύμβασης η καθής η ανακοπή Τράπεζα επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου και ότι με τον τρόπο αυτό το τίμημα καθίσταται αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, επιτρέποντας τον καθορισμό του επιτοκίου ανεξέλεγκτο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του απορριπτέος τυγχάνει ως αόριστος, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας καθόσον η ανακόπτουσα δεν αναφέρει το ποσό που για την αιτία αυτή χρεώθηκε ο λογαριασμός της έτσι ώστε να είναι δυνατό στην καθής η ανακοπή να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής κατά το επιπλέον ποσό που υποχρεώθηκε να πληρώσει στην πιστώτρια Τράπεζα. Η απαίτηση δε της δανείστριας τράπεζας είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, βάσει του ποσοστού του επιτοκίου ή άλλων εισφορών, με την τέλεση αριθμητικών πράξεων αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφειλής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφειλής όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του ανοικτού λογαριασμού), πλην όμως η ανακόπτουσα δεν αναφέρει ούτε αποδεικνύει ότι το ποσό της απαίτησης δεν είναι εκείνο που προκύπτει ως οφειλόμενο και ότι δεν οφείλεται κανένα ποσό ή ότι οφείλεται μικρότερο από αυτό που δηλώνει η καθής Τράπεζα.
Σύμφωνα δε με τον όρο 15 της ένδικης σύμβασης «Το επιτόκιο του δανείου, συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης κατά περίπτωσης εισφοράς του Ν. 128/75, συνομολογείται σταθερό μεν προς 3,72% ετησίως για τις πρώτες δώδεκα (12) μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις εξυπηρέτησης του δανείου, κυμαινόμενο δε για τις υπόλοιπες δόσεις μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου εξυπηρέτησης του δανείου. Το κυμαινόμενο επιτόκιο του παρόντος δανείου συμφωνείται και ορίζεται από τώρα ότι έχει ως επιτόκιο αναφοράς το Βασικό Επιτόκιο (Ελάχιστο επιτόκιο Προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου) για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.). Επί του ως άνω επιτοκίου αναφοράς συμφωνείται και προστίθεται περιθώριο 3%, σταθερό για όλη την διάρκεια του δανείου, καθώς και η νόμιμη, κατά περίπτωση εισφορά του Ν.128/ 75». Ως εκ τούτου ο λόγος ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος αφού η ανακόπτουσα ενημερώθηκε και δεν παραβιάστηκε η αρχή της διαφάνειας (ν. 2251/1994), ενώ σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα κατόπιν διαπραγμάτευσης μεταξύ των τραπεζών και των πελατών τους. Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία ως προς τους ανωτέρω λόγους ανακοπής δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας –ανακόπτουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι. Στη συνέχεια ο τέταρτος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, για το λόγο ότι στο επιδικασθέν εις βάρος της ανακόπτουσας ως πιστούχου χρηματικό ποσό περιελήφθη και το κονδύλιο της ειδικής εισφοράς του ν. 129/1975 κατά μη νόμιμη μετακύλισή του σε βάρος της και ακολούθως ανατοκισμό του, ελέγχεται προεχόντως ως αόριστος, δεδομένου ότι ουδόλως εξειδικεύονται στο δικόγραφο της ανακοπής τα επί μέρους κονδύλια που φέρεται να επιβάρυναν παρανόμως την ένδικη οφειλή, ώστε κατά αυτά και μόνον να ακυρωνόταν η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, τούτο δε, ενόψει του ότι προκειμένου να επεκταθεί η ακυρότητα, του φερομένου ως ακύρου μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, θα έπρεπε ο ανακόπτων, ως φέρων το σχετικό βάρος αποδείξεως, να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν άπαντα τα συμβαλλόμενα στην επίδικη δανειακή σύμβαση μέρη γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου για τη μετακύλιση της υπόψη εισφοράς στον πιστούχο, στοιχείο όμως του οποίου δεν γίνεται επίκληση στην ανακοπή (σχετ. ΑΠ 1448/2014 ΕπΕμπΔ 2014.345, ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, ΕφΛαρ. 17/2017 ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε δε περίπτωση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι η μετακύλιση της εισφοράς αυτής είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στην διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, ούτε αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Ομοίως, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 και υπό την εκδοχή ότι έλαβε χώρα τέτοιος ανατοκισμός, είναι νόμιμος, καθόσον πρόκειται για μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και ως εκ τούτου νόμιμα ανατοκίζεται κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, δεν παραβιάζεται έτσι, ούτε η αρχή της διαφάνειας, δεδομένου ότι συνομολογείται από την ανακόπτουσα με το δικόγραφο της ανακοπής της, ότι αυτή έλαβε γνώση της χρέωσής της με την άνω εισφορά, ήδη από τη κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για τον τέταρτο ως άνω λόγο ανακοπής δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες, Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Z 1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 8/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 8/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι αυτής εφαρμόζοντα` στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200,00 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000,00 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών” όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (Ολ. Α.Π. 15(2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της κα όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του Ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή oι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/20091 ΑΠ 989/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή αναγκών (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ, που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε,Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2Ο10 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 8/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του v. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών Ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ό,π., ΑΠ 105/2019 ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής της, διώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενη ότι ο περιεχόμενος όρος της επίδικης σύμβασης δανείου, που προβλέπει τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος 360 ημερών αντί για το έτος των 365 ημερών, είναι παράνομος και καταχρηστικός, διότι προσκρούει στην καθιερωμένη με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, με αποτέλεσμα η καθ `ης η ανακοπή τράπεζα να επιβαρύνει την οφειλή της με τόκους για κάθε μέρα μεγαλύτερους κατά ποσοστό υπέρτερους των νομίμων. Ενόψει τούτου υποστηρίζει ότι η απαίτηση σε βάρος της με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει μη βέβαιη και ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση των διατάξεων του Νόμου περί Προστασίας Καταναλωτών, παραδεκτά μεν προβάλλεται από την ανακόπτουσα, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, εμπίπτει δε στις προστατευτικές διατάξεις του ως άνω νόμου, ως τελικός αποδέκτης των τραπεζικών υπηρεσιών της καθ`ης η ανακοπή, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στις προπαρατεθεσείσες νομικές σκέψεις, ωστόσο η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και δεν προσδιορίζει το επιπλέον ποσό, με το οποίο παράνομα, όπως ισχυρίζεται επιβαρύνθηκε η οφειλή της, εξαιτίας του υπολογισμού αυτού και κατά το οποίο ωφελήθηκε αντίστοιχα, η καθ`ης τράπεζα, ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της διατάραξης και να κριθεί εάν εξ αυτού του λόγου είναι όντως σημαντική. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος, επιπροσθέτως, όπως προεκτέθηκε, και διότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου του τηρηθέντος λογαριασμού συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς τον λόγο αυτό της ανακοπής τα ίδια δέχθηκε ως ανωτέρω, αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από το παρόν Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας –ανακόπτουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 5131/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά .
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ……../2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ