Αριθμός 13/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 591/2017, 1685/2008). Το δεδικασμένο, που καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως αυτός διατυπώνεται στην απόφαση, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 324 και 332 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (ΑΠ 1559/2017). Τέλος, δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης (ΑΠ 1559/2017) [ΑΠ 56/2019, ΝΟΜΟΣ].
ΙΙ. Περαιτέρω, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο, αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του αδικαιολογήτως πλουτίσαντος δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (Ολ ΑΠ 23/2003, ΕφΑιγ Μον 1/2019, ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 382 του ΑΚ, αν η παροχή του ενός από τους συµβαλλοµένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο έχει ευθύνη ο ίδιος, µπορεί ο άλλος είτε να επικαλεστεί τα δικαιώµατα του άρθρου 380, είτε να απαιτήσει αποζηµίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση. (ΑΠ 82/1991 ΕλλΔνη 32.1257, ΕφΠατρ 918/2008, ΕφΑθ 2447/2006, ΕφΠατρ 410/2004, ΕφΛαρ 614/2004 ΝΟΜΟΣ). Η υπαναχώρηση έχει ως συνέπεια την άµεση διάλυση της συμβάσεως µε ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδροµική (ex tunc) και την υποχρέωση των µερών για την επιστροφή των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισµού (389 παρ. 2 του ΑΚ). Έτσι, µετά την υπαναχώρηση, κανένα από τα συµβαλλόµενα µέρη δεν διατηρεί πλέον καµία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία την υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (389 παρ2 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου, ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται, ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου, ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, ή αιτία παράνομη ή ανήθικη (ΕφΠειρ 428/2016, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από 28-8-2019 (……/2019), έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθμόν 1026/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1, 511, 513παρ1περ β’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ), έχει δε καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (495παρ3Αβ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.Με την από 27-11-2017 (……./2017) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εκθέτει ότι κατά των εναγομένων είχε ασκήσει την από 24-8-2011 αγωγή του, στηριζόμενη τόσο την ενδοσυμβατική όσο και στην αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως μη νόμιμη. Ότι, στις 24-3-2011, στο Κερατσίνι και σε γραφείο επί της ….. αρ. ….., σε συνάντησή του με την α’ εναγομένη, που ήταν ασφαλιστική σύμβουλος της β’ εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, πεισθείς από την τελευταία για τα οφέλη ενός επενδυτικού προγράμματος της εταιρείας που θα είχε υψηλή απόδοση και συγκεκριμένα θα του απέδιδε εγγυημένα το διπλάσιο του κεφαλαίου του σε σύντομο διάστημα, της παρέδωσε το ποσό των 50.000€ σε μετρητά για να του αποδώσει το ποσό των 101.000€, έως την 31-5-2011. Ότι, για το σκοπό αυτό υπέγραψε αίτηση προς τη β’ εναγομένη αποταμιευτικού προγράμματος, ενώ η α’ εναγομένη του παρέδωσε μία συν/κή εκδόσεώς της, ποσού 101.000€, με ημερομηνία λήξεως 31-5-2011, η οποία όμως δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνισή της. Ότι, μετά την πάροδο του ανωτέρω χρόνου, επικοινώνησε με την β’ εναγομένη αλλά και την α’, μέσω εξωδίκων, και ανακάλυψε ότι η μόνη αίτηση που υπήρχε στο αρχείο της β’ εναγομένης αφορούσε επενδυτικό πρόγραμμα ποσού 1580€ μηνιαίως, την οποία ουδέποτε είχε υπογράψει, ούτε είχε προβεί σε τέτοια καταβολή. Ότι, όπως πράγματι διαπίστωσε εκ των υστέρων, η α’ εναγομένη, που ήταν προστηθείσα της β’ εναγομένης, δεν ήταν σε θέση να επενδύσει το ποσό που της είχε παραδώσει, με την 100% απόδοση που του είχε υποσχεθεί. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, που δεν υπάρχει αξίωση από σύμβαση ή αδικοπραξία, η α’ εναγομένη πλούτισε σε βάρος του κατά το ποσό των 50.000€ χωρίς νόμιμη αιτία, και διατηρεί τον ανωτέρω πλουτισμό, η δε β’ εναγομένη ευθύνεται, ως έχουσα προστήσει την πρώτη στην υπηρεσία της, ως ασφαλιστική σύμβουλο. Με αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί – μετά το νομότυπο περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό – ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 50.000€, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Επί της αγωγής αυτής που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την 4591/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη. Κατά την αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ηττηθείς ενάγων με την κρινομένη έφεσή του, αιτιώμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του.Από την επανεκτίμηση της εκκαλουμένης και των πρακτικών της, της 4591/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και των πρακτικών της, της 5025/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και από τα έγγραφα που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής στην παρούσα φάση, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων, στις 24-3-2011, στο Κερατσίνι και σε γραφείο φιλικού του προσώπου επί της ……… αρ. …., σε συνάντησή του με την α’ εναγομένη, που ήταν ασφαλιστική σύμβουλος της β’ εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, πεισθείς από την τελευταία για τα οφέλη ενός επενδυτικού προγράμματος της εταιρείας που θα είχε υψηλή απόδοση και συγκεκριμένα θα του απέδιδε εγγυημένα το διπλάσιο του κεφαλαίου του σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, της παρέδωσε το ποσό των 50.000€ σε μετρητά για να του αποδώσει το ποσό των 101.000€, έως την 31-5-2011. Αυθημερόν και για το σκοπό αυτό, υπέγραψε αίτηση προς τη β’ εναγομένη αποταμιευτικού προγράμματος, ενώ η α’ εναγομένη του παρέδωσε μία συν/κή εκδόσεώς της, ποσού 101.000€, με ημερομηνία λήξεως 31-5-2011, η οποία όμως δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνισή της. Όταν όμως παρήλθε το ανωτέρω χρονικό διάστημα των δύο μηνών χωρίς καμία ανταπόκριση εκ μέρους της α’ εναγομένης, ο ενάγων επικοινώνησε τόσο με την β’ εναγομένη όσο και με την α’, μέσω εξωδίκων, οπότε πληροφορήθηκε από τη β’ εναγομένη, ότι η μόνη σύμβαση που είχε συνάψει μαζί της ήταν το με αριθμό ……. ασφαλιστήριο συνταξιοδοτικό συμβόλαιο, για το οποίο αυτός είχε καταβάλει το ποσό των 1580€, την οποία όμως (αίτηση) ουδέποτε είχε υπογράψει, ούτε είχε προβεί σε τέτοια καταβολή. Όπως δε διαπίστωσε εκ των υστέρων, η α’ εναγομένη, που ήταν προστηθείσα της β’ εναγομένης, δεν ήταν σε θέση να επενδύσει το ποσό που της είχε παραδώσει, με την 100% απόδοση που του είχε υποσχεθεί, ενώ παρακράτησε το παραπάνω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχη ζημία του. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την από 24-8-2011 (……../2011) αγωγή του εναντίον των εναγομένων, με το ανωτέρω ιστορικό, αιτούμενος αφενός το ποσό των 50.000€, λόγω της παραβάσεως της συμβατικής υποχρέωσης, επικαλούμενος υπαίτια αδυναμία για εκπλήρωση της παροχής τους, αιτούμενος την απόδοση του ανωτέρω ποσού κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και αφετέρου το ποσό των 100.000€, από την παράνομη ιδιοποίηση των ασφαλίστρων, πλέον του ποσού των 500.000€ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την τελευταία (σε βάρος του αδικοπραξία). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4591/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη (βλ το από 5-10-2017 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά) αλλά και αμετάκλητη, λόγω ασκήσεως κατ’αυτής της από 20-11-2017 αναιρέσεως (εκπρόθεσμης) του ενάγοντος, από την οποία εν συνεχεία παραιτήθηκε. Η ανωτέρω απόφαση έκρινε ότι δεν υπήρχε συρροή νομικών βάσεων, αλλά μόνο αξίωση του ενάγοντα από ενδοσυμβατική ευθύνη, ενόψει των εκτιθέμενων στην αγωγή και του ότι ο ίδιος επέμενε στον αγωγικό ισχυρισμό του ότι είχε καταρτισθεί επενδυτική – αποταμιευτική σύμβαση ασφάλισης, ενώ η επικαλούμενη ως παράνομη και αθέμιτη συμπεριφορά των εναγομένων συνιστούσε μόνο αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως και όχι αδικοπραξία, εάν δε, δεν υπήρχε η συμβατική σχέση, η περιγραφόμενη ως παράνομη συμπεριφορά δεν θα ήταν τέτοια, κατά την έννοια του άρθρο 914 ΑΚ. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ως προς μεν τη βάση της αδικοπραξίας ως μη νόμιμη, ενώ ως προς τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης σε συνδυασμό με τις διατάξεις με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την απέρριψε, καθόσον ο ενάγων, ενόψει της επιβοηθητικής φύσεως της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν επικαλείτο για ποια αιτία απώλεσε την από την υποκείμενη σχέση (σύμβαση) αγωγή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Να σημειωθεί εδώ, ότι ο ενάγων δεν επικαλέστηκε ότι άσκησε τα δικαιώματα των διατάξεων του άρθρου 382επ ΑΚ και ειδικότερα το δικαίωμα της υπαναχώρησης, το οποίο θα του επέτρεπε να αναζητήσει την παροχή του κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατά τα προεκτεθέντα στην 3η νομική σκέψη. Μετά ταύτα, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη στο σύνολό της. Στη συνέχεια, ο ενάγων επανήλθε με την από 9-1-2015 (……./2015) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενος κατά των δύο ανωτέρω εναγομένων, στηριζόμενη στη βάση της αδικοπραξίας (απάτη και υπεξαίρεση), με την οποία ζητούσε την καταδίκη τους στο ποσό των 50.000€ για τη θετική του ζημία και των 100.000€ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από της σε βάρος του περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, η οποία ήταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν στην 1η αγωγή. Το ανωτέρω δικαστήριο, με την 5025/2017 απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω του δεδικασμένου που απέρρεε από την 4591/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την κρινομένη αγωγή, στρεφόμενος εκ νέου κατά των ίδιων εναγομένων, επικαλούμενος το ίδιο ιστορικό με τις προηγούμενες αγωγές του, αιτούμενος την επιδίκαση του ποσού των 50.000€ κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, η οποία όμως είναι επιβοηθητικής φύσεως σε σχέση με την αγωγή από την σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/203). Ωστόσο, δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως που τον συνδέει με τους εναγομένους, καθ’οσον έχει κριθεί, με ισχύ δεδικασμένου, ότι τα αγωγικά πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν μόνο στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, δηλαδή μη ομαλής εξέλιξης της ενοχής από ασφαλιστική σύμβαση, όπως και στην πρώτη αγωγή, όπου επίσης υπήρχε η ίδια αοριστία, στη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και τελικώς η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη στο σύνολό της. Η έλλειψη δε αυτή, ως προς την αναφορά τέτοιων περιστατικών, καλύπτεται από το δεδικασμένο της ανωτέρω 4591/2014 αποφάσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην 1η νομική σκέψη της παρούσας και για το λόγο αυτό, η ένδικη αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και απέρριψε την αγωγή με σαφή αιτιολογία, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου 1ου και 2ου συναφών λόγων της κρινομένης εφέσεως ως αβάσιμων και, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, της τελευταίας ως αβάσιμης στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί ο ηττηθείς εκκαλών στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την από 28-8-2019 (……./2019), έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600)€ συνολικά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ